CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.8.07

Όπου πάει η καρδιά, πάει και το πόδι

(Πρακτικώς αδύνατον να διαλέξω 5-10 τραγούδια dEUS για να τα βάλω σε ένα ποστ. Έτσι βάζω μόνο τέσσερα απ' τα πιο "ήμερά" τους καθώς επίσης και Devendra, Tindersticks, Sebadoh και Zita Swoon. Κάποια στιγμή, όταν χειμωνιάσει λίγο, θα επανέλθω με πιο ζόρικο κείμενο και μουσικες τους ...)

Ο Joren De Boeve ακούμπησε το προσκλητήριο για τα μεθαυριανά εγκαίνια του μαγαζιού της Jasmine πάνω στην τηλεόραση. Λες κι ένα περίεργο βάρος τον τράβηξε, το κορμί του λύθηκε σαν κορδέλα και γλίστρησε αργά στο πάτωμα. Ακούμπησε το κεφάλι πίσω του στον καναπέ και έπιασε το μαξιλάρι να στηρίξει το λαιμό του.

Αυτό το μαξιλάρι του το είχε δώσει χρόνια πριν η Αδελφή Μαγδαληνή. Το είχε ράψει κάποιος που, μια εποχή προσέτρεξε στo μοναστήρι τους, προσπαθώντας να λυτρωθεί από την κρυφή του κόλαση. Για να τον αφήσουν να μείνει έπρεπε να βοηθάει στις εργασίες της μονής και εκείνος επέλεξε την συντήρηση του ιματισμού.
Έπλενε, έραβε, φρόντιζε τα ρούχα σαν να ήταν κατοικίδια. Όταν αποφάσισε να φύγει άφησε πίσω, σαν «ευχαριστώ», το μαξιλάρι
αυτό από patch work. Το είχε φτιάξει με κομμάτια από σεντόνια και σκισμένα ρούχα. Mε λινάτσες από τσουβάλια που ’βαφε κρυφά μες στην κουζίνα, με χρώμα από λαχανικά.
-Αυτό το μπλε είναι απ’ το τζιν του κι αυτό το λαδί απ’ το πουκάμισό του. Το μπορντώ περίγραμμα είναι απ’ το αίμα του –έσκισε το δάχτυλό του και έγραψε με αυτό. Ήρθε εγωιστής και έφυγε εγωιστής. Μόνο οι εγωιστές παιδεύουν έτσι το σώμα και το πνεύμα τους θεωρώντας το κτήμα τους, ενώ δεν ανήκει σε αυτούς. Ανήκει στο Θεό, είπε η καλόγρια.
Η Αδελφή Μαγδαληνή είχε αποταθεί στον Joren De Boeve, πρακτικό ιατρό ειδικό σε θέματα καρδιοπροσθετικής, για να της φτιάξει μια άλλη καρδιά. Αγνή. Γιατί παλιά η καρδιά της ήταν άσπιλη, μα πια είχε λεκιάσει. Κάτι είχε στάξει πάνω της και κάθε μέρα όλο και κοκκίνιζε. Κοκκίνιζε κι ανησυχούσε μην αρχίσει να λερώνει και τα ρούχα της. Μη βγει το χρώμα παραέξω και μαθευτεί στις άλλες μοναχές.
Ο Joren της έφτιαξε μια καρδιά από γλυκό βανίλια φασκιωμένη μέσα σε μαλλί της γριάς –δε μπορούσε να σκεφτεί κάτι πιο αγνό. Μα η Αδελφή ήρθε λίγες μέρες μετά και του την έδειξε: είχε γίνει κατακόκκινη σαν μαρμελάδα κεράσι.
Της έφτιαξε μια καινούρια από λευκό κερί που έπλασε με ροδόνερο –μα την δεύτερη μέρα το κερί είχε γίνει κόκκινο σαν τις λαμπάδες των παιδιών το Πάσχα.
Ο Joren De Boeve της είπε ότι δεν έπρεπε να αλλάξει καρδιά, αλλά περιβάλλον: «πρέπει να αποστασιοποιηθείς από ό,τι σε βάφει».
Έτσι στην επόμενη επίσκεψη η Αδελφή Μαγδαληνή έφερε στο ιατρείο το patch work μαξιλάρι. Δεν τολμούσε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό της, πόσο μάλλον στον Joren, αλλά από την ημέρα που πρωτοείδε εκείνο τον άντρα στο μοναστήρι, τον σκεφτόταν διαρκώς. Άρχισε κι εκείνη να αγαπάει περισσότερο τα πλάσματα του Θεού από τον ίδιο τον Θεό. Σταμάτησε τις προσευχές και άρχισε να μιλάει στο μαξιλάρι της τα βράδια.
-Σε παρακαλώ, κάνε μια προσπάθεια και βάλε μου πάλι μια άσπιλη καρδιά. Μα κράτησε κι αυτό εδώ, μαζί με τη δική μου την παλιά. Την αληθινή.
Εκείνος έπραξε όπως του ζήτησε και μετά την επέμβαση η Αδελφή δεν ξαναφάνηκε –μάλλον βρήκε το πολυπόθητο κενό που θα γέμιζε η πίστη της.
Ο Joren όποτε έβλεπε το μαξιλάρι θυμόταν ότι ορισμένοι άνθρωποι επιζητούν την ψυχική νηνεμία και δεν αντέχουν μια καρδιά να τους ταρακουνά όλη την ώρα και να τους αποσπά από αυτήν. Αλλά μαζί μ’ αυτό θυμόταν πως κανένας Θεός και καμία πίστη, καμία φιλοσοφία και καμία επιστήμη, δε μπορούν να κερδίσουν την καρδιά του ανθρώπου, εφόσον αυτή είναι ζωντανή και επιλέγει να χτυπά για κάποιον. Όπως η δική του για την Jasmine. Παρότι η Jasmine ζούσε ήδη με άλλον.

O Joren De Boeve δέχτηκε τη επιλογή της καρδιάς του στωικά αφού δε μπορούσε να απαλλαγεί από αυτήν. Γιατί αν την αφαιρούσε, ως άκαρδος θα αδιαφορούσε για την Jasmine, αλλά και για όλους τους άλλους. Και ποιος θα φρόντιζε τις καρδιές των ασθενών του τότε; Αλλά ο Joren De Boeve δε δέχτηκε το θέσφατο της μάνας του: «όπου πάει η καρδιά, πάει και το πόδι».
Έπιασε και κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού. Κι έπειτα έβγαλε το κλειδί, το τύλιξε σε ζελέ ανανά, το έβαλε πίσω-πίσω στη γλώσσα του, πήρε ένα ποτήρι νερό και το κατάπιε. Ο Joren De Boeve ήταν από μικρός δυσκοίλιος. Θα του έπαιρνε μέρες να ξαναβγεί στον έξω κόσμο.
Κανένας Θεός και καμία Επιστήμη δε μπορεί να βάλει φρένο στις βουλές της καρδιάς. Ευτυχώς μπορoύν οι πόρτες. Kαι ο οργανισμός μας...

ΥΓ.Την ιστορία του μυστηριώδη άντρα και το πώς βρέθηκε στο μοναστήρι μπορείτε να την ακούσετε εδώ..

27.8.07

ΑΦΗΣΑΤΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΤΑΧΤΗ. ΓΙΑΤΙ;

ΟΛΟΙ ΣΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ.

Τετάρτη 29 Αυγούστου, στις 7 το απόγευμα. Στην πλατεία Συντάγματος και σε κάθε κεντρική πλατεία κάθε πόλης σε ολόκληρη τη χώρα. Φορώντας μαύρα.

Αποδοκιμάζουμε το αίσχος χωρίς πολύχρωμες σημαίες. Πενθούμε για την απώλεια των συνανθρώπων μας χωρίς να συνδέουμε την πρωτοφανή καταστροφή με προεκλογικές σκοπιμότητες. Δίνουμε το παρόν και στεκόμαστε απειλητικά απέναντι σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την τραγωδία για οποιοδήποτε όφελος.

ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΞΕΧΕΙΛΙΣΕ.

26.8.07

Ο δράκος άνοιξε το στόμα του, φλόγες πετάχτηκαν από αυτό: «μου ΑΜΜΥρίζει ανθρώπινο κρέας» είπε… - Λίστα Άμμου 25

Something old Lynard Skynard – That smell. Σου μυρίζει κάτι; Καίγεται η γούνα μας …

Something new… Rakes – The world was a mess but his hair was perfect. Εδώ ο κόσμος καίγεται και οι δημοσιογράφοι χτενίζονται: «το σπίτι σας πήρε φωτιά και ο δρόμος είναι κλειστός για να φύγετε, σας εξοργίζει αυτό;» («Όχι νιώθω μια ανακούφιση που έχει καταστραφεί το βιός μου και η ζωή μου κινδυνεύει…)

Something borrowed Κι έχουμε και τις θεωρίες συνομωσίας για τους ηθικούς αυτουργούς. Ίσως τελικά το έκαναν οι Nirvana και αυτό που μας μυρίζει είναι τσικνισμένο εφηβικό πνεύμα. Εκτός αν ευθύνεται ο Dokaka, ο Ιάπωνας beatboxer που κάνει αναρχοαυτόνομες εκρηκτικές διασκευές όπως αυτή στο Smells like teen spirit (beatboxer είναι κάποιος που παίζει μουσική χρησιμοποιώντας τη στοματική του κοιλότητα και την αναπνοή του. Εναλλάσσοντας διαρκώς τους ήχους ή/ και τη φωνή του μιμείται κάθε φορά τη χροιά και το ρυθμό ενός οργάνου και το ηχογραφεί. Στο τέλος μιξάρει όλα τα χωριστά "ηχοτραγουδισμένα" όργανα και καταλήγει στο αποτέλεσμα που ακούτε).

Something blue… Sebadoh – On fire. Όλη η Ελλάδα. Στην πυρά. Χωρίς λογική. Μεσαίωνας...

25.8.07

Το κρίμα στον καπνό τους...

Οι εμπρηστές βρίσκονταν καθισμένοι στο εδώλιο. Η δική θα γινόταν κεκλεισμένων των θυρών. Λαός έξω απ’ το δικαστήριο ζητούσε τον χαμό τους. Ο εισαγγελέας κοίταξε τα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι δολοφόνοι έχουν κάτι αγγελικό. Κάτι που σε οδηγεί να σκέφτεσαι «πώς το έκανε αυτό». Αυτοί δεν είχαν τίποτα. Οι λύκοι ίσως να είχαν πιο πράα μάτια.
Ο δικαστής τους βρήκε ένοχους. Και τους έδωσε μια τελευταία ευκαιρία να ομολογήσουν ποιος τους πλήρωσε να το κάνουν. Εκείνοι ξέροντας πώς η ποινή για εμπρησμό ήταν λίγα χρόνια και αυτά εξαγοράσιμα, δε μίλησαν. Τους είχαν δώσει αρκετά λεφτά για να το βουλώσουν.

Κάτω στην πλατεία είχε στηθεί μια μεγάλη φωτιά. Την ώρα που βγήκαν για να πάνε στην κλούβα, είδαν πώς κάποιοι κρατούσαν τα παιδιά, άλλοι τις μανάδες ή τις γυναίκες τους.
«Αν δε μιλήσεις θα τους κάψουμε» φώναξε ένας απ’ τον όχλο και βοή του πλήθους που ακολούθησε έσεισε όλη την πλατεία.
«Τι φταίνε αυτοί» φώναξε ένας εμπρηστής και τότε κάποιος απ’ το πλήθος φώναξε «τι φταίγανε όσοι κάηκαν, σπίτια, περιουσίες».
«Είμαι αθώος» φώναξε άλλος, «και τα δέντρα ήταν» είπε το πλήθος και κάποιος έσυρε ένα κοριτσάκι προς τη φωτιά.

Εκείνο έκλαιγε και σπάραζε μα κανείς δε μιλούσε και οι αστυνόμοι, όλοι μιλημένοι, τάχα έκαναν πώς τους είχαν ακινητοποιήσει οι πολίτες με πέτρες και καδρόνια. Κανείς δεν πλησίαζε να σώσει τα γυναικόπαιδα.

Κανείς δε μίλαγε. Και τότε το παιδί το ’ριξαν στη φωτιά. Ο πατέρας του μόνο τότε πίστεψε ότι δεν μπλόφαραν, έκανε ένα βήμα μπροστά και πήγε να ομολογήσει «μηηη, ήταν οι…». Μα μια σφαίρα διαπέρασε το σαγόνι του. Και μια δεύτερη τον βρήκε από κάπου. Ψηλά.

Το παιδί έγινε κάρβουνο. Εξιλαστήριο θύμα. Οι εμπρηστές κατέληξαν στη φυλακή. Το πλήθος πένθησε τον κανιβαλισμό του όσο και τα δάση του. Από τα μπαλκόνια ψηλά, πίσω από κλειστά παράθυρα με κεντητές κουρτίνες, κάποιοι ανάβανε τα πούρα τους. Ο πιο μεγάλος έβηξε. Τον ενοχλούσε ο καπνός…

(το τραγούδι Smoke stacks των If these trees could talk ηχεί σαν ένα οργισμένο ρέκβιεμ για αυτά που ζούμε τις τελευταίες μέρες...)

22.8.07

Στάζι ζεις, εσύ τους οδηγείς...

Ο Στέφανος άνοιξε την παλάμη του και μούτζωσε τον οδηγό που έμπαινε από τον παράδρομο στην εθνική οδό με χίλια.
-Νάαα, μαλάκα, έχεις στοπ! είπε.

Ο ταξιτζής που τον μετέφερε από το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης στη Βόννη, όπου θε έμενε για το συνέδριο, τον κοίταξε κάπως πειραγμένος.

-Μά πώς πάει έτσι, να σκοτώσει κανέναν, εξήγησε στον ταξιτζή περιμένοντας συμπαράσταση.

Ο καλοντυμένος και αξιοπρεπέστατος Γερμανός του απάντησε με γερμανικά/αγγλικά (που σημαίνει ότι όλα τα γ ακούγονται σαν β και όλα τα θ σαν τ): «ο γερμανικός ΚΟΚ ορίζει πως όταν μπαίνεις από παράδρομο στην εθνική πρέπει να αναπτύσεις ταχύτητα γιατί οι άλλοι τρέχουν ήδη και δεν πρέπει να είσαι τόσο αγενής ώστε να τους αναγκάσεις να κόψουν για χάρη σου
».
Ο Στέφανος θαύμασε το γερμανικό σαβουάρ βίβρ και σκέφτηκε για άλλη μια φορά την ελληνική καφρίλα, την οποία τόσο εύκολα εκπροσώπησε και σε άλλη χώρα, ανοίγοντας την παλάμη του προηγουμένως.

Δε θα είχαν περάσει δέκα λεπτά και ο σταθμός με τις πληροφορίες για τους αυτοκινητόδρομους βγήκε στο ράδιο, συμβουλεύοντας να φύγουν από την πρώτη εξοδο και να πάνε μέσω χωριών, διότι ενα τρακάρισμα είχε μποτιλιάρει όλη την εθνική οδό.

Ένα opel από τα αριστερά έσπεσε να πει στη δεξιά λωρίδα και τελικά κατάφερε να στρίψει πρώτο στην έξοδο. Ο Γερμανός «κοίτα τι κάνει ο άσχετος» έδειξε με το χέρι του και έπιασε το κινητό του. Ο Στέφανος δεν κατάλαβε ποιον πήρε, αλλά κατάλαβε πολύ καλά το Α Τσε Ντε και Άινζ Ζίμπεν Νουλ Τζβάι που είπε ο ταξιτζής καθώς και τη λέξη Νέντερλαντ. Σε κάποιον έδινε την πινακίδα του opel που τους προσπέρασε.

-Τι έγινε; τον ρώτησε.

-Τον κατέιγγειλα για αντικανονικό προσπέρασμα. Εδώ δεν επιτρέπεται να αλλάζεις έτσι λωρίδες.

-Μάλλον ήθελε να προλάβει να βγει σε αυτή τη στροφή, τον δικαιολόγησε ο Στεφανος.

-Να μάθει αν κάνει λάθος να πληρωνει το λάθος του. Δε θα σκοτώσει πέντε εξη για να βγει στη σωστη στροφή.

-Νομίζω είστε λίγο αυστηρός, είχε κόψει ταχύτητα, δεν αποτελούσε κίνδυνο.

-Εδώ το έλεγχο των οδηγών δεν τον έχει το κράτος αλλά οι άλλοι οδηγοί. Και για μενα αποτέλεσε κίνδυνο.

-Είναι δηλαδή, σα να λέμε, «δικαίωμα σας» να καταγγέλετε τους άλλους;

-Όχι, είναι υποχρέωσή μας! Είπε κάπως αυστηρά ο ταξιτζής, κοιτώντας τον Στέφανο λες και ήταν ουρακοταγκος από την Ουγκάντα.

-Δε θα έρθετε σε δυσκολη θέση όμως αν αποδειχτεί ότι αυτός π.χ ήταν ο σπιτονοικοκύρης σας,του είπε ο Στέφανος.

-Μπα δε νομίζω, ήταν Ολλανδός, είπε ο ταξιτζής.

Ο Στέφανος βούλιαξε πίσω στο κάθισμα και δεν ξαναμίλησε. Καλή η Γερμανία. Προηγμένο σύστημα ανακύκλωσης, ελαχιστοποίηση χρήσης πλαστικού, απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, καταπληκτικό δίκτυο δρόμων και υπονόμων, φιλική τουριστική πολιτική.
Να μην ήταν και τόσο, παραδοσιακά σχεδόν, δοσίλογοι.
Άρχισε να του λείπει η ελληνική νοοτροπία -και τριτοκοσμικοί και ανοργάνωτοι, αλλά τουλάχιστον δεν καρφώνουμε ο ένας τον άλλο για ψύλλου πήδημα, κι "έχουμε το δικαίωμα"...


*δεν παίζει τίποτα εθνικιστικό με τους Γερμανούς και το έπος του ΄40, απλά ζώντας μερικές μέρες εδώ έτυχα σε διάφορα περιστατικά όπως πελάτες να κοιτάνε σαν λεπρούς και να καταγγελουν άλλους πελάτες που τόλμησαν να καπνίσουν ενώ απαγορεύεται το κάπνισμα, ο ταξιτζής που κατείγγειλε τον άλλο οδηγό, ένας παππούς που έκανε παρατήρηση σε πατέρα να μαζέψει τα τα παιδιά του που παίζουν μέσα στο τρένο, πριν τον αναφέρει στις αρχές «γιατί αν πέσουν και χτυπήσουν θα τα γιατροπορέψει το γερμανικό δημόσιο που το πληρώνω ΕΓΩ ως φορολογούμενος, και δε θα πληρώνω ΕΓΩ την ανευθυνότητά σου!|» και γενικώς ένα κλίμα «αστυνόμευσης» που σα να τους έχει μείνει κατάλοιπο από στάζι εποχές, τι να πω...

19.8.07

A MMOnkey business - Λίστα Άμμου 24

Something old... Pixies - Monkey gone to heaven. Για χρόνια νόμιζα ότι έλεγε "this monk has gone to heaven" και το έβρισκα πολύ λογικό (άγιος άνθρωπος πού αλλού θα πήγαινε;), μέχρι που κατάλαβα ότι ο ποιητής μίλαγε για μαίμούδες!

Something new... Arctic monkeys - Fluorescent adolescent. Αυτό το τραγουδάκι θυμίζει έντονα 60ς και Monkees (οι οποίοι παρεμπιπτόντως έχασαν τη θέση τους στη λίστα διότι δεν μπορούσα να καταλήξω αν ήταν ¨καλόγεροι¨ή "πιθηκάκια" -μαλλον κάτι ενδιάμεσο)!

Something borrowed... Οι Bonobo είναι είδος χιμπατζίδων (το μοναδικό σε όλο το ζωικό βασίλειο) που έχουν παρόμοια συμπεριφορά με τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας το ερωτικό παιχνίδι όχι μόνο για αναπαραγωγή αλλά ως κοινωνική έκφραση. Ο Bonobo είναι dj που δεν έχει καμία ομοιότητα με τους συναδέλφους του και τις electro-bands "μαϊμούδες": θεωρεί μεγάλη κοροϊδία να πληρώνει το κοινό για να τον βλέπει πάνω από ένα laptop να μιξάρει samples. Έτσι στις ζωντανές εμφανίσεις του παίζει με μια πολυμελή μπάντα που θυμίζει αρκετά τους Επισκέπτες του Αγγελάκα -και φημολογείται ότι είναι το ίδιο καλή. Ακούστε τη δική του καταπληκτική εκδοχή για το υποτονικό New light of tomorrow των Husky rescue.

Something blue... Tim Booth - Monkey god. Εκλογές έρχονται, σκεφτείτε λίγο καλύτερα ποιους θα ψηφίσετε...

15.8.07

Η πίστη είναι τέχνη…

"believing is hard/ believing is art" -στο κατά Spoon Ευαγγέλιο...

«Λοιπόν, της Παναγίας σας περιμένω σπίτι, θα έχω ετοιμάσει και κάτι να φάμε, να γιορτάσουμε τον Παναγιωτάκη. Τι "ποιον Παναγιωτάκη", μωρέ; Τον μεταφραστή, που τα είχε με τη γυμνάστρια την Μαριλένα που τη φωνάζανε Μέριλιν, που ήθελε να αναστήσει το γραφείο κηδειών του παππού του και είχε μπλέξει σε μια διάρρηξη για να βρει τα χρήματα… Το ξέρω ότι τον συμπαθούσες τον Παναγιωτάκη! Πες και στην Αλέκα έτσι»!
Ο Νίκος έκλεισε το τηλέφωνο κοιτώντας τη λίστα με τα διαγραμμένα ονόματα. Δεν τους είχε βρει όλους, κάποιοι ήταν σε διακοπές -αναμενόμενο μες τον Δεκαπενταύγουστου. Γι’ αυτό απέφευγε να κάνει γιορτές στις αργίες. Αλλά του Παναγιωτάκη του το χρώσταγε και δεν ήξερε πότε έχει γενέθλια, για να τον τιμήσουν τότε. Η αλήθεια είναι ότι δεν του είχε φερθεί καλά γενικότερα.


Οι καλεσμένοι ήταν λίγοι και εκλεκτοί: ο εκδότης Κονταρές με την σύζυγό του Λένα, ο διορθωτής του ο Ανδρέας με την νεαρά ερωμένη του Εύη, η αδερφή του με τον Πετράκη και ο Φάνης –fanny τύπος που είχε πιει ήδη μια εξάδα Sol πηγαίνοντας το από πρόποση σε πρόποση:
-Λοιπόν, λοιπόν: στην υγεία της Μαρίας τη Πενταγιώτισσας –μέρα που είναι!
Τσούγκριζε με τους καφέδες των άλλων και κατέβαζε το μπουκάλι.
-Έλα, κι ένα για τη Μαίρη την Παναγιωταρά –μια εργαζόμενη μητέρα, μια καλή νοικοκυρά –παντρεμένη είναι, σήμερα γιορτάζει ε;
Και ξανά τα τσουγκρίσματα.
Όταν πια έφτασε η ώρα του φαγητού, ο Νίκος ύψωσε το ποτήρι του.
-Στο Παναγιωτάκη! Ένα τίμιο παιδί, με χιούμορ και ευγένεια, που άνθρωποι σαν εμάς και σαν τον Τσαρπάτη, το οδήγησαν σε δρόμους που δεν του άξιζε να πάρει.
-Αλήθεια, στον Τσαρπάτη είπες να έρθει; Ρώτησε η Λένα.
-Είναι στη Νάξο –αλλά έτσι κι αλλιώς δε νομίζω να ερχόταν. Μετά απ’ όσα συνέβησαν με τον Παναγιώτη…
-Μετά από όσα έγιναν ή μετά απ’ όσα διέδωσες γι’ αυτόν –ότι παίζει με τις ζωές ατόμων λες και είναι ήρωες σε μυθιστορήματα, ότι χρησιμοποιεί αληθινούς ανθρώπους για να ελέγξει την αληθοφάνεια των σεναρίων του…
-Μεταξύ μας, άδικο δεν είχε σε όσα έγραψε, είπε η Εύη. Όλοι ξέρουμε πώς έτσι λειτουργεί ο Τσαρπάτης.
-Δεν είναι όμως ο Τσαρπάτης το θέμα και καλό θα ήταν να μην βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω αδερφούλη μου, του είπε η Αλέκα.
-Δεν αποποιούμαι τις ευθύνες μου. Ξέρω πολύ καλά πόσο άσχημα φέρθηκα στον Παναγιωτάκη και ειλικρινά πιστεύω ότι τον αδίκησα: αυτός δεν ήταν γεννημένος loser.
-Πάντως έχεις κάνει και χειρότερα, γέλασε η Αλέκα. Για θυμήσου τον Παντελή.
-Τον Παντελή;
-Τον Παντελή, με το μηχανάκι που όλο του έσβηνε, που τα είχε με την Φώφη την χοντρή που …
-Έλα ρε Αλέκα, μα τώρα τι κουβέντες ανοίγεις. Είπαμε να γιορτάσουμε κι εσύ…, την διέκοψε ο Ανδρέας.
-Μα μας το παίζει πονόψυχος τώρα! Που απ’ όπου περνάει σπέρνει περονόσπορο, εξανέστη εκείνη.
-Η αλήθεια είναι ότι έχεις σκοτώσει καμιά δεκαριά, παρατήρησε ο Φάνης.
-Σιγά μωρέ! Δεκαριά! Καταρχάς τον Παντελή δεν τον σκότωσα εγώ, πέρασε με κόκκινο και τον πάτησε το φορτηγό. Τον πολιτικό μηχανικό, που έπεσε μέσα στον ασβέστη, δε μπορούσα να τον σώσω όπως είχε συμπεριφερθεί. Αλλά νομίζω ότι έχω σώσει πολύ κόσμο –π.χ εκείνος ο μικρός που γλυστρά απ’ το μπαλκόνι, μένει παράλυτος, δεν πεθαίνει. Η Κάτια, που έφτιαχνε τα αλλόκοτα νυφικά για να διαλέξει ποιο θα φορέσει στην κηδεία της, απλά χωρίζει, δεν αυτοκτονεί. Και ο Παναγιωτάκης εντάξει, τρώει έξη χρόνια φυλακή για τη μαλακία του -αλλά θα μπορούσα να τον έχω σκοτώσει, στο αρχικό τέλος του βιβλίου σκοτωνόταν στη συμπλοκή με τους μπάτσους.
-Ε, ε, μια πρόποση για τον Παναγιωτάκη, που ζει και βασιλεύει και σήμερα, έξη χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου έχει εκτίσει πλέον την ποινή του και είναι εδώ, κοντά μας!
-Στον Παναγιώτη! Είπαν όλοι και τσούγκρισαν κοιτώντας με συμπάθεια το ανοιγμένο βιβλίο, που στεκόταν όρθιο στην καρέκλα πίσω απ’ το σερβιρισμένο πιάτο.
-Θα μπορούσαμε πάντως να γιορτάζουμε και πεθαμένους ήρωες, είπε ο Πετράκης. Αφού και σήμερα, αν το καλοσκεφτείς, την Κοίμηση της Θεοτόκου γιορτάζουμε.
-Την λυτρωτική ανάληψή της στους ουρανούς όπου θα συναντήσει τον μονάκριβο Υιό της γιορτάζουμε αγράμματε, του είπε η Αλέκα.
-Μα είναι δυνατόν να την κλαίμε ως Παρθένο; Εντάξει, τον Ιησού τον έκανε με το Κρίνο, με τον Ιωσήφ δεν έκαναν τίποτα τόσα χρόνια μετά;
-Η πίστη για τους ορθολογιστές δεν είναι εύκολο πράγμα! Η πίστη είναι τέχνη, είπε η Λένα.
-Και για μερικούς η τέχνη είναι πίστη, πρόσθεσε ο Κονταρές και ύψωσε το ποτήρι για τον Νίκο.
Που δεν πίστευε σε καμία πραγματικότητα, παρά μόνο σ' αυτήν που δημιουργούσε μέσα στο κεφάλι του. Και ύστερα της έδινε ζωή.

12.8.07

Πολλές ευχές σε συσκευασία μιας νύχτας! Τρέξτε να προλάβετε!

Απόψε από τις 21.00 και μετά θα αρχίσουν να φαίνονται διάτοντες αστέρες απ' τη Γη (κομήτες ή όπως τους λέμε αλλιώς "πεφταστέρια" -αυτά ντε, που πραγματοποιούν τις ευχές) .
Όσο περνάει η ώρα ο ρυθμός τους θα πυκνώνει, μετά τις 22.00 θα πέφτουν δυο- τρεις την ώρα και το ξημέρωμα πια θα βλέπουμε σχεδόν έναν κάθε λεπτό! Λόγω νέας σελήνης ο ουρανός θα είναι αρκετά σκοτεινός και θα φαίνονται φαντασμαγορικά!
Οπότε κάν' τε μια λίστα με τις ευχές σας, βάλτε μια αναπαυτική καρέκλα στο μπαλκόνι, στρέψτε το κεφάλι ψηλά και ...ευχηθείτε!

A ΜΜΙdsummer night’s dream – Λίστα Άμμου 23

Something old…

Gist - Love at first sight

Ο Όμπερον –βασιλιάς των ξωτικών- για ένα πείσμα του με την ωραία Τιτάνια –την βασίλισσα των νεράιδων- αποφασίζει να της ρίξει, την ώρα που κοιμάται, ένα φίλτρο ώστε να ερωτευτεί τον πρώτο που θα δει μπροστά της μόλις ξυπνήσει.

Something new

Boat – Donkey for your love

Την ίδια ώρα ο Πουκ –το σκανταλιάρικο νεραϊδόπαιδο- θέλοντας να σπάσει πλάκα με κάτι ατάλαντους θεατρίνους που κάνουν πρόβες στο δάσος τους, μεταμορφώνει τον πιο αγαθό από αυτούς, τον Πάτο, σε γάιδαρο

Something borrowed

Against the odds από
Steve Brookstein & Postal Service

Ο γαϊδούρομορφος Πάτος τριγυρνά στο δάσος μην μπορώντας να πιστέψει αυτό που του συμβαίνει. Χαμένος μέσα στα φυλλώματα συναντά την Τιτάνια που μόλις έχει ξυπνήσει και, πέρα από κάθε πιθανότητα και πρόβλεψη, τον ερωτεύεται σφόδρα!

Something blue

Kiss my jazz –
Lovers and place

Στην αρχή τα ξωτικά διασκεδάζουν τον διασυρμό της Τιτάνιας με τον Πάτο, μα στην πορεία ο Όμπερον δεν αντέχει να βλέπει αυτό το υπέροχο πλάσμα να καρδιοχτυπά για τον …Γάιδαρο. Έτσι γρήγορα τους ελευθερώνει από τα μάγια. Λίγο πριν το ξημέρωμα επέρχεται ξανά η τάξη και η γαλήνη στο δάσος και στους εραστές.

8.8.07

Σε οποιονδήποτε άλλο κόσμο

(H Isis έκανε την επιλογή των τραγουδιών ανακατεύοντας μέλανα χολή με νέκταρ, εσωτερικισμό με electro στοιχεία και ο Σαμμάνος πίνοντας τον μαγικό ζωμό κατέγραψε τι είδε σε μια στιγμή μύησης στη θεότητάς της)

Το air condition ήταν εκτός λειτουργίας και η λαύρα του μεσημεριού ταλαιπωρούσε τα ήδη βασανισμένα τους κορμιά. Ο Στιούαρτ –που επέμενε να τον αποκαλούν «Στούαρτ»- σηκώθηκε απ’ την άβολη μεταλλική καρέκλα και τίναξε το λαιμό του απότομα πίσω. Τα μαλλιά του μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα πιτσίλισαν την Βέρα.
-Είσαι μια καινούρια μορφή του Θεού Ρα; Τον ρώτησε καθώς του έδειχνε τις κηλίδες ιδρώτα στο τραπέζι.
-Ναι, εκείνου λόγω γήρατος του τρέχανε τα σάλια, εμένα λόγω κλίματος ο ιδρός*.
-Έλα, άσε τη γκρίνια! Θα προτιμούσες να είσαι στο Λονδίνο τώρα;
-Ξέρεις όλος ο κόσμος με ζηλεύει που είμαι στην Ελλάδα. Αλλά μάλλον είμαι ο μόνος Βρετανός στα εδάφη σας που δεν πίνει μπύρες και δεν καίει τη μύτη του στις παραλίες σας. Και ξέρεις τι; Βαρέθηκα. Θα πάω να φάω κάτι έξω- θες να έρθεις;
-Όχι ευχαριστώ. Θα πάω κι εγώ να τσεκάρω κάποια θέματα στη βιβλιοθήκη και τα λέμε σε καμιά ώρα πάλι εδώ…

Αύγουστος και η Αθήνα έχει ερημώσει. Η Βέρα καπνίζει στην ταράτσα του κτιρίου και κοιτάζει τη λεωφόρο μπροστά από το Ίδρυμα Αρχαιολογικών Ερευνών. Αυτοκίνητα περνούν σαν υπερμεγέθη σκαθάρια που βουίζουν ενοχλητικά. Θα ήθελε να έχει μια πελώρια μυγοσκοτώστρα και να τα κοπανάει από εκεί ψηλά. Ειδικά αυτά που βλέπει να κουβαλάνε βάρκες, ποδήλατα και μπαγκάζια στις σχάρες τους. Αυτά περισσότερο. Όπως και ο Στιούαρτ ούτε κι αυτή θα πάει διακοπές. Το πιο μακρύ ταξίδι της μέχρι το σπίτι της –που βρίσκεται στην άλλη άκρη της πόλης. Δε θα πάει πουθενά μέχρι να αποκρυπτογραφήσει, μαζί με τον -χαριτωμένο σε γενικές γραμμές- Ουαλλό που της στείλανε απ’ το Βρετανικό Μουσείο, την ηλικία του λέιψανου που αποκαλύφθηκε σε πρόσφατη ανασκαφή σε μινωικό τάφο.
Τα ιερογλυφικά δείχνουν να φέρει το όνομα της Ισιδας, πλην όμως το τελευταίο γράφημα που συμβολίζει μια γυναίκα να κάθεται, έχει αντικατασταθεί από ένα ερπετό. Αυτό το ερπετό έχει δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση. Διότι η μετατροπή τούτη αναφέρεται σε αιγυπτιακή περίοδο 1500 χρόνων μεταγενέστερη, μα ο μινωικός τάφος είναι πολύ παλαιότερος. Επιπλέον το λείψανο είναι μουμιοποιημένο -παρότι η τεχνική αυτή φαίνεται να ξεκίνησε εκατοντάδες έτη μετά- μα θαμμένο με μινωικές παραδόσεις -γεγονός που εγείρει εικασίες ότι η τεχνική της ταρίχευσης ξεκίνησε από τους Κρήτες ενώ στοιχεία των ιερογλυφικών προέκυψαν ως ένα είδος γραμμικής Γ'.
Το τσιγάρο τελειώνει και η Βέρα με τις σημειώσεις που έκανε στη βιβλιοθήκη γυρίζει στην αίθουσα που βράζει. Ο Στιούαρτ –που επιμένει να τον αποκαλούν «Στούαρτ»- κάθεται στη μεταλλική καρέκλα που τον άφησε. Ο γαλακτερός του σβέρκος είναι ελαφρά σκυμμένος –προφανώς παρατηρεί από μακριά τα διάφορα είδη ερπετών στα ιερογλυφικά και προσπαθεί ακόμα να βγάλει άκρη τι λάθος μπορεί να έχουν κάνει σχετικά με την περίοδο που αναφέρονται.
«Λοιπόν, κάναμε τίποτα»; του λέει εκείνη στα αγγλικά μα όπως κάθεται απέναντί του βλέπει τον Στιούαρτ που τον λένε Στούαρτ να την κοιτάζει με κάτι μάτια κόκκινα, υγρά.
-Τι έφαγες; Δεν δείχνεις καλά.
Και τότε
-Η Ίσιδα είναι εδώ, κάνε κάτι, με ψυχραιμία, κάνε κάτι.
Κι εκείνη την στιγμή βλέπει στο πάτωμα να σέρνεται ένα φίδι.
-Πώς…, του λέει εννοώντας «πώς βρέθηκε εκεί» κι εκείνος με το δάχτυλό του, που έχει μείνει σαν παράλυτο επάνω στο χαρτί, της δείχνει στο κελί Ι12. Eκεί που απεικονιζόταν η ίδια κόμπρα που βρισκόταν στο όνομα της Θεάς, το κελί πια κείται αδειανό.
Η Βέρα τραβάει πίσω την καρέκλα της όσο πιο μαλακά μπορεί, μέσα στον απόλυτο τρόμο που τη διακατέχει, και της κάνει «ξουτ» από μακριά, λες και είναι κουτάβι που θα τρομάξει με την κίνηση του χεριού της. «Βοήθεια» φωνάζει μα μέσα στο εργαστήριο που βρίσκεται απομονωμένο, σε ένα κτήριο που υπολειτουργεί λόγω 15Αύγουστου και ο μοναδικός σεκιουριτάς χαριεντίζεται με την θυρωρό στον πρώτο όροφο, κανείς δεν την ακούει.
Η Βέρα κινείται αργά προς την πόρτα μα εκείνη τη στιγμή το φίδι κατεβαίνει γοργά και στέκεται μπροστά της. Εκείνη οπισθοχωρεί, πιάνει την μεταλλική της καρέκλα και την πετάει με δύναμη πάνω του (σε τέτοια κρίση πανικού δε θα μπορούσαμε να την κατηγορήσουμε για χρήση υπερβολικής δύναμης πάνω σε ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα). Η καρέκλα χτυπάει στο έδαφος ακριβώς πλάι στο ερπετό, που έχει προνοήσει να κινηθεί αστραπιαία. Και όπως η πόρτα ανοίγει απ’ το χτύπημα, τρυπώνει απ’ τη χαραμάδα και εξαφανίζεται στον διάδρομο.
«Ακολουθα το θα σε παει στη Θεά!» λέει ξέπνοα ο Στιούαρτ που τον λένε Στούαρτ, και η Βέρα «είσαι τρελός, πρέπει να σου βρω γιατρό»!
-Μόνο αυτή έχει το γιατρικό, όπως στο μύθο. Ο όφις φτιάχτηκε απ’ τον ιδρώτα μου, το χαρτί, και τα μάγια της. Θα πρέπει να την βρεις και να σου δώσει το αντίδοτο.
Η Βέρα τρέχει πίσω του ασθμαίνοντας. Βλέπει το φίδι να σέρνεται με παράστημα βασιλικό στο ωχρό μωσαϊκό, να κινείται σαν σε γνώριμα λημέρια, κοιτώντας τους τοίχους λες και περιμένει να του υποκλιθούν, σκαρφαλώνοντας στις πόρτες και γυρίζοντας τα χερούλια σα να ξέρει που ακριβώς πηγαίνει. Εκείνη το ακολουθεί τρομαγμένη και ταυτόχρονα μαγεμένη απ’ το λίκνισμά του, περπατά πίσω του σε άδειους διαδρόμους νοσοκομειακού λευκού και λίγο πριν την έξοδο, το φίδι σταματάει, γυρίζει και την κοιτάζει. Η Βέρα παγώνει. Κι όσο το κοιτά τα πόδια της κόβονται. Ξαφνικά ρίγη την τυλίγουν. Πέφτει στα γόνατα μη μπορώντας να βγάλει άχνα. Βλέπει στα μάτια του φιδιού τα μάτια της αλήθειας.
Μέσα στους κίτρινους καθρέφτες των ματιών του αντανακλά η μορφή του Στιούαρτ πίσω της, που την έχει πιάσει από το λαιμό. «Λυπάμαι, μου είσαι πραγματικά συμπαθής και νόμιζα ότι θα γλύτωνες με λίγο δηλητήριο, αλλά εσένα σε έπιασε να το παίξεις Indiana Jones». Και της περνάει ένα σύρμα μπροστά από την καρωτίδα.
Εκείνη, πεσμένη χαμηλά βλέπει τον τάφο γύρω της, τον τάφο που είναι κλεισμένη χρόνια τώρα να ανασκαλεύει την ιστορία. Χρόνια τώρα ψάχνει κουκίδες που θα ανασυνθέσουν το παρελθόν και θα εξηγήσουν το παρόν, ενώ το δικό της παρόν το είχε μουμιοποιήσει μέσα στα θέλω του παρελθόντος της. Των γονιών της που την περιμένουνε νύφουλα, του Θάνου που μένει μαζί του απλά γιατί είναι τόσα χρόνια μαζί -χωρίς κανείς να νιώθει κάτι ερωτικό πια για τον άλλο, σε μια δουλειά που δε θα της δώσει ποτέ τις συγκινήσεις που ένιωθε όταν έβλεπε ντοκιμαντέρ για μεγάλους αρχαιολόγους.
-Είναι ανάγκη να με σκοτώσεις; Δε μπορεί να γίνει κάτι άλλο;
-Υπάρχει μείζον διπλωματικό ζήτημα. Διακυβεύονται οι πρωτοκαθεδρίες -τι θα γίνει αν οι Κρήτες προβάλουν διεκδικήσεις στον Αιγυπτιακό πολιτισμό;
-Θα βρουν το πτώμα μου και θα καταλάβουν...
-Αν δεν κινηθείς δε θα βρουν τίποτα. Βλέπεις αυτή τη χορδή που έχω δέσει γύρω απ’ το λαιμό σου; Είναι συνδεδεμένη με μια βόμβα. Αν κινηθείς το κτήριο θα ανατιναχθεί και θα φανεί ότι κάηκε η μούμια, το κουφάρι σου και όλες οι αποδείξεις. Μα αν είσαι καλό κορίτσι θα κάτσεις ακίνητη να γλυτώσεις τη ζωούλα σου, όσο εγώ θα μεταφέρω τα μνημεία στο Αιγυπτιακό μουσείο, όπου εκεί θα πλαστογραφηθεί ό,τι χρειάζεται.
-Παλιοκαθίκι, είπε η Βέρα και έκανε να κόψει το σύρμα.
-Στη θέση σου δε θα βασανιζόμουν τόσο. Ξέρεις άλλωστε τι λένε για την δύναμη των χορδών.
-Μπάσταρδε, θα σε πάρω μαζί, θα μας ανατινάξω όλους! Ουρλιάζει τότε η Βέρα και πετάγεται όρθια, παίρνει φόρα και πέφτει πάνω στον Στιούαρτ που τον λένε Στούαρτ, τον πλακώνει με το σώμα της πιστεύοντας ότι είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνει στη ζωή της. Να σώσει την τιμή της πατρίδος της. Αλλά το μόνο που κάνει είναι να χτυπήσει και τα δυο της γόνατα με το πέσιμο και ο Στιούαρτ να πάθει νευρική κρίση γέλιου και να κοντεύει να σκάσει, διότι με τη Βέρα πάνω του δε μπορεί να ανασάνει γελώντας.
-Τι στο διάολο; Λέει η Βέρα και σηκώνεται.
-Είπα… είπα… αφού θα φάμε που θα φάμε το καλοκαίρι στην Αθήνα να το κάνουμε λίγο πιο συναρπαστικό. Βαρέθηκα να μην συμβαίνει τίποτα σημαντικό στην κωλοδουλειά μας, μονάχα να καθόμαστε με σχολαστικούς μαλάκες που κοιτάνε χαραγματιές σε πέτρες και βαθουλώματα σε απολιθώματα. Έλα μη με κοιτάς έτσι, έβγαλα τη Λάρα Κρόφτ από μέσα σου!
Η Βέρα σηκώθηκε «μαλάκα Ουαλλέ, έχασα τη μισή μου ζώη απ’ την τρομάρα, κερνάς ένα βουνό Καϊπιρόσκες για να εξιλεωθείς» και τίναξε τα ρούχα της. Εκείνος σημείωσε πως «καταβάθος δε θα έχεις άλλη ευκαιρία να απειληθεί η ζωή σου και να νιώσεις τόσο σημαντική, εσύ θα έπρεπε να μου χρωστάς» και της γνώρισε το κατοικίδιό του, που δεν ήταν κόμπρα αλλά ανήλικος πίθωνας και την έλεγαν Λούλα. Γυρνώντας προς το γραφείο του δε, της εξομολογήθηκε ότι από μικρός ήθελε να παίξει το ρόλο ενός κακού στο σινεμά.
Η Βέρα τον κοίταξε και σκέφτηκε ότι τελικά όλοι οι άνθρωποι είμαστε καταραμένοι να μη βολευόμαστε πουθενά. Παρά σε οποιονδήποτε άλλο κόσμο. Αρκεί να είναι μην είναι αυτός που ζούμε. Αρκεί να μην είναι ό,τι ζούμε.


αιγυπτιακός μύθος αναφέρει ότι η Ίσιδα, αν και απλή θεραπαινίς του Ρα, εξανάγκασε τον μεγάλο ηλιακό θεό να της αποκαλύψει το μυστικό του όνομα. Επωφελούμενη από το γεγονός ότι ο θεός-Ήλιος είχε γεράσει τόσο πολύ, που το σάλιο του έτρεχε συνεχώς από τα τρεμάμενα χείλη του, κατασκεύασε με το χώμα που είχε διαποτιστεί από τον θεϊκό σίελο ένα δηλητηριώδες φίδι και το τοποθέτησε στο δρόμο, από όπου περνούσε ο Ρα. Ανίκανος να γιατρευθεί από το δηλητηριώδες και οδυνηρό δάγκωμα του άγνωστου φιδιού, ο Ρα κατέφυγε στα γιατροσόφια της Ίσιδας. Εκείνη δέχθηκε να εξουδετερώσει το δηλητήριο, με την προϋπόθεση ότι ο Ρα θα της αποκάλυπτε το πραγματικό του όνομα, διαβιβάζοντάς το εν αγνοία των άλλων θεών, από το σώμα του στο σώμα της. Η γνώση του πραγματικού ονόματος του Ρα εξασφάλιζε τη μαγική επιρροή της Ίσιδας πάνω στον θεό.

Κατά τ' αλλα, όλες οι άλλες ιστορικές αναφορές στο κείμενό μου είναι κομπογιαννίτικες και μη δώσετε σημασία εκτός αν σκοπεύετε να γράψετε σενάριο για την αμερικάνικη τηλεόραση :)

4.8.07

ό,τι θυμΑΜΜΕ χαίρομαι... - Λίστα Άμμου 22

Something old… Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολή που τη λέγανε Seattle. Εκεί ξεφύτρωσε μια μπάντα που έπαιζε βρόμικο ακατέργαστο fuzz και έκανε την Sub Pop, τους Sonic Youth και τη μισή υφήλιο να της υποκλιθούν. Η μπαντα αυτή ήταν η πρώτη που αξιώθηκε τον χαρακτηρισμό «grunge» και 20 χρόνια μετά (ναι, το τραγούδι είναι του 1988) εμφανίστηκε στη σκηνή του Open Air Festival και μας έκανε να ουρλιάζουμε σαν έφηβοι, χορεύοντας pogo: Mudhoney – Sweet young thing ain’ t sweet no more

Something new… Εν έτη 2007 οι Gomez, με γνήσια οικολογική συνείδηση, ανακυκλώνουν το Big Empty των
Stone temple pilots (με ολίγη intelligent κιθάρα από πρώιμους Pumpkins στο πίσω μέρος του ρεφρέν) και παρουσιάζουν το How we operate ως post- grunge σινγκλάκι.

Something borrowed… Δεν νομίζω ότι οφειλόταν τόσο στη μουσική
του αξία, όσο στο βάρος του νταλκά του (σε μια αναλογία, θα λέγαμε ότι εξέπεμπε την ίδια αίσθηση απόρριψης με τον «Παλιατζή» του Στράτου Διονυσίου). Γι’ αυτό και το Where did you sleep last night του Led Belly λατρεύτηκε από τους απόκληρους της grunge κοινότητας και διασκευάστηκε με σεβασμό απ' τους Νirvana και (πάντα!) νοσηρά και ανόσια απ' τον Lanegan.

Something blue… Pearl Jam – RearViewMirror. Θυμάμαι αυτό το τραγούδι σε παλαβές βραδιές στο Camel, μια εποχή με μακριά καρώ πουκάμισα, που χορεύαμε κοιτώντας τα μποτάκια μας, με τα μαλλιά μέσα στα μούτρα και ήμασταν σίγουροι ότι αυτός ο κόσμος είναι σωστά πλασμένος: για να κοιμούνται οι μεγάλοι και να ξυπνάμε εμείς, για να αντιδρούμε διαρκώς, να κινούμαστε εναντίον όλων, να μη μας πιάνει η σκόνη. Μετά είδα το αντιστραμμένο είδωλό μου στον καθρέφτη. Και είχα μεγαλώσει…

Bonus πληροφορία: Παρότι ως παππούδες του grunge αναφέρονται οι Mudhoney, ο Curt Cobain που με τους Nirvana αποτέλεσε την punk εκδοχή του είδους, μνημόνευε ως μεγαλύτερη επιρροή του τους Pixies. Τσεκάρετε την μπασογραμμή της θεάς Kim Deal στο Is she weird και θα καταλάβετε από πού άντλησε τη δύναμη του το Smells like teen spirit.

2.8.07

Κάτω από τον Γαλαξία απόψε

(Το δελτίο μουσικής προειδοποιεί για "σκοτεινές βιτριολικές αποδράσεις με σποραδικές τρυφερές αναλαμπές" -θέλουν πολύ χρόνο στο λαβύρινθο του αφτιού και μια προϋπάρχουσα μελαγχολία -αν είστε στα καλά σας, αφήστε τα για μια φορά που θα είστε πιο πεσμένοι και έτοιμοι να τους αφοσιωθείτε)!

Σούρουπο και ο ήλιος ετοιμάζεται για την τελευταία βουτιά στα νερά. Η θάλασσα ευωδιάζει καλοκαίρι αναδεύοντας το βλέμμα με τη μπλε λάμψη της. Μια λάμψη σχεδόν ύποπτη, σαν δόλωμα για να σε παρασύρει στο κέντρο της βαθύσφαιρας, στα έγκατα του υδάτινου μυστηρίου.
«Ιουλιέττε, κατέβα απ’ το μπαλκόνι σου» φωνάζει η Τζίνα με το κινητό του Σαμ ανά χείρας: «Χτυπάει»
«Ποιος είναι;» ρωτάει εκείνος σκύβοντας λίγο απ’ τον ψηλό βράχο.
«H βΡωμαία σου»- λέει η Τζίνα και το παρατάει εκεί.
«Έλα ρε μωρό, ξεκόλλα πια»!
Χίλιες φορές της έχει εξηγήσει ότι με την Μπάρμπι από τότε που τα χάλασαν είναι σαν αδέρφια. Εντάξει, με μερικές τάσεις αιμομιξίας πού και πού –αλλά αυτό δεν το έχει παραδεχτεί ποτέ.
Ο Σαμ κάνει ένα βήμα να κατέβει απ’ τον γκρεμό –μια τρακοσάρα πλήρωσε το κινητό, δεν είναι να του το βουτήξει κανένας. Μια
φθαρμένη πέτρα έχει άλλη γνώμη. Γλιστράει. Από ένα χόρτο πιάνεται, μα εκείνο ξεριζώνεται. Πέφτει από ύψος τριώροφου κι η θάλασσα τσιμέντο σκέτο ξαφνικά. Είναι ανέλπιδο να κάνει οτιδήποτε. Κλείνει τα μάτια και αναμένει. Να σκοτωθεί.

Μα ασύλληπτο: νιώθει μια πίεση από κάτω του. Σαν κάτι να τον σπρώχνει προς τα πάνω. Κοιτά και βλέπει πως φοράει ένα γιλέκο από χέρια. Για την ακρίβεια, ένα σακάκι από αγκαλιές. Δεξιά του μυρίζει χλωρίνη και είναι της μάνας του το χέρι και παραδίπλα άλλο, με της αδερφής του το βραχιόλι. Μια παλάμη με το τατουάζ του Τζέρυ και μια με τα ροζιασμένα δάχτυλα του Τζάκ -απ’ το μπάσκετ. Να το χέρι της Μαίρης, του Κρις, της Μπέττυ κι ένα με νύχια φαγωμένα -«Νάνα» σκέφτεται και γελάει. «
Σ’ αγαπώ τόσο και αυτή η αγάπη δε μπορεί να σε βοηθήσει σε τίποτα» του είχε πει. Μα να που τόση αγάπη δεν πήγε χαμένη. Τον ανεβάζει ψηλά.
Τα χέρια τον κρατάνε στον αέρα σαν άγγελο μεταλλαγμένο. Τον τραβάνε μακριά απ’ την ακτή, πάνω απ’ την πόλη. Περνάει ουρανοξύστες και παράγκες, ανεμοδείκτες και καμινάδες. Βλέπει πολύχρωμα ανθρωπάκια play mobil σε μια πόλη μες στη σκόνη. Μα ύστερα σαν να παγώνει ο αέρας. Το ταξίδι στην ατμόσφαιρα όλο και ξεμακραίνει. Όλο ανεβαίνει, όλο κι ανεβαίνει –«εεε, σταμάτα, πού με πάτε, κάτω πρέπει να πάω» φωνάζει μα τα χέρια δεν έχουν αφτιά και συνεχίζουν να χαϊδεύουν τον μαύρο πια ουρανό.

Τρέχει στο διάστημα με ταχύτητα σκέψης κι έρχονται καταπάνω του μετέωρα και αστεροειδείς. Ελίσσεται κακότεχνα κι έτσι δεν καταφέρνει και πολλά: κάτι τον χτυπάει και βρίσκεται φαρδύς- πλατύς σε έναν μικρό πλανήτη. Θα μπορούσε να είναι ο Β612 του Μικρού Πρίγκιπα αλλά δεν έχει ηφαίστεια μήτε τριαντάφυλλο. Μονάχα μια μεγάλη επιγραφή: «δεν πωλείται».
«Κρίμα, κι έλεγα να πάρω ένα οικοπεδάκι» αυτοσαρκάζεται καθώς τινάζει από πάνω του την στάχτη. Κάπου στο βάθος διακρίνει μια φιγούρα. «Λες να είναι άνθρωπος»; Είναι ένας αστροναύτης! Φοράει το σκάφανδρο χωρίς το κράνος. Κάθεται με πλάτη γυρισμένη και τα πόδια του κρέμονται στο κενό –λες και το σύμπαν είναι μια τεράστια θάλασσα. Κουνάει τις πατούσες του μέσα- έξω και πιτσιλάει με σκοτάδι τα αστέρια. Τα γένια του και τα μαλλιά είναι ψαρρά και μακριά.
«Δεν ήξερα ότι οι αστροναύτες γερνάνε» σκέφτεται και πλησιάζει.
-Μην τρομάξεις, άνθρωπος είμαι, του λέει. Ο γέρος γυρνάει. Κουνάει το κεφάλι.
-Δεν είχα αξιώσεις για κάτι καλύτερο, του απαντά.
-Να υπόθεσω ότι είσαι καιρό εδώ, τον ρωτάει.
-Για να φύγεις θα πρέπει να περιμένεις το κύμα των παλιών καιρών – μην ανησυχείς, έχει συχνό δρομολόγιο, του απαντάει εκείνος και του δείχνει λίγο πιο κάτω ένα φτυάρι μπηγμένο στο έδαφος –ένα Saussure- ικό σημαίνον στάσης.
-Ευχαριστώ αλλά έχω μεταφορικό μ…, πήγε να πει. Μα ξάφνου βλέπει ότι το σακάκι των αγκαλιών έχει εξαφανιστεί.
Ο γέρος τον κοιτάζει ειρωνικά.
-Ότι το φόρεσες στα δοκιμαστήρια δε σημαίνει ότι το αγόρασες κιόλας. Πρέπει να πληρώσεις –έχεις πληρώσει ποτέ στη ζωή σου; Άσε, σε κόβω για τζαμπατζή, πήγαινε για το κύμα καλύτερα.
-Πού θα με βγάλει; Τον ρωτά καχύποπτα.
-Εκεί που μας ξερνάει το παρελθόν: στα ίδια και τα ίδια, του είπε ο γέρος. Εκεί θα σε γυρίσει.
-Εσύ γιατί δε φεύγεις, είπε ο Σαμ καθώς σηκώθηκε να πάει προς το φτυάρι.
-Γιατί δε θέλω να τριγυρνάω εκεί κάτω, στα ίδια και τα ίδια. Βρεγμένος και σκουριάζοντας.

Περιμένοντας στη στάση το τσουνάμι των αναμνήσεων σκέφτηκε τα λόγια του γέρου: «τι σόι αγάπη ήταν αυτή για την οποία θα έπρεπε να πληρώσει»; Και τότε ένας ψίθυρος θρόισε πίσω του: «το είδος της πολύτιμης αγάπης». Γύρισε να δει ποιος μιλάει μα τότε το κύμα τον χτύπησε και τον ρούφηξε μέσα του.
Πανικόβλητος άρχισε να κολυμπά σπασμωδικά ώσπου αναδύθηκε και βρέθηκε να σερφάρει σ’ ένα πελώριο υδάτινο όγκο, που όλο και φούσκωνε. Όλο και φούσκωνε κι εκείνος ένιωθε τόσο ζωντανός πάνω του. Τόσο δυνατός που κατάφερε να ορθοποδήσει πάνω στο παρελθόν του.
Περνούν ξυστά από λευκούς νάνους σχέσεων και κομήτες ονείρων -που χάθηκαν όπως ήρθαν. Μετεωρίτες -λάθη πέφτανε βροχή κι οι στεναγμοί που στην ζωή του είχε ως τότε ελευθερώσει, κόκκινοι γίγαντες. Μα πάνω που πετάει στον 7ο ουρανό, το κύμα βουτάει και τον ρίχνει στο κενό. Απλώνει χέρια και αρπάζεται απ’ της νύχτας το φουστάνι. Γραπώνεται με νύχια και με δόντια μα είναι βαρύς.
«Το βάρος των τύψεων» ακούει γύρω του, «πρέπει να αφήσεις να φύγουν μερικές αναμνήσεις, σε βαραίνουν», «το είδος της πολύτιμης αγάπης», «η αγάπη είναι ένα είδος επένδυσης, πρέπει να δώσεις για να πάρεις», «μην τα κρατάς όλα για τον εαυτό σου εγωιστή!». Βλέπει δεκάδες λάμψεις χωρίς πρόσωπα, μονάχα λάμψεις με φτεράκια. «Δε θα πεις ένα «γειά» στους αγγέλους;» του λένε με ψιλή λεπτή φωνούλα όλοι μαζί μα πριν προλάβει να μιλήσει «κρατς», ακούει. Και πάλι πέφτει. Με ένα κομμάτι νύχτας σκισμένο μες στο στόμα του.

Βουλιάζει στο μιλκσέικ του Γαλαξία, μη αναγνωρίσιμο ιπτάμενο αντικείμενο που οι δορυφόροι σκανάρουν στο αστερόφωτο. Τρυπάει την ατμόσφαιρα με φόρα. Καίει το δέρμα του κι αρχίζει να ασθμαίνει. Διάβολε πέφτει ανάσκελα, χωρίς τίποτα να μπορεί να κάνει. Πέφτει. Και σκάει. Σκάει σαν βεγγαλικό κάτω από τα αστέρια του ουρανού. Σκάει. Μπάμ!
Ο Σάμ πετάγεται πάνω βήχοντας και φτύνοντας νερό.
-Μωρό μου, μωράκι μου, η Τζίνα είναι πλάι του. Μου έκοψες τη χολή μαλακισμένο! Και τον βαράει.
-Τι… τι έγινε;
-Βούτηξες βρε ηλίθιο απ’ τον ψηλό τον βράχο.
-Έπεσα, αυτό το θυμάμαι, μετά τι έγινε;
-Έγινε ότι ήσουν κωλόφαρδος και έσκασες στη θάλασσα, αλλά μάλλον απ’ το ύψος χτύπησες άσχημα στην επιφάνειά και ζαλίστηκες. Δεν ξαναβγήκες αμέσως. Μέχρι να έρθω να σε μαζέψω είχες πιει όλο το Βόσπορο. Τόση ώρα σου κάνω τεχνητή αναπνοή, πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη.
Ανασηκώνεται ως τη μέση και στηρίζεται στα χέρια του. Έχει πια νυχτώσει. Κοιτάει τον ουρανό.
«Σήκω να πάμε στο δωμάτιο» του λέει η Τζίνα.
Δίπλα του ζαρωμένο ένα μαύρο κομμάτι ρούχου.
Σηκώνεται σφίγγοντας το χέρι της καλής του. Πίσω του πεταμένο ένα μαύρο πατσαβούρι. Κάτω από τον Γαλαξία… Πίσω και μακριά.

1.8.07

Τριανταμία

Όπως κόβεις την τράπουλα

δεν ξέρεις τι θα τύχει

μα από μικρός -λέν’- φαίνεται

η γκίνια σου ή η τύχη.


Εγώ τον Ρήγα διάλεξα

για πρώτο μου χαρτί

-ίδιος σαν τον πατέρα μου

«φτυστό είναι το παιδί».


Από τα δέκα που ήμουνα

τραβάω και βγαίνει Ντάμα:

γυναίκα με δυο πρόσωπα

γέλιο και κλάμα αντάμα.


Κι ενώ Άσσο χρειαζόμουνα

μου ‘ρχεται Εννιά Σπαθί

που στην καρδιά καρφώθηκε

και έμεινε εκεί.


Να ζευγαρώσω μ’ έσκιζε

«χτυπάω» για το Δύο

Τρία Μπαστούνι –> χωρισμός

φτάνω Τριανταδύο…


Την πίεσα την τύχη μου

χάνω στην Τριανταμία

μπορεί άλλες να κέρδιζα

μα όχι αυτή τη μια


Δε με πειράζει που έκαψα

παρτίδα στα χαρτιά

μονάχα που όλο στη ζωή

χάνω συνέχεια πια…


(Σήμερα γίνομαι 32 –αν η ζωή είναι ένα παιχνίδι «τριανταμίας» είμαι ήδη καμένο χαρτί. Και για να μην υπάρχουν αμφιβολίες για την ατυχία μου, να σας πω ότι μια φορά χτες πάρκαρα κανονικά σε δρόμο κι έφαγα κλήση 80 ευρώ γιατί ήταν θέσεις μόνιμων κατοίκων –δεν το είχα δει! Να σημειώσω επίσης ότι στις 3.00 που φύγαμε ο δρόμος ήταν άδειος, όλοι οι μόνιμοι έλειπαν σε διακοπές!)