CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

29.2.08

Indictos reloaded

Κάλλιω αργά παρά ποτέ, μετά από πρόσκληση της Maya η Αυτού Γαϊδουροσύνη μου, με μόλις μια εβδομάδα καθυστέρηση, συνεχίζει το παιχνίδι και...

1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα
(δεν ξέρω τι περίμενες να βρω απλώνοντας το χέρι πάνω σε ένα γραφείο που έχει χτιστεί απ' τον Οκτώβρη μέσα σε βιβλία θετικών επιστημών. Λοιπόν, ανάμεσα κρεβάτι και pc υπάρχουν πολλά βιβλία αλλά μόνο ένα με πάνω από 123 σελίδες: "Η ζωή του Ισαάκ Νεύτωνα" του Richard Westfall απ' τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)


2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
Μάλλον οι μεγάλοι άνδρες γράφουν πολλές και λαμπρές σελίδες στην ιστορία, ειδάλλως δεν εξηγείται που αυτός ο τόμος (ο οποίος είναι η ... συντομευμένη εκδοχή της αρχικής έκδοσης) απαριθμεί 536 σελίδες!

3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
Σιγά να μη θυμόμουν, μισούσα πάντα τη γραμματική και το συντακτικό. ΟΚ, το βρήκα νομίζω.

4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
"Ήταν μάλλον δονήσεις στον αιθέρα, που οφείλονταν στο κτύπημα ενός σωματιδίου φωτός στην πρώτη επιφάνεια ενός υμενίου και καθόριζαν, κατά πόσο το σωματίδιο θα μπορούσε να διαπεράσει τη δεύτερη επιφάνεια και έτσι να μεταδοθεί, ή αντίθετα θα ανακλώνταν.
Ο Νεύτωνας κατάφερε να αποδείξει ότι ο λόγος των παλμων για το ιώδες, στο ένα άκρο του φάσματος, προς τους παλμούς για το κόκκινο στο άλλο άκρο, ήταν 9:14 ή 13:20. Ο λόγος αυτός περέμεινε η εμπειρική θεμελείωση της ποσοτικής επεξεργασίας των χρωμάτων στα στερεά σώματα από το Νέυτωνα." (μπορεί να μην ακούγεται εντυπωσιακό έτσι αποσπασματικά αλλά, πιστέψτε με, είναι συναρπαστικό το τι ευφάνταστες και αλλόκοτες στροφές έπαιρνε το μυαλό αυτού του ανθρώπου).

5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
Και ο κλήρος πέφτει στο Αμμούδι και τον Χρυσόστομο (όποτε βρουν χρόνο διότι πνίγονται), στην Vain και στον Sot και φυσικά την Theorema

28.2.08

Πρωτοβουλία για διαδήλωση: blogs και ελεύθερη έκφραση

Για το press-gr και τις εξαγγελίες για ρύθμιση των μπλογκ από την κυβέρνηση γράφονται συνεχώς κείμενα αυτές τις μέρες, ενώ εγώ δουλεύω επίσης συνεχώς αυτές τις μέρες. Πρόλαβα πάντως να διαβάσω αυτό το κάλεσμα του Ματθαίου Τσιμιτάκη (παρακαλώ κλικ!). Είμαι μέσα. Εσείς;

27.2.08

Κάνε τη διαφορά

Ο Obama Sin Lander κοίταξε τον Υπουργό Εξωτερικών του, Hill Larry Cleantone. Δεν καταλάβαινε ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα μe τα ψηφιακά απόβλητα που έστελναν μέσω Χονγκ Κονγκ στην Κίνα.

ΟΚ, η συνθήκη έλεγε ότι κάθε χώρα οφείλει να αντιμετωπίζει μέσα στα όριά της τα απόβλητά της αλλά τι σόι δημοκρατία και παγκοσμιοποίηση ήταν αυτή που οι άνθρωποι μπορούσαν να πηγαίνουν ανενόχλητοι σε όποια χώρα ήθελαν, αλλά τα σκουπίδια τους έπρεπε να τα κρατάνε στην δική τους; Και τέλος πάντων, άλλες κι άλλες συνθήκες δεν τηρούσαν, με αντίτιμο ανθρώπινες ζωές, τώρα θα έπρεπε να τους ενδιαφέρουν και οι ζωές των ζώων; Των κοντοστούπικων Κινέζων; Σε τελική αυτοί ήταν δισεκατομμύρια –ας πέθαιναν και μερικοί, ποιος θα το καταλάβαινε;

-Το πρόβλημα δεν είναι ότι πεθαίνουν, αυτό είναι που δεν καταλαβαίνετε –με όλο το σέβας, είπε ο Hill Larry Cleantone, προσπαθώντας να εξηγήσει για μια ακόμα φορά στον Πρόεδρο την κατάσταση.

Φημολογούταν πώς δεν υπήρχε πιο ηλίθιος Πρόεδρος στις Η.Π.Α από τον προκάτοχό του, τον Georgie Bull Sit αλλά τούτος ήταν χειρότερος: ο άλλος απλά δεν καταλάβαινε, αυτός καταλάβαινε αλλά έκανε τον χαζό.

-Δεν καταλαβαίνω τι μου ζητάς ή τέλος πάντων τι περιμένεις να κάνω; Να πάω να τους κόψω τα παραπάνω χέρια που φυτρώνουν για να μην μαθευτεί;
-Όχι Πρόεδρε, λέω όμως ότι αυτός ο σκατολαός- οι Κινέζοι- ακόμα και στις μεταλλάξεις τους ήταν τυχεροί. Στέλναμε τα απόβλητα να ψοφήσουν μια ώρα αρχίτερα και αυτοί, ακόμα και τα τοξικά εκμεταλλεύτηκαν, ακόμα και τις μεταλλάξεις μετέτρεψαν προς όφελός τους. Με τα δυο επιπλέον ζευγάρια χέρια που φυτρώνουν στο πλάι τους μπορούν να γίνονται τριπλάσια παραγωγικοί με τον ίδιο μισθό. Η οικονομία τους είχε κάθετη αύξηση 500%, σε δυο μήνες, σε δυο χρόνια θα μας διαλύσουν.

Ο Obama Sin Lander κοπάνησε την καρέκλα του που έφερε δυο σβούρες γύρω από την κεφαλή του οβάλ γραφείου του.
-Πρέπει να σταματήσουμε να τροφοδοτούμε αυτή την νέα εξέλιξη. Τέλος πάντων είναι ΑΔΙΚΟ, ναι, άδικο! Με τα δικά μας ΛΕΦΤΑ, τα δικά μας ΤΟΞΙΚΑ, τη δική μας ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, τα δικά μας ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ εξελίσσονται αυτοί ως είδος; Επιτέλους αν ζούσε ο Δαρβίνος θα έσκιζε τα πτυχία του.

Οι δυο άντρες αποφάσισαν να κρατήσουν στα εδάφη τους, από 'κείνο το πρωί και στο εξής, τα ψηφιακά τους απόβλητα. Να τα θάψουν κοντά σε υπόγειες πηγές και να μην αφήσουν ίχνος υδροφόρου ορίζοντα καθαρού. Να τα φυτέψουν σε κάθε χωράφι με καλαμπόκια, να τα παραχώσουν σε κάθε χωρίο –λες και είναι λίπασμα για πατάτες.

-Και να πεις να τσακιστούν όλοι αυτοί οι άχρηστοί, τα αλυσιτελή όντα, οι χαραμοφάιδες που τρέφουμε στα Πανεπιστήμια- τάχα πώς θα σώσουν την ανθρωπότητα- να τους πεις να τσακιστούν να δουν αν μπορούμε να πετύχουμε μια καλύτερη μετάλλαξη για τους δικούς μας πολίτες. Ας πούμε ένα Τρίτο μάτι που να προβλέπει το μέλλον. Πιο μεγάλα αφτιά να μην πληρώνουμε τζάμπα δορυφόρους για να κρυφακούμε τον Πούτιν. Επιτέλους πες στους ηλίθιους να δουλέψουν με σκοπό την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση αυτή της φυσιολογικότητα που μου έχει σπάσει τα νεύρα. Δεν είναι δυνατόν να ασχολούνται ακόμα με την ίαση του Καρκίνου όταν μπορούμε να δημιουργήσουμε τόσες νέες και ενδιαφέρουσες μεταλλάξεις κυττάρων και οργανισμών. Επιτέλους είμαι ο πρώτος διαφορετικός Πρόεδρος στις 51 Πολιτείες. Πρέπει να κάνω τη διαφορά... Η Mama -Bamba μου έλεγε "δεν έχει σημασία ποιους πηδάς, είσαι άνδρας αν δρας". Δράστε λοιπόν!

Ο Hill Larry Cleantone πήρε παραμάσχαλα τις εντολές και έτρεξε να τις κοινοποιήσει στους αρμόδιους περήφανος για τον Πρόεδρό τους –που δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια αλλά κυνηγούσε την πρόοδο και τις νέες εξελίξεις. Ο Obama Sin Lander έδωσε συνέντευξη τύπου λέγοντας ότι η Αμερική αποφάσισε να συνεργαστεί με τους περιορισμούς που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη και να αποσύρει όλα της τα απόβλητα από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, στέλνοντας μάλιστα ανθρωπιστική βοήθεια που θα δώσει ένα τέλος στο λοιμό των μεταλλάξεων.

Όλοι χειροκρότησαν τον πρώτο έγχρωμο μουσουλμάνο αμφιφυλόφιλο Πρόεδρο, που ήταν έτοιμος να κάνει τη διαφορά. Άραγε σε μερικά χρόνια που όλοι θα είχαν από τρία ζευγάρια χέρια θα τον χειροκροτούσαν τριπλά;

24.2.08

When bass kicks ass - indieannalog set 16

Γη... B52’s - Private Idaho. Τρελές κιθάρες, παιδιά που παίζουν Καουμπόιδες και Ινδιάνους, πανικός στο ίσωμα για το Άινταχο, το μπάσο σαν λάσο σε πιάνει απ' το λαιμό και το "όργανο" από πίσω σε φάση "η ζώνη του λυκόφωτος συναντά τον πόλεμο των άστρων" σου διαβάζει το χέρι: you' d better beware! ΥΓ. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που "ανάβουν" με τέτοια κομμάτια ή θα μου πείτε πάλι ότι είμαι κινούμενη διαστροφή;


Φωτιά... Alamo race track – Don’ t beat this dog. Να το πάλι το μπάσο μαζί με ντράμς -ο Κοντρορεβυθούλης μεγάλωσε και πλέον αφήνει καρφιά στα δέντρα για να θυμάται το δρόμο να γυρίσει σπίτι το πρωί, μετά από άγριο ξενύχτι στο δάσος του Πάνα, η καρδιά του βαράει σαν ταμπούρλο από φόβο και πάθος και το ξημέρωμα τον βρίσκει με τα χείλια μπλε απ' το κρύο και μπλε σημάδια στο κορμί απ' τα φιλιά αλλά μόνο τα νύχια του τελικά κινούν υποψίες, που είναι μπλέ μελανιασμένα -απ' τα χτυπήματα τα βιαστικά στα καρφιά ...


Αέρας... Kills - U R a fever. Κι εδώ το μπάσο κάνει μια τσουλήθρα για την Κόλαση, πώς ήταν η κάτω αίθουσα του dragoste, ένα τέτοιο πράγμα, όλα στενά, όλα κόκκινα και σκοτεινά, σώματα συνωστισμένα και κολλημένα, κουνιούνται ιδρωμένα και στις τουαλέτες δε χωράς να μπεις -εκτός αν έχεις και ένα αγόρι μαζί και τις επόμενες Απόκριες θες να ντυθείς (σαν την θεά Μαργαρίτα Μ.) "εφιάλτης κάθε άντρα: νύφη και γκαστρωμένη μαζί". ΥΓ. Τον στίχο "θα μπορούσε να τον τραγουδάει και η Στανίση "παίδι μου είσαι πυρετός, δεν είσαι τύπος τυπικός" (ή και η Θώδη βέβαια με το άπταιστο αγγλικό της: "you are fever- you ain' t born typical", αλλά οι kills καλό θα ήταν να έβαζαν και μια παραπομπή στους dEUS: στο κουπλέ ξεπατικώνουν τα κόλπα απ’ το fell of the floor man, αν και με πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα).


Νερό... Spoon - I turn my camera on. Το πιο sexy μπάσο του προπέρσινου καλοκαιριού το διέδωσε ο Γ.Ν που μοιράζει αβέρτα τα πανικοβάλ του και μας κάνει να απορούμε γιατί δεν έχει αυτός τη στήλη της μουσικής στην A.V και αφήνουν ακόμα αυτό το πόστο στον Μ.Μ να βγαίνει και λέει ότι "καλά, σιγά πια και τόση φασαρία για τους spoon, μια μπάντα που απλά κάνει καλά τη δουλειά της; στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος". Αλίμονο, όλες οι μπάντες του πλανήτη μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα σαν το the ghost of you lingers ή το believing is art...

23.2.08

Press-gr και πιθανές διώξεις - συλλήψεις

Φαίνεται πως ο διαχειριστής ή διαχειριστές του press-gr αντιμετωπίζουν σοβαρά νομικά προβλήματα. Η συζήτηση στο metablogging.gr έχει πολύ ενδιαφέρον και σας παραπέμπω κατ'αρχήν εκεί. Από τη μεριά μου δυο τρεις σκόρπιες σκέψεις.
Το press-gr το διάβαζα περιστασιακά και πάντα με με την αίσθηση ότι υποκύπτω στη γοητεία του "κίτρινου": κείμενα καταγγελίας τα περισσότερα ανυπόγραφα ή ψευδώνυμα, σπάνια αναφορά σε πηγές, υβριστικά και κακόβουλα σχόλια, ασύνταξίες και ορθογραφικά λάθη, από όλες τις πλευρές η δημοσιογραφία που δεν εκτιμώ, αλλά κάποιες φορές μου αρέσει να διαβάζω. Αν ισχύουν οι ειδήσεις που κυκλοφορούν, δε χαίρομαι που το press-gr έχει προβλήματα, το βρίσκω όμως σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένο.
Η ελευθερία στο διαδίκτυο είναι ένα άλλο, ολότελα διαφορετικό θέμα όμως. Αν και εφόσον έγιναν παραπάνω από εκατό (!) διαφορετικές μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση, δύσκολα μπορώ να δεχτώ ότι όλες είναι αδικαιολόγητες και σκοπό έχουν μόνο να φιμώσουν ένα χώρο ελεύθερης και ανεμπόδιστης έκφρασης. Έχει εδώ νόημα μια κινητοποίηση της "κοινότητας" για να υπερασπιστεί ένα μέλος που καταπιέζεται η ελεύθερη έκφρασή του;
Δυστυχώς δεν έχει γίνει ακόμη στο χώρο των ελληνικών μπλογκ μια ολοκληρωμένη συζήτηση για το ποιες είναι οι "καλές πρακτικές" μας, για ένα είδος βασικής συγγραφικής δεοντολογίας αν θέλετε. Το μούδιασμα που επικρατεί σε αυτή τη φάση στη μπλογκόσφαιρα δεν είναι καθόλου τυχαίο: πώς να υπερασπιστείς κάτι με το οποίο δεν ξέρεις ακριβώς αν συμφωνείς η διαφωνείς; Αυτά για σήμερα, θα συνεχίσω πάντως να παρακολουθώ το θέμα.
[Ανανέωση: Διαβάστε και την πολύ καλή αναδρομή για το press-gr στη Βιομηχανία του Εφήμερου, όπως και μια εξαιρετική σύνοψη από την Ώρα Ελλάδας.]

21.2.08

2. Απ' τη Σελήνη στη Γη...

«Να χαρείς μόνο μην το ξανακάνεις αυτό: μην μου ανακατεύεις την αστρονομία με την αστρολογία, τρελαίνομαι» γέλασε ο Hans Zimmer καθώς έγραφε τις τελευταίες του μετρήσεις απ’ το τηλεσκόπιο.
«Μα σου λέω τρελαίνομαι. Όταν έχει Πανσέληνο τρελαίνομαι! Έχω νεύρα, έχω κατάθλιψη, μου φταιν' κι οι μύγες, γίνομαι drama queen μη μου λες ότι δεν παίζει ρεαλιστικά κάτι με την επίδραση της σεληνιακής βαρύτητας».!
«Πρόσφατα δε σου έδωσα να διαβάσεις τη μελέτη που έλεγε ότι η βαρυτική δύναμη των πλανητών δεν επηρεάζει τους ανθρώπους».
«Η Σελήνη δεν είναι πλανήτης είναι ουράνιο σώμα και δορυφόρος της Γης».
«Ε, μα θα με σκάσεις εσύ» είπε και άλλαξε κουβέντα. «Λοιπόν το βράδυ θα είσαι εδώ απ’ τις 3.00, 3.43 ξεκινά η μερική φάση της έκλειψης θα παρατηρήσεις ως τις 5.01 που είναι η αρχή της ολικής. Ως τότε θα έχω έρθει κι εγώ, εντάξει»;
«Εντάξει. Να φύγω τώρα γιατί έχω οδοντίατρο»;
«Έφυγες!» Της είπε.

Η Isabel Scholerr κατέβηκε στον παγωμένο δρόμο πολύ προσεκτικά – ο παγετός ήταν επικίνδυνος. Και επιπλέον η Πανσέληνος πάντα ήταν γι’ αυτήν προάγγελος κακών μαντάτων. Μπήκε στο αμάξι της και κατευθύνθηκε προς την οδοντίατρό της. Όχι πολύ γρήγορα. Βλέπετε έκανε ότι μπορούσε για να καθυστερήσει ν’ ανέβει στην καρέκλα του πόνου. Γιατί λίγοι άνθρωποι ξέρουν τόσο καλά ότι ο πόνος των δοντιών είναι ο μεγαλύτερος που υπάρχει. Η έκφραση «πονάει το δοντάκι μου» για κάποιον ερωτευμένο δεν είναι τυχαία, δεν υπονοεί ένα μικρό πονάκι, υπονοεί έναν πόνο βαθύ και διαπεραστικό, κάτι που δε σε αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια και να ησυχάσεις τη μέρα.
«Καλά, τι συνέβη από πέρσι και δεν έχεις πλύνει δόντια ένα χρόνο» είπε η οδοντίατρος βλέποντας το χάλι στο στόμα της.
«Ο Holgen με σήκωνε κάθε βράδυ και πλέναμε τα δόντια μας μαζί».
«Λυπάμαι για τον Holgen Isabel …» είπε η οδοντίατρος και άρχισε τον καθαρισμό.

Γύρισε σπίτι με το στόμα γεμάτο γεύση αίματος και τα ούλα κατακρεουργημένα από το ξύσιμο. Πήρε μισό tavor γιατί το ένα της έπεφτε βαρύ και δε θα ξύπναγε. Έβαλε το ξυπνητήρι στις 2.30. Έβαλε τη μια ωτοασπίδα. Και θα έβαζε και την άλλη αν δεν άκουγε εκείνο το μπαμ. Και μετά τον σκύλο να ουρλιάζει. Και μετά κι άλλο μπαμ. Χωρίς φρενάρισμα. Μονάχα ένα σκύλος να ουρλιάζει.

Έγινε κουβάρι πάνω στο στρώμα. «Όχι, όχι, όχι» είπε και έβαλε και την άλλη ωτοασπίδα. «1,2,3 8 κι ύστερα 100 και θα φύγει» , «1,2,3,8 κι ύστερα 100». Η μητέρα της μπήκε φουριόζα στο δωμάτιό της». «Χτύπησαν ένα σκύλο κατέβα να...» «Όχι, όχι, όχι» έκλεισε τα αφτιά της εκείνη, «όχι, 1,2,3 ,8 ...».
«Isabel για τω θεώ, έχεις σώσει τα μισά αδέσποτα της Βρέμης, σήκω πάνω και πάρε τον κτηνίατρο τηλέφωνο». «Όχι δε θέλω να μου ψοφήσει στα χέρια, δε θα αντέξω να μου ψοφήσει πάλι στα χέρια...». «Isabel σταμάτα να είσαι τόσο εγωίστρια! Σήκω πάνω τώρα»!

Και η Isabel ξαναντύθηκε πάρα πολύ αργά γιατί το tavor είχε αρχίσει να επιδρά. Και κατέβηκε. Με τη βοήθεια δυο περαστικών έβαλαν το λυκόσκυλο πάνω σε ένα παλιό σεντόνι, σαν σε φορείο, και τον πήγαν στο αμάξι.
«Όχι στο πορτ μπαγαζ, στο κάθισμα».
Το πορτ μπαγαζ ήταν γρουσούζικο. Την είχαν ψοφήσει ήδη δυο χτυπημένες αδέσποτες γάτες εκεί.

Έτρεξε στον πιο κοντινό κτηνίατρο. Εκείνος παρότι είχε τηλεφωνήσει, μέχρι να πάει είχε κλείσει. Τον πήρε τηλέφωνο. Θα ξαναερχόταν. Κάθεται με τον "λύκο" και τον κρατάει. Του μιλάει κι εκείνος κάνει προσπάθειες να σηκωθεί. «Είσαι πολύ μάγκας» του λέει.» Αν τη βγάλεις απόψε θα σε πάρω να δεις την έκλειψη με το τηλεσκόπιο»! Περιμένει. Και ξαφνικά η γρήγορη αναπνοή του ηρεμεί. Ηρεμεί. Τα μάτια του μένουν να κοιτούν το φεγγάρι. Έτσι στα ξαφνικά. «Όχι, όχι, όχι, 1,2,3,8, και μετά 100, γύρνα πίσω, μη, 1,2,3,8 και μετά...» και αρχίζει να τον χτυπάει στο στέρνο με γροθιές, «μη μου το κάνεις αυτό όχιιιιι». Όπως το χτυπούσε, εκείνο μέσα στους τελευταίους του σπασμούς ενστικτωδώς έπιασε το χέρι της. Και το δάγκωσε.

Απ’ τα μπαλκόνια τους οι περίοικοι ακούν την κραυγή της διαπεραστική. Σαν αλύχτισμα σκύλου. Και τραβούν τις κουρτίνες τους.

Στις 4:47 ο Hans Zimmer πήγε στον ερασιτεχνικό αστεροσκοπείο που είχαν φτιάξει με μερικούς φίλους. Βρήκε την συμφοιτήτριά του, την Isabel σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, με μισό μπουκάλι αδειανό και παστίλιες με γεύση καφέ ανοιγμένες πλάι της.
«Κάνουν τίποτα αυτές» τη ρώτησε;
«Τι εννοείς. Εσύ πρέπει να κάνεις. Τις τρώμε» απάντησε αργά κάνοντας την κίνηση «τις τρώμε» με το χέρι της.
Εκείνος
την πλησίασε.
«Isabel, καλή μου, έχεις κάτι»;
«Σαν τι»;
«Δεν ξέρω, δείχνεις σαν... ναρκωμένη. Σου έδωσε παυσίπονα η οδοντίατρος και τα μπέρδεψες με το αλκοόλ».
«Όχι η οδοντίατρος που έδωσε μόνο την ευχή της να ξεχάσω τον Holgen και να βρω ένα καλό παιδί να παντρευτώ».
«Ε, παυσίπονο είναι αυτό που σου έδωσε» γέλασε ο Hans.
«Πάντως δεν είσαι καλά».
«Πέθανε στα χέρια μου» είπε εκείνη.
«Αχ Isabel μου, ο μόνος λόγος να ξεχάσεις τον θάνατο του Holgen είναι να γεννηθεί κάτι στα χέρια σου, πρέπει στ’ αλήθεια να βρεις κάποιον άλλο, να κάνεις ένα παιδί μαζί του».
Και ο Hans Zimmer την αγκάλιασε πατρικά.
«1,2,3,8 και μετά 100...»
«Γλυκιά μου όσες φορές και να πεις τα νούμερα του αυτοκινητού δεν υπήρχε αυτή η πινακίδα, δε θα βρεθεί ποτέ, ήσουν ταραγμένη, συγκράτησες λάθος αριθμό, ξέχασέ το».
Η Isabel Scholerr έκρυψε το πρόσωπό της στην καμπύλη του λαιμού του. Άνοιξε το στόμα της λες για να βγει ο λυγμός. Και έχωσε τους δυο τεράστιους κυνόδοντες της στον λευκό του λαιμό.

Ο Hans πήγε στο νοσοκομείο με κρίση αναιμίας. Η κοπέλα του δεν το πολυπίστεψε ότι η μικρή του επιτέθηκε- κατά βάθος είχε υποψίες ότι ο αρραβωνιαστικός της τραβιέται με αυτή την παλαβή συμφοιτήτριά του, που γυάλιζε το μάτι της.

Η Isabel δεν θυμόταν τίποτε την επομένη –θα τα έριχνε στο tavor, αν η μνήμη της δυνόταν να ανακαλέσει πως το είχε πάρει. Αλλά δεν. Kάπως αμυδρά και χωρίς ειρμό, είχε μια εικόνα του φεγγαριού μ' εκείνο το γκρενά χρώμα της σκουριάς. Κι ύστερα άκουγε ένα «ααα» απ’ τον Hans - σαν κραυγή οργασμού περισσότερο, παρά πόνου. Και μετά η ανάσα της, γρήγορη σαν λυκόσκυλο που ψυχομαχούσε. Η ζωή πριν τον ρόγχο του θανάτου.

Η Isabel απλά δε μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. Αλλά το αίμα είχε καλύτερη γεύση στο στόμα, παρά στα χέρια της.

17.2.08

Dancing in the snow! - indieannalog set 15

Kinks – Waterloo sunset: Μουσική για πιτσιρίκια που κουτρουβαλάνε χιονισμένες πλαγιές ή πέφτουν με το κεφάλι από χιονοτσουλήθρες («Κωστάκηηη, μην τρως το χιόνι παιδί μουυυυ»)!

Stars – You’ re my favorite book: Mουσική για πατινάζ πάνω σε παγωμένη λίμνη, τρώγοντας με ένα κουτάλι μερέντα και φορώντας το πιο ηλίθια ευτυχισμένο χαμόγελό σου επειδή ΤΟΝ σκέφτεσαι και φιλάει τόοοοοσο γλυκά! .

Boat – Last cans of paint: Μουσική για χιονοπόλεμο μέσα σε δάσος –κρυφτό πίσω από δέντρα, «προσοχή στο κλαδί», «έλα ρε βλάκα μη μου τρίβεις το χιόνι στη μούρη σου λέω», «θα κάνουμε αγγελάκια» κλπ.

Preston School of industry – Falling away: Μουσική για χιονοπόλεμο στην πόλη –αφού φτιάξατε τον χιονάνθρωπο και μετά σε πέταξαν πάνω του και διαλύθηκε (ενώ εσύ βρέθηκες και με ένα καρότο στο μάτι) τρώτε τρελές γλύστρες στα πεζοδρόμια που έχουν παγώσει, οι φίλοι σου πάνε να σε σηκώσουν και πέφτουν και αυτοί, η καφετέρια είναι απέναντι αλλά δεν το βλέπετε να φτάνετε παρά μόνο μπουσουλώντας, ο τελευταίος πληρώνει, ξεκουνάτε ρε πάγωσε ο κώλος μου!

Ana Lann- Paradise: Μουσική για σλάλομ με το σκι -πάνω που του έχεις πάρει τον αέρα και ξεθαρρεύεις σκέφτεσαι ότι μάλλον υπάρχει «θέμα» σε αυτό το αποκριάτικο χιονοπάρτυ και γι’ αυτό όλοι είναι ντυμένοι Νιντζα -με αυτές τις στολές και το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από κασκόλ-, αν σε είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα θα είχες ντυθεί «Χιονάτη» -μα εκείνη τη στιγμή μπουπ, πέφτεις, κουτρουβαλάς στο χιόνι. «Ουάου, σίγουρα κάποια νεράιδα άκουσε την ευχή μου» λες καθώς τινάζεις το χιόνι από τα ξανθά μαλλάκια σου. Γλυκειά μου!

14.2.08

O έρωτας στα χρόνια του χολεΡΟΖ

Η μovόφθαλμη Jane συνήθιζε να φορά μια γκρι μπλoύζα με μαύρες ρίγες, σαv κι αυτές τωv φυλακισμέvωv. Φυλακισμέvη κι αυτή, μέσα στηv ίδια της τη ζωή. Τo έvα της μάτι ήταv κασταvό, τo άλλo δεv τo 'χε δει Θεoύ πρόσωπo. Κρυμμέvo μovίμως πίσω από μια μαύρη κoυρτίvα, απ’ τη φράτζα πoυ 'πεφτε βαριά και κάλυπτε τo μισό της οπτικό πεδίο. Όπoτε τηv πετύχαιvα στo δρόμo, η μovόφθαλμη Jane μoυ έκλειvε τo μovαδικό της μάτι αvτί για «γεια χαρά» και κoυvoύσε ερωτηματικά τo κεφάλι «είσαι καλά»; Δε μίλαγε. Επιπλέov φoρoύσε το i-pod oπότε δεv άκoυγε κιόλας. Τι vα ’καvα κι εγώ, της έγvεφα απλά «γεια». Όπως απoμακρυvόταv, σέρvοvτας τα βαριά μπoτάκια της, πάvτα ήθελα vα γυρίσω, vα τηv ακoλoυθήσω, vα πεταχτώ άξαφvα μπρoστά της και vα τηv τραβήξω απότoμα απ' τoυς ώμoυς. Η φόρα μoυ θα έκαvε τo λαιμό της vα γείρει πίσω και η φράντζα, αυτή η μισητή φράντζα, θα έπεφτε στo πλάι. Θα έβλεπα τότε κι εγώ αυτό τo άλλo μάτι αv υπήρχε ή όχι. Κι αv vαι, ήταv σκoύρo κασταvό σαv κάσταvo ή αvoιχτό καφέ σαv κυπαρισσόμηλo;

H Jane δούλευε στο «Pavement», το μεγαλύτερο βίντεο κλαμπ της περιοχής. Αυτό βέβαια το γνώριζαν μόνο οι άρρενες της συνοικίας μας, αφού το πόστο της ήταν στον ημιόροφο, στο τμήμα των ερωτικών ταινιών. Καθόταν πίσω απ’ τον υπολογιστή και πέρναγε τα νούμερα απ’ τα dvd χωρίς να μιλάει. Χώρια που τους κοίταζε όλους με μισό μάτι (βλέπετε, όταν της πήγαιναν τις τσόντες, μισόκλεινε ειρωνικά κι αυτό το μοναδικό της μάτι που φαινόταν). Ήμασταν στα δεκάξι τότε και κάθε τρεις και λίγο πηγαίναμε με τον κολλητό μου για να ανοίξουμε τους ερωτικούς μας ορίζοντες. Και όχι μόνο γι’ αυτό. Είχα φάει κόλλημα με τη γκόμενα και πήγαινα συνέχεια εκεί για τα μάτια της -για τo έvα της μάτι για να είμαστε ακριβείς: η μovόφθαλμη Jane μoυ είχε πάρει το μυαλό.
Βασικά δεν ξέραμε πώς την έλεγαν, το Jane της το κόλλησε ο Σάκης, που κατά τη γνώμη του η τύπισσα έμοιαζε στην Καλάμιτι Τζέιν. Εμένα πάλι με ένα καλάμι σκέτο μου έμοιαζε. Οσo τηv κoιτoύσα τίπoτα ωραίo δε μπoρoύσα vα βρω πάvω της. Βέβαια με τov καιρό δεv έβρισκα και τίπoτα άσχημo. Είvαι πoυ τηv ασχήμια τηv συvηθίζεις με τo πέρασμα του χρόνου, όπως ακριβώς συvηθίζεις (και βαριέσαι στo τέλoς) τηv oμoρφιά. Και με τα χρόνια, όταν πια έφτασα δεκαοχτώ, όλα τα είχα συvηθίσει στη μovόφθαλμη Jane. Εκτός απ' τηv έπαρσή της. Τηv διάχυτη αλαζovία της. Αυτό τo αλλoύ- γι' αλλoύ βλέμμα της. Αυτό τo έvα της μάτι πoυ κoιτάει πάvτα πάvω από 'σεvα.

-Γάμα τη μωρέ, τι στη δίνει έτσι; Μου έλεγε ο Σάκης.
Μου την έδινε ότι για ακατανόητους λόγους την ήθελα. Και ποτέ δεν έλεγε να μου ρίξει μια ματιά. Aπ’ αυτό το ένα της μάτι.

Πέρασαν εννιά χρόνια. Κι εκείνη την ήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, όλο το οπτικό της πεδίο το έπιανε το τεντωμένο χέρι της. Που σημάδευε το πρόσωπο του μουσικού παραγωγού. Κι η ιδρωμένη του μούρη που έτρεμε, νιώθοντας το παγωμένο σιδερικό έτοιμο να αδειάσει στο μέτωπο του.
Οι σεκιούριτι την είχαν αφήσει να περάσει μέσα στον ραδιοφωνικό σταθμό που άκουγε όλη η Θεσσαλονίκη, νομίζοντας ότι «πάει μια τούρτα δώρο-έκπληξη στον Τσιουσόπουλο με τον οποίο είναι τόοοοοοσο ερωτευμένη». Η αλήθεια είναι ότι η τούρτα ήταν έκπληξη για όλους –μέσα στο κουτί της είχε το 4G i-pod και ένα πιστόλι.
Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, ακούμπησε και το όπλο πάνω του και τον ανάγκασε να παίξει τα mp3 της. Για τις επόμενες 12 ώρες στα βενζινάδικα, στα σούπερ- μάρκετ, στις καφετέριες, στα πολυκαταστήματα, στα μαγαζιά με ρούχα και στα ταξί, άκουγαν τα πιο άγνωστα συγκροτήματα παγκοσμίως. Οι ταμίες κοίταγαν με απορία τα μεγάφωνα και οι οδηγοί κοιτούσαν τη συχνότητα να δουν αν κάτι έχει αλλάξει. Παράξενοι τύποι, ξερακιανοί και με σοφιστικέ γυαλιά, στέκονταν στη μέση των μαγαζιών νέων τεχνολογιών και χαμογέλαγαν, σα να μην πίστευαν στ’ αυτιά τους. Χαρούμενα προσωπάκια έβγαιναν απ’ τα παράθυρα των σχολών καλών τεχνών κι ένας μακρυμάλλης πιτσιρίκος ζήτησε από μια χοντρή κυρία να τον τσιμπήσει για να δει αν ονειρεύεται.
Εγώ πήρα τηλέφωνο τον Σάκη να μπει στην συχνότητα. Κάποιοι άλλοι έκλεισαν το ράδιο ενώ οι πιο θρασύς απογοητευμένοι teenagers έσπαγαν τα τηλέφωνα, ζητώντας «τέτοια μέρα γιορτής των ερωτευμένων να παίξουν κάτι πιο ροζ, πιο ρομαντικό, πιο ανάλαφρο, πιο ποπ».

-Έχουμε πολλούς διαμαρτυρόμενους, είπε μετά την τρίτη ώρα ο παραγωγός που καταβάθος γούσταρε τη φάση.
-Δεν πα’ να ’χετε και προτεστάντες. Του απάντησε εκείνη.
-Θέλουν κάτι πιο ροζ για την ημέρα των ερωτευμένων. Τους έχεις ρημάξει στη μαυρίλα.
-Το κίνημα του ρομαντισμού ήταν μαύρο, θυμήσου τον Γκαίτε και τον Βέρθερο. Το πρόβλημα της κοινωνίας είναι ότι πλέον ο έρωτας είναι όπως η μουσική του κωλοσταθμού σου: εύκολος και ευκαιριακός. Από πότε ο έρωτας έγινε ανάλαφρος και ροζ; Από πότε εσύ ρε μαλάκα που έπαιζες μόνο «μαύρα» μας έχεις τσακίσει στην pustronica -pop;
-Είσαι ομοφοβική; Έχεις πρόβλημα με τους πούστηδες; Την ειρωνεύτηκε.
-Έχω πρόβλημα με τη μαύρη διαφήμιση, τα play-list και το ότι πια δεν είσαι το ίνδαλμα μου. Ήμουν ερωτευμένη με τη μουσική σου, η μουσική σου ήσουν εσύ. Τόσα χρόνια μετά δεν ξέρω ποιος είσαι και πια δε θέλω να σε μάθω...
Σταμάτησε να της χαμογελάει. Άναψε τσιγάρο. Και την άφησε να βάζει μουσικές.

Εγώ που πάντα ονειρευόμουν να είμαι πλάι της, για κάποιο παράξενο λόγο η μοίρα το ’φερνε να είμαι πάντα απέναντί της. Αναγκάστηκα να της περάσω τις χειροπέδες όταν, μετά από ώρες και αφού ξημέρωνε 15η Φεβρουαρίου, αποφάσισε να ξεκλειδώσει το δωματιάκι και να παραδοθεί. Δεν τόλμησα να την κοιτάξω καθώς της φόραγα τα βραχιόλια, μα ένιωσα το βλέμμα της πάνω μου.
-Ξανασυναντιώμαστε, μου είπε.
-Δεν είναι αυτό που νομίζεις -της είπα. Aπλά πέρασα στη Σχολή, δεν ήταν ακριβώς επιλογή μου, απλά πέρασα. Είχε χαμηλή βάση και πέρασα σε επαρχία. Δε με πιστεύεις, ξέρω, σκέφτεσαι απλά ένας μαλάκας μπάτσος που μικρός έβλεπε τσόντες και…
Έβαλε τα γέλια.
-Και η αλήθεια είναι ότι δεν είχες δει ποτέ τις καλύτερες: το 9 songs, το brown bunny, το je t' aime.
-Δεν είναι τσόντα το 9 songs!
-Φυσικά είναι. Περιέχει δε την πιο extreme σεξουαλική παρέκλιση: σεξ με συναίσθημα. Μιλάμε για μεγάλη ανωμαλία πλέον...
-Θα μιλήσεις στα κανάλια;
-Δεν έχω τίποτα να πω.
-Γιατί το έκανες;
-Και στη γη των εσταυρωμένων στ΄ άστρα εραστών και των περιηγητών άκαρπων καρδιών /για πάντα χαμένοι σε παρερμηνευμένα μηνύματα και τις σπρωξιές του Σατανά/ ψάχνουμε το άβρετο και μιλάμε το άφατο/ οι ελπίδες μας νεκρές συναθροίζονται χους εις χουν/ μέσα σε πίστη, σε συμπόνοια, και αγάπη*... και μουρμουρίζοντας εκείνη ξανά και ξανά, σαν μάντρα, το χωρίο απ' το κατά Corgan Ευαγγέλιο, βγήκαμε έξω.
Ο αέρας φύσηξε τη φράντζα της στο πλάι. Και όχι δεν είχε καμία ουλή, κανένα κάψιμο, τίποτα περίεργο στην κρυφή πλευρά του προσώπου της. Μόνο μια απέχθεια για τα κομμωτήρια και τα κοκαλάκια. Μόνο μια απέχθεια για τον κόσμο μας. Δεν άντεχε να τον βλέπει.
Κι όμως εκείνη τη νύχτα εγώ κοίταγα τις αρβύλες μου. Κι εκείνη τον κόσμο.
Κατάματα.

*and in the land of star crossed lovers
and barren hearted wanderers
forever lost in forsaken missives and satan's pull
we seek the unseekable and speak the unspeakable
our hopes dead gathering dust to dust
in faith, in compassion, and in love
Billy Corgan.

10.2.08

soundtrack για αστικές ιστορίες - indieannalog set 14 -

Michael Nyman – Molly. Λονδίνο, παγωνιά, φώτα ανάβουν στα μαγαζιά, κοιτάς τα παγκάκια που φαίνονται να περιμένουν τη βροχή, μπαίνεις για μια ζεστή σοκολάτα στο πρώτο μαγαζί με βαθύ καναπέ και μπαρόκ ταπετσαρία, μια ηλικιωμένη κυρία δίπλα σε ρωτάει την ώρα. Έχει γαλάζια μάτια που κάποτε, κάποιος τα ερωτεύτηκε. Μα δεν είσαι εσύ αυτός. Σχολιάζεις την κομψότητα και την ευγενική φυσιογνωμία της. Πληρώνεις το τσάι της. Της φτιάχνεις τη μέρα.

Eric Enocksson – The state the sea left me. Χιόνι και άπειρη σιωπή, Βερολίνο και το καλοκαίρι έχει φύγει, το καλοκαίρι μοιάζει να μην θέλει να γυρίσει, περπατάς ξυπόλυτος στο πάτωμα και νιώθεις τις ρωγμές του ξύλου σαν δικές σου. Το ξύλο νιώθει τις ρωγμές σου. Ανάβεις τσιγάρο και φυσάς τον καπνό πάνω στο τζάμι. Στο απέναντι κτίριο ένα κοριτσάκι κάνει το ίδιο με το χνώτο του. Ζωγραφίζει στο θολό τζάμι μια διάφανη καρδιά. Βλέπεις το πρόσωπό του κοριτσιού μέσα της. Σκέφτεσαι ότι θα ήθελες ένα δικό σου παιδί. Και μια ξύλινη ακίδα σε τρυπά. Όχι στο πόδι. Στην καρδιά.

John Murphy- Don abandons Alice. Νέα Υόρκη: Αέρας που παίρνει και σηκώνει σπίτια και σκέψεις, βγαίνεις στο δρόμο και περπατάς τη λεωφόρο με τον αέρα να σε σπρώχνει αντίθετα, γέρνεις μπροστά και προχωράς με πείσμα, σπρώχνεις τον αέρα και προχωράς. Για όπου. Σταματάς στο φανάρι τις 33ης οδού. Κόκκινο. Πράσινο. Πάλι κόκκινο. Και πράσινο. Μένεις. Δεν έχεις πού να πας. Αλλά για κάποιο λόγο αυτή η πόλη είναι το σπίτι σου. Ζεις και ζει κι εκείνη σε τούτη την πόλη, και αυτοί οι δρόμοι που δεν έχουν όνομα, σας ενώνουν. Στρίβεις στην τύχη αριστερά. Ο αέρας τώρα σε σπρώχνει. Μπροστά. Κάποια στιγμή κάπου θα την πετύχεις. Θα την ξαναδείς. Και δε θα ξανατελειώσει. Γιατί οι δρόμοι στις μεγάλες πόλεις δεν έχουν τέλος. Δεν έχουν τέλος.

Mogwai – Auto rock. Aθήνα, μέσα και διαβάζεις, για χιλιοστή νύχτα στη σειρά διαβάζεις, κάτι θα βρεις εκεί, κάτι που να εξηγεί τον κόσμο σου, κάτι σε γαργαλάει στην πλάτη, κοιτάς πίσω, είναι το φεγγαρόφωτο, κοιτάς και γελάς, απλώνεις το χέρι να το πιάσεις, δεν το φτάνεις, κανείς δε φτάνει το φεγγάρι. Πιάνεις τα βιβλία, πολλά βιβλία, στοίβες βιβλία, κατεβαίνεις στον ακάλυπτο, χτίζεις μια σκάλα, όλα τα βιβλία σου μια σκάλα, σελίδες και λέξεις που διάβασες και πια δεν είσαι ένα μυρμήγκι με τσιμπλιασμένα μάτια κάτω από τον ουρανό. Αρχίζεις να ανεβαίνεις ψηλά, ανεβαίνεις, ανεβαίνεις και κάποια στιγμή είσαι εκεί. Πιάνεις το φεγγάρι. Το κόβεις, το κάνεις σαΐτα και το στέλνεις στο σπίτι των γονιών σου. Την άλλη μέρα το φεγγάρι έχει ξαναγεννηθεί. Και εκείνοι σε παίρνουν τηλέφωνο. Σταματούν να σε πρήζουν που αντί να παντρευτείς όλο σπουδάζεις. Καταλαβαίνουν ότι κυνηγάς κάτι υψηλότερο. Και μόνο όταν το βρεις θα ησυχάσεις.

Alexandre Desplat – River waltz (piano solo). Παρίσι, πρωί Κυριακής, φτιάχνεις σοκολατάκια μ’ αμύγδαλα και κουβερτούρα, βάφεις τα χείλια σου με αυτήν σε ένα σκούρο χαμόγελο. Κατεβαίνεις στο ποτάμι και τα πετάς στο νερό, αν η Οφηλία είναι στον πάτο του νερού κι αν Άμλετ είναι μαζί της, θα τα φάνε για πρωινό. Ένα αγόρι σε κοιτάει και απλώνει το χέρι του. Του δίνεις ένα και όπως τρώει πασαλείβει τα χείλη του με σοκολάτα. Είστε δυο τώρα. Μουτζουρωμένοι χαμογελαστοί. Νιώθεις καλύτερα. Που μοιράζεσαι ξανά.

9.2.08

Ανοίγοντας και κλείνοντας σαν στρείδι: σκέψεις για τη σχέση μου με το θέατρο + σύντομα σχόλια για την "Ήμερη" στο θέατρο της οδού Κυκλάδων

Τρεις καλοί μου φίλοι στην Αθήνα, ο Γιάννης, ο Μάριος και η Άννα παρακολουθούν συστηματικά θέατρο, κι έτσι η αγαθή επιρροή τους με έφερε να έχω παρακολουθήσει ήδη φέτος πέντε παραστάσεις (για τις τρεις από αυτές έγραψα και κάτι σαν θεατρική κριτική: για το "Γάλα", το "Αμάρτημα της μητρός μου" και το "Πόσο σ’ αγαπώ...επιθεώρηση"). Την προηγούμενη εβδομάδα μάλιστα πήγαμε με το Μάριο στην «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι, αλλά και με την Άννα στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου.
Για τις «Μεταμορφώσεις» δε θέλω να σας γράψω κάτι, πέρα από το ότι βγήκα σιωπηλός και σαγηνευμένος από την παράσταση, χωρίς καμία διάθεση να αναλύσω, αλλά μόνο να αφεθώ σε συνειρμούς και εικόνες, γεμάτος. Δυστυχώς οι παραστάσεις του έργου τελείωσαν.

Στην «Ήμερη» του Ντοστογιέφσκι βίωσα κάτι πιο αμήχανο, ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το θεατρικό έργο βασίζεται σε μία νουβέλα του Ντοστογιέφσκι με τίτλο «Μια γλυκιά γυναίκα» (στη μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου). Συγκρίνοντας πρόχειρα το αρχικό κείμενο με τους διάλογους της παράστασης, έχουν γίνει κάποιες περικοπές, αλλά ο βασικός αφηγηματικός ιστός παραμένει ανέπαφος, με την ίδια σειρά και ανάπτυξη στα επιμέρους γεγονότα. Η ιστορία φαινομενικά δεν κρύβει καμία έκπληξη: από την αρχή ο αφηγητής μας ξεκαθαρίζει πως η σύζυγος του κεντρικού ήρωα αυτοκτόνησε πριν λίγες ώρες και ο ήρωας περιφέρεται μέσα στο σπίτι τους (με το νεκρό σώμα της στο σαλόνι) προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία τακτοποίησης των σκέψεών του θα μας αφηγηθεί όλη την ιστορία της γνωριμίας και τη συζυγικής τους ζωής, μέχρι και την αυτοκτονία της.
Στην παράσταση επιλέχτηκε να μην υπάρξει ηθοποιός που θα έπαιζε τη νεαρή σύζυγο (ή ηθοποιοί που θα ερμήνευαν τους άλλους δευτερεύοντες ήρωες) παρά μόνο μια ηχογραφημένη φωνή με τα λόγια της, οπότε το ερμηνευτικό βάρος πέφτει όλο στους ώμους του Λευτέρη Βογιατζή. Συγκινητικός, συνταρακτικός, σπουδαίος, δεν ξέρω τι άλλο να πω, πρώτη φορά στη ζωή μου είδα ηθοποιό να μιλάει τόσο φυσικά όσο και οι καθημερινοί άνθρωποι γύρω μου, αποκρυσταλλώνοντας ταυτόχρονα ένταση και βάθος με τέτοιο πρωτοφανή τρόπο.
Πάνω στη σκηνή υπάρχουν μόνο δύο οθόνες, στραμμένες αντίστοιχα στις δύο κερκίδες του κοινού, από όπου προβάλλεται το πρόσωπο του Λευτέρη Βογιατζή να σχολιάζει τον εαυτό του στη σκηνή αλλά και κάποιες φορές να συνδιαλέγεται μαζί του. Ένας χαμηλός ξύλινος τοίχος χωρίζει τη σκηνή από το υπόλοιπο του σπιτιού και το ενεχυροδανειστήριο, χώροι που μισοκρύβονται από ένα διάφανο πλαστικό, αλλά ο ήρωας καταφεύγει σε αυτούς αν χρειάζεται να κάνει κάτι (για παράδειγμα να πλυθεί ή να ντυθεί). Αν και με παραξένεψε στην αρχή, το σκηνικό αποδείχτηκε λειτουργικότατο για τις ανάγκες της παράστασης.
Τέλος, ενώ φαίνεται πως το «σημαντικότερο» γεγονός της αφήγησης αποκαλύπτεται από την αρχή, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η ανισορροπία και το μαρτύριο του κεντρικού ήρωα όπως και η αργή πορεία της νεαρής συζύγου προς την αυτοκτονία αποτελούν το θέμα τόσο της νουβέλας, όσο και του έργου, με τις διάφορες πλευρές τους να φωτίζονται με αργό και εξαιρετικό τρόπο από το Λευτέρη Βογιατζή.

Από τα λίγα και συνοπτικά που ανέφερα φαίνεται μάλλον ξεκάθαρα πως είδα μια πολύ καλή παράσταση, την όποια θα σας συμβουλέψω να παρακολουθήσετε. Ισχύουν όντως όλα αυτά, μαζί όμως με το ότι η παράσταση τελικά δε με συγκίνησε καθόλου. Εξηγούμαι.
Από τους τρεις που πήγαμε στην παράσταση η Στέλα βγήκε συντετριμένη, ο Μάριος δηλώνοντας ότι τέτοιο ακριβώς θέατρο θέλει να βλέπει και εγώ με μια σχεδόν παγερή, αδιάφορη διάθεση. Μου ήταν σαφές πως είχα δει κάτι σχεδόν τέλειο, θυμόμουν όμως ξεκάθαρα τον εαυτό μου να κλείνει τις συναισθηματικές του κεραίες από το σημείο και μετά που κορυφωνόταν η ένταση και η συγκίνηση από τον εξαιρετικό Βογιατζή, να αποφασίζω ασυνείδητα ότι τα βάσανα του ανθρώπου αυτού δε μοιάζουν αρκετά με τα δικά μου, για να τα αφήσω να με συγκλονίσουν.
Προσέξτε, το κείμενο αυτό δεν είναι θεατρική κριτική, αλλά από την προηγούμενη παράγραφο και εξής ΔΕΝ είναι θεατρική κριτική. Για την ψυχολογία μου ως θεατή σας μιλάω, ελπίζοντας να βρεθεί κανένας άνθρωπος στα σχόλια να μου ανοίξει συζήτηση για αυτό το θέμα. Συνειδητοποιώντας ότι την ίδια περίπου αντίδραση είχα βγάλει πρόσφατα και στην παράσταση «Το γάλα», κατάλαβα λοιπόν ότι το πρώτο που έχω ανάγκη από μια θεατρική παράσταση (παρόλο που ο ψιλοδιανοούμενος εαυτός μου μπορεί να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει πολύ περισσότερα) είναι να ταυτιστώ με την ιστορία, να δω ήρωες που να μου μοιάζουν. Με αυτόυς τους όρους βασικά συγκινούμαι κι εφόσον δεν τους συναντήσω, είτε δεν περνάω καλά, είτε κατεβάζω τα ρολά της συναισθηματικής αδιαφορίας, ανάλογα με το πόσο συγκλονιστικό αισθητικά μπορεί να γίνει αυτό που βλέπω. Απλά απλά δε θέλω να πονέσω, αν αυτός ο πόνος δεν έχει κάποια προσωπική αφορμή, έστω και έμμεση.
Δεν ξέρω αν περιγράφω μια ανεπάρκειά μου ως θεατή, τη φυσιολογική ανάγκη που έχουν κι άλλοι άνθρωποι πέρα από μένα, ή και τα δύο. Το καταθέτω εδώ γιατί με ενδιαφέρει η γνώμη σας κι ελπίζοντας ότι θα την καταγράψετε.

[Βασικές πληροφορίες για τις Μεταμορφώσεις εδώ και για την Ήμερη εδώ.]

7.2.08

Jigsaw falling into peaces

(τόσες μέρες στο facebook κατάλαβα ότι η μασημένη τροφή του internet με απωθεί απ' το να ασχοληθώ με οτιδήποτε θέλει πνευματική προσπάθεια. Αυτό το κείμενο είναι μια δοκιμασία: αντέχετε να διαβάσετε κάτι τόσο μεγάλο που θέλει προσήλωση για να ενώσεις τα κομμάτια του; Α, και τα χρωματιστά γράμματα έχουν τραγουδάκια...)

Το πρώτο του παζλ το θυμάται –ήταν ένα σπιτάκι που μια γιαγιά έψηνε κοτόπουλο στο τσουκάλι και πάνω απ’ την καμινάδα δυο κλέφτες έριχναν ένα σκοινί με αγκίστρι για να κλέψουν την κατσαρόλα με το φαγητό. Ύστερα έφτιαχνε παζλ με την αδερφή του. 1500, 2000, 3000 κομμάτια –κυρίως τοπία, φύση. Δύσκολα βρίσκεις μεγάλα πάζλ με ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Το μόνο καλό ήταν ένα με 8000 κομμάτια, ένας χάρτης προ- Κολομβιανής εποχής –δώρο της Χαράς, παντρεύτηκε αυτή, πάει. Το είχαν φτιάξει μαζί κι όταν το τέλειωσαν η Χαρά ενθουσιασμένη είπε «θα βγω να το φωνάξω, επιτέλους τα ταιριάξαμε όλα!». Μα όπως άνοιξε τη μπαλκονόπορτα φύσηξε ένα διαβολεμένο ρεύμα και σήκωσε το πάζλ και το ταξίδεψε σαν μαγικό χαλί. Ξεκόλλησαν πολλά κομμάτια και δυο μάλιστα δεν τα ξαναβρήκαν ποτέ. Τον θυμάμαι. Δεν το είπε μα το ξέρω: δεν είχε αισθανθεί χειρότερα στη ζωή του από εκείνη την ημέρα που διαλύθηκε το παζλ στον αέρα.

Τώρα όλα είναι στη θέση τους. Σ’ αυτό εδώ. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε μέχρι πρότινος. Είχε βεβαιωθεί ότι αυτό το παζλ έτσι έπρεπε να είναι. Αλλά πώς μπορεί να είναι σίγουρος. Η εικόνα μοιάζει μ’ ολόγραμμα, όλο αλλάζει. Και τα κομμάτια είναι τα περισσότερα που είδε ποτέ. Μα φαινόταν να είναι σωστό ως εδώ. Κι όμως… Σαν κάτι να φταίει…

Όχι, δε θα δώσει σημασία. Θα το συνεχίσει. Είναι λογικό να παθαίνει σύγχυση πού και πού. Γιατί είναι ό,τι μεγαλύτερο έχει δει και έχει φτιάξει.

Για την ακρίβεια δεν το έχει φτιάξει ακόμα. Αγωνίζεται πάντως. Μέρα- νύχτα- τη νύχτα πιο δύσκολα. Είναι το φως αλλιώτικο, είναι η διάθεση κάπως. Γίνονται λάθη τη νύχτα και τα βλέπει το πρωί. Καμιά φορά ούτε καν την επόμενη μέρα, παρά μια βδομάδα μετά, ένα μήνα. Εκεί εκνευρίζεται. Αν πρέπει να τα χαλάσει τρελαίνεται. Τόσος κόπος, τόσα σωστά και τα παίρνει όλα, τα ξεσηκώνει ένα λάθος.

Μα τώρα όχι, δεν είναι λάθος. Κι αν είναι, δεν είναι δικό του. Δε φταίει αυτός. Κάθεται στο σαλόνι. Εκείνο το κομμάτι, εκείνο το λάθος κομμάτι είναι πίσω. Πολύ πίσω. Πάει εφτά χρόνια και δυο δωμάτια πίσω: είναι στη βιβλιοθήκη. Το έφτιαξε εκεί επίτηδες –είναι το δωμάτιο που μπαίνει λιγότερο. Κάποτε διάβαζε πολύ. Τώρα δεν έχει χρόνο. Έχει τη ζωή του να φτιάξει. Και την είχε φτιάξει. Μέχρι που έμαθε αυτό. Για τον Μάριο. Ο Μάριος δεν ήταν στη ζωή της Χαράς για ένα εξάμηνο. Το τελευταίο τους εξάμηνο.

Η Κατερίνα λέει τους είδε εκείνο το καλοκαίρι. Μετά το θάνατο του πατέρα της Χαράς, τους είδε μαζί. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Τι νομίζεις πως σε θέλει; Ταξιδάκι αναψυχής μονάχα. Επειδή πιέζεται τελευταία. Αυτό είσαι. Άσε την ήσυχη να πάει να πενθήσει κοντά σ’ εκείνον που την αγαπάει και τη νοιάζεται δέκα χρόνια τώρα». Έτσι του είπε η Κατερίνα. Κι ο Μάριος της είπε πως η Χαρά ζήτησε να πάει. Η Χαρά που ένα χρόνο τώρα είναι μαζί του, (Θεέ μου, έναν ολόκληρο χρόνο). Του λέει πως είναι ο αδερφός, ο άντρας και ο πατέρας της.

Εγώ ήμουν απλά το μωρό που βάραινα στην αγκαλιά της.

Δε μου το ’λεγε –είπε στην Κατερίνα- γιατί θα διαλυόμουν.

«Τον ξέρεις τώρα πώς είναι, χωρίς δουλειά, λίγα λεφτά. Αν τον αφήσω τώρα θα νιώσει τόσο άσχημα όσο εκείνη την ημέρα που διαλύθηκε το παζλ στον αέρα». Και περίμενε. Άλλα δυο χρόνια. Δυο χρόνια που βρήκα δουλειά, που αγοράσαμε αυτό το σπίτι και βγάλαμε τις άδειες του γάμου. Δυο χρόνια που εγώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας και αυτή κυλιόταν στα σκεπάσματα του Μάριου. Τρία χρόνια ψέματα. Τόση χαρά, τόση ζωή, όλη ένα ψέμα.

Μπαίνει μέσα στη βιβλιοθήκη. Μπαίνει και ψάχνει. Δεκάδες σειρές κομματιών. Κάθε σειρά μια παράλληλη ιστορία. Μερικές φορές οι οριζόντιες γραμμές συναντιούνται με τις κάθετες. Τόσες σχέσεις. Τόσα λόγια. Τόσοι άνθρωποι γύρω. Πάνω, κάτω, ανάμεσα, παντού. Οι πίκρες μιας εποχής πια φέρνουν γέλια. Και οι χαρές μια ανεξήγητη μελαγχολία. Το ψέμα όμως. Το ψέμα πάντα, όπου κι όποτε αποδομεί.

Τώρα ψάχνει. Κάπου εδώ γύρω είναι. Γενέθλια των 25 του. Η προηγούμενη δουλειά. Γέννηση του ανιψιού του. Πέσιμο με τη μηχανή. Ο Αντώνης φαντάρος. Ο Γιώργος στην Αγγλία α, να το: ο Μάριος. Κάνει να το πιάσει, μα κοντοστέκεται για λίγο. Ξέρει πώς είναι τα παζλ. Τα κομμάτια αγκιστρώνονται μεταξύ τους. Αν φύγει ένα τα άλλα μένουν σταθερά. Μα διστάζει. Έχει μείνει με το χέρι μετέωρο από πάνω του. Νιώθει τόσο ανήμπορος ξαφνικά.

Όπως ένιωσε εκείνη τη βραδιά που εξαφανίστηκε. Κι αφού την έψαξαν σε όλα τα νοσοκομεία και τα νεκροτομεία της πόλης τη βρήκαν στου Μάριου. «Δεν έγινε τίποτα» του είπε. «Τίποτα. Με πιστεύεις;». Σ’ αγαπάω του είπε. Σ’ αγαπάω του είπε. Σ’ αγαπάω –πόσες γαμημένες φορές του το είπε;

Το βλέπει ξαφνικά μπροστά του. Όλη τη σκηνή, σαν τοιχογραφία. Ραγισμένη τοιχογραφία με σκασμένο το χρώμα. Μα δεν είναι το χρώμα, είναι οι γραμμές των κομματιών. Του παζλ.

Και τότε ξαφνικά βγάζει μια κραυγή. Και πέφτει και πιέζει το κομμάτι με τον αντίχειρα. Πιέζει το πρόσωπο του Μάριου με τον αντίχειρα λες και θα μπορούσε να τον λιώσει έτσι. Να τον εξαφανίσει απ’ αυτό το παζλ. Τη ζωή του. Τη ζωή της. Κωλόπαιδο. Τσογλάνι. Αυτός, αυτός πρέπει να φύγει από ΄κει. Πια όλα είναι ένα ψέμα. Από τότε που ήρθε αυτός ένα ψέμα. Τα προσκλητήρια, τα όνειρα, οι νύχτες στο ΡΟΡ, τα γέλια στην αγκαλιά της, η ευτυχία που έβλεπε γύρω του, όλα ένα ψέμα.

Το πιάνει με φόρα. Μπήγει τα νύχια του στις εγκοπές του και το τραβάει με μίσος. Ένα κρατς –σαν σάρκα που σκίζεται απ΄ το κόκαλο. Το κομμάτι σκίζεται και φεύγει μόνο το πάνω μέρος. Πιάνει τον χαρτοκόπτη. Πιάνει και αρχίζει να το τραβάει. Να το τρυπάει, να το ξεσκίζει από παντού. Ένα κρατς ακόμα. Ένα κράτς και τέλος.

Μα τότε το ακούει. Τρίξιμο. Ένα τρίξιμο στον τοίχο που δεν έχει λογική. Τα παζλ είναι φτιαγμένα έτσι που αν φύγει ένα κομμάτι όλα τα άλλα μένουν σταθερά. Αλλά αυτό το παζλ έχει περίπου 6.948.848.236.209 κομμάτια μέχρι στιγμής και η αλήθεια είναι ότι ακούει ένα τρίξιμο. Που ξαφνικά μοιάζει περισσότερο με θρόισμα φύλλων. Απλώνει ασυναίσθητα το χέρι του πάνω σε μια σειρά κομματιών λες κι έτσι θα προλάβει το κακό. Κλείνει τα μάτια. Τα νιώθει -ένα φτερούγισμα αέρα. Σαν κάποιος ν’ ανακατεύει με γρήγορο, άγριο ξεφύλλισμα, τραπουλόχαρτα μπροστά στο πρόσωπό του. Δε θέλει να ανοίξει τα μάτια. Πια ξέρει. Ακούει να πέφτουν σε σειρά χάρτινα ντόμινο.

Μα δε μπορεί. Είναι η φρίκη που τον καλεί να τη θαυμάσει. Είναι η ανθρώπινη φύση που δε μπορεί να αντισταθεί στην οδύνη. Θέλει να την κοιτάξει κατάματα.

Και βλέπει λοιπόν τα κομμάτια του πάζλ, από εκεί που έφυγε ο Μάριος και μετά να κατρακυλάνε στο πάτωμα. Η σπασμωδική του κίνηση να πιάσει να σταματήσει μερικές σειρές ήταν μάταιη. Τα κομμάτια έφευγαν ταυτόχρονα κάθετα και οριζόντια, διακλαδίζονταν μέσα σε άλλες ιστορίες.

Ότι είχε γίνει- είχε γίνει και δεν έπρεπε να προσπαθήσει να το αλλάξει. Το παρελθόν. Έπρεπε να το δεχτεί. Έπρεπε να τον αφήσει εκεί το Μάριο. Καλώς ή κακώς πια ήταν κομμάτι της προσωπικής του ιστορίας. Τώρα ’φύγαν όλα. Όλη η ζωή του μετά απ’ αυτό. Μια πελώρια τρύπα που χάσκει πάνω στο σοβά. Ένας ξεφλουδισμένος, ραγισμένος σοβάς που δε δείχνει τίποτα πια. Δεν είναι ούτε σπίτι, ούτε παρηγοριά, ούτε κρησφύγετό του. Τρία χρόνια. Τρία χρόνια ψέματα. Και τώρα εφτά. Εφτά χρόνια μετά σε λάθος βάση. Πάνω σε ένα ψέμα. Όλη η χαρά που ήλπιζε να ξαναβρεί, ψεύτικη ήταν. Καμιά γυναίκα αλήθεια πια. Καμιά. Καμιά. Ποτέ.

Κι αυτός ο ηλίθιος. Έψαχνε ακόμα να βρει εκείνη που θα ταίριαζε στη σωστή θέση. Εκείνη που θα γέμιζε το κενό. Χωρίς να χρειαστεί να τη σπρώχνει με βία, να χωρέσει. Να τη βαράει με σφυρί για να μην φύγει από ‘κει. Από τη θέση μέσα του.

Τρέχει πίσω στα δωμάτια. Πίσω στο χρόνο. Θέλει να πάρει την ψεύτρα από ‘κει. Να εξαφανίσει τη στιγμή της γνωριμίας τους. Τρέχει. Τη βλέπει. Είναι ακόμα εκεί. Προσπαθεί να τη βγάλει. Την Χαρά. Μα αυτή έχει κολλήσει μαζί του. Παίρνει και τον εαυτό του μαζί της. Το κομματάκι με το χαμόγελο του που βρίσκεται δίπλα της. Και το τραβάει να το ξεκολλήσει μα δε γίνεται, και τότε τα πετάει και τα δυο στον τοίχο και πια τα ακούει να πέφτουν. Με θόρυβο. Τα κομμάτια. Του σπιτιού του. Πέφτουν τα κομμάτια απ’ τους τοίχους του σπιτιού του και αρχίζει να γκρεμίζεται όλη του η ζωή. Βλέπει τον κόσμο να εισβάλει απ’ τις τρύπες. Κι αυτός εκεί έκθετος. Μα όπως πάει να φωνάξει πέφτει μέσα στο χέρι του το κομμάτι απ’ το πάνω χείλος. Και μετά το κάτω. Και ύστερα το στέρνο. Και μετά δε θυμάται πια ίσως γιατί έπεσαν τα κομματάκια των ματιών ή του μυαλού του. Μόνο ότι όλα έγιναν ακαριαία και όταν πέρασα απ’ το σπίτι του δυο μέρες μετά δεν ήταν εκεί. Τίποτα.

Και η Χαρά μου είπε ότι την πήρε τηλέφωνο δυο μέρες πριν και τον άκουσε πιο χαλιά κι από εκείνη την ημέρα που διαλύθηκε το παζλ στον αέρα.

Πού να μαζεύεις
Τα χίλια κομμάτια του κάθε ανθρώπου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


4.2.08

Θυμωμένη τέχνη: Συγκέντρωση μπροστά από το Αρχαιολογικό Μουσείο την Τρίτη στις 12:00

Περιπλανώμενος στα ιστολόγια τις προηγούμενες μέρες, οδηγήθηκα στη σελίδα «Για να κατακτήσει ο πολιτισμός τη θέση που του αξίζει», που περιλάμβανε ένα σύντομο κείμενο, ζητούσε την υπογραφή μου αν συμφωνώ και καλούσε σε συγκέντρωση έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο την Τρίτη στις 12 το μεσημέρι. Υπέγραψα εκεί και παρέπεμψα με σύνδεσμο στη σελίδα ήδη από την Πέμπτη, θα ήθελα όμως σήμερα να κάνω μια σειρά από σύντομα, κριτικά σχόλια. Ας δούμε όμως πρώτα το κείμενο.

«Θυμώνουμε όταν το κράτος ξεπουλά τον πολιτισμό.
Όταν αναγορεύουν σε υπέρτατη αξία το χρήμα, την εκμετάλλευση, την ευτέλεια.
Όταν ο πολιτισμός γίνεται αντικείμενο συναλλαγής.
Όταν «η τέταρτη εξουσία», αντί να ελέγχει, διαπλέκεται με τους ελεγχόμενους.
Όταν η τηλεόραση υποκαθιστά και υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Όταν προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν.

Μιλάμε με την τέχνη μας για όλα αυτά που μας θυμώνουν, ενώνουμε τη φωνή μας
με όσους θέλουν ένα διαφορετικό κόσμο.
Καλούμε όλους όσοι συμμερίζονται αυτόν το θυμό, την Τρίτη 5-2-2008 στις 12.00 το μεσημέρι, στο αρχαιολογικό μουσείο, να συναντηθούν μαζί μας
Καλέστε όσους μπορείτε για επικοινωνία και διάλογο σε αυτό το blog: paremvasipolitismou.wordpress.com»

Στη δική μου ανάγνωση το κείμενο είναι αρκετά γενικόλογο και γεμάτο ρητορικές ευκολίες, με ένα κράτος που ξεπουλά τον πολιτισμό, ο οποίος γίνεται αντικείμενο συναλλαγής, ενώ η τέταρτη εξουσία διαπλέκεται και η τηλεόραση υποκαθιστά τους θεσμούς κτλ. Διαβάζοντας κάποιος/α είρων μοναχά το κείμενο, χωρίς να δει τις υπογραφές, θα πίστευε πως οι Έλληνες/ίδες καλλιτέχνες/ιδες ήταν σε λήθαργο, ξύπνησαν στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας, είδαν μέσες – άκρες τι συμβαίνει γύρω τους και έκπληκτοι/ες εξαγριώθηκαν. Μια πρόχειρη όμως ματιά στη λίστα υπογραφών που ακολουθούσε ήδη από την αρχή το κείμενο, κάνει σαφές ότι δεν έχουμε τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων. Το κείμενο συνειδητά επιλέχτηκε λοιπόν να είναι τόσο γενικό και σύντομο, αναρωτιέμαι όμως σε τι εξυπηρετεί αυτό (μια εκδοχή πολύ πιο συγκεκριμένης κριτικής μπορείτε να διαβάσετε στα σχόλια από το Δημήτρη Κουμάνταρο).
Περνώντας σε κάτι ακόμη που με προβλημάτισε, γίνεται ξεκάθαρο από τον τίτλο του ιστολογίου ότι η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε μετά από πρόταση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ σε κάποιους/ες καλλιτέχνες/ιδες. Δεν είναι ότι με φοβίζει το καπέλωμα, δεν κατάλαβα όμως από το κείμενο με ποιο ακριβώς τρόπο συνδέεται ο ΣΥΡΙΖΑ με την κινητοποίηση: τη στηρίζει απλώς, συμμετέχει σε αυτήν, είναι μια οργανωμένη δράση του;
Τέλος, μου είναι παντελώς ακατανόητη η επιλογή της ώρας (12:00 π.μ.) της συγκέντρωσης που ουσιαστικά αποκλείει τους/τις περισσότερους/ες εργαζόμενους/ες, οι οποίοι/ες θα είναι εκείνη την ώρα στις δουλειές τους. Καταλήγει να είναι μια συγκέντρωση που απευθύνεται σε καλλιτέχνες/ιδες αποκλειστικής απασχόλησης, σε βραδινές ώρες ή στην ησυχία του σπιτιού και του εργαστηρίου τους.
Στα σχόλια διατυπώθηκαν βέβαια πολύ πιο έντονες ενστάσεις από τις δικές μου. Ο Αλέξης Ανδρουλάκης παρέπεμψε αρχικά σε μια συζήτηση στην επιθεώρηση τέχνης «Ποιείν», που είναι πολύ εκτενής για να τη συνοψίσω εδώ (κάποια σχόλιά της όμως αξίζει πραγματικά να τα διαβάσετε) και στη συνέχεια διατύπωσε κάποιες θυμωμένες αντιρρήσεις, τις οποίες θα απέδιδα περιληπτικά ως εξής: ο πολιτισμός δεν ξεπουλιέται, αλλά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από κράτος και ιδιώτες, υπάρχει μεγάλη ευθύνη των καλλιτεχνών/ιδών όσον αφορά στις συναλλαγές τους με κράτος – ΜΜΕ και στη γοητεία που τους ασκεί το χρήμα, αλλά και στην αδυναμία τους να κάνουν τέχνη που να αντιστέκεται - προβληματίζει. Μέχρι εδώ δεν έχω ιδιαίτερες διαφωνίες με τον προβληματισμό του Ανδρουλάκη, ο οποίος δυστυχώς συνεχίζει με τη συλλήβδην απαξίωση όλων των υπογραφόντων/ουσών, καθώς θεωρεί ότι δεν κάνουν τέχνη που αντιστέκεται και μάλιστα θάβουν στην αφάνεια κάθε δημιουργική φωνή (αντίρρηση που διατύπωσε και ο Βαγγέλης Τσάγγος), αναρωτιέται γιατί κάποιοι έχουν πρόβλημα με την ώρα, ενώ εύχεται να ενσκήψει κάποια θεομηνία την Τρίτη και να εμποδίσει αυτή την άσκοπη συγκέντρωση. Τέτοια προβλήματα θεωρεί πως λύνονται μόνο με την κριτική καλλιτεχνική δημιουργία και όχι με συγκεντρώσεις τέτοιας λογικής και από τέτοιους ανθρώπους. Ο Αναμοχλευτής εστίασε στο ζήτημα ότι κάποιοι/ες από τους/τις υπογράφοντες/ουσες διαπλέκονται οικονομικά με την κεντρική εξουσία μέσω των επιχορηγήσεων, στο ότι οι βουλευτές που υπογράφουν θα όφειλαν να δίνουν αγώνα για το ζήτημα στη Βουλή και ότι τελικά η κινητοποίηση εκφράζει το προσωπικό παράπονο κάποιων που έμειναν έξω από το παιχνίδι. Η bloggoios πάλι επέλεξε να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της με ένα αρκετά συνειρμικό κείμενο που είναι καλύτερο να το διαβάσετε αυτούσιο στα σχόλια του ιστολογίου, ενώ ο stixakias προτίμησε να ανεβάσει στο ιστολόγιό του ένα καυστικά σατιρικό ποίημα.
Ανέφερα διεξοδικά τις αιτιάσεις των Ανδρουλάκη, Αναμοχλευτή και παρέπεμψα στον ποιητικό θυμό των bloggoios και stixakia γιατί δεν μπορώ να αγνοήσω τον προβληματισμό που καταθέτουν, ένα μέρος του εξάλλου είναι και δικός μου. Αναρωτιέμαι όμως πώς θα δημιουργηθούν πυρήνες καλλιτεχνών/ιδών που θα συζητούν, θα κρίνουν και ίσως θα αντιστέκονται, αν κατ’ αρχήν δεν αρχίσουν να μαζεύονται, έστω γενικόλογα, έστω με αρκετούς/ές ένοχους/ες για όσα ακριβώς κατηγορούν ανάμεσά τους. Δε ζητώ από την πρώτη συγκέντρωση μιας νέας κινητοποίησης να είναι κάτι πολύ παραπάνω, έχω όμως την απαίτηση να γίνει κάτι παραπάνω, αν θέλει να με πείσει για τις προθέσεις της και να έχει τη συμμετοχή μου.
Με αυτά και με εκείνα, δε μετάνιωσα για την υπογραφή μου και θα είμαι την Τρίτη έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, αν μπορέσω να μεταθέσω τις τελευταίες ώρες μου στο σχολείο. Ελπίζω όμως να μην είναι η τελευταία φορά που θα συναντηθούμε.

Υ.Γ. Πολύ διαφορετικά, αλλά πυκνά κι ωραία το έθεσε η Ελένη Καρασαββίδου στα σχόλια: Όπως διάβασα στο βιβλίο ενός νέου ποιητή, (του Στ. Ροϊδη) πρέπει να αμφισβητήσουμε τα κυριαρχικά δικαιώματα του θορύβου επί της Μοναξιάς. Η Μοναξιά πρέπει ν ακούγεται… Την (υπαρξιακή και πολιτιστική μας) μοναξιά κάποιοι θα καταθέσουμε εκεί. Ας μην πάμε ως ξερόλες, ας διατηρήσουμε δηλαδή ανέπαφο τον θυμό μας δίχως φτηνή εκτόνωση του θορύβου που καλύπτει την Φωνή, και προπαντώς ας μην αναπαράξουμε τον εξουσιαστικό ναρκισσισμό του καλλιτέχνη… Η αγωνία μας πρέπει ν ακουστεί με καθαρή Φωνή. Κι η θέση μας το ίδιο.

3.2.08

White people/ black rhythm - indieannalog set 13

Γη... Λίγο ο ??? με τον Bobby Womack του, λίγο ο Θανάσης Μήνας προχτές στο Toy, όλο «μαύρα» ακούω τις τελευταίες μέρες! Blood sweat & tears – You ‘ve made me so very happy.

Φωτιά... Ο γιος του George Harrison πέταξε τη σκούφια του όταν οι Wu Tang Clan ζήτησαν την άδεια για να πάρουν το sampler του while my guitar gently weeps. Για αντάλλαγμα ζήτησε -και πέτυχε!- να παίξει κιθάρα μαζί με τον John Frusciante των RHCP και την θεά Ericah Badu στα vocals.

Αέρας... Είναι αλήθεια, το άλμπουμ των Heavy μοιάζει σαν συλλογή «μαύρων» λημμάτων και «ροκ» αναφορών, όμως αυτό το μπέρδεμα που οι άγριες κιθάρες των Zeppelin συνουσιάζονται διονυσιακά με την soul ψυχή του Mayfield εμένα με κάνει να σκεφτώ ένδοξες εποχές John Spencer & Blues Explosion (εκείνος έμπλεκε James Brown με Jimi Hendrix!) και να εξιταριστώ τρελά. Σας βάζω το πιο ήπιο τους, το set me free αλλά αξίζει να ακούσετε τα πιο ζόρικα... ΥΓ. Και ναι, η ετικέτα λέει πάλι ninja tunes και το ορκίζομαι, έγινε στην τύχη!

Νερό... Nomi – You ‘ll never know. Η κουκλάρα απ’ το Brooklyn φτιάχνει τη δική της dream soul- land περιοδεύει με τις Cocorosie και τον Anthony και ξέρει να σε υπνωτίζει Κυριακή πρωί στην Αθήνα...

2.2.08

«Πόσο σ’ αγαπώ...επιθεώρηση!»: Κραουνάκης και Σπείρα Σπείρα στo "Αθηναΐς"

Στους Σπείρα Σπείρα και την παράστασή τους «Μπιμπερό» χρωστάω τη βαθύτερη ως τώρα εμπειρία μου από ζωντανή μουσική: πριν τρία περίπου χρόνια, έχοντας μόλις χωρίσει επεισοδιακά με την Ε. κι ευρισκόμενος σε πλήρη συναισθηματική σύγχυση, είδα το παρηγορητικότερο δυνατό θέαμα για τη συγκεκριμένη συγκυρία, μία παράσταση με δυνατό μελόδραμα και ξεκαρδιστική κωμωδία, που με έκανε μια να κλαίω και μια να γελάω, χωρίς σταματημό, χωρίς διάλειμμα, συνεπαρμένος. Αν έχω νιώσει ποτέ κάθαρση σε παράσταση, ήταν τότε.
Πήγα λοιπόν προχτές στην παράσταση «Πόσο σ’ αγαπώ...επιθεώρηση!» με την καλύτερη διάθεση και μάλλον υψηλές προσδοκίες. Ακόμη και να μη συνέβαινε αυτό όμως, ο χώρος και οι άνθρωποι του κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να σε καλοπιάσουν, καθώς οι ηθοποιοί – τραγουδιστές λειτουργούν ως ταξιθέτες/τριες και σε καλωσορίζουν, σου πιάνουν κουβέντα, ενίοτε και σε φιλάνε, όπως διαπιστώσαμε ευχάριστα με την Ελεάννα Καραντίνου. Μια ακόμη ευχάριστη έκπληξη του χώρου είναι η δυνατότητα να παραγγείλεις ποτό (ελαφρώς τσιμπημένο στην τιμή) αλλά και να καπνίσεις στη θέση σου.
Προχωρώντας στο ίδιο το έργο, είναι σαφές ήδη από τον τίτλο ότι θα ακολουθεί τη δομή της επιθεώρησης με τραγούδια και κωμικά νούμερα, εμπνευσμένα από την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Σε μια συνηθισμένη επιθεώρηση βέβαια το βάρος πέφτει στην πρόζα, ενώ στο «Πόσο σ’ αγαπώ...» τραγούδια και νούμερα είναι ισομοιρασμένα, διαφοροποίηση που δεν με εξέπληξε έχοντας ως δεδομένο ότι πήγαινα σε μουσική σκηνή.
Η παράσταση ξεκινά με ένα κλασικό επιθεωρησιακό τραγούδι του Θεοφανίδη, το «Ομόνοια Πλας» με νέους στίχους από τη Λίνα Νικολακοπούλου, περιλαμβάνει ένα τραγούδι του Ζακ Μπρελ (Ο επόμενος) και του Χιώτη (Πασατέμπος), τα τραγούδια όμως ανήκουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στο Σταμάτη Κραουνάκη, κάποια γνωστά κι αγαπημένα (Αυτή η νύχτα μένει, Πάμε κάπου, Μαμά γερνάω, Ποτέ, Επεμβαίνεις, Μοίρες, Γόβα στιλέτο, Κόκκινα γυαλιά), κάποια πιο πρόσφατα (Πόσο σ’ αγαπώ, Τι παίζει τώρα) αλλά και αρκετά γραμμένα για την παράσταση (Πιτσιρίκος, Τρεις χοντροί, Λυπάμαι, That’s all, Κανόνι γλομπάκι, Το θυμάστε). Με δεδομένο ότι αγαπώ τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, βρήκα όλα τα κομμάτια εξαιρετικά, νέα και παλιά, ενώ οι ερμηνείες είτε μου άρεσαν πολύ, είτε με εντυπωσίασαν (τελείως υποκειμενικά, καθώς δε γνωρίζω μουσική, ξεχώρισα περισσότερο τους/τις Ελεάννα Καραντίνου, Δάφνη Λέμπερου, Βασίλη Μοσχονά και Πωλίνα).
Ανάμεσα στα τραγούδια παρεμβάλλονται κωμικά νούμερα, με όλους/ες τους/τις ερμηνευτές/τριες (εκτός από το Βασίλη Μοσχονά και την Ελεάννα Καραντινού) να έχουν και από ένα δικό τους. Αν και εξεπλάγην θετικά από τις υποκριτικές ικανότητες όλων, τα κείμενα ήταν κάπως άνισα μεταξύ τους. Τα νούμερα «Άι φέρ'» και «Εγώ βασικά», δεν με έκαναν να γελάσω ιδιαίτερα, αν και επαναλαμβάνω ότι υποκριτικά, όπως όλοι/ες, η Ρούλη Καρασιλιώτη και ο Γιώργος Στιβανάκης ήταν πολύ καλοί (με κάποια προβλήματα άρθρωσης ή ήχου όμως). Το «Φραπέ, δουλειά, ψυχραιμία» επίσης ήταν κάπως αδύναμο, αλλά με την Παρθένα Χοροζίδου να το απογειώνει ερμηνευτικά, ενώ τα τρία τελευταία νούμερα πραγματικά με συνάρπασαν (Δεν έχω εκπρόσωπο βρε – Χρήστος Μουστάκας, Τα σύνορα της αγάπης – όλος ο θίασος, Η καζινόβια – Πωλίνα), κουβαλώντας μάλιστα και ουσιαστική πολιτική σάτιρα. Επίσης τελείως υποκειμενικά, «Τα σύνορα της αγάπης» είναι ό,τι πιο διασκεδαστικό έχω δει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο, και μόνο γι’ αυτό ξαναέβλεπα την παράσταση. Οφείλω να αναφέρω και τη σπαρακτική ερμηνεία της Ελεάννας Καραντινού στο επενδυμένο με μουσική κείμενο το Γιώργου Μανιώτη «Η άρια των βαλσαμωμένων γλάρων» (ένα πεζό γραμμένο όμως σε ύφος υπερβολικά λυρικό για το γούστο μου).
Το μόνο πραγματικό πρόβλημα της παράστασης θεωρώ πως ήταν η μερική έλλειψη συνοχής, με τα τραγούδια και τα κείμενα κάποιες φορές να συμπαρατίθενται ως τυχαίο άθροισμα, παρά να λειτουργούν ως σύνολο (μπορεί βέβαια και να μην καταλάβαινα πάντα τη σύνδεση). Κάποιοι/ες πιθανόν να κουράζονταν και από τις συχνές αναφορές στην ανδρική ομοφυλοφιλία, κανείς/μιά όμως στη μεικτή παρέα μου δεν ένιωσε ενοχλημένος από αυτό το στοιχείο, αν και υπαρκτό.
Εν κατακλείδι, αν σας αρέσει η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και το σατιρικό θέατρο, αξίζει πραγματικά να πάτε. Αν όχι, πάλι θα ζήσετε μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, δεν είμαι όμως σίγουρος ότι θα διασκεδάσετε σε μια παράσταση με τόσο έντονα αυτά τα δύο στοιχεία. Όπως και να ‘χει, εμείς περάσαμε μια χαρά.

[Στο Youtube μπορείτε να δείτε ένα βιντεάκι με χαρακτηριστικές στιγμές από την παράσταση, ενώ ακούγεται το «Ποια παίζει τώρα» του Σταμάτη Κραουνάκη.]