CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

28.12.08

Μην μου το dj set τάραττε - Indieannaσκόπηση 2008

Δεδομένου ότι παρακάτω κυκλοφορεί κάθε καρυδιάς καρύδι (από άποψη μουσικής κατηγοριοποίησης), η συμβουλή είναι να τα ακούσετε με τη σειρά που τα έχω, για να αποφύγετε το πολιτισμικό σοκ –μην μου το dj set τάραττε!

ΥΓ. Vain, παρά την φιλότιμη προσπάθεια, πάλι «σκοτεινό» βγήκε το compilation, όσο και να προσπάθησα να το κάνω μέσα στην τρελή χαρά (άσε, δεν το χω με την προσποίηση)…


01. Calibrated crematorium – Can we still hang out (γιατί πώς θα πάει καλά το νέο έτος αν δεν ρίξουμε ένα lo- fi ξόρκι της προηγούμενης χρονιάς)?
02. Larry Gus – Girl, you ‘re no failure (ο τύπος ξέρει από handmade electronica και η Ελλάδα κορδώνεται που βγάζει τέτοιους μουσικούς)
03. Caribou – Sandy (το έλιωσα τον περασμένο χειμώνα και μακράν η καλύτερη συναυλία της χρονιάς –χωρίς να υποτιμώ και των Yo La Tengo φυσικά!)
04. MGMT – Kids (όλα έχουν ειπωθεί πριν από αυτούς, αλλά τούτοι κάνουν καλές συνόψεις)
05. Grates – Carve your name (η μπάντα με την χαρισματική front- woman, που ξύπνησε ξανά την Αυστραλία)
06.
Black kids – Hit the heartbreaks (πήραν εκδίκηση για την Αμερική φέτος, παίζοντας την καλύτερη ...«αγγλική» μουσική)

07. Passion Pit – Cuddle Fuddle (μελωδίες και στυλ στο multi- mulinex, το Ε.Ρ τους ήταν σαν να ρούφαγες κόκα με τα αφτιά)!
08. Leon Jean Marie – Bed of nails (ο μαύρος με την λευκή φωνή)
09. Sam Sparro – Black & Gold (ο λευκός με το μαύρο feeling)
10. Booka shade – Control me (όταν οι Depeche των '80ς συνάντησαν τα '00s)
11. LCD Sound system – Big Ideas (electric feel)
12. Beck – Youthless (ο παλιός, καλός loser παίζει με τα μπιμπλίκια του)
13. dEUS – Favorite game (δεν μπορώ να αντισταθώ στον εθιστικό ρυθμό τους ούτε στον υποδόριο αισθησιασμό της φωνής του Barman –είμαι groupie, το παραδέχομαι)!
14. Foals – Red sock pugie (εκπληκτικοί στίχοι, εθιστική μουσική, μακράν το πιο κ--λ-τικό κομμάτι του 2008)
15. Kaiser Chiefs – Never miss a beat (για την performance τους στο MTV.gr, που μας έκανε να νιωσουμε 15χρονα ξανα)
16. Team Waterpolo – So called summer (power pop, τσίτα γκάζια, δώσε και σ’ εμένα μπάρμπα –όποτε ακούω τέτοια μουσική καταλαβαίνω πόσο γέρασα- μα πού τη βρίσκουν τόση ενέργεια;)
17. Ting Tings – Great DJ (το κομμάτι που χόρεψα δεκάδες φορές μέσα στο ΜΕΤΡΟ ξεχνώντας εντελώς ότι δίπλα μου έχει κόσμο)
18. Teitur – Catherine the waitress (το Prozac του 2008)!
19. Kooks – No longer (η pop στα κυκλοθυμικά της)
20. Feist – I feel it all (δεν είναι τόσο που ξέρει να τραγουδάει αυτό το κορίτσι, όσο που ξέρει να χορεύει)!
21. Broken social scene presents Brendan Cunning – Something for all of us (αν δε μου θυμιζαν και το Half Nelson να παθαινω καταθλιψη όταν τους ακουω, τι καλά...)
22. Notwist – Boneless (από τους καλύτερους δισκους της χρονιάς)
23. Doug Burr – In the garden (ελαφρώς ληγμένο –είναι απ’ τα μέσα του 2007- αλλά στοίχειωνε όλο το 2008)
24. Bon Iver – Skinny love (όταν αντί να αυτοκτονήσεις για ένα χωρισμό κάνεις μουσική –και τι μουσική…)
25. Cat Power – Metal heart (είπα να μη βάλω καταθλιπτικά σε αυτό το compilation, αλλά είναι κομματάρα)

Όχι δεν ξέχασα τους Fleet Foxes, Last Shadow Puppets, Animal Collective, Of Montreal ή τους TV on the radio -απλα δε άρεσε τιποτα δικο τους φέτος. Επίσης δεν ξέχασα την δισκάρα των Coldplay, των Portishead ή του Doug Walker -αλλά αυτά θα τα έχετε ακούσει και στο ραδιόφωνο φαντάζομαι.

24.12.08

Η αλήθεια για τα αστέρια και το φεγγάρι

Στο βαθύ μπλε της νύχτας του Πόλου. Περπατούν. Δε μιλούν. Έχει τα χάλια του. Πάλι. Όπως κάθε βράδυ. Μα όταν πλησιάζουν οι γιορτές –καλή ώρα όπως τώρα- είναι χειρότερα. Σκέφτεται πως πρέπει να μοιράσει τα δώρα. Πως πρέπει να δείχνει ευτυχισμένος. Ενώ δεν είναι. Όλα δεν.
Σταματούν κάπου. Στο πουθενά δηλαδή (γιατί οι Πόλοι έτσι είναι, δεν έχουν σημεία αναφοράς, ένα λευκό τοπίο, μόνο αυτό). Βγάζει το φλασκί από την τσέπη του και τον κοιτάει.
-Ω, όχι! Όχι!
-Έλα! Πήγαινε μια φορά κι εσύ.
-Είμαι αδέξιος, δε θα τα καταφέρω.
-Ναθαν, δε θες να γίνεις στιφάδο Πρωτοχρονιάτικα υποθέτω.
Τον κοιτάει. Με απόγνωση. Με οίκτο. Με αγάπη. Σάμπως καταλαβαίνει κι αυτός; Πιάνει το φλασκί και σφυρίζει στους Τάρανδους.
Οι Τάρανδοι γενικώς είναι οκνηρά ζώα, αλλά όταν τους φωνάζει το αφεντικό τους -ή έστω, ο βοηθός του αφεντικού τους- τρέχουν. Όποια ώρα και να ’ναι. Έτσι κι εκείνο το βράδυ, δίνουν μια και πετούν στον ουρανό. Σχηματίζουν μια σκάλα με τα κέρατά τους.
Ο Νάθαν ανεβαίνει χοροπηδηχτά –δεν χοροπηδάει από τη χαρά του: απλά ο Νάθαν είναι κουνέλι. Μ’ ένα τιρμπουσόν ανοίγει μια τρυπούλα στο νυχτικό της νύχτας και γρήγορα- γρήγορα χώνει το φλασκί από κάτω της. Χρυσό, ζεστό υγρό γλιστράει μες στη φιάλη. Κι όταν γεμίζει κλείνει γρήγορα την τρύπα του ουρανού με ένα κυπαρισσόμηλο.

-Είδες, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, του λέει ο «μεγάλος» όταν κατεβαίνει.
-Ήταν, αλλά προσπαθώ να μην το κάνω να φαίνεται σα θυσία, λέει ο Νάθαν.
(Ξέρω ότι ακόμα δε μπορείτε να το πιστέψετε, αλλά υπάρχουν κουνέλια στους Πόλους. Απλά επειδή είναι άσπρα μασκάρονται θαυμάσια απ’ το λευκό του χιονιού. Κι έτσι κανείς ποτέ δεν τα έχει δει).
Κάθονται οκλαδόν στο χιόνι. Κοιτούν το μαύρο του ουρανού. Αμίλητοι πάλι. Για ώρα. Ο Νάθαν δεν αντέχει τη σιωπή. Τον χτυπάει στα κοκάλα σαν την υγρασία. Του τρυπάει τη γούνα, το δέρμα. Εισχωρεί μέσα του και τον παγώνει. Ο χειμώνας των Πόλων δεν είναι τίποτα μπροστά στη βουβαμάρα.
Γέρνει πίσω κι ακουμπάει τα πόδια του αφεντικού του. Παίζει αφηρημένα με το ένα του αυτί και σκέφτεται να στείλει ένα γράμμα στην Greenpeace, να ζητήσει να απαγορευτεί η χρήση του ανκορά (ω, πόσα ξαδερφάκια του τα ξυρίζουν με την ψιλή τώρα το χειμώνα για να έχουν οι πολιτισμένοι χνουδωτά πουλόβερ). Μα ξαφνικά... Βρέχει;


-Δεν είναι τίποτα. Το χιόνι που είχε κρυσταλλώσει στις βλεφαρίδες μου λιώνει απ’ τη θέρμη του ποτού, δικαιολογείται εκείνος.
Που ποιον προσπαθούσε να πείσει; Κάθε βράδυ τα ίδια. Το ίδιο κλάμα με άλλη δικαιολογία. 364 μέρες το χρόνο. Και μόνο την Πρωτοχρονιά δεν έκλαιγε –δεν είχε καιρό: έπρεπε να μοιράσει τα δώρα σ’ όλα τα παιδιά του κόσμου. Καθόλου χρόνος για ομφαλοσκοπήσεις και καταθλίψεις. Αλλά ήταν μόνο μια μέρα. Τις υπόλοιπες έκλαιγε. Με μαύρο δάκρυ που τρύπαγε τον άσπρο πάγο του σπιτιού του. Έσταζε κι έφτιαχνε μια τεράστια μαύρη τρύπα. Κάθε βράδυ έπεφτε εκεί μέσα και κάθε πρωί ο Νάθαν τον τράβαγε στην επιφάνεια σιχτιρίζοντας (γιατί ναι, βρίζουν και στις καλύτερες κουνελο-οικογένειες).
Μα εκείνος δεν του μίλαγε. Η μύτη του κόκκινη. Κατακόκκινη απ’ το ποτό της νοσταλγίας που στράγγιζε κάθε βράδυ απ’ τον Άδη των αναμνήσεων.
-Έφτασε πάλι ο καιρός.
-Το ξέρω, αναστέναξε ο Νάθαν
-Φέτος θα της στείλω το δώρο με πιγκουΐνο.
-Και καλά θα κάνεις. Εγώ δεν ξαναπάω –πέρσι δεν εννοούσε να καταλάβει ότι είμαι ο αγγελιοφόρος και με έχωσε στο κρεβάτι της σαν λούτρινο ζωάκι.
-Και πάλι τυχερός είσαι, τη γλίτωσες μ’ ένα χάδι. Θυμάσαι πρόπερσι με την αρκούδα, που την πήρε για χαλί; Αλλά εντάξει, τότε ακόμα ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μου.
-Ωχ πια, ως πότε θα την δικαιολογείς; Δέξου το: είναι μια εγωίστρια που τη νοιάζει μόνο η καλοπέρασή της και απορώ γιατί ακόμα επιμένεις.
-Κι εγώ απορώ γιατί ακόμα επιμένω να σου εξηγώ ότι την αγαπώ, αφού δεν το καταλαβαίνεις...
-Μάλιστα. Δεν το καταλαβαίνω. Ξέρεις τι καταλαβαίνω; Ότι αυτή είναι τελείως διαφορετική από εμάς. Από ‘σένα. Τόσο... τι να πω;
-Τόσο έξω απ’ τον κόσμο αυτόν. Μα όχι από τον δικό μας –αυτό είναι που δεν καταλαβαίνεις. Έξω από τον δικό της. Απλά δεν το έχει καταλάβει ακόμη.
-Η γνώμη μου πάντως είναι να μην ασχοληθείς άλλο.
-Η δική μου είναι να της στείλω το δώρο με πιγκουΐνο. Έχεις κανέναν έμπιστο;

Πήραν φύλλο πάγου κι έφτιαξαν το κουτί. Για να μην είναι διάφανο χάραξαν επάνω του σχέδια κι έπειτα το γέμισαν χιονονιφάδες. Τις πιο ντελικάτες, τις πιο χνουδωτές, τις πιο λαμπερές χιονονιφάδες. Κορδέλα έκοψαν λίγη απ’ το Βόρειο Σέλας (χιλιόμετρα χιλιόμετρων η ουρά του, δυο μέτρα δε θα του ’λειπαν). Αλλά περιτύλιγμα;
-Φλούδα ελάτου, πρότεινε ο Νάθαν. Ή σελοφάν από σαλάχι; Ψάθα από μουστάκια φώκιας;
Μα εκείνος τον κοίταξε πολύ σοβαρά. Και τότε ο μικρός κατάλαβε.
-Α, όχι! Όχι! Σ’ αγαπάω, σ’ εκτιμάω αλλά όχι αυτό δεν το κάνω. Τελευταία προσφορά: γουνίτσα απ’ την κοιλιά μου.
Μα όχι, εκείνος άλλο επιθυμούσε. Και κοίταξε τον Νάθαν ικετευτικά.
-Ό-Χ-Ι! Θα έκανα τα πάντα για ‘σένα, αλλά όχι αυτό!
-Έλα Νάθαν... Μια χάρη ακόμα. Μόνο μια... Τελευταία. Δε μπορώ στην κατάστασή μου να σκαρφαλώσω εκεί πάνω. Θα καταρρεύσω. Θα πέσω και θα σκοτωθώ και μετά θα λες ότι το έκανα για να σου χαλάσω την Πρωτοχρονιά.
Και ο Ναθαν υποχώρησε. Πήρε το ψαλίδι του, φώναξε ξανά τους τάρανδους και το έκανε…

Εκείνο το βράδυ που ο πιγκουΐνος πήγε σπίτι της, η Χριστίνα του άνοιξε με τα ροδαλά της μάγουλα να καίνε από ευτυχία. Ένας πελώριος τύπος στεκόταν πλάι της. Για την ακρίβεια ήταν παντού γύρω της, την τύλιγε στα χέρια του που ’σφιγγαν σαν πλοκάμια το κορμί της. -Delivery από Βόρειο Πόλο. Θα μου υπογράψετε εδώ;
Μα εκείνη δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο φίλος της πήρε το πακέτο μέσα από τα χέρια του πιγκουΐνου.
-Ευχαριστούμε, αλλά έχουμε κόσμο.
Κι έσπρωξε να κλείσει την πόρτα.
-Ναι, μόνο που ο Νάθαν μου είπε να το ανοίξετε απαλά και να μου δώσετε πίσω το περιτύλιγμα γιατί...
-Είπα: έχουμε κόσμο, μη μας καθυστερείς!
-Μα κύριε, όχι, περιμένετε, ο Νάθαν…και ο πιγκουΐνος πήγε να μπει για να τραβήξει το περιτύλιγμα.
Μα ο τύπος τον έπιασε απ’ το γιακά του σμόκιν και τον σήκωσε ψηλά –και επειδή φαινόταν σαν σμόκιν, μα στην πραγματικότητα ήταν το τρίχωμά του, ο καημένος ο πιγκουΐνος έκρωξε απ’ τον πόνο.
-Καλά, κύριε. Φεύγω. Αλλά μήπως θα μπορούσατε να μας ταχυδρομήσετε το περιτύλ…
Μπαμ. Η πόρτα έκλεισε με κρότο στα μούτρα του.

-Και δηλαδή δεν πήρες πίσω το περιτύλιγμα; Συμφορά μου! Συμφορά για όλη την ανθρωπότητα... κλαψούριζε ο Νάθαν.
-Και δηλαδή δε σε ρώτησε για μένα. Αν ζω, αν πέθανα; Κλαψούρισε κι ο «μεγάλος».-Προφανώς αφού της έστειλες δώρο θα υπέθεσε ότι ζεις αφεντικό, απάντησε εκνευρισμένος ο Νάθαν κι άρχισε να κόβει βόλτες πάνω- κάτω στο χιόνι.
-Έχεις πολύ άγχος τελευταία μικρέ. Νομίζω ότι χρειάζεσαι διακοπές. Δεν πας να δεις την οικογένειά σου; Του πρότεινε τότε εκείνος.
-Να πάω στην οικογένειά μου; Επανέλαβε ο Nάθαν, σχεδόν προσβεβλημένος. Με διώχνεις; Εμένα; Που μόνο εμένα έχεις δηλαδή, με διώχνεις;
-Δε σε διώχνω. Αλλά αφού θα φύγω κι εγώ σήμερα, τι να κάτσεις να κάνεις εδώ μόνος;
-Που θα φύγεις να πας;
-Στη δουλειά θα πάω και θα γυρίσω μετά, στο υπόσχομαι. Αλλά τώρα θέλω να μείνω λίγο μόνος.
Μόνος. Με τους 9 Τάρανδους, τα 2.067.895.678 δώρα και τα άλλα τόσα γράμματα. Μόνος με τα δισεκατομμύρια διευθύνσεων μέσα στο κεφάλι του, το φλασκί στην τσέπη και το έλκηθρο «πειραγμένο», να τρέχει τρελά.
-Ξέρω τι θέλεις. Σε παρακαλώ, μην το κάνεις.
-Δεν ξέρεις.
-Ξέρω. Θες να τρέξεις κοντά της. Να της πεις ότι δε μπορείς άλλο έτσι. Να την ικετέψεις να γείρει στην αγκαλιά σου. Για μια μόνο φορά. Ξανά. Ελπίζεις το πνεύμα των ημερών να την κάνει να υποχωρήσει για μια νύχτα. Αλλά πρέπει να θυμηθείς. Να θυμηθείς καλά, όχι επιλεκτικά. Τι κάνεις τώρα; Θυμάσαι αυτήν αλλά ξεχνάς τις επιθυμίες της. Η Χριστίνα δεν ήθελε ένα γκρινιάρικο μωρό. Ήθελε έναν άντρα και τον βρήκε. Σε ξεπέρασε. Σε ξέχασε. Άσ’ την κι εσύ. Έχει φύγει μα πρέπει κι εσύ να την αφήσεις να φύγει από μέσα σου. Δώσ’ της εξιτήριο απ’ τη μνήμη σου.
-Ωραία λοιπόν! Να μείνω εδώ. Να επιβεβαιώσω τις political- correct φήμες για το άτομό μου. Για το χοντρό καλοκάγαθο γεροντάκι, που ζει σε μια αιώνια ευτυχία και κάθε χρόνο μοιράζει δώρα στα παιδιά...
-Δεν είσαι χοντρός. Ούτε γέρος. Ούτε και τόσο καλός είναι η αλήθεια.
-Το ξέρω.
-Είσαι όμως ξεχωριστός. Απλά δεν ξέρω σε τι σε βοηθάει αυτό. Εσένα και όλους τους υπόλοιπους γύρω σου.
Και ο Νάθαν σηκώθηκε. Κι έφυγε για το σπίτι του, όπως του το είχε ζητήσει. Πήρε κι εκείνος τον κόκκινο σκούφο του. Και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.

Έκανε λιγότερη ώρα από άλλες χρονιές. Πολιτείες ολόκληρες είχαν εξαφανιστεί στα Βαλκάνια και στην Ανατολή και του έμενε αρκετός χρόνος μέχρι να ξημερώσει. Αποφάσισε λοιπόν να περάσει από το σπίτι της. Μόνο να τη δει να κοιμάται. Έστω και στην αγκαλιά ενός άλλου. Ήθελε τόσο να τη δει. Μα σαν έφτασε στο παράθυρό της έτριψε τα μάτια του. Οι χιονονιφάδες που της είχε στείλει ήταν κολλημένες στο τζάμι. Του άνοιξαν μόλις τον είδαν.
-Μα τι έγινε; Δεν παραδώσατε το μήνυμα;
-Μόλις ο μαντράχαλός της άνοιξε το κουτί πεταχτήκαμε έξω και αρχίσαμε τον παγωμένο χορό μας. Σκορπίσαμε στο σαλόνι και λαμπυρίσαμε με όλη μας την παγωμένη φλόγα κάτω απ’ τα φώτα. Μα παρότι την τυλίξαμε και την αγγίξαμε, παρότι προσπαθήσαμε να λιώσουμε πάνω της, να μπούμε κάτω από τα ρούχα της και να την κάνουμε να νιώσει βαθιά μέσα της την ευχή σου «να ζήσει τόσες στιγμές ευτυχίας, όσες οι χιονονιφάδες που πέφτουν κάθε Χριστούγεννα στη Γη», δε γινόταν τίποτα…
-…Με τα καλοριφέρ να καίνε κι ένα τζάκι να μας βγάζει την πύρινη γλώσσα του κοροϊδευτικά –ω, ήταν απ’ τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής μας, μουρμούρισε η πιο μικρή κι ευαίσθητη νιφάδα. Δε γινόταν να λιώσουμε. Δε γινόταν όσο και να πιεζόμασταν. Αυτή ήταν πιο παγωμένη από εμάς.
-Θέλετε να σας πάρω πίσω; Ρώτησε εκείνος καταπίνοντας ένα λυγμό.
-Μπα, τα φώτα της πόλης είναι μαγευτικά! Θα μείνουμε εδώ. Μια ζωή μικρή που μας μένει θα τη ζήσουμε χρωματιστή, μες στα λαμπιόνια των γιορτών!
Κι εκείνος έφυγε. Μόνος όπως πήγε. Και πιο μόνος –αν αυτό είναι εφικτό. Φώναζε στους Τάρανδους να τρέξουν γρήγορα. Πιο γρήγορα απ’ τις αστραπές. Πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο, που έσκιζε στα δυο τα σύννεφα. Κι εκείνοι έτρεχαν. Κι εκείνος τραγούδαγε το I want you- του έλιωναν την ύπαρξη αυτοι οι στίχοι αλλά ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Κάτι που να του λέει ότι «δεν είσαι ο μόνος που τα παθαίνει αυτά, κοίτα, έχουν γράψει τραγούδια για 'σένα. Μη νιώθεις τόσο μόνος. Κι άλλοι το ίδιο μόνοι αισθάνονται απόψε».
Και πράγματι αφουγκράστηκε μέσα στη νύχτα και άκουσε έναν αναστεναγμό. Κι άκουσε κι άλλον. Κι άλλον. Κι έπειτα ένα κλαψούρισμα. «Ω, όχι Θεέ μου, όχι...»
Μα αυτή ήταν η φωνή του Νάθαν. Θα την αναγνώριζε ακόμα κι αν την άκουγε από άλλο πλανήτη!
-Γρήγορα! Πιο γρήγορα! Διέταξε αυτή τη φορά τους Τάρανδους. Δεν έβλεπε μπροστά του απ’ την αγωνία για τον φίλο του. Κι όταν έφτασε κάρφωσε το έλκηθρο με δύναμη στο χιόνι και το παράτησε εκεί.. Έτρεξε κοντά του.
Ο κούνελος ήταν πεσμένος μπρούμυτα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα κουνελάκια, κι έκλαιγε.

-Τι έγινε; Τι πάθατε; Πες μου. Έπεσες; Χτύπησες; Τι;...
Μα ο κούνελος μόνο έκλαιγε.

Τι έγινε εκείνο το βράδυ; Ενώ εκείνος είχε φύγει εγωιστικότατα, ακολουθώντας για ακόμα μια φορά το ένστικτό του (που δεν τον είχε βοηθήσει και ποτέ ως τότε), ο καημένος ο Νάθαν γύρισε απ’ το οικογενειακό τραπέζι μαζί με όλα τα αδερφάκια του -που ήταν άπειρα: η μαμά τους γεννοβολούσε σαν κουνέλα. Τα έβαλε το ένα πάνω στο άλλο και σκαρφάλωσε στην κορυφή της αδερφοκουνελόσκαλας προσπαθώντας με το βελόνι του να μπαλώσει το φουστάνι της νύχτας.
Γιατί ναι, όταν ο εκείνος του ζήτησε να κόψει ένα κομμάτι του νυχτερινού ουρανού για να το κάνουν περιτύλιγμα στο δώρο της Χριστίνας, του υποσχέθηκε ότι θα το έφερναν πίσω να το ξαναράψει. Μα ο άξεστος που έσερνε μαζί της η Χριστίνα το είχε σκίσει. Κι αυτή η τρύπα δεν ήταν τόσο μικρή όσο του τιρμπουσόν. Κι όσο κι αν τράβηξε από δω, αν σούρωσε από κει, δεν μπόρεσε να την κλείσει.
-Όλη νύχτα προσπαθούσα, όλη νύχτα. Έβαλα όλη μου την τέχνη, μα κοίτα. Είμαι τόσο αδέξιος, ω, τόσο αδέξιος...
Εκείνος κοίταξε τον ουρανό.
Μια τρύπα φωτεινή και ολοστρόγγυλη έχασκε μέσα στο σκοτάδι. Και γύρω της χιλιάδες φωτάκια, απ’ τα τρυπήματα της βελόνας του Νάθαν.
-Κλαις γι’ αυτό;
-Πες μου ότι έχεις ένα κυπαρισσόμηλο. Ένα μεγάλο κυπαρισσόμηλο να τη βουλώσουμε. Τι θ’ απογίνει ο κόσμος με τόσο φως μέσα στη νύχτα.
Κι εκείνος χαμογέλασε. Χρόνια προσπαθούσε να τον κάνει να γελάσει ο Νάθαν, μα μόνο εκείνη τη νύχτα χαμογέλασε. Πήρε τον κούνελο αγκαλιά. Τον κράτησε με αγάπη.
-Μια νύχτα είναι. Άσ’ το να φέγγει. Μόνο για σήμερα. Κι αύριο βλέπουμε. Κι έμειναν να το κοιτούν έτσι μαζί για ώρες. Και για μέρες. Και εβδομάδες (βλέπετε η νύχτα των Πόλων διαρκεί έξη μήνες).

Βγήκε και η Χριστίνα στο μπαλκόνι της εκείνο το βράδυ. Δεν είχε ύπνο. Της έκανε εντύπωση το τόσο φως. Βγήκε με τη νυχτικιά της στην παγωνιά και κοίταξε ψηλά. Είναι τρελός, μονολόγησε χαμογελώντας. Είναι τρελός... Τα τρυπήματα στο φουστάνι της νύχτας, οι χιλιάδες φωτεινές βελονιές στο σκοτάδι, έγραφαν το όνομά του. Όσα δεν άκουσε από τις χιονονιφάδες, τα έμαθε με μια ματιά στον ουρανό.
Τον ίδιο ουρανό που κοίταγαν και οι δυο εκείνο το βράδυ. Μαζί μα χώρια. Το ίδιο φεγγάρι από άλλο σημείο. Η ίδια ζωή μα χωριστά.

Αν κοιτάξετε τον ουρανό γράφει ακόμα εκεί πάνω το όνομά του. Μα κανένας αστρονόμος ακόμα δεν έχει καταφέρει να το διαβάσει. Λένε για το περιβόητο φεγγάρι του Γενάρη, αλλά ούτε κι αυτό μπορούν να εξηγήσουν γιατί είναι τόσο μεγάλο και λαμπερό. Ίσως γιατί κανείς δε μπορεί να κατανοήσει κάτι που ανήκει σε άλλο κόσμο. Όπως εκείνος.
Κι ο Νάθαν δεν έμαθε ποτέ πώς λένε το αφεντικό του. Τον φίλο του. Το ένιωσε δηλαδή, το ξέρει, αλλά δε μπορεί να το προφέρει. Προφανώς το ίδιο πάθαμε και οι υπόλοιποι, δεν εξηγείται αλλιώς που του έχουμε βγάλει τόσα διαφορετικά ονόματα. Κάθε άνθρωπος στη δική του γλώσσα τον ονοματίζει αλλιώς: Άγιος Βασίλης, Santa Claus. Papa Noel...
Όσο για την Χριστίνα. Ποτέ δεν είπε το όνομά του σε κανέναν. Το κράτησε για πάντα καρφωμένο στο φως του ουρανού. Δικό της μόνο. Και τάιζε έτσι τη ματαιοδοξία της. Ότι μόνο εκείνην αγάπησε τόσο…

Κι αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια για τ’ αστέρια και το φεγγάρι.

23.12.08

Δύο ευφάνταστοι τρόποι για να καταστρέψεις μια πόλη: Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας – Βάκχες

[Το κείμενο αυτό προσφέρει δύο σύντομες “θεατρικές κριτικές” για τις παραστάσεις Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας και Βάκχες στο θέατρο Πορεία, συνδέοντάς τες με έναν κάποιο αναστοχασμό πάνω στην πρόσφατη (και ήπια συνεχιζόμενη) κοινωνική αναταραχή. Μιλώντας το κείμενο για τόσο πολλά ταυτόχρονα, είναι πιθανόν βέβαια να μη μιλά και για τίποτα συγκεκριμένα.]

Πριν λίγες βδομάδες παρακολούθησα για δεύτερη φορά την “Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας” του Φρίντριχ Ντίρενματ, με την πρώτη να είναι στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας εννέα χρόνια πριν. Από εκείνη την παράσταση του ΚΘΒΕ είχαν διασωθεί μέσα μου η διανοητική εκτίμηση για την υπόθεση του έργου και η λάμψη της μεγάλης παραγωγής: όλα είχαν ακολουθηθεί κατά γράμμα, οι σαράντα ρόλοι είχαν από έναν/μία ηθοποιό να τους παίξει, ο σπάταλος πλούτος της Κυρίας, η σκοτεινή πόλη του Γκίλεν και το δάσος του είχαν αποδοθεί ρεαλιστικά στις εναλλαγές τους με ποικίλα, μεγαλόπρεπα σκηνικά και κοστούμια.
Αυτή τη φορά όμως κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, για ποιο λόγο η υπέrγηρη και πάμπλουτη Κλαίρη Ζαχανασιάν επιστρέφει στη γενέθλια πόλη της, για να εκδικηθεί τους/τις κατοικους του διαβρώνοντάς τους, ποια είναι η συνθήκη που της επιτρέπει να το επιτύχει. [Από την υπόθεση του έργου θα δώσω τόσα, όσα επιτρέπουν στον/την αναγνώστη/τρια που ενδιαφέρεται για αυτό να πάρει μια ιδέα, χωρίς να χάσει όλες τις εκπλήξεις που του επιφυλάσσει το κείμενο.]
Δεκατίες πριν η νεαρή Κλαίρη θα εκδιωχθεί ντροπιασμένη από το Γκίλεν και προδομένη από τον μεγάλο της εφηβικό έρωτα Ιλ. Γίνεται πόρνη και ευτυχής υπολογισμός την οδηγεί στην αγκαλιά του πολυεκατομμυριούχου Ζαχανασιάν, η ίδια κατακτά τον κόσμο ενώ το Γκίλεν βουλιάζει στην οικονομική παρακμή και την εξαθλίωση. Η Κλαίρη επιστρέφει χρόνια αργότερα, γηραιά και ζάπλουτη πλέον, με την υπόσχεση ότι θα σώσει την πόλη από την καταστροφή επιχορηγώντας την γενναία (κρύβοντας βέβαια πόσο έχει συμβάλει η ίδια στην παρακμή της), ζητά όμως για αντάλλαγμα τη ζωή του κάτοικου που την έβλαψε περισσότερο. Οι κάτοικοι της πόλης αρχικά αρνούνται με αποστροφή τα χρήματα, η Κλαίρη εγκαθίσταται στο Γκίλεν, προλαβαίνοντας να χωρίσει και να παντρευτεί δύο φορές (έναν ερασιτέχνη ψαρά, ένα ροκ σταρ και ένα νομπελίστα), ενώ οι κάτοικοι αρχίζουν να ζουν τη μεγάλη ζωή με δανεικά, ελπίζοντας ότι η Γηραιά Κυρία θα τους χαρίσει τελικά τόσο τα χρήματά της όσο και τη ζωή του συμπολίτη τους. Η όρεξη για εκδίκηση της Κλαίρης παραμένει αναλλοίωτη μέχρι τέλους, οπότε η καταχρεωμένη, τρυφηλή πόλη δεν έχει άλλη επιλογή από το να εκδώσει μια καταδίκη σε θάνατο, κλείνοντας δραματικά και απαισιόδοξα την αυλαία του έργου.
Η “Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας”μιλά για τη διάβρωση από το χρήμα και την εξουσία, τη βία των μικροαστών, την αναισθησία του καταναλωτισμού: παρά τα πενήντα του χρόνια, συνεχίζει για το γούστο μου να είναι ένα εξαιρετικά σύγχρονο έργο. Η Μπέτυ Αρβανίτη ερμηνεύει πειστικότατα την ακόρεστη για εκδίκηση και βιτριολικά ειρωνική Κλαίρη, φορώντας κοστούμια και μακιγιάζ που την παρουσιάζουν ως μισοανθρώπινο, καταστροφικό cyborg με τεχνητά πόδια και χέρια (ειδικά η μακιγιέζ έκανε θαύματα, φτιάχνοντας για την κα. Αρβανίτη ένα πρόσωπο - εφιάλτη της πλαστικής χειρουργικής). Ο Ιλ του Γιάννη Φέρτη εκφέρει το λόγο του με ήρεμη στιβαρότητα και αναπτύσσεται φυσικά, από την αλαζονική ησυχία του νοικοκυραίου μπακάλη στην τραγική συνείδηση του θύτη – θύματος. Όλοι/ες βέβαια οι υπόλοιποι ηθοποιοί υπήρξαν πολύ καλοί/ες, δείχνοντας μάλιστα και την υποκριτική δεινότητα να εναλλάσσονται ανάμεσα σε δύο ή και παραπάνω ρόλους, από τη μεριά μου ξεχώρισα όμως τον μεταλλικά ψυχρό δικαστή – Μπάτλερ, τους τυφλούς και άφυλους Κόμπι και Λόμπι, όπως και το Δάσκαλο του Γκίλεν (δεν προμηθεύτηκα το πρόγραμμα και το διαδίκτυο δε στάθηκε βοηθητικό στο να βρω τη σύνδεση ονομάτων και συγκεκριμένων ρόλων, αν κάποιος/α τη γνωρίζει ας κάνει τον κόπο να τη σημειώσει στα σχόλια). Πολύ ενδιαφέροντα τα μουσικά και χορωδιακά μέρη της παράστασης, ενώ τα τελείως αφαιρετικά σκηνικά, παρόλο που ξενίζουν στην αρχή, αποδεικνύονται λειτουργικότατα.
Το τελευταίο που θα υπεράσπιζα για τον εαυτό μου είναι ότι γνωρίζω από θέατρο, ή έστω ότι έχω δει πολλές παραστάσεις. Με αυτά ως δεδομένα, θα τολμήσω να πω ότι η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας είναι μία από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει τα τελευταία δύο χρόνια στην Αθήνα και ότι αξίζει πραγματικά να τη δείτε κι εσείς.
[Η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας, Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας - Κεφαλληνίας 16 - Κυψέλη, Τηλ: 210 8838727, Ημέρες και Ώρες Παραστάσεων: Τετάρτη 8 μ.μ. (λαϊκή), Πέμπτη – Παρασκευή - Σάββατο 9 μ.μ., Κυριακή 8 μ.μ.
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός, Σκηνικά/ Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου, Μουσική/ Ήχος: Θοδωρής Αμπαζής, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Βοηθοί Σκηνοθέτη: Ελένη Καλαρά & Ναταλία Κάτσου,
Παίζουν: Μπέτυ Αρβανίτη, Γιάννης Φέρτης, Κώστας Γαλανάκης, Νίκος Αλεξίου, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Βασίλης Καραμπούλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θανάσης Δήμου, Ελένη Ουζουνίδου, Ηλίας Κουνέλας, Άκις Λυρής]


Από την άλλη μεριά, τις Βάκχες του Ευριπίδη ήταν η πρώτη φορά που τις παρακολουθούσα στο θέατρο (οι φιλολογικές μου σπουδές και τα γούστα μου με είχαν φέρει βέβαια σε επαφή πολλές φορές με το κείμενο). Όντας μαζί με τη Μήδεια οι δύο αγαπημένες μου τραγωδίες, ανυπομονούσα πραγματικά να δω την παράσταση, έφυγα όμως από αυτή με πολύ ανάμικτα συναισθήματα. Θα εξηγήσω σύντομα γιατί.
Πρώτα όμως δύο λόγια για την υπόθεση. Την εποχή που απλώνεται η λατρεία του Διόνυσου στην Ελλάδα, η πόλη της Θήβας του αντιστέκεται, με τις κόρες του βασιλιά Κάδμου να αρνούνται τη λατρεία του. Ο θεός τους εμπνέει τη μανία του, μετατρέποντάς τες σε Μαινάδες, οι οποίες μαζί με άλλες Θηβαίες ανεβαίνουν στον Κιθαιρώνα για να τον λατρέψουν οργιαστικά (από αυτό το σημείο αρχίζει το έργο του Ευριπίδη). Ο βασιλιάς Πενθέας εξοργίζεται με την τρέλα που απλώνεται στην πόλη (μεταφέροντας καταχρηστικά στην αρχαιότητα δικούς μας όρους, μας θυμίζει ορθολογιστή στα επιχειρήματά του) και είναι έτοιμος να απαγορεύσει τη λατρεία του Διονύσου, προπηλακίζοντας μάλιστα το μάντη Τειρεσία και τον παππού του Κάδμο, όταν μαθαίνει ότι θα ανέβουν και αυτοί στο βουνό για να λατρέψουν το Βάκχο. Εμφανίζεται στο παλάτι ο θεός Διόνυσος με μορφή ανθρώπου, στην αρχή συλλαμβάνεται από τον Πενθέα, ο θεός προκαλεί όμως σεισμό και απελευθερώνεται, πείθοντας στη συνέχεια τον Πενθέα να μεταμφιεστεί σε γυναίκα Βάκχη, για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες γυναίκες. Αφού ανεβούν μαζί στον Κιθαιρώνα, ο Πενθέας δολοφονείται και διαμελίζεται από τις Βάκχες μετά από εντολή του Διονύσου, ενώ στην τελευταία σκηνή της τραγωδίας εμφανίζεται η μητέρα του Πενθέα Αγαύη κρατώντας ως τρόπαιο το κομμένο κεφάλι του γιου της, περήφανη που κατάφερε να σκοτώσει με τα χέρια της ένα λιονταράκι. Όταν συνέρχεται καταρρέει και ο Διόνυσος εξηγεί σε αυτήν και τον Κάδμο ότι οι Θηβαίοι τιμωρήθηκαν σκληρά για την ασέβειά τους απέναντί του.
Οι Βάκχες της Renate Jett σίγουρα δεν είναι ένα συμβατικό ανέβασμα τραγωδίας, κρίνοντας και μόνο από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά: γίνεται σε κλειστό χώρο, με δύο ηθοποιούς του θιάσου να μην γνωρίζουν ελληνικά (Blaine Reininger – Διόνυσος α', Jurgen Stossinger – Τειρεσίας), με μόλις τριμελή χορό Βακχών και σχεδόν χωρίς καθόλου σκηνικά. Επιπλέον, η εκφορά του λόγου θυμίζει αστικό δράμα, χαμηλόφωνη και ήπια, τα κοστούμια είναι σύγχρονα, η μουσική των χορικών παραπέμπει στη χορευτική κουλτούρα των δύο προηγούμενων δεκαετιών (ένα trance κομμάτι που χορεύεται αντιστοίχως και η γνωστή επιτυχία Girls just want to have fun -σημειωτέον ότι οι Βάκχες είναι ντυμένες σαν clubbers).
Όλα αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πολύ θετικά, με τη λογική του μεταμοντέρνου pastiche: αποσταθεροποιώντας το κεντρικό νόημα, αναμιγνύοντας ετερόκλητα στοιχεία σε ένα σύνολο που θα προκαλέσει και θα κινητοποιήσει το/τη θεατή. Ελπίζω να μην αδικώ την παράσταση, αλλά από τη μεριά μου τη συγκεκριμένη ανάμιξη τη βίωσα ως πολτό.
Εξηγούμαι. Το πρόβλημα δεν είναι με κανένα στοιχείο της παράστασης ξεχωριστά. Βρήκα πρωτότυπο τον παχουλό, λέτσο Διόνυσο β' του Νίκου Ελευθεριάδη με την αμφίφυλη εκφορά λόγου, ήταν χαριτωμένη η προσωπική εισαγωγή με τη μελόντικα του Blaine Reininger, μου άρεσε το κάπως συμβατικότερο, συγκινητικό παίξιμο της Αγαύης (Ναταλία Καποδίστρια) και του Κάδμου (Γιάννη Μωρογιάννη), ήταν πολύ ενδιαφέρων ο ήπιος, σχεδόν μικροαστός Πενθέας του Δημήτρη Τάρλοου και ο ακόμη ηπιότερος Άγγελος του Απόστολου Πελεκάνου. Ο Τειρεσίας του Jurgen Stossinger με την πολύ (και μάλλον επιτηδευμένα) κακή προφορά των ελληνικών ήταν σχεδόν ακατανόητος κάποιες φορές, αλλά μπορεί να στόχευε στην κριτική αποστασιοποίηση του/της θεατή, ο μουρμουριστός Χορός των clubber Βακχών πιθανόν να όδευε προς την ίδια κατεύθυνση. Μου στάθηκε όμως αδύνατο να συνδέσω αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους ή έστω μέσα από το παραξένεμά μου να δω με κάπως νέα οπτική την τραγωδία.
Κατανάλωσα παθητικά ένα δυσνόητο θέαμα, άκουσα την εξαιρετική μετάφραση του Χειμωνά, ήπια τελικά με το φίλο μου το Γιώργο μια μπίρα στο Τηνιακό της Αλεξάνδρας, όπου πιάσαμε τα γκομενικά μας και τα πρόσφατα επεισόδια, γκρινιάζοντας παρεμπιπτόντως για την παράσταση. Δέχομαι πως πιθανόν να είμαι πολύ συμβατικός στα γούστα μου περιμένοντας από μια παράσταση να μου βγάλει νόημα, για να με κινητοποιήσει και να με αγγίξει, αν όμως μου μοιάζετε, αυτές οι Βάκχες δεν είναι για εσάς. Αν πάλι δε μου μοιάζετε, σίγουρα είναι κάτι πρωτότυπο και ενδιαφέρον να παρακολουθήσετε.
[Θέατρο Πορεία, Βάκχες του Ευριπίδη, Τρικόρφων 3-5 και 3ης Σεπτεμβρίου 69, Πλ. Βικτωρίας, 2108210991, Παραστάσεις Απόγευματινή: Κυρ. 7.30 μ.μ. Βραδινές.: Πέμ., Παρ., Σάβ. 9.15 μ.μ., Εισιτήρια: € 22 (Παρ., Σάβ., Κυρ.), € 20 (Πέμ.), φοιτ.: € 15. Διάρκεια: 120'.
Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς, Σκηνοθεσία - Σκηνικά: Renate Jett, Δραματουργική επεξεργασία: Miron Hakenbeck, Εκτέλεση σκηνικού - κοστούμια: Philine Rinnert, Μουσική: Sylvain Jacques, Σχεδιασμός φωτισμών: Felice Ross, Αυθεντική κίνηση (Authentic Μovement): Madeleine Lissy,
Διόνυσος: Blaine Reininger - Νίκος Ελευθεριάδης, Χορός Βακχών: Ιωάννα Κανελλοπούλου, Εύα Κεχαγιά, Ελίτα Κουνάδη, Τειρεσίας: Jürgen Stössinger, Κάδμος: Γιώργος Μωρόγιαννης, Πενθέας: Δημήτρης Τάρλοου, Δούλος – Άγγελος - Άλλος Άγγελος: Απόστολος Πελεκάνος, Αγαύη: Ναταλία Καποδίστρια]


Επίλογος για τα καθ' ημάς: Αν είχαν κάτι ενδιαφέρον γενικότερα οι δύο παραστάσεις για εμένα, ήταν στο πώς έμπλεξαν οι υποθέσεις τους με την έξω ζωή μου. Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες περιπλανήθηκα στο κέντρο μιας πόλης σε αναταραχή, που πότε φώναζε, πότε έβραζε, πότε ναρκώνονταν και πότε λαμποκοπούσε καιόμενη. Η Κλαίρη Ζαχανασιάν και ο Διόνυσος μου έδειξαν με τον τρόπο τους και αναφέρομενος/η σε πολύ διαφορετικές συγκυρίες πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες που αγαπάμε να κρυβόμαστε πάνω τους, πόση βία και ανορθολογισμός φωλιάζουν πίσω από από τα γλυκερά χαμόγελά μας. Τσουλώντας στην αναπηρική της πολυθρόνα η Κλαίρη φωνάζει “αυτός ο κόσμος με έκανε πόρνη, θα τον κάνω και εγώ μπουρδέλο”, χαμογελαστός ο Διόνυσος θυμίζει στην παιδοκτόνα Αγαύη ότι οι θεοί είναι όντα σκληρά, και δε μπορείς να αψηφάς τη μέθη και την τρέλα, χωρίς στο τέλος να τιμωρηθείς.
Ένα τελευταίο σχόλιο πάνω στην κοινωνική αναταραχή και την τυφλή βία λοιπόν, κλείνοντας μάλλον αυτόν τον κύκλο γκεστ εμφανίσεων στο μπλογκ. Επέλεξα κατά τη διάρκεια των επεισοδίων να υπερασπίσω μία ψύχραιμη, πολιτική θέση που επέμενε στην ανάγκη για ορθολογισμό, σε διαμαρτυρίες στοχευμένες που δε θα παρεξέκλιναν από ένα σαφές περιεχόμενο - την καταγγελία της αστυνομικής βίας και της απουσίας του κράτους δικαίου. Τώρα που ξανακοιτάζω τα κείμενα αυτά, τους λείπει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, η αναγνώριση των πραγματικών ανθρώπων, όπως και της συνεχούς βίας που τους ασκείται (σε αυτό το σημείο, πολύ καλά μου τα 'λεγε ο αναρχικός φίλος Θανάσης στα σχόλια ενός προηγούμενου ποστ). Παραλλάσσοντας τα λόγια της Κλαίρης, αν αυτός ο κόσμος σε έκανε πόρνη, δεν έχεις άλλη επιθυμία από το να τον κάνεις με τη σειρά σου μπουρδέλο, συχνά οι διανοούμενοι το ξεχνάμε αυτό, τσουλώντας με τη ριζοσπαστική πολυθρόνα γραφείου μας προς συνελεύσεις και πορείες.
Ας μην παρανοηθώ, δε λέω ότι η φτώχεια και η καταπίεση δικαιολογούν τα πάντα και σε καμία περίπτωση δε μιλώ για τους ανθρώπους που είναι οργανωμένοι πολιτικά ακόμη και στην πιο βίαιη αναρχική συνέλευση (από αυτούς απαιτώ ορθολογισμό, εφόσον ή παρόλο που επικαλούνται ουτοπίες). Υπάρχουν όμως κάποια δαιμονικά που φανερώθηκαν την αμέσως προηγούμενη περίοδο και δε μπορούμε πια να κάνουμε πώς δεν τα βλέπουμε (ή απλώς να τα ερμηνεύουμε): η άγρια αδιαμόρφωτη οργή, οι λεηλασίες από ανέχεια, η υποκρισία του Νόμου, του Εμπορίου και της Γιορτής. Παραπέμποντας στον υπαρξισμό και όχι στο μελόδραμα: μπορεί η ζωή μας να ήταν από πάντα τραγική, τώρα όμως θα πρέπει να την αντέξουμε χωρίς προσωπίδες και κοθόρνους.

Ίσως τα ξαναπούμε σύντομα, ίσως και πολύ αργότερα. Καλές γιορτές σε όλους κι όλες.

21.12.08

merry xmas (war isn' t over) - indieannalog set #6

Γη… Ο Χριστός –λέγεται- δε γεννήθηκε χειμώνα. Αν θυμάστε, ποιοι πήγαν να προσκυνήσουν το νεογέννητο; Οι βοσκοί με τα προβατάκια τους. Έλα όμως που δεν γεννιούνται προβατάκια τον καταχείμωνο! Τα πρόβατα γεννιούνται προς άνοιξη. Οι επιστημονικές, λοιπόν, έρευνες, λένε ότι ο Χριστός μάλλον γεννήθηκε άνοιξη, αλλά επειδή λόγω Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι χριστιανοί είχαν πρόβλημα με τους διωγμούς, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τους εορτασμούς της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου, που οι Ρωμαίοι είχαν ένα δικό τους πανηγύρι και δεν τους ενοχλούσαν. Slip – Children of December.

Αέρας… Μετά από τα παραπάνω σταματήσαμε στην παρέα να συζητάμε το κοινωνικό –πολιτικό μακελειό και αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε «τι ζώδιο ήταν τελικά ο Χριστός;» («αν είναι Δίδυμος αυτό καλύπτει, λες, και τη διττή φύση του»; κλπ). Κι ενόσω προβαίναμε σε τέτοιο αποπροσανατολισμό της γυναικείας κοινής γνώμης, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι με το γενικότερο κλίμα του φετινού Δεκέμβρη και τα δικά μου επαγγελματικά τρεχάματα, δεν έχω προλάβει να πάρω δώρο σε κανέναν. Master Slash Slave – All I want for Christmas και Dashboard confessional – The only gift I want

Νερό… Αποφάσισα τότε μιας και όλοι σχεδόν έχουν καπηλευτεί με κάποιο τρόπο τα γεγονότα της Αθήνας, να δηλώσω κι εγώ «παιδιά, δεν σας πήρα τίποτα για τις γιορτές γιατί θεώρησα πως τα Χριστούγεννα αναβάλλονται φέτος, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την κοινωνικό-πολιτική κατάσταση». Sufjan Stevens –That was the worst Christmas ever

Φωτιά… Η αλήθεια είναι κάπου μέσα μου έχει αναβληθεί (μην πω ακυρωθεί τελείως) κάθε τι ελπιδοφόρο πια. Δεν έχω καμία «ανάλαφρη», «εορταστική» διάθεση και ούτε καν στόλισα δέντρο. Και αυτό το μήνυμα «αγάπης» και «αδελφοσύνης» μάλλον το νάρκωσαν τα δακρυγόνα, δε λέει να με βρει από πουθενά. Όταν ο έξω κόσμος μόνο με ρίχνει αυτό που κάνω είναι να κλείνομαι στη γυάλα μου και να προσπαθώ να «ανέβω» με προσωπικό μου όπιο: τη μουσική. Ελπίζω να σας πιάσει κι εσάς το ξόρκι των Service Group : Merry Christmas everybody

17.12.08

Ποια ζωή ζυγίζει περισσότερο και γιατι

(δεν το κάνω για να "ανάψω τα αίματα" ούτε για να πάω κοντρα σε κάποιους και να πάρω το μέρος κάποιου άλλου. απλά ήρθε στο mail μου. και με έκανε να σκεφτώ ξανά αυτο που έλεγε στο πρώτο του κειμενο ο Άμμος: την αδιαπραγματευτη αξία μιας ανθρώπινης ζωής)

Πέθανε χτες
ο 25χρονος αστυνομικός που βρισκόταν σε κώμα από τα επεισόδια στο Ελληνικό.
Τι είχε γινει τότε;
"Από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας ανακοινώνεται ότι την 23.10 ώρα της06/07/2007, δύο (2) αστυνομικοί οι οποίοι βρίσκονταν σε διατεταγμένη υπηρεσία μέτρων ασφαλείας για αποτροπή κλοπών, επιθέσεων και φθορών ξένης περιουσίας (σπάσιμο οχημάτων, εγκαταστάσεων κ.α αδικημάτων) όπως έχει συμβεί κατά το παρελθόν, κατά την διάρκεια συναυλίας συγκροτημάτων μουσικής στις εγκαταστάσεις του γηπέδου Baseball στο Ελληνικό, δέχθηκαν απρόκλητα δολοφονική επίθεση από πλήθος ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου
.
Η αναίτια επίθεση έγινε από τριάντα τουλάχιστον άτομα, με ενωμένες δυνάμεις τα οποία διέπραξαν βιαιοπραγίες σε βάρος των δύο (2) αστυνομικών, με γρόνθους, λακτίσματα και υλικά αντικείμενα (σιδηρολοστούς, ρόπαλα, θλώντα όργανα), προκαλώντας σε αυτούς βαρείες σωματικές βλάβες. Ειδικότερα ο ένας αστυνομικός (γεν. 1983), φέρει βαριές κακώσεις κεφαλής,πολλαπλά τραύματα στο σώμα και νοσηλεύεται στη Μ.Ε.Θ. Νοσοκομείου, ευρισκόμενοςσε καταστολή.
Η κατάσταση του εγκυμονεί κίνδυνο ζωής. Ο δεύτερος αστυνομικός (γεν. 1972), επίσης νοσηλευόμενος φέρει ρωγμώδες κατάγματα στο αριστερό χέρι και μώλωπες στα πλευρά.
Η βάναυση επίθεση συνεχίζει μια σειρά προκλήσεων έναντι της έννομης τάξης και ''καταδρομών'' που αποδέχονται με απάθεια το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης και της ανθρωποκτονίας από ''άτομα'' που ασκούνται στη βία, μάλλον ως πρόταση και στάση ζωής και ως ''πολιτική παρέμβαση''. Η Ελληνική Αστυνομία κινείται για την ανακάλυψη των δραστών
".


ΥΓ. Το κείμενο ΔΕΝ το έχω γράψει εγώ, υποθέτω ότι ειναι από κάποια εφημερίδα και ίσως θα έπρεπε να έχω κόψει την τελευταία παραγραφο- μιας και ειναι κρίσεις επάνω στο συμβάν. αλλα την άφησα, έτσι, για να ακούσω και άλλες κρίσεις για το θέμα.

Άμμος: Είναι η πρώτη φορά που επεμβαίνω σε ποστ της Ινδιάννας, για αυτό θα είμαι λακωνικός. Η Καθημερινή διαψεύδει την είδηση αυτής της ανάρτησης. Το ότι ο Παναγιώτης Τομαράς αντιμετωπίζει σοβαρά κινητικά και άλλα προβλήματα στην υγεία του λόγω της επίθεσης, συνεχίζει βέβαια να θίγει ως ζήτημα την αδιαπραγμάτευτη αξία της ανθρώπινης ζωής, σε όποιον φυσικά και αν ανήκει αυτή η ζωή.

14.12.08

βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει, σ' ό,τι σου τρώει την ψυχή - indieannalog set #5

Γη... Δεν μπορώ να πιστέψω τα νέα, δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια και να φύγουν απ’ το νου μου. Σπασμένα μπουκάλια κάτω απ’ τα πόδια των παιδιών, κορμιά στριμωγμένα σε αδιέξοδα, ως πότε θα τραγουδάμε αυτο το τραγούδι, ως πότε θα τραγουδάμε αυτο το τραγούδι; Κυριακή, ματωμένη Κυριακή (U2 - Sunday bloody Sunday)

Φωτιά... Χτύπα πισώπλατα, στόχευσε σωστά, βεβαιώσου πως πέθανα –μπαμ μπαμ! Λιώσε το κρανίο μου, κάνε με να υποταχθώ, καθάρισε τα όλα ύστερα, κρύψε τα καλά. Μην έχεις ηθική, ούτε καν μην εξηγείς, ηλίθιε άνθρωπε που χεις σκατά στο κεφάλι σου... (Dead confederate - The rat)

Αέρας... Βλέπω την ασύστολη ψυχολογία σου, την πολιτική εξάλειψης, την στρατιωτική, βιομηχανική ψευδαίσθηση δημοκρατίας σου. Σβάστικες για μάτια, έχεις σβάστικες για μάτια (Primal Scream - Swastika eyes).
Μα ό,τι χάθηκε δε μπορεί να ανακτηθεί κι εγώ παρά την οργή μου είμαι ακόμα ένα ποντίκι στο κλουβί μου. Παρά την οργή μου είμαι ακόμα ένα ποντίκι στο κλουβί μου Και ακόμα πιστεύω πως δε μπορώ να σωθώ… (Smashing pumpkins - Bullet with butterfly wings)

Νερό... Βάλε φωτιά σ’ ό,τι σε καίει, σ’ ό,τι σου τρώει την ψυχή, έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί, ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά, στη βροχή, μας περιμένουν άδειες μέρες, ραγισμένοι ουρανοί. Βάλε φωτιά σ’ ό,τι σε καίει, σ’ ό,τι σου τρώει την ψυχή, υπάρχει ακόμα, υπάρχει κάτι που δεν έχει χαθεί -είναι η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή, ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά, στη βροχή, μας περιμένουν άδειες μέρες ραγισμένοι ουρανοί... (Τρύπες- Από γιορτή σε γιορτή)

Phantomcast 1: Παντού υπάρχει ένας μύθος

Ας ξεκινήσουμε με μια ιστορία που μου είπε ένας κομουνιστής φίλος, ο Παύλος, χτες βράδυ. Διμοιρία των ΜΑΤ, ξημερώματα της Τρίτης, αποκαμωμένη από τα επεισόδια και τις οδομαχίες, αποκρούει μια τελευταία επίθεση αναρχικών και παίρνει την εντολή να ξεκουραστεί. Βγάζουν αντιασφυξιογόνες μάσκες και κράνη, ανοίγουν κάποια κουμπιά από τη στολή για να αρχίσει να εξατμίζεται ο ιδρώτας, κοιτάζουν τα αποκαΐδια γύρω τους. Ο διμοιρίτης τους παρατηρεί ένα μοναδικό μπουκάλι από μολότοφ που στέκεται όρθιο ανάμεσα στα συντρίμια, χωρίς να έχει σπάσει και πάρει φωτιά, και σχολιάζει εύθυμα: “Παντού υπάρχει ένας Μύθος”
[Παρθένα Χοροζίδου και Σπείρα Σπείρα “Η γούμαν η μπάρμαν” του Σταμάτη Κραουνάκη, από την Κλασική συνταγή]
Ήταν εύκολο τις προηγούμενες μέρες να αντιδράσεις αντανακλαστικά και απλοϊκά απέναντι σε αυτά που συνέβαιναν στο κέντρο της Αθήνας: μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι τα ΜΑΤ δολοφονούν εδώ και τώρα να αφοπλιστούν να καεί να καει το μπουρδέλο η Βουλή η λαϊκή εξέγερση και η βία της δε μπαίνει σε καλούπια - η Αθήνα καίγεται δεν υπάρχει κράτος να επεμβεί η αστυνομία να κατεβεί ο στρατός - ζούμε ιστορικές στιγμές πέφτει η κυβέρνηση ο καπιταλισμός περνά μια πρωτοφανέρωτη κρίση η ιδέα της επανάστασης είναι πιο επίκαιρη από ποτέ – ήταν ένα μεμονωμένο και ατυχές περιστατικό δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση τέτοια επεισόδια τυφλής βίας κτλ.Έλεος.
[Νικόλας Άσιμος και Χορός “Σεισμός” του Νικόλα Άσιμου, από το “Ο Ξαναπές”]
Για το νεαρό Αλέξη θα αποφύγω να πω ότιδήποτε. Ελπίζω μόνο αυτό το ανεκδιήγητο σκυλολόι που έχει πέσει πάνω στο σώμα της μνήμης του και το κατασπαράζει (Τατιάνες, Κούγιες και λοιποί) να χωθεί σύντομα πίσω στη φωλιά του.
[Διονύσης Σαββόπουλος “Μικρή Ελλάδα” του Διονύση Σαββόπουλου από τη “Ρεζέρβα”]
Η ανεκδοτολογική εισαγωγή της πρώτης παραγράφου, λειτουργεί ως μόττο για το κείμενο, αυτές τις μέρες παντού υπάρχει ένας μύθος, και αντίθετα με το διμοιρίτη, δεν αναφέρομαι στη μπίρα. Αν έχει νόημα μια ερμηνεία από εμένα για τη λαϊκή οργή που ακολούθησε το θάνατο του Αλέξη, προσωπικά δεν είδα ούτε τα παιδιά του καταπιεσμένου προλεταριάτου να ξεσηκώνονται, ούτε μια μικρή ομάδα από χούλιγκαν να καίει και να λεηλατεί. Όσο θα έχουμε μητροπόλεις χωρίς ελεύθερους δημόσιους χώρους και ζωντανά κοινωνικά δίκτυα, όσο τα σκουπίδια μας και η μόλυνσή μας θα μας δηλητηριάζουν, όσο η πλειοψηφία των οικονομικών στρωμάτων θα συνθλίβεται προς τα κάτω, οι γυναίκες και οι διαφορετικοί σεξουαλικοί προσανατολισμοί θα καταπιέζονται, επί του προκειμένου όσο οι νεότεροι/ες θα ασφυκτιούν κάτω από τις προηγούμενες γενιές, ας μην περιμένουμε κοινωνική ειρήνη. Αυτό που ένωσε τη νεολαία από τα πιο υποβαθμισμένα μέχρι τα πιο πολυτελή προάστια της Αθήνας μαζι με περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες και τους πάντα πρόθυμους/ες για διαμαρτυρία ακτιβιστές/τριες, σε μια παράξενη συμμαχία πότε της ειρήνης και πότε των μπάχαλων, ήταν η συνολική βία που ζούμε καθημερινά: οικονομική, συμβολική, πολιτισμική, σεξουαλική, γενεαλογική, οικολογική. Προφανώς διαφοροποιούμαι από την Αριστερά, λέγοντας ότι οι καταπιέσεις μας γίνονται όλο και περισσότερο διαταξικές, και ότι αν επιθυμούμε την κοινωνική αλλαγή πρέπει να αναλάβουμε ευθύνη για τους κοινωνικούς μας ρόλους και τη βία που μας ασκείται, να συζητήσουμε και να συνδιαμορφώσουμε με τους συμπολίτες/ισσές μας, να προτάξουμε το όραμα μιας δημοκρατίας, αν όχι άμεσης, τουλάχιστον συμμετοχικής. Να διεκδικήσουμε δηλαδή καλύτερους υλικούς όρους για τη ζωή μας, τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα, στο σωματείο μας, στη γειτονιά μας, σε μια ομάδα για τα πολιτικά δικαιώματα (πιθανόν και σε μια πολιτική οργάνωση, οι πιο χαλκέντεροι/ες από εμάς). Και όσο για το ψηφιακό μετερίζι των ιστολογίων, του facebook, των twitter και των forum, να υπερασπίσουμε ένα λόγο ταυτόχρονα κριτικό αλλά και ψύχραιμο, συνδυασμός που μου έλειψε θλιβερά πολύ αυτές τις μέρες.
[Παιδική χορωδία “Τα παιδιά κάτω στον κάμπο” του Μάνου Χατζιδάκι από το Sweet movie]
Συνεχίζοντας με την (τυφλή) βία των επεισοδίων, θα ήθελα να προσθέσω μια προσωπική και δύο τρεις πιο θεωρητικές παρατηρήσεις στην προηγούμενη ανάρτησή μου, χωρίς βέβαια να έχω αλλάξει γνώμη για τίποτα από όσα γράφω εκεί. Σε προσωπικό επίπεδο η σωματική βία μου προκαλεί αηδία και εμετό, έχοντας την εμπειρία δύο χρόνων επαγγελματικής εμπειρίας σε φυλακές ως εκπαιδευτικός και μια στρατιωτική θητεία κατά την οποία ήμουν παρατηρητής σε άγριους βασανισμούς ζώων, τους οποίους δε μπορούσα να εμποδίσω. Σε πολιτικό επίπεδο όμως δε μπορώ να μη δω (πειθόμενος κατά βάση από τους Φουκώ και Κονδύλη) ότι η βία είναι αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτισμού μας, σε μια ποικιλία από μορφές: τους πειθαναγκασμούς της σχολικής εκπαίδευσης και της οικογενειακής ανατροφής, τη συμμόρφωση σε νόμους με τους οποίους διαφωνείς (ακόμη και μια άμεση δημοκρατία δε μπορεί να παραγάγει απόλυτη ομοφωνία), την επιρροή από μια γοητεία που δεν είσαι έτοιμος/η να δεις κριτικά, με τα παραδείγματα να είναι ατελείωτα πραγματικά. Ο εξορθολογισμός και η διαχείριση της βίας ως αναγκαίο κακό και μέσο προς κάποιο σκοπό, είναι κάτι πολύ εκτενέστερο από τα συνθήματα για το γενικό αφοπλισμό της αστυνομίας (ευχαρίστως αν μπορούμε να αφοπλίσουμε και το έγκλημα) ή για δολοφόνους αστυνομικούς (η κρατική βία περιέχει επίσης δασκάλους/ες, δικαστικούς, δεσμοφύλακες, νομοθέτες/τριες, σε μια πρόχειρη και ελλιπέστατη απαρίθμηση). Είναι επίσης πολύ διαφορετικό από το φετιχισμό της βίας που χαρακτηρίζει σχεδόν το σύνολο του ριζοσπαστικού χώρου στην Ελλάδα, ακολουθώντας κατά κάποιο τρόπο το ρηθέν υπό του Μάο “μεγάλη αναστάτωση, υπέροχη κατάσταση”.
[Ελένη Βιτάλη “UFO” της Ελένης Βιτάλη από το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ]
Οφείλω εδώ να προσθέσω και μία κριτική που προέρχεται από το φεμινιστικό και το ΛΟΑΤ κίνημα: τόσο ο/η ένοπλος/η αστυνομικός, όσο και ο/η επαναστάτης/τρια με το καδρόνι - σημαία ή τη μολότοφ αναπαράγουν ένα παλαιότατο και σιχαμένο πρότυπο, του μάτσο φαλλοκράτη που επιβάλλεται με τη σωματική του βία (με Κτηνώδη Δύναμη και Ογκώδη Άγνοια, για να θυμηθούμε και ένα ωραίο ακρωνύμιο). Όσοι/ες θέλετε μια άλλη, ολότελα νέα κοινωνία, προσέξτε σας παρακαλώ τι στερεότυπα αναπαράγετε ανέμελα με τη δράση σας. Και μια τελευταία παρατήρηση, λιγότερο θεωρητική: η κινηματική βία ιστορικά έχει παραγάγει ελάχιστα επαναστατικά καθεστώτα και υπερβολικά πολλή μεταρρύθμιση και καταστολή. Στα καθ' ημάς, είναι αφελές να πιστεύουμε (να πιστεύετε καλύτερα) ότι οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ μπορούν να εντείνονται συνεχώς, χωρίς οι δυνάμεις καταστολής να αποκτούν ενισχυμένο ρόλο, χωρίς η ακροδεξιά να παίρνει κεφάλι, χωρίς οι νοικοκυραίοι να ζητούν την επέμβαση του στρατού ή την επιπλέον στελέχωση της αστυνομίας. Επιπλέον, και ακολουθώντας τον Τόνι Νέγκρι, θα συμβούλευα τους/τις ριζοσπάστες/τριες να μην ξεχνούν την αφομοιωτική δύναμη της Αυτοκρατορίας: οι περισσότερες κινηματικές δράσεις μπορούν ευκολότατα να λειτουργήσουν ως βούτυρο στο ψωμί του συστήματος, στη θετική εκδοχή με αποτέλεσμα φιλολαϊκές αλλά μερικότατες μεταρρυθμίσεις, στην αρνητική εκδοχή τρομονόμους και αστυνομοκρατία. Εκεί που βλέπετε το σύστημα να ταλαντεύεται, σύντροφοι και συντρόφισσες, μπορεί απλώς να χορεύει βαλς μαζί σας.
[Madonna και Adonio Banderas “Waltz for Eva and Che” από την ταινία Evita.]

Είπα πολλά και με σύντομο τρόπο, ελπίζω πυκνό και όχι αποσπασματικό. Συνεχίζουμε την κουβέντα αλλού, είτε εδώ μέσα στα σχόλια, είτε εκεί έξω στην καπνισμένη Μητρόπολη.

9.12.08

Σχετικά με την τυφλή βία

Τρεις διευκρινίσεις πριν ξεκινήσουμε: η πολιτική μου διαδρομή είναι παράξενη, περνάει μέσα από τον Καστοριάδη, την Κοινωνική Οικολογία, το Φεμινισμό, την Αυτονομία, οπότε μη βιαστείτε να με ονομάσετε αριστερό ή αναρχικό, δεν είμαι. Έπειτα, αγαθή τύχη με έχει φέρει να κοιμάμαι καθημερινά Εξάρχεια, στο σπίτι της σχέσης μου, και η διαδρομή μου προς το 227 για Βύρωνα να περνάει μέσα από την “εμπόλεμη ζώνη” των δελτίων ειδήσεων: σε αυτό το κείμενο θεωρείται δεδομένο πως έγιναν εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες, αλλά κι ότι τα κανάλια καλλιεργούν την τρομολαγνεία, τα Εξάρχεια παραμένουν μία γειτονιά με κανονικούς ανθρώπους, που συνεχίζουν όσο μπορούν φυσιολογικά τη ζωή τους. Τέλος, ήμουν σε όλες τις πορείες που έγιναν ως διαμαρτυρία για την αστυνομική βία, από το βράδυ του Σαββάτου ως και σήμερα, το κείμενο λοιπόν προκύπτει από την εμπειρία μου, και όχι από την άνεση κάποιας ριζοσπαστικής πολυθρόνας γραφείου.
Το έχω αναφέρει σκόρπια σε διάφορες αναρτήσεις, αλλά ας το πω και εδώ, όντας παράξενος φιλόλογος έχω δουλέψει αλλά και προσφέρει εθελοντισμό σε ιδιαίτερους χώρους, φυλακές, κέντρα απεξάρτησης, στέκια και κέντρα μεταναστών. Η αστυνομική βία ήταν από παλιά και είναι ακόμη παντού δίπλα μας, αλλά πέφτει κυρίως πάνω σε ανθρώπους που η φωνή τους δεν ακούγεται: πόρνες, τραβεστί και ομοφυλόφιλους των πάρκων, λαθρομετανάστες/τριες, πρόσφυγες, φυλακισμένους/ες, χρήστες/τριες ναρκωτικών, άστεγους/ες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βίας δεν καταγγέλλεται, και αυτή που φτάνει στην αστυνομία, δε βρίσκει πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (δείτε και το πολύ καλό σχόλιο του Γιώργου Κ. στην προπροηγούμενη ανάρτηση). Θα φανώ δυσάρεστος, αλλά θα το πω: η οργή της κοινωνίας μας για το θάνατο του μικρού Αλέξανδρου (τόσο νεαρού, φέρελπι, ωραίου και Έλληνα) είναι δικαιολογημένη αλλά και υποκριτική, καθώς η ίδια κοινωνία έχει επανειλλημμένα κλείσει τα αυτιά της και αποκοιμηθεί στον καναπέ της, σε πάρα πολλά άλλα κρούσματα κρατικής βίας (μαζί με αυτήν, κάποιες φορές κι εγώ).
Από την άλλη μεριά, είναι η πρώτη φορά που βλέπω σε πορεία που συμμετέχω έναν τέτοιο χείμαρρο από καταστροφές και λεηλασίες, τυφλή βία χωρίς κανένα πολιτικό περιεχόμενο (που να μπορώ ο ίδιος τουλάχιστον να καταλάβω). Στην πορεία της Κυριακής στην Αλεξάνδρας έσκασε μολότωφ στα δύο μέτρα από το μπλοκ που βρισκόμουν (ένα μη βίαιο μπλοκ), κόντεψα να πνιγώ από καπνούς αναρχικών και δακρυγόνα αστυνόμων, παρακολούθησα μαυροφόρους νεολαίους να σπάνε μαγαζιά με τη λογική του ντόμινο, αδιακρίτως το ένα μετά το άλλο, και όταν πια τους/τις είδα να προσπαθούν να βάλουν φωτιά σε ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ, κατέληξα ότι δε μιλάμε πλέον για απολίτικες πράξεις, ή έστω παραπτωματικές, αλλά για το απύθμενο της ανθρώπινης βλακείας.
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι δύο αναρχικές φίλες από τη Θεσσαλονίκη, τον Θ. και τη Σ., που δραστηριοποιούνται στον “αναρχικό χώρο” κατά τις ίδιες, ή στο “μπλακ μπλοκ” κατά άλλους/ες. Αν ήμουν Θεσσαλονίκη και συζητούσα μαζί τους, θα μου έλεγαν πιθανώς ότι παρακολουθούμε το αυθεντικό ξεχείλισμα της λαϊκής οργής απέναντι στην κρατική βία, ότι δεν μπορούμε να κατακρίνουμε κάτι τόσο αυθεντικό και δικαιολογημένο από το χαμό μιας ανθρώπινης ζωής, και από την άλλη ότι οι επιθέσεις από τους/τις συντρόφους/ισσές τους γίνονται μόνο σε συμβολικούς στόχους (τράπεζες, υπουργεία, υπερπολυτελή αυτοκίνητα) και όχι εναντίον καθημερινών ανθρώπων και των μικρών περιουσιών τους. Οι φθορές μικρών περιουσιών κατά κάποιον τρόπο είναι ένα αναγκαίο κακό, μια παράπλευρη απώλεια που προκύπτει μέσα στο πλαίσιο μιας λαϊκής εξέγερσης. [Η Σ. μας διαβάζει συστηματικά, οπότε αν παρουσιάζω λανθασμένα τη λογική της, μπορεί να μου τα χώσει στα σχόλια.] Στη συνέλευση της κατάληψης του κτηρίου της Νομικής χτες άκουσα μεταξύ άλλων ότι εφόσον έχουμε μπροστά μας μια λαϊκή και νεολαιίστικη εξέγερση που μπορεί πραγματικά να γενικευτεί, δε μπορούμε να καταγγελλούμε την τυφλή βία, είναι ένας παραπλανημένος ριζοσπαστισμός που δυστυχώς συμπορεύεται μαζί με το λαϊκό κίνημα. Για να μην παρεξηγηθώ, το άκουσα από άτομο και όχι ως γενική θέση της συνέλευσης, στην ανακοίνωσή τους πάντως τίθεται ρητά ότι “δε συμψηφίζουμε το θάνατο του 15χρονου Αλέξη με υλικές καταστροφές”.
Λοιπόν, όλα αυτά μου φαίνονται ανοησίες, ή στην καλύτερη περίπτωση αφελείς ρομαντισμοί. Αντί να δούμε τη λαίλαπα από κρατική καταστολή που έρχεται, είτε με τη μορφή της ανεξέλεγκτης αστυνομικής βίας (που θα βασίζεται στον τρόμο των νοικοκυραίων), είτε με ακόμη αυστηρότερο τρομονόμο, αντί να συζητήσουμε με τους/τις φρικαρισμένους/ες γείτονες/ισσές μας, να ανοίξουμε τις τηλεοράσεις μας και να παρκολουθήσουμε το κλίμα τρομολαγνείας που καλλιεργείται (με κορυφαίο του Χορού τον ΣΚΑΪ) με την ατζέντα της συζήτησης να φεύγει όλο και περισσότερο μακριά από το ζήτημα της κρατικής βίας, αντί, αντί, αντί, βλέπουμε “το ξύπνημα του λαϊκού κινήματος” και την “ωρίμανση των συνθηκών για μια ευρύτερη ριζοσπαστικοποίηση”. Σύντροφοι και συντρόφισσες, αντίθετα με σας δεν είμαι καθόλου μα καθόλου αισιόδοξος, σε βαθμό που έχω αρχίσει να τρομάζω με την περίπτωση σας και τη σχέση σας με την πραγματικότητα.
Δε μου αρέσει να κράζω μόνο, οπότε η θέση μου είναι η εξής. Ούτε αναρχικός είμαι, ούτε αριστερός, αλλά αν μπω λίγο στην οπτική αυτή, θα μπορούσα να καταπιώ: οι συγκρουσιακοί/ες αναρχικοί/ες να ζυμώνουν μέσα από τις συνελεύσεις τους την επίθεση σε πολύ συγκεκριμένους συμβολικούς στόχους (τράπεζες, υπουργεία, πολυεθνικές, κάμερες κτλ.), εμποδίζοντας τους/τις πύρκαυλους/ες συτρόφους/ισσές τους να επιτίθενται σε μικροϊδιοκτησίες – οι μαχητικοί αριστεροί/ες να καταγγείλουν σύσσωμοι/ες τα επεισόδια τυφλής βίας και να διαχωρίζουν τη θέση τους μεταφέροντας τα μπλοκ τους μακριά από τα σημεία της τυφλής σύγκρουσης. Όσο ανέχονται αυτές τις πρακτικές, πολύ φοβάμαι ότι βάζουνε φωτιά δίπλα από το αυγό του φιδιού, επωάζοντάς το αντί να το ψήνουν.

8.12.08

ξεκινάει από τους δρόμους
ξεκινάει από ποιους
πώς τελειώνει τόσο μίσος
πώς μαζεύεται από τους δρομους τόση οργή

(La Haine ~ Γαλλία 2000 - Ελλάδα 2008)

7.12.08

Όλοι και όλες στην Ομόνοια ή στα Προπύλαια στις 18:00

[Το κείμενο είχε ανεβεί χτες σε λίγο διαφορετική μορφή, καθώς αφαιρέθηκαν και προστέθηκαν κάποιες πληροφορίες.]

Το Σάββατο στις δέκα το βράδυ στα Εξάρχεια ένας αστυνομικός δολοφόνησε εν ψυχρώ ένα δεκαεξάχρονο.

Την Κυριακή στη μια (13:00) το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Πατησίων έγινε συγκέντρωση διαμαρτυρίας και πορεία, την οποία κάλεσε όλη η ελληνική Αριστερά και οργανώσεις για τα δικαιώματα πλην ΚΚΕ.
Σήμερα στις 6:00 το απόγευμα νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που καλούν το ΚΚΕ στην Ομόνοια και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με πολλές ακόμη πολιτικές οργανώσεις και ομάδες στα Προπύλαια.

Είναι η πρώτη βέβαιη δολοφονία πολίτη (και μάλιστα ανήλικου) από την αστυνομία, εδώ και παραπάνω από είκοσι χρόνια - η δολοφονία του Καλτεζά έγινε το 1985, των Κουμή και Κανελλοπούλου το 1980. Δύο μέρες μετά το γεγονός και ψυχραιμότερος, επιμένω ότι αυτά συμβαίνουν μόνο σε φασιστικά καθεστώτα. Όσοι και όσες μένετε Αθήνα, να είστε εκεί, και στη σημερινή πορεία.

[Σχετικά με το φασισμό της βίας γενικά, τα είπε εξαιρετικά ο Γιώργος Κ. στα σχόλια, οπότε τον μεταφέρω σε περίοπτη θέση:
Δυο παραδείγματα από το παρελθόν πρώτα: 1) όταν πριν από μερικά χρόνια δολοφονούνταν νεαρός τσιγγάνος από αστυνομικούς, επειδή δεν σταμάτησε σε σήμα τους, γιατί δεν κουνήθηκε φύλλο, πέρα από τις γνωστές δηλώσεις-καταδίκες; Ψυχή δεν είχε εκείνο το παιδάκι ή επειδή δεν ήταν "δικό μας" (με την όποια έννοια), η δολοφονία μάς λυπεί και μας εξοργίζει, αλλά κατά βάθος δεν μας αφορά; Για να προλάβω την ένσταση ότι τότε ο κόμπος ενδεχομένως δεν είχε φτάσει στο χτένι, προεκτείνω την ερώτηση: αν προχθές ο ίδιος αστυνομικός σκότωνε στο Ζεφύρι ένα 15χρονο τσιγγάνο, θα φτάναμε στην ίδια κατάσταση που ζούμε αυτές τις μέρες; Υποθετικό το ερώτημα, αλλά νομίζω πως την απάντηση όλοι μπορούμε να τη φανταστούμε.
2) Όταν πριν από λίγες μέρες κάποιοι "αναρχικοί" ή όποιοι υπό όποια ιδιότητα και όποιο όνομα έσπαγαν στο ξύλο καθηγητές σε εκδήλωση στο Χημείο, γιατί δεν βγήκε κανείς να καταδικάσει ή να διαδηλώσει; Η ενέργεια δεν έχει το βάρος μιας δολοφονίας, σίγουρα. Μήπως όμως ούτε οι καθηγητές έχουν ψυχή ή απλώς σκεφτόμαστε "καλά να πάθουν", αφού ανήκουν στους απέναντι;
Το ζήτημα της αστυνομικής βίας έχει ξεπεράσει τα όρια, αυτό είναι δεδομένο. Νομίζω όμως πως δεν είναι αυτός ο μεγάλος κίνδυνος, έστω κι αν πλέον το κράτος δολοφονεί απροσχημάτιστα, γιατί είναι κάτι αντιληπτό από όλους πια - ξέρουμε ποιο είναι και τι κάνει κι αυτό είναι ένα πρώτο βήμα για να το αντιμετωπίσουμε. Φοβάμαι όμως πως χειρότερες κι από αυτό καταντούν οι αντιδράσεις που γίνονται επιλεκτικά, γιατί είναι αφανείς στην ουσία τους: δρα ο "επαναστάτης" όπως και το κράτος που θέλει να ανατρέψει. Όταν οι εξουσιάζοντες δημιουργούν δυο μέτρα και δύο σταθμά στην κοινωνία (ατιμωρησία, πλουτισμός λίγων κτλ.) και όσοι βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτούς δρουν ουσιαστικά με τα δικά τους δύο μέτρα, τότε απλούστατα συμπίπτουν: στη βασική αρχή τουλάχιστον συμφωνούν - η μόνη τους διαφωνία είναι στην εφαρμογή της. Και αυτό είναι λυπηρό, γιατί για τους υπόλοιπους, τους φιλήσυχους, τους μικροαστούς, που βρίσκονται ανάμεσά τους και παρακολουθούν τα γεγονότα αμέτοχοι (ενδεχομένως το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας) δεν υπάρχει ουσιαστικά πια καμιά ελπίδα για δικαιοσύνη.
Γιώργος Κ.]


Πώς να την ακούσω γιατρέ μου? - indieannalog set #4

Γη… Διαβάζοντας κάποιους διεπιστημονικούς ορισμούς της κουλτούρας βρήκα κι έναν που μου άρεσε πολύ: η κουλτούρα –έλεγε- αποτελείται από ένα σύνολο ερωτήσεων και απαντήσεων που αφορούν στη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Ισχύει για όσο χρονικό διάστημα είναι σε θέση να δίνει απαντήσεις στα διαρκώς αναφυόμενα προβλήματα και όταν φτάσει η εποχή που υπάρχει αναντιστοιχία ερωτήσεων- απαντήσεων τότε η κοινωνία εισέρχεται σε πολιτισμική κρίση και καλείται να ανανεώσει την κουλτούρα της. Περνάω πολιτισμική κρίση γιατρέ μου! Πού πήγαν οι απαντήσεις μου??? I am a spoon bender – Where do words go?

Νερό… Το δράμα που ζω εντοπίζεται κυρίως στη μουσική: εδώ και αρκετό καιρό έχω αρχίσει να μην βρίσκω κανένα ενδιαφέρον στη νέα μουσική. Και όταν ακούσω ένα τραγούδι της προκοπής στο ραδιόφωνο ξενερώσω συνήθως απ’ το προηγούμενο ή το επόμενο (δηλαδή απ’ το γενικότερο στυλ του ραδιοσταθμού βλ «θεσμικό πλαίσιο» αν μιλάμε για κουλτούρα). Οπότε παρότι μου άρεσε, με πιάνει ένα επαναστατικό «κάτω οι θεσμοί και το σύστημα» και αμέσως το ξεγράφω. Και όταν ανακαλύπτω ένα κομμάτι που το θεωρώ αποκάλυψη το ακούω τόσες φορές συνεχόμενα που στο μήνα πάνω το έχω σιχαθεί. Χώρια που έχω πολύ καιρό να βρω τραγούδι αποκάλυψη (αν και αυτό μου αρέσει: Cheese people - Catch U

Φωτιά… Ζω μια μουσική κρίση; Χρειάζεται να ανανεώσω την μουσική κουλτούρα μου; Μα το επιχείρησα αλλά δεν επικοινωνώ με άλλα είδη μουσικής! Και έχει μια λογική αυτό: αν η μουσική είναι η απάντηση μου σε υπαρξιακά ερωτήματα για τη θέση μου στο σύμπαν, ΟΚ, δε μπορεί η κάθε μουσική να μου δώσει απαντήσεις. Ω θεοί… είναι όντως τέλμα ή κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα; (απ' ότι φαίνεται Something is not right και με τους Cold war kids, πάντως: τελειώς προβλέψιμο αυτο το άλμπουμ τους)

Αέρας… Είναι σα να ακούω το soundtrack στη μέρα της Μορμότας! Όλα μου μοιάζουν ξανακουσμένα. Ας πούμε πριν 5 χρόνια οι Von Bondies είχαν βγάλει το C’ on, C’ on. Τώρα το Vacation των Clear Tigers δεν είναι σα να παίζεις το C’ on σε αργές στροφές; Μετά σου λένε να μην πέσεις στα ναρκωτικά –μα πώς να την ακούσω αλλιώς, αφού όλα ακούγονται ίδια;;

4.12.08

Ανέμελα βλασταίνοντας μακριά (τα κείμενα που δε γράφω)

Τον Οκτώβρη σχεδίαζα μια ολόκληρη θεματική, βασισμένη σε μεταφορές που με έχουν καθοδηγήσει. Να για παράδειγμα, το άπνοο μάτι του κυκλώνα. Σε καιρούς φρικαρισμένους και διανοουμενίστικα ρηχούς, με καθησύχαζε η εικόνα μου στο κέντρο ενός ανεμοστρόβιλου, να υψώνω τα χέρια μου και να προσεύχομαι στη νηνεμία. Σκεφτόμουν τότε, κοιτώντας προς το νου μου: “να μια σπουδαία αφορμή για αυτογνωσία, να βλέπεις τα σκουπίδια που σάρωσε ο κυκλώνας καθώς πέφτουν, προτού πανικοβληθείς από το ότι σε καταπλακώσαν.” Στον κύκλο των φίλων μου, αυτή είναι μια βαθιά ιστορία, εδώ μεταμορφώνεται σε αίνιγμα με σηκωμένο φρύδι, ρητορικό μου μέσο που αποποίουμαι τελευταία.

Φταίει ίσως που εδώ και καμπόσα πρωινά ξυπνώ αγκαλιασμένος και πίνω δυο καφέδες με τον ανθρωπό μου, προτού να πάει στη δουλειά με καθυστέρηση, προτού να πάρω το ράθυμο 227 για Βύρωνα. “Η ευτυχία φτιάχνεται με απλά υλικά”, ήταν το μάντρας του καλοκαιριού, το οποίο επαναλάμβανα με ήσυχο ρυθμό, στο Κίεβο, το Βουκουρέστι, τη Σαμοθράκη, τον Υμηττό. “Ναι, αλλά τα υλικά αυτά είναι δυσεύρετα.” μουρμούριζε η Λένα στα Ημερολόγιά της, παρηγορώντας με nevertheless. Θυμάμαι ετούτόν τον καιρό την Εύα, που ήμασταν μαζί τέσσερα χρόνια, την αίσθηση της απέραντης αγκαλιάς και προστασίας, σαν μια θάλασσα που δεν επρόκειτο ποτέ να τρικυμίσει. Τη θυμάμαι ως αντίθεση, καθώς όλο και περισσότερο αφήνομαι στο βίωμα της βλάστησης, μίας ήπιας ανάπτυξης που δε μπορείς, δε γίνεται να δεις ότι συμβαίνει, κι όμως απλώνεται, ανθίζει και ψηλώνει, εντυπωσιάζοντάς σε με απρόσμενους καρπούς. Ναι, όλα είναι απλά τώρα.

Έξω από το σπίτι βέβαια μαίνεται η δουλειά και η δημιουργικότητά μου, παράξενοι ιστοί και διαδρομές στο κύρος, το κέρδος και το έργο. Σας έχω ζαλίσει με κομψότητα καιρό τώρα για το ωραίο μου διδακτορικό, την απαιτητική μου εργασία και την πολιτική μου από τα κάτω, δεν ξέρω πόσους και πόσες έπεισα, αλλά αισθάνθηκα πολύ ωραίος τύπος γράφοντας με εδώ. Αν κάτι συνδέει το πάνω ορθογώνιο κειμένου με αυτό εδώ, είναι η λογική του οικοσυστήματος, όταν αρχίζουν όλα να συνδέονται παύουν να βγάζουνε σπουδαίο νόημα και εντροπιάζουν: αναγκαστικά αφήνεις την παράσταση και πιάνεις την περφόρμανς, το έργο εν εξελίξει. Αδυνατώ να εκφράσω τη ροή μου σε λόγο γραπτό και τελειωμένο, οπότε το χέρι μου αδρανεί στο πληκτρολόγιο, ξαναγκαλιάζω ένα ρόλο παλιό κι αγαπημένο, αυτόν του απολαυστικού ομιλητή.

Κι έτσι, ούτε ιστορίες ευφυείς, ούτε ημερολόγια σώψυχα, ούτε βεβαιότητες αποσταθεροποιημένες: όλα αυτά τα ταλέντα δυστυχώς ή ευτυχώς χρειάζονται τη στοχαστική ακινησία, που ετούτη την περίοδο την αξιοποιώ φυγόκεντρα, για όλα τα θέματα εκτός από εμένα.

Μέχρι λοιπόν να επιθυμήσω/γράψω μια ροή που δε θα είναι βέβαιη αλλά θα αφήνεται κυλώντας, περισσότερο εκσπερμάτωση παρά ερωτική εξομολόγηση, ρύακι ή έλος και όχι καταρράκτης, θα περιπλανιέμαι ωσάν το φάντασμα εδώ, εξερευνητής του Αμμαζονίου που χάθηκε μέσα σε αυτό που νόμιζε ότι ξέρει.

Να περνάτε καλά, δε μου λείπετε, αλλά σας νοσταλγώ.

Κωστής