CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.11.08

(σε) σκέφτομαι άρα υπάρχω - indieannalog set #3

Είναι σα να είμαστε στους αντιθέτους συρμούς του ΜΕΤΡΟ. Σε κάποιον σταθμό συναντιόμαστε. Σε κοιτάζω μέσα από το παράθυρο. Με κοιτάς απ’ το δικό σου. Μου χαμογελάς πίσω απ’ το τζάμι. Σου κάνω με το χέρι «γεια». Και μετά τα τρένα φεύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και μετά μόνο ο θόρυβος. Ανάμεσά μας. (Parov Stelar ft Luke - Your fire)

Περιμένω στη στάση μέσα στο κρύο. Με το ίδιο παλτό που φόραγε η μητέρα μου πριν γεννηθώ. Κρατάω στο χέρι το βιβλίο του Φ. Κάθομαι μόνη μου στη στάση και πέφτει η βροχή. Περνάει ένα αμάξι σαν το δικό σου. Κοιτάω την πινακίδα. Πάλι δεν είσαι. Κρατάω το βιβλίο. Τυλίγομαι στο παλτό. Νιώθω ζεστά. Με τα πράγματα εκείνων που είναι ακόμα κοντά μου. (Hugo Race & True Spirit- Before the flood -αν θέλετε μια οπτικοποιημένη εκδοχή του περάστε κι απ' τη Vain!)

«Με αγνοείς» λες. «Με αγνοείς». «I’ m trying to be all yours/ although I ain’ t answering your calls/ don’t say I’m false/ I’m only following my thoughts …». Δεν σε αγνοώ. Απλα τραγουδάω το αγαπημένο σου τραγούδι. (Luomo - Tessio)

Πέφτει η νύχτα. Παγωνιά. Φως μόνο απ’ την οθόνη του υπολογιστή. (Miles Tilmann - Stairs to snow)

Στο gmail. Άλλο ένα γράμμα που δε θα στείλω. «exeis patisei to koumpi pou se deixnei aorati sto mail?Alla o,ti de fainetai de simainei oti den yparxei. Eisai mesa?». Τα γράμματα στο gtalk μικρά σα να ψιθυρίζουν. Κι αν είμαι, κι αν δεν είμαι; Έτσι κι αλλιώς δηλώνω αόρατη. Σαν φάντασμα. Πως μπορει να σε αγνοεί ένα φάντασμα; Πώς μπορώ να σε αγνοώ αφου δεν υπάρχω; (A weather - Spiders snakes)

27.11.08

Μεγάλος βαρετός γάμος (μέρος α')

Το αεροπλάνο πετάει πάνω από ροζ σύννεφα. Ξημέρωμα στην Αττική. Η τελευταία μέρα του καλοκαιριού ποτέ δεν είχε φανεί τόσο γέρικη. Ποτέ δεν είχε φανεί τόσο κρύα. Η αδερφή μου κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Εγώ κοιτάζω την αδερφή μου. Εμένα δε με κοιτάζει κανείς.

Το βράδυ που φτάσαμε στα Χανιά μαζευτήκαμε όλοι στο πατρικό της Μαρίας για το «εργένικο πάρτι».
-Κανονικά δε θα έπρεπε να είστε μόνο κορίτσια και να κάνετε βρόμικα πράγματα; Ρώτησα τη μέλλουσα νυφούλα.
-Μα είμαστε μόνο κορίτσια χρυσό μου. Εσείς δεν είστε καλεσμένοι: είστε η ατραξιόν της βραδιάς! Λοιπόν, είσαι έτοιμος για να μας κάνεις στριπ-τιζ; Γέλασε δυνατά η Μαρία.

Οι λέξεις ήταν ό,τι πιο βρόμικο κάναμε –μαζί με κάτι χύμα κρητικά τσιγάρα, σκέτο μπετόν. Όλο το υπόλοιπο βράδυ αποστειρώθηκε μέσα σε ατμούς κατσαρόλας. Η Μαρία να ξεπετσιάζει το κοτόπουλο ενώ ο αδερφός της έφτιαχνε το ιταλο-κινεζο-Μαρκό-ρυζό του. Η Ρένα διάβαζε ποίηση πάνω από μια μισοκομμένη φρατζόλα. Στο ένα χέρι το βιβλίο, στο άλλο το μαχαίρι.
-Βάλθηκες να πεθάνεις απόψε ; λέω και της αρπάζω τον Μαγιακόβσκι.
Το μαχαίρι δεν αποτελουσε τόσο μεγάλο κίνδυνο.

Η μουσική ηχεί παράξενα. Μπολιασμένη με το σφύριγμα της χύτρας, είναι σα να ταξιδεύουμε σ’ ένα μουσικό- Μουντζούρη που αγκομαχάει να ανεβάσει τη διάθεση μας. Η αδερφή μου μασουλάει μπισκότα κανέλας και πηδάει απ’ το ένα θέμα στο άλλο –στην προηγούμενη ζωή της μάλλον ήταν καγκουρό. Η Μαρία βρίσκει ευκαιρία, έρχεται και με ρωτάει για τον πρώην της. Όχι, δεν τον βλέπω καθόλου στην Αθήνα. Όχι, δεν ξέρω αν βγαίνει με άλλη τώρα. Ναι, άμα μάθω θα της πω.
Όλο για πρώην μιλάει, μα μόνο το μέλλον σκέφτεται. Αν όχι γιατί παντρεύεται το Θανάση αύριο; Η Ρένα πάλι μόνο τον Κώστα σκέφτεται, αλλά δε μιλάει γι’ αυτόν. Από τότε που έφυγε δεν ξαναμίλησε. Τον έβρισε λίγο και μετά τίποτα. Μάλλον γιατί κατάλαβε πως μόνο στη σκέψη της έμεινε. Κι αν τον τυπώνει στη γλώσσα, τον κόβει σε λέξεις και τον μοιράζει σε προτάσεις, στο τέλος δε θα της μείνει τίποτα δικό του. Δε θέλει να τον χαραμίζει σε εισπνοές, εκπνοές, φωνές και ήχους. Δε θέλει να τον μοιράζεται με άλλους.

Πίνουμε κρασί και προσποιούμαστε ότι το φαΐ είναι εξαιρετικό. Ότι η παρέα είναι εξαιρετική. Μένουμε νηστικοί βέβαια. Στο στομάχι και στην καρδιά. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά.

Ο Μάρκος πάει να φέρει τη φωτογραφική μηχανή.
-Να μας θυμάσαι όλους με αγάπη!
-Πάντα με αγάπη, λέει κι η Ρένα.
Και η Μαρία σηκώνεται ν’ αλλάξει cd πριν βάλει τα κλάματα.
Θυμήθηκε ένα καλοκαίρι στην Αντίπαρο, είπε στη Ρένα «είσαι τρελή κι ανάποδη και σ’ όποιον δεν αρέσει να μη σε κάνει παρέα. Εγώ σ’ αγαπάω και δε σ’ αλλάζω». Αλλάξανε όμως και οι δυο. Η Μαρία αρραβωνιάστηκε- έμπλεξε, χάθηκε. Και η Ρένα χάθηκε -όπως συνήθιζε, πάντα ήταν χαμένη στον κόσμο της άλλωστε. Όταν την αποχαιρετούσε στο πλοίο της έδωσε ένα cd με τα τραγούδια που χορεύανε το τελευταίο καλοκαίρι. «Έχει και το τραγούδι των Pulp. Μην ξεχάσεις τα λόγια…» της είχε πει η Μαρία. «Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ» της είχε πει. Και την έσφιξε. Με αγάπη.

Τις κοιτάζω στο νεροχύτη. Η μια πλένει, η άλλη ξεπλένει. Τα πιάτα περνάνε από χέρι σε χέρι, σα νομίσματα που εξαργυρώνουν τη φιλία τους. Ανεκτίμητη αλλά πια εύθραυστη. Σαν πορσελάνη. Δεν αντέχει στην τριβή. Δεν κάνει να την χρησιμοποιείς πολύ...

Φεύγοντας ο Μάρκος χαρίζει στη Ρένα το βιβλίο του Μαγιακόβσκι.
-Έτσι που το 'κανες μες στην κουζίνα, παρ’ το τώρα! Και της γελάει.
Αφήνουμε και τη Μαρία πίσω.
-Να πας να κοιμηθείς, αύριο είναι μεγάλη μέρα.

-Αυτό είναι που με ανησυχεί: που μεγάλωσα κι εγώ για να της ταιριάξω, λέει εκείνη.
-Θα είναι ο πιο μεγάλος και βαρετός γάμος της Κρήτης. Θα σ’ αρέσει θα δεις!
-
Ρε παιδιά, που μ’ αφήνετε τώρα; Φοβάμαι.
Κοιταζόμαστε με τη Ρένα. Είχαμε μια κουβέντα στο ταξίδι για τις επιλογές. Η Μαρία επέλεξε. Παντρεύεται αύριο. Τα υπόλοιπα είναι ακκισμοί. Ή απλά κακοί υπολογισμοί. Αλλά εγώ δεν πιστεύω πια ότι οποιοσδήποτε δικαιοδοτείται να αλλάζει γνώμη μόλις τα βρει σκούρα.
-Τα βλέπεις όλα σκούρα επειδή εσύ είσαι κάτασπρη μέσα στο νυφικό σου. Άντε, σάλτα κάτω. Θα σε δούμε αύριο στην Αγία Μαρίνα στις έξη. Μη μας στήσεις!

Τη βλέπουμε να προχωράει μόνη της και να μπαίνει στο σπίτι. Τελευταία φορά μόνη της. Αύριο ζευγαρωμένη κι αυτή…

(η συνέχεια και το τέλος την επόμενη Πέμπτη)

23.11.08

Let the music take the blame - indieannalog set #2

(αν η μουσική δεν μπορουσε να μιλησει στη θέση μου, ποιος ο λόγος να την ακούω στην τελική?) ;Ρ

Sitting here wishing on a cement floor, just wishing that I had just something you wore. I'll put it on when I grow lonely -will you take off your shirt and send it to me?
I miss your kissin' and I miss your head, and an e-mail in your writing doesn’ t mean you are not dead -run outside in the desert heat make your shirt all wet and send it to me.
Sitting here wishing on a cement floor, just wishing that I had just something you wore… bloody your hands on a cactus tree, wipe it on your shirt and send it to me...


Cause my heart it's a house in tornado. Oh my heart, it's a house in the sky in the eye of tornado. Oh my heart it's a roof in El Niño, yeah my heart it's a roof made of straw in the jaw of El Niño. Oh my heart it's a fish out of water, it's a rock in the gutter. Oh my heart -it's a black in a rainbow, οh my heart - it's so damn cold, so damn cold. And I throw my heart into the fire 'cause I want to set my heart on fire. Αnd I watch it try befriending embers but the ice don't melt in mid-December.

Like veins without the blood, legs without the run, sex without the cum, you got aches without the fun. I saw it and I knew it, I was right inside it -you can close your mind but then you just ain't trying, no. Tap tap on my windowsill and I won't let you in, yeah. Cheep cheep from a sparrow outside says you ain't gonna win, no!
Carve your name into my heart, better than a tattoo or a photograph. Put your face on a contact lens, only I have been to all the places we've seen and, where am I gonna go gonna go it again.


Careless in our summer clothes, splashing around in the muck and the mire, fell asleep with stains cake deep in the knees, what a pain. Now hang me up to dry -you wrung me out too, too, too many times. Now hang me up to dry I'm pearly like the white-whi-whites of your eyes

Wanting, missing, having, letting, knowing, forgetting, showing, climbing, falling, sucking, breathing, lying, loosing, missing, you make me feel, Happy, clumsy, angry, rash, cripple, silly, little, smaller, taller, witty, hasty, sexy, weary, ugly, You make me feel, In there, neither, someone, several, all round, in time, more off, instant, more like, therefore, pinned on, hardly, in there, often, You make me feel, Envy, fucking, wasting, sighing, coping, bragging, coughing, dying, laughing, plastifying and crying You make me feel

Αέρας Pixies - Cactus (επιθυμία) & Mother Mother - O my heart (ταχυπαλμια)
Φωτιά Grates - Carve your name (τραβάτε με κι ας κλαίω)
Νερό Cold war kids - Hang me up to dry (παράδοση άνευ όρων)
Γη dEUS - Guilty pleasures (εθισμός)

16.11.08

Pop science - indieannalog set #1

Γη… Μπλέχτηκα με μια ομάδα που προσπαθούν να γράψουν ένα θεατρικό βασισμένο σε επιστημονικές ιδέες και θεωρίες. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα όταν διάβασα το πρωτόλειο ήταν πως όλα τα κορίτσια είχαν ρόλο ηλιθίας. Όλες ρωτούσαν σαν στερεότυπο ξανθιάς με την τσίχλα (βλ Ιωαννίδου σε ελληνική ταινία) «και πώς γίνεται αυτό» ή αναφωνούσαν «ω, μα είναι δυνατόν»; Ο σεναριογράφος είπε την ατάκα του αιώνα: "κορίτσια, δυο άνθρωποι μόνο μπορούν να το αλλάξουν αυτό: ο κομμωτής σας ή εγώ -και που να τρέχετε για ντεκαπαζ τώρα..."! (προσωπικά δεν έχω τέτοια ψυχολογικά, γουστάρω pop και ποτέ δεν σκέφθηκα αν αυτή είναι για ξανθιές ή μελαχρινές! Pale fountains – Palm of my hand)

Φωτιά… Υποτίθεται ότι εγώ μπήκα στην ομάδα για να κοινωνήσουμε την επιστήμη με ένα τρόπο που υπερκεράσει τα εμπόδια/ στερεότυπα. Ένα τέτοιο είναι ότι τα κορίτσια δεν κάνουν για φυσικές επιστήμες. Ένα άλλο ότι τα μικρά παιδιά είναι χαζά και δεν καταλαβαίνουν. Και στις δυο περιπτώσεις φταίει ο τρόπος που παρέχουμε την επιστημονική γνώση. Οι γυναίκες και τα παιδιά θέλουν απλά και λίγη χρυσόσκονη μαζί με τα κυκλώματα και τα πηνία που τσαμπουνάς! Με λίγα λόγια δεν φταίνε αυτές που δεν καταλαβαίνουν- φταίει ο τρόπος μας που δεν τις ενδιαφέρει (γι’ αυτό μ’ αρέσουν οι MGMT, γιατί εκσυγχρονίζουν τις χιλιοακουσμένες μελωδίες και τις προσαρμουν στην εποχή μας για τα παιδιά του σήμερα! Διδακτικός μετασχηματισμό όχι αστεία!)

Αέρας
Πάμε λοιπόν να κάνουμε εκλαϊκευμένη επιστήμη και πέφτουμε στον σκόπελο του συμμετέχοντα επιστήμονα που δεν τον ενδιαφέρει κανείς να "μάθει" όσο να τα ακούσει. Το δικό του κίνητρο για να μπει στην ομάδα ήταν «να δείξει μια εικόνα επιστήμονα που είναι cool». Καθένας με την τρέλα του αλλά αν θες να καταλάβεις τι είναι cool, είναι όταν οι ιντελεκτουέλ Walkmen αποφασίζουν να σου μάθουν γαλλικά και οι Brooklyn Ηφαιστειολογία σε απλή pop. Αυτό το λέμε εκλαϊκευμένη επιστήμη)!

Νερό… Τι έγινε τελικά σε αυτή την ομάδα; Αλλάξαμε τα φώτα στο σενάριο, εγώ κατέστρεψα ολοκληρωτικά το κοινωνικό μου προφίλ αφού πλακώθηκα με όποιον δεν προωθούσε το ιδεαλιστικό μου όραμα περί pop & ανάλαφρης επιστήμης και το ηθικό δίδαγμα είναι ότι έχουν πλάκα τα στερεότυπα αλλά η αλήθεια είναι πως η βλακεία και ο ναρκισσισμός δεν είναι προνόμιο των ξανθιών ούτε των ηθοποιών. Υπάρχει πολύ πιο ναρκισσιστικό σινάφι που είναι και πιο επικίνδυνο γιατί κρύβει τη ματαιοδοξία του με επικαλύψεις σοβαροφάνειας και ειδημοσύνης. Ναι, το ακαδημαϊκό σινάφι είναι αυτό (OK, κακώς γενικεύω αλλά έχετε το νου σας γενικότερα. Κα δεν χρειάζονται υποβρύχια εν προκειμένω για να ριχνετε μια ματια και κάτω από την επιφάνεια των ανθρώπων) Submarines - Xavia

15.11.08

Μπλο(γ)κάρισμα – Ντεμέκ βιογραφία μετά μουσικής

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας μπλόγκερ που ξαφνικά έχασε τη διάθεση να γράφει. Στην αρχή δεν ανησύχησε, του είχε συμβεί ξανά, είχαν περάσει λίγες μέρες κι ένα πρωί πήρε καφέ, τσιγάρα, πληκτρολόγιο κι έγραψε ένα ποστ αφαιρετικό και βαθυστόχαστο, από τα καλύτερά του. “Με γνωρίζω καλά” είπε πειστικά στον εαυτό του “κάτι σημαντικό επωάζεται μέσα μου, για αυτό σωπαίνω”. Οι μέρες όμως κυλούσαν και κυλούσαν, με δουλειές, γκομενίσματα, ξύδια και βόλτες, αλλά καμία ιδέα δεν προέκυπτε, καμία έμπνευση δε δινόταν από όλη αυτή τη ροή των γεγονότων. Μετά τη δεύτερη βδομάδα σιωπής τρόμαξε, δεν ήταν πια σκεπτόμενος αλλά βουβός.
Ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν μια πρώην του, που είχε κι αυτή μπλογκ, αλλά το είχε παρατήσει πια. Δεν έγραφε τόσο καλά όπως αυτός, αλλά τουλάχιστον θα τον καταλάβαινε: σήκωσε το τηλέφωνο και την κάλεσε χωρίς να τον απασχολήσει πως είχαν να μιλήσουν μισό χρόνο και παραπάνω. Μετά τα πρώτα εθιμοτυπικά για το πόσο κρίμα ήτανε που χάθηκαν και τα νέα του τελευταίου μισού χρόνου εν συντομία, η Έφη άκουσε με εγκάρδια υπομονή τον προβληματισμό του, προσέχοντας τα χασμουρητά της να είναι αρκετά χαμηλόφωνα, ώστε να μη φτάνουν στο άλλο ακουστικό. “Ποια είναι η γνώμη σου λοιπόν;” τη ρώτησε στο τέλος. “Αχ βρε Κωστή, είμαι σίγουρη πια, τον βαρέθηκα και το ναρκισσισμό και τη σοβαροφάνειά σου. Ένα χόμπι είναι, κι εσύ το κάνεις να μοιάζει με κέντρο του σύμπαντος. Χαλάρωσε, γίνε λίγο πιο ποπ! Η καλύτερα, επειδή δεν πιστεύω ότι το ποπ το 'χεις ή θα το βρεις ποτέ, απλώς άφησέ με ήσυχη...” είπε και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Εκνευρίστηκε πολύ από τη συμπεριφορά της, τον παρουσίαζε λες και την έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο να της λέει τα προβλήματά του, τόσον καιρό είχαν να τα πουν. Φόρεσε τη μαύρη καμπαρτίνα του με ένα κόκκινο κασκόλ κι αποφάσισε να βγει μια βόλτα στην πόλη. Περπάτησε λίγο με κατεύθυνση το Καλλιμάρμαρο, αλλά σύντομα κουράστηκε και μπήκε στο πρώτο λεωφορείο για Ομόνοια, κατέβηκε εκεί και συνέχισε στην Αιόλου. Μετά από λίγο κοντοστάθηκε και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Τελευταία φορά που είχαν μιλήσει ο Μιχάλης σπούδαζε θέατρο στο Παρίσι, πώς είχε βρεθεί να κάνει το ζογκλερ στην Αθήνα; Τον χάζεψε λίγο, τη χάρη των κινήσεων του, το νευρώδες του σώμα, τον θυμήθηκε γυμνό. Ωραία ήταν εκείνη η εποχή που πειραματιζόταν με διάφορα, που αφηνόταν να αγαπήσει τα πάντα, πέρασε όμως ο καιρός και πάει. Ίσως και να του ταίριαζε περισσότερο η προσεκτική μοναξιά, με το απλό, χωρίς έγνοιες σεξ της. Ο Μιχάλης έκανε διάλειμμα και τον πήρε χαμπάρι με τη σειρά του. “Ωπ Κωστή, τι έγινε; Καιρό έχουμε να βρεθούμε, Αθήνα κι εσύ;” Επέλεξε να μη του πει τα νέα του, αλλά να ξεκινήσει με αυτό που τον απασχολούσε, τη γραφή του ή καλύτερα την απουσία της. Ο Μιχάλης άναψε ένα τσιγάρο, το κάπνισε κι όταν έγινε αποτσίγαρο, το έριξε με το ένα χέρι κάτω και με το άλλο του έκλεισε το στόμα. “Μιλάς πολύ. Πάντα μιλούσες πολύ, αλλά μετά το Παρίσι οι αντοχές μου μειώθηκαν. Παίρνεις κάτι χαρούμενο και δημιουργικό και το παρουσιάζεις σαν υποχρέωση και θλίψη. Ξέρεις τι μου έλεγε μια φίλη μου η Έμμα; Δε με ενδιαφέρει να λύσω κανένα πρόβλημα, αν δε μπορώ να χορέψω στο ρυθμό του.” φώναξε θυμωμένα και ξανάρχισε να λικνίζεται πετώντας στον αέρα τις κορίνες, χωρίς να κοιτάζει καν προς τη μεριά του.
Σε αυτήν την περίπτωση δε θύμωσε, ήξερε πως είχε δίκιο, πόσο τον είχε κουράσει με το διανοουμενισμό του, τους μονολόγους για βιβλία και τις ροές σκέψεων για τα πάντα και τίποτε. Οι αναμνήσεις αυτές τον έφεραν στο παρόν και του θύμισαν το διδακτορικό του, ο επόπτης του θα ήταν στο γραφείο του κοντά στην Καπνικαρέα σήμερα, δε θα ήταν άσχημα να περνούσε να του πει ένα γεια, πιθανόν να είχε δει και την πιλοτική έρευνα που του έστειλε. Κατηφόρισε λίγο ακόμα την Αιόλου και χώθηκε στα στενά του κέντρου, πριν καλά καλά το καταλάβει έμπαινε στο γκρίζο κτίριο του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Βρήκε στο Στέλιο να στρίβει ένα τσιγάρο, πίσω από δύο σωρούς βιβλίων, έναν για αυτά που δίδασκε και έναν για αυτά που τον ενδιέφεραν. “Βρε καλώς τον! Πάνω στην ώρα, πριν λίγο τελείωσα τα σχόλιά μου για το κείμενό σου, σου τα έστειλα με μέιλ.” Αποφάσισαν ότι δεν είχε νόημα να κουβεντιάσουν σήμερα, καλύτερα να διάβαζε πρώτα το μέιλ και να πίνανε κανένα καφέ στο Παγκράτι, γείτονες ήταν. Σκέφτηκε να ζητήσει τη γνώμη του για το πρόβλημά του, στο κάτω κάτω συγγραφέας ήταν κι αυτός, απλά ξεδίπλωνε επιχειρήματα και συνεπαγωγές, όχι ιστορίες. Ο Στέλιος χαμογέλασε με το μισό πρόσωπο (ώρες ώρες του έμοιαζε στη Τζοκόντα, με τόσα αινίγματα που κουβαλούσε στο κεφάλι του), άναψε το στριφτό του και σχολίασε. “Κωστή, έχεις ένα κάποιο ταλέντο στο γράψιμο, σου το γράφω κιόλας ότι είναι το πιο ευχάριστο πιλοτικό διδακτορικού που έχω διαβάσει. Πρέπει όμως να καταλάβεις ότι την πήρες την απόφασή σου, όσο περνάει ο καιρός θα γράφεις όλο και περισσότερη επιστήμη, θα βγάζεις την ενέργειά σου εκεί και θα έχεις όλο και λιγότερη όρεξη για λογοτεχνία. Η άλλη λύση είναι να τη δεις συγγραφέας πλήρους απασχόλησης και να φυλακιστείς στο γραφείο σου, γράφοντας το ένα κείμενο μετά το άλλο. Δε θα συμβούλευα όμως κανένα να κάνει τα ίδια λάθη με εμένα.” κατέληξε γελώντας και φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού προς το μέρος του. Δεν του άρεσε ο τρόπος που τον κόλλαγε στον τοίχο τις περισσότερες φορές, λέγοντάς του πράγματα που δεν τα είχε ξανασκεφτεί, αυτός ο τόσο ευφυής. Μουρμούρισε ένα “Μάλλον έχετε δίκιο. Λοιπόν καλύτερα να πηγαίνω, να δω και το μέιλ με τα σχόλιά σας.” και πήρε να κατεβαίνει τις σκάλες προς την έξοδο.
Βγαίνοντας από το κτίριο ένιωσε τη δόνηση του κινητού του, το έβγαλε από την κωλότσεπη και είδε τον αριθμό του φροντιστηρίου που δούλευε, τι να τον ήθελαν πάλι. Το αφεντικό του ήταν ενθουσιασμένο με τις σημειώσεις για την Έκθεση που είχε ετοιμάσει, για να αντικαταστήσουν τις παλιές. Μπορεί να του 'χε παραπονεθεί ότι τις καθυστέρησε πολύ, το καλοκαίρι τις είχε υποσχεθεί και τις έφερε Νοέμβριο, φαινόταν όμως ότι δούλεψε κι έγραψε πολύ. “Μοιάζουμε πολύ, Κωστή” του είπε θυμόσοφα το αφεντικό “αν αποφασίσουμε να καταπιαστούμε με κάτι ή θα το κάνουμε πολύ καλά ή δε θα το κάνουμε καθόλου. Θα μου πεις τι καταλαβαίνω που το κάνω αυτό, με τρώει η δουλειά και δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με τίποτα άλλο, κι εσένα όπως σε βλέπω αν συνεχίσεις έτσι, σε αυτό θα καταλήξεις...” Τον κατάλαβε να παίρνει καταθλιπτικές στροφές και τον διέκοψε με τη δικαιολογία ότι τον έβρισκε στο δρόμο, δεν τον άκουγε καλά και καλύτερα να τα λέγανε από κοντά την Πέμπτη στο μάθημα. Συμφώνησε και τον χαιρέτισε, ευχαριστώντας τον μια ακόμη φορά για την όρεξη και τον κόπο του.
Ανέβηκε την Ερμού με προορισμό ένα ίντερνετ καφέ στο Σύνταγμα, είχε περιέργεια να δει τα σχόλια του επόπτη, η Άντα που έγραφαν μαζί στο μπλογκ είχε όμως προλάβει να του στείλει ένα μέιλ αμέσως μετά και ήταν πάνω πάνω στα εισερχόμενα. Ξεκίνησε με αυτό, αναρωτιόταν κιόλας τι να κάνει, πάλι την είχαν πιάσει οι μαύρες της και δεν έβγαινε από το σπίτι, επικοινωνούσε μόνο μέσω μέιλ και facebook. Λες και ήταν μέσα στο μυαλό του, είχε διαβάσει το τελευταίο του κείμενο για το μπλοκάρισμα του συγγραφέα, παρατήρησε πως είχε καιρό να γράψει, και τον ρωτούσε ευγενικά αν είναι καλά και για ποιο λόγο δεν έγραφε. Το κλείσιμο του γράμματος τον προβλημάτισε πολύ, η Άντα έβαζε ως ενδεχόμενο ότι το μπλογκ πιθανόν και να είχε κλείσει ένα κύκλο για αυτόν, τον ενάμιση χρόνο που τον παρακολουθούσε από κοντά στην Αθήνα, έδινε όλο και περισσότερη σημασία σε εξωτερικές δραστηριότητες και επαφές, “αποκηρύσσοντας την παλαιότερη, άπραγη ηρεμία” του. (Στα μέιλ της συχνά έβγαζε ένα λόγιο εαυτό, που έλειπε τελείως από τα κείμενά της, αντίθετα με εκείνον που ο διανοουμενισμός του ήταν συγγραφική τιμή του και καμάρι του.) Και επέμενε στον επίλογό της: “Ίσως πρέπει να αποδεχτείς ότι όπως το μπλογκ σε έβγαλε από τη χειμερία νάρκη σου, προς το διαδίκτυο αρχικά και μετά προς τα έξω, θα ερχόταν κι ο καιρός που θα όφειλες να το αποχαιρετίσεις, όντας πολύ εξωτερικός και φυγόκεντρος πια για να σε ενδιαφέρει.” Έκλεισε το παράθυρο του Firefox, χωρίς να τον νοιάζει να δει καν τα σχόλια του επόπτη του, τον είχε καταεκνευρίσει η μαλακισμένη. Ήταν τόσο αχάριστη που αντί να σκεφτεί πως εξαιτίας του είχε αρχικά ασχοληθεί με αυτήν την ιστορία, χάρη στην πρόσκλησή του βρήκε δημόσιο βήμα για τα γραπτά της πριν ενάμιση χρόνο, αντί να τον παρηγορήσει, του επιβεβαίωνε τους φόβους του και τον αποχαιρετούσε. Δεν μπορούσε να πάψει να βλέπει τον εαυτό του σαν καλλιτέχνη, του ήταν αδύνατο να πέσει τόσο στα μάτια του εαυτού του και των άλλων! Ένιωσε μια ισχυρή ανάγκη να την πάρει τηλέφωνο και να τη βρίσει, αλλά συγκρατήθηκε. Θα περπατούσε λίγο ακόμα και θα ηρεμούσε, ίσως μια φτηνή μπίρα στα Εξάρχεια να βοηθούσε τη διάθεσή του.
Περπατώντας γύρω από την πλατεία με κατεύθυνση το Αθήναιον στην Τσαμαδού, τον σταμάτησε μια παράξενη εξηντάχρονη, για να του ζητήσει χρήματα για το μωρό της, μια παιδική κούκλα που κουβαλούσε σε ένα ψεύτικο καροτσάκι, πεινούσε και δεν είχε ούτε ένα ευρώ για να του αγοράσει γάλα. Λυπήθηκε την τρέλα της και της έδωσε ένα πεντάευρω, έτσι κι αλλιώς ήταν ο πιο πρωτότυπος τρόπος που του είχαν ζητιανέψει χρήματα. Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε, τον κοίταξε στα μάτια, κι αυτός αισθάνθηκε μια απόκοσμη ζεστασιά, σαν να είχε βγει καλοκαιρινός ήλιος μες στο φθινόπωρο και να τον χάιδευε με τις ακτίνες του. “Είσαι καλός άνθρωπος, παιδί μου, παρά τη μεγάλη αλαζονεία σου, που σε οδηγεί σε άσκοπους δρόμους. Είμαι η Μαντόνα των Εξαρχείων και μπορώ να πάρω ένα βάσανο από πάνω σου, όποιο θέλεις εσύ, αρκεί να μη βλάπτει κανέναν άλλο η επιθυμία σου, εκτός από σένα. Πες μου, μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;” Κοίταξε την άκακη μισότρελη γυναίκα και αποφάσισε πως είχε έρθει πάνω στην ώρα, να τον ξεκουνήσει από τη σοβαροφάνεια και τα κολλήματά του. “Θέλω να ξαναρχίσω να γράφω στο μπλογκ μου” της είπε “δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο για μένα από τη σιωπή”. Άγνωστο πως, η κούκλα μωρό σήκωσε το δεξί της χέρι σαν τον ευλογούσε και η γυναίκα χαμογέλασε πλατιά, δείχνοντας ένα στόμα με τρία μισοσαπισμένα μπροστινά δόντια. “Έτσι θα γίνει, παιδί μου, μην ανησυχείς πια για αυτό. Πήγαινε στην ευχή του παιδιού μου.” Γέλασε για πρώτη φορά μετά από καιρό και κατευθύνθηκε πίσω στην Ομόνοια και τη Σταδίου, για να πάρει το λεωφορείο του γυρισμού προς το σπίτι. Με την άκρη του ματιού του την είδε να μπαίνει στην πλατεία και να πλησιάζει έναν τύπο με ράστα, ίσως για να αγοράσει πρέζα, ίσως για να τον βοηθήσει να σωθεί.

[Καμιά κορύφωση, λυπάμαι. Απλώς ο τύπος ξανάρχισε να γράφει.]

12.11.08

Εμπιστοσύνη

( «Η μεγαλύτερη οδύνη του άλλου είναι κατώτερη απ’ τη δική μου απόλαυση» πιστεύει ο θύτης, και η Ζυστίν «επιθυμώ να είμαι το θύμα σου: με αναστατώνει η ιδέα πως θα γίνω η αιτία για ένα έγκλημα». Οι ψυχροί ήρωες του Sade παρουσιάζονται αναίσθητοι αφού –κατά τη φιλοσοφία του- οι συγκινήσεις του έρωτα οδηγούν σε μεγάλη σπατάλη ψυχικών δυνάμεων, ενώ η απάθεια φροντίζει να φυλάς δυνάμεις, σε κρατά μακριά απ’ την φθορά. Στην παρακάτω ιστορία βιώνονται μεγάλες συγκινήσεις. Σωματική φθορά. Μα καμία ψυχική κακοποίηση. Και είναι s/m).
Σημείωμα: στις ιδανικές συνθήκες, θα ήθελα να κάνετε κλικ στην πρώτη πρόταση και να ξεκινησετε να διαβάζετε παράλληλα με το τραγούδι)

-Είσαι εκείνη που λατρεύω. Είσαι η πόρνη μου. Θα γίνεις μάνα των παιδιών μου μα εσύ θα είσαι το μωρό μου…
Με κοιτάς με εκείνο το γυάλινο βλέμμα, γαλάζιο του πάγου -γαλάζιο του πάγου που καίει.

-Άουτς, καίει!
-Καίει μωρό μου, και με ξαναχτυπάς

Σε κοιτάω, με κοιτάς. Η παλάμη σου πέφτει με δύναμη στο γλουτό μου κι εγώ από παιδί ξέρω να αντέχω στον πόνο. Πεισματώνω και δεν κλαίω. Το δέρμα καίει μα δεν κλαίω. Ξέρω πως θες να φανώ δυνατή. Ποιο το νόημα να είσαι με κάποια που λυγίζει με τη μια. Με κάποια που την έχεις του χεριού σου- βαρετό. Μα κάποια που θες εσύ να τη δαμάσεις -ενδιαφέρον αυτό.

-Άουτς, ξαναλέω λίγο μετά. Πονάω!
-Το ξέρω, και γελάς.
Γαλάζια τα μάτια σου, γαλάζιο του πάγου και καίνε.
-Σταμάτα, πονάω λέμε.
-Και; Τι θες;
-Να σταματήσεις!
-Δεν είσαι πειστική.

Δεν είμαι. Γιατί σε κοιτάω και με κοιτάς. Γαλάζια μάτια, γαλάζια του πάγου και καίνε: νιώθω σα να με ψήνεις ζωντανή, σαν μάγισσα στην ιερά σου εξέταση. Αχ, σταμάτα αυτή τη διείσδυση με τα μάτια σου και μόνο, αυτό το βλέμμα - πώς το κάνεις;- πώς έρωτα μου κάνεις με το βλέμμα σου και μόνο;

-Σταμάτα, πονάω, σταμάτα.
-Σταμάτα και τι;
-Σταμάτα κι έλα πάρε με αγκαλιά.

Ξαπλώνεις στο πλάι, γαντζώνομαι πάνω σου, η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει. Κατά περίεργο τρόπο και η δική σου. Η καρδιά σου χτυπάει πάνω στη δική μου όπως με αγκαλιάζεις, το πρόσωπό μου στο λαιμό σου, «γιατί το κάνεις; σου αρέσει»; «Προφανώς, μ’ αρέσει η αίσθηση στο δέρμα σου που τσιτώνει, εσένα»; Εμένα μου αρέσεις εσύ, θα είμαι πάντα η πουτάνα σου, θα γίνω μάνα των παιδιών σου μα θα είμαι το μωρό σου. Μα λέξη δε λέω και μόνο σε κοιτάω.
Γαλάζια τα μάτια σου, γαλάζια και μοιάζουν παιδικά.
Με φιλάς και γλιστράς το χέρι σου κάτω από τα μαλλιά μου. Γλιστράς το χέρι σου κάτω απ’ το μαξιλάρι. Τραβάς ένα καλώδιο. Χοντρό καλώδιο κόκκινο σε κύκλο τυλιγμένο. Το πιάνεις απ’ τη μέση και όπως το κρατάς θα ’λεγες μοιάζει με καρδιά. Σκληρό καλώδιο usb σαν κόκκινη καρδιά.

-Δε θα το κάνεις, σου λέω και σε κοιτάω.
Γαλάζια μάτια, γαλάζιο του πάγου και καίνε όταν με κοιτάς.
-Δε θα το κάνω μωρό μου; και με χτυπάς.

Το καλώδιο σκίζει τον αέρα κι εγώ γαντζώνομαι πάνω σου σα να πέφτω από γκρεμό, πιέζω τα δάχτυλα πάνω στην πλάτη σου, σφίγγω τις παλάμες και δαγκώνω τον ώμο σου να μην ουρλιάξω, κολλημένη πάνω σου, σάρκα από τη σάρκα σου, κρύβομαι στο λαιμό σου, αφουγκράζομαι τον παλμό σου, ακούω το αίμα να κοχλάζει, νιώθω το δέρμα σου να καίει όσο το δικό μου, τις φλόγες να χορεύουν στην κοιλιά σου, κι αν εξαγνίζει η φωτιά -δώσε φωτιά, αν εξαγνίζει η φωτιά είμαι αγνή κι είσαι κι εσύ, σε τόση φλόγα γινόμαστε κι οι δυο καθαροί, κι οι δυο πάλευκοι.

-Είσαι κάτασπρη εκεί που σ’ έπιανε το μαγιό! Είδες για να μην είσαι μαυρισμένη ολόκληρη αναγκάζομαι να σε μαυρίσω εγώ!
Σε κοιτάω, με κοιτάς, δε θα κλάψω. Σ’ αγαπώ, με κρατάς, δε θα σ’ απογοητεύσω. Δε θα σε αφήσω να με βαρεθείς τόσο εύκολα. Δε θα λυγίσω σαν τις άλλες σου εγώ. Θέλω να καταλάβεις τη δύναμη μου. Να δεις ότι είναι η δύναμη που με δένει μαζί σου, και όχι η αδυναμία όπως νομίζεις. Είναι η δύναμη μου η αδυναμία που σου έχω. Η δύναμη να βάλω κάτω τον εαυτό μου για σένα, να φυλακίσω τα δαιμόνια μου για να ΄χω χώρο να αγκαλιάσω τα δικά σου.

-Τι, και με κοιτάς. Τι θες; Και με φιλάς
-Θέλω να είσαι εραστής στο κρεβάτι μου και περίστροφο στο κεφάλι μου. Μέσα σου βρίσκω τη βρομιά. Μέσα σου μετρώ τ’ άστρα. Μέσα σου νιώθω όμορφη. Μέσα σου γίνομαι θεά. Δε πρέπει ποτέ να είμαστε χωριστά…

Και μπαίνεις μέσα μου. Γαλάζια μάτια. Γαλάζιο του νερού το καλοκαίρι. Γαλάζιο που αγριεύει και σκουραίνει, γαλάζιο που νυχτώνει και βαθαίνει, μπλε άπατης θάλασσας, μπλε του ωκεανού, μπλε τρικυμίας αμείλικτης, μπλε του κοβαλτίου- σαν το τοίχο του δωματίου, σαν το σεντόνι σου, σαν το δέρμα μου, μπλε πια το δέρμα μου, μπλε και με κοιτάς.

-Σου πάει το μπλε, και με φιλάς.
-Άουτς, πονάω τόσο εκεί που ακόμα και το φιλί ενοχλεί.

Φέρνεις ενυδατική λοσιόν και με κανακεύεις σαν μωρό. Όπως είμαι μπρούμυτα ξαπλωμένη γυρνάω σε κοιτάω. Ενώ γιατροπορεύεις τους γλουτούς μου με κοιτάς. Τα μάτια σου γαλάζια, το δέρμα μου μπλε, τα μάτια σου να καίνε, το δέρμα μου με καίει.
- She wore blue velvet, τραγουδάς…

Θυμάμαι την Isabella Rossellini μαυρισμένη στο ξύλο στην ταινία του Lynch.
Θυμάμαι την Kim Basinger υπάκουη Liz για τον dominant John~ Rourke στις 9 ½ βδομάδες.
Και θυμάμαι την Gyllenhall με μαυρισμένα οπίσθια να φοράει τελικά το νυφικό στη «γραμματέα». «Θα ‘μαι ωραία με το νυφικό δίπλα σου», σκέφτομαι και αφήνομαι στο στρώμα. Ζουλάω με το πρόσωπό μου το μαξιλάρι. Χαμογελώντας. Αφήνομαι να μου βάζεις λοσιόν. Αφήνομαι στα χέρια σου. Σαν παιδί στα χέρια του γονιού του. Σαν παιδί αφήνομαι. Με εμπιστοσύνη. Σ’ εσένα. «Τrue blue, baby I love you…»
  • Μια συνοπτική και ενδιαφέρουσα άποψη για την «ηθική του Ντε Σαντ» μπορείτε να βρείτε στον «Ερωτισμό» του Ζωρζ Μπαταιγ.
  • Οι προτάσεις σε italics είναι στίχοι του Ava Adore των Smashing Pumpkins

9.11.08

Τη ζωή μου μηδενίζω πάει να πει πώς ξαναρχίζω – indienone-logic set #0

-Ποιο είναι το πιο παράξενο ζώο που έχεις δει ποτέ, είπε η Ινδιάνα παρατηρώντας έναν βούβαλο.
-Εσύ, είχε απαντήσει ο Σαμμάνος μέσα από τους πυκνούς καπνούς εκείνου του μαντζουνιού, που έκαιγε μέσα από ένα καλάμι, στο στόμα του
-Και πώς θα με δάμαζες;
-Όπως όλα τα αλλόκοτα πλάσματα, θα σε μάγευα με τη μουσική.
-Και πού θα με κράταγες;
-Δε νομίζω ότι θα σε κράταγα. Κανείς δε μπορεί να σε κρατήσει για πολύ. Άσε που εμείς οι δυο θα τρώγαμε ο ένας τον άλλο με μαθηματική ακρίβεια.
«Με μαθηματική ακρίβεια»; Της είχε πει ότι δεν έχει καμία βεβαιότητα. Της είχε πει να μην έχει κι αυτή απολυτότητες. Και τώρα μιλάει με μαθηματικά, με την επιστήμη της ακριβείας;
-Μα… είχες πει… νόμιζα…ότι εμείς…
-Σταμάτα όλα να τα ψάχνεις. Κι έλα να κοιμηθούμε. Ναι;

Εκείνο το βράδυ έβρεξε. Κι όχι μόνο απ’ τα μάτια της Ινδιάνας. Οι ουρανοί βρυχώνταν σαν άγρια θεριά και η βροχή έπεφτε οργισμένη, σταγόνες νυχιές κι έγδερναν τη σκηνή που μέσα της κοιμόταν το ζευγάρι. Κι έπειτα ήρθε κι ο αέρας, τυφώνας μες την έρημο, σωστός κατακλυσμός σήκωσε την άμμο σε τρελό χορό και έγδυσε τα βάγια από τα σκληρά λέπια τους.
Το άλλο πρωί που η Ινδιάνα βρήκε τις αισθήσεις της ήταν μονάχη στην όχθη ενός ποταμού. Μα πουθενά ο Σαμμάνος. «Θα έρθει το ξέρω» έλεγε, «θα γυρίσει σ’ εμένα όπου κι αν πήγε κι αν βρεθεί».
Και έμεινε εκεί να τραγουδά τα τραγούδια του, να αφηγείται ιστορίες που τις έλεγε εκείνος. Μίλαγε και περίμενε να ταξιδέψει τη φωνή της ο άνεμος, να την ακούσει, να πιαστεί απ’ το νήμα της φωνής και να γυρίσει.

Ένας χρόνος είχε περάσει και η Ινδιάνα καθόταν στην όχθη του ποταμού, όταν άκουσε ήχο από άλογα και λίγο μετά είδε την φίλη της, την βασίλισσα των ΝαΚαρο- μιας φυλής που ζούσε αρκετά μίλια μακριά.
-Πόσο μου έλειψες καρδιά μου, της είπε η ΡιαΑμα μόλις την είδε
-Πώς κι από τα μέρη μας; παραξενευτηκε η Ινδιάνα
-Πάω να βρω την κόρη μου και να ζητήσω να έρθει με τον άντρα της. Ο Σαμμάνος μήνυσε να μαζευτούμε όλοι της φυλής και να δηλώσουμε πίστη και αφοσίωση στην γυναίκα που θα πάρει. Αχ, άφησε με, και αυτή η καινούρια η Δυτική που τον τύλιξε μας έχει ανακατέψει, μας έχει αναστατώσει, βάζει λόγια και προσπαθεί να καταστρέψει όλη την φυλή για να τον πάρει μαζί της.
Η Ινδιάνα κατέβασε το κεφάλι.
-Γλυκιά μου, δεν το ήξερες; Νόμιζα πως…
Κι έπιασε το χέρι της Ινδιάνας. Μα όπως το κρατούσε εκείνο έγινε σαν φύλλο καλαμποκιού, μαλάκωσε και γλίστρησε από τα δικά της.
Η Ινδιάνα γονάτισε στο χώμα.
-Τι έγινε, απόρησε η βασίλισσα
-Είναι ο καιρός, πλησιάζει χειμώνας, η αλλαγή στη φύση με ταράζει
-Δεν το ήξερες, είπε τότε η βασίλισσα. Δεν το ήξερες για την λευκή λύκαινα; Τόσα καραβάνια, τόσοι νομάδες περνούν. Νόμιζα πως θα στο είπαν, νόμιζα πως…
-Μα φυσικά μου το χουν πει. Είμαι εξέχων μέλος της φυλής και μου μιλά η φύση. Τα σύννεφα μου το χουν πει, και τα πουλιά ακόμα, όλοι τραγούδησαν τη χαρά του Σαμμάνου. Συρε τώρα και βρες την κόρη σου και μην ανησυχείς, όλα θα φτιάξουν. Και τότε και τώρα καλή θα είναι η τύχη στους ΝαΚαρο, καλή θα είναι η τύχη σε όλους μας.

Και η Ινδιάνα έφυγε και προχώρησε αργά προς τη σκηνή της. Έπιασε κλωστή την πιο χοντρή την πιο γερή κι έραψε την είσοδο κανείς να μην μπορεί να μπει, μήτε ο Δύνης, μήτε ο Άμμος, μήτε ο Ήλιος ο Πανόπτης ο υποκριτής- που τόσο καιρό μια τέτοια αλήθεια της την έκρυβε.
Και μαζί με την πόρτα έραψε και το στόμα της. Φωνή δεν ξανακούστηκε για μέρες. Μήτε τραγούδι ή μουσική. Οι άλλοι της φυλής την άφησαν στην ησυχία της- ποιος τόλμαγε να τα βάλει με τον πληγωμένο εγωισμό της; Μονάχα ο ΤεκιΤε πλησίασε. Μονάχα ο ΤεκιΤε πλησίασε ένα βράδυ:

-Έχω πάντα το διαστημόπλοιο κρυμμένο στη σπηλιά.
Δεν του απάντησε.
-Αν ήθελες να ζευγαρώσεις θα είχες πάρει πολεμιστές πολύ καλυτέρους του.
Τίποτα αυτή δεν είπε
-Είσαι παράλογη, το καταλαβαίνεις τουλάχιστον αυτο; Με το να μη μιλάς, τι κερδίζεις;
-Δεν μιλάω για να κερδίσω κάτι. Απλά πλέον δεν έχω λόγο να το κάνω. Μίλαγα γιατί νόμιζα ότι είναι κάπου χαμένος, πως προσπαθεί να γυρίσει και δεν βρίσκει τον δρόμο. Μίλαγα για να με ακούει. Μα αυτός μίλαγε ήδη σε άλλη και αυτήν ακούει και σε αυτήν τραγουδάει. Δε θέλω να μιλάω πια, φύγε από εδώ…
-Σιγά μη φύγω μόνος. Ή κανείς ή κι οι δυο μαζι.
Και όσο μίλαγε, με το δάχτυλο του κατάφερε να ανοίξει μια τρυπούλα στην είσοδο της σκηνής της.
-Πάμε μια βόλτα με το διαστημόπλοιο, έλα, θα κάνω σου στάση στο Λονδίνο, να δεις Άμλετ τον Jude Law

-Έλα και θα σε πάω στην Αμβέρσα να πιεις τεκιλες με τον Tom Barman με βέλγικα σοκολατάκια αντί για φιστίκια.

-Με κουράζεις όταν δεν παίρνεις από λόγια. Ξέρεις πώς δεν ξέρω άλλο τρόπο να συνεννοηθώ με εσάς του γήινους παρά μόνο μιλώντας…
Και ανοίγοντας κι άλλο την τρύπα ίσα να χωράει, βούτηξε με το κεφάλι μέσα στη σκηνή. Μα γκρεμοτσακίστηκε πάνω της –το μέρος δεν φημιζόταν για την ευρυχωρία του.
«Θα με λιώσεις, μα τι βλάκας είσαι» του είπε, «βλάκας που πιστεύει ότι καθένας έχει τον Παράδεισο που του αξίζει- και ο δικός σου δεν είναι απλά υπερατλαντικός σαν το Σαμμάνου, είναι υπεργαλαξιακός. Τι θα γίνει τώρα, θα φύγουμε; »!

-Αν με είχες χτυπήσει ένα χρόνο πριν θα είχα γλυτώσει πολύ πόνο, του είπε καθώς επιβιβαζόταν στο διαστημόπλοιο τρίβοντας το πόδι της, που είχε γδαρθεί απ’ το πέσιμο του πάνω της. Ο ΤέκιΤε γέλασε καθώς έβαζε στο πίσω μέρος ένα κιβώτιο γεμάτο τεκίλες κι έψαχνε τα κλειδιά της μηχανής…
«Θες να οδηγήσεις»; της είπε. "ή δεν είναι αρκετά πύρκαυλο για σένα";

ΥΓ. Η Ινδιάνα θα κάνει κρουαζιέρα στο διάστημα με τον ΤεκιΤε μέχρι να συνέλθει οπότε και θα επανέλθει με indieannalog set.

5.11.08

4. Το δικαίωμα να είσαι κακός

(η ιστορία διαβάζεται αυτόνομα, αλλα άν θέλετε να μάθετε τι έγινε σε προηγούμενα επεισόδια πατήστε εδώ)

Ήταν 30 χρόνια πριν, η εποχή που η Παγκόσμια Κοινότητα βρισκόταν σε διαρκείς συσκέψεις προσπαθώντας να περάσει τον νόμο “περί ελέγχου του γονιδιακού εκφυλισμού της Παγκόσμιας Συνείδησης”: εγωιστικά κτήνη που κατ’ ευφημισμό αποκαλούνταν «άνθρωποι» επειδή εμφάνιζαν ανθρώπινη μορφή, έπρεπε να στειρώνονται και να μη σκορπάνε το σπόρο τους μαγαρίζοντας το ανθρώπινο είδος. Ήταν τότε που η ομάδα ψυχολόγων Holymen κατέθεσε την άποψη της για τον Jasper Enoksson.
«Ανθρωποειδές χωρίς συναισθήματα. Επικίνδυνος συνδυασμός υπερβολικά γοητευτικού παρουσιαστικού με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και πλήρως βραχυκυκλωμένη συνείδηση –άτομο με αβυσσαλέο χαρακτήρα που κατέχει δυνάμεις υποβολής και χειραγωγεί ανθρώπους να τον πλησιάσουν με σκοπό τη συντριβή τους. Λειτουργεί πέραν ενστίκτων, δεν επιτίθεται σε όποιον του επιτεθεί παρά μόνο σε όσους τον πλησιάσουν με προθέσεις αγαθές».
«Ένα αγρίμι με δέρμα ανθρώπου, ένα πλάσμα που απλά πρέπει να εξοντωθεί και να γίνει μια καλή βιοψία, για να μελετηθεί η δομή του εγκεφάλου του» ωρυόταν ο επικεφαλής των Holymen.

Η ανθρωπολόγος Tanja Tahiti μελετούσε την περίπτωση Jasper Enoksson παράλληλα με ψυχολόγους και κοινωνιολόγους για περισσότερο από τρία χρόνια. Ο Jasper Enoksson έκανε κακό μονάχα σε όσους πλησίαζαν πολύ κοντά. Και μάλιστα μόνο σε έναν τη φορά. Και με έναν τρόπο που, παρότι χαρακτηρίστηκε «ύπουλος», δεν ήταν. Ήταν «απεγνωσμένος». Ο Jasper Enoksson σκότωνε με σφιχτές αγκαλιές. Η αγκαλιές του απομυζούσαν τη ζωή απ’ τους άλλους, τους έπνιγε μέσα τους.
Οι νευροβιολόγοι έβλεπαν μια κακή επαφή ανάμεσα στο βιολογικό του κομμάτι και το νοητικό- «πιθανόν εγκεφαλική βλάβη τον οδηγεί να μην μπορεί να συλλάβει τη δύναμή του, δείχνει να μη μπορεί να κατανοήσει πόση δύναμη αντέχουν τα ανθρώπινα πνευμόνια, πόση αντοχή έχει ο θώρακας στο σφίξιμο δυο μπράτσων γύρω του». Οι ψυχολόγοι έρχονταν σε ρήξη διότι οι μισοί υποστήριζαν ότι υπάρχει εγκεφαλική βλάβη και είναι εν αγνοία του και οι άλλοι μισοί ότι είναι εν πλήρη συνειδήσει και πρόκειται για έναν διαταραγμένο άνθρωπο που με όχημα την αγάπη παγίδευε τα θύματα του που φόνευε κατά συρροή. «Φταίει η κοινωνικοποίησή του δεν τον έμαθαν πόση αγάπη αντέχει κάποιος» έλεγαν οι κοινωνιολόγοι «και τέλος πάντων αυτά τα ρευστά όρια και η χαλάρωση των θεσμών έχει οδηγήσει σε αυτά τα περιστατικά και πρέπει επιτέλους να επιβληθεί αυστηρότερος κοινωνικός έλεγχος και να ελεγχθεί γονιδιακά ο πληθυσμός που καλείται να κοινωνικοποιηθεί».
Και εδώ μπαίνει η Tahiti να πει όσα της έμαθε ο Buckingham και να τα βάλει με τη βιολογία, την ψυχολογία και την κοινωνιολογία «τα τρία κακά της ανθρώπινης μοίρας μας» όπως τα αποκαλούσε. «Υποτίθεται ότι οι νεωτερικές κοινωνίες στηρίζουν μια πιο «ελεύθερη» τάση εξατομίκευσης του ανθρώπου, μέσω της οποίας του αναγνωρίζονται ικανότητες, δεξιότητες και ένα είδος αυτονομίας –ο καθένας μπορεί να δρα με την υποκειμενικότητα του στις αντικειμενικές αξίες και με την αλληλεπίδραση με αυτές, τους θεσμούς και τις δομές, τελικά θα βελτιωθεί ο κόσμος. Όταν όμως αυτή η ανθρώπινη «αυτονομία» και αυτενέργεια επεκτείνεται σε πεδία αξιόποινων πράξεων, π.χ σε περιπτώσεις απειθαρχίας ή βίαιων περιστατικών, η κοινωνία εγκαλεί το «συντηρητικό» παρελθόν της, το οποίο την κάνει να νιώθει ασφάλεια μέσα στα τόσο ευδιάκριτα όρια των «φυσιολογικών» συμπεριφορών, και επιζητά την καταστολή τέτοιων δράσεων με εφαρμογή αυστηρότερων μορφών κοινωνικής πολιτικής και μεγαλύτερου έλεγχου των πολιτών –ειδικά κάποιων κατηγόριων. Κάποτε τουλάχιστον προσποιούμασταν ότι τα ιδρύματα προστατεύουν τους προβληματικούς από εμάς, τώρα λέμε έξω από τα δόντια ότι τα ιδρύματα προστατεύουν εμάς από κάθε τι μη φυσιολογικό.
»Είναι τρομερό ότι στηρίζουμε δομές που είναι ταυτόχρονα παραγωγικές και κατασταλτικές: παράγουν υποκειμενικότητες που θέλουμε και καταστέλλουμε τις άλλες που δεν μας αρέσουν! Από πού κι ως πού και ποιος αποφασίζει τελικά; Ποιος θα αποφασίσει ότι εκείνοι που πέθαναν στα χέρια του Jasper Enocksson δεν είχαν θάνατο πιο ευτυχισμένο από άλλους που πεθαίνουν από γήρας και ασθένειες φριχτές. Ποιος τέλος πάντων ορίζει ότι ο Enocksson που σε μια φυλή Ινδιάνων μπορεί να θεωρούταν ότι παίρνει μακριά τον ισόβιο πόνο των ανθρώπων και τους ελευθερώνει στο πνεύμα, τη θεότητα, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να επιβάλει αυτό το ενιαίο, παγκόσμιο, γενικευμένο και εν τέλει τετραγωνίσιμου, στα μέτρα του δυτικού πολιτισμού, ανθρώπινο πρότυπο».

Όπως κάθε νέα θεώρηση η θεωρία της Tanja Tahiti πριν 30 χρόνια ήρθε να παραγκωνίσει παγιωμένες «παραδοσιακές» θέσεις δηλώνοντας υπερβάσεις που οι κοινωνίες δεν είχαν (και δεν έχουν) καταφέρει ακόμα να ενσωματώσουν. Έτσι συνάντησε αντιστάσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και οδηγεί τους αρμόδιους εμπλεκόμενους να βιώσουν καταστάσεις ιδεολογικής και ηθικής σύγκρουσης και μια γενικευμένη «σύγχυση». Η Παγκόσμια Κοινότητα αποφάσισε, να μην αφήσει τις ισορροπίες στο χέρι της κοινωνίας να τις φτιάξει, αλλά να επιλέξει και τα γονίδια που θα συμβάλουν σε αυτήν. Έτσι αποφάσισε να αρχίσει τον γονιδιακό έλεγχο και οι Ψυχολόγοι της ομάδας Holymen είχαν μια λογική σε αυτό που υποστήριζαν: άνθρωποι σαν τον Enoksson δεν ήταν άνθρωποι γιατί δεν είχαν «ανθρωπιά». Τι σόι άνθρωπος σκοτώνει από αγάπη τους δικούς του; Δεν σκοτώνει τους εχθρούς, μα τους πιο αγαπημένους; Ναι, τέτοια «παράλογα» γονίδια έπρεπε να διαγραφούν από το είδος.
Όμως η Tanja Tahiti δεν ονειρευόταν ένα κόσμο με τέλεια γονίδια. Όπως σεβόταν το δικαίωμα του ανθρώπου στην τελειότητα, σεβόταν και το δικαίωμα του στην έκπληξη, στο απρόσμενο, στο «τρελό» γονίδιο. Τι σόι ζωή θα ήταν αυτή σε μια γυάλα γεμάτη έξυπνους και καλούς ανθρώπους; Σαν αβγά σε εργαστήρια εκκόλαψης –απλά θα αναπαραγόμασταν, ίδια μικρά αυγά. Να γεννιόμαστε και να σαπίζουμε μέσα στο κέλυφός μας. Εύθραυστοι άνθρωποι που πρέπει να προσέχουμε μη μας συνθλίψει ο «σκληρός» άλλος –και γι΄ αυτό πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες να βγει ένας τέτοιος, κακός. Μα αν εγώ θέλω ένα «κακό»; Αν εμένα με συνθλίψει στη αγκαλιά του και από μέσα μου βγει ένα κύκνος, κι όχι ένα κοτόπουλο όπως σ΄ όλους εσάς. Ποιος θα μου στερήσει αυτή τη δυνατότητα; Με ποιο δικαίωμα κάποιος μπορεί να μου στερεί τις πιθανότητες καταστροφή ή ανάπτυξής μου;
Εξάλλου τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι σα να ομόρφαιναν και όχι λόγω πλαστικών επεμβάσεων. Σα να είχε γίνει μια «εξελικτική» επιλογή, οι ωραίοι ζευγάρωναν με ωραίους και οι άσχημοι έμεναν μόνοι χωρίς να διαιωνίζουν το dna τους, το ανθρώπινο είδος λοιπόν έκανε μια επιλογή στο βάθος των αιώνων: να ομορφύνει. Με τον ίδιο τρόπο θα έκανε την επιλογή να «καλοσυνέψει» αν αυτό χρειαζόταν στην εξέλιξή του.
Αλλά αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα του Jasper Enoksson. Το παρουσιαστικό του δεν προϊδέαζε για το καταστροφικό περιεχόμενό τους ψυχισμού του. Οι κακοί που έδειχναν «κακοί» δεν ήταν πρόβλημα. Όσοι παραπλανούσαν ήταν στο μάτι του κυκλώνα τους «γονιδιακού ελέγχου».

Η Coral Bailey Rae βρήκε την Tanja Tahiti να αγορεύει σε ένα αμφιθέατρο, μπροστά σε φοιτήτριες που άκουγαν συνεπαρμένες απ’ το πάθος και την τρέλα της. Η Coral διαφωνούσε με όσα έλεγε αλλά ερωτεύτηκε το πάθος και την τρέλα της. Γιατί και η Coral Bailey Rae υπήρξε ένας άνθρωπος με πάθος και τρέλα μέχρι να κλειστεί στο μαυσωλείο του γάμου της. Και του Κογκρέσου. Και σκέφτηκε ότι είναι πολύ μεγάλο κρίμα αυτό το εξωτικό πλάσμα να ζει μόνο τους στους δρυμούς της μοναξιά του. Και κάποιοι «ενσυνείδητοι» να θέλουν να το αφανίσουν.
«Τα είδη υπό εξαφάνιση θέλουν προστασία» της είπε όταν την πλησίασε.
«Να χαρείς, αν ήρθες να μου πεις το παράνομο κυνήγι φάλαινας, είσαι η τρίτη μέσα στην εβδομάδα, δε θα το αντέξω» είπε η Tanja Tahiti.
«Για τους λύκους της στέπας μίλαγα» είπε η Coral Bailey Rae. «Υπάρχει εκεί έξω ένας ακόμα σαν κι εσένα. Πάρε τον ασπρουλιάρικο κώλο σου και πήγαινε να τον βρεις. Αύριο στις 7.30 το πρωί φεύγει από το γραφείο του Προέδρου εγκύκλιος που εγκρίνει τη χρηματοδότηση της πιλοτική εφαρμογής του προγράμματος και όλες οι ενστάσεις απορρίπτονται. Υπολογίζω το πολύ σε τρεις μέρες να κινηθούν οι διαδικασίες για την οριστική σύλληψή των πρώτων πειραματόζωων –και ξέρεις ποιον εννοώ. Κακώς είμαι εδώ σήμερα αλλά το είδος σου Tanja Tahiti πρέπει να αναπαραχθεί, είσαι υπό εξαφάνιση μουρλή ιδεαλίστρια... Υπήρξα κι εγώ σαν κι εσένα και παντρεύτηκα έναν σοβαρό μαλάκα. Tα παιδιά μου γεννήθηκαν ευνουχισμένα και υπεύθυνα. Χωρίς πάθος για ζωή. Λοιπόν, αυτό που είσαι, κοίτα να βρεις τον παλαβό που ερωτεύτηκες και να το διαιωνίσεις. Ο Δαρβίνος κι εσύ ξέρεις ότι ο έρωτας σε οδηγεί στα σωστά γονίδια. Κρύψ’ τα μέσα σου όσο προλαβαίνεις. Και αυτό είναι το πολύ για τρεις μέρες…».

O Jasper Enoksson και η Tanja Tahiti πέρασαν τρία μερόνυχτα μαζί και, όσο οι ώρες περνούσαν ο έρωτας γινόταν όλο πιο παθιασμένος όπως σφιγγόταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ήταν λες και σάρκες και κόκαλα ενωνόντουσαν σε μια ίδια μάζα, λες και ήταν ένα κορμί. Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν σπάζοντας την πόρτα, την βρήκαν μισοπνιγμένη στην αγκαλιά του κι εκείνον γεμάτο μελανιές, δαγκωνιές και σημάδια στον λαιμό απ’ τα βίαια φιλιά της. Τον απέσυραν από πάνω της και μαζί με μια κουβέρτα της πέταξαν το ένταλμα ερεύνης καθώς και τις κατηγορίες της για απόκρυψη και φυγάδευση εγκληματία.
Ο Jasper Enoksson στειρώθηκε και κρατήθηκε σε ιατρικό κέντρο, μαζί με τα άλλα πειραματόζωα, σε κατάσταση πλήρους καταστολής σε όλη την υπόλοιπη ζωή του όπου και μελετήθηκε διεξοδικά. Η Tanja Tahiti έφυγε την επόμενη ημέρα και έλειψε δυο χρόνια –πήγε στο πατρικό της στην Φινλανδία. Έπειτα ξαναγύρισε στην Σουηδία δυνατότερη από ποτέ και αφοσιώθηκε στην Πανεπιστημιακή καριέρα της πολεμώντας ενάντια στην ευγονική, την νέα κοινωνιολογία και την εξελικτική ψυχολογία όπως κάνει και στο βιβλίο της «ανθρώπινα είδη υπό εξαφάνιση: ο λύκος της στέπας».

Ο λόγος που την αναζητούσαν τώρα ήταν τα κρούσματα λυκανθρωπισμού που είχαν χτυπήσει στην Γερμανία και φαίνονταν να πέρασαν στην Αυστρία. Και η Tanja Tahiti δε θα έδινε δεκάρα να βοηθήσει, αν δεν υποπτευόταν ότι ο ένας απ’ τους δυο λυκάνθρωπους ήταν ο γιος της. Εκείνο το αγόρι που γέννησε κρυφά στο χωριό της, ένα χωριό χτισμένο στους κρατήρες των σβησμένων ηφαιστείων, που έπειτα έγιναν οι τεχνητές λίμνες της Mariah Laach. Εκείνο το παιδί που κουβάλαγε τα γονίδια της σφιχτής αγκαλιάς του πατέρα του και τους τρομερούς μα, για χρόνια ανενεργούς, κυνόδοντες της μαμάς του. Που έκανε τις γυναίκες που αγαπούσε κέντρο του κόσμου του και το σύμπαν του ήταν φτιαγμένο από αυτές. Που τις έπνιγε με την τόση αγάπη του κι εκείνες το παρατούσαν για να μην σκάσουν στην αγκαλιά του. Εκείνο το παιδί που ήπιε bloody squirrel απ’ τα χείλη μιας αλλόκοτης Κοκκινοσκουφίτσας και μετά κατάλαβε ότι τα δόντια του έδειχναν την προδιάθεση. Και ο έρωτας θα τον οδηγούσε στα σωστά γονίδια. Τα δικά της. Και το έσκασαν μαζί...

2.11.08

FAQ - indieannalog set 51

Αυτές τις μέρες όλα πάνε καλά. Ψέματα: αυτές τις μέρες όλα πάνε τέλεια. Αλλά όχι μεταξύ μας. People press play -These days

Πως βρήκες το blog; Εννοώ γιατί; Τι έψαχνες; Για τί έψαχνες; Mates of state – Think long

Πόσο θα τραβήξεις το σκοινί; Και τι θα γίνει αν σπάσει; Τι θα γίνουμε όταν σπάσει; Hello stranger –Take it to the maxx

Ερχόμουν πάντα να σε δω μες την καλή χαρά. Νόμιζα πως χαιρόσουν όταν με έβλεπες. Τι σε μαυρίζει πια και μαυρίζεις κι εμένα; Γιατί θεωρείς χρέος σου να μου διαλύεις κάθε ψευδαίσθηση χαράς μαζί σου; Joy formidable - Austere

Γιατί έχεις λυσσάξει να σε μισήσω; Με το στανιό! Δε θέλω να σε μισήσω. Λυπάμαι αν σε απογοητεύω και σε αυτό. Μα δε θέλω να σε μισήσω. Είσαι ακόμα το μικρό μου alien. Είμαι ακόμα το soldier- girl σου; Polyphonic Spree – Soldier girl (Death in Vegas mix)