CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

28.2.07

Το μουνί της θείας

[Μέχρι στιγμής έχουν έρθει από το google πέντε επισκέψεις στο μπλογκ μου αναζητώντας «το μουνί της θείας».
Επειδή η συγκεκριμένη σεξουαλική επιθυμία δεν έχει τίποτα το μεμπτό (στο βαθμό που συναινεί και η θεία βεβαίως),
επειδή φαίνεται πως υπάρχει κοινωνική ανάγκη για πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα,
και επειδή κυρίως μια ιστορία μυστηρίου πάνω, μια ιστορία μυστηρίου κάτω, δεν πρόκειται να κάνει καμία διαφορά σε αυτό το μπλογκ,
αποφάσισα να γράψω κάτι που θα αφορά άμεσα «το μουνί της θείας». Έρχονται που έρχονται οι άνθρωποι, να βρίσκουν και κάτι σχετικό.]

Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έπαθε ο θείος Χαρίλαος, όσο και να τον εξέτασαν κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, όσο και να τον ρώτησαν αφού συνήλθε. Αυτά που έλεγε βέβαια μετά δεν ήταν για να τα παίρνεις και πολύ στα σοβαρά, έτσι που το είχε χάσει τελείως. Στα σαρανταδύο του πάντως ο άνθρωπος ήταν ακόμα ακμαιότατος, ταξίδευε με την νταλίκα του πάνω κάτω στην Ελλάδα, πολλές φορές και εξωτερικό, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για την κούραση ή την αϋπνία. Εντάξει ήταν λίγο οξύθυμος από την κούραση και το άγχος της δουλειάς, άλλα άντρας ήτανε, αν δεν ξεσπούσε και λίγο, αν δε χτυπούσε και καμιά φορά το χέρι του στο τραπέζι, πώς θα ξεθύμαινε;

Μια μεσοτοιχία είμαστε με το σπίτι τους, ακόμα θυμάμαι τα ουρλιαχτά της Κικής όταν την έδερνε, τις στριγκλιές της όταν την έδενε, τα κλάματά της όσο τη βίαζε.

Ο Χαρίλαος ξύπνησε μέσα στο μακρύ, πορφυρό τούνελ, χωρίς να ξέρει που βρίσκεται. Άγγιξε τον υγρό τοίχο και συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ μαλακός. Έσπρωξε και με τα δύο του χέρια, προσπαθώντας να δει αν υπήρχε κάποιο σκληρότερο υλικό πιο μέσα, συνάντησε όμως αντίσταση, σαν το υλικό να σκλήρυνε ξαφνικά. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει την έξοδο και σύρθηκε προς τη μία κατεύθυνση.

Τη θυμάμαι ακόμα εκείνη την ημέρα, σαν να ήταν χτες. Νωρίς το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και η μητέρα μου άκουσε την αδελφή της να κλαίει και να φωνάζει ότι ο Χαρίλαος έπαθε μάλλον εγκεφαλικό, ανέπνεε βέβαια, αλλά ούτε κουνιόταν από το κρεβάτι, ούτε ξυπνούσε, ούτε απαντούσε στις ερωτήσεις της. Η μητέρα μου τη συμβούλεψε να τηλεφωνήσει κατευθείαν στο 166 και τρέξαμε στο σπίτι τους, που ήταν δύο τετράγωνα πιο κάτω. Μας άνοιξε αμέσως η θεία Κική, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και μελανιασμένα. Πάλι είχε πέσει από τις σκάλες, δεν ήταν κατάσταση αυτή, όλο με μαύρα γυαλιά κυκλοφορούσε από την απροσεξία της.


Εκείνο το βράδυ δεν άντεξα άλλο, δεν του έφτανε μία φορά, έπρεπε να τη βιάσει και δεύτερη. Ήταν και τελείως σαδιστής, αν δε φώναζε η Κική πως δε θέλει, της έριχνε μπουνιές για να τσιρίξει έτσι και αλλιώς. Ή θα άλλαζα τη θέση της κρεβατοκάμαρας ή θα έκανα κάτι πιο δραστικό, λυπήθηκα την Κική και αποφάσισα το δεύτερο. Δεν αντέχονταν άλλο αυτές οι αϋπνίες.

Ο Χαρίλαος στην αρχή σερνόταν με δυσκολία, όσο όμως έσπρωχνε το μαλακό τοίχο για να περάσει, τόσο η υγρασία μέσα στο τούνελ αυξανόταν, προς το τέλος ουσιαστικά γλιστρούσε προς τα μπρος. Η σήραγγα αποκτούσε κλίση προς τα πάνω και κάποια στιγμή έφτανε σε αδιέξοδο, ο μαλακός τοίχος σε αυτό το σημείο μάλιστα φούσκωνε και λίγο αποκαλύπτοντας μια λεπτή σχισμή. Όσο και να προσπάθησε ο Χαρίλαος, δεν μπόρεσε να περάσει ανάμεσά της. Σκέφτηκε να δοκιμάσει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Σε όλους τους γιατρούς και τα νοσοκομεία τον πήγαμε το θείο Χαρίλαο, αλλά άκρη δεν έβγαινε. Συνέχιζε να μην αντιδρά στο περιβάλλον, το εγκεφαλογράφημα όμως έδειξε ότι βρισκόταν σε μία κατάσταση ακατάπαυστων ονείρων, παρά ότι είχε σταματήσει η εγκεφαλική δραστηριότητα. Ο αξονικός και ο μαγνητικός τομογράφος δε βρήκαν επίσης καμία εγκεφαλική βλάβη. Αναγκαστικά η θεία Κική τον πήρε πίσω στο σπίτι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνει στο νοσοκομείο. Χρυσός άνθρωπος η θεία Κική, δύο χρόνια κράτησε η αρρώστια του θείου Χαρίλαου, ούτε μια φορά δεν παραπονέθηκε. Για αποκλειστική νοσοκόμα ούτε λόγος, αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, αυτή τον ξεσκάτιζε.

Βγήκα στο μπαλκόνι και ξερίζωσα ένα μανδραγόρα από τις γλάστρες που είχα κρύψει πίσω από τις μαργαρίτες. Το φεγγάρι ευτυχώς φαινόταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και έτσι βεβαιώθηκα ότι είχε πανσέληνο. Το μόνο που έμενε ήταν να έρθει και ο μαύρος γάτος μου, ο Πρόσπερο, τον χρειαζόμουν να χορεύει όσο θα έκανα την επίκληση.

Ο Χαρίλαος ουσιαστικά κύλησε προς τα κάτω, καθώς το τούνελ είχε γίνει τελείως υγρό πια. Μετά από λίγη ώρα, είδε ελάχιστο φως να μπαίνει από ένα στενό άνοιγμα μπροστά του. Ένα λευκό βαμβακερό ύφασμα με τεράστια μοβ λουλούδια έκλεινε το άνοιγμα, ενώ μαύρα χοντρά σκοινιά φαίνεται πως ήταν δεμένα απέξω και απλώνονταν εμπρός από το άνοιγμα. Προσπάθησε να σκίσει το ύφασμα άλλα ήταν πολύ σκληρό. Συνειδητοποίησε πως ήταν παγιδευμένος.

Συνέβαινε όμως κάτι παράξενο με τη θεία Κική. Εκεί που καθόταν ήσυχη ήσυχη δίπλα στο θείο Χαρίλαο χαϊδεύοντας τα μαλλιά του ή κρατώντας το χέρι του, ξαφνικά κοκκίνιζε, άρχιζε να ανασαίνει βαριά και να τρέμει πάνω στην καρέκλα της. Όταν συνερχόταν από αυτούς τους σπασμούς ήταν ιδρωμένη και με ένα τεράστιο χαμόγελο, μέχρι τα αυτιά της. Η μητέρα μου τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι της συνέβαινε, αλλά αυτή χασκογελούσε και αρνιόταν να της πει, μέχρι που της εξομολογήθηκε ότι από τότε που έπαθε το κακό ο Χαρίλαος, σε άσχετες φάσεις αισθανόταν ένα δάχτυλο να της χαϊδεύει το εσωτερικό του κόλπου της και μάλιστα αυτό ήταν τόσο ηδονικό, που μάλλον από αυτό το αόρατο δάχτυλο ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή της σε οργασμό. Η μητέρα μου προφανώς της είπε να πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται σε γυναικολόγο, κανείς όμως από τις τρεις γυναικολόγους που επισκέφτηκε δεν της βρήκε τίποτα ανησυχητικό. Ο τρίτος της είπε ότι ήταν μάλλον κάτι ψυχολογικό, αλλά εφόσον της ήταν ευχάριστο και δεν είχε καμία άλλη παραίσθηση, δεν έπρεπε να την ανησυχεί.

Δε μου άρεσε που είχα βάλει το μαύρο τσουκάλι μου στην ηλεκτρική εστία, αλλά βαριόμουν να τρέχω στα λιβάδια έξω απ’ την πόλη. Στο κάτω κάτω για να κοιμηθώ με την ησυχία μου γινόταν αυτή η ιστορία, όχι για να ξαγρυπνήσω τελείως. Ο Πρόσπερο είχε πάντως καταλάβει ότι η τελετουργία ολοκληρωνόταν και χοροπηδούσε πλέον σαν τον παλαβό γύρω από το άγαλμα του Βεελζεβούλ στο κέντρο της κουζίνας. Πυκνοί μοβ καπνοί υψώθηκαν από το τσουκάλι μου, κατευθύνθηκαν έξω από το διαμέρισμα και μετά πάλι μέσα, στο διαμέρισμα του Χαρίλαου και της Κικής.

Λίγο πριν να κλείσουν δυο χρόνια ο θείος Χαρίλαος ξύπνησε, αλλά αυτό δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε. Ήταν πάλι πρωί, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, αυτή τη φορά όμως το σήκωσα εγώ. Η θεία Κική ακουγόταν έντρομη από την άλλη μεριά λέγοντας ότι ο Χαρίλαος ξύπνησε και θέλει να τη σκοτώσει γιατί τον κρατούσε φυλακισμένο δύο χρόνια. Ευτυχώς που οι μύες του είχαν ατονήσει και μπορούσε μόνο να την απειλεί, η θεία όμως ήταν σε κατάσταση σοκ, ό,τι να ‘ναι έλεγε, πώς δεν άντεχε άλλες δικαιολογίες με σκάλες και δε θυμόταν που είχε βάλει τα γυαλιά ηλίου της. Τρέξαμε γρήγορα με τη μητέρα μου και είδαμε ότι η κατάσταση ήταν ακριβώς όπως την περιέγραφε η θεία Κική, κι επειδή ακριβώς ο θείος Χαρίλαος δεν μπορούσε να κινηθεί, έβριζε όσο δεν είχε βρίσει τα τελευταία δύο χρόνια. Μας πήρε δύο δύσκολους μήνες για να αποδεχτούμε ότι η κατάσταση του θείου δεν μπορούσε να διορθωθεί ούτε με ψυχοθεραπεία, ούτε με φάρμακα. Με βαριά την καρδιά αναγκαστήκαμε να τον κλείσουμε στη Σταυρούπολη. Το μόνο καλό από εκείνη την περίοδο ήταν ότι η θεία θεραπεύτηκε ξαφνικά από το ψυχοσωματικό της πρόβλημα και ποτέ ξανά δεν υπέφερε από σπασμούς. Μάλλον θα οφειλόταν στη στενοχώρια της που έβλεπε καθημερινά το θείο Χαρίλαο φυτό, άλλη εξήγηση δεν μπορώ να βρω.

Πέρασαν μέρες μέχρι να καταλάβει ο Χαρίλαος που ακριβώς βρισκόταν, την ημέρα που η Κική αποφάσισε να κάνει μπάνιο. Δυνατό φως μπήκε από την είσοδο του σκοτεινού τούνελ, καθώς το βαμβακερό ύφασμα έφυγε από το άνοιγμα. Ο Χαρίλαος σύρθηκε γρήγορα προς τα έξω, για να συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε το μπάνιο του σπιτιού τους σε τεράστιες διαστάσεις. Κρατήθηκε από τα μουνόχειλα της Κικής για να μην καταρρεύσει, και προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ήταν σαφές ότι αν πηδούσε θα σκοτωνόταν, και ακούγοντας το νερό να τρέχει με ορμή από το τηλέφωνο, σύρθηκε με ορμή προς τα μέσα (επειδή στην πραγματικότητα ήταν πολύ φοβητσιάρης, δεν έμαθε ποτέ ότι και να αποφάσιζε να πηδήσει, ένα αόρατο δίχτυ θα τον έστελνε πίσω στη φυλακή του). Εκεί μέσα πέρασε αργά και βασανιστικά (επιτέλους για τον ίδιο και όχι για τους άλλους) τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής του.

Έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη ημέρα για να βεβαιωθώ ότι είχα φυλακίσει για τα καλά την ψυχή του. Τσάμπα κόπος όμως. Μετά από δύο εβδομάδες ήρθε στο από πάνω διαμέρισμα μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά, κι από το να τους μεταμορφώνω όλους σε βατράχια σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να αλλάξω θέση στην κρεβατοκάμαρα.

26.2.07

Το προσωπείο πίσω από το πρόσωπο

Ήταν ωραία στη συνάντηση των Θεσσαλονικέων μπλόγκερ το Σάββατο. Τα ποτά έρχονταν το ένα μετά το άλλο με σύννεφα καπνού να ανεβαίνουν από το γωνιακό τραπέζι στην άκρη του μπαρ, καθώς οι συζητήσεις ήταν από την αρχή έντονες και ενδιαφέρουσες για όλους. Κανείς δεν κατάλαβε πότε πήγε μία η ώρα, κάποιοι όμως έπρεπε να γυρίσουν σπίτι, το Θεριό Ανήμερο το περίμεναν σε ένα πάρτυ, ενώ ο Ζούρι ξυπνούσε από τις οχτώ την επόμενη ημέρα.
Όλοι και όλες άρχισαν να φοράνε τα παλτό τους και να ετοιμάζονται να φύγουν. Ο Μιχάλης τους είπε ότι δε θα έφευγε, είχαν έρθει και δύο φίλες του, η Λουίζα και η Ιωάννα που είχαν όρεξη να κάτσουν κι άλλο, το σημαντικότερο όμως ήταν ότι μετά από χρόνια συναντούσε ξανά το Nada, που έκαναν παρέα στο Πανεπιστήμιο και είχαν χαθεί στη συνέχεια. Ο Nada ήταν και dj στο μπαράκι, δεν είχε κάτσει καθόλου μαζί τους, ήταν λοιπόν μια ευκαιρία να τα πουν τώρα που αραίωνε σιγά σιγά σιγά ο κόσμος. Η Λουίζα πρότεινε στη Homeless Montressor και στη Nosyparker να μείνουν λίγο ακόμα, τους εξήγησαν όμως ότι τα σπίτια τους ήταν στο δρόμο του Πάνου, και βόλευε να τις αφήσει. Ο Πάνος τις άκουσε και χαμογέλασε. «Είμαι μια πολύ βολική δικαιολογία τελικά» σκέφτηκε. Ο Μαύρος Γάτος τους χαιρέτησε όλους με ένα ζεστό χαμόγελο και μια φιλική κουβέντα, ενώ το Θεριό Ανήμερο είπε στο Μιχάλη πως θα ήταν ωραία να κανόνιζαν κάτι ξανά όλοι μαζί. Τελευταίος χαιρέτησε και ο Psarog, ενώ η Ιωάννα ψιθύρισε στο αυτί του Μιχάλη: «Ωραίο παλικάρι αυτός, να μην ήμουν με το Δημήτρη και θα σου ‘λεγα εγώ…». Ο Ζούρι έσφιξε χέρια, χτύπησε πλάτες φιλικά και αποχαιρέτισε και αυτός με τη σειρά του τα παιδιά που θα έμεναν, δίνοντας λίγο παραπάνω έμφαση στις φίλες του Μιχάλη.

Βγαίνοντας από το μπαράκι κατευθύνθηκαν όλοι σε ένα σκοτεινό στενό, που ήταν άδειο εκείνη την ώρα. Ο Ζούρι αναστέναξε: «Πωπώ πρέπει να αλλάξω σύντομα στολή, έχω χάσει πολλά κιλά και αυτή δεν πέφτει καλά επάνω μου». Έβγαλε τη μάσκα και πέταξε γρήγορα τα ρούχα του για να αποκαλυφθεί ένα υπέροχο γυμνό γυναικείο σώμα, με τέλεια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και μαύρα μακριά μαλλιά. Σφύριξε δυνατά και από τη γωνία του δρόμου, εμφανίστηκε ένα αραβικό μαύρο άλογο καλπάζοντας δυνατά. Ο Ζούρι πήδηξε επάνω στο άλογο και φώναξε στους υπόλοιπους, «Παιδιά τα λέμε την επόμενη φορά που θα ανέβω. Πάνο, χάρηκα πολύ που σε γνώρισα!», καθώς έτρεχε γρήγορα προς την Τσιμισκή. Ο Πάνος φώναξε «Κι εγώ!» σκεπτόμενος ότι ο Ζούρι ήταν απολαυστική γνωριμία, ακόμη και όταν σε αποχαιρετούσε.
Η Homeless Montressor είχε βγάλει κι αυτή πλέον το λαμπερό κόκκινο φόρεμα της και προσπαθούσε να στερεώσει καλύτερα το μπλε καπέλο, πάνω στο πράσινο, εξωγήινο κεφάλι της. Έβγαλε ένα τηλεχειριστήριο από την τσάντα της, πάτησε το κίτρινο κουμπί και ρώτησε τους υπόλοιπους αν ήθελαν να τους πετάξει κάπου. Ο Πάνος θυμήθηκε τρομαγμένος την πρώτη και τελευταία φορά που είχε δεχτεί την πρότασή της, και είπε ευγενικά όχι. Ο Μαύρος Γάτος και η Nosyparker είχαν ήδη αποφασίσει να πάνε μια βόλτα στα κεραμίδια της Άνω Πόλης και νιαούρισαν αρνητικά. Ο ιπτάμενος δίσκος προσγειώθηκε με προσοχή στο στενό δρομάκι και η Homeless Montressor μπήκε μόνη της μέσα, στέλνοντας φιλάκια με τα μακριά πράσινά της δάχτυλα.
Ήταν ώρα να φύγουν και οι υπόλοιποι, το Θεριό Ανήμερο είχε τακτοποιήσει τα μαλλιά της ώστε να πετάνε σαν πρόκες προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ δοκίμαζε και κάποιες κινήσεις καράτε. Αφού κατάφερε να βουλιάξει τη λαμαρίνα από ένα κάδο του δήμου με μια εναέρια κλωτσιά, μονολόγησε: «Οκέι, είμαι έτοιμη για το πάρτυ.» Σήκωσε τη Nosyparker στο ύψος του προσώπου της και της φίλησε τη μουσούδα, ενώ χάιδεψε απαλά το κεφάλι του Μαύρου Γάτου (δεν είχαν τόση οικειότητα) και αυτός γουργούρισε ευτυχισμένος. Τα δύο γατιά άρχισαν να τρέχουν προς τα Βόρεια, διαφωνώντας με νιαουρίσματα αν έπρεπε να πάνε κατευθείαν στην Άνω Πόλη, ή να περάσουν για ένα μεζέ από το Μπιτ Παζάρ, όπως πρότεινε η Nosyparker.
Ο Πάνος κοίταξε τον Psarog και τον ρώτησε αν τον βόλευε να τον αφήσει κάπου. Ο Psarog σταμάτησε να ξύνεται και είπε αγχωμένος στο Πάνο, «Ναι, ναι στην κοντινότερη θάλασσα, το δέρμα μου με φαγουρίζει πάρα πολύ!» Καθώς κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο ο Πάνος αναρωτιόταν πώς δεν είχαν κουραστεί ακόμη με αυτήν την ιστορία της ψευδωνυμίας, ιδίως οι μπλόγκερ σαν το Ζούρι και τον Psarog που έγραφαν καιρό. Δε χρειάστηκαν πάνω από πέντε λεπτά για να φτάσουν το Λευκό Πύργο, ο Psarog ευχαρίστησε τον Πάνο και έτρεξε γρήγορα προς την παραλία. Ενώ ο Πάνος έβαζε ξανά εμπρός το αμάξι, πρόσεξε πόσο ωραία αντανακλούσαν το φεγγάρι τα ασημένια λέπια του Psarog καθώς βουτούσε πίσω στη θάλασσα. Συνέχισε στη Νίκης σκεπτόμενος ότι είχε καιρό να μπει στο μπλογκ του Άμμου. Να του έκανε αύριο καμιά επίσκεψη, ίσως να άφηνε και κανένα σχόλιο, για να του δείξει ότι τον συμπάθησε.

Είχε πάει πέντε το πρωί και το μπαράκι έκλεινε πια. O Μιχάλης πλήρωσε τα τέσσερα τζιν τόνικ που είχε πιει, και ο Nada μάζευε τα cd του. «Παιδιά, θα σας πρότεινα να σας ανεβάσω με το αυτοκίνητο, αλλά μεταξύ μας είμαστε, μη λέμε μαλακίες…» Ο Μιχάλης συμφώνησε, ενώ η Λουίζα σχολίασε ότι θα ήταν πολύ πιο βολικό να συγκατοικεί με το Ζούρι ή τη Homeless Montressor, θα της έφευγαν σίγουρα πολύ λιγότερα λεφτά σε ταξί.
Κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Αφού ο Μιχάλης και ο Nada υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο ότι δε θα χαθούν, κοίταξαν γύρω τους και βεβαιώθηκαν ότι δεν τους βλέπει κανείς. Ο Nada είπε «Καληνύχτα» και χτύπησε τα δάχτυλα του, για να εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Ο Μιχάλης είχε ήδη αρχίσει να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του, μέχρι που μεταμορφώθηκε σε ένα μικρό ανεμοστρόβιλο από άμμο. Μια υπόκωφη φωνή ακούστηκε μέσα από τη δίνη: «Λουίζα, μην ξεχάσεις να μαζέψεις και τα γυαλιά μου!» ενώ ο ανεμοστρόβιλος κατευθυνόταν γρήγορα προς το Βορρά. Η Λουίζα άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του Μιχάλη, συνειδητοποιώντας πώς ήταν αρκετά ευγενικός, ώστε να μη φορέσει εσώρουχο απόψε. «Αυτή η ιστορία έχει αρχίσει να με κουράζει…» μονολόγησε, και η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας.

24.2.07

Η φύση των ονομάτων

Η βροχή έβρεχε όλο και δυνατότερα, καλύπτοντας το τοπίο μπροστά της με ένα τραχύ πέπλο. Η Ηλέκτρα δεν έβλεπε, προχωρούσε ακατάπαυστα προς τα μπρος στο λασπωμένο χωματόδρομο, όλο και πιο μακριά από τη μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Δεν είχε τίποτε άλλο να την προστατέψει πέρα από τη μεγάλη, μαύρη ομπρέλα της και το μαύρο της παλτό, αυτό σκεφτόταν. Τίποτε άλλο και κανέναν άλλο.
Ήταν βέβαιη πια ότι το όνομα της το είχαν δώσει για να την προειδοποιήσουν, απλά αυτή το κατάλαβε πολύ αργά, όταν όλα σχεδόν είχαν πραγματοποιηθεί. Σχεδόν όλα, η αλήθεια είναι αυτή.
Όταν ο πατέρας της γύρισε από τα καράβια με πρόωρη σύνταξη, λόγω του σοβαρού του προβλήματος με το ζάχαρο, τα παιδιά χάρηκαν πολύ που θα τον είχαν πλέον μαζί τους. Δεν πρόσεξαν πόσο χαλαρή ήταν η μητέρα τους με το γεγονός, σχεδόν ενοχλημένη, οι συνεχείς τους καβγάδες όμως τους έδειξαν από νωρίς ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά μεταξύ τους. Μυστηριωδώς (έτσι φάνηκε στα παιδιά τότε) οι καβγάδες κράτησαν μόλις ένα μήνα, αφού η μητέρα τους στη συνέχεια μεταμορφώθηκε σε τέλεια νοικοκυρά, χαμογελαστή και γλυκομίλητη, με μια κρίση όμως λεπτομέρεια: άρχισε να φτιάχνει συνεχώς γλυκά. Αυτή που δε φημιζόταν ποτέ για τη μαγειρική της, άρχισε να γεμίζει το σπίτι με μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού, κρέμες και παντεσπάνια. «για τα παιδιά», όπως έλεγε. Ένα μεγάλο ελάττωμα είχε ο πατέρας τους, ήταν λιχούδης, έτσι το είχε πάθει και αρχικά το ζάχαρο.
Δεν χρειάστηκαν παραπάνω από έξι μήνες για να τον βρουν ένα πρωί νεκρό στο μπάνιο (εκεί κρυβόταν για να τρώει γλυκά), πασαλειμμένο με κόκκινη κρέμα από μια πάστα φράουλα. Στην κηδεία όλοι θαύμασαν την ψυχραιμία και την αξιοπρέπεια της μητέρας τους της Κλαίρης, αν και ορισμένοι ψιθύριζαν ότι από το χέρι της πήγε, μεταφορικά μιλώντας.
Ο γείτονας τους ο Θέμης, δεν άργησε να ξαναρχίσει τις καθημερινές επισκέψεις στο σπίτι, ιδίως τις πρωινές ώρες που τα παιδιά έλειπαν στο σχολείο. Η μητέρα τους σύντομα έβγαλε τα μαύρα και μετά από ένα περίπου χρόνο τους ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, με το Θέμη. Στη γειτονιά όλες ψιθύριζαν ότι η Κλαίρη τον είχε γκόμενο πολύ πριν πεθάνει ο άντρας της, και πολλές σχολίαζαν ότι ο θάνατός του δεν ήταν άσχετος με την καψούρα της Κλαίρης για το Θέμη. Της τα είχε πει η κολλητή της στο σχολείο της Ηλέκτρας και εκείνη δεν ήξερε που να κρυφτεί από εκείνη την ημέρα και μετά, αν ήταν στο χέρι της, ούτε σχολείο δε θα πήγαινε.
Ή ανακοίνωση του γάμου είχε γίνει χτες. Όλο το βράδυ η Ηλέκτρα προσπαθούσε να ηρεμήσει τον αδελφό της τον Τάκη, που κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Λίγο πριν κοιμηθεί ήταν βέβαιη ότι κάτι κακό θα ξημέρωνε με την επόμενη ημέρα, και στις αρνητικές της προβλέψεις έπεφτε σχεδόν πάντα μέσα, σαν τη γειτόνισσά τους τη Σάντρα.
Ξύπνησε από τις φωνές του Θέμη και της μητέρας της και έτρεξε προς το δωμάτιό τους. Ο αδερφός της είχε ρίξει επάνω τους ένα δίχτυ που χρησιμοποιούσαν για το μάζεμα των ελιών και τους χτυπούσε με το μεγάλο στυλιάρι που χρησιμοποιούσαν στο τίναγμα των κλαδιών. Ο Θέμης φαινόταν λιπόθυμος με ένα ρυάκι αίμα να κυλάει από το μέτωπό του, ενώ η μητέρα τους ούρλιαζε καθώς ο Τάκης την χτυπούσε σε όλο το σώμα, αποφεύγοντας το κεφάλι. Μάλλον ήθελε να την πονέσει περισσότερο από το Θέμη. Η Ηλέκτρα φόρεσε γρήγορα το μαύρο παλτό της, πήρε τη μεγάλη μαύρη ομπρέλα του πατέρα τους και έτρεξε μακριά από το σπίτι, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στις περίεργες γειτόνισσες που είχαν αρχίσει να μαζεύονται ήδη μπροστά από την εξώπορτά τους.
Η βροχή έπεφτε όλο και δυνατότερα και τα παπούτσια της Ηλέκτρας είχαν αρχίσει να γεμίζουν και μέσα με λάσπες, οι κάλτσες της είχαν μουλιάσει με νερό και πάγωνε ολόκληρη. Που θα πήγαινε; Δεν είχε σπίτι πια, δεν είχε κανέναν, τίποτε. Κοίταξε ολόγυρα τα πράσινα χωράφια με τα φασολάκια και τις μπάμιες και επιθύμησε να ήταν καλοκαίρι. Τα καλαμπόκια θα ήταν ψηλά πια, θα μπορούσε να μπει ανάμεσα τους και να κρυφτεί για πάντα. Τώρα ούτε να κρυφτεί, ούτε να πάει είχε πουθενά, μόνο να φύγει. Για μια στιγμή ένιωσε την οργή να τη γεμίζει ολόκληρη, σήκωσε με το ένα χέρι ψηλά την ομπρέλα, άπλωσε το άλλο και φώναξε με όλη τη δύναμη της φωνής της: «Τι άλλο θα με βρει από αυτό το όνομα, τι;» Η φωνή της σκέπασε σχεδόν το δυνατό ήχο της βροντής.

Αργότερα στο νοσοκομείο, στο διπλανό θάλαμο από τη μητέρα της και το Θέμη, μαυρισμένη, μελανιασμένη και με τα μαλλιά της όρθια σαν Αφρικάνα, αποφάσισε ότι από εδώ και μπρος θα την έλεγαν Ρίτσα.

21.2.07

Δύο μήνες: Η ψυχοθεραπεία της γραφής - Superbia

Είναι μάλλον κοινός τόπος ότι η γραφή (δημιουργική, ημερολογιακή, στοχαστική κτλ.) βοηθάει τους ανθρώπους να ανακαλύψουν πλευρές του εαυτού τους που αγνοούσαν, ακόμη ακόμη και να βρουν ισορροπίες που μάταια έψαχναν σε άλλα μονοπάτια. Το σημερινό κείμενο δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτή τη διαδικασία.

Μετά από δύο μήνες μπλόγκινγκ με απασχολεί αντίθετα πώς μπορεί η γραφή να θεραπεύσει τον εαυτό της, μέσα από μια ταπεινή προσπάθεια όπως αυτή (με το «ταπεινή» ούτε αστειεύομαι, ούτε υποκρίνομαι ταπεινοφροσύνη, αλλά κυριολεκτώ όπως θα φανεί και στη συνέχεια).
Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν έχω γράψει ποτέ ημερολόγιο κι έτσι δεν ξέρω ούτε τις χαρές του, ούτε τους καημούς του. Εμπειρία έχω από κείμενα λογοτεχνικά, δοκιμιακά ή ακαδημαϊκά (οι σταθεροί όμως επισκέπτες θα ξέρουν ότι πνεύμα έχω πουλήσει λίγο μέχρι τώρα).
Σχετικά με τη λογοτεχνία λοιπόν. Έχω γράψει ξανά για τον παραδοσιακά μοναχικό συγγραφέα που απομονώνεται γράφοντας, συσσωρεύοντας ένα έργο, με μόνη δυνατότητα ευρύτερης επικοινωνίας την έκδοση, έστω σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό. Ποικίλες παθολογίες μπορούν να αναπτυχθούν όσο η συγκεκριμένη επικοινωνία αργεί να ξεκινήσει αλλά αυτή που εγώ κυρίως αντιμετώπισα ως τώρα ήταν η ανάπτυξη μιας συγγραφικής ματαιοδοξίας, ώστε να υποστηρίξω το μάταιο της προσπάθειάς μου: αν δεν έγραφα κάτι σπουδαίο, για ποιο λόγο να έγραφα;
Από τη ματαιοδοξία μου έχω τραβήξει πολλά και όχι μόνο ως συγγραφέας. Αυτό όμως είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία. Σημασία έχει ότι εδώ άρχισα να τη θεραπεύω, μαθαίνοντας σιγά σιγά να γράφω και καλύτερα.
Δεν είναι κακές οι διακειμενικές αναφορές, τα περίπλοκα αφηγηματικά σχήματα και η ποικιλία των φωνών του αφηγητή, οι γιορτές τελικά του ύφους. Σημασία έχει όμως να τα χρησιμοποιείς ως εργαλεία που ισχυροποιούν τη γραφή σου και την κάνουν οξύτερη και όχι ως συγγραφικές δικαιώσεις. Όσο απλοϊκό και να ακούγεται, σημασία έχει να κάνεις ύφος, όχι να πουλάς υφάκι.
Το έγραψα και πριν, το μέσο είναι ταπεινό και το έργο που φιλοξενείται επίσης. Τα κείμενα δεν μπορούν να έχουν μεγάλη έκταση, και η μετακίνησή τους προς τα πίσω κάνει προβληματική ακόμα και μια ιστορία σε συνέχειες. Οι επισκέπτες δεν είναι ούτε φιλόλογοι, ούτε συνήθως βιβλιοφάγοι και πρέπει να σεβαστείς και τη δυσκολία τους να διαβάζουν από μια οθόνη. Τα κείμενα πρέπει να είναι μικρά και απλά, για να μπορούν να διαβάζονται.
Και που να συγκεντρώσεις έργο, να δείξεις συνδέσεις και συνοχή; Τα κείμενα σπρώχνονται αέναα προς τα πίσω, κρύβονται στους προηγούμενους μήνες. Στους συχνούς αναγνώστες μένουν θολές αναμνήσεις υποθέτω, μια «ατμόσφαιρα» της γραφής, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την ένταση των εμμονών σου.
Δε φεύγει μόνο το φλούδι της γραφής τελικά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της σάρκας της. Αυτό που μένει, η σφιχτή σάρκα γύρω από το κουκούτσι, είναι σίγουρα η επικοινωνία μαζί με τα στοιχειώδη υλικά της τέχνης σου: μια καλή ιστορία, που θα βάλει και λίγο τον άλλο να σκεφτεί ή να συγκινηθεί.

«Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος, πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου» που έλεγε και ένας Κώστας, δύο χρόνια μεγαλύτερός μου τότε.

20.2.07

Μια καμένη αλληγορία

Στο Λιτόχωρο τις Αποκριές ανάβουν μεγάλες φωτιές, τις ταΐζουν με κλαδιά κέδρων, κάθονται γύρω τους, πίνουν κρασί και χορεύουν. Κάθε ενορία διαγωνίζεται με την άλλη για το ποια φωτιά θα είναι ψηλότερη, αλλά ο κρυφός, πραγματικός διαγωνισμός είναι ποια ενορία θα κλέψει περισσότερα κλαδιά κέδρων από την άλλη την τελευταία στιγμή (και επομένως θα έχει την ψηλότερη φωτιά).

Εμείς καθίσαμε στη φωτιά των “Indian”, ακούγοντας ροκ μουσική και ηλεκτρονικά μπίτια, χαζεύοντας την μεγάλη, ψηλή φωτιά και χορεύοντας. Οι αναπτήρες μας ήταν κρυμμένοι κάτω από κελεμπίες, νεραϊδοφτερά και ξανθιές περούκες, οπότε ψάξαμε τριγύρω για φωτιά, για μια μικρή φωτιά. Έτσι γνωρίσαμε το Γιώργο.

Κάπου στα μισά των είκοσι, με μακρύ σπαστό μαλλί και μούσια, μαυροντυμένος, μας έδωσε τον αναπτήρα του και απομακρύνθηκε, αφού ανταλλάξαμε δύο κουβέντες. Αρκετά διαφορετικός από τους άλλους, καθόταν κυρίως μόνος του με το βλέμμα προσηλωμένο στη φωτιά και σιγά σιγά απομακρυνόταν από τον κύκλο. Στα ροκ χόρευε, στα μπίτια χανόταν μάλλον στον κόσμο του, και όλο απομακρυνόταν.

Κάποια στιγμή τον είδα να βρίσκεται πλέον πίσω από κάτι θάμνους, με το βλέμμα πάντα προσηλωμένο στις φλόγες. Ξαφνικά άρπαξε ένα μεγάλο κλαδί κέδρου, το έσυρε με δύναμη και το πέταξε στο κέντρο της φωτιάς. Ήταν βρεγμένο και μαζί με τα λεπτά φύλλα που στραφτάλιζαν καιόμενα και τις ψηλές γλώσσες φωτιάς που ξεπηδήσαν, σηκώθηκε και πολύς, πυκνός καπνός. Με μάγεψαν οι σπίθες που χόρευαν μέσα στους καπνούς, πετάριζαν χαοτικά και χάνονταν όσο ξαφνικά εμφανιστήκαν.

Και εκεί σκέφτηκα ότι κάπως έτσι γράφουμε εδώ. Από τις διαδοχικές θέσεις του Γιώργου, αλλά και μέσα απ’ τους καπνούς, πετάγοντας σπίθες.

17.2.07

Πέντε υλικά αφηγήσεων

Με έβαλε ο αγαπητός φίλος Helix Nebulae να συμμετάσχω σε ένα παιχνίδι προσωπικών αποκαλύψεων που παίζεται τον τελευταίο καιρό στην μπλογκόσφαιρα. Οι όροι του παιχνιδιού είναι ότι πρέπει να πω πέντε πράγματα για τον εαυτό μου και μετά να προτείνω σε πέντε άλλους /ες μπλόγκερ να κάνουν το ίδιο. Σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να μπλέξω τα αντικειμενικά προσωπικά στοιχεία με κάποιες φανταστικές αφηγήσεις που έχουν προκύψει από αυτά, οπότε μαζί με κάθε "αποκάλυψη" υπάρχει και ένα λινκ για μια ιστορία μου. Αρχίζουμε.

1) Ένα παιδικό βιβλίο που ανακάλυψα μεγάλος και έχω κολλήσει με αυτό είναι η "Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων." Το διάβασμά του έχει σχεδόν ηρεμιστική επίδραση πάνω μου.
2) Μια μεγάλη φοβία της νηπιακής μου ηλικίας ήταν ότι πίσω από τον καναπέ του σαλονιού μας κρύβεται ένα μεγάλο, κακό τζίνι.
3) Ο αγαπημένος μου υπερήρωας είναι ο Μπάτμαν, συμπαθώ όμως ακόμα περισσότερο την Κατγούμαν.
4) Μου αρέσουν πολύ τα θρίλερ, ιδίως του Ντάριο Ντ' Αρτζέντο, επειδή συνδυάζουν συχνά μια ονειρική διάθεση με λουτρά αίματος.
5) Προτιμώ να κάνω σεξ με άπλετο φως και ιδίως το μεσημέρι.

Ένα τραγούδι που μου ταιριάζει με αυτό το παιχνίδι, επειδή περιλαμβάνει πέντε τρελούς ήρωες που λέει ο καθένας τα δικά του, είναι "Ο Βασιλιάς του Λα" του Ζακ Στεφάνου, οπότε σας το προτείνω.
Με τη σειρά μου προσκαλώ στο παιχνίδι τους AlluFunMarx, Nago, Νερίνα, Misirlou Oubliez και Non Private Life.

15.2.07

Ακόμα ζούνε, όσο γράφουμε

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
η μέρα μου δε μου άρεσε καθόλου σήμερα. Εντάξει το πρωι πρόλαβα να πχιω έναν καφέ και να κάνω ένα τσιγάρο, εφτυχώς άκουσα το ξυπνιτήρι και σηκώθηκα στην όρα μου. Η μαλακία όμως έγινε μετά στη δουλιά, με είδε χτες το αφεντικό από τις κάμερες ότι έστελνα μήνιμα από το κινητό, όσο και καλά τηλεφονούσα για ενιμέρωση. Ο ιδγιος βεβαια δεν είπε τίποτα, καλή νιφίτσα είναι, έβαλε όμως τη σκύλα την υποδιεφθύντρια να μου κάνει παρατήριση. Ακούς εκεί να με απολίσουν, για να δοκιμάσουν και θα δουν τι έχουν να πάθουν, θα ξιπνήσει ο άλλος μου εαφτός.
Όλη μέρα ήμουν πολλύ τσαντιζμένη, δεν είναι και δουλιά αυτό το τιλεμάρκετινγκ, παίρνεις τηλέφονο τον κάθε μαλάκα για να κάνει μια ακόμι μαλακία και να αγοράσει τις μαλακίες που πουλάμαι. Τόρα σκέφτομε ότι γράφω πολλύ πρόχειρα εδώ, τρις φορές έγραψα τη λέξη μαλακία στην προϊγούμενη πρόταση, συγνώμη αγαπημένο μου ημερολόγιο.
Τέλος πάντον, όταν γήρισα σπίτι στην αρχή ήταν καλά, έφαγα μια σαλάτα με μαρούλι και τόννο και ήπχια ένα φυσικό χυμό. Η δίετα πάει πολύ καλά, έχω χάσει ήδη τρία κιλλά και συναιχίζω ακάθαικτη. Άβριο λέω να προτίνω και στο νεαρούλη τον πωλητή να βγούμε για καφέ, δεν έχω τίποτα να χάσω. Είναι βέβαια λίγο τριχοτός, τις προάλες φορούσε ένα πουκάμισο με ανιχτό το γιακά και το είδα, αλλά δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιός για ένα βράδυ τον θέλω.
Δυστιχώς όμως όταν μπήκα στην κρεβατοκάμαρα είδα ότι δεν είχα σιδερόσει. Το βράδυ κιμήθηκα στον καναπέ και ξέχασα τελείως τι είχα αφίσει στην κρεβατοκάμαρα. Πρέπει λοιπόν να σε αφήσω αγαπημενό μου ημερολόγιο, με περιμαίνουν πολλές δουλιές ακόμα.

Η Λίτσα έκλεισε για άλλη μια φορά το ημερολόγιό της ανακουφισμένη. Πάντα τη βοηθούσε να γράφει στο τέλος μιας δύσκολης ημέρας, έπαιρνε από πάνω της την ένταση και τη γέμιζε με ευχαρίστηση ότι μπορούσε να μιλήσει με ειλικρίνεια σε κάποιον, ακόμα κι αν ήταν ένα άψυχο φύλλο χαρτί.
Σηκώθηκε χαμογελώντας από το γραφείο και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε τη χωνευτή ντουλάπα και έβγαλε το ατμοσίδερο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει και τη σιδερώστρα, αλλά αποφάσισε ότι δε θα βόλευε, ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει ό,τι είχε για σιδέρωμα. Έβαλε το ατμοσίδερο στην πρίζα.
Τα νεύρα της πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, το τζιν δεν έστρωνε με τίποτα. Σκέφτηκε να ανεβάσει τη θερμοκρασία στο μάξιμουμ, αλλά αυτό έκανε χειρότερα τα πράγματα. Να στο γόνατο τόσες φορές το είχε περάσει και αυτό συνέχιζε να τσαλακώνει. Αποφάσισε να τα παρατήσει προς το παρόν και ξεκίνησε το πουκάμισο. Εδώ τα χρειάστηκε κανονικά, είχε ακούσει ότι το λινό είναι πολύ δύσκολο ύφασμα, αλλά αυτό παραπήγαινε. Δοκίμασε να ψεκάσει με Merito, πάλι όμως οι ζάρες συνέχιζαν να δημιουργούνται, μία σιδέρωνε, δύο εμφανίζονταν.
Προσπαθούσε ήδη είκοσι λεπτά χωρίς αποτέλεσμα, όταν πια έγινε έξω φρενών. Σήκωσε το σίδερο και άρχισε να τον κοπανάει στο κεφάλι, μέχρι που άρχισαν να πετάγονται τα μυαλά του έξω. Όταν ηρέμησε συνειδητοποίησε όμως ότι ήταν κακή ιδέα, δε θα κουνιόταν πλέον, αλλά τα ρούχα του είχαν γεμίσει με αίματα, δεν είχε νόημα να τα σιδερώσει. «Τσάμπα τόσος κόπος» σκέφτηκε απογοητευμένη. Άρχισε να λύνει τα χέρια του και τα πόδια του από τα ξύλα του κρεβατιού, έπρεπε να τον κατεβάσει κάτω για να βάλει και τα σεντόνια στο πλυντήριο.


[Όσοι σκέφτηκαν ότι για άλλη μια φορά η φαντασία μου οργίασε, καλό θα ήταν να κάνουν μια επίσκεψη σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον μπλογκ. Μια προηγούμενη ιστορία της Λίτσας μπορεί να διαβάσει κανείς εδώ.]

13.2.07

Happy Valentines

Η Στέλλα και η Νάνα μπήκαν αγκαλιασμένες στο “Pop”, κρατώντας σφιχτά στο στήθος τους μια μεγάλη λούτρινη καρδιά. Πάνω στο κόκκινο βελουτέ ύφασμα ήταν κεντημένα με ασημένια κλωστή τα ονόματά τους: «Στέλλα + Νάνα = Love for Ever». Έδωσαν ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και προχώρησαν προς τα σκαμνάκια της μπάρας που έβλεπαν αντικριστά προς την είσοδο. Από εκεί μπορούσες να βλέπεις σχεδόν όλο το μαγαζί, αλλά και να σε βλέπουνε όλοι.
Όσο έδιναν το πρώτο τους ρουφηχτό, παθιασμένο φιλί, η Νάνα παρατήρησε ότι ήδη κατευθυνόταν προς το μέρος τους χαμογελώντας ο Γιάννης και τραβήχτηκε αλαφιασμένη.
- Πώς κι από εδώ Γιάννη;
- Ήρθαμε με το Μιχάλη, μπακούρια και οι δύο πλέον, είπαμε να πνίξουμε τον πόνο μας στο ποτό. Η Νάνα πρόσεξε τώρα και το Μιχάλη που σήκωνε το ποτήρι με το τζιν τόνικ χαιρετώντας την από το βάθος του διαδρόμου.
- Εεεε, ξέρεις εγώ και η Στέλλα…
- Έλα ρε, μην εξηγείς τίποτα, δε μας έλεγες το Σάββατο στην ταβέρνα ότι θα ερχόσασταν έτσι με τη Στέλλα; Τόσον καιρό το σκεφτόσασταν, μια χαρά κάνατε.
- Α, σας το έλεγα στην ταβέρνα. Μάλλον ήπια πολύ κρασί, ούτε καν το θυμάμαι.
- Άντε σας αφήνω, μη σας κάνω και χαλάστρα.
Ο Γιάννης φίλησε κι αγκάλιασε και τη Στέλλα, επιστρέφοντας πίσω στο Μιχάλη, που προσπαθούσε μάταια να κάνει μια κοπέλα να τον προσέξει με εξυπνάδες. Η Νάνα νόμισε πώς τον άκουσε να φωνάζει: «Μα δεν μπορεί να ξέρεις μόνο την Τζόυς Ευείδη», αλλά δεν έδωσε παραπέρα σημασία. Γύρισε προς το μέρος της Στέλλας, της χάιδεψε απαλά το στήθος και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά της. Η Στέλλα άρχισε να της τα δαγκώνει απαλά και στη συνέχεια φιλήθηκαν, βαθιά, υγρά και για πολλή ώρα, ενώ τα χέρια της μίας ταξίδευαν πάνω στους γοφούς και τη μέση της άλλης.
Ο Μιχάλης κοίταξε το ρολόι του κινητού του, η ώρα είχε μόλις περάσει από δώδεκα. «Χμμ» σκέφτηκε «δεν είναι καθόλου κακή ιδέα να γράψω για μια μεταμόρφωση στις δώδεκα, όπως στη Σταχτοπούτα. Ελπίζω να το θυμάμαι αύριο, ποιο τζιν τόνικ είναι αυτό, το τρίτο ή το τέταρτο;» Ο κόσμος γέμιζε πια το μαγαζί, αλλά ο τετράγωνος χώρος μπροστά από την είσοδο παρέμενε ακόμα σχετικά ανοιχτός.
Η Στέλλα ξαφνικά άρπαξε το χέρι της Νάνας και το πέταξε από πάνω της. «Να πας στο διάολο, μαλακισμένη!» φώναξε και έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της, βγάζοντας έναν ήχο που έμοιαζε με κλάματα. Η Νάνα της χάιδεψε τα μαλλιά δείχνοντας ότι προσπαθεί να την ηρεμήσει. Η Στέλλα άρχισε πάλι να φωνάζει: «Δε με νοιάζει αν ήσουν χάλια ψυχολογικά! Δεν έπρεπε να βγεις για καφέ μαζί της!», μάζεψε την τσάντα της και πήγε στην απέναντι άκρη του μαγαζιού, ελέγχοντας το χώρο με το βλέμμα της. Τουλάχιστον όσοι βρίσκονταν στο τετράγωνο άνοιγμα μπροστά από την είσοδο, είχαν αντιληφθεί σίγουρα τον καυγά τους.

Ο Αντρέας είχε έρθει μόνος του στο “Pop” απόψε ελπίζοντας ότι θα πετύχαινε μια φιλική παρέα, τελευταία στιγμή όμως τον πήραν τηλέφωνο για να του το ακυρώσουν (δεν του είχαν φανεί βέβαια και πολύ ενθουσιασμένοι από την αρχή). Είχε ήδη παρκάρει, οπότε αποφάσισε να πιει ένα ποτό, έστω και μόνος του. Η βραδιά του εξελίχθηκε τελικά πολύ πιο ενδιαφέρουσα από ό,τι το περίμενε, με τη μία από τις τζιβιτζιλούδες να έρχεται και να κάθεται ακριβώς δίπλα του. Έναν καλό πούτσο χρειάζονταν αυτές, ήταν δυνατόν να ικανοποιούνται με πλακομούνια και δαχτυλάκια; Κοίταξε για άλλη μια φορά τη Στέλλα: καλή ήταν, λίγο μετά τα τριάντα, ωραίο βυζί, δεν ήταν κακή για ένα πήδημα. Και μόνο η ιδέα εξάλλου ότι θα έκανε μια λεσβία να το γυρίσει, τον καύλωνε πολύ. Γύρισε προς τη Στέλλα και τη ρώτησε: «Κοπελιά, να κεράσω ένα ποτό;» Η Στέλλα χαμογέλασε και ένευσε καταφατικά. Αμέσως μετά έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσάντα της και του ζήτησε τη φωτιά του.

Ο Θεοδόσης είχε έρθει στο “Pop” με την ελπίδα ότι θα πετύχαινε το Γιώργο, ήταν το αγαπημένο του μαγαζί. Είχαν χωρίσει ήδη δέκα μέρες και δεν απαντούσε πουθενά, είτε δεν το σήκωνε όταν έβλεπε το νούμερό του, είτε του το έκλεινε στα μούτρα, όταν έπαιρνε με απόκρυψη. Δεν ήθελε να τον πικράνει, αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν το χαιρόταν πια το σεξ μαζί του, και όλο και περισσότερο είχε φαντασιώσεις με γυναίκες. Δεν περίμενε να το βιώσει ο Γιώργος σαν τόσο μεγάλη απόρριψη προς τον ίδιο, για αυτό έλπιζε να τον πετύχει σήμερα, για να του εξηγήσει ξανά. Μάλλον δε θα ερχόταν τελικά, αναμενόμενο ήταν να αποφεύγει μέρη που πήγαιναν μαζί. Κοίταξε γύρω του στο μπαρ. Όλοι φορούσαν τις χαρούμενες μάσκες τους και χόρευαν, ακόμα και η μία από τις κοπέλες που είχαν μαλώσει ήδη φλέρταρε με έναν τύπο, αυτός και η άλλη κοπέλα είχαν απομείνει οι μόνοι θλιμμένοι στο μαγαζί. Αποφάσισε να πάρει τα ρίσκα του, τουλάχιστον απέναντι στη θλίψη του. Πλησίασε προς το μέρος της Νάνας και τη ρώτησε ευγενικά: «Θα ήθελες να μιλήσουμε λίγο; Κι εγώ μόνος μου είμαι.» Η Νάνα γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας και άναψε ένα τσιγάρο. «Φυσικά» απάντησε.

Η Νάνα πήρε τη Στέλλα το επόμενο απόγευμα για τις πικάντικες λεπτομέρειες, αφού είχε περάσει σχεδόν όλο το βράδυ ξάγρυπνη με το Θεοδόση και ξύπνησε στο τσακ για να πάει στη δουλειά. Η Στέλλα απάντησε με βραχνή φωνή, που υποψίαζε για πολλά σχετικά με το δικό της προηγούμενο βράδυ.
- Έλα, ποιος είναι;
- Η Νάνα είμαι βρε. Κοιμάσαι;
- Όχι, μόλις ξύπνησα. Είχα αποκοιμηθεί στον καναπέ, κομμάτια έγινα χτες.
- Για λέγε, πώς ήταν ο δικός σου;
- Άσε με ρε με το μαλάκα, πήγε σε ένα γυμναστήριο, την έχει και λίγο μεγάλη και νόμιζε ότι αυτό είναι όλο.
- Κάτσε λίγο, δεν πέρασες καλά δηλαδή;
- Τι να περάσω καλά μωρέ με τον τρόμπα. Ήρθαμε σπίτι, μου έβγαλε τα ρούχα, πέταξε και τα δικά του, πέντε λεπτά σεξ, τέλος.
- Και μετά;
- Με ρωτούσε πόσο καλά πέρασα και αν θέλω να τον πάρω κι από πίσω και τέτοια. Του είπα να φύγει και ότι θα τηλεφωνηθούμε. Του έδωσα λάθος νούμερο βέβαια.
- Άντε ρε, κρίμα.
- Σου λέω παιδί μου, αν πετύχεις τέτοιο άντρα και στρέιτ να είσαι γίνεσαι λεσβία. Εσύ;
- Κοίτα αρχικά κουβέντα ήθελε το παλικάρι, κάτι μου ‘λεγε ότι έχει χωρίσει πρόσφατα και για αυτό ένιωσε ότι θα τον καταλάβαινα και τέτοια.
- Τι πιστεύεις, σου έλεγε δράκους;
- Δεν ξέρω μωρέ, στενοχωρημένος φαινόταν, αλλά δε μου είπε και πολλές λεπτομέρειες, ούτε καν το όνομά της. Τέλος πάντων μετά πιάσαμε άλλα, για μουσική, βιβλία, πολύ ωραία τα είπαμε. Έχουμε ραντεβού για ποτό κι απόψε.
- Περίμενε, δεν το κάνατε δηλαδή;
- Παιδί μου, το κάναμε και το παρακάναμε. Στο μεταξύ η πρώην του πρέπει να ήταν λίγο ψυγείο, γιατί όλο μου έλεγε «αυτό δεν το έχω ξανακάνει». Εντάξει δε λέω, κάναμε και μερικά ακροβατικά, αλλά δεν ήταν πια και όλα καινούρια.
- Από σώμα;
- Ε όχι σαν τον δικό σου, αλλά καλός. Αδύνατος, ούτε μικρή, ούτε μεγάλη. Μου έκανε μόνο εντύπωση ότι κάνει αποτρίχωση στο στέρνο, δε φαίνεται αθλητικός τύπος.
- Μπράβο ρε Νάνα, τουλάχιστον εσύ ήσουν τυχερή.
- Έλα ρε, κι εσύ τυχερή ήσουν, έκανες σεξ.
- Έκανα κάτι σαν σεξ γλυκιά μου, δεν είμαι δεκαοχτάχρονη, έχω πλέον και δυο τρία στάνταρ.
- Λοιπόν, την επόμενη φορά ελπίζω να έχουμε και οι δυο καλή τύχη.
- Άντε μακάρι…
- Στέλλα μου, σε κλείνω, παίρνει ο Γιάννης στο κινητό για να μάθουν τι έγινε, μας είδαν που φεύγαμε μαζί με τους γκόμενους.
- Οκέι, φιλιά δώσ’ του κι από μένα.
- Γεια τώρα, γεια.

[Νομίζω πως ταιριάζει με το κείμενο αυτό το τραγούδι.]

12.2.07

Συνέρημος

[Το κείμενο που ακολουθεί είναι κατ’ αρχήν ένα γλωσσικό παιχνίδι. Mε δεδομένο ότι θα έλειπα από Θεσσαλονίκη, την Παρασκευή ξεκίνησα μια ιστορία και άφησα να τη συνεχίσουν οι επισκέπτες/τριες στα σχόλια. Στο παιχνίδι αυτό συμμετείχαν με σειρά εμφάνισης οι επισκέπτες/τριες: Τυχάρπαστος, Maya, Indieann, helix nebulae, perssefoni και (αυτή που δε λένε Μαρία) Αντουανέτα (οι παράγραφοι του κειμένου που έγραψαν είναι χρωματισμένες αντίστοιχα με το όνομά τους).]

Στη «Μικρή Στοά» της Θεσσαλονίκης ο Μιχάλης χοροπήδαγε πέρα δώθε, ευτυχισμένος που έβγαινε έξω μετά από πολύ καιρό και μεθυσμένος από τα τέσσερα τζιν τόνικ. Η Ισιδώρα χαμογέλασε βλέποντάς τον να μπερδεύεται μέσα στην πράσινη κελεμπία του και χαιρέτησε τον άνθρωπο – καρότο που ετοιμαζόταν να φύγει. Θυμήθηκε ξαφνικά κάτι που είχε διαβάσει πρόσφατα: «Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μόνο ένα φτερό ο καθένας. Πρέπει να αγκαλιαστούμε για να μπορέσουμε να πετάξουμε.» Με αυτή τη σκέψη έπεσε στην αγκαλιά του Μάριου, που καθόταν εδώ και ώρα δίπλα της…
O Μάριος γύρισε και την κοίταξε έκπληκτος, αλλά καθόλου ενοχλημένος. Την πρόσεξε από τη στιγμή που τους σύστησαν. Κοντά στο 1,70, μαλλιά καστανόξανθα, μάλλον βαμμένα, ελεύθερα, μέχρι το αγκώνα της σχεδόν, μάτια μεγάλα που το χρώμα τους έπαιζε πότε με το γκρίζο και πότε με το χρώμα της ελιάς -θα 'φτιαχνε ωραία φραπελιά σκέφτηκε-διαστέλλονταν και λαμπύριζαν κάθε φόρα που, στη κουβέντα αργότερα, προσπαθούσε να δώσει έμφαση στα λόγια της, φορούσε ένα τζιν, που μέσα του οι γλουτοί της έμοιαζαν να σαλεύουν ενοχλημένοι από την πίεση, κι ένα μαύρο μπλουζάκι που άφηνε να φαίνεται το τρεμόπαιγμα στο πάνω μέρος του στήθους της κάθε φορά που χειρονομούσε. "Αν ήταν το άλλο μου φτερό θα πετούσα πολύ ψηλά" σκέφτηκε καθώς "Μάριος" είπε και της έδωσε το χέρι. Κάθισε δίπλα του, στ' αριστερά του, κι ο Μάριος κάθε τόσο, τάχα μου τυχαία, άφηνε το πόδι να πλαγιάσει λίγο περισσότερο για να ακουμπήσει το δικό της, ενώ όλη την ώρα χιλιάδες μυρμηγκάκια είχαν πιάσει δουλειά ανάμεσα στα σκέλια του. "Το δικό μου φτερό είναι στην δεξιά πλευρά" του είπε γελώντας και ο Μάριος έμεινε να τη βλέπει με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να καταλάβει τι γινόταν. "Θα φωνάζει η σκέψη μου" φαίνεται και προσπάθησε να θυμηθεί αν έχει κανένα γνωστό ψυχίατρο. "Μα τι έπαθες; Το δικό μου είναι δεξιά, αν το δικό σου είναι αριστερά, μπορούμε να πετάξουμε ψηλά"
Κι εκεί που ήταν έτοιμοι να σκύψουν και να φιληθούν άκουσαν τις κραυγές του Μιχάλη από τη στοά. Ο άνθρωπος-καρότο τον είχε αρπάξει και τον έχωνε με τη βία μέσα σε μία σαραβαλιασμένη Άστον Μάρτιν. Ο Μιχάλης τον παρακαλούσε να τον αφήσει, αλλά ο άνθρωπος-καρότο ήταν ανένδοτος. Ύστερα από ημέρες, ξύπνησε κι είδε από το παράθυρο τοπία ξένα. Έρημος, κάκτοι... Έβγαλε την πράσινη κελεμπία του κι έμεινε με το τζην και το φανελάκι. Ο άνθρωπος-καρότο, οδηγούσε ασταμάτητα όλες αυτές τις ημέρες, χωρίς να βγάλει τη στολή. Ή μήπως δεν ήταν στολή;
Ο πορτοκαλί απαγωγέας, του πρότεινε ένα μπουκαλάκι με ένα θολό υγρό μέσα. Ο Μιχάλης το πήρε, δίστασε για μια στιγμή, αλλά ήταν τόσο διψασμένος, που το ήπιε μονορούφι. Ένιωσε να χαλαρώνει. Κάπου είχε διαβάσει παλιά για τον μαγικό ζωμό κάποιων κάκτων... "Ελπίζω να σου αρέσει η Αριζόνα. Απόλαυσε το τοπίο. Δε θα μείνουμε πολύ." είπε ο άνθρωπος-καρότο. "Μα γιατί εμένα; Τί θέλεις; Που με πας;" ρώτησε ο Μιχάλης. "Μη γελιέσαι", του είπε το καρότο. "Κι εγώ, ένα φτερό έχω... Πώς να ταξιδέψω μόνος;"

"Μόνος" μονολόγησε ο Μιχάλης και προσπάθησε να κάνει ένα ποιηματάκι για να διασκεδάσει την αγωνία του σε αυτό το παρανοϊκό ταξίδι. "Μόνος" κάνει ρίμα με το... "κληρομόνος", "αστυμόνος", "αστρομόνος". Όχι. Δεν... Κάτι συνέβαινε με το ποτό, δε μπορεί, αυτό θα έφταιγε που μπέρδευε τις συλλαβές. Άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε το κεφάλι του έξω να τον χτυπήσει ο αέρας. Ήταν ζεστός και λίγο μετά έβγαλε και τον μισό του κορμό έξω. Με κλειστά τα μάτια ένιωθε τον ήλιο πάνω του και την άμμο να χτυπάει με φόρα στο πρόσωπό του. Οι μικρές κουκίδες χώνονταν στους πόρους του, κι εκείνος φανταζόταν μικρά γαργαλιστικά αμμοκόριτσα να χοροπηδάνε στα γένια του που, από χτες που ξυρίστηκε, είχαν αρχίσει να φυτρώνουν. Ένα από αυτά, το πιο τσαχπίνικο είχε χωθεί μέσα στο αυτί του και τον έλεγε τρυφερά "Αμμιχάλη" της. Μα όπως είχε αφεθεί στο γλυκό βούισμα της φωνής της κάτι άκουσε, σαν ένα "κρακ", σαν ένα "χραπ", κάτι απροσδιόριστο που το ακολούθησε ένας οξύς πόνος. Έβαλε αντανακλαστικά το χέρι πίσω από την πλάτη του και άνοιξε τα μάτια τρομοκρατημένος. "Το φτερό" φώναξε. "νομίζω έπεσε το φτερό μου"...
Η σαγηνευτική Ισιδώρα, 666η μετενσάρκωση της θεάς Ίσιδος, άφησε το στραγγισμένο από αίμα πτώμα του Μάριου στη μπανιέρα του ξενοδοχείου και τηλεμεταφέρθηκε στην Αριζόνα απλά ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. Προς μεγάλη έκπληξη του Μιχάλη υλοποιήθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο άνθρωπος-καρότο. Σκούπισε λίγο αίμα που είχε απομείνει στις κατάμαυρες μπούκλες της και κοίταξε στα μάτια τον άνθρωπο-καρότο μέσα από το καθρεφτάκι. "Κάνε στην άκρη" του είπε. "Θα οδηγήσω εγώ". Ήταν πια προφανές ποιος είναι το αφεντικό σ' αυτή τη σφιγγοφωλιά. ζαλισμένος ακόμα από το παραισθησιογόνο Mescal, ο Μιχάλης άρχιζε να καταλαβαίνει. Τον είχαν παρασύρει στην παγίδα τους και τον είχαν απαγάγει, αυτό ήταν πια σίγουρο. Τι συνέβη όμως στο πέμπτο τζιν τόνικ που είχε παραγγείλει στη στοά; Και κυρίως, που είχε πάει η μάσκα του;
O μπάρμαν κοιτούσε αποσβολωμένος τον τρελαμένο που βγήκε τρέχοντας προς τα έξω. Μιχάλη τον φώναζαν οι φίλοι του, ούτε που τον πήραν χαμπάρι, μόνο ο μπάρμαν είδε την ξαφνική του αντίδραση. Ποιος ξέρει σκέφτηκε, μπορεί τώρα να τρέχει φωνάζοντας και γελώντας στους ψιχαλισμένους δρόμους, ψάχνοντας την ελευθερία του. Οι φίλοι του απέναντι μιλούσαν και γελούσαν, τον ξέχασαν το Μιχάλη, μα τέτοια αδιαφορία, σκεφτόταν ο μπάρμαν αργοπίνοντας το 5ο τζιν τόνικ που θα ‘μενε άπιωτο. Έχω δει και χειρότερα μουρμούρισε πριν την τελευταία γουλιά...Λίγο πιο μετά συνειδητοποίησε ότι ζήλεψε το μεθυσμένο Μιχάλη. Ήθελε κι αυτός να φύγει τρέχοντας.
Άνοιξε τα μάτια του. Πονούσε η μέση του πολύ. Τον είχε πάρει ο ύπνος στο γραφείο πάλι. Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του. Είχε εκείνα τα εκνευριστικά σημάδια που μένουν όταν κοιμάσαι πάνω στο χέρι σου. Μπλιαχ και μπλιαχ σκέφτηκε. Δε θυμόταν σχεδόν τίποτα. Μια πίεση μόνο κάτω από την κοιλιά του του θύμιζε πως κάτι έχασε το προηγούμενο βράδυ. Κοιτάχτηκε. Η πρωινή καύλα μαζί με την ανάγκη να κατουρήσει τον ανάγκασε να σηκωθεί. Πήγε στο μπάνιο. Θυμήθηκε. Πού ήταν η Δήμητρα; Γύρισε βιαστικά στο γραφείο, την πήρε τηλέφωνο.
- Δήμητρα;;
- Καλημέρα λένε πρώτα. Ξύπνησες;
- Τι έγινε; Έφυγες; γιατί;
- …….
- Δήμητρα! Πες μου
- Τι να σου πω μωρέ Παύλο, τι να σου πω, είναι καλύτερα όταν θέλεις να μείνεις μόνος να μη με κουβαλάς. Έγραψες τουλάχιστον;
- Όχι, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, τι να γράψω;
- Την ιστορία που μου έλεγες, με το Μιχάλη, με τον άνθρωπο καρότο..
- Δε νομίζω να έγραψα, μα τι έγινε; πες μου δε θυμάμαι τίποτα
- Πάντα έτσι κάνεις Παύλο. Δε θυμάσαι τίποτα. Με πήρες τηλέφωνο και μου είπες ότι πεθαίνεις να με δεις. Με κάλεσες, καθίσαμε, μου είπες για την ιστορία που έχεις στο μυαλό σου, πρόλαβες να μου πεις την αρχή, ήσουν στεναχωρημένος που δεν είχες έμπνευση, ήπιαμε, σου είπα πως η έμπνευση έρχεται όταν δεν την περιμένεις, άρχισες να με φιλάς, σηκώθηκες να φέρεις προφυλακτικά από το γραφείο σου και δεν επέστρεψες. Περίμενα, σε φώναξα μια φορά, δεν απάντησες, ήρθα και σε βρήκα να κοιμάσαι πάνω στο πληκτρολόγιο. Άνοιξα την πόρτα κι έφυγα.
- Πωπω τώρα ντρέπομαι.
- Μην πεις συγνώμη θα νευριάσω. Δε χρειάζεται να ντρέπεσαι. Νομίζω ότι καταλαβαίνω. Το γράψιμο έχει σημασία για σένα, και σου πάει κιόλας. Απλά δε θέλω να με μπερδεύεις μ' αυτό. Όταν είσαι μαζί μου θέλω να είσαι μαζί μου, μόνο αυτό θέλω. Κι όταν γράφεις να με γράφεις και μένα στ' αρχίδια σου.
- Ήσουν όμορφη χτες. Θέλω να 'ρθείς.
- Όχι σπίτι σου, Όχι. Πάμε κάπου μαζί. Να φύγουμε ενα τριήμερο . Πες ναι
- ……
- Δεν θέλεις ε;
- Θέλω, θέλω πολυ, αλλά η ιστορία;;;
- Θα την τελειώσουν οι φίλοι σου μι αμόρ..
- Καλά λες. Σε είκοσι λεπτά θα μαι εκεί.
- Παύλο……
- Ναι;
- Μην περάσεις από το γραφείο σου.
- Τι εννοείς;
- Εννοώ μπες κατευθείαν στο δωμάτιο και πάρε δυο ρούχα.
- Μην ανησυχείς σου λέω θα είμαι εκεί σε λίγο.
Ο Παύλος μπήκε στο δωμάτιο, πήρε το μπλε μποξερακι που του 'φερνε τύχη στο γαμήσι και την κόκκινη μπλούζα που του ‘φερνε τύχη στο γαμήσι. Θυμήθηκε τα κλειδιά, ήταν πάνω στο γραφείο, δίπλα στο πληκτρολόγιο. Πλησίασε, δίστασε για λίγο. Κάθισε.
Η Δήμητρα περίμενε,
Και περίμενε , και περίμενε…
Και άντε γαμήσου Παύλο.

9.2.07

Ανοίξαμε και σας περιμένουμε

[Θα λείψω για περίπου ένα τριήμερο από τη Θεσσαλονίκη και την adsl σύνδεσή μου, επειδή όμως μια πραγματική έρημος δε μένει ποτέ μόνη της, αποφάσισα να σας αφήσω στο πόδι μου. Συνεχίστε την ιστορία στα σχόλια, πιάνοντας ο ένας από εκεί που το άφησε ο άλλος. Τα λέμε από Δευτέρα.]

Στη «Μικρή Στοά» της Θεσσαλονίκης ο Μιχάλης χοροπήδαγε πέρα δώθε, ευτυχισμένος που έβγαινε έξω μετά από πολύ καιρό και μεθυσμένος από τα τέσσερα τζιν τόνικ. Η Ισιδώρα χαμογέλασε βλέποντάς τον να μπερδεύεται μέσα στην πράσινη κελεμπία του και χαιρέτησε τον άνθρωπο – καρότο που ετοιμαζόταν να φύγει. Θυμήθηκε ξαφνικά κάτι που είχε διαβάσει πρόσφατα: «Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μόνο ένα φτερό ο καθένας. Πρέπει να αγκαλιαστούμε για να μπορέσουμε να πετάξουμε.» Με αυτή τη σκέψη έπεσε στην αγκαλιά του Μάριου, που καθόταν εδώ και ώρα δίπλα της…

7.2.07

Κλειστοφοβία ή αγοραφοβία;

Σηκώθηκε από τις παχιές, αναπαυτικές μαξιλάρες, τις κεντημένες με πολύχρωμα λουλούδια και τέντωσε το σώμα του. Δε θυμόταν πια πόσο καιρό είχε περάσει ξαπλωμένος σε αυτές, ίσως μια εβδομάδα, ίσως ένα μήνα, ο χρόνος εδώ έχανε τελείως τη σημασία του. Μπορεί όμως και να είχε αποκοιμηθεί. Στον ύπνο του όλο και συχνότερα έβλεπε το δωμάτιο με τα βαρύτιμα υφάσματα και τα πολυτελή έπιπλα κι αυτόν μέσα σ’ αυτό φυλακισμένο. Ούτε στα όνειρά του δεν μπορούσε να ξεφύγει πια.
Πέρασε το χέρι από τους τοίχους τους επενδυμένους με αφρολέξ και πορφυρό βελούδο, σταματώντας στις ραφές από χρυσοκλωστή. Προσπάθησε για άλλη μια φορά μάταια να ξηλώσει έστω και ένα νήμα, η κλωστή όμως αυτή ήταν πιο ισχυρή και από ατσαλόσυρμα.
Το γαλάζιο μεταξωτό του σαλβάρι τον φαγούριζε πάλι στα αρχίδια, οπότε προσπάθησε να το βγάλει, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Το ασημένιο σκοινάκι που κρατούσε το σαλβάρι στη μέση του δεν μπορούσε να λυθεί, τόσα χρόνια πάλευε να το λύσει, δεν το είχε μάθει πια; Από τα νεύρα του άρχισε να τρέχει πέρα δώθε στο δωμάτιο, να πηδάει και να κρεμιέται από τον πολυέλαιο με τα κρύσταλλα και τα σμαράγδια.
Η πόρτα της οροφής έμπαινε και έβγαινε από το οπτικό του πεδίο, ακολουθώντας τις παλινδρομικές κινήσεις του πολυέλαιου. Είχε πάρα πολύ καιρό να ανοίξει αυτή η πόρτα, υπερβολικά πολύ καιρό.
Όχι ότι έξω ήταν καλύτερα. Δεν τους άντεχε τους ανθρώπους, όλο απαιτήσεις ήταν από αυτόν, ποτέ τους δεν έμεναν ευχαριστημένοι. Τις λίγες φορές που χρειαζόταν να βγει έξω, αμέσως νοσταλγούσε το στρογγυλό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, παρ’ όλη την πλήξη που βασίλευε σε αυτό. Τουλάχιστον εδώ είχε την ησυχία του, την ηρεμία της μοναξιάς του.
Συνέχισε να είναι κρεμασμένος από τον πολυέλαιο, κινούμενος σαν το εκκρεμές. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ότι το τουρμπάνι του θα έπεφτε από το κεφάλι του και αφέθηκε να πέσει κάτω. Καθώς έφερνε τα χέρια του μηχανικά στο κεφάλι του γέλασε: αφού ήξερε ότι κι αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να φύγει. Δεν είχε προσπαθήσει τα πάντα, να το βγάλει, να το λύσει, να το φθείρει κοπανώντας το κεφάλι του στους τοίχους;
Όλο και περισσότεροι τον κορόιδευαν πια για την εξωτερική του εμφάνιση, είχαν αλλάξει οι εποχές. Οι γυναίκες βέβαια πάντα γοητεύονταν από τα δυνατά του μπράτσα και τον ανοιχτό του κορμό (όλο και περισσότερες σχολίαζαν όμως ότι θα μπορούσε να κάνει καμία χαλάουα στο στέρνο), το σαλβάρι του όμως και το τουρμπάνι προκαλούσαν πλέον μόνο τα γέλια. Κάποτε, δε θυμόταν πια πόσο παλιά, θάμπωνε τους άλλους με την εξωτερική εμφάνιση του ανατολίτη άρχοντα. Τώρα πια ήταν κατάλληλα ντυμένος μόνο για τις Απόκριες.
Τους μισούσε στην πραγματικότητα τους ανθρώπους, για αυτό δεν ήθελε να βγαίνει έξω, σιχαινόταν τις μικρές τους ζωές και τις μεγάλες τους επιθυμίες. Αν είχε τη δύναμη και την ελευθερία να το κάνει, θα τους εξαφάνιζε διαμιάς από τον πλανήτη. Φαντασιωνόταν μάλιστα συχνά τον εαυτό του να πετάει πάνω από μια άδεια Γη, τρομάζοντας τα ζώα και φοβερίζοντας τα πουλιά, δαίμονας μεθυσμένος από την ελευθερία. Μετά άνοιγε τα μάτια του και έβλεπε πάλι το στρογγυλό δωμάτιο το ντυμένο με βελούδα, προσπαθούσε να κλάψει αλλά ήξερε ότι του ήταν αδύνατο.
Ξαφνικά το δωμάτιο άρχισε να ταρακουνιέται σαν να γίνεται σεισμός, ενώ η πόρτα της οροφής άνοιξε με πάταγο. Πιάστηκε από τον πολυέλαιο, ξέροντας όμως ότι το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό για να μπορέσει να παραμείνει μέσα. Πάντα το ρεύμα ήταν υπερβολικά δυνατό, πάντα όμως κι αυτός προσπαθούσε να μείνει μέσα στο δωμάτιο, σαν μια μικρή, καταδικασμένη δήλωση ελευθερίας. Τα δάχτυλα του σιγά σιγά άφησαν το χρυσό μέταλλο και αφέθηκε να ρουφηχτεί προς τα έξω.

Πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει από το λυχνάρι, μέχρι που ένα μεγαλόπρεπο τζίνι εμφανίστηκε μπροστά στον έκπληκτο παλαιοπώλη. «Στις διαταγές σας αφέντη» είπε, κοιτώντας γύρω και προσπαθώντας μάταια να καταλάβει από τα αντικείμενα σε ποια εποχή βρίσκεται.

5.2.07

Last night my roommate saved my life

Η Λουίζα είχε μόλις παρκάρει το αυτοκίνητο στην Ακροπόλεως, δίπλα από το ΙΚΑ, και ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στο Μιχάλη για να τη βοηθήσει με τα πράγματα. Πάλι η γιαγιά της την είχε φορτώσει με πίτες και φαγητά, μόνη της δε θα μπορούσε να τα ανεβάσει από τις σκάλες. Όταν είχαν πρωτονοικιάσει το σπίτι με το Μιχάλη, η έλλειψη του ασανσέρ δε φαινόταν και σπουδαίο πρόβλημα, τι ήταν να ανεβείς τρεις ορόφους; Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως, είχαν μαζευτεί τόσες κουρασμένες άνοδοι μετά από ένα τρέξιμο στην πόλη και τόσα μεθυσμένα παραπατήματα μετά από μεθύσια, που κατέληγε ένα ακόμη πολύ καλό επιχείρημα για να αφήσει το σπίτι. Έβγαλε το κινητό της και πάνω που θα πατούσε στις πρόσφατες κλήσεις, αυτό άρχισε να κουδουνίζει από μόνο του. Ο Μιχάλης ήταν, μάλλον θα είχε υπολογίσει την ώρα που θα έφτανε η Λουίζα.
Απαντώντας στο τηλέφωνο, αυτό που κυρίως άκουσε ήταν ο εκκωφαντικός θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας. Καλά πώς το είχε πάθει και καθάριζε από μόνος του; Τόσα χρόνια συγκάτοικοι τον κυνηγούσε για όλες τις δουλειές, μέχρι και για να αδειάσει τα τασάκια. «Μιχάλη, έχει άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη.» «Α, ναι;» «Ω ναι. Και εγώ τα έπλυνα χτες. Είναι επομένως η σειρά σου.» «Α, οκέι». Πάντα τις έκανε τις δουλειές που του έλεγες, δεν είχε παράπονο σε αυτό, αλλά μετά από τέσσερα χρόνια καθοδήγησης στις δουλειές του σπιτιού, είχε κουραστεί πια. Τον Ιούνη θα το άφηνε το σπίτι και θα έπιανε ένα μόνη της. Είχε αρκετή πείρα, για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι με το Μιχάλη ήταν πολύ καλύτεροι φίλοι απ’ ό,τι συγκάτοικοι.
«Έλα Μιχάλη, μόλις έφτασα, κατέβα σε παρακαλώ να με βο…» «Λουίζα δεν μπορώ να κατέβω, εσύ πρέπει να ανέβεις γρήγορα. Τελείωνα το ποστ και…» Τα υπόλοιπα δεν τα άκουσε η Λουίζα, καλύφθηκαν από τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας, που πλέον ήταν αφύσικα δυνατός, σαν να έπαιζε ο ήχος της τέρμα στα μεγάφωνα, παρά να σκουπίζει πράγματι κάποιος. Εξάλλου της είπε ο Μιχάλης ότι τελείωνε ένα ποστ για το μπλογκ, δε θα μπορούσε να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα. Αποφάσισε να αφήσει τα πράγματα στο αυτοκίνητο και να ανεβεί γρήγορα για να δει τι συμβαίνει.
Ανεβαίνοντας τις σκάλες, είδε την επιγραφή στον πρώτο όροφο, δίπλα από το διαμέρισμα της διαχειρίστριας: «Παρακαλώ τα κοινόχρηστα του Ιανουαρίου». Γαμώτο, πάλι τα είχαν ξεχάσει, οι μισές ανακοινώσεις για καθυστερημένα κοινόχρηστα για αυτούς έβγαιναν. Στο δεύτερο όροφο σκέφτηκε ξανά το Μιχάλη. Είχε χαρεί πολύ στην αρχή με το μπλογκ του, τον έβλεπε ξανά να είναι ενθουσιασμένος με κάτι, μετά από παρά πολύ καιρό. Δεν ήταν εξάλλου τυχαίος ο τίτλος που είχε διαλέξει: «Σκουπίζοντας στην έρημο, αλλάζεις το τοπίο». Το είχε ξεκινήσει το μπλογκ σε μία φάση γενικής αμηχανίας για τον εαυτό του, σκεπτόμενος ότι αν ανακατέψει τα υλικά στο μυαλό του, μπορεί και να έβγαζε μια άκρη. Η απροσδόκητη ανταπόκριση του ανέβασε πραγματικά το ηθικό και τον έκανε πολύ πιο αισιόδοξο σίγουρα. Τον φανταζόταν καμιά φορά να γυρνάει χαμογελαστός με τη σκούπα του στην έρημο και να συναντάει όλα αυτά τα παραμυθένια όντα που ανέφερε στα λινκ του, τις Σιαμαίες από την Ταϊλάνδη, τη Μάτζικα Ντε Σπελ και την Ξεχασιάρα Μισιρλού, ακόμη ακόμη και το Τίποτα.
Από ένα σημείο και μετά όμως το πράγμα έφυγε από τον έλεγχο. Ξυπνούσε το πρωί και η πρώτη του δουλειά ήταν να ελέγξει τους μετρητές του μπλογκ. Αν οι επισκέπτες ήταν περισσότεροι από την προηγούμενη μέρα ησύχαζε, αν ήταν λιγότεροι ή ίδιοι, έμπαινε σε βαθύ προβληματισμό για το τι φταίει. Καμιά φορά τους έβριζε κιόλας: «Μαλάκες, κάθισα δυο ώρες να το γράψω, έψαχνα και στο ίντερνετ τσιτάτα του Τζόις και ούτε ένα σχόλιο; Σπλατεριές με πούτσες και μουνιά θέλετε μόνο, ηλίθιοι.» Σιγά σιγά γνωρίστηκε και με άλλους μπλόγκερ και μιλούσανε ώρες στο msn. Δεν συμπαθούσε κανέναν τους ιδιαίτερα, ήταν όμως μια παρηγοριά στη μοναξιά του και εξασφάλιζε επίσης σταθερούς σχολιαστές στο μπλογκ του. Βυθιζόταν όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο που έμοιαζε με πραγματικό, αλλά δεν ήταν.
Φτάνοντας στην εξώπορτα του διαμερίσματος, η Λούιζα ένιωσε πλέον το θόρυβο της ηλεκτρικής σκούπας να γίνεται τρομακτικός, η ξύλινη πόρτα ταραζόταν από τα κύματα του ήχου και έτριζε. Άνοιξε γρήγορα την πόρτα και έτρεξε προς το καθιστικό, από όπου ερχόταν η εφιαλτική πλέον φασαρία. Αυτό που είδε, δεν το περίμενε σε καμία περίπτωση.
Στο μικρό γραφειάκι ο υπολογιστής ήταν στη συνηθισμένη του θέση, η οθόνη όμως ήταν μαύρη και μέσα από αυτήν ξεπετάγονταν τα πόδια του Μιχάλη. Από τον πύργο του υπολογιστή, το ανεμιστηράκι έκανε ένα διαολεμένο θόρυβο σαν να δούλευαν δέκα ηλεκτρικές σκούπες μαζί στη μεγαλύτερη ένταση. Η Λουίζα συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του Μιχάλη φαίνονταν όλο και λιγότερο, της ήταν σαφές πλέον ότι ο υπολογιστής ρουφούσε το Μιχάλη μέσα του. Έπρεπε να κάνει κάτι άμεσα, αλλά τι;
Σκέφτηκε να βγάλει τον υπολογιστή από την πρίζα, αλλά έτσι διακινδύνευε να εγκλωβιστεί ο Μιχάλης για πάντα μέσα του, ή ακόμη χειρότερα να κοπεί το μέρος από τα πόδια που είχε μείνει απέξω. Στύλωσε τα πόδια της στο πάτωμα και άρχισε να τραβάει τα πόδια του Μιχάλη. Η φόρμα που φορούσε ο Μιχάλης ήταν γλιστερή και της έφευγε από τα χέρια, οπότε την τράβηξε για να βγει και έπιασε γερά το Μιχάλη από τα γόνατα.
Η Λουίζα δε θυμόταν αργότερα πόση ώρα τραβούσε τα πόδια του Μιχάλη, με το σώμα του να εμφανίζεται σιγά σιγά προς τα έξω. Σίγουρα όμως κάποια στιγμή ακούστηκε ο ήχος από καλώδια που καίγονται, το ανεμιστηράκι σταμάτησε και ο Μιχάλης πετάχτηκε απότομα έξω από την οθόνη. Το απότομο πέταγμα έριξε κάτω και τη Λουίζα και όταν σηκώθηκε είδε το Μιχάλη κουλουριασμένο στο πάτωμα, σαν το νεογέννητο, και γυμνό. Όλο το σώμα του, πέρα από αυτό που είχε παραμείνει απέξω, ήταν καλυμμένο με λεπτή γκρίζα άμμο, σαν να είχε κυλιστεί σε μια παραλία ή στην έρημο. Ήταν η πρώτη φορά που η Λουίζα έβλεπε τελείως γυμνό το Μιχάλη και ένιωσε κάπως αμήχανα, συνειδητοποίησε όμως ότι η μέρα είχε ήδη κυλήσει υπερβολικά παράξενα για να την απασχολήσει κάτι τέτοιο. Έτρεξε στο μπάνιο, πήρε το κουτί με τα μωρομάντηλα και άρχισε να καθάριζει σιγά σιγά το Μιχάλη από την άμμο. Κάποια στιγμή ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και ρώτησε τη Λουίζα: «Που βρίσκομαι; Τι έγινε;». Η Λουίζα του χάιδεψε το πρόσωπο και του απάντησε ήρεμα αλλά αυστηρά: «Σε σκούπισε η έρημος, Μιχάλη. Σε σκούπισε η έρημος.»

[Βασισμένο σε μια ιδέα της συγκατοίκου μου της Λουίζας.]

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

[Στα σχόλια ο μπλόγκερ Τυχάρπαστος δημοσίευσε μία συνέχεια της ιστορίας αυτής που τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα, οπότε τη συμπληρώνω με χαρά στο αρχικό κείμενο.]

Τώρα ο Μιχάλης, κάθε πρωί μόλις ξυπνάει, ψηλαφεί αργά και προσεκτικά το σώμα του. Εχει την ελπίδα ότι κάπου, στις μασχάλες του ίσως ή πίσω από τα γόνατα ή γύρω από τον αφαλό του ή κάπου άλλου, θα υπάρχει μια όαση, και πίσω από το πηγάδι της ένα μέγαλο κτίριο, κάτι σαν αυτά που τόσες φορές έχει δεί σε ταινίες, κι αυτός θα είναι μέσα κλεισμένος με το χαρέμι του, νεαρές γυναίκες που θα κουβαλούν το νερό και θα του χαρίζουν τη δροσιά τους, όπως η όαση στους ταξιδιώτες της ερήμου, ένα πρωί μάλιστα καθώς άγγιξε το σηκωμένο του πέος σχεδόν πανηγύρισε καθώς πίστεψε πως ηταν ο πρώτος φοίνικας και οι τρίχες γύρω του τα πρωτα χόρτα, "θελουν λίγο κούρεμα" πρόλαβε να σκεφτεί, πριν συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν φοίνικας αλλά το καυλωμένο του πέος, το οποίο πολύ γρήγορα συρρικνώθηκε και ξανάγινε εκείνο το θλιβερό και άσκημο εξάρτημα, που ονειρευόταν κάποτε να το χρησιμοποιήσει. Ομως ο Μιχάλης δεν απογοητεύτηκε και κάθε πρωί μολις ξυπνά ψηλαφεί το κορμί του προσεκτικά.

3.2.07

Η Δηλητηριώδης Κισσός

Το βαγόνι του μετρό ήταν τόσο γεμάτο από κόσμο που γυρνούσε σπίτι μετά από τη δουλειά, ώστε η κατάσταση ήταν πια ανυπόφορη, ο Γιάννης μια αισθανόταν τον αγκώνα της διπλανής να του χτυπάει τα πλευρά και μια το πέος του μαύρου που πουλούσε σι ντι να του πιέζει το μηρό. Τα νεύρα του θα είχαν σπάσει ήδη αν δεν είχε μαγευτεί από την εντυπωσιακή κοπέλα με τα κατακόκκινα μαλλιά και τα έντονα πράσινα μάτια, που στεκόταν απέναντί του σε απόσταση αναπνοής. Της χαμογέλασε και του χαμογέλασε κι αυτή, πεταρίζοντας παιχνιδιάρικα τα μάτια της.
Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν στο βαγόνι και ο Γιάννης αισθάνθηκε δύο χείλη να ακουμπούν τα δικά του. Η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη και συγκλονιστική για τον ίδιο: μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα (όσο κράτησε η συσκότιση) ο Γιάννης καύλωσε, έχυσε, και αισθάνθηκε όσο ευτυχισμένος δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Λίγο πριν επανέλθει το φως, τα χείλη απομακρύνθηκαν από τα δικά του και όταν μπορούσε πλέον να δει, η κοπέλα με τα κατακόκκινα μαλλιά είχε εξαφανιστεί.
Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι δεν είχε κανένα απολύτως νόημα να επιστρέψει στο σπίτι του. Ένιωθε όλο και πιο έντονα την ανάγκη για μια ωραία βόλτα στη φύση. Κατέβηκε στο Σύνταγμα, διέσχισε την πλατεία και άρχισε να περπατάει στην Αμαλίας. Πόσο άσχημη φαινόταν η άσφαλτος στο απογευματινό φως! Αποφάσισε να αγοράσει έναν κασμά και να αρχίσει να ξηλώνει την άσφαλτο, ώστε να εμφανιστεί επιτέλους λίγο χώμα. Μπήκε σε ένα σιδηροπωλείο, αλλά άκουσε ξαφνικά μια φωνή μες στο κεφάλι του: «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα γι’ αυτό. Έλα σε μένα». Άρχισε πλέον να περπατα στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Πέρασε ανάμεσα από τα πυκνά μπαμπού που είχαν ξεφυτρώσει στην είσοδο του Εθνικού Κήπου. Το βαρύ άρωμα από τις ορχιδέες τον μέθυσε και άρχισε να χορεύει ανάμεσα στα παρτέρια με τις αγριοτριανταφυλλιές και τους υακίνθους, πετώντας σιγά σιγά τα ρούχα του. Άκουσε ξανά τη φωνή μέσα του: «Μην καθυστερείς, έλα σε μένα» Έκοψε ένα μάνγκο και άρχισε να το τρώει, προχωρώντας προς το κέντρο του κήπου. Η Πάμελα ήταν ξαπλωμένη σε ένα πυκνό στρώμα από περικοκλάδες και χαμομήλια, γυμνή και με τα πόδια ανοιχτά. Το κατακόκκινο εφηβαίο της έκανε μια ιδιότυπη αντίθεση με το πράσινο που κυριαρχούσε γύρω της και το βλέμμα του Γιάννη καρφώθηκε εκεί. Ήταν καυλωμένος από την αρχή που μπήκε στον κήπο, τώρα αισθάνθηκε όμως το πέος του να σπαρταράει, σαν ψάρι που ήθελε να γυρίσει πίσω στη θάλασσα, στον υγρό κόλπο της Πάμελα. Έσκισε με δύναμη το σλιπ του και έτρεξε γρήγορα κοντά της, η Πάμελα όμως σταύρωσε τα πόδια της, προσφέροντάς του ταυτόχρονα ένα μήλο. «Ανυπόμονο παιδί!» είπε «Για να με απολαύσεις, πρέπει πρώτα να μου κάνεις μια χάρη…»

Οι συνάδελφοί του καλημέρισαν το Γιάννη, αλλά αυτός κούνησε απλά το κεφάλι. Φαινόταν πολύ διαφορετικός σήμερα, σαν να υπνοβατούσε. Κάθισε σε μια καρέκλα στην άκρη του θεωρείου και παρέμεινε αμίλητος μέχρι να ξεκινήσει η συνεδρίαση. Οι συνάδελφοί του δεν ασχολήθηκαν άλλο και ξανάρχισαν τα κουτσομπολιά για τον Χατζηνικολάου και την επόμενη επιχειρηματική κίνηση της Γιάννας Αγγελοπούλου.
Όταν αποχώρησε και η τελευταία βουλευτής του Συνασπισμού από την αίθουσα, ο Γιάννης σηκώθηκε και έβγαλε από την τσέπη του ένα μήλο, το οποίο εκσφενδόνισε με δύναμη προς τα έδρανα. Το μήλο έσκασε με θόρυβο, απελευθερώνοντας ένα μεθυστικό πράσινο αέριο, με αρώματα από δεκάδες διαφορετικά λουλούδια. Η Άννα Ψαρούδα – Μπενάκη χτύπησε δυνατά το σφυράκι της και φώναξε από το μικρόφωνο: «Κύριοι συνάδελφοι, η μέρα είναι υπέροχη, οπότε ας πάμε όλοι μια βόλτα στη φύση. Λύεται η συνεδρίαση.»

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 11 – 2 - 2007
Η ΦΥΣΗ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
της Χαρούλας Παπαδόπουλου

Κανείς δεν περίμενε ότι η τροποποίηση του άρθρου 24 για την προστασία του περιβάλλοντος θα επέφερε τη μεγαλύτερη πολιτειακή κρίση της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Στη χθεσινή συνεδρίαση της Βουλής ο κοινοβουλευτικός συντάκτης Γιάννης Φραγκιαδάκης, υπό την επήρεια ισχυρών ναρκωτικών ουσιών, πέταξε μια βόμβα με ψυχοδραστικά αέρια στην αίθουσα συνεδριάσεων (η βόμβα πέρασε από τους διάφορους ελέγχους χωρίς πρόβλημα, αφού είχε την εμφάνιση και το άρωμα μήλου). Την ώρα εκείνη το σώμα ήταν έτοιμο να ψηφίσει για την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος, με όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης να έχουν αποχωρήσει ήδη από τη συνεδρίαση. Οι βουλευτές βρέθηκαν σε μια κατάσταση απώλειας συνείδησης, εμφανίζοντας όλοι την ξαφνική επιθυμία να πάνε για μια βόλτα στη φύση. Η πομπή από Μερσεντές που ακινητοποίησε χτες το πρωί την κυκλοφορία στο κέντρο της Αθήνας, οδηγούσε το σύνολο των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας στον Εθνικό Κήπο, ο οποίος όπως θυμούνται οι αναγνώστες μας έχει μετατραπεί εδώ και μία εβδομάδα σε τροπικό δάσος. Στο κέντρο του κήπου οι βουλευτές ακινητοποιήθηκαν από ταχύτατα αναπτυσσόμενες περικοκλάδες, που φαίνεται πως ελέγχει με τη σκέψη της η Πάμελα Άισλι.
Η οικο-τρομοκράτης Πάμελα Λίλιαν Άισλι που αυτοαποκαλείται “Poison Ivy” (Δηλητηριώδης Κισσός) απειλεί ότι θα δολοφονήσει όλους τους βουλευτές που κρατάει ομήρους, αν δεν αποσυρθεί η πρόταση για την τροποποίηση του άρθρου 24. Το απόγευμα απελευθέρωσε τους βουλευτές Νίκο Λέγκα, Έλσα Παπαδημητρίου, Χρυσή Καρύδη, Κυριάκο Μητσοτάκη και Γιάννη Ιωαννίδη, που είχαν ήδη δηλώσει «παρών» στην προηγούμενη συνεδρίαση της Βουλής για το ζήτημα, ώστε να συγκεντρώνεται ο απαραίτητος αριθμός βουλευτών για την ψηφοφορία.
Στο αρχηγείο της ΓΑΔΑ έγιναν ολονύχτιες συσκέψεις σχετικά με τις δυνατότητες επέμβασης, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Είναι σαφές ότι η αποτελεσματικότερη λύση θα ήταν ο ψεκασμός του Εθνικού Κήπου με ισχυρά ζιζανιοκτόνα, είναι όμως σοβαρός ο κίνδυνος της δηλητηρίασης και των βουλευτών που κρατούνται όμηροι. Σε τηλεφωνική τους επικοινωνία ο δήμαρχος του Γκόθαμ Σίτι Ντέιβιντ Χαλλ δεσμεύτηκε στο Νικήτα Κακλαμάνη ότι θα ζητήσει τη βοήθεια του Μπάτμαν με τη γνωστή μέθοδο του προβολέα στον νυχτερινό ουρανό της πόλης. Δυστυχώς μέχρι στιγμής ο Άνθρωπος – Νυχτερίδα δεν έχει δώσει κανένα σημάδι επικοινωνίας και πολλοί ερμηνεύουν τη στάση του αυτή ως σιωπηρή αποδοχή των πράξεων της “Poison Ivy”.
Η “Poison Ivy” επέτρεψε μόνο στο συνεργείο του Τηλεφώς να εισέλθει στον Εθνικό Κήπο και να πάρει συνεντεύξεις από τους βουλευτές, οι οποίοι φαίνεται να βρίσκονται όλοι σε κατάσταση έκστασης. Οι δημοσιογράφοι του Τηλεφώς υποστήριξαν μάλιστα ότι είδαν την Ντόρα Μπακογιάννη γυμνή να χορεύει με λουλούδια στα μαλλιά, δεν μαγνητοσκόπησαν όμως το στιγμιότυπο από σεβασμό προς τη βουλευτή. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε πάντως ότι η ενασχόληση του με την πολιτική ήταν ένα τεράστιο λάθος και ότι σκοπεύει όταν απελευθερωθεί να αφιερώσει όλο το χρόνο του στη Νατάσσα, τα δίδυμα και τον ακτιβισμό για την προστασία του περιβάλλοντος. Σε παρόμοιο κλίμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις των υπολοίπων βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος. Δηλώσεις έκαναν και οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης (δες άρθρο στη σελ. 4). Αίσθηση προκάλεσε πάντως η τοποθέτηση της βουλευτή του ΚΚΕ Λιάνας Κανέλλη για αμερικάνικο δάκτυλο που κρύβεται πίσω και από αυτήν την τρομοκρατική επίθεση.


















[Την αφορμή για αυτό το κείμενο την πήρα από το blog του keimgreek και τη δημοσίευση με τίτλο «Η σωτηρία του πλανήτη, ο ηλεκτρικός για Ομόνοια και ένα φιλί», ενώ με παρόμοια λογική έχει ανακατέψει υλικά στο μίξερ και ο Ζακ Στεφάνου, στο τραγούδι του «Μικρό μου Πόνυ». Η Poison Ivy είναι μια από τις αντιφατικές ηρωίδες των κόμικς “Batman” (ταγμένη στην προστασία του περιβάλλοντος αλλά με παράνομα μέσα) που έχει ενσαρκωθεί και στον κινηματογράφο από τη γυναικάρα Ούμα Θέρμαν (στο “Batman and Robin”, μια μάλλον κακή ταινία). Περισσότερα για την Poison Ivy μπορεί να διαβάσει ο/η φιλοπερίεργος/η αναγνώστης/τρια στην αγγλική Wikipedia.
Τέλος, την επόμενη Κυριακή 11-2-2007 στις 18:00, στο Δημοτικό Κινηματογράφο Βύρωνα «Νέα Ελβετία [πρώην Λουίζα]» (Νέας Ελβετίας 34) γίνεται μια εκδήλωση με θέμα: «Υπάρχουσες και μελλοντικές απειλές για το δάσος της Ζωοδόχου Πηγής. Ο σχεδιαζόμενος παιδικός σταθμός στα Αναπηρικά» (η συγκεκριμένη δασική έκταση βρίσκεται κάτω από την Κατεχάκη, στο ύψος του Καρέα). Η εκδήλωση ενδιαφέρει σίγουρα τους κατοίκους του Βύρωνα και των γειτονικών περιοχών, αλλά και κάθε ευαισθητοποιημένο πολίτη της Αθήνας, που δεν επιθυμεί να χαθεί ένας ακόμα πνεύμονας πράσινου από το Λεκανοπέδιο Αττικής. Η εκδήλωση διοργανώνεται από την "Πρωτοβουλία Πολιτών για τη Διάσωση του Δάσους της Ζωοδόχου Πηγής (Αναπηρικά)". Προσκεκλημένοι ομιλητές θα είναι οι: Ευτύχης Μπιτσάκης (καθ. παν/μίου), Ηλίας Τζιρίτης (WWF Hellas) και Μιχάλης Χαραλαμπίδης (συγγρ. κοιν/γος).]

1.2.07

Οι θετικές επιδράσεις της πνευματικής καλλιέργειας

Η πρώτη φορά που το διάβασμα είχε και αυτήν την ευεργετική συνέπεια επάνω του ήταν μόλις δεκαεπτά χρονών και στην ΚΝΕ, δεν μπόρεσε όμως τότε να το καταλάβει. Είχε διαβάσει πρόσφατα τη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» και σε μια παρέα συντρόφων ανέφερε ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο ως φάρσα.» Ενώ οι σύντροφοί του τον κοιτούσαν με θαυμασμό, ο Μάρκος αισθάνθηκε κάτι να σαλεύει παράξενα μέσα στο σλιπ του. Δεν έδωσε εκείνη την ώρα σημασία, αλλά αργότερα στο σπίτι πήγε στο μεγάλο καθρέφτη του μπάνιου, κατέβασε παντελόνι και εσώρουχο και κοιτάχτηκε προσεχτικά. Το πέος του του φάνηκε ελάχιστα πιο μεγάλο, υπέθεσε όμως ότι έβλεπε ό,τι ήθελε, από τα πολλά τσίπουρα που είχε κατεβάσει.
Το ίδιο σκέφτηκε και τη δεύτερη φορά που του συνέβη, όταν σε μία παρέα τριαντάρηδων Συνασπισμένων ένα χρόνο μετά, είπε ότι το αγαπημένο του βιβλίο είναι το «Άλεφ» του Μπόρχες (έλεγε αλήθεια, τον είχε ανακαλύψει πρόσφατα και είχε γοητευτεί από τους αχανείς λαβυρίνθους του, που ελάχιστα κατανοούσε). Όσο οι περισσότεροι κουνούσαν το κεφάλι και έσμιγαν τα χείλη με επιδοκιμασία, ο Μάρκος αισθάνθηκε πάλι κάτι να κουνιέται στο σλιπ του. Στο σπίτι πάλι εξετάστηκε στη συγκεκριμένη περιοχή, πάλι κάτι του φάνηκε διαφορετικό (δεν ήταν όμως το μήκος), σκέφτηκε ξανά ότι φταίει η φαντασία του, έκανε όμως κάτι που θα τον οδηγούσε πολύ πιο κοντά στην ανακάλυψη της αλήθειας. Πήρε τη μεζούρα που χρησιμοποιούσε η μητέρα του στο ράψιμο και μετρήθηκε με πολλή προσοχή. Το ίδιο έκανε ανά διήμερο για όλο τον υπόλοιπο μήνα, μέχρι να βεβαιωθεί ότι αυτό ήταν πραγματικά το μέγεθός του.
Έτσι την τρίτη φορά, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο πλέον, όταν ξεκίνησε μια παρατήρηση του στο αμφιθέατρο με μια παραπομπή στον Μπαχτίν, για το καρναβάλι της γραφής και την πολυφωνία των κειμένων, περίμενε κυρίως να δει τι θα γινόταν από τη στιγμή που ο καθηγητής τον επιβράβευε και οι συμφοιτητές με τις συμφοιτήτριές του τον κοιτούσαν με φθόνο. Αφού ένιωσε για άλλη μια φορά το πέος του να κουνιέται παράξενα, οι δύο ώρες μέχρι να τελειώσει το μάθημα πέρασαν βασανιστικά αργά, μέχρι να τρέξει προς το σπίτι και να βεβαιωθεί ότι το πέος του είχε πράγματι μεγαλώσει ένα πόντο σε μήκος.
Τα συμπεράσματα ήταν εύκολο να βγουν: κάθε φορά που εντυπωσίαζε ένα απαιτητικό ακροατήριο με κάτι που είχε διαβάσει, το πέος του θα μεγάλωνε. Με δεδομένο ότι δεν ήταν ιδιαίτερα προικισμένος αλλά και ότι δεν είχε κάνει ακόμα σεξ (οπότε κουβαλούσε όλες τις παρανοήσεις της πορνογραφίας) η ανακάλυψη τον συγκλόνισε με κύματα ενθουσιασμού. Πήγαινε ήδη αρκετά στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, από εκείνο το σημείο και μετά όμως έφτανε πριν τις βιβλιοθηκονόμους το πρωί και έκλεινε μαζί τους την αίθουσα το βράδυ.
Σύντομα βέβαια αντιμετώπισε ένα πρόβλημα, καθώς το πέος του μεγάλωνε σε μήκος αλλά όχι σε πάχος. Πριν αρχίσει να ευεργετείται από την ανάγνωση οι αναλογίες του ήταν βέβαια φυσιολογικές, έτσι όμως που μεταμορφωνόταν σε νεαρό λόγιο, το πέος του έμοιαζε όλο και περισσότερο με μακρύ καλαμάκι. Τότε ευτυχώς ήρθε στη ζωή του ο Τζόυς.
Είχε πάρει ως θέμα μιας εργασίας του τον «Οδυσσέα» (κανένα άλλο μυθιστόρημα δεν του φαινόταν αντάξιό του) και είχε βρεθεί σε μια ταβέρνα με κάτι συμφοιτητές του, μετά από το μάθημα. Συζήτησαν λίγο για τις εργασίες, τους είπε για τον Οδυσσέα, και εκεί ακούστηκε η αναμενόμενη ερώτηση: «Μα κατάφερες να τον διαβάσεις ολόκληρο;». Απάντησε με φυσικότητα «ναι» και πάλι αισθάνθηκε κάτι να μεγαλώνει μέσα στο μποξεράκι του (ήταν πλέον διανοούμενος, δεν μπορούσε να φοράει σλιπ), αυτή τη φορά όμως το αισθάνθηκε με διαφορετικό τρόπο. Στο σπίτι αργότερα, όταν μέτρησε το πέος του ήταν ίδιο σε μήκος, αλλά σε προσεκτικότερη εξέταση αποδείχτηκε ότι είχε μεγαλώσει ένα εκατοστό σε πάχος.
Φυσικά παράτησε τη θεωρία και το γύρισε στη λογοτεχνία, ανοίγοντας και λίγο τον κύκλο του. Τα αμφιθέατρα ήταν ιδανικός χώρος για να αραδιάζει βιβλιογραφικές παραπομπές, οι παρέες ήταν όμως πιο κατάλληλες για να συζητάς λογοτεχνία. Δε χρειάστηκε κάτι παραπάνω από το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» και το «Πόλεμος και Ειρήνη» για να αποκτήσει το επιθυμητό πάχος. Το μόνο που τον απασχολούσε ακόμη ήταν ότι την είχε λίγο στραβή.
Είχε όμως μπει πλέον στη λογική των μεταμορφώσεών του. Άνοιξε ένα μπλογκ που αμέσως γοήτευσε με το βάθος της θεωρητικής του ανάλυσής και τον πλούτο των λογοτεχνικών του αναφορών. Κάθε φορά που έπιανε τους 150 επισκέπτες, το πέος του ίσιωνε λίγο ακόμα. Αφού ένα κείμενό του δημοσιεύτηκε και στα ΝΕΑ, αποφάσισε να τα παρατήσει. Ήταν όπως έπρεπε, δεν χρειαζόταν να προσπαθεί άλλο.

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι την είχε πια τόσο μεγάλη, που δεν του σηκωνόταν με τίποτα.