[Μέχρι στιγμής έχουν έρθει από το google πέντε επισκέψεις στο μπλογκ μου αναζητώντας «το μουνί της θείας».
Επειδή η συγκεκριμένη σεξουαλική επιθυμία δεν έχει τίποτα το μεμπτό (στο βαθμό που συναινεί και η θεία βεβαίως),
επειδή φαίνεται πως υπάρχει κοινωνική ανάγκη για πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα,
και επειδή κυρίως μια ιστορία μυστηρίου πάνω, μια ιστορία μυστηρίου κάτω, δεν πρόκειται να κάνει καμία διαφορά σε αυτό το μπλογκ,
αποφάσισα να γράψω κάτι που θα αφορά άμεσα «το μουνί της θείας». Έρχονται που έρχονται οι άνθρωποι, να βρίσκουν και κάτι σχετικό.]
Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έπαθε ο θείος Χαρίλαος, όσο και να τον εξέτασαν κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, όσο και να τον ρώτησαν αφού συνήλθε. Αυτά που έλεγε βέβαια μετά δεν ήταν για να τα παίρνεις και πολύ στα σοβαρά, έτσι που το είχε χάσει τελείως. Στα σαρανταδύο του πάντως ο άνθρωπος ήταν ακόμα ακμαιότατος, ταξίδευε με την νταλίκα του πάνω κάτω στην Ελλάδα, πολλές φορές και εξωτερικό, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για την κούραση ή την αϋπνία. Εντάξει ήταν λίγο οξύθυμος από την κούραση και το άγχος της δουλειάς, άλλα άντρας ήτανε, αν δεν ξεσπούσε και λίγο, αν δε χτυπούσε και καμιά φορά το χέρι του στο τραπέζι, πώς θα ξεθύμαινε;
Μια μεσοτοιχία είμαστε με το σπίτι τους, ακόμα θυμάμαι τα ουρλιαχτά της Κικής όταν την έδερνε, τις στριγκλιές της όταν την έδενε, τα κλάματά της όσο τη βίαζε.
Ο Χαρίλαος ξύπνησε μέσα στο μακρύ, πορφυρό τούνελ, χωρίς να ξέρει που βρίσκεται. Άγγιξε τον υγρό τοίχο και συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ μαλακός. Έσπρωξε και με τα δύο του χέρια, προσπαθώντας να δει αν υπήρχε κάποιο σκληρότερο υλικό πιο μέσα, συνάντησε όμως αντίσταση, σαν το υλικό να σκλήρυνε ξαφνικά. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει την έξοδο και σύρθηκε προς τη μία κατεύθυνση.
Τη θυμάμαι ακόμα εκείνη την ημέρα, σαν να ήταν χτες. Νωρίς το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και η μητέρα μου άκουσε την αδελφή της να κλαίει και να φωνάζει ότι ο Χαρίλαος έπαθε μάλλον εγκεφαλικό, ανέπνεε βέβαια, αλλά ούτε κουνιόταν από το κρεβάτι, ούτε ξυπνούσε, ούτε απαντούσε στις ερωτήσεις της. Η μητέρα μου τη συμβούλεψε να τηλεφωνήσει κατευθείαν στο 166 και τρέξαμε στο σπίτι τους, που ήταν δύο τετράγωνα πιο κάτω. Μας άνοιξε αμέσως η θεία Κική, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και μελανιασμένα. Πάλι είχε πέσει από τις σκάλες, δεν ήταν κατάσταση αυτή, όλο με μαύρα γυαλιά κυκλοφορούσε από την απροσεξία της.
Εκείνο το βράδυ δεν άντεξα άλλο, δεν του έφτανε μία φορά, έπρεπε να τη βιάσει και δεύτερη. Ήταν και τελείως σαδιστής, αν δε φώναζε η Κική πως δε θέλει, της έριχνε μπουνιές για να τσιρίξει έτσι και αλλιώς. Ή θα άλλαζα τη θέση της κρεβατοκάμαρας ή θα έκανα κάτι πιο δραστικό, λυπήθηκα την Κική και αποφάσισα το δεύτερο. Δεν αντέχονταν άλλο αυτές οι αϋπνίες.
Ο Χαρίλαος στην αρχή σερνόταν με δυσκολία, όσο όμως έσπρωχνε το μαλακό τοίχο για να περάσει, τόσο η υγρασία μέσα στο τούνελ αυξανόταν, προς το τέλος ουσιαστικά γλιστρούσε προς τα μπρος. Η σήραγγα αποκτούσε κλίση προς τα πάνω και κάποια στιγμή έφτανε σε αδιέξοδο, ο μαλακός τοίχος σε αυτό το σημείο μάλιστα φούσκωνε και λίγο αποκαλύπτοντας μια λεπτή σχισμή. Όσο και να προσπάθησε ο Χαρίλαος, δεν μπόρεσε να περάσει ανάμεσά της. Σκέφτηκε να δοκιμάσει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Σε όλους τους γιατρούς και τα νοσοκομεία τον πήγαμε το θείο Χαρίλαο, αλλά άκρη δεν έβγαινε. Συνέχιζε να μην αντιδρά στο περιβάλλον, το εγκεφαλογράφημα όμως έδειξε ότι βρισκόταν σε μία κατάσταση ακατάπαυστων ονείρων, παρά ότι είχε σταματήσει η εγκεφαλική δραστηριότητα. Ο αξονικός και ο μαγνητικός τομογράφος δε βρήκαν επίσης καμία εγκεφαλική βλάβη. Αναγκαστικά η θεία Κική τον πήρε πίσω στο σπίτι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνει στο νοσοκομείο. Χρυσός άνθρωπος η θεία Κική, δύο χρόνια κράτησε η αρρώστια του θείου Χαρίλαου, ούτε μια φορά δεν παραπονέθηκε. Για αποκλειστική νοσοκόμα ούτε λόγος, αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, αυτή τον ξεσκάτιζε.
Βγήκα στο μπαλκόνι και ξερίζωσα ένα μανδραγόρα από τις γλάστρες που είχα κρύψει πίσω από τις μαργαρίτες. Το φεγγάρι ευτυχώς φαινόταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και έτσι βεβαιώθηκα ότι είχε πανσέληνο. Το μόνο που έμενε ήταν να έρθει και ο μαύρος γάτος μου, ο Πρόσπερο, τον χρειαζόμουν να χορεύει όσο θα έκανα την επίκληση.
Ο Χαρίλαος ουσιαστικά κύλησε προς τα κάτω, καθώς το τούνελ είχε γίνει τελείως υγρό πια. Μετά από λίγη ώρα, είδε ελάχιστο φως να μπαίνει από ένα στενό άνοιγμα μπροστά του. Ένα λευκό βαμβακερό ύφασμα με τεράστια μοβ λουλούδια έκλεινε το άνοιγμα, ενώ μαύρα χοντρά σκοινιά φαίνεται πως ήταν δεμένα απέξω και απλώνονταν εμπρός από το άνοιγμα. Προσπάθησε να σκίσει το ύφασμα άλλα ήταν πολύ σκληρό. Συνειδητοποίησε πως ήταν παγιδευμένος.
Συνέβαινε όμως κάτι παράξενο με τη θεία Κική. Εκεί που καθόταν ήσυχη ήσυχη δίπλα στο θείο Χαρίλαο χαϊδεύοντας τα μαλλιά του ή κρατώντας το χέρι του, ξαφνικά κοκκίνιζε, άρχιζε να ανασαίνει βαριά και να τρέμει πάνω στην καρέκλα της. Όταν συνερχόταν από αυτούς τους σπασμούς ήταν ιδρωμένη και με ένα τεράστιο χαμόγελο, μέχρι τα αυτιά της. Η μητέρα μου τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι της συνέβαινε, αλλά αυτή χασκογελούσε και αρνιόταν να της πει, μέχρι που της εξομολογήθηκε ότι από τότε που έπαθε το κακό ο Χαρίλαος, σε άσχετες φάσεις αισθανόταν ένα δάχτυλο να της χαϊδεύει το εσωτερικό του κόλπου της και μάλιστα αυτό ήταν τόσο ηδονικό, που μάλλον από αυτό το αόρατο δάχτυλο ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή της σε οργασμό. Η μητέρα μου προφανώς της είπε να πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται σε γυναικολόγο, κανείς όμως από τις τρεις γυναικολόγους που επισκέφτηκε δεν της βρήκε τίποτα ανησυχητικό. Ο τρίτος της είπε ότι ήταν μάλλον κάτι ψυχολογικό, αλλά εφόσον της ήταν ευχάριστο και δεν είχε καμία άλλη παραίσθηση, δεν έπρεπε να την ανησυχεί.
Δε μου άρεσε που είχα βάλει το μαύρο τσουκάλι μου στην ηλεκτρική εστία, αλλά βαριόμουν να τρέχω στα λιβάδια έξω απ’ την πόλη. Στο κάτω κάτω για να κοιμηθώ με την ησυχία μου γινόταν αυτή η ιστορία, όχι για να ξαγρυπνήσω τελείως. Ο Πρόσπερο είχε πάντως καταλάβει ότι η τελετουργία ολοκληρωνόταν και χοροπηδούσε πλέον σαν τον παλαβό γύρω από το άγαλμα του Βεελζεβούλ στο κέντρο της κουζίνας. Πυκνοί μοβ καπνοί υψώθηκαν από το τσουκάλι μου, κατευθύνθηκαν έξω από το διαμέρισμα και μετά πάλι μέσα, στο διαμέρισμα του Χαρίλαου και της Κικής.
Λίγο πριν να κλείσουν δυο χρόνια ο θείος Χαρίλαος ξύπνησε, αλλά αυτό δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε. Ήταν πάλι πρωί, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, αυτή τη φορά όμως το σήκωσα εγώ. Η θεία Κική ακουγόταν έντρομη από την άλλη μεριά λέγοντας ότι ο Χαρίλαος ξύπνησε και θέλει να τη σκοτώσει γιατί τον κρατούσε φυλακισμένο δύο χρόνια. Ευτυχώς που οι μύες του είχαν ατονήσει και μπορούσε μόνο να την απειλεί, η θεία όμως ήταν σε κατάσταση σοκ, ό,τι να ‘ναι έλεγε, πώς δεν άντεχε άλλες δικαιολογίες με σκάλες και δε θυμόταν που είχε βάλει τα γυαλιά ηλίου της. Τρέξαμε γρήγορα με τη μητέρα μου και είδαμε ότι η κατάσταση ήταν ακριβώς όπως την περιέγραφε η θεία Κική, κι επειδή ακριβώς ο θείος Χαρίλαος δεν μπορούσε να κινηθεί, έβριζε όσο δεν είχε βρίσει τα τελευταία δύο χρόνια. Μας πήρε δύο δύσκολους μήνες για να αποδεχτούμε ότι η κατάσταση του θείου δεν μπορούσε να διορθωθεί ούτε με ψυχοθεραπεία, ούτε με φάρμακα. Με βαριά την καρδιά αναγκαστήκαμε να τον κλείσουμε στη Σταυρούπολη. Το μόνο καλό από εκείνη την περίοδο ήταν ότι η θεία θεραπεύτηκε ξαφνικά από το ψυχοσωματικό της πρόβλημα και ποτέ ξανά δεν υπέφερε από σπασμούς. Μάλλον θα οφειλόταν στη στενοχώρια της που έβλεπε καθημερινά το θείο Χαρίλαο φυτό, άλλη εξήγηση δεν μπορώ να βρω.
Πέρασαν μέρες μέχρι να καταλάβει ο Χαρίλαος που ακριβώς βρισκόταν, την ημέρα που η Κική αποφάσισε να κάνει μπάνιο. Δυνατό φως μπήκε από την είσοδο του σκοτεινού τούνελ, καθώς το βαμβακερό ύφασμα έφυγε από το άνοιγμα. Ο Χαρίλαος σύρθηκε γρήγορα προς τα έξω, για να συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε το μπάνιο του σπιτιού τους σε τεράστιες διαστάσεις. Κρατήθηκε από τα μουνόχειλα της Κικής για να μην καταρρεύσει, και προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ήταν σαφές ότι αν πηδούσε θα σκοτωνόταν, και ακούγοντας το νερό να τρέχει με ορμή από το τηλέφωνο, σύρθηκε με ορμή προς τα μέσα (επειδή στην πραγματικότητα ήταν πολύ φοβητσιάρης, δεν έμαθε ποτέ ότι και να αποφάσιζε να πηδήσει, ένα αόρατο δίχτυ θα τον έστελνε πίσω στη φυλακή του). Εκεί μέσα πέρασε αργά και βασανιστικά (επιτέλους για τον ίδιο και όχι για τους άλλους) τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής του.
Έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη ημέρα για να βεβαιωθώ ότι είχα φυλακίσει για τα καλά την ψυχή του. Τσάμπα κόπος όμως. Μετά από δύο εβδομάδες ήρθε στο από πάνω διαμέρισμα μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά, κι από το να τους μεταμορφώνω όλους σε βατράχια σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να αλλάξω θέση στην κρεβατοκάμαρα.
Επειδή η συγκεκριμένη σεξουαλική επιθυμία δεν έχει τίποτα το μεμπτό (στο βαθμό που συναινεί και η θεία βεβαίως),
επειδή φαίνεται πως υπάρχει κοινωνική ανάγκη για πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα,
και επειδή κυρίως μια ιστορία μυστηρίου πάνω, μια ιστορία μυστηρίου κάτω, δεν πρόκειται να κάνει καμία διαφορά σε αυτό το μπλογκ,
αποφάσισα να γράψω κάτι που θα αφορά άμεσα «το μουνί της θείας». Έρχονται που έρχονται οι άνθρωποι, να βρίσκουν και κάτι σχετικό.]
Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έπαθε ο θείος Χαρίλαος, όσο και να τον εξέτασαν κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, όσο και να τον ρώτησαν αφού συνήλθε. Αυτά που έλεγε βέβαια μετά δεν ήταν για να τα παίρνεις και πολύ στα σοβαρά, έτσι που το είχε χάσει τελείως. Στα σαρανταδύο του πάντως ο άνθρωπος ήταν ακόμα ακμαιότατος, ταξίδευε με την νταλίκα του πάνω κάτω στην Ελλάδα, πολλές φορές και εξωτερικό, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για την κούραση ή την αϋπνία. Εντάξει ήταν λίγο οξύθυμος από την κούραση και το άγχος της δουλειάς, άλλα άντρας ήτανε, αν δεν ξεσπούσε και λίγο, αν δε χτυπούσε και καμιά φορά το χέρι του στο τραπέζι, πώς θα ξεθύμαινε;
Μια μεσοτοιχία είμαστε με το σπίτι τους, ακόμα θυμάμαι τα ουρλιαχτά της Κικής όταν την έδερνε, τις στριγκλιές της όταν την έδενε, τα κλάματά της όσο τη βίαζε.
Ο Χαρίλαος ξύπνησε μέσα στο μακρύ, πορφυρό τούνελ, χωρίς να ξέρει που βρίσκεται. Άγγιξε τον υγρό τοίχο και συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ μαλακός. Έσπρωξε και με τα δύο του χέρια, προσπαθώντας να δει αν υπήρχε κάποιο σκληρότερο υλικό πιο μέσα, συνάντησε όμως αντίσταση, σαν το υλικό να σκλήρυνε ξαφνικά. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει την έξοδο και σύρθηκε προς τη μία κατεύθυνση.
Τη θυμάμαι ακόμα εκείνη την ημέρα, σαν να ήταν χτες. Νωρίς το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και η μητέρα μου άκουσε την αδελφή της να κλαίει και να φωνάζει ότι ο Χαρίλαος έπαθε μάλλον εγκεφαλικό, ανέπνεε βέβαια, αλλά ούτε κουνιόταν από το κρεβάτι, ούτε ξυπνούσε, ούτε απαντούσε στις ερωτήσεις της. Η μητέρα μου τη συμβούλεψε να τηλεφωνήσει κατευθείαν στο 166 και τρέξαμε στο σπίτι τους, που ήταν δύο τετράγωνα πιο κάτω. Μας άνοιξε αμέσως η θεία Κική, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα και μελανιασμένα. Πάλι είχε πέσει από τις σκάλες, δεν ήταν κατάσταση αυτή, όλο με μαύρα γυαλιά κυκλοφορούσε από την απροσεξία της.
Εκείνο το βράδυ δεν άντεξα άλλο, δεν του έφτανε μία φορά, έπρεπε να τη βιάσει και δεύτερη. Ήταν και τελείως σαδιστής, αν δε φώναζε η Κική πως δε θέλει, της έριχνε μπουνιές για να τσιρίξει έτσι και αλλιώς. Ή θα άλλαζα τη θέση της κρεβατοκάμαρας ή θα έκανα κάτι πιο δραστικό, λυπήθηκα την Κική και αποφάσισα το δεύτερο. Δεν αντέχονταν άλλο αυτές οι αϋπνίες.
Ο Χαρίλαος στην αρχή σερνόταν με δυσκολία, όσο όμως έσπρωχνε το μαλακό τοίχο για να περάσει, τόσο η υγρασία μέσα στο τούνελ αυξανόταν, προς το τέλος ουσιαστικά γλιστρούσε προς τα μπρος. Η σήραγγα αποκτούσε κλίση προς τα πάνω και κάποια στιγμή έφτανε σε αδιέξοδο, ο μαλακός τοίχος σε αυτό το σημείο μάλιστα φούσκωνε και λίγο αποκαλύπτοντας μια λεπτή σχισμή. Όσο και να προσπάθησε ο Χαρίλαος, δεν μπόρεσε να περάσει ανάμεσά της. Σκέφτηκε να δοκιμάσει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Σε όλους τους γιατρούς και τα νοσοκομεία τον πήγαμε το θείο Χαρίλαο, αλλά άκρη δεν έβγαινε. Συνέχιζε να μην αντιδρά στο περιβάλλον, το εγκεφαλογράφημα όμως έδειξε ότι βρισκόταν σε μία κατάσταση ακατάπαυστων ονείρων, παρά ότι είχε σταματήσει η εγκεφαλική δραστηριότητα. Ο αξονικός και ο μαγνητικός τομογράφος δε βρήκαν επίσης καμία εγκεφαλική βλάβη. Αναγκαστικά η θεία Κική τον πήρε πίσω στο σπίτι, δεν υπήρχε κανένας λόγος να μείνει στο νοσοκομείο. Χρυσός άνθρωπος η θεία Κική, δύο χρόνια κράτησε η αρρώστια του θείου Χαρίλαου, ούτε μια φορά δεν παραπονέθηκε. Για αποκλειστική νοσοκόμα ούτε λόγος, αυτή τον έπλενε, αυτή τον τάιζε, αυτή τον ξεσκάτιζε.
Βγήκα στο μπαλκόνι και ξερίζωσα ένα μανδραγόρα από τις γλάστρες που είχα κρύψει πίσω από τις μαργαρίτες. Το φεγγάρι ευτυχώς φαινόταν ανάμεσα από τις πολυκατοικίες και έτσι βεβαιώθηκα ότι είχε πανσέληνο. Το μόνο που έμενε ήταν να έρθει και ο μαύρος γάτος μου, ο Πρόσπερο, τον χρειαζόμουν να χορεύει όσο θα έκανα την επίκληση.
Ο Χαρίλαος ουσιαστικά κύλησε προς τα κάτω, καθώς το τούνελ είχε γίνει τελείως υγρό πια. Μετά από λίγη ώρα, είδε ελάχιστο φως να μπαίνει από ένα στενό άνοιγμα μπροστά του. Ένα λευκό βαμβακερό ύφασμα με τεράστια μοβ λουλούδια έκλεινε το άνοιγμα, ενώ μαύρα χοντρά σκοινιά φαίνεται πως ήταν δεμένα απέξω και απλώνονταν εμπρός από το άνοιγμα. Προσπάθησε να σκίσει το ύφασμα άλλα ήταν πολύ σκληρό. Συνειδητοποίησε πως ήταν παγιδευμένος.
Συνέβαινε όμως κάτι παράξενο με τη θεία Κική. Εκεί που καθόταν ήσυχη ήσυχη δίπλα στο θείο Χαρίλαο χαϊδεύοντας τα μαλλιά του ή κρατώντας το χέρι του, ξαφνικά κοκκίνιζε, άρχιζε να ανασαίνει βαριά και να τρέμει πάνω στην καρέκλα της. Όταν συνερχόταν από αυτούς τους σπασμούς ήταν ιδρωμένη και με ένα τεράστιο χαμόγελο, μέχρι τα αυτιά της. Η μητέρα μου τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε τι της συνέβαινε, αλλά αυτή χασκογελούσε και αρνιόταν να της πει, μέχρι που της εξομολογήθηκε ότι από τότε που έπαθε το κακό ο Χαρίλαος, σε άσχετες φάσεις αισθανόταν ένα δάχτυλο να της χαϊδεύει το εσωτερικό του κόλπου της και μάλιστα αυτό ήταν τόσο ηδονικό, που μάλλον από αυτό το αόρατο δάχτυλο ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή της σε οργασμό. Η μητέρα μου προφανώς της είπε να πάει όσο πιο γρήγορα γίνεται σε γυναικολόγο, κανείς όμως από τις τρεις γυναικολόγους που επισκέφτηκε δεν της βρήκε τίποτα ανησυχητικό. Ο τρίτος της είπε ότι ήταν μάλλον κάτι ψυχολογικό, αλλά εφόσον της ήταν ευχάριστο και δεν είχε καμία άλλη παραίσθηση, δεν έπρεπε να την ανησυχεί.
Δε μου άρεσε που είχα βάλει το μαύρο τσουκάλι μου στην ηλεκτρική εστία, αλλά βαριόμουν να τρέχω στα λιβάδια έξω απ’ την πόλη. Στο κάτω κάτω για να κοιμηθώ με την ησυχία μου γινόταν αυτή η ιστορία, όχι για να ξαγρυπνήσω τελείως. Ο Πρόσπερο είχε πάντως καταλάβει ότι η τελετουργία ολοκληρωνόταν και χοροπηδούσε πλέον σαν τον παλαβό γύρω από το άγαλμα του Βεελζεβούλ στο κέντρο της κουζίνας. Πυκνοί μοβ καπνοί υψώθηκαν από το τσουκάλι μου, κατευθύνθηκαν έξω από το διαμέρισμα και μετά πάλι μέσα, στο διαμέρισμα του Χαρίλαου και της Κικής.
Λίγο πριν να κλείσουν δυο χρόνια ο θείος Χαρίλαος ξύπνησε, αλλά αυτό δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε. Ήταν πάλι πρωί, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, αυτή τη φορά όμως το σήκωσα εγώ. Η θεία Κική ακουγόταν έντρομη από την άλλη μεριά λέγοντας ότι ο Χαρίλαος ξύπνησε και θέλει να τη σκοτώσει γιατί τον κρατούσε φυλακισμένο δύο χρόνια. Ευτυχώς που οι μύες του είχαν ατονήσει και μπορούσε μόνο να την απειλεί, η θεία όμως ήταν σε κατάσταση σοκ, ό,τι να ‘ναι έλεγε, πώς δεν άντεχε άλλες δικαιολογίες με σκάλες και δε θυμόταν που είχε βάλει τα γυαλιά ηλίου της. Τρέξαμε γρήγορα με τη μητέρα μου και είδαμε ότι η κατάσταση ήταν ακριβώς όπως την περιέγραφε η θεία Κική, κι επειδή ακριβώς ο θείος Χαρίλαος δεν μπορούσε να κινηθεί, έβριζε όσο δεν είχε βρίσει τα τελευταία δύο χρόνια. Μας πήρε δύο δύσκολους μήνες για να αποδεχτούμε ότι η κατάσταση του θείου δεν μπορούσε να διορθωθεί ούτε με ψυχοθεραπεία, ούτε με φάρμακα. Με βαριά την καρδιά αναγκαστήκαμε να τον κλείσουμε στη Σταυρούπολη. Το μόνο καλό από εκείνη την περίοδο ήταν ότι η θεία θεραπεύτηκε ξαφνικά από το ψυχοσωματικό της πρόβλημα και ποτέ ξανά δεν υπέφερε από σπασμούς. Μάλλον θα οφειλόταν στη στενοχώρια της που έβλεπε καθημερινά το θείο Χαρίλαο φυτό, άλλη εξήγηση δεν μπορώ να βρω.
Πέρασαν μέρες μέχρι να καταλάβει ο Χαρίλαος που ακριβώς βρισκόταν, την ημέρα που η Κική αποφάσισε να κάνει μπάνιο. Δυνατό φως μπήκε από την είσοδο του σκοτεινού τούνελ, καθώς το βαμβακερό ύφασμα έφυγε από το άνοιγμα. Ο Χαρίλαος σύρθηκε γρήγορα προς τα έξω, για να συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε το μπάνιο του σπιτιού τους σε τεράστιες διαστάσεις. Κρατήθηκε από τα μουνόχειλα της Κικής για να μην καταρρεύσει, και προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Ήταν σαφές ότι αν πηδούσε θα σκοτωνόταν, και ακούγοντας το νερό να τρέχει με ορμή από το τηλέφωνο, σύρθηκε με ορμή προς τα μέσα (επειδή στην πραγματικότητα ήταν πολύ φοβητσιάρης, δεν έμαθε ποτέ ότι και να αποφάσιζε να πηδήσει, ένα αόρατο δίχτυ θα τον έστελνε πίσω στη φυλακή του). Εκεί μέσα πέρασε αργά και βασανιστικά (επιτέλους για τον ίδιο και όχι για τους άλλους) τα δύο επόμενα χρόνια της ζωής του.
Έπρεπε να περιμένω μέχρι την επόμενη ημέρα για να βεβαιωθώ ότι είχα φυλακίσει για τα καλά την ψυχή του. Τσάμπα κόπος όμως. Μετά από δύο εβδομάδες ήρθε στο από πάνω διαμέρισμα μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά, κι από το να τους μεταμορφώνω όλους σε βατράχια σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να αλλάξω θέση στην κρεβατοκάμαρα.