Και ο ήλιος κυκλοδίωκτος
ως αράχνη με εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως
Δύο πολύ διαφορετικοί ήρωες, ο αφηγητής – Ανδρέας Κάλβος και ο Πίτερ Πάρκερ – Σπάιντερμαν παγιδευμένοι στην ίδια αρχαία μεταφορά για τον ιστό. Ξαπλωμένος και χαλαρός μετά στο κρεβάτι μου, αναρωτιόμουν ως ιστολόγος πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν αυτά τα δύο κείμενα σε μια ιστορία.
Πήρε μια παλιά ζυγαριά και άρχισε να τη γεμίζει με πετρούλες δεξιά και αριστέρα, αυτή όμως ήταν τόσο σκουριασμένη που δεν κουνιόταν με τίποτα. Την άφησε και σήκωσε μία τσουγκράνα που ήταν μισοχωμένη πίσω από κάτι κουρέλια, παλιά πανιά για το μάζεμα των ελιών. Πέρασε λίγη ώρα πετώντας το άχυρο από δω κι από κει, το βαρέθηκε όμως σύντομα κι αυτό. Ήταν εξάλλου καλύτερα να είναι μαζεμένο σε μια μεριά.
Ήταν έτοιμη να ανοίξει το μισοσαπισμένο σεντούκι, όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Κρύφτηκε γρήγορα στο πίσω δωμάτιο, βγήκε όμως αμέσως ακούγοντας την ψιθυριστή φωνή του: «Μαίρη, που είσαι; Εγώ είμαι, ο Τάκης.» Ίσιωσε το φουστάνι της, τίναξε πίσω τα μαλλιά της και εμφανίστηκε στον κυρίως χώρο.
Τα ρούχα της ήταν πρόχειρα και γεμάτα με μικρά κομματάκια από άχυρο, στα μάτια όμως του Τάκη έμοιαζε με μικρή νεράιδα, όπως διαγραφόταν πίσω από τους πυκνούς ιστούς που είχαν απλωθεί μπροστά από την πόρτα. Από τη λαχτάρα του να την αγκαλιάσει, έτρεξε κοντά της παρασύροντας ένα μεγάλο μέρος τους. Αυτή στην αρχή αντιστάθηκε, αηδιάζοντας με τα νήματα που τον τύλιγαν, αυτός όμως δεν το κατάλαβε και επέμεινε ακόμη περισσότερο. Κρατώντας τη σφιχτά από τη μέση, άρχισε να χαϊδεύει με το άλλο του χέρι τους σφιχτούς γλουτούς της, ενώ φιλούσε με πάθος τα μικρά, εφηβικά στήθη της. Έπεσαν γρήγορα στο μεγάλο σάλι που είχε απλώσει πριν η Μαίρη πάνω στα άχυρα. […]
Η Μαίρη ένιωθε πολύ μπερδεμένη με το σπασμένο της παρθενικό υμένα να πονάει και την απόλαυση να την πλημμυρίζει, μπόρεσε όμως να προσέξει ότι κάτι παράξενο συνέβαινε πλέον και στον Τάκη, που είχε κλείσει τα μάτια και ανάσαινε όλο και πιο βαριά, με το πρόσωπό του γεμάτο συσπάσεις, σχεδόν άσχημο πια. Οι παλινδρομικές του κινήσεις γίνονταν όλο και πιο δυνατές μέσα της, σαν να ήθελε να την τρυπήσει ή να της κάνει κακό. Ήταν έτοιμη να φωνάξει: «Ε, λίγο πιο ήρεμα!», όταν το σώμα του Τάκη τεντώθηκε, ενώ αυτός έβγαζε ένα πνιχτό μουγκρητό. Μέσα της κατάλαβε κάτι υγρό να χτυπάει τη μήτρα της και αμέσως μετά ο Τάκης σωριάστηκε πάνω της, με το πέος του ακόμα στον κόλπο της. Όσο τον ένιωθε μέσα της να μικραίνει, άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά βγάζοντας τους ιστούς που είχαν κολλήσει πάνω τους. Μια μικρή ακρίδα ήταν παγιδευμένη σε έναν από αυτούς και η Μαίρη τη σήκωσε στο φως για να τη δει καλύτερα. «Έτσι είναι» είπε «μαζί η ζωή και ο θάνατος». Ο Τάκης άνοιξε τα μάτια του βγαίνοντας από μέσα της και τη ρώτησε: «Μμμ, δεν κατάλαβα. Είπες ότι σου άρεσε;» Η Μαίρη τον φίλησε στο στόμα συνεχίζοντας να του χαϊδεύει τα μαλλιά: «Ναι αγόρι μου, ήταν υπέροχη πρώτη φορά και για τους δυο μας».