CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.1.07

Τα κολπάκια του/της συγγραφέα

Χτες το βράδυ έβλεπα το “Spiderman 2”. Σε μία πολύ όμορφη στιγμή της ταινίας, σχεδόν στο τέλος, ο Σπάιντερμαν έχει υφάνει έναν τεράστιο ιστό πάνω από μία γέφυρα και έχει αποθέσει εκεί την αγαπημένη του Μέρι Τζέιν, για να της εξηγήσει ότι δε θα μπορέσουν ποτέ να είναι μαζί. Σκέφτηκα τότε έναν πολύ αγαπημένο μου στίχο του Ανδρέα Κάλβου από την «Ωδή εις Θάνατον»:

Και ο ήλιος κυκλοδίωκτος
ως αράχνη με εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως

Δύο πολύ διαφορετικοί ήρωες, ο αφηγητής – Ανδρέας Κάλβος και ο Πίτερ Πάρκερ – Σπάιντερμαν παγιδευμένοι στην ίδια αρχαία μεταφορά για τον ιστό. Ξαπλωμένος και χαλαρός μετά στο κρεβάτι μου, αναρωτιόμουν ως ιστολόγος πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν αυτά τα δύο κείμενα σε μια ιστορία.

Η πιο εύκολη λύση θα ήταν βέβαια ένα κείμενο μέσα στο κείμενο. Η Μέρι Τζέιν θα μπορούσε να συζητά με τον Πίτερ και ένας από τους δύο να αναφέρει ότι «οι ζωές μας είναι παγιδευμένες στον ιστό, όπως ο ήλιος τυλίγει κυκλικά και ακατάπαυστα τη γη και με φως και με θάνατο». Ο υποψιασμένος αναγνώστης παραδέχεται εκεί στο συγγραφέα έναν πλούτο επιρροών, μαζί με την τόλμη των απροσδόκητων συνδυασμών (αλλά και στον εαυτό του την ικανότητα να τις αναγνωρίζει).

Mπορεί βέβαια να υπάρχει στην ιστορία και μια απλή ανάμνηση του Κάλβου, ικανή μόνο να προκαλέσει συνειρμούς. Θα μπορούσε λοιπόν ο Σπάιντερμαν να ακροβατεί κυκλικά γύρω από τον ιστό, με το φως να τον λούζει και τη Μέρι Τζέιν να σκέφτεται ότι γλίτωσαν παρά τρίχα από το θάνατο. Μια τέτοια επιλογή γεμίζει το συγγραφέα με κρυφή περηφάνια, αφού έχει γράψει κάτι που μπορεί να αναγνωριστεί μόνο από το βλέμμα του φιλολόγου (ή του αντίστοιχα προικισμένου αναγνώστη).

Υπάρχει βέβαια και η εναλλακτική να πάρει κανείς την αφορμή από αυτά τα δύο κείμενα και να γράψει μια γλυκιά, απλή ιστορία, που να μην τα θυμίζει σε τίποτα. Για παράδειγμα:

O ήλιος έμπαινε σε λεπτές λωρίδες από τις τρύπες της οροφής και των ξύλινων τοίχων, κάνοντας ορατή τη σκόνη και δίνοντάς της μια λαμπερή, απόκοσμη υφή. Η Μαίρη περίμενε εδώ και ώρα τον Τάκη καθισμένη στα άχυρα και είχε αρχίσει να βαριέται. Κοίταξε ξανά γύρω της τα εγκαταλειμμένα εργαλεία που είχαν αφεθεί να σκουριάζουν και σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να περάσει την ώρα της με αυτά.
Πήρε μια παλιά ζυγαριά και άρχισε να τη γεμίζει με πετρούλες δεξιά και αριστέρα, αυτή όμως ήταν τόσο σκουριασμένη που δεν κουνιόταν με τίποτα. Την άφησε και σήκωσε μία τσουγκράνα που ήταν μισοχωμένη πίσω από κάτι κουρέλια, παλιά πανιά για το μάζεμα των ελιών. Πέρασε λίγη ώρα πετώντας το άχυρο από δω κι από κει, το βαρέθηκε όμως σύντομα κι αυτό. Ήταν εξάλλου καλύτερα να είναι μαζεμένο σε μια μεριά.
Ήταν έτοιμη να ανοίξει το μισοσαπισμένο σεντούκι, όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Κρύφτηκε γρήγορα στο πίσω δωμάτιο, βγήκε όμως αμέσως ακούγοντας την ψιθυριστή φωνή του: «Μαίρη, που είσαι; Εγώ είμαι, ο Τάκης.» Ίσιωσε το φουστάνι της, τίναξε πίσω τα μαλλιά της και εμφανίστηκε στον κυρίως χώρο.
Τα ρούχα της ήταν πρόχειρα και γεμάτα με μικρά κομματάκια από άχυρο, στα μάτια όμως του Τάκη έμοιαζε με μικρή νεράιδα, όπως διαγραφόταν πίσω από τους πυκνούς ιστούς που είχαν απλωθεί μπροστά από την πόρτα. Από τη λαχτάρα του να την αγκαλιάσει, έτρεξε κοντά της παρασύροντας ένα μεγάλο μέρος τους. Αυτή στην αρχή αντιστάθηκε, αηδιάζοντας με τα νήματα που τον τύλιγαν, αυτός όμως δεν το κατάλαβε και επέμεινε ακόμη περισσότερο. Κρατώντας τη σφιχτά από τη μέση, άρχισε να χαϊδεύει με το άλλο του χέρι τους σφιχτούς γλουτούς της, ενώ φιλούσε με πάθος τα μικρά, εφηβικά στήθη της. Έπεσαν γρήγορα στο μεγάλο σάλι που είχε απλώσει πριν η Μαίρη πάνω στα άχυρα. […]
Η Μαίρη ένιωθε πολύ μπερδεμένη με το σπασμένο της παρθενικό υμένα να πονάει και την απόλαυση να την πλημμυρίζει, μπόρεσε όμως να προσέξει ότι κάτι παράξενο συνέβαινε πλέον και στον Τάκη, που είχε κλείσει τα μάτια και ανάσαινε όλο και πιο βαριά, με το πρόσωπό του γεμάτο συσπάσεις, σχεδόν άσχημο πια. Οι παλινδρομικές του κινήσεις γίνονταν όλο και πιο δυνατές μέσα της, σαν να ήθελε να την τρυπήσει ή να της κάνει κακό. Ήταν έτοιμη να φωνάξει: «Ε, λίγο πιο ήρεμα!», όταν το σώμα του Τάκη τεντώθηκε, ενώ αυτός έβγαζε ένα πνιχτό μουγκρητό. Μέσα της κατάλαβε κάτι υγρό να χτυπάει τη μήτρα της και αμέσως μετά ο Τάκης σωριάστηκε πάνω της, με το πέος του ακόμα στον κόλπο της. Όσο τον ένιωθε μέσα της να μικραίνει, άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά βγάζοντας τους ιστούς που είχαν κολλήσει πάνω τους. Μια μικρή ακρίδα ήταν παγιδευμένη σε έναν από αυτούς και η Μαίρη τη σήκωσε στο φως για να τη δει καλύτερα. «Έτσι είναι» είπε «μαζί η ζωή και ο θάνατος». Ο Τάκης άνοιξε τα μάτια του βγαίνοντας από μέσα της και τη ρώτησε: «Μμμ, δεν κατάλαβα. Είπες ότι σου άρεσε;» Η Μαίρη τον φίλησε στο στόμα συνεχίζοντας να του χαϊδεύει τα μαλλιά: «Ναι αγόρι μου, ήταν υπέροχη πρώτη φορά και για τους δυο μας».

Εδώ δεν ξέρω ακριβώς ούτε τι κάνω εγώ, ούτε τι κάνει ο αναγνώστης.

28.1.07

Το πάρτυ

Η Άλις άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν δύο πια, έπρεπε να σηκωθεί. Σκόνταψε πάνω στα ρούχα που ήταν κουβαριασμένα στο πάτωμα, είδε όμως μια μπλούζα που της άρεσε, τη σήκωσε και τη φόρεσε. Στο μπάνιο άρχισε να ψάχνει την οδοντόκρεμα στο καλάθι με τα άπλυτα, ίσως όμως και να την είχε αφήσει στο σαλόνι. Τα παράτησε, ας μην έπλενε ούτε και σήμερα τα δόντια της.
Προχώρησε προς την κουζίνα, για να φτιάξει έναν καφέ. Κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη του χωλ, και μέσα από την πυκνή σκόνη του μπόρεσε να αναγνωρίσει λιγή ομορφία να παραμένει ακόμα πάνω της. Την προβλημάτισε ότι ακούγονταν ομιλίες από την κουζίνα, υπέθεσε όμως ότι θα έφταναν πάλι οι φωνές των δίπλα από το φωταγωγό.
Αυτή όμως δεν ήταν η κουζίνα της. Κάποιος την είχε τραβήξει σε μάκρος και είχε αλλάξει τη θέση σε διάφορα αντικείμενα. Στη θέση του νεροχύτη υπήρχε πλέον ένα σιντριβάνι από κατάλευκο μάρμαρο (γεμάτο με άπλυτα πιάτα) και αντί για το φούρνο έβλεπε πια ένα μικρό ηφαίστειο από το οποίο κυλούσε αργά κόκκινη, καυτή λάβα. Το μεγαλύτερο μέρος του χώρου το καταλάμβανε πλέον ένα μακρόστενο τραπέζι, γεμάτο με πιατάκια γλυκου και φλιτζανάκια, τα περισσότερα άπλυτα και με ψίχουλα. Στην άλλη άκρη του, δίπλα από το σιντριβάνι, κάθονταν το κουνέλι της ο Μπάμπης, ο οποίος πλέον ήταν ψηλότερος από αυτήν. Δίπλα του καθόταν και η πεθαμένη γιαγιά της η Μαίρη, φορώντας το αγαπημένο της καπέλο με τα κερασάκια.
«Δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χώρος!» άρχισαν να φωνάζουν μαζί ο Μπάμπης και η γιαγιά Μαίρη, η Άλις όμως τράβηξε μια καρέκλα και βολεύτηκε. «Προφανώς και υπάρχει χώρος» είπε. «Θέλεις λίγο καφε;» τη ρώτησε ο Μπάμπης. «Αχ ναι, ευχαριστώ!» «Χαχα, δεν έχουμε!» «Δεν είναι πολύ ευγενικό να προσφέρεις κάτι που δεν υπάρχει» είπε θυμωμένα η Άλις. «Ούτε είναι πολύ ευγενικό να έρχεσαι σε ένα πάρτυ απρόσκλητη» παρατήρησε με τη σειρά της η γιαγιά Μαίρη. «Μα είμαι στο σπίτι μου, δεν χρειάζομαι πρόσκληση για να βρίσκομαι εδώ!» απάντησε η Άλις και προσπάθησε να βάλει τσάι από μια τσαγέρα, από μέσα όμως άρχισαν να κυλούν τα υπνωτικά χαπάκια που έπαιρνε για να κοιμηθεί. Εγκατέλειψε την προσπάθεια και ρώτήσε τη γιαγιά της: «Πολύ καιρό έχω να σε δω γιαγιά. Πώς κι από δω;» Η γιαγιά Μαίρη έβγαλε το καπέλο της, έψαξε μέσα του και εμφάνισε ένα περιστέρι. Το άφησε να πετάξει και είπε μετά «Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Το τίποτα είναι αρσενικό ή θηλυκό;» Η Άλις γέλασε: «Το τίποτα είναι ουδέτερο.» «Βλακείες!» φώναξε ο Μπάμπης. «Όλοι ξέρουν ότι το τίποτα είναι αρσενικό ή θηλυκό, ανάλογα με την περίπτωση.» Η Άλις συνοφρυώθηκε, ήξερε ότι το τίποτα ήταν αρσενικό, δε θα συζητούσε όμως τα προσωπικά της με δύο οπτασίες.
Αποφάσισε να αλλάξει θέμα στη συζήτηση. «Τι γιορτάζουμε ακριβώς;» ρώτησε, παίρνοντας και ένα κομμάτι κέικ που της πρόσφερε ο Μπάμπης (το πέταξε όμως αμέσως γιατί είχε μέσα ολόκληρα καρύδια και αμύγδαλα με το τσόφλι τους). Η γιαγιά Μαίρη προσπαθούσε ήδη να κόψει τον Μπάμπη με ένα πριόνι, η ερώτηση όμως την προβλημάτισε και σταμάτησε. «Γλυκιά μου, δε θυμάσαι; Σημέρα δεν έχω γενέθλια!». Ο Μπάμπης πετάχτηκε τότε από το τραπέζι και φώναξε θριαμβευτικά «Ούτε κι εγώ έχω γενέθλια!». Η Άλις απόρησε και ξεκίνησε να λέει: «Εντάξει και εμένα τα γενέθλιά μου είναι το Μάιο, αλλά για ποιο λόγο...» δεν μπόρεσε όμως να τελειώσει, γιατί την είχαν αρπάξει ήδη ο Μπάμπης και η γιαγιά Μαίρη και την έσερναν χορεύοντας γύρω από το τραπέζι.
Κάποια στιγμή η γιαγιά Μαίρη κουράστηκε, έβγαλε από το καπέλο της ένα πιεσόμετρο και άρχισε να μετράει την πίεση του Μπάμπη. «12 η μεγάλη, 8 η μικρή» του είπε. «Πρέπει να ξεκουραστούμε λίγο.» Όλοι κάθησαν ξανά και η Άλις είχε μια ξαφνική έκλαμψη. «Εφόσον γιορτάζετε το ότι δεν έχετε γενέθλια, μάλλον γιορτάζετε κάθε μέρα εκτός από μία.» Ο Μπάμπης και η γιαγια Μαίρη κούνησαν το κεφάλι τους, σαν να άκουγαν το πιο προφανές πράγμα του κόσμου. Η Άλις προσπάθησε πάλι να βάλει τσάι από μια τσαγέρα, αυτή τη φορά όμως άρχισαν να πέφτουν τσιγάρα. Πήρε ένα, το άναψε στο ηφαίστειο και συνέχισε: «Κι αν γιορτάζετε κάθε μέρα το ότι δεν έχετε γενέθλια, δε θα προλαβαίνετε ποτέ να πλύνετε πιάτα ή να καθαρίσετε. Για αυτό και το σπίτι είναι σε τέτοιο χάλι!» Η γιαγιά Μαίρη γύρισε και την κοίταξε για πρώτη φορά με ένα τρόπο που της θύμιζε την πραγματική γιαγιά της. Έβγαλε από το καπέλο της έναν καθρέφτη, τον κράτησε απέναντί της και της είπε: «Δεν έχεις δίκιο κοριτσάκι μου. Εσύ δεν γιορτάζεις ποτέ, και όμως το σπίτι σου είναι επίσης χάλια. Πότε ακριβώς θα συνέλθεις;
»

Η Άλις άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν δύο πια, έπρεπε να σηκωθεί. Σκόνταψε πάνω στα ρούχα που ήταν κουβαριασμένα στο πάτωμα, κοντοστάθηκε και άρχισε να τα συμμαζεύει. Πήγε στο σαλόνι, πήρε από το τραπεζάκι την οδοντόκρεμα και έπλυνε τα δόντια της. Πήρε λίγο χαρτί υγείας και ένα Άζαξ από το καλαθάκι.
Προχώρησε προς την κουζίνα, για να φτιάξει έναν καφέ. Καθάρισε τον καθρέφτη του χωλ, κοιτάχτηκε για λίγο και είδε ότι παρέμενε ακόμα όμορφη. Την προβλημάτισε αν θα έπρεπε να συνεχίσει τις δουλειές ή να βγει μια βόλτα έξω, ήταν Κυριακή και είχε έναν υπέροχο ήλιο. Αποφάσισε να βγει, στο κάτω κάτω δεν είχε γένεθλια.


[Αφιερωμένο στη Misirlou Oubliez. Μια προηγούμενη ιστορία της Άλις μπορεί κάποιος/α να τη διαβάσει εδώ.]

26.1.07

Πρώτα ζούνε, μετά γράφουμε

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

η μέρα μου σήμερα ήταν χάλια. Το πρωί δεν άκουσα το ξυπνιτήρι και σηκώθηκα από το κρεβάτι τελεφταία στιγμή για τη δουλιά. Ούτε καφέ δεν πρόλαβα να πιω. Μετά πήρα ταξί για να προλάβω να είμαι στην όρα μου, αλλά δεν ήξερα ότι είχανε διαμαρτυρία οι αγρότες στο Διηκητήριο. Πλήρωσα εφτά ευρό για να φτάσω την ίδηα ώρα που θα έφτανα και με τα πόδια. Φώναζε η σκύλα η υποδιεφθύντρια μετά, άσε δε θέλω να γράψω άλλα, τα θυμάμε και τσαντίζομε.
Τελικά πήρανε για πολητή αυτόν που μου άρεσε, το νεαρούλη με τα πεταχτά δόντια. Θα παιριμενω κανά δυο εβδομάδες και θα του πω να πάμε για καφέ. Μου αρέσει πολλύ. Ελπίζο να την έχει μεγάλη, δεν ήταν κατάσταση αφτή με το Νίκο.
Μετά γήρισα σπίτι και άρχισα να κόβω πατάτες. Εκοίνη την ώρα ήρθε και ο Νίκος και με ρότησε τι έχουμε για φαγητό. Εγώ του είπα ότι έχουμε τηγανητές πατάτες με αβγά και αυτός άρχισε να φωνάζει ότι όλο τα ίδια τρόμε. Μετά σταμάτισε να φωνάζει. Εγώ έκοψα τρεις φαίτες ψωμί και άνοιξα μια κονσέρβα με τόννο. Χαίρομε που δεν έφαγα πολλύ, πρέπει να προσέχω τον εαφτό μου.
Πρέπει να σε αφίσω τώρα, αγαπημένο μου ημερολόγιο, Βλέπω από τη μπαλκονόπορτα ότι η ακακία άπλοσε κι άλλο τα κλαδγιά της από το δρόμο. Δε θα μπορώ να βγένω στο μπαλκόνι σε λίγο. Ουφ μια δουλειά παραπάνω.

Η Λίτσα έκλεισε το ημερολόγιο της ανακουφισμένη. Κρατούσε ημερολόγιο ακατάπαυστα από το Γυμνάσιο, της είχε γίνει μια συνήθεια σαν το πλύσιμο των δοντιών και έγραφε σχεδόν κάθε μέρα, είχε δεν είχε νέα. Από την αρχή το ένιωθε σαν ένα δικό της άνθρωπο, που μπορούσε να του εξομολογηθεί τα πάντα, όσο και να ντρεπόταν για αυτά. Ήταν ουσιαστικά ο μόνος της τρόπος να ηρεμεί. Κάπως έτσι ήταν σήμερα, αλλά ακόμα και μια ημέρα με βαρετά, ασήμαντα γεγονότα έπαιρνε μια μικρή ομορφιά αν έγραφε για αυτήν στο ημερολόγιο.
Σηκώθηκε χαμογελώντας από το γραφείο της και προχώρησε προς το χωλ, όπου φύλαγαν τα διάφορα εργαλεία. Άνοιξε το κάτω ντουλάπι της παπουτσοθήκης και έβγαλε το πριόνι. Στη συνέχεια πέρασε από την κουζίνα, κινδύνεψε να γλιστρήσει στα υγρά πλακάκια, αλλά πιάστηκε από το τραπέζι και δεν έπεσε. Πήρε έξι σακούλες σκουπιδιών από τη ραφιέρα και προχώρησε στο μπαλκόνι.
Το κλαδί της ακακίας κόπηκε πολύ εύκολα, το τσάκισε και το έβαλε μέσα στη μία σακούλα. Αυτό ήταν το εύκολο μέρος. Όταν επέστρεψε στην κουζίνα στάθηκε για λίγο κοιτώντας στο πάτωμα. Δεν μπορούσε να αποφασίσει από πού έπρεπε να ξεκινήσει. Τελικά βρήκε μια λύση. Έσκυψε και άρχισε να κόβει το χέρι του Νίκου στον ώμο. Το κεφάλι θα το άφηνε τελευταίο, ακόμα έτρεχε αίμα από το χτύπημα με το τηγάνι.




23.1.07

Ο χρόνος που κυλά

Καθόταν ατάραχος στην κουνιστή του πολυθρόνα, παρακολουθώντας την να φεύγει. Αυτή είχε επιλέξει το μελοδραματισμό σαν τελευταίο χαρτί ή σαν ευκαιρία για παράσταση. Έβγαζε με ορμή τα ρούχα της από την ντουλάπα, τα πετούσε με δύναμη στο κρεβάτι και μετά ξαφνικά ηρεμούσε, τα δίπλωνε και τα τακτοποίουσε με τάξη μέσα στη βαλίτσα. Έδωσε μια πιο δυνατή ώθηση στην κουνιστή πολυθρόνα και γύρισε μια ακόμη σελίδα. Δεν καταλάβαινε πολλά, αλλά ένιωθε ιδιαίτερα περήφανος που χώριζε με αυτόν τον τρόπο. Αυτή γύρισε ξαφνικά προς το μέρος του. "Συγγνώμη έχεις καταλάβει τι συμβαίνει; Φεύγω!". Έβγαλε τα γυαλιά του και την κοίταξε (δε χρειαζόταν, ήταν μόνο μυωπίας, ένιωθε όμως ότι αυτή η κίνηση τον γέμιζε με σοβαρότητα): "Φυσικά και φεύγεις. Απ' όσο ξέρω δε σχεδιαζαμε κάποιο ταξίδι..."
Αυτη άναψε τσιγάρο και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε, τινάζοντας προκλητικά τη στάχτη στο πάτωμα. Δεν αντέδρασε ούτε σε αυτό. "Προσπάθησε να καταλάβεις τι συμβαίνει γύρω σου. Σε χωρίζω, είναι οριστικό." "Ναι καλή μου, φυσικά και είναι οριστικό, όπως όλες τις άλλες φορές ήταν οριστικό και όπως θα είναι και όλες τις επόμενες. Άφησε με τώρα να διαβάσω το βιβλίο μου." Αυτή κινήθηκε γρήγορα προς το κρεβάτι και έκλεισε απότομα τη βαλίτσα, αφήνοντας μάλιστα το μανίκι από μια μπλούζα να κρέμεται έξω. "Αυτά είναι τα τελευταία σου λόγια;" τον ρώτησε. "Όχι." της είπε "Εφόσον πρέπει να πω και τελευταία λόγια για να ολοκληρωθεί το εργάκι, καλύτερα να σου απαγγείλω κάτι. Ίσως και να πιάσει τόπο." Οι τελευταίες της αναμνήσεις από το σπίτι ήταν να προχωράει στο χωλ και να ακούει: "Η αερολογία, η περιέργεια και η αμφισημαντότητα χαρακτηρίζουν τον τρόπο που το Νταζάιν είναι καθημερινά".
Συνέχισε να κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα, να διαβάζει και να μην καταλαβαίνει, ίσως και για αυτό να αισθανόταν ότι η ώρα περνάει τόσο αργά. Έβγαλε τα γυαλιά και έτριψε τα μάτια του, κοίταξε το ρολόι του τοίχου και χωρίς τα γυαλιά του φάνηκε κάπως θολό. Δεν έδωσε σημασία και αποκοιμήθηκε, γέρνοντας το κεφάλι του πίσω.


Ξύπνησε και νόμιζε ότι ακόμα ονειρευόταν. Το ρολόι έμοιαζε σαν κερί πού είχε ανάψει το βράδυ και είχε λιώσει, συνέχιζε βέβαια να κρέμεται από το καρφί στον τοίχο, είχε όμως κυλήσει προς τα κάτω τόσο, ώστε ο αριθμός 6 να ακουμπάει πλέον στη μοκέτα. Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξε, αλλά δεν ήθελε να το δείξει, λες και κάποιος τον παρακολουθούσε. Σήκωσε το βιβλίο από τα πόδια του, συνειδητοποιώντας και μια πρωινή στύση που είχε έρθει σε τελείως ακατάλληλη στιγμή, και άρχισε ξανά να διαβάζει. Αισθάνθηκε κάτι υγρό στο κεφάλι του, σαν να έσταζε το ταβάνι. Γύρισε προς τα πάνω και τρόμαξε ακόμη περισσότερο: το ταβάνι πράγματι έσταζε, το ίδιο. Μεγάλοι λευκοί κόμποι από υγρό τοίχο είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται και να στάζουν προς τα κάτω. Τίναξε τον υγρό σοβά από τα μαλλιά του και επέστρεψε στο βιβλίο του.
Ο ήλιος έλουζε πλέον ολόκληρο το δωμάτιο, αφού ολόκληρο το ταβάνι είχε δημιουργήσει μια λευκή λίμνη στο πάτωμα. Σιγά σιγά έλιωναν και οι τοίχοι. Αυτός είχε αγκιστρωθεί στην κουνιστή πολυθρόνα, μαζεύοντας και τα πόδια του πάνω στο κάθισμα, φοβόταν να ακουμπήσει το λευκό υγρό, αν κάποια στιγμή έπηζε, θα έμενε για πάντα εγκλωβισμένος εκεί. Παρατήρησε ότι σε κάποια σημεία του τοίχου φαίνονταν πια τα απέναντι μπαλκόνια. Σε ένα υπήρχε και μια κάμερα, ο δημοσιογράφος φώναζε: "Κάντε μας μια δήλωση, πώς εξηγείτε αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο;", αυτός όμως έκανε ότι δεν άκουσε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο του. Αχ, να καταλάβαινε έστω και λίγο, θα μπορούσε κάπως να αποσπαστεί από όλο αυτό που συνέβαινε, τώρα όμως διάβαζε λέξεις, λέξεις, μόνο λέξεις.
Η λίμνη στο πάτωμα είχε γίνει πιά πολύχρωμη, καθώς το λευκό χρώμα του ταβανιού είχε αναμιχθεί με τα διάφορα χρώματα από τους τοίχους και τα αντικείμενα που ήταν κρεμασμένα πάνω τους. Τώρα είχαν αρχίσει να βυθίζονται και τα έπιπλα, μαζί και η κουνιστή πολυθρόνα. Μαζεύτηκε όσο μπορούσε πιο πολύ πάνω στο κάθισμα, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τα πόδια του και περίμενε με τρόμο να δει τι θα συμβεί. Το βιβλίο είχε πέσει κάτω και χανόταν μέσα στο πολύχρωμο υγρό. Μυστηριωδώς τα γράμματα του τίτλου δεν είχαν πάθει τίποτα κι επέπλεαν δεξιά και αριστερά, το όνομα Μάρτιν μάλιστα είχε μείνει ολόκληρο και ταξίδευε σαν βαρκούλα.
Η πολυθρόνα βυθίστηκε ξαφνικά και το πολύχρωμο υγρό έφτασε μέχρι το λαιμό του. Ένιωσε από παντού φλας να αστράφτουν και άκουσε σαν σε όνειρο το δημοσιογράφο από το απέναντι μπαλκόνι να λέει: "Ναι Κώστα, είμαστε εδώ σε ζωντανή σύνδεση για τις Πύλες του Ανεξήγητου... Όχι κανείς στη γειτονιά δεν είδε παράξενες λάμψεις στον ουρανό τις τελευταίες μέρες. Ίσως τα τελλουρικά ρεύματα της περιοχής..." Δεν άκουγε πια, γινόταν και ο ίδιος όλο και πιο υγρός, πιο υγρός, πιο υγρός.

Ξύπνησε για άλλη μια φορά λουσμένος στον ιδρώτα και με το εσώρουχο μουσκεμένο από την ονείρωξη που είχε λίγο πριν. Γύρισε ενστικτωδώς προς το πάτωμα, καμία λίμνη, μόνο οι σκισμένες σελίδες από το βιβλίο σκόρπιες παντού.
Δύο μήνες είχαν περάσει και ακόμα δεν είχε γυρίσει. Δύο μήνες είχαν περάσει και ακόμα δεν είχε κλάψει, ούτε μία φορά.

21.1.07

Ένας μήνας - Purgatorium

Σκεφτόμουν αρχικά να μην αναφέρω τίποτα, σήμερα που κλείνω ένα μήνα γράφοντας. Λίγες οι ιστορίες, ακόμη λιγότερες οι σκέψεις, πάνω σε τι να σταθείς για να μιλήσεις;

Όταν όμως αναρωτιέσαι κάτι τέτοιο, θέλεις να μιλήσεις ή να περηφανευτείς; Μάλλον το δεύτερο, κι από την όποια ψυχική σου ισορροπία πηγάζει η αμηχανία να το κάνεις.

Ωστόσο, ο πυρήνας αυτής της ομιλίας, η ανάγκη που την κινεί, νομίζω ότι είναι πέρα από το ναρκισσισμό μου, ή καλύτερα μαζί με αυτόν αλλά και πέραν του.

Εμείς που λέμε ιστορίες ή ψιθυρίζουμε ποίηση, είμαστε παραδοσιακά καταδικασμένοι σε μια τέχνη μοναχική. Το γραφείο και το συρτάρι (ή πλέον ο σκληρός δίσκος) ήταν πάντα καλό περιεχόμενο για τη μεταφορά του ελεφάντινου πύργου. Εκεί μέσα έγραφες, έσβηνες, διόρθωνες και έβγαινες καμιά φορά και στο παράθυρο, ρίχνοντας έξω τα γραπτά σου σαν άλλη Ραπούνζελ ("Θα έρθει άραγε κανένας εκδότης με λαμπερή πανοπλία να με σώσει;")

Δεν ξέρω τι έχω καταφέρει ως τώρα με τη γραφή μου εδώ, ξέρω όμως ότι βγήκα από τον ελεφάντινο πύργο και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Ακόμα και αν σταματήσω αυτό το μπλογκ αύριο, θα ξέρω πια ότι είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Ότι επιλέγω να μην επικοινωνήσω τη γραφή μου και όχι ότι δεν μπορώ.

Αυτή τη μικρή αυτογνωσία κέρδισα μέσα σε αυτόν τον ένα μήνα. Α, και ότι έκοψα τα μαλλιά μου. Όπως βλέπετε τα κείμενά μου είναι μικρά, δεν περιμένουν κανένα εκδότη να τα σώσει.

Ένα παλιό γράμμα

Αγαπητή μου,

αυτή η επιστολή μου ίσως να σας φέρνει σε αμηχανία. Μην αισθανθείτε έτσι, ο σκοπός μου είναι τελείως διαφορετικός από το να ζητήσω ευθύνες, πόσο μάλλον να σας κατηγορήσω για οτιδήποτε. Καλύτερα όμως να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πρόσφατα έμαθα για τη διαμονή του συζύγου μου στο όμορφο νησί σας, μαζί με κάποιες φήμες για μια ερωτική του σχέση μαζί σας. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν μπορούσα καν να το πιστέψω. Κατάγεστε από τόσο ευγενική γενιά που δε θα περίμενα ούτε να γυρίσετε να τον κοιτάξετε! Γυναίκα όμως είμαι κι εγώ, οπότε μπορώ να καταλάβω, συχνά επιλέγουμε άντρες κατώτερούς μας, είτε για τη χαρά του σεξ, είτε για να παρηγορήσουμε τη μοναξιά μας. Όπως θα σας εξηγήσω στη συνέχεια, βρίσκομαι κι εγώ σε μια παρόμοια κατάσταση.
Θα είδατε φαντάζομαι πόσο πανούργος και γοητευτικός είναι. Ομολογώ πως όλον αυτόν τον καιρό που λείπει συχνά νοσταλγώ τις ευφυείς συζητήσεις μαζί του, όπως και τα ευφάνταστα ψέματά του. Δυστυχώς οι νεότεροι άντρες σπάνια έχουν τέτοιες ικανότητες, που τις αναπληρώνουν βέβαια με τη σεξουαλική αντοχή και το σφιχτό σώμα τους. Δε θα ήταν υπέροχο να μην χρειαζεται να αντιμετωπίζουμε τέτοια διλήμματα; Εδώ και καιρό περιτριγυρίζομαι από νεαρούς άντρες που προσφέρουν καυτές νύχτες σε αντάλλαγμα ενός γάμου μαζί μου (όπως πιθανόν ξέρετε από το σύζυγό μου, κατέχουμε μεγάλη περιουσία, σχεδόν ολόκληρο το νησί μας). Αν μπορούσα να πω δύο κουβέντες παραπάνω με κάποιον από αυτούς, θα είχα ενδώσει ήδη, δε σας το κρύβω.
Από τα νέα που ήρθαν συμπεραίνω ότι είστε και εσείς μια δυναμική γυναίκα, που θέλει να ορίσει μόνη της τη ζωή της. Αν δεν είχα αυτήν την εικόνα για σας, δε θα έπαιρνα ποτέ την απόφαση να σας διατυπώσω το αίτημά μου. Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να σας πω ότι βρήκα εξαιρετική αυτή τη χειρονομία σας, που τόσο κατηγορήθηκε από αυτούς που μου έφεραν τις ειδήσεις. Δεν κάνατε κάτι παραπάνω από το να δείξετε αυτό που ξέρουμε όλες, ότι οι άντρες είναι γουρούνια. Και το δείξατε με τόσο παραστατικό τρόπο, τόσο ζωντανό, που πραγματικά σας αξίζουν συγχαρητήρια.
Ο λόγος που σας γράφω, είναι κάπως ασυνήθιστος, νομίζω όμως ότι θα μπορέσετε να με καταλάβετε. Αν, λέω αν, είστε ευτυχισμένη με το σύζυγό μου, κάνετε ό,τι μπορείτε για να τον κρατήσετε στο νησί σας (ελπίζω να έχει παραμείνει καλός εραστής, τα πνευματικά του χαρίσματα είμαι βέβαιη ότι δε θα τα έχει χάσει). Λείπει από το νησί μας τόσο καιρό, που η ζωή όλων έχει προχωρήσει πια πάρα πολύ, περισσότερα θα χαλάσουν, παρά θα φτιάξουν όταν επιστρέψει. Σκεφτείτε κι εμένα, συνήθισα όλα αυτά τα χρόνια να είμαι κυρία του σπιτού μου, με νέους άντρες να με πολιορκούν και να με περιποιούνται. Θα είναι πολύ άχαρη η επιστροφή μου στο κέντημα και το πλέξιμο, πιστέψτε με.
Σας μίλησα σαν γυναίκα προς γυναίκα, με την ελπίδα ότι θα με καταλάβετε. Σας εύχομαι από καρδιάς τα καλύτερα

Πηνελόπη

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
[Ανανέωση 23ης Ιανουαρίου: Ο helix nebulae άφησε ως σχόλιο ένα εκτενές κείμενο που νομίζω ότι συμπληρώνει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο το δικό μου. Ο/η αναγνώστης/τρια ας το θεωρήσει οργανική συνέχεια του κειμένου μου, γραμμένη βέβαια από άλλο συγγραφέα.]

Δυστυχώς, η σχέση της Κίρκης με τον Οδυσσέα δεν κράτησε καλά-καλά έναν χρόνο. Ας όψονται οι γκρινιάρηδες ναύτες που ως γουρούνια δεν προέβαλλαν και πολλές απαιτήσεις - τι το θελε κι αυτός να της ζητήσει να τους μεταμορφώσει ξανά σε ανθρώπους; Η Κίρκη τον εκδικήθηκε βέβαια διπλά τον Οδυσσέα. Όχι μόνο τον έστειλε εκδρομή στον κάτω κόσμο (κατάφερε και γύρισε πίσω όμως ο μπάσταρδος), αλλά σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου γέννησε κι ένα νόθο - τον Τηλέγονο - τον οποίο αφού ανέθρεψε και κακόμαθε στην απομόνωση του νησιού της, τον εξόπλισε με δηλητηριώδες δόρυ και τον έστειλε να πάει να βρει τον πατέρα του και να διεκδικήσει μερίδιο της κληρονομιάς.


Έχοντας κληρονομήσει το αλάνθαστο ένστικτο του Οδυσσέα στον προσανατολισμό, ο Τηλέγονος αποβιβάστηκε στην Ιθάκη από καθαρή κωλοφαρδία. Βλέποντας ότι η επιτροπή υποδοχής δεν έδειχνε ιδιαίτερα φιλικές διαθέσεις, εκτόξευσε τη φαρμακερή του λόγχη εναντίον του ηλικιωμένου που φαινόταν ο αρχηγός τους και τον σκότωσε. Στο δικαστήριο αργότερα εξήγησε ότι δεν γνώριζε πως επρόκειτο για τον Οδυσσέα, πολύ λυπάται και δεν θα το ξανακάνει. Τελικά συνεταιρίστηκε με τον Τηλέμαχο και εκδόσανε από κοινού την ιστορία του μπερμπάντη πατέρα τους σε ογκώδη τόμο, με την υπογραφή του πιο ταλαντούχου και ακριβοπληρωμένου ραψωδού της αρχαιότητας. Από τα μυθικά κέρδη του best-seller, αξιοποίησαν τουριστικά τόσο την Ιθάκη, όσο και το νησί της Κίρκης - που πέρασε αργότερα στην ιστορία με το όνομα Μύκονος.

Η Πηνελόπη έκανε lifting και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σε κοσμικά γκαλά, μονίμως περιτριγυρισμένη από διάφορα τεκνά που περίμεναν μάταια να τους γράψει έστω κι ένα χωραφάκι. Η Κίρκη ζει ακόμα και δουλεύει διευθύντρια προγράμματος σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι.


19.1.07

Βιογραφικό κουίζ

[Δώρα, δώρα, πολλά δώρα, απαντήστε στις ερωτήσεις στο τέλος του πόστ και κερδίστε πλούσια δώρα!

Εισαγωγή: Στο σπίτι που μένω τα τελευταία χρόνια συγκατοικούμε φέτος τρία άτομα, εγώ – ο Μιχάλης, η Λουίζα και η Ρία (όλα ψευδώνυμα). Η Ρία έφυγε πριν τα Χριστούγεννα για να κάνει γιορτές στη Βαρσοβία. Κάποια στιγμή λοιπόν εγώ και η Λουίζα επιλέξαμε να στείλουμε στην Ρία το παρακάτω μέιλ, στο οποίο απάντησε μετά από δύο ημέρες.]

Καλή μας Ρία,

όπως καθόμασταν σήμερα και πίναμε τον καφέ μας, μια σκέψη ξαφνικά διατάραξε την ησυχία που επικρατούσε: "Τι να κάνει άραγε η Ρία;". Κοιταχτήκαμε με τη Λουίζα με νόημα και πήραμε την απόφαση που τόσο καιρό καθυστερούσαμε. Έπρεπε να σ
ου στείλουμε ένα μέιλ.
Μάστορες και οι δυο της αργοπορίας, δεν το κάναμε βέβαια την ώρα που το σκεφτήκαμε. Πέρασε το μεσημέρι, το απόγευμα και το βράδυ. Και έτσι, δύο τα ξημερώματα ώρα Ελλάδος, καταλήγω να σε ρωτήσω, με τη σύμφωνη γνώμη της Λουίζας: "Πώς περνάς στη Βαρσοβία;"
Υπάρχουν βέβαια και άλλα ζητήματα εκκρεμή που θα πρέπει να τα λύσουμε όταν επιστρέψεις, Μετά την έκρηξη του λέβητα και την πλημμύρα που έκανε την πολυκατοικία μας να μοιάζει με τους Niagara waterfalls έπρεπε κάπου να βάλουμε τα πράγματα σου. Κάποια έχουν καταστραφεί οριστικά, τα υπόλοιπα όμως βρίσκονται ασφαλή σε μια αποθήκη στο Ωραιόκαστρο. Δεν θα έπρεπε να σε απασχολούν όμως αυτά, σημασία έχει να περνάς εσύ καλά και όλα αυτά τα λύνεις όταν επιστρέψεις Ελλάδα.
Η Λουίζα είναι πολύ ευτυχισμένη με την Ευαγγελία (δεν πρέπει να σου είπε για αυτό έτσι δεν είναι;) και σκέφτεται να κατεβεί Αθήνα για να μείνουν μαζί. Πρέπει κανείς να κυνηγάει τους μεγάλους έρωτες, το ξέρεις εσύ καλύτερα από εμάς. Εγώ δεν έχω σχέση, αλλά είδε το μπλογκ μου ο Λιβάνης και θα μου εκδώσει ό,τι έχω γράψει μέχρι στιγμής, μαζί με το μυθιστόρημα. Όσο να πεις, είναι κι αυτό μια παρηγοριά για τη μοναξιά μου.
Πότε λες να έρθεις Ελλάδα; Εδώ τα πράγματα τρέχουν τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνουμε να σκεφτούμε, στείλε μας ένα μέιλ για να ξέρουμε. Σπίτι δεν μπορείς να μείνεις, έχει έρθει η Μπέτυ* και το έχει ξηλώσει ολόκληρο, εγώ μένω στη Μαρία** και η Λούιζα σε μια κατάληψη, καλό είναι όμως να ξέρουμε, έστω από περιέργεια.

Σε φιλούμε
Μιχάλης – Λουίζα

*η σπιτονοικοκυρά μας

** φίλη μου που έχει αναφερθεί και στη δημοσίευση «Τα Χριστούγεννα των άθεων»


Θαυμαστοί και αξιομνημόνευτοι φίλοι μου,

δύο μέρες τώρα στο έλεος του Θεού και της φύσης, περιτριγυρίζουμε στη Βαρσοβία και προσπαθώ απεγνωσμένα να επικοινωνήσω μαζί σας. Βρήκα ένα λάπτοπ και ναι θα σας πω τι συμβαίνει, παρόλο που από γύρω μου φωνάζουν, κλαίνε και με παρακαλούν να σταματήσω να πατάω τα πλήκτρα. Το πάτημα ενός κουμπιού από το λάπτοπ και μπορεί να προκαλέσει μπλακ άουτ, ηλεκτροπληξία, μπουμ. Καλοί μου φίλοι, η Βαρσοβία πλημμύρισε. Η ούτως ή άλλως, ελλιπής υποδομή, κατάλοιπο, τιμή και διασυρμός της κόκκινης κομμουνιστικής δικτατορίας, που εξαθλίωνε μέρα με τη μέρα την ανθρώπινή μας φύση, δεν άντεξε στο μένος της φύσης. Όλα κατέρρευσαν. Πεινάμε, διψάμε και κρυώνουμε. Όχι δε θα ξεχάσω ποτέ τη γενναιοδωρία (των κατά τα άλλα αγάμητων) γυναικών του Ερυθρού Σταυρού που μας δώσανε λίγο παξιμάδι να φάμε. Ορκίστηκα να ακολουθήσω το παράδειγμά τους και έτσι πήγα στο μοναστήρι, υπηρετώ στο Τάγμα της Αγίας Περιστέρας. Περιμένω πως και πως να σας ανταμώσω να σας σφίξω στην αγκάλη μου, αλλά είναι αδύνατο. Οι συγκοινωνίες έχουν διακοπεί και ο Ηγούμενος είπε ότι δε θα μου δώσει άδεια αν δεν του κάτσω. Ας αναλογιστούμε όλοι μαζί τι εστί ο άνθρωπος μπροστά στη παντοδυναμία του Θεού και ας αναφωνήσουμε όλοι μαζί, ω φίλοι μου: ένα τίποτα! ένα τίποτα! Ο Θεός να μας έχει καλά.


Σας φιλώ,

η αδελφή Ελευθερία

Υ. Γ. Αγαπητοί φίλοι, έπεται και συνέχεια. Αλλά δεν μπορώ τώρα, είναι η ώρα του εσπερινού.


[Οι ερωτήσεις είναι:

α) Για ποιο λόγο ο Μιχάλης και η Λουίζα έστειλαν το μέιλ στην Ελευθερία; Τι ήθελαν να μάθουν πέρα από το πώς περνάει στη Βαρσοβία και πότε επιστρέφει;

β) Για ποιο λόγο είχε πάει εξ αρχής η Ρία στη Βαρσοβία;

Νικητής ή νικήτρια θα είναι αυτός/η που θα απαντήσει πρώτος/η σωστά και στις δύο ερωτήσεις ή αυτός/η που θα δώσει την πιο κοντινή στην αλήθεια απάντηση. Θα μπορεί μάλιστα να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δώρα: ένα μαγιό ή μια ιστορία βασισμένη σε μια ιδέα του. Άντε, θα σας βοηθήσουμε και λίγο: για να απαντήσετε σωστά στην πρώτη ερώτηση πρέπει να έχετε μαντέψει σωστά τη δεύτερη.

Η διάρκειά του διαγωνισμού είναι δύο ημέρες, από τη μία το μεσημέρι του Σαββάτου ως τη μία το μεσημέρι της Δευτέρας.]

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Ανακοίνωση 22ας Ιανουαρίου, ώρα πρώτη μεσημεριανή

Δυστυχώς καμία από τις απαντήσεις που δόθηκαν δεν ήταν σωστή. Νικήτριες αναδείχθηκαν λοιπόν οι bloggers Sia + Meza, οι οποίες έδωσαν μία απάντηση κοντά στην αλήθεια και μία λανθασμένη. Παρακαλούνται να επικοινωνήσουν μαζί μου στο μέιλ μου για τα περαιτέρω. Σας ευχαριστώ όλους/ες για τη συμμετοχή.

17.1.07

Ένα αναζωογονητικό μπάνιο

Η μπανιέρα στο κέντρο της σάλας ήταν μισογεμάτη και η Έρσσεμπετ αποφάσισε να μπει. Άφησε με μια θεατρική κίνηση τη μεταξωτή ρόμπα να κυλήσει από το σώμα της, σπρώχνοντάς την από τους ώμους και τεντώνοντας τα χέρια προς τα πίσω. Η Άγκνες έτρεξε να μαζέψει τη ρόμπα από το πέτρινο, υγρό πάτωμα και η Έρσσεμπετ της χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά. Η υπηρέτρια γύρισε το πρόσωπό της προς την κυρία της και χαμογέλασε, φανερώνοντας ένα στόμα με μισοσπασμένα και κίτρινα δόντια, κάτω από το ξανθό μουστάκι της.
Η Έρσσεμπετ έβαλε πρώτα το ένα της πόδι στη μπανιέρα και στη συνέχεια το άλλο. Στάθηκε για λίγο όρθια, της άρεσε αυτή η ζεστασία και το βαρύ άρωμα που αναδυόταν. Πέρασε τα χέρια της από τους γοφούς της και μάλαξε την περιοχή με την κυτταρίτιδα. Σε λίγο θα είχε φύγει, ήταν βέβαιη, αλλά για πόσο; Τα καλλυντικά και οι θεραπείες της κρατούσαν όλο και λιγότερο, και αυτό την ανησυχούσε. Έπιασε στη συνέχεια τα δύο της στήθη και τα ανασήκωσε, φέρνοντάς τα στη θέση που τα θυμόταν στα είκοσί της. Το περιδέραιο με τα ρουμπίνια στριμώχτηκε ανάμεσα στα δύο στήθη της και η Έρσσεμπετ σκέφτηκε για μια στιγμή ότι θα έπρεπε να το βγάλει. Το λουτρό όμως μπορεί να τόνωνε το χρώμα τους, αποφάσισε λοιπόν να το κρατήσει.
Βυθίστηκε στο χλιαρό υγρό και άπλωσε τα πόδια της στη μπανιέρα. Ζήτησε από την Άγκνες τον ασημένιο καθρέφτη και τον έφερε μπροστά από το πρόσωπό της. Καμία αλλαγή ακόμα. Ήταν ανυπόμονη, το ήξερε, αλλά δεν την άντεχε αυτήν την επίθεση των γηρατειών, δεν την άντεχε. Βύθισε για λίγο το χέρι της στην μπανιέρα και το έφερε μετά στο πρόσωπό της, τραβώντας το μάγουλο προς τα πίσω. Σκέφτηκε: "Είναι το καθήκον μου να είμαι καλή για τον σύζυγό μου και να κρατηθώ όμορφη για αυτόν. Ο Θεός μου παρουσίασε πώς να το κάνω…" και τίναξε τα κατάμαυρα, στιλπνά μαλλιά της, φέρνοντας αρκετά από αυτά μπροστά στο πρόσωπό της. Θα περίμενε μέχρι να βελτιωθεί η όψη της, δεν ήθελε να βλέπει άλλο.
Πέταξε το χέρι της έξω από την μπανιέρα, με τον καθρέφτη έτοιμο να πέσει κάτω. Η Άγκνες έτρεξε κοντά στην κυρία της και πήρε τον καθρέφτη από τα χέρια της, φιλώντας της ένα ένα τα δάχτυλα, βαμμένα με κόκκινη χέννα. Η Έρσσεμπετ την έπιασε από το λαιμό και έφερε το κεφάλι της κοντά στο πρόσωπό της. Φιλήθηκαν για λίγο, αλλά η Άγκνες τραβήχτηκε. Δεν της άρεσε η μυρωδία που έβγαινε από τη μπανιέρα, ήταν τόσο βαριά που την έκανε να ανακατεύεται.
Προσπάθησε να βυθιστεί τελείως, αλλά δε γινόταν, εφόσον κάλυπτε τελείως τον κορμό της, ξεπρόβαλλαν τα γόνατά της και όταν τέντωνε τα πόδια της, τα στήθη της και οι ώμοι της έμεναν απέξω. Δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει όπως την άλλη φορά, που κυκλοφορούσε για δύο ολόκληρες εβδομάδες με σφιχτό κώλο και πεσμένα στήθη, μέχρι το επόμενο λουτρό της. Είπε στην Άγκνες ότι θα χρειαζόταν τελικά να γεμίσουν τελείως την μπανιέρα και αυτή έτρεξε να ενημερώσει το Γιοχάνες.
Η Έρσσεμπετ είχε αφεθεί στις σκέψεις της, αναπολώντας το όργιο του προηγούμενου μήνα στο σπίτι της θείας Κάρλα, τόσοι άντρες και γυναίκες, τόση ηδονή, την επανέφεραν όμως στην πραγματικότητα τα ουρλιαχτά της νεαρής παρθένας. Ο Γιοχάνες έδινε οδηγίες σε δύο υπηρέτες που έσπρωχναν μέσα από τη μεγάλη καμάρα μια ξύλινη κατασκευή που έμοιαζε με κρεμάλα. Από την κορυφή της κατασκευής κρεμόταν ένα κοντό σκοινί, στο οποίο ήταν δεμένα τα πόδια της γυμνής χωρικής. Αυτή σφάδαζε και ταλαντευόταν πέρα δώθε, αλλά με χέρια και πόδια δεμένα, το περισσότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να τσιρίζει και να φωνάζει. Δε θα κρατούσε όμως για πολύ, ο Γιοχάνες έβγαλε τα μαχαίρια με τις κοφτερές λεπίδες από τη ζώνη του και ρώτησε την Έρσσεμπετ: "Κυρία, είστε έτοιμη για το ντους σας;" Η Έρσσεμπετ ένευσε καταφατικά και σηκώθηκε όρθια.
Το αίμα έτρεχε πλέον καυτό πάνω της μουλιάζοντας τα μαλλιά της και κυλώντας αργά πάνω στο σώμα της. Τίποτα δεν έμοιαζε με αυτήν την αίσθηση, ήξερε όμως ότι δεν ήταν πλέον αρκετό. Ευτυχώς η μπανιέρα είχε γεμίσει πια, θα περνούσε δύο ώρες ακόμα μέσα και μετά θα έμοιαζε πάλι είκοσι χρονών. O Φέρεντς θα επέστρεφε αύριο, ήθελε να τον υποδεχτεί όσο πιο όμορφη γινόταν. Τη σκληρότητα και τη μαύρη ψυχή του δεν την είχε συναντήσει σε κανέναν άλλον.


[Το κείμενο αυτό αντλεί την παλαιά αφορμή του και το τωρινό υλικό του από τις επισκέψεις μου στο μπλογκ Έγκλημα και Τιμωρία και βασίζεται σε κάποιους λαϊκούς μύθους για ένα πραγματικό ιστορικό πρόσωπο, την κόμησσα Erzsebet ή Elizabeth Bathory από την Ουγγαρία. Είναι μάλλον ιστορικό γεγονός ότι στον πύργο της βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν πολλές νεαρές γυναίκες, η φήμη της όμως ως καννίβαλης - βρυκόλακα ή παρανοϊκής που έκανε μπάνιο σε αίμα παρθένων για να διατηρήσει τη νεότητά της, μάλλον δεν ευσταθεί.
Ο φιλοπεριέργος αναγνώστης ή αναγνώστρια που δεν αρκείται ούτε στη λογοτεχνική μου προσέγγιση (αναμενόμενο), ούτε στην αναλυτική παρουσίαση της Μαράτας Δ. στο Έγκλημα και Τιμωρία (λιγότερο αναμενόμενο) μπορεί να διαβάσει στα αγγλικά το λήμμα από τη Wikipedia, την κατατοπιστική ανάλυση μιας κλινικής ψυχολόγου στο Crime Library, αλλά και ένα σχετικά αναλυτικό άρθρο από το δικτυακό τόπο του BBC. Αν φυσικά έχει αντέξει ως εδώ το λουτρό αίματος της συγκεκριμένης δημοσίευσης.]

16.1.07

Δίψα

Στριφογυρνούσε από ώρα στα μεταξωτά υφάσματα, χωρίς να το παίρνει απόφαση. Διψούσε και έπρεπε να σηκωθεί, δε γινόταν άλλο. Γύρισε προς το πλευρό της και χάιδεψε τα λεπτά της πόδια πάνω από το λευκό νυχτικό. Το χέρι του ανέβηκε προς τους μηρούς της και άρχισε να χαϊδεύει το μουνί της πάνω από το ρούχο. Αυτή μουρμούρισε "Αχ, άσε με, είναι νωρίς ακόμα..." και αυτός σταμάτησε. Το ελάχιστο φως που έμπαινε από την χαραμάδα άφηνε να διαγραφεί η μορφή της αλλά χωρίς όλες τις λεπτομέρειες, για αυτό είχε ανάγκη να την αγγίξει. Έκλεισε τα μάτια του. Με τη φαντασία του έπλασε το λυγερό της σώμα με τη φιλντισένια επιδερμίδα, όπως έλαμπε στο φως του φεγγαριού, ο λαιμός της τόσο καλοσχηματισμένος, τα πορφυρά της χείλη...
Η φωνή της διέκοψε τις σκέψεις του: "Μμμ, εσύ έχεις ξυπνήσει;" "Ναι αγάπη μου και διψάω πολύ..." "Κάτσε λίγο ακόμα, μη σηκώνεσαι" είπε και με μισόκλειστα τα μάτια έγειρε προς τη μεριά του. Το χέρι της ξεκούμπωσε το μαύρο του γιλέκο και πέρασε μέσα από το άνοιγμα του λινού του πουκάμισου. "Ας πέσει τελείως το φως και μετά σηκώνεσαι. Έλα θα σε απασχολήσω λίγο και θα ξεχαστείς." ψιθύρισε και τον φίλησε στο στόμα, ενώ ταυτόχρονα έτριβε με το δάχτυλο τις θηλές του. Αυτός χαμογέλασε πλατιά, αφήνοντας να ξεπροβάλλουν τα καταλεύκα δόντια του. "Έλα, μην το κάνεις αυτό, αφού ξέρεις ότι δεν έχω καθόλου δυνάμεις..." "Δε θέλω να μου κάνεις έρωτα αγόρι μου, απλά να σε καθυστερήσω".
Την φίλησε για άλλη μια φορά, δαγκώνοντας λίγο τα χείλη της. Αυτή φώναξε, καθώς έτρεξε λίγο αίμα: "Σταμάτα, σου έχω πει ότι δε μου αρέσει αυτό. Δεν μπορείς να συγκρατηθείς λίγο;" Είχε δίκιο, η σχέση τους ήταν ριζικά διαφορετική, δεν είχε νόημα να της ζητάει αυτό που έκανε με τις άλλες. Το χέρι του πέρασε από το πλούσιο στήθος της και χάιδεψε για λίγο την κοιλιά και μετά την κλειτορίδα της, ένιωθε όμως όλο και πιο αδύναμος. Γύρισε προς την άλλη μεριά και είδε ότι δεν περνούσε πια καθόλου φως από τη χαραμάδα. Η ώρα είχε φτάσει.

Διψούσε πολύ, οπότε έπρεπε να κάνει γρήγορα. Σήκωσε το καπάκι από το φέρετρο και πετάχτηκε έξω, στη μεγάλη σάλα. Αυτή ανασηκώθηκε και του έστειλε ένα φιλί με τα δάχτυλά της: "Μην αργήσεις, τα μεσάνυχτα πρέπει να χορέψουμε γυμνοί πάνω από το απολιθωμένο δάσος. Έχει πανσέληνο απόψε." "Το ξέρω, μην ανησυχείς. Θα είμαι στην ώρα μου." της απάντησε και άρχισε να ψιθυρίζει μια προσευχή στον Εωσφόρο. Μεταμορφώθηκε σε μαύρη πεταλούδα και άρχισε να πετάει προς το διπλανό χωριό, που είχε πανηγύρι απόψε, για την καλή συγκομιδή από κουκούλια.

14.1.07

Ξυπνάς μέσα μου το ζώο

Η Τριανταφυλλιά αποφάσισε να κοιτάξει ξανά τον εαυτό της στον καθρέφτη, παρόλο που το βλέμμα της τον απέφευγε εδώ και ώρα. Γύρισε ελαφρά τον κορμό της, τόσο που να επιτρέπει στην άκρη του ματιού της να παρατηρήσει το είδωλο της. Και ναι, είχε γίνει ακόμα χειρότερα.
Τα δερματικά της Τριανταφυλλιάς ήταν μια παλιά ιστορία, που ποτέ δεν περνούσε ολοκληρωτικά, απλώς άλλαζε ονόματα και τρόπους εμφάνισης. Εκζέματα και δερματίτιδες, σπυράκια και ξεφλουδίσματα, δερματολόγοι και αλλεργιολόγοι, ήταν σταθεροί σύντροφοι της ζωής και όπως καμιά φορά παρατηρούσε η ίδια πικρά "οι μόνοι μου σταθεροί σύντροφοι". Αυτό που της συνέβαινε όμως σήμερα είξε ξεπεράσει όλα τα προηγούμενά της προβλήματα.
Όλο της το δέρμα από το λαιμο και κάτω είχε γεμίσει φολίδες, κόκκινα λέπια που τη φαγούριζαν και την έκαναν να μοιάζει με ερπετό. Σωριάστηκε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει σιγανά, τόσο ώστε να μη φτάνει ο ήχος της μέχρι την κουζίνα.
"Μα γιατί να μου συμβαίνει αυτό;" μουρμούριζε γλείφοντας τα δάκρυα που κυλούσαν στο στόμα της. Ήξερε πολύ καλά γιατί της συμβαίνει, εδώ και καιρό όλοι οι γιατροί που έβλεπαν τις εξετάσεις της επέμεναν ότι είναι ψυχοσωματικό και ότι πρέπει να απαλλαγεί από το υπερβολικό της άγχος. Ένας ομοιοπαθητικός μάλιστα τη συμβούλεψε ξεκάθαρα ότι χρειάζεται ψυχοθεραπεία. Η μητέρα της βέβαια εξοργιζόταν κάθε φορά με αυτές τις διαγνώσεις: "Βρήκαν τρόπο να κουκουλώνουν την ασχετοσύνη τους, οι άχρηστοι. Ψυχοσωματικά και βλακείες, θα πάμε σε άλλο γιατρό πουλάκι μου." της έλεγε και την αγκάλιαζε. Η Τριανταφυλλιά ήξερε όμως ότι οι γιατροί είχαν δίκιο.
Τέλειωσε το σχολείο, πήγε σε μια σχολή γραμματέων, παντρεύτηκε, χώρισε μετά από ένα χρόνο και όλα αυτά τα έκανε μένοντας στο σπίτι της μητέρας της, με το άγρυπνο βλέμμα της να ελέγχει τη ζωή της. Αυτό το βλέμμα είχε διώξει και τον άντρα της, αυτό το βλέμμα που καθημερινά την υποτιμούσε γιατί δεν ήταν τέλεια, γιατί δεν είχε πετύχει. Εντάξει θα ήταν καλύτερο να είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο, να έβγαζε περισσότερα χρήματα, να είχε ήδη ένα παιδί, αλλά θα έπρεπε να τιμωρείται για αυτά που δεν πέτυχε; Δεν άξιζε την αγάπη για αυτό που είναι;
Μετά από τόσα χρόνια καταπίεσης είχε καταλήξει να μισεί τη μητέρα της, χωρίς φυσικά να της το δείχνει. Αυτό και πολλά άλλα της συναισθήματα τα έκρυβε κάτω από ένα γλυκό χαμόγελο και εξαιρετικά ευγενικούς τόπους. Το αφεντικό της τη λάτρευε στη δουλειά, το ίδιο και οι φίλες της, των οποίων τα προβλήματα είχε ανεξάντλητη υπομονή να ακούει.

Σήμερα όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, ο θυμός της Τριανταφυλλιάς είχε ξεχειλίσει και δεν τον έλεγχε πλέον. "Αν είναι να μοιάζω με σαύρα, τουλάχιστον να είμαι μια ηρέμη σαύρα!" είπε και άρχισε να ντύνεται. Φόρεσε μια κόκκινη μίντι φούστα και μια μαύρη μπλούζα ανοιχτή στο μπούστο. Τα χρώματα και το άνοιγμα των ρούχων έδειχναν τον ερεθισμό ακόμη πιο έντονο, αλλά δεν την ένοιαζε πια. Φόρεσε τις παντόφλες της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Η μητέρα της ήταν καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, έπινε τον καφέ της και κάπνιζε, περιμένοντας να ψηθεί το κυριακάτικο αρνάκι με πατάτες. "Καλημέρα, Τριανταφυλλιά μου, ντύθηκες για να βγεις; Καλέ καλέ πώς είσαι έτσι, πάλι τα δερματικά σου σε έπιασαν;" Κι ενώ ετοιμαζόταν να της πει ότι θα ήταν καλύτερο να καθίσει μέσα και ότι δεν μπορεί να κυλοφορεί έτσι (όπως κάθε φορά που συνέβαινε αυτό) η Τριανταφυλλιά σήκωσε το δάχτυλό της και το έφερε μπροστά από το στόμα της. Η μητέρα της σταμάτησε, περιμένοντας να δει τι θα της έλεγε.
"Λοιπόν μητέρα, σε μισώ. Εδώ και χρόνια. Από αύριο θα αρχίσω να ψάχνω για σπίτι.", είπε η Τριανταφυλλιά και σταύρωσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος της, έτοιμη για κάποια ακραία αντίδραση. Αυτό που συνέβη ήταν πράγματι ακραίο, αλλά και τελείως απρόβλεπτο. Η μητέρα της Τριανταφυλλιάς άρχισε να μικραίνει και να μικραίνει μέχρι που δε φαινόταν πλέον από το σημείο που στεκόταν η Τριανταφυλλιά. Ταυτόχρονα το δέρμα της Τριανταφυλλιάς επανερχόταν με αστραπιαίο τρόπο στην κανονική του κατάσταση, ή για την ακρίβεια στην κατάσταση που θα μπορούσε να είναι, αν η Τριανταφυλλιά δεν είχε ποτέ παρουσιάσει δερματολογικό πρόβλημα. Η Τριανταφυλλιά έτρεξε γρήγορα προς την κρεβατοκάμαρα, πέταξε τα ρούχα της από πάνω της και κοίταξε το σώμα της στον καθρέφτη. Δεν είχαν φύγει μόνο οι κόκκινες φολίδες από πάνω της, αλλά ακόμα και οι ουλές από παλιότερες δερματίτιδες, είχε αλλάξει δέρμα όπως τα ερπετά. Άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της μέσα στο δωμάτιο, μέχρι που αναρωτήθηκε τι να συνέβη στη μητέρα της. Περιέργη, κατευθύνθηκε πίσω στην κουζίνα.
Τα ρούχα της μητέρας της ήταν σωριασμένα πάνω στην καρέκλα που καθόταν πριν, κάτι όμως φαινόταν να αναδεύεται μέσα τους. Τα ξεχώρισε προσεκτικά και ανακάλυψε μια μικρή πράσινη σαύρα.

Η Τριανταφυλλιά τη σηκωσε από την ουρά και την έφερε μπροστά της. "Από ό,τι φαίνεται εγώ δε θα χρειαστεί να αλλάξω σπίτι, πρέπει όμως να βρούμε ένα σπίτι για σένα." είπε, την άφησε πάλι πίσω στην καρέκλα και άρχισε να ψάχνει στην παπουτσοθήκη. Αφού έβγαλε κάτι γόβες από ένα κουτί, έβαλε τη σαύρα μέσα λέγοντας: "Για σήμερα θα μείνεις εδώ. Από αύριο βλέπουμε." Έβγαλε το αρνάκι από το φούρνο και πήρε τηλέφωνο ένα συνάδελφο από τη δουλειά που της άρεσε, αν ήθελε να περάσει για φαγητό.

Την επόμενη μέρα πήγε σε ένα πετ σοπ και αγόρασε μια γιαλά για ιγκουάνα.

13.1.07

Γεύσεις του χωρισμού

Η ζωή της Βάσιας ήταν γεμάτη από μικρά τελετουργικά, τα οποία την ηρεμούσαν αλλά την έκαναν πάντα και παράξενη στα μάτια των άλλων. Ας πούμε αυτό το μικρό γαλάζιο πινέλο που κουβαλούσε πάντα μαζί της και συχνά έπαιζε με αυτό, αλλάζοντας του θέση ανάμεσα στα δάχτυλά της. Στη φυσική ερώτηση "Βάσια, ασχολείσαι με τη ζωγραφική;", η Βάσια απαντούσε πάντα την αλήθεια, "Όχι", αλλά δε συνειδητοποιούσε πόσο εκκεντρική κατάφερνε να κάνει την εικόνα της και μόνο με αυτό το μικρό πινέλο. Η ίδια αισθανόταν ότι την ηρεμεί να το έχει μαζί της και αυτό της έφτανε και περίσσευε.
Ένα βασικό τελετουργικό για κάθε νέα χρονιά ήταν η συγγραφή της νέας ατζέντας. Στο κινητό είχε αποδεχτεί ότι μπορούσε να έχει και τηλέφωνα που θα της χρειάζονταν μία συγκεκριμένη περίοδο και μετά θα τα έσβηνε. Η ατζέντα όμως ήταν κάτι σοβαρό, είχε μόνο τους φίλους, τους αγαπημένους και τους συγγενείς, η προσθήκη αλλά και η διαγραφή ενός ονόματος δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.
Ήπιε μια ακόμα γουλιά βότκα με λεμόνι και έγραψε το τελευταίο όνομα για το Κ, μετά από λίγη σκέψη: "Πώς είναι το επώνυμό του γαμώτο, Σπηλιόπουλος ή Σπαλιάρας; Όχι αυτός είναι μοντέλο, άσχετο. Λοιπόν θα γράψω Κωστάκης, αφού έτσι τον φωνάζω, θα το θυμάμαι..." Γύρισε σελίδα στην αζέντα και αντίκρισε έντρομη το Λ.
Με το Λεωνίδα είχαν χωρίσει τα Χριστούγεννα και από τότε είχε κλειστεί στο σπίτι παρέα με μπουκάλια βότκα και κατεβασμένο το τηλέφωνο. Αντάλλασσαν βέβαια μηνύματα του τύπου "Μου λείπεις, θέλω να σε δω" και "Δεν γίνεται άλλο, σε αγαπάω, αλλά δε γίνεται", αυτή ήταν όμως και η μόνη της επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Όταν η μητέρα της είχε περάσει να τη δει τρόμαξε: "Ο χωρισμός είναι πικρός, κορίτσι μου, δε λέω, αλλά εσύ το έχεις παρακάνει... Βγες λίγο έξω, γιορτές έχουν έρθει!" Της υποσχέθηκε ότι θα γίνει καλύτερα και την αποχαιρέτησε, παρέμεινε όμως κλεισμένη στο σπίτι. Δε βοήθησε καθόλου ότι είχε και διακοπές από τη δουλειά της στο Νηπιαγωγείο, ίσως να της έκανε καλό η επαφή με τις συναδέλφους και τα παιδάκια. Όπως και να 'χει έτσι πέρασαν οι γιορτές της, τις τελευταίες ημέρες όμως κάπως το είχε πάρει απόφαση και συνερχόταν.
Ήπιε λίγη ακόμα βότκα λεμόνι. "Αν γράψω το όνομα του και χωρίσουμε οριστικά, θα το βλέπω όλη τη χρονιά και θα χαλιέμαι, έστω και αν το σβήσω. Αν πάλι δεν το γράψω, είναι σαν να προφητεύω ότι θα χωρίσουμε οριστικά... Αχ τι να κάνω, τι να κάνω;" είπε και ρούφηξε μονοκοπανιά όλη την υπόλοιπη βότκα. Γέμισε το ποτήρι ξανά ως τη μέση, αλλά δεν είχε στιμένο λεμόνι και δεν της άρεσε σκέτη. Σηκώθηκε και τρεκλίζοντας προχώρησε προς την κουζίνα.


Καθώς έστιβε τα λεμόνια, τα κοιτούσε σαν να είχαν να της δώσουν μια απάντηση σχετικά με το ζήτημα που την απασχολούσε. Υπέθεσε ότι μέσα στη ζάλη της είχε αρχίσει να ξεφεύγει τελείως, δεν αντιστάθηκε όμως στον πειρασμό και σήκωσε ένα ωραίο, στρογγυλό λεμόνι και το έφερε μπροστά στο πρόσωπό της. "Ο χωρισμός είναι πικρός, λένε, αλλά μήπως ξέρεις κι εσύ κάτι να μου πεις;" Για μια στιγμή φωτίστηκε και έτρεξε προς το ράφι που είχε τα βιβλία με τις δραστηριότητες για το Νηπιαγωγείο.

Κάθισε ξανά στον καναπέ, στο τραπεζάκι όμως υπήρχαν πλέον δύο ποτήρια, ένα με βότκα και ένα με χυμό λεμονιού. Βούτηξε το λεπτό, γαλάζιο πινέλο στο χυμό και άρχισε να γράφει προσεκτικά στην τελευταία σειρά της ατζέντας, εκεί που δε σημείωνε κανονικά: "Λ - Ε - Ω - Ν - Ι - Δ - Α - Σ". Ένα βιβλίο γεμάτο ζωντανές ζωγραφιές και χρώματα ήταν ακουμπισμένο δίπλα της, ανοιγμένο στη σελίδα με τα εκπαιδευτικά παιχνίδια. Σε ένα κόκκινο πλαίσιο έγραφε: "Με το αόρατο μελάνι οι μαθητές και οι μαθήτριες μαθαίνουν να κατασκευάζουν μηνύματα, που είναι αόρατα, αλλά μπορούν να εμφανιστούν, όταν το θέλουν. Σημείωση: καλό είναι να χρησιμοποιήσετε εσείς το σίδερο για να εμφανιστεί το μήνυμα, αφού οι μαθητές και οι μαθήτριες είναι πολύ εύκολο να τραυματιστούν, αν το χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι."

Η Βάσια κοίταξε με περηφάνια τη λευκή σελίδα στην ατζέντα, αφού είχε γράψει πλέον και τον αριθμό. Για όλα τα προβλήματα υπήρχε τελικά μια λύση.

11.1.07

Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ

Στην άδεια παραλιά του νησιού το ανοιξιάτικο αεράκι γινόταν όλο και πιο ψυχρό, η Ελένη όμως συνέχιζε να κάθεται μακριά από το Γιάννη και έδειχνε φανερά σημάδια ότι βαριόταν. Αυτός αποφάσισε να βγάλει τον άσο από το μανίκι του.
- Ξέρεις, έχω και μία σελίδα στο ίντερνετ όπου γράφω λογοτεχνία...
- Μπα, και δε σου φαίνεται ότι γράφεις.
- Όχι γράφω, απλά ντρέπομουν να τα διαβάζω σε φίλους μου και είχα μαζέψει πολλά στο συρτάρι μου. Τώρα όμως με το ίντερνετ είναι πολύ εύκολο να δημοσιεύσεις κάτι, ενώ δε χρειάζεται να πεις ποιος είσαι.
- Κάτσε, εννοείς ότι έχεις μπλογκ;
- Ναι, το "Σκουπίζοντας στην έρημο". Το νικνέημ μου είναι "άμμος".
Η Ελένη ήξερε για τα μπλογκ και αυτό παλιότερα θα μπορούσε να είναι πρόβλημα. Όταν άρχισε η μόδα με τα μπλογκ στην Ελλάδα, ο Γιάννης σκέφτηκε ότι ήταν μια εύκολη λύση για να πουλάς μούρη στις γκόμενες. Οι περισσότεροι ήταν ανώνυμοι, ποιος θα του έφερνε αντίρρηση ότι δεν είναι αυτός; Όταν όμως ξεκίνησε να λέει στις γυναίκες ότι είναι ο Πιτσιρίκος συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να διαλέγει μπλογκ που να ταιριάζουν με το προφίλ του (και ναι, δε θύμιζε σαραντάρη τραπεζικό). Τελικά τα διάβαζε πολύ περισσότερος κόσμος από ό,τι περίμενε.
Κατέληξε στο ότι καλό ήταν να διαλέγει καινούρια μπλογκ που δεν είχαν πολλές δημοσιεύσεις. Στην απίθανη περίπτωση που η άλλη το είχε πετύχει, ήταν εύκολο να θυμάται τα "κείμενά του". Αυτός ο "άμμος" ήταν καλή περίπτωση, πολύ φρέσκος ακόμα, αλλά έγραφε πολύ συχνά και δε βόλευε, έπρεπε να τον αλλάξει σύντομα. Δεν μπορούσε να έχει αυτήν την έγνοια, κάθε φορά που έβγαινε με γκόμενα να πρέπει να μπει στο ίντερνετ, μήπως και έχει ποστάρει ο άλλος ο μαλάκας τίποτα.
- Και δε μου λες, το έχεις καιρό;
- Όχι μωρέ, το ξεκίνησα λίγο πριν τα Χριστούγεννα, αλλά δημοσιεύω συχνά. Σου είπα εξάλλου ότι είχα μαζέψει πολλά κείμενα στο συρτάρι μου.
Η Ελένη ήταν βέβαιη ότι ο συγκεκριμένος βλάκας, με τον οποίο είχε βγει απλώς επειδή είχε πάρα πολύ καιρό να κάνει σεξ, αποκλείεται να κρατούσε μπλογκ. Της είχε ήδη πει ότι χόμπι του είναι το σκάκι και ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, αλλά από την αρχή που είχαν καθήσει μαζί άνοιγε το στόμα του και πέταγε τη μια μαλακία μετά την άλλη. Της ήρθε λοιπόν μια σατανική ιδέα.
- Γιατί το κάνεις αυτό;
- Ποιο;
- Να προσπαθείς να με πείσεις ότι είσαι κάτι διαφορετικό.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Μέχρι τώρα έλεγα εντάξει, μπορεί να έχει μια κακή μέρα ο άνθρωπος, αλλά αυτό πάει πολύ.
- Τι πάει πολύ;
- Αγόρι μου, εγώ είμαι η "άμμος". Προσπαθείς να με πείσεις ότι το μπλογκ μου είναι δικό σου!
Στο Γιάννη δεν είχε συμβεί ξανά κάτι τέτοιο και αντέδρασε όπως τότε που έμαθε ότι ο Πιτσιρίκος είναι σαραντάχρονος τραπεζικός, βουβάθηκε και κάρφωσε τα μάτια του στο κενό. Η Ελένη ξεσπάθωσε:
- Ξέρεις πόσο προσβλητικό είναι αυτό; Να βγάζεις όλη την ψυχή σου σε ένα κείμενο, να το γράφεις, να το αλλάζεις και να έρχεται μετά ένας άσχετος και να το παρουσιάζει όπως θέλει; Δεν έχεις ακούσει ποτέ για πνευματικά δικαιώματα; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου!
Η Ελένη θα συνέχιζε για πολλή ώρα ακόμα, μπορεί να μην έκανε σεξ απόψε, αλλά τουλάχιστον θα διασκέδαζε με τη βλακεία του Γιάννη. Δεν είχε υπολογίσει όμως τις δυνάμεις της φύσης, που είχαν αρχίσει να θυμώνουν.

Η παραλία άκουγε τη συζήτηση εδώ και ώρα, μπορεί να μην καταλάβαινε τα περισσότερα, της ήταν όμως σαφές ότι αυτοί οι δύο θνητοί βλασφημούσαν με τον πιο άσχημο τρόπο. Αυτή ήταν η άμμος και τόσους αιώνες που βρίσκοταν εκεί κανείς δεν είχε βρεθεί να της το αμφισβητήσει! Οι θνητοί έπρεπε να τιμωρηθούν σκληρά .
Και εκεί που η Ελένη είχε σταθεί όρθια μπροστά από το Γιάννη και του έλεγε κουνώντας το δάχτυλό της: "Κρύβεσαι πίσω από μία πλαστή ταυτότητα για να καλύψεις τις προσωπικές σου ελλείψεις!" η παραλιά ξεκίνησε να ταράζεται σαν να γίνεται σεισμός. Ο Γιάννης και η Ελένη τρόμαξαν και άρχισαν να κοιτάζουν γύρω τους, τότε όμως ήταν που φρίκαραν τελείως. Όλα παρέμεναν ακίνητα εκτός από την περιοχή όπου κάθονταν, στην οποία συνέβαιναν πλέον σημεία και τέρατα. Ένα τείχος από άμμο ορθώθηκε γύρω τους, ενώ παράξενες μορφές αναδύονταν από την παραλία. Κοντόχοντρες φιγούρες που θύμιζαν φώκιες εμφανίζονταν στην άμμο και χτυπούσαν τα πτερύγια τους πλησιάζοντας προς αυτούς μαζι με χωμάτινα δελφίνια που ξεπρόβαλλαν από το πουθενά, πηδούσαν πάνω από τα κεφάλια τους και χώνονταν πάλι μέσα στην παραλία. Η Ελένη αγκάλιασε το Γιάννη και άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Έμειναν για ώρα έτσι, μέχρι η παραλία να ησυχάσει και να φύγουν τρέμοντας μακριά της. Ο γάμος τους θα γινόταν ακριβώς ένα χρόνο μετά.


Ο Μιχάλης πάτησε το Publish και άναψε ένα Καρέλια Γουάιτ. "Κι έτσι καλό είναι" σκέφτηκε, "μήπως όμως να το κάνω λίγο πιο μοντέρνο; Αυτό το πράγμα με το μαγικό ρεαλισμό και την ανατροπή στο τέλος κάθε ιστορίας γίνεται προβλέψιμο πλέον." Άρχισε να παίζει με την κοτσίδα του, γυρνώντας το δάχτυλο στις μπούκλες της. "Αφού μου έχουν πει ότι τους κάνει ψαλίδα, τι με πιάνει κάθε φορά;" είπε και τράβηξε απότομα το χέρι του. Ήθελε να ξυπνήσει νωρίς την επόμενη ημέρα, αλλά η ιστορία τον έτρωγε.
Πάτησε το μολυβάκι κάτω από το ποστ και πληκτρολόγησε χαμογελώντας: "Η μάλλον έτσι θα γινόταν, αν τα πράγματα τελείωναν εδώ. Εγώ είμαι όμως ο άμμος και αυτοί οι ήρωές μου. Αποφασίζω λοιπόν να βυθίσω το νησί και μαζί με αυτό την παραλία, την Ελένη και το Γιάννη. Μείναμε πλέον μόνο εγώ κι εσείς, αγαπητοί μου αναγνώστες, και φυσικά το κενό του διαδικτύου." Πάτησε "Publish" ξανά.

Ο θόρυβος που έκαναν οι μεταλλικές φτερούγες από τα αγγελάκια σχεδόν σκέπαζε τον ύμνο που έπαιζαν στα συνθεσάιζερ: "Ευλογερητός ο θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις πάντας τους αιώνας." Η νεαρή θεά Μπέτα κοίταξε το σύντροφό της, τον αρχαίο Ευλόγερ. "Την έχει δει συγγραφέας - θεός, πιστεύεις ότι πρέπει να του το επιτρέψουμε;" ρώτησε χαμογελώντας. "Φυσικά και όχι, οι αναλογικοί πρέπει να καταλαβαίνουν τα όριά τους." της απάντησε και απήγγειλε στη γλώσσα των παλαιών θεών: "This server is currently experiencing a problem. An engineer has been notified and will investigate."

Ο Μιχάλης προσπαθούσε εδώ και είκοσι λεπτά να δημοσιεύσει τη νέα εκδοχή της ιστορίας, αλλά ο Blogger φαινόταν να λειτουργεί μόνο για να βλέπεις τα μπλογκ. Ο λάπτοπ είχε κάνει τα πόδια του ψητά, οπότε αποφάσισε να τα παρατήσει. "Δεν πειράζει, κι έτσι καλό είναι." σκέφτηκε και έκλεισε τον υπολογιστή.

Τελικά παντρεύτηκαν μετά από ένα χρόνο.



[Το συνειρμό μπλογκ - νησι τον είχαν επίσης αυτές τις ημέρες ο Allu Fun Marx και ο Just Another Gone Off.
Ο τίτλος είναι δανεισμένος από ένα ωραίο τραγούδι του Κώστα Χατζή, αφιερωμένο στη Misirlou Oubliez.]


9.1.07

Μικρές Αγγελίες

Συνοικέσια

Νέος ιστολόγος, εμφανίσιμος, αξιόλογος, εκτός μόνιτορ, με μεγάλη ακίνητη περιουσία στις ερήμους Σαχάρα και Γκόμπι, γνώστης ξένων γλωσσών, όχι όμως και HTML
ψάχνει
Παλαιότερο/η μπλόγκερ με βασικό προτέρημα την υπομονή, που θα του εξηγήσει πώς να ανεβάζει εικόνες και ήχους στο μπλογκ του, ή θα τον παραπέμψει στην κατάλληλη βιβλιογραφία.
Περιμένω τα μηνύματα σας στα comments. Παρακαλώ μόνο σοβαρές προτάσεις.

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

Προσωπικά

Είμαι 1.80, καστανός, γαλανομάτης, αξιόλογος και σε περιμένω αβασάνιστα στο χώρο μου, για να παίξουμε το/τη δάσκαλο/α και το μαθητή. Άφησε μήνυμα τώρα στα comments.

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

Εργασία

Νέο ιστολόγιο που δραστηριοποιείται στο χώρο της λογοτεχνίας και ετοιμάζεται να επεκταθεί στους τομείς του ήχου και της εικόνας
ζητεί
Μπλογκερ με προϋπηρεσία στο ανέβασμα εικόνων - ήχων και κύριο προσόν την υπομονή, που θα το βοηθήσουν να αναπτυχθεί στους παραπάνω τομείς. Αποστολή βιογραφικών στα comments.

7.1.07

Δεν ταιριάζουν μόνο οι μαντλέν με το τσάι

Δουβλίνο, Ιανουάριος του 2065

Στον αριθμό 7 της οδού Eccles o Τζον και η Μαίρη κοιτούσαν εδώ και ώρα με περιέργεια τα τρία, μικρά, στρογγυλά πιτάκια δίπλα από την κούπα με το τσάι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν από τι ζύμη ήταν φτιαγμένα, ήταν πάντως πασπαλισμένα με σουσάμι και στο κέντρο τους υπήρχε ένα υλικό που θύμιζε τυρί. "Δεν μπορεί να είναι τυρί, αφού έχει από πάνω κανέλλα και ζάχαρη", επέμενε η Μαίρη, "κάτι άλλο θα είναι..." Ο Τζον ασχολούνταν περισσότερο με τη μαγειρική και προσπαθούσε να πείσει την αδελφή του ότι πολλοί λαοί σε όλον τον κόσμο συνδύαζαν γλυκές με αλμυρές γεύσεις, αυτή όμως δεν άλλαζε γνώμη.
Η θεία Ναταλία είχε μπει το προηγούμενο βράδυ στο νοσοκομείο με οξεία δηλητηρίαση και το μόνο φαγητό που είχαν βρει στο σπίτι της ήταν αυτά τα παράξενα πιτάκια, μαζί με ένα πιατο γεμάτο ψίχουλα. Ήταν προφανές ότι είχε δηλητηριαστεί από αυτά, το ζήτημα ήταν πώς είχαν βρεθεί σπίτι της και κυρίως γιατί το είχε κάνει. Ήταν μια ήσυχη γιαγιούλα που φρόντιζε το μικρό σπίτι της με τον κήπο, στο κέντρο του Δουβλίνου, με λίγες φίλες στην ηλικία της, περνώντας αρκετό χρόνο και με την αδελφή της, τα ανίψια της και τα "εγγόνια " της, τα παιδιά των ανιψιών της. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, αν και συχνά αναφερόταν σε ένα μεγάλο έρωτα που είχε ζήσει στα νιάτα της, κάπου μακριά από την Ιρλανδία.
Η Μαίρη άνοιξε το επάνω ντουλάπι αυτής της αστείας συσκευής που κρατούσε η θεία Ναταλία στο σπίτι της, παρά τις επίμονες συμβουλές της να την αλλάξει. "Μα διαφορετική συσκευή για να συντηρείς τα τρόφιμα και διαφορετική για να τα ψήνεις; Πότε ζούμε, το 2020;" αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά. "Τζον για δες" είπε "έχει εδώ και άλλες τέτοιες πίτες. Για ποιο λόγο τις φύλαγε;"
Το βραχιόλι του Τζον άρχισε να δονείται και αυτός προέταξε το χέρι του μπροστά, πατώντας ένα πράσινο πετράδι πάνω στο βραχιόλι. Μπροστά τους προβλήθηκε το ολόγραμμα της μητέρας τους, που καλούσε από τους θαλάμους επικοινωνίας του νοσοκομείου. "Μαρίκα, Ιβάν, πρέπει να έρθετε γρήγορα από εδώ, η θεία Ναταλία συνήλθε και θέλει να μας μιλήσει." Φόρεσαν γρήγορα τα παλτά τους και έτρεξαν προς την πόρτα.

Αθήνα, Νοέμβριος του 2005

Στο Μανόλη άρεσε πολύ η δουλειά του με τους μετανάστες, στα τμήματα ελληνικών που δίδασκε κάθε χρονιά. Δεν ήταν μόνο ότι μιλούσε με περισσότερη ελευθερία για μια σύγχρονη εικόνα της Ελλάδας, έξω από τις αγκυλώσεις των σχολικών βιβλίων και τις ιδιοτροπίες του κάθε Γυμνασιάρχη και Λυκειάρχη. Τον συγκινούσε πολύ και η επαφή με ανθρώπους από τόσο διαφορετικές κουλτούρες, και πολλές φορές αισθανόταν ότι αν δεν είχε κάνει αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά θα ήταν ένας πολύ πιο κλειστός και συμβατικός άνθρωπος.
Οι μαθητές του σχεδόν πάντα τον συμπαθούσαν, βοηθούσε βέβαια και ότι ήταν και ευγενικός άνθρωπος πέρα από καλός δάσκαλος. Σήμερα είχε φέρει να τους κεράσει κάτι καλτσούνια που είχε στείλει η μάνα του από το Ρέθυμνο, μαζί με άλλα κρητικά προϊόντα. Οι μαθητές κοιτούσαν με περιέργεια αυτό το παράξενο γλυκό με το τυρί και την κανέλα, ο Μανόλης όμως τους προέτρεψε να το δοκιμάσουν. Αν δεν τους άρεσε, μπορούσαν να το πετάξουν, δε θα παρεξηγιόταν. Όσο αυτοί έτρωγαν, ο Μανόλης έγραψε στον πίνακα τη συνταγή για τα καλτσούνια. Σήμερα ήθελε να διδάξει την προστακτική αορίστου και οι συνταγές μαγειρικής ήταν ένα πολύ καλό είδος λόγου για αυτό το σκοπό.
Γυρνώντας πίσω προς την τάξη είδε ότι η Ναταλία δεν είχε ακουμπήσει τα καλτσούνια της. Τι όμορφη που ήταν, ψηλή, ξανθιά, με τα λεπτά χαρακτηριστικά της Ουκρανίδας, και ένα σώμα σχηματισμένο από χρόνια ρυθμικής γυμναστικής. Πρέπει να της άρεσε κι αυτός, κάθε φορά που τη ρωτούσε στο μάθημα, χαμήλωνε το βλέμμα της και απαντούσε κοιτώντας αλλού, είχε όμως σαν αρχή να μην μπλέκει με μαθήτριές του, τουλάχιστον όσο κρατούσαν τα μαθήματα. Είπε με αργή, καθαρή φωνή: "Ναταλία, γιατί δεν τρως το γλυκό; Δεν σου αρέσει;" Η Ναταλία κοίταξε για άλλη μια φορά προς τα κάτω και απάντησε με ένα αδιόρατο χαμόγελο: "Μου αρεσει πολύ μάθημα. Και εσύ που κάνεις μάθημα, όχι, λάθος, εσύ όπως κάνεις μάθημα." Σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να βρει τις κατάλληλες λέξεις. "Θα τρώω γλυκό μετά, όταν θέλω να θυμάμαι μάθημα." Κάποιοι από την τάξη γέλασαν, ιδίως οι άντρες, γιατί τους φάνηκε πολύ αστείο. Ο Μανόλης προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το βλέμμα του ήταν πολύ σκεφτικό, και έμεινε έτσι για όλη τη διάρκεια του μαθήματος.

Αθήνα, Μάρτιος του 2006

Η Ναταλία δεν ήθελε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του Μανόλη, το αεροπλάνο όμως έφευγε σε είκοσι λεπτά και είχαν αρχίσει πια να τη φωνάζουν από τα μεγάφωνα. Δεν είχε μπορέσει να βρει καινούρια δουλειά, όταν την απέλυσαν από τη βιοτεχνία που δούλευε, ξόδεψε όλες τις οικονομίες που είχε μαζέψει, αλλά από ένα σημείο και μετά δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην Ουκρανία, όπου έμενε ακόμα η μητέρα της, και την Ιρλανδία, που βρισκόταν ήδη η αδελφή της. Ήταν παντρεμένη με ένα Ρώσο, καλό παιδί με δικό του ένα μικρό μίνι μάρκετ, που της είχε υποσχεθεί ότι θα της έδινε αυτός δουλειά αν ερχόταν. Και ο Μανόλης και η Ναταλία ήξεραν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να αντέξει η σχέση τους την απόσταση, αλλά δεν το είχαν αγγίξει καθόλου ως ζήτημα, προσπαθώντας να χαρούν το τελευταίο τους χρόνο μαζί χωρίς μάταιες συζητήσεις.
Η Ναταλία απομακρύνθηκε από το Μανόλη, κρατώντας όμως ακόμα το δεξί του χέρι. Τον κοίταξε στα μάτια, σκέφτηκε αν πρέπει να το πει, και αφού ψιθύρισε: "Να ξέρεις, θα σε θυμάμαι για πάντα" άρχισε να τρέχει προς την αίθουσα αναμονής για την επιβίβαση.

[Χρόνια πολλά, αδελφέ, δώρο για σήμερα μικρό ψηφιακό διήγημα.]

To μόνιτορ έσβησε

Στενοχωριέμαι πολύ που κλείνει το Monitor, και μάλιστα με αυτούς τους όρους.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Ανανέωση επόμενης ημέρας: Ακολούθησε πολλή συζήτηση σε πολλά μπλογκ, με σχόλια χυδαία, ακριβή, ευαίσθητα, επιπόλαια, εμπαθή, καλοζυγισμένα κτλ. Ένα σχόλιο που διάβασα και νομίζω ότι θέτει το ζήτημα επί της ουσίας ανήκει στον Ιππότη funel:

Το μόνιτορ είναι σαν τη πλατεία του χωριού. Ενας κοινός τόπος που ο καθένας βλέπει όλους τους άλλους, εύκολα, άμεσα.
Αν γίνει κάτι σοβαρό η αντίδραση είναι άμεση, μαζική και αποτελεσματική.

Τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε μονιτορ, στην περίπτωση Τσιπρόπουλου;
Τι θα γινόταν στο σοβαρότερο αναμφισβήτητα ως τώρα θέμα που έγινε ποτε στο ελληνικό ιντερνετ (λογοκρισία, μήνυση, προσπάθεια περιορισμού ελευθερίας άποψης) και που από τους μπλογκερς και μόνο έγινε γνωστό μέχρι το BBC σε ραδιόφωνο σε όλες τις εφημερίδες, ακόμα και μέσα στη Βουλή;

Η περίπτωση Blogme αναδεικνύει την αξία της άμεσης πληροφόρησης και συντονισμού μεταξύ όλων των μπλόγκερ.

Χρειαζόμαστε κοινό τόπο.
Βρείτε κώδικες, τρόπους και σερβερ. Ας κάνουμε μια πλατεία που να μην καταλαβαίνει απο μηνύσεις, απειλές και διάφορα βίτσια. Να μην κουράζεται και να μην υποκύπτει εύκολα πουθενά. Ανώνυμα, μακρυά από .gr


[Δε δίνω λινκ γιατί αφέθηκε ως σχόλιο σε πολλά μπλογκ. Ο funel περνάει από εδώ, είναι προφανές ότι αν δε νιώθει καλά με αυτήν την αναδημοσίευση μπορεί να μου το γράψει στα σχόλια και να τη σβήσω αμέσως.]

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Ανανεώσεις 10ης, 12ης & 15ης Ιανουαρίου: Έχουν πλέον στηθεί τρεις νέοι aggregators που δεχονται όλα τα μπλογκ χωρίς διακρίσεις, ο
Greek Bloggers, ο Blogz.gr και ο Blogspace.

6.1.07

Όλα είναι αθώα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Ακούμπησε πρώτα τα δάχτυλα των ποδιών της Λουκίας, περνώντας από την καλοσχηματισμένη καμάρα και σταματώντας για λίγο στο χαριτωμένο εξόγκωμα του αστραγάλου. Τα πόδια της ήταν λυγισμένα, με τα γόνατα να ακουμπούν στην άκρη του σώματος του Ηλία, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Ταξίδεψε πάνω στις λείες γάμπες, επιμένοντας και σε μια γρατζουνιά που της είχε μείνει από μια πρόσφατη εκδρομή και σταμάτησε για λίγο στα γόνατά της. Άγγιξε τότε τις πατούσες του Ηλία και στη συνέχεια προχώρησε ταυτόχρονα, χαιδεύοντας τις γάμπες και τους μηρούς του, ενώ άγγιζε τους στρογγυλούς, κατάλευκους γλουτούς της Λουκίας.
Το ένα χέρι της ήταν περασμένο στη μέση του Ηλία, ενώ το κεφάλι της αναπαυόταν στην κοιλιά του, με τα κόκκινα μαλλιά της να έχουν απλωθεί στη λεκάνη του. Το πέος του Ηλία ήταν μισορεθισμένο και είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ανάμεσα στην πλημμύρα των μαλλιών της. Συνέχισε να ταξιδεύει πάνω στα σώματα τους, κάνοντας τη στύση του Ηλία να φανεί ακόμη περισσότερο και φιλώντας πρώτα το λαιμό και στη συνέχεια τα χείλη, τα μάτια και το μέτωπό της Λουκίας.
Το άλλο της χέρι ακουμπούσε στο στέρνο του Ηλία, με τα δάχτυλα να μπερδεύονται με τις τις πυκνές τρίχες του. Πέρασε λοιπόν και από εκεί, αφήνοντας το χάδι του στο στέρνο του, το βραχίονα της και τους καλοσχηματισμένους του ώμους. Στη συνέχεια άγγιξε το λαιμό του και άρχισε να απλώνεται στα χέρια του που ήταν διπλωμένα κάτω από το κεφάλι του. Ακούμπησε πρώτα το πηγούνι, μετά τα χείλη και έφτασε κάποια στιγμή στα μάτια.

Ο Ηλίας άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε μισοζαλισμένος τον ήλιο που έμπαινε εδώ και ώρα από το παράθυρο. Το φως είχε πλημμυρίσει το δώμάτιο και ανασηκώνοντας το κεφάλι του είδε πόσο όμορφο έκανε να φανεί το σώμα της Λουκίας, με τους υπέροχους γλουτούς, τη λεπτή μέση και τα κατακόκκινα μαλλιά. Σκέφτηκε να ξανακοιμηθεί, ήξερε όμως ότι θα ξυπνούσε κάθε δέκα λεπτά με τον ήλιο απέναντί του. Μετατόπισε προσεκτικά το κεφάλι της από την κοιλιά του, ξεμπέρδεψε το πέος του από τα μαλλιά της και σηκώθηκε. Η Λουκία κατάλαβε την κίνηση του και άνοιξε κι αυτή τα μάτια της. Ετοιμαζόταν να τραβήξει την κουρτίνα, όταν την άκουσε να του λέει: "Άσε το φως να μπαίνει, θέλω να σε βλέπω...". Την πλησίασε, έγειρε από πάνω της και της έδωσε το πρώτο φιλί της ημέρας. Το φως τους έλουζε πια ολόκληρους.

4.1.07

Ατυχείς συναντήσεις

Το μικρό δωμάτιο όπου κάθονταν οι δύο γυναίκες έμοιαζε να είχε φωτιστεί από επαγγελματία, ώστε να δίνει την κατάλληλη αίσθηση στον πελάτη. Οι τοίχοι και τα έπιπλα που εφάπτονταν σε αυτούς διακρίνονταν αχνά, σαν να τα θυμάσαι από όνειρο παρά να τα βλέπεις και οποιαδήποτε κίνηση μέσα στο δωμάτιο δημιουργούσε ψηλόλιγνες, κινούμενες σκιές. Αντίθετα το τραπέζι, που ήταν καλυμμένο με ένα ακριβό κόκκινο βελούδο, φωτιζόταν εξαιρετικά, δίνοντας τη σημασία που απαιτούνταν στα απλωμένα τραπουλόχαρτα.
Η μαντάμ Σωσώ, η διάσημη χαρτομάντισσα, είχε ένα άσχημο κρυολόγημα, ωστόσο αυτό έδινε ένα βαθύ, υποβλητικό τόνο στη φωνή της. Η Άλις την κοιτούσε τρομαγμένη χωρίς να μιλάει.
- Δε βλέπω καμία ελπίδα στη σχέση σας κυρία μου. Μα να, δείτε και μόνη σας, στην τελευταία θέση του Κέλτικου Σταυρού έχει πέσει ο Κρεμασμένος ανάποδα, που συμβολίζει εδώ τη μάταιη προσπάθεια από τη μεριά σας. Αυτή θα είναι η τελική έκβαση. Τον αγαπάτε βέβαια πάρα πολύ (και έδειξε με το χέρι της το χαρτί αμέσως πιο κάτω, τους Εραστές), αλλά είναι άσκοπο, τελείως άσκοπο. Πρέπει να το πάρετε απόφαση, αυτή τη συμβουλή μπορώ να σας δώσω μόνο.
- Μα δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε; Η φίλη μου που σας συνέστησε μου είπε ότι βοηθάτε τα ζευγάρια με φυλαχτά και φίλτρα…
- Κοιτάξτε (η μαντάμ Σωσώ διέκοψε την Άλις), δεν είμαι καμία απατεώνισσα. Μπορούμε να εξασκήσουμε λευκή μαγεία θεραπευτικά, σε κάτι που έχει ακόμα ζωή μέσα του, για να το βοηθήσουμε να αναπτυχθεί. Εδώ όμως σας λέω, ότι ο σύντροφός σας δεν σας αγαπάει καθόλου και είναι έτοιμος να φύγει. Γιατί να ξοδέψω τις δυνάμεις μου και να δώσω σε εσάς μάταιες ελπίδες; Οφείλετε να προχωρήσετε με τη ζωή σας, πάρτε το απόφαση!
Η Άλις ένιωθε να πνίγεται, δεν είχε έρθει εδώ για να ακούσει τι έπρεπε να κάνει, αυτό το ήξερε καιρό τώρα και αρνούνταν να το αποδεχτεί. Παρηγοριά ήθελε και ψεύτικες ελπίδες, τέτοιες που της είχαν δώσει όλοι οι προηγούμενοι μάντες και μάντισσες που είχε επισκεφτεί. Για μια στιγμή ένιωσε ποια ήταν η πραγματικότητα και αυτό τη γέμισε τρόμο.
Κοίταξε με μίσος τα τραπουλόχαρτα και τους φώναξε στη μητρική της γλώσσα: Who cares for you? You're nothing but a pack of cards!, ενώ με μια απότομη κίνηση προσπάθησε να τα πετάξει από το τραπέζι. Το χέρι της όμως πέρασε από πάνω τους χωρίς να τα μετακινήσει έστω και ελάχιστα, ενώ αντίθετα κάτι άρχισε να πηγαίνει πολύ στραβά με τη μαντάμ Σωσώ. Το πρόσωπο της μαντάμ ξεκίνησε να ραγίζει σε διάφορα σημεία και να χωρίζεται σε ορθογώνια, όπως και τα χέρια της και το υπόλοιπο σώμα, σαν ένας καθρέφτης που σπάει με εξαιρετική τάξη, αφού τον χαράξαμε για ώρες με προσοχή. Η μαντάμ Σωσώ χαμογέλασε και κατέρρευσε σαν ένας σωρός από τραπουλόχαρτα.
Για την ακρίβεια κατέρρευσε σε ένα σωρό από τραπουλόχαρτα, που σκορπίστηκαν πάνω στη βελούδινη πολυθρόνα της και το περσικό χαλί που κάλυπτε το πάτωμα. Η Άλις σηκώθηκε ατάραχη, μάζεψε την τράπουλα και κάθισε στη θέση της μαντάμ. Ανακάτεψε τα χαρτιά και άρχισε να τα μοιράζει ξανά. «Ίσως αυτή τη φορά να έχω καλύτερη τύχη…» σκέφτηκε.

Όσο η Άλις κοιμόταν στο μέσα δωμάτιο, ο Σταύρος είχε μαζέψει αθόρυβα τα λίγα πράγματα που είχαν απομείνει στο σπίτι τους. Έκλεισε προσεκτικά τη βαλίτσα και κρατώντας την, προχώρησε μέσα, προς το κρεβάτι της Άλις. Χαμογελώντας αυτή παραμιλούσε στον ύπνο της: «Η Αυτοκράτειρα στη βάση του σταυρού; Η σχέση σας έχει εξαιρετικά θεμέλια…» Ο Σταύρος αναστέναξε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο. Αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που συναντιούνταν.

2.1.07

Καλή χρονιά στους γάτους

[Με αφορμή το ομώνυμο τραγούδι της Λένας Πλάτωνος: Καλή χρονιά στους γάτους, δίσκος "Η Ηχώ και τα Λάθη της", Σείριος - 1985.]

Η Σελίνα όπως πάντα προχωρούσε λικνίζοντας με χάρη τους γοφούς της και μοιράζοντας χαμόγελα στους περαστικούς άντρες, αν και σήμερα οι πολλές σακούλες που κουβαλούσε της στερούσαν λίγη από τη γοητεία του βαδίσματός της. Ένας άντρας έδειξε παραπάνω ενδιαφέρον και άρχισε να την ακολουθεί, οπότε η Σελίνα μπήκε σε ένα κακοφωτισμένο στενό χαμογελώντας του προκλήτικά και ετοιμάστηκε να τον σαπίσει στο ξύλο, την τελευταία στιγμή όμως θυμήθηκε ότι είχε κατεβεί για άλλη δουλειά. Βγήκε απότομα από το στενό, ρίχνοντάς του απλά μια γρήγορη μπουνιά στο στομάχι και προχώρησε προς τους απέναντι σκουπιδοντενεκέδες.
"Ψιψιψι, Τζέσικααα, ψιψιψι που είσαι γλυκιά μου;" άρχισε να φωνάζει και μια χαριτωμένη κόκκινη κεραμιδόγατα πετάχτηκε μέσα από μία σακούλα σκουπιδιών. Ενώ την πλησίαζε γουργουρίζοντας, η Σελίνα έβγαλε από την τσάντα της ένα περιλαίμιο με ψεύτικα διαμαντάκια. "Καλή χρονιά, ομορφιά μου" της είπε καθώς της το φορούσε "Είχα και ένα με αληθινά μπριγιάν να σου φέρω από την προχτεσινή ληστεία, αλλά σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ εύκολο να το χάσεις εδώ στους δρόμους". Η γάτα νιαούρισε γκρινιάρικα, αλλά σύντομα ξεκίνησε να χαϊδεύεται στα πόδια της Σελίνα.
Η επόμενη στάση της Σελίνα ήταν στην πίσω πόρτα του ψαράδικου, όπου πέτυχε κατευθείαν τον Τζόναθαν. "Ψιψιψι έλα εδώ αγάπη μου Τζόναθαν, έλα εδώ." Έβγαλε από την σακούλα της μια μεγάλη κονσέρβα με φιλέτο σολωμού και την άνοιξε μπροστά στον έκπληκτο γάτο. "Ξέρω πόσο σου αρέσουν τα ψάρια, αλλά το συγκεκριμένο μαγαζί όπου τρως δεν έχει καμία φινέτσα. Σου έφερα λοιπόν κάτι για να αλλάξεις τη γεύση σου. Καλή χρονιά!" Ο γάτος έβγαζε έναν πολύ παράξενο ήχο που συνδυάζε γουργούρισμα με γρήγορο μάσημα τροφής, ήταν όμως ξεκάθαρο πως ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Μοίρασε δώρα σε όλους τους φίλους και τις φίλες της, αλλά άφησε τελευταία την πιο αγαπημένη της, την Ίσιδα. Της άρεσε πολύ αυτη η γάτα γιατί της έμοιαζε, με το μαύρο στιλπνό τρίχωμα και τα πράσινα μάτια, αλλά κυρίως επειδή ήταν ριψοκίνδυνη και εκλεκτική (προτιμούσε να κλέβει από τα ψαράδικα και τα μπακάλικα, παρά να ψάχνει στα σκουπίδια). Το δώρο της Ίσιδας δεν ήταν ακριβό, αλλά το καλύτερο που μπορούσε να της κάνει.
"Ψιψιψι Ίσις, που είσαι;" ρώτησε μπροστά από το αδιέξοδο που συνήθως περνούσε τις ώρες της η γάτα. "Έλα και σου έχω μια πολύ μεγάλη έκπληξη..." Η γάτα εμφανίστηκε περπατώντας αργά και νιαουρίζοντας θλιμένα. Πριν από δύο ημέρες της είχαν κλέψει τα μικρά της, είχε ψάξει σε όλη τη γειτονιά και δεν τα είχε βρει πουθενά. Η Σελίνα έβγαλε από την τελευταία σακούλα ένα χαρτόκουτο γεμάτο με τρύπες και το άνοιξε μπροστά στη γάτα, που άρχισε αμέσως να χοροπηδάει από τη χαρά της. Μέσα στο χαρτόκουτο βρίσκονταν τρία κατάμαυρα γατάκια, τα μικρά της Ίσιδας. "Τα είχαν πάρει κάτι βλαμένα παιδάκια από το διπλανό τετράγωνο και τα είχαν στο διαμέρισμά τους. Πήγα Ίσις μου και έδειρα τους πάντες, το μπαμπά, τη μαμά, τα δύο παιδία, μέχρι και την οικιακή βοηθό που ήταν εκείνη την ώρα στο σπίτι. Μου υποσχέθηκαν όλοι ότι δεν θα το ξανακάνουν." Ενώ η Ίσις έγλειφε τα μικρά της, η Σελίνα σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερο να την αφήσει μόνη της. Βγαίνοντας πίσω στο δρόμο τη χαιρέτησε πάντως και της φώναξε "Καλή χρονιά!" Πλησιάζαν πια τα μεσάνυχτα, ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι για να αλλάξει.
Φόρεσε πρώτα το εφαρμοστό παντελόνι από βινύλιο και στη συνέχεια το αντίστοιχο τζάκετ, τα μαύρα γάντια με τα μεταλλικά νύχια και τις μπότες με τα καρφιά. Τελευταία άφησε τη μάσκα της γάτας. Να βαφόταν μόνο στο μέρος που άφηνε να φανει η μάσκα ή σε ολόκληρο το πρόσωπο; Με τον Μπάτμαν είχαν ραντεβού για μονομαχία στον καθεδρικό του Γκόθαμ Σίτι, τον τελευταίο καιρό όμως πάντα ένα καλό καβγά το τελείωναν με ένα ακόμα καλύτερο σεξ. Τότε έβγαζαν και τις μάσκες και τις στολές και όλα. Μάλλον έπρεπε να βαφτεί κανονικά.
Είχε βάλει πλέον και το κατακόκκινο κραγιόν της όταν είδε ότι η ώρα κόντευε μία. Ήταν ικανος να βαρεθεί και να φύγει, και αυτή να πρέπει να τραβηχτεί μέχρι το αρχοντικό του για να παίξουν ξύλο. Έβαλε γρήγορα τη μάσκα, πήρε το μαστίγιο και πετάχτηκε έξω από το παράθυρό της, στο γείσο της απέναντι πολυκατοικίας.

Ευχές της υγρής άμμου

Νερίνα μου άφησε ως σχόλιο τις πιο πρωτότυπες ευχές που δέχτηκα για τη φετινή χρονια, γραμμένες σε πολύ όμορφα ελληνικά. Αδικούνται κρυμμένες στα σχόλια του προηγούμενου ποστ, οπότε τις μεταφέρω εδώ, αλλάζοντας μονο το β' ενικό σε β' πληθυντικό και βάζοντας τίτλο. Ευχαριστώ πολύ Νερίνα!]

Άμμος θαλασσινή η χρονιά σας, καυτή, άπειρη, χρυσαφένια, ενοχλητική, περίεργη να τρυπώνει παντού, να αφήνει τα ίχνη της όλες τις εποχές του χρόνου, άστατη, ταξιδιάρα με μια περίεργη τάση επιστροφής στη γη. Και η θάλασσα πάντα εκεί στα πόδια της.

ΕΤΣΙ ΚΥΛΗΣΕ Η ΝΕΡΙΝΑ ΤΗΝ 1 Ιανουαρίου 2007 2:51 πμ