CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

19.9.10

Όλα, πάντα, για χάρη σου

Αέρας… Βροχή στους δρόμους, πρώτη του φθινοπώρου –ή τελευταία του καλοκαιριού, όπως το δει κανείς, οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι, το μπαρ πηγμένο, σπρώχνεις για να περάσεις, σπρώχνεις για να φτάσεις στη μπάρα, «το γνωστό» θα κάνεις νόημα με το χέρι σου στον φαλακρό με το σκουλαρίκι –μα πού πας και τα βρίσκεις αυτά τα μαγαζιά, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτά έχουν ξεμείνει δυο δεκαετίες πίσω στο στυλ, για τη μουσική πάνε και 4 δεκαετίες πίσω.
Βγαίνοντας έξω αργά βρωμοκοπάς τσιγάρο και ανθρωπίλα- καλά δεν ήσουν σπίτι σου, τι σ’ έπιασε να βγεις Σαββατόβραδο; Μπαίνεις στο αμάξι, η άσφαλτος γεμάτη λαμπερές κόκκινες γραμμές, –«άρχισε το κυνήγι φεγγαριού;» σκέφτεσαι, «αλλιώς τι τους έπιασε όλους απόψε κι έχουν κρεμάσει αιμόφυρτα φεγγάρια κάτω από τα πορτ-μπαγαζ τους»;

Ανεβαίνεις στο σπίτι και βάζεις ένα ακόμα ποτό, κλείνεις το φώς και κάθεσαι στον καναπέ, ο ήχος της βροχής σε νανουρίζει, κρυώνεις μα δε σηκώνεσαι να σκεπαστείς.

Φωτιά… θες να δεις αν ο περιβόητος «φύλακας- άγγελος»που όλοι υποτίθεται έχουν θα ασχοληθεί να σου φέρει κουβέρτα, αλλά ίσως και ο φύλακας άγγελος να κάθεται κάπου μόνος του εκείνη την ώρα διερωτώμενος αν θα πάει κάποιος να τον σκεπάσει, η αναμονή είναι κουραστική, εξουθενωτική ώρες- ώρες, γέρνεις στο μπράτσο του καναπέ, κοιμάσαι.

Γη… Την βλέπεις στον ύπνο σου, δείχνει τόσο ψηλή και αέρινη, γονατίζει μπροστά σου και γελάει, γελάει και αυτό το όνειρο είναι όλο φως, ένα υπέροχο φως που ζεσταίνει -όχι κανένα ξινό χειμωνιάτικο ηλιοξέβαμμα, τυλίγει τα πόδια της γύρω σου, τα πόδια της μακραίνουν, μακραίνουν και λεπταίνουν, σαν μακαρόνια από πλαστελίνη, φτιάχνουν μια φωλιά όπως κάθεστε, φτιάχνουν γύρω σας μια φωλιά. Νιώθεις τόσο καλά, κλείνεις τα μάτια μέσα στο φως, τα κλείνεις και δακρύζεις απ’ τη λάμψη.


Νερό… Το επόμενο πρωί η πλάτη σου είναι σαν αγγλικό ερωτηματικό, η γάτα σου έχει πιει το ξεχασμένο σου ποτό και κοιμάται του καλού καιρού, η βροχή δε λέει να σταματήσει –εκτός αν βεβαιωθεί ότι θα πνίξει εντελώς κάθε ίχνος καλοκαιριού, «τι κακία» που θα έλεγε και η 4χρονη κόρη σου, έχεις όλο το πρωινό άδειο και δεν ξέρεις τι να το κάνεις, κοιτάς το τηλέφωνο μας δεν παίρνεις κανέναν, αγοράζεις εφημερίδες και τις πετάς στον καναπέ, φτιάχνεις αλμυρό κέικ και το σπίτι μυρίζει για λίγο Κυριακή. «Θες να γίνονται όλα για χάρη σου» λες. Και δεν καταλαβαίνω αν μιλάς στον εαυτό σου ή αν της μιλάς πάλι. Τι σημασία έχει εξάλλου. Αφού εκεί δε τα χαλάμε όλοι. Ο καθένας θέλει να γίνονται όλα για χάρη του…

12.9.10

Bad diary days

Γη… Εν αναμονή της ομιλίας του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και προκειμένου να αποφύγουν μια Κυριακή των Παπουτσιών (κατά την οποία όλοι γράφουν στα παλιά τους παπούτσια την νέα κυβέρνηση και κατόπιν τα πετούν στο κεφάλι του Πρωθυπουργού) ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα η άμεση πρόσληψη νυχτοφυλάκων Οι νυχτοφύλακες θα ήταν πιο ανοιχτομάτηδες από τους απλούς χωροφύλακες- διότι, άλλα τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας-, και στόχος τους ήταν να περιφρουρούν την περιοχή γύρω από τον τόπο διαμονής των κρατικών στελεχών, να περιορίζουν τα ύποπτα μπες- βγες και να απομακρύνουν από τους θεατές της ΔΕΘ φονικά όπλα –όπως μυτερές γόβες, τακούνια στιλέτο, ποδοσφαιρικά σπορτέξ με καρφιά κλπ.

Φωτιά…
Όσο μεταδιδόταν το παραπάνω ρεπορτάζ, ο Νάσος έφυγε από το σαλόνι, όπου έβλεπαν οικογενειακώς τις ειδήσεις. Πήγε στο δωμάτιο του που δεν μολυνόταν από την πραγματικότητα, παρά ευωδίαζε εφηβικές φαντασιώσεις. Έπεσε στο κρεβάτι και συνέχισε να χαζεύει στο λαπτοπ τις δίμετρες αμαζόνες, με τα μυτερά νύχια και στητά στήθια, που οργίαζαν με καλογυμνασμένους σούπερ ήρωες- τόσο δυνατοί που μπορούσαν να σπάνε καρύδια με την κωλοτρυπίδα τους. Η μάνα του μπήκε απροειδοποίητα και πάτησε μια τσιρίδα «πάλι αυτά τα αισχρά καρτούν βλέπεις, τέλος το καλοκαίρι και η ανοχή σ’ αυτό το χάλι, αύριο ξεκινάς σχολείο» και του κοπάνησε με φόρα την οθόνη κάτω., τράβηξε το καλώδιο και έφυγε με το λαπτοπ ανα χείρας, ως λάβαρο. Ο Νάσος ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο σεντόνι- ήταν ζεστό εκεί που ακουμπούσε το μηχάνημα. Έμεινε έτσι μπρούμυτα, με κλειστά μάτια και μια τεράστια σκληρότητα να του τρυπάει την κοιλιά –όχι προς χάριν των ζωγραφισμένων άτριχων αιδοίων μα για το ολοζώντανο τριχωτό στέρνο του απέναντι ψιλικατζή, του Ντίνου –που, κι εκείνος, έμοιαζε να σπάει καρύδια -και μόνο με το βλέμμα του. Φαντάσου τι θα έκανε και με το κορμί του, λοιπόν…


Αέρας…
Την ίδια ώρα ο Ντίνος, ο σφίχτης, γαλανομάτης κρεολός –που μισούσε ότι δεν ήταν στρέιτ, λευκό και γαλανό-, θορυβήθηκε από τις υποψίες του Υπουργού, σχετικά με την φονική υποδηματοποιία: η Βαγγελιώ είχε πολλά παπούτσια μυτερά, χώρια το κόκκινο στις γόβες, χώρια τα τακούνια- καρφιά. Μήπως τόσα χρόνια υπέθαλπε καμιά αντικυβερνητική μέσα στο σπίτι του; Παράτησε το τσιγάρο να καίει στο τασάκι και εισέβαλε στο υπνοδωμάτιο, ρωτώντας την, γεμάτος μένος: «για λέγε, λοιπόν, τι τα χρειάζεσαι όλα αυτά τα παπούτσια, που τελικά δε φοράς και ποτέ έξω, ε»; Η Βαγγελιώ, που μόλις τελείωνε ένα σκανδιναβικό, κύλησε με νόημα το μολύβι ανάμεσα στα φρεσκοβαμμένα νύχια της και απάντησε: «μα τα φοράω στο κρεβάτι, μωρό μου». Η απάντηση κρίθηκε ικανοποιητική, η ύποπτη αθωώθηκε και τα στρώματα βόγκηξαν για ώρες, σε σκανδιναβικές και άλλες στάσεις.


Ο κυρ Βαγγέλης από κάτω, νανουρίστηκε από το τρίξιμο των σομιέδων. Κι εκείνη τη νύχτα είδε ένα όνειρο γλυκό: πώς έχανε τον ύπνο της για χάρη του η Καρολίνα Γεωργίου, η γυμνάστρια του γιου του στο Δημοτικό. Και το επόμενο πρωί ξύπνησε ανανεωμένος και αναψοκοκκινισμένος. Βρήκε τη γυναίκα του να τον περιμένει με μούτρα στην κουζίνα, έτοιμη να κάνουν την συζήτηση Νο.16 σχετικά το αν θα κόψει τα επαγγελματικά ταξίδια ή σκοπεύει να την αφήσει να περνάει όλα τα λούκια με το παιδί μόνη της. Κι εκείνος «γιατί τόσα νεύρα, πρωί -πρωί;» τη ρώτησε ήσυχα, κι εκείνη είπε «καλά, μας δουλεύεις; Λυσσάξανε οι από πάνω χτες βράδυ, δεν έκλεισα μάτι».


Νερό…
Ο Βαγγέλης πήρε τον γιο του να τον συνοδεύσει στο σχολείο- πρωινό που όλες οι οικογένειες περιμένουν, να γίνει ο αγιασμός και τα βλαστάρια τους, επιτέλους, θα φύγουν από το σπίτι και θα πάνε να πρήζουν άλλους, 8.00πμ - 4.00μμ. Στο ραδιόφωνο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος
ανακοίνωσε ότι, παρά της αισιόδοξες δηλώσεις του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, θα γίνονταν επιπλέον κρατήσεις στους μισθούς για την παροχή ξεματιάστρας και ονειροκρίτη στους πολίτες, αφού τα πάμε τόσο καλά στο πρόγραμμα λιτότητας, που το ΔΝΤ ενδέχεται να μας βασκάνει. Ο Βαγγέλης σκέφτηκε πώς οι κακές μέρες σ’ αυτό το ημερολόγιο δεν λένε να τελειώσουν, αλλά φτάνοντας στο σχολείο είδε την Καρολίνα τη γυμνάστρια. Και για λίγο, για πολύ λίγο, ξέχασε όλα τ’ άλλα. Πλησίασε, της έσφιξε το χέρι και χαμογελώντας της ευχήθηκε «καλή αρχή, καλή χρονιά να έχουμε». Κι ήταν σα να το ευχόταν στον εαυτό του.

11.9.10

Και πάνω που είχα αρχίσει να βαριέμαι στο γυμναστήριο

Βλέποντας το παρακάτω βίντεο, σκέφτηκα ταυτόχρονα τα παρακάτω:



1. Μάθε παιδί μου ενόργανη και ό,τι θέλεις κάν' την.
2. Αν μετά από αυτό υπάρχουν ακόμα αμφιβολίες για την καταγωγή του ανθρώπου από το τον πίθηκο...
3. Δε θέλω να σκεφτώ πόσες φορές έχουν πέσει μέχρι να το πετύχουν.
4. Και νόμιζα πως μόνο ο Spiderman μπορούσε να σκαρφαλώνει σε τοίχους.
5. Αν αποφασίσουν να γίνουν διαρρήκτες, δε σώζεσαι ακόμα κι αν μένεις στον 8ο όροφο.
6. Άγγλοι, παιδί μου, δεν έχουν ήλιο, δεν ξέρουν τι να κάνουν στη μίζερη ζωή τους.
7. Το πιθανότερο θα ήταν να βρίσκονταν μονίμως μεθυσμένοι σε παμπ, κι αν είναι να πάνε από κίρρωση ύπατος, ας πεθάνουν έτσι.
8. Θα πεθάνουν έτσι, είναι ζήτημα χρόνου, καλέ θα σκοτωθούν, κοίτα τι κάνουουουουν!
9. Γιατί δεν έχουν κορίτσια; Γαμάτα είναι, θέλω κι εγώ!
10. Επαγγελματικός προσανατολισμός: μπορούν να γίνουν stundman σε σκηνές ανθρωποκυνηγητών
11. Ή να τους προσλάβει καμιά εταιρία αθλητικών, για διαφήμιση αντιολισθητικών παπουτσιών.
12. Πάει ο καιρός που η τέχνη μιμούνταν τη ζωή: αν η ζωή μιμείται την τέχνη τότε καθόλου παράξενο που τούτοι μιμούνται τα κινηματογραφικά εφέ σε ταινίες τύπου matrix, τίγρης και δράκος και δε συμμαζεύεται
13.Που τη βρίσκουν τόση ενεργητικότητα
14. Ζηλεύω
15. Το τσιμέντο είναι τι νέο γκαζόν και το parcour το νέο ποδόσφαιρο

5.9.10

μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις σάλταρε...

Αέρας... Τον τελευταίο καιρό μίλαγε συνέχεια με κλισέ εκφράσεις. Τον ρώταγες για την Ελένη σου έλεγε «όπως έστρωσε να κοιμηθεί». Του έλεγες πώς πάει η δουλειά –θα μείνει εκει ή θα πάρει μετάθεση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Πώς τα πάνε με την ανακαίνιση στο σπίτι «ο χρόνος είναι χρήμα αλλά δεν έχω τίποτα από τα δυο». Τον κοίταζα και ήθελα να σκίσω το σελοφάν απ’ τις κατεψυγμένες εκφράσεις του, να βρω από πίσω εκείνο το στόμα γεμάτο φρέσκο λέξεις, όπως το είχα γνωρίσει πριν 20 χρόνια, που ήμασταν διπλανοί στο σχολείο, τότε που έπιανε και χάλαγε την ορθογραφία σε όλες τις τετριμμένες υποσχέσεις όπως τα περιβόητα friends for ever και τα έκανε fries for everest.
Πέρασε, βέβαια, ο άνθρωπος, 15 χρόνια γάμου, τρεις δουλειές την ημέρα για χιλιάδες μέρες, υπέστην αφραγκίες, απιστίες, χωρισμούς, επανασυνδέσεις, αμφιβολίες, ψέματα, απογοητεύσεις. Εντάξει, η ανθρώπινη μηχανή έχει πολύχρονη εγγύηση, αλλά δε θέλει και πολύ να λασκάρει καμιά βίδα. Και αρκεί να λασκάρει μια βίδα. Το έριξε, λοιπόν, ξαφνικά στη θρησκεία. «Κάνε το σταυρό σου, την υγειά μας να 'χουμε» και «ο Θεός είναι μεγάλος», "θα έρθουν μέρες με χαρές, αρκει να περιμένεις" και με έσκασε να πληρώσει τους καφέδες, γιατί ήθελε να χαλάσει «δεν έχω ψιλά και θέλω να ανάψω ένα κερί, της Οσίας Ερμίνας σήμερα».

Νερό... Τον κοίταξα με συγκατάβαση, λες και μίλαγα σε αλλοδαπό στο φανάρι: «έχω ψιλά, θα σου δώσω εγώ». «Α, δεν πιάνει η ευχή αν σου δώσει τα λεφτά άλλος». Τον ακολούθησα στην εκκλησία, να φιλάει εικόνες, να ανάβει κεριά και να δείχνει τόσο απελπισμένος και μοιρολάτρης, που ήθελα να τον χαστουκίσω, μπα και ξυπνήσει από την ύπνωση» «Βάλε το κερί πίσω και τσακίσου έλα έξω μην αρχίσω να κατεβάζω καντήλια».

Γη... Δεν καταλαβαίνω, είπε. Κι αυτός τα κορόιδευε αυτά, είπε. Αλλά πήγε στο μοναστήρι του Όσιου Τάδε και πείστηκε. Τον δοκίμασε, είπε. «Ποιον δοκίμασες;» ρώτησα. Το Άγιο! Του είπα τα προβλήματα μου και τον προκάλεσα να με βοηθήσει. Και πέρασε τη δοκιμασία! Ο Όσιος, είπε, του έκανε καλό: τον τράκαρε κάποιος και του έφτιαξε το αμάξι- το παλιό, σαράβαλο αμάξι-, του το έκανε καινούριο! «Σύνελθε» του έλεγα, «τι άγιος είναι αυτός που για να κάνει καλό σ’ εσένα κάνει κακό σε κάποιον άλλο»- «όχι, όχι, γιατί ο άλλος είχε εταιρική ασφάλεια, τα πλήρωσε η εταιρία που δούλευε». Καλός Θεός, αγαθός, παίρνει από τους πλούσιους και δίνει στους φτωχούς, φαντάστηκα την Οσία Ερμίνα σαν την Παπαρήγα με φωτοστέφανο.

Φωτιά... Η ζωή είναι χάλια αν έχεις διαβάσει πολύ- όσο περισσότερα ξέρεις γι’ αυτήν, τόσο πιο απαισιόδοξος γίνεσαι. Η ζωή είναι χάλια και η θετική σκέψη και τα new age κουραφέξαλα είναι ζάχαρη άχνη να πασπαλίζονται οι βουτυρομπεμπέδες. Η θρησκεία είναι το όπιο των λαών –και όπως όλα τα ναρκωτικά, δεν είναι τσάμπα (φροντίζουν να πληρώσεις για τη δόση σου, τα μοναστήρια και οι εκκλησίες).
«Βλέπεις συνέχεια το ποτήρι μισοάδειο, αντί μισογεμάτο» λέει.
«Σταμάτα να μιλάς με λαϊκές ρήσεις και κλισέ, μου έχεις σπάσει τα νεύρα» λέω!
«Γιατί δε μου τα έχεις σπάσει εσύ; Άντε να σε δει κανένας γιατρός»
«Κι εσύ, άντε να σε διαβάσει ο Πνευματικός σου».
Γύρισε με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω, σα να με λυπόταν
«Μοναχή σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα».
Εσυ, πάλι, που δεν πηδάς, έχεις σαλτάρει -ήθελα να του πω. Αλλά ήπια μια γουλιά καφέ και ξεφύσηξα.
"Τι;" ρώτησε εκεινος που περίμενε μιαν απάντηση.
"Του τρελού το μάτι, στο μεγάλο το κομμάτι" του είπα.
Ε, δε με παρατάτε, το ξέρω ότι ήταν άσχετο, αλλά δε μου ερχόταν άλλη παροιμια εκεινη την ώρα!