CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

20.6.10

να ξέρεις σημαίνει να σωπαίνεις όταν δεν ξέρεις

Αέρας…
«Μη φωνάζεις» λέει ο Τζέισον πρωί πρωί, τη στιγμή που η Μίμι προσπαθεί να του εξηγήσει για δέκατη φορά σε τρία λεπτά ότι δεν έχει πονοκέφαλο από τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ που ανεβαίνουν στον εγκέφαλό του, αλλά από το υγρό αλκοόλ που έχει περάσει στο αίμα του.
«Μη φωνάζεις» της λέει, ενώ το κεφάλι της πάει να εκραγεί από οργή κι εκείνος επιμένει ότι οι αναθυμιάσεις φταίνε που μεθάς, ενώ εκείνη προσπαθεί να του εξηγήσει ότι το υγρό αλκοόλ εισρέει στα υγρά του σώματος και τους ιστούς και δρα τοξικά.
«Μη φωνάζεις» της λέει για τρίτη φορά,
«πώς να μη φωνάζω, αφού δεν ακούς! Σου εξηγώ και δεν με ακούς!» και πια τον στέλνει στον διάβολο μέσω διαβάσματος «Άει διαβάσου».
Μπαίνει στο μπάνιο και ενώσω βουρτσίζει μανιακά τα δόντια της αναρωτιέται «πού πήγε η μουσική που αρκούσε για να μη βλέπεις τα υπόλοιπα» και μονολογούσε, «να το βράσω που με έχει βασίλισσα άμα δε μπορεί να ξεχωρίσει ότι οι αναθυμιάσεις της βενζίνης και του αλκοόλ δεν είναι το ίδιο πράγμα»…


Φωτιά… Σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι το πρωί και γύριζε στους δρόμους ως το βράδυ. Μισούσε να περιφέρεται χωρίς σκοπό, αλλά δε μπορούσε να γυρίσει σπίτι. Στο δρόμο, αυτό που κυρίως σκεφτόταν ήταν ότι ήθελε να βρίσει τον Φιλιπ Ροθ: στα περισσότερα βιβλία του οι ήρωες είναι ακαδημαϊκού επιπέδου και τα έχουν με αδαείς πιτσιρίκες. Ποιον κορόιδευε ο τύπος; Μπορεί η αμάθεια να είναι σέξι, η άγνοια γοητευτική; Κατέληξε ότι η μόνη περίπτωση είναι όταν έχεις συνείδηση της άγνοιας σου και άρα στέκεσαι με συστολή, κι όχι με έπαρση, μπροστά σε αυτόν που ξέρει. Τότε έχεις πετύχει ένα ωραιότατο σύνδρομο Πυγμαλίωνα που λειτουργεί ερωτικά: αυτός που ξέρει χαίρεται να σε πλάθει σε κάτι "ανώτερο" και εσύ που δεν ξέρεις χαίρεσαι που βρήκες κάποιον να ασχολείται μαζί σου. Ε, ο Τζέισον όχι απλώς δε με αντιμετώπιζε ως Πυγμαλίωνα, αλλά αγνοούσε επιδεικτικά και όλα τα επιστημονικά στοιχεία που κατέθετα, προς επίρρωση των ισχυρισμών μου


Γη…
Χωρίζεις κάποιον επειδή δεν ξέρει από επιστήμη; Όχι. Χωρίζεις κάποιον επειδή νομίζει ότι ξέρει από επιστήμη; Σαφώς! Γιατί αυτός που δεν ξέρει και νομίζει ότι ξέρει δεν πρόκειται ποτέ να κάτσει να μάθει- αφού όλα τα ξέρει. Κι ο δοκησίσοφος είναι επικίνδυνος γιατί παίρνει αποφάσεις που δεν πατάνε πουθενά- «ξέρω εγώ!»- και παίρνει στο λαιμό του όποιους είναι μαζί του (που μπορεί και να ξέρουν, αλλά δεν τους ακούει). Δεν είναι η επιστήμη το ζήτημα, είναι το αν έχεις μάθει όταν δεν ξέρεις να ψάχνεις αντί να κάνεις του κεφαλιού σου. Έχει να κάνει με την όλο και αυξανομένη ημιμάθεια γύρω μας που εξαπλώνεται σαν δηλητηριώδης κισσός και ταυτίζεται με την «γνώση»: μια αξιωματική, σίγουρη, μοναδική γνώση –ενώ αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδονται μονάχα στη βλακεία. Μόνο η αμάθεια μπορεί να είναι απόλυτη, σίγουρη και μοναδική. Η πραγματική γνώση αντέχει στον έλεγχο και επιδέχεται αποδείξεις, η αλήθεια της είναι υπό διαπραγμάτευση και ακόμα κι όταν όλα οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα, καλό είναι να θυμάσαι ότι αυτό ισχύει τώρα –αν σου μεταφυτεύσουν εξωγήινο DNA μπορεί να είναι και αλλιώς.
«Που είσαι όλη μέρα» τηλεφωνεί, νύχτα πια, ο Τζέισον.
«Ήθελα να φύγω, να πάρω λίγο αέρα. Θα μείνω στην Σαμάνθα απόψε, τα λέμε αύριο»
«Όλα αυτά για τις γαμω- αναθυμιάσεις;»
«Όλο αυτά για την γαμω- ξερολίαση σου»


Νερό…

«Τι θες ρε Μίμι, να σκύψει το κεφάλι και να δέχεται ό,τι του λες, να υποταχτεί στην αυθεντία σου».
«Όχι, θέλω απλά να δέχεται αυτά που ξέρω και να μην έχει άποψη για όλα! Όπως δεν του λέω πώς να φτιάχνει τον στόκο του ή πόσο να αραιώνει το χρώμα όταν βάφει, να το βουλώνει όταν κάνουμε κέικ και επιμένει ότι αν χτυπήσω πολύ το βούτυρο με τη ζάχαρη θα «κόψει»- το βούτυρο δεν κόβει, η κρέμα κόβει, το βούτυρο δεν κόβει, είναι ζήτημα γαμημένης χημείας, γιατί δεν το κατεβαίνει να το βουλώσει εκείνη τη στιγμή να με αφήσει να χτυπήσω το κέικ σαν άνθρωπος;»!

«Καλά, μαλώνετε για το βούτυρο και τη ζάχαρη, αλλά δεν έχετε πρόβλημα με τα αυγά, τη φαρίνα, το γάλα και η βανίλια. Οπότε μην τρελαίνεσαι. Εννοώ, πιθανολογώ ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που σας χωρίζουν αλλά υπάρχουν και πολλά που μας ενώνουν».

Η Μίμι την κοιτάει απορημένη.
«Ναι, κι εγώ εντυπωσιάστηκα που το σκέφτηκα. Άντε, πάμε για ύπνο, με έπιασε λιγούρα με τα κέικ και είμαι σε δίαιτα…»

13.6.10

Το πλοίο με τους σκλάβους στα καλιφορνέζικα ύδατα...

Γη… Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα με τα σκουλήκια, εξάλλου είμαι μεγάλη φαν της ιστορίας που ο ψαράς έφαγε το ψάρι που έφαγε το σκουλήκι που έφαγε τον βασιλιά (η πιο ρεαλιστική θεωρία για τη μεταφορά ενέργειας και τη ζωή μετά θάνατον)! Με εκνευρίζουν μόνο οι συγκεκριμένες σκουληκαντέρες, που λες και ξεπήδησαν από το men in black, μπορούν να μεταμορφώνονται σε γλυκύτατες κι εξυπηρετικές συναδέλφους, οι οποίες ανάμεσα σε κολακείες και χαριτωμενιές έχουν κοτσάρει το όνομά τους στη δουλειά σου κι εσύ κοιμάαααασαι. Και πού είναι ο Will Smith με τα όπλο του να τις κάνει σκουληκοχλαπάτσα όταν τον χρειάζεσαι, ε; Εεε;;;

Αέρας...
Δε φτάνει, λοιπόν, που τελευταία έχω τιγκάρει στο εργασιακό παράσιτο έχω κι ένα διδακτορικό που σκέφτομαι να το ονομάσω «το Κουτί της Πανδώρας συναντά το Γιοφύρι της Άρτας»: κάθε θέμα που πιάνω να γράφω στην πορεία βγάζει δεκάδες υποθέματα, τα οποία δε λύνονται αυτοσχεδιάζοντας, αλλά διαβάζοντας δεκάδες άλλες θεωρίες. Τελικά, ολημερίς το γράφω και το βράδυ γκρεμίζεται. Αυτό δεν είναι μελέτη, είναι ψυχολογικό θρίλερ. «Αν σε παρηγορεί, κι εγώ σκλάβος στο ίδιο πλοίο είμαι…» λέει ο επίσης πηγμένος Καθηγητής μου. «God hates as all» που θα έλεγε και ο Hank Moody


Φωτιά… Θέλω διακοπές! Θέλω διακοπές!! Αληθινές όχι εικονικές, σαν κι αυτές που έκανα πέρσι- με την Γλωσσολογία και τη Σημειωτική παραμάσχαλα και με δυο μπάνια όλα κι όλα. Θέλω διακοπές, να λιώσω στον ήλιο, να γυρίσω με σενεγαλέζικο μαύρισμα και το μαλλί ράστα από το αλάτι, θέλω να ακούω τα κύματα να κυλούν και καμία ανθρώπινη φωνή, να ανταλλάξω το κινητό με κοχύλια και να το παραδώσω σ΄ έναν κάβουρα που αναζητάει την κυρία καβουρίνα –η οποία κάνει βόλτες με τον σπάρο στην Αθήνα…


Νερό...
«Μα, κάθεσαι και κάνεις solarium με την ακτινοβολία της οθόνης, γιατί δεν έρχεσαι για μπάνιο μαζί μας;» ρωτά η αδερφή μου.
Δε λέω, για κάποιους είναι μεγάλη τύχη που το ντόπιο L.A έχει την δική του Venice Beach στα Νότια - γεμάτη πλαστικές ξανθιές με brazilian μαγιό και μελαμψούς σφίχτες που παίζουν ρακέτες στην άμμο. Αν κάποιος θέλει να πάρει τη δόση του από καλοκαιρινή ελαφρότητα, η Γλυφάδα είναι δίπλα. Τώρα άμα βγάζεις φλύκταινες, σαν κι εμένα, με την καλιφορνιοποίηση, σου έχω καλύτερο: το μπαλκόνι μου βλέπει στο καλιφορνέζικο γαλάζιο και το pc είναι γεμάτο μουσικές για ένα indie beach bar. Θα ρίξω κάτω όλη την άμμο που έχω για τις γάτες κι εσύ φέρε το κουβαδάκι σου και βότκα. Αν δεν ακούω το κουδούνι, ξαναχτύπα: θα έχω πάει να κόψω lime από τον γειτονικό κήπο! Φίλε, θα γίνει της Caipiroskas σήμερα σου λέω!

6.6.10

βροχερό πρωινό στα προάστια

Αέρας… Ο Λόνυ μου γαργαλάει τη μύτη ακριβώς τη στιγμή που με φιλάει ο Τζέιμς. Κουνάω το χέρι μου νευριασμένη, «μμμ» μουγκρίζω «φύγε». Μέχρι να καταφέρω να με φιλήσει ο Τζέιμς έχω πηδήξει από ένα κτήριο (δε θυμάμαι γιατί), πασχίζω να γράψω στίχους στα αγγλικά για μια αλλόκοτη μουσική από βιολί (το πρότεινε μια φίλη), φοράω ένα 50ς φουστάνι και βρισκομαι να κανω δημόσιες σχέσεις στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Φιλιπ Ροθ (με έχει αναγκάσει να πάω ο εκδότης μου). Ακούω υπομονετικά τον Τζέιμς ΜακΑβόυ να με πρήζει για τη γυναίκα του και όταν του λέω «ποια φιλάει καλύτερα, η Κιρα Νάιτλι ή η Αντζελίνα Τζολί;» (είμαι σιγουρη ότι θα με ρωτησει κανενα τέτοιο κουτσομπολιό η Μαργκώ όταν γυρισω Ελλάδα, και πρέπει να έχω κάτι να της πω) μου λέει «μπορεί να συμμετάσχει και τρίτη διαγωνιζόμενη;» και με φιλάει. Και ο Λόνυ βρίσκει την ώρα, εκείνη τη στιγμή, να με γαργαλάει με την ουρά του, σκαρτς σκράτς με το πόδι του, «ξύπνησες»;. Μπα που να σκάσεις βρομογατο, λύσσαξες να μου το χαλάσεις. Ναι, ξύπνησα…
Βροχερό πρωινό στα προάστια, βούρτσισμα στα δόντια και κονσίλερ κάτω από τα μάτια, καφές μπας και συνέλθω και μετά αρχεία και επεξεργασία. Σε ποιον να βασιστούμε σήμερα, στον τύπο από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο ή στον παλαβό από το Κέμπριτζ; Ποιο κομμάτι της θεωρίας να γράψω- το κοινωνιολογικό ή το ψυχολογικό; Όχι Τζέιμς, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να χοροπηδάς μέσα στο κεφάλι μου, το ξέρω ότι έχουμε αφήσει κάτι στη μέση, αλλά δε θα κάτσω τώρα να γράψω για εσένα. Πρέπει να γράψω τη θεωρία του διδακτορικού, λέμε! «Moro mou, you have all the time in the world to do that» λέει εκείνος –και το «moro» με πολλά ρρρρρ, σαν γνήσιος Σκωτζέζος, «ain’t you taking this year off school»;


Φωτιά… «ο Βασίλης είναι σπαθί, ό,τι μπορεί να το κάνει θα το κάνει» είχε πει η Αντιγόνη , «αν είπε ότι θα πάρεις την άδεια που δικαιούσαι, θα την πάρεις». Ο Βασίλης είναι σπαθί και κανείς δεν αμφιβάλει, αλλά το Υπουργείο είχε διαφορετική άποψη και ξαφνικά μένω με το διδακτορικό στη μέση, σ’ ένα σχολειό στο πουθενά, με έναν καθηγητή που θέλει να βοηθήσω στα νέα προγράμματα, έναν εκδότη που με ρωτάει αν έχω ξεκινήσει το επόμενο βιβλίο κα ο Τζέιμς περιμένει να ξαναπάω για ύπνο για να τελειώσουμε ό,τι αφήσαμε στη μέση. Αχ, Βασίλη, αισθάνομαι ανασφάλεια και καθόλου σίγουρη για τον εαυτό μου, πες μου τι θα γίνει, δείχνεις τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου- ποιο είναι το μυστικό σου-, νομίζω ότι ο χρόνος μου τελειώνει, τι θα γίνει με το θέμα μου»; «Τι θα κάνεις Βασίλη μου για το κορίτσι τώρα;» ρωτάει η Αντιγόνη; «Τι άλλο να κάνω; Ό,τι μπορούσα να κάνω για να της καταστρέψω τη ζωή το έκανα, πόσα πια να κάνω κι εγώ» λέει ο Βασίλης και γελάει αυτοσαρκαζόμενος.

Νερό… «Πώς είσαι έτσι; Λες και σου έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι!» λέει η αδερφή μου. «Κοντά έπεσες, βασικά ο Ουρανός έχει πέσει στον Κριό και, μη ρωτάς λεπτομέρειες, αλλά αυτό δεν το λες καλό» λέει η Μαργκώ. «Κορίτσια, εδώ δε ζούμε στο sex & the city, η ζωή μου δεν έχει Monolo Blanhik κι αφήστε με στην κόκκινη περιστρεφόμενη καρέκλα μου (ΙΚΕΑ, 2007) μπροστά στο γραφείο μου (σκουπίδια, 2005) να γυρνάω γύρω- γύρω κοιτώντας το ταβάνι ( πολυκατοικία, 1987) και να πίνω καφέ με τον υπολογιστή μου (γείτονας, 2001). Ναι, ήθελα μια άλλη ζωή. Ναι, ήθελα να γίνω Ακαδημαϊκός ή συγγραφέας, να ξεφύγω από ηλίθιες συναδέλφους και πρωινά ξυπνήματα, να μπορώ να αγοράσω ένα τετραπύρηνο σφαιράτο pc και μια κρυστάλλινη οθόνη apple. Πήρα την απόφαση να κάνω απανωτά μεγάλα άλματα για το καινούριο, με τη σιγουριά ότι δε θα χτυπήσω πουθενά. Τελικά κατέληξα κλινήρης, με μερικά σπασμένα κόκαλα. Εντάξει, ας μην το κάνουμε θέμα. Προετοιμάσου απλά να πάθεις υπερκόπωση με το να επαναλάβεις όσα έκανες φέτος και σε διέλυσαν: να δουλεύεις σχολείο, να κάνεις την έρευνα σου, να γράφεις την θεωρία, να βοηθάς στα νέα προγράμματα, να προχωράς το νέο βιβλίο, να πηγαίνεις γυμναστήριο, να βγαίνεις με φίλους σου και να πηγαινοέρχεσαι Αθήνα – Σάμο, για να βλέπεις τον καλό σου.

Γη…
«Αθήνα- Σκωτία εννοείς», λέει εκείνος. «Ρε Τζέιμς, δε μας φτάνουν οι ζωντανοί, θα μας κάνουν παράπονα και οι fiction ήρωες τώρα; Εμείς θα τα λέμε στον ύπνο μου, είναι πιο οικονομικό». «Μα είχες υποσχεθεί για Εδιμβούργο φέτος, δε μπορείς να με αφήσεις έτσι». «Ναι, θα ερχόμουν Εδιμβούργο φέτος, αλλά…». Δε μπορώ να πάω σε ένα τρίημερο γιατί δεν υπάρχουν απευθείας πτήσεις και χάνεις δυο μέρες στο πήγαινε-έλα. Ναι, θα πήγαινα Εδιμβούργο φέτος που θα είχα την άδεια, να κάτσω 5 μέρες, να με σέρνει στις λάσπες του σκωτσέζικου υπαίθρου και να μου δείχνει τον φούρνο που δούλευε και γκλασάριζε γλυκά –ναι, ξέρω, τη μισούσες αυτή τη δουλειά.
Ο Τζέιμς δε μιλάει κι εγώ πάω να κάνω δεύτερο καφέ. Ο καιρός είναι ακόμα βροχερός και τίποτα δεν πάει καλά…