CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

31.5.07

ΣΚΛΗΡΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΣΚΛΗΡΑ ΑΓΟΡΙΑ

(Καιρό τώρα έχω υποσχεθεί στην dannossiel ένα άγριο μουσικό σετ. Στα μπλε γράμματα κρύβονται hard ήχοι με soft φωνητικά ενώ το κείμενο βασίστηκε σε μια ιδέα του Άγγλου (ψυχ)ασθενή. Όσοι προτιμούν πιο ήπια μουσική, θα πρότεινα να μείνουν μόνο στο κείμενο)!

Καθισμένη οκλαδόν στο πάτωμα και καπνίζει. Εκείνος στην κόκκινη στριφογυριστή καρέκλα μπροστά στον υπολογιστή. Γύρω γύρω. Γύρω γύρω. Όλα.

-Θα πας στην Αγγλία τελικά;
-Έλα μαζί μου.
-Δεν ξέρω αν μπορώ
-Δεν το διαπραγματεύομαι.
-Έχω ζωή ξέρεις εδώ.
-Κι εγώ. Εσένα.
-Δεν είμαι η ζωή σου.
-Είσαι και το ξέρεις.
-Δεν είμαι. Για σένα είμαι ένα μηδενικό.
-Για μένα είσαι τα πάντα.
-Αν ήμουν δε θα έφευγες.
-Έλα μαζί μου.
-Μείνε μαζί μου.
-Να μένεις πίσω είναι η αγάπη;
-Να φεύγεις μπροστά χωρίς να υπολογίζεις είναι η αγάπη;
-Και ο Ρωμαίος εξορίστηκε –δεν το κάνανε θέμα!
-Η Ιουλιέτα προσποιήθηκε τη νεκρή για να γυρίσει –δεν το κάνανε θέμα;
-Τι θες, να πεθάνω ως απόδειξη αγάπης.
-Ναι, θέλω απόδειξη αγάπης.
-Μωρό μου, πεθαίνω για σένα.
-Λες μόνο λόγια.
-Θες να πεθάνω για σένα;
-Θέλω απόδειξη της αγάπης.
-Θες να πεθάνω για σένα;
-Ναι, αυτό είναι η αγάπη!

Και έκανε μια στροφή στην καρέκλα. Και δεύτερη. Και τρίτη. Κι όπως στροβιλιζόταν στο πορφυρό της χρώμα πετάχτηκε έξω απ’ την μπαλκονόπορτα.

Άλικη κηλίδα κάτω απ’ το περβάζι της.

Εκείνη τον κοίταξε από ψηλά. "Μωρό μου… Μ'αγαπάς!"
Και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Κάθισε στην κόκκινη καρέκλα της. Γύρω γύρω. Γύρω γύρω. Μόνη.

Η αρχή του καλοκαιριού με το τέλος της Αμαλίας

Παρακολούθησα τις τελευταίες ημέρες τη συζήτηση που έγινε στο μπλογκ του Helix Nebulae με αφορμή το θάνατο της Αμαλίας Καλυβίνου και τις προτάσεις για μια κινητοποίηση την 1η Ιουνίου σχετικά με το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Μπορεί κανείς/καμιά να επισκεφτεί το μπλογκ του και να αποκτήσει ιδία πείρα της συζήτησης από τα σχόλια, έτσι κι αλλιώς αύριο θα ανεβάσω κι εγώ ένα ενημερωτικό ποστ, μαζί με αρκετούς/ες άλλους/ες μπλόγκερ.
Σήμερα το πρωί όμως τρόμαξα με μια σκέψη που πέρασε για λίγο από το μυαλό μου: «Πρώτη μέρα του καλοκαιριού βρήκανε να μιλήσουνε για θανάτους και αρρώστιες; Δεν κάνουμε την πάπια ως καλλιτεχνικό μπλογκ και να ανεβάσω αύριο μια ωραία ιστορία με θάλασσες, τέρατα, οργασμούς και εκρήξεις;» Εντάξει, δεν είμαι καραγκιόζης, απώθησα την ερώτηση κατευθείαν, κάτι όμως συνέχισε να βολτάρει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι. Στη δουλειά πλέον, μεσημέρι, ο ήχος εντός μου ανέβηκε αρκετά για να ακούσω τους στίχους:

Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μέσ' τις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ' άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι
Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες τα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει.

Για όσους/ες δεν το ξέρουν, είναι οι δύο τελευταίες στροφές από το «Καλοκαίρι» του Διονύση Σαββόπουλου, που ξεκινά με υπέροχες θερινές εικόνες, για να συνεχίσει και να κλείσει με τους στίχους που παρέθεσα ήδη.
Πάντα αισθανόμουν να κουβαλά μια χαρμολύπη το καλοκαίρι, μια ζωή τόσο πυκνή που να γεννάει ακόμη και μικρούς θανάτους, ταξίδια και αναχωρήσεις, σμιξίματα και αποχωρισμούς, δροσιά και φωτιές. Πολλά που βλάστησαν την άνοιξη θα ξεραθούν το καλοκαίρι, ίσως δίνοντας πρώτα καρπούς, ίσως και όχι.
Είμαι αφόρητα κλισέ και το ξέρω, δε θα φυτρώσουν δάφνες σήμερα στην έρημο. Ήθελα απλώς να γράψω πόσο ταιριάζει με την αρχή του καλοκαιριού η Αμαλία Καλυβίνου, η δίψα της για ζωή, ο αγώνας της με το θάνατο, η επιβίωση της μνήμης της. Και αυτό μόνο έκανα.

[Όσοι/ες ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στην αυριανή κινητοποίηση, μπορούν να επισκεφθούν το μπλογκ http://giatinamalia-blog.blogspot.com και να ενημερωθούν αναλυτικά για τους τρόπους παρέμβασης.]

29.5.07

Υπερ-ρεαλισμός ΙΙ: Η εύθυμη κηδεία της θείας μου

[Ιστορίες υπερβολικές και όμως πραγματικές, που άκουσα ή έζησα ο ίδιος.]

Μου είναι πολύ δύσκολο να χαρακτηρίσω κάποιον «κακό», τόσο εγωιστή δηλαδή που να μη νοιάζεται ούτε λίγο για τον πόνο που προκαλεί στους άλλους. Η θεία μου η Ιωάννα όμως ήταν ένας άνθρωπος που έδερνε τις νύφες της όταν τους έβγαινε κάποιος πόντος λάθος στη σταυροβελονιά και που είχε δώσει ηρεμιστικά σε μωρό σαράντα ημερών, για να μην της ενοχλεί το μεσημεριανό ύπνο. Δεν ένιωσα λοιπόν καμία ενοχή που το πρώτο μου συναίσθημα, αφού έμαθα το θάνατό της, ήταν η ανακούφιση.
Ζούσα ήδη από τότε στη Θεσσαλονίκη και το επτάωρο ταξίδι στην Αθήνα, νυχτερινό κιόλας, μιας και η κηδεία θα γινόταν την επόμενη ημέρα, φάνταζε μεγάλη χάρη για τη θεία μου. Αποφάσισα να αντιμετωπίσω την οικογένειά μου ως φυσιολογική, να πενθήσω τη θεία μου ως κανονικό άνθρωπο, και να κατεβώ για την κηδεία.
Η κλινάμαξα με άφησε νωρίς το πρωί στον ΟΣΕ Λαρίσης και μπήκα σε ένα ταξί για το προάστιο της Αθήνας, που βρισκόταν το σπίτι των θείων μου. Εκεί με καλωσόρισε η κυρία Πίτσα, οικιακή βοηθός και αναγεννημένη Βαπτίστρια, που κήρυσσε το λόγο του Ευαγγελίου σε κάθε ευκαιρία (το πιο νορμάλ άτομο στο συγκεκριμένο σπίτι), η οποία με έστειλε κατευθείαν στο νεκροταφείο. Η σορός της θείας μου ήταν ήδη εκτεθειμένη, για να την πενθήσουν οι συγγενείς («λέμε τώρα» σκέφτηκα - λανθασμένα) και σε μία ώρα θα κηδεύονταν.
Ανηφόρισα προς το νεκροταφείο και έψαξα να βρω το χώρο που θα έκλαιγαν τη θεία μου, πράγμα που δεν αποδείχτηκε δύσκολο. Γύρω από ένα ισόγειο κτίσμα ήταν συγκεντρωμένοι διάφοροι μαυροφορεμένοι άνθρωποι, με στεφάνια ακουμπισμένα στους τοίχους του. Κατευθύνθηκα προς τα ‘κει, φορώντας μια αξιοπρεπή αλλά και θλιμμένη έκφραση καθώς έβγαζα ταυτόχρονα τα δύο σκουλαρίκια από το αριστερό μου αυτί.
Η θλιμμένη μου έκφραση άντεξε ελάχιστα, από το σημείο που βρήκα την κατεύθυνσή μου στο νεκροταφείο και μέχρι να φτάσω στο χώρο του προσκυνήματος της σορού. Έβλεπα ήδη το φέρετρο της θείας μου και ήμουν έτοιμος να μπω μέσα, όταν το χέρι του θείου μου του Περικλή, σύζυγου της Ιωάννας, με σταμάτησε. «Καλημέρα Κωστάκη, καλά που ήρθες. Πάρε αυτό το μπλοκάκι και άρχισε να μετράς τα στεφάνια.» Τον κοίταξα με έκπληξη: «Δεν καταλαβαίνω, θείε, γιατί;» «Τι ερώτηση είναι αυτή; Μα για να δούμε ποιος μας θυμήθηκε!» «Θείε, δεν έχω προσκυνήσει ακόμη στη θεία…» «Έχεις καιρό για αυτό, μετά θα είσαι συνέχεια μέσα για να προσέχεις τη θεία Πολύτω. Ξεκίνα τώρα να μετράς!» μου είπε και με έσπρωξε προς τα δεξιά της πόρτας, που βρίσκονταν τα περισσότερα στεφάνια.
Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε καταγράψει στεφάνια σε κηδεία, μη νομίζετε πάντως ότι είναι εύκολη δουλειά. Αρκετά από τα στεφάνια βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, με τις κορδέλες που γράφουν τα ονόματα να είναι μπλεγμένες μεταξύ τους, ή κρυμμένες πίσω από φύλλα και μοβ λουλουδάκια. Επιπλέον δεν μπορούσα να τα μετακινήσω τελείως, γιατί μπορεί να έπεφταν κάτω και να προσβάλλαμε έτσι την οικογένεια που τα έστειλε (σύμφωνα με το θείο Περικλή πάντα που ήρθε για λίγο να με καθοδηγήσει - δεν τον απασχόλησε βέβαια ότι ήταν γενικώς προσβλητικό να κάθεται ένας άγνωστος μαλλιάς με μπλοκάκι και να σημειώνει ποιος έστειλε στεφάνια μπροστά σε όλο τον κόσμο).
Με αυτά και με εκείνα τελείωσα κάποια στιγμή, έχοντας λίγη γύρη παραπάνω στα μαλλιά μου και πολλά περισσότερα νεύρα. Ο θείος Περικλής κοίταξε με προσοχή τον κατάλογό μου και συνοφρυώθηκε. «Ώστε δεν μας έστειλε ούτε ο Χ, ούτε ο Ψ…» ξεκίνησε να λέει, αμέσως μετά όμως άλλαξε θέμα. «Λοιπόν Κωστάκη, πήγαινε μέσα τώρα και να προσέχεις τη θεία Πολύτω, τι λέει και κυρίως τι κάνει!» Αποδέχτηκα τη μοίρα μου και προχώρησα στο εσωτερικό του χώρου.
Περίμενα λίγη παράνοια βέβαια, στο σόι του πατέρα μου είναι απαραίτητο συστατικό για τους γάμους και τις κηδείες, πόσο μάλλον που μου είχε ανατεθεί να προσέχω μια ογδοντάχρονη, μισότρελη αλκοολική, τη θεία Πολύτω. Το να δω όμως τη μητέρα μου και τη θεία μου τη Λένα (θυμάστε τις νύφες που έδερνε η θεία μου για τη σταυροβελονιά; αυτές) πάνω από το φέρετρο της θείας Ιωάννας, την οποία μισούσαν, να κλαίνε απαρηγόρητες, με τη θεία Λένα να ψέλνει μάλιστα και μανιάτικα μοιρολόγια, αυτό με υπερέβαινε. Προσπάθησα να απομονώσω τον ήχο, σταυροκοπήθηκα μπροστά από τη σορό και κάθισα σαν υπάκουος ανιψιός, δίπλα από τη θεία Πολύτω.
Ο/η αναγνώστης/τρια έχει πιθανόν μπερδευτεί με όλες αυτές τις θείες, οπότε ας κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, για να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο. Μιλάμε κατ’ αρχήν για το σόι του πατέρα μου, ο οποίος πέθανε όταν ήμουν εννιά χρονών και δε συμμετέχει με κάποιο τρόπο σε αυτήν την ιστορία. Η θεία Ιωάννα ήταν αδελφή του πατέρα μου και ο Περικλής σύζυγός της. Αδερφή του θείου Περικλή ήταν η Πολύτω (από το Ιππολύτη). Η μητέρα μου και η θεία Λένα είχαν παντρευτεί τα αδέλφια της Ιωάννας, ήταν επομένως νύφες της και συννυφάδες μεταξύ τους.
Είχαμε μείνει στο σημείο που κάθομαι δίπλα από τη θεία Πολύτω και απέναντι από το φέρετρό, κάνοντας μια τελευταία απόπειρα να φανώ περίλυπος συγγενής. Η θεία Πολύτω όμως με παραξένεψε αμέσως, καθώς πήγαινε συνέχεια μπρος πίσω σαν αυτιστική και κάτι μουρμούριζε. Προσπάθησα να καταλάβω τον ψίθυρό της, αλλά στάθηκε αδύνατο, καθώς δε μίλαγε μόνο σιγά, αλλά μετακινούσε και το κεφάλι της περά δώθε. Ανήσυχος μήπως έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και για αυτό με έβαλε να την προσέχω ο θείος Περικλής, την έπιασα σφιχτά από το χέρι και τη ρώτησα: «Θεία Πολύτω είσαι καλά; Χρειάζεσαι τίποτα;» Γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά. Αμέσως μετά είπε δυνατά και με απίστευτη φυσικότητα: «Θάφτε την επιτέλους! Θέλω να πάω σπίτι μου να κατουρήσω!» Πιθανότατα δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, γιατί δεν πίστευα ότι θα έλεγε κάτι τέτοιο.
Η μητέρα μου δε μοιρολογούσε τη θεία Ιωάννα, απλώς έκανε ότι κλαίει, οπότε έτρεξε προς το μέρος μας, βούτηξε την Πολύτω και αφού μου ψιθύρισε: «Τι τη ρωτάς τη τρελή, τι περίμενες να ακούσεις;» την έβγαλε έξω, για να την πάει να κατουρήσει. Σε λίγο μεταφερθήκαμε μαζί με το φέρετρο στο εσωτερικό της εκκλησίας, όπου παρακολουθήσαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία και ακούσαμε ένα συγκινητικό επικήδειο από το θείο Περικλή, ο οποίος κατέρρευσε προς το τέλος σε λυγμούς από τη συγκίνηση και δεν μπόρεσε να τον ολοκληρώσει.
Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή το θεώρησα ως ένα ρητορικό τέχνασμα του θείου μου, καθώς δεν τον είχα ικανό για μη εγωιστικά συναισθήματα. Όπως φάνηκε όμως από τη συνέχεια ήταν πράγματι συντετριμμένος, καθώς αποπειράθηκε να μας οδηγήσει στον οικογενειακό τάφο που είχε χτίσει, αλλά έχασε το δρόμο. Περιφερθήκαμε για κάποια ώρα στα στενά δρομάκια του νεκροταφείου, μέχρι να αποφασίσει η θεία μου η Λένα να βγει μπροστά και να μας πάει κατευθείαν στο μαρμάρινο μέγαρο του θείου Περικλή. Η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε, για να υποδεχτεί τη θεία Ιωάννα στην τελευταία της κατοικία.
Το εθιμοτυπικό μας κηδείας απαιτεί από τους θλιμμένους συγγενείς να πιουν μετά από την ταφή καφέ ή κονιάκ με γλυκά παξιμάδια, «για να συγχωρέσουν» το νεκρό. Μέσα στο χώρο συγκεντρώσεων, ο θείος Περικλής είχε πλέον συνέλθει αρκετά για να με πιάσει από τον ώμο και να με σπρώξει προς το τραπέζι της θείας Πολύτως, λέγοντας: «Κωστάκη, να προσέχεις τι κάνει η θεία, εγώ πρέπει να δέχομαι συλλυπητήρια.»
Είχα αντιληφθεί ήδη τα έκπληκτα πρόσωπα όλων, με το που κάθισα όμως μου αποκαλύφθηκε και η αιτία. Περίπου κάθε μισό λεπτό, η Πολύτω γέμιζε το ποτηράκι με το κονιάκ, έλεγε «Θεός σχωρέστηνε! Να ζούμε και να τη θυμόμαστε!» και το έπινε άσπρο πάτο, σαν σφηνάκι. Το μπουκάλι άντεξε πέντε λεπτά, και μετά προσπαθούσε να με πείσει να της φέρω ένα ακόμα, «για το συχώριο». Αντιστάθηκα σθεναρά και νομίζω πως ο/η αναγνώστης/τρια θα μου αναγνωρίσει πως σε όλη τη διάρκεια της κηδείας υπήρξα επαρκής σε ό,τι κι αν μου ζητήθηκε. Με τη βοήθεια της μητέρας μου, τη σηκώσαμε στο τέλος από το τραπέζι και τη βοηθήσαμε να περπατήσει τρεκλίζοντας προς την έξοδο του νεκροταφείου, σε ένα ταξί που θα την οδηγούσε σπίτι της, «για να συνέλθει από τη συγκίνηση που της προκάλεσε ο χαμός της αγαπημένης της νύφης», όπως πολύ ωραία το έθεσε ο θείος Περικλής.
Ήταν πια νωρίς το μεσημέρι και οι κοντινοί συγγενείς επιστρέψαμε στο σπίτι του θείου, για να φάμε όλοι μαζί. Το ψητό της κυρίας Πίτσας ήταν εξαιρετικό, το κρασί χύμα αλλά εύγευστο, όλοι είχαν παίξει καλά ή κακά το ρόλο τους και είχαν πλέον ησυχάσει. Τα φαινόμενα έδειχναν ότι για κάποιες ώρες θα μοιάζαμε μικροαστοί, βαρετοί και ήρεμοι, με σχεδόν αληθινά χαμόγελα στα ευγενικά πρόσωπά μας. Προφασίστηκα ότι θα πήγαινα στην τουαλέτα και βγήκα στο μπαλκόνι, για να καπνίσω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, κρυφά από τον αντικαπνιστή θείο. Κατεβάζοντας την πρώτη τζούρα από ένα γαλάζιο καρέλια, σκεφτόμουν ότι ίσως μπορούσα πλέον να ηρεμήσω.

28.5.07

ΝΙΚΗ


Τη σκηνή μου την έχτισα ψηλά, στο έρημο κάστρο
Να ακούγεται παντού, σαν τραγουδά
Το « Αδράχνω ένα φεγγάρι με τα πέπλα που έχω»
Το « Όποιος γενναίος να με κοιμηθεί».

Ο αγέρας την άκουσε, Βοριάς της όρμησε:
«Δικά μου είναι τα κάστρα, τα φεγγάρια κι οι γενναίοι.»
Καθώς εκείνη, το βιολί της
Δεν απαντούσε, δεν τον απαντούσε

Για αδύναμη την πήρε, μεμιάς τη σαρώνει

Κι έσερνε τα ράκη της στα συντρίμμια του κάστρου.

Γενναίος δεν ήταν μια σκηνούλα να εξορίσει
Η ελπίδα του: πότε θα εξαντληθεί
Μέρες, μήνες την έσερνε

Μα απ’ τα συντρίμμια γελούσε
Απ τα θεμέλια η σκηνή μου τον γελούσε
Όπως οι Φοίνικες, μυθικά πουλιά, τον εμπρηστή τους.


Άνδρος 2003, Βαρκελώνη 2004

27.5.07

ΑΜΜΕρες Αργίας - Λιστα Άμμου 12

Something old… REM – Fall on me. Για κάποιο λόγο όταν λέει “fall on me”, με σκέφτομαι με τα χέρια ψηλά στον ουρανό και χιλιάδες ηλιαχτίδες να πέφτουν πάνω μου… Ορισμός καλοκαιριού.

Something new… Rapture – Pieces of the people we love. Παραδόξως δεν μοιάζει με cure (όπως μας έχουν συνηθίσει) και είναι extremely κολλητικό: Να να να να να νααααα!

Something borrowed… Στα 60ς οι Supremes έκαναν θραύση με το You can’ t hurry love. 40 χρόνια μετά φανταστείτε ότι οι Supremes έβγαλαν καινούριο single και το τραγουδάνε με μαντίλι στα μαλλιά, γυαλιά ηλίου από ταρταρούγα, μέσα σε κάμπριο βυσσινί που το ’σκασε από ταινία του Φίνου. Και... ταρααάν!!! Έχετε το Add your light to mine baby των Lucky soul!

Something blue… Nelly Furtado – Say it right. Totally blue. Θαλασσινό, ταξιδιάρικα μελαγχολικό...

25.5.07

Ύαινα με φτερά παγωνιού

Πίσω από δυο ουρανοξύστες
Νομίζω έπεσε ένα αστέρι
Η νύχτα έγινε μεσημέρι
Κι οι άστεγοι σαν τις αρτίστες
Χόρευαν πάνω στο τσιμέντο
Σαν μεθυσμένες ηλιαχτίδες
Μου φάνηκε σα να με είδες
Να τραγουδάω ένα φλαμένγκο…

Ανάμεσα σε δυο ποτάμια
Νομίζω γλίστρησε ο αέρας
Πριν απ’ το ξύπνημα της μέρας
Κρυφοφιλιόταν στα καλάμια
Με μια νεράιδα ξεχασμένη
Από τα παιδικά τραγούδια
Εκεί πίσω απ’ τα λουλούδια
Λένε πως μ’ είδες,
Λένε πώς ήσουνα κρυμμένη

Ανάμεσα σε δυο ποτήρια
νομίζω βούλιαξαν τα πάντα
«θα σ’ αγαπώ» μου είπες «μάγκα,
μέχρι να προσφερθούν τα’ αργύρια»
Και στέλνεις δυο φιλιά αέρινα
Που μου διαλύουν κάθε ασπίδα
Μου φάνηκε σα να με είδα
Να ζευγαρώνω με μια ύαινα.

Υπερ-ρεαλισμός I: Οι καταδιώξεις της κυρίας Βιργινίας

[Υπάρχει μια σειρά από ιστορίες που ξέρω κι ενώ μοιάζουν τελείως σουρεάλ, είναι απολύτως πραγματικές, ιστορίες ανθρώπων από τη γενέτειρά μου ή κατοπινών φίλων. Τις επόμενες μέρες θα σας γράψω κάποιες από αυτές, αλλάζοντας βέβαια τα ονόματα των πρωταγωνιστών/τριών και κάποιες δευτερεύουσες λεπτομέρειες. (Το νεολογισμό υπερ-ρεαλισμός, για κάτι υπερβολικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα, τον χρωστάω σε ένα πρόσφατο σχόλιο της μπλόγκερ κολοκύθι.)]

Με τη μητέρα μου μοιάζουμε πολύ και διαφέρουμε πολύ, με την έννοια ότι κάποια χαρακτηριστικά μου τα έχω πάρει καρμπόν από αυτήν, ενώ κάποια άλλα μου είναι ακριβώς αντίθετά της. Όσον αφορά την ευγένεια είμαστε πάντως ίδιοι: μας είναι εξαιρετικά εύκολο να γίνουμε συμπαθείς στις επιφανειακές κοινωνικές σχέσεις, ενώ δίνουμε και την εντύπωση ανθρώπου που μπορείς εύκολα να εμπιστευτείς.
Κάπως έτσι γνώρισε η μητέρα μου την εξηντάχρονη κυρία Βιργινία, που είχε έρθει να εγκατασταθεί στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας, κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου. Ας μην περιπλέξουμε όμως πολύ την αφήγηση σήμερα κι ας δούμε πρώτα πως η γεροντοκόρη Βιργινία εγκατέλειψε το χωριό της.
Η Βιργινία ήταν κόρη παπά, από ένα χωριό του κάμπου. Ερωτεύτηκε ένα παλικάρι, αλλά είχε μικρότερη προίκα από μια συγχωριανή της και έτσι τον έχασε μέσα από τα χέρια της. Η ιστορία αγριεύει από αυτό το σημείο και μετά: η Βιργινία έπαθε νευρικό κλονισμό και σιγά σιγά άρχισε να τρελαίνεται, μέχρι που νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα στο ψυχιατρείο για να επιστρέψει τελικά στο σπίτι στο χωριό, παρέα με ένα κοκτέιλ από αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά χάπια. Όπως συμβαίνει συχνά στην ελληνική επαρχία ακόμη και σήμερα, δεν τέθηκε ζήτημα για ψυχοθεραπεία και επανένταξη, οι συγγενείς της απλώς φρόντιζαν να παίρνει τα χάπια της στην ώρα τους, να βαράει ντάγκλες και να τους αφήνει στην ησυχία τους.
Ως άγαμη κόρη δημοσίου υπαλλήλου όμως, η Βιργινία είχε το δικαίωμα να συνεχίσει να παίρνει ένα μέρος της σύνταξης του πατέρα της, ακόμη και μετά το θάνατό του. Τα αδέρφια της Βιργινίας ήταν καλοί άνθρωποι και την άφηναν να διαχειρίζεται μόνη της τα λίγα αυτά χρήματα, για να αγοράζει κάποια πράγματα για τον εαυτό της. Δεν φαντάζονταν όμως ότι έτσι επέτρεπαν στη Βιργινία να προετοιμάσει αργά αλλά σταθερά τη φυγή της.
Ήρθε λοιπόν η μέρα που η Βιργινία έκανε μια σειρά από σημαντικές ανακοινώσεις στην οικογένεια στο χωριό. Παρουσιάζοντας ένα βιβλιάριο καταθέσεων που ήταν αποκλειστικά στο όνομα της, δήλωσε ότι σκόπευε να σταματήσει όλα τα φάρμακα που έπαιρνε «γιατί της φαίνονταν πικρά» και ότι ήταν έτοιμη να νοικιάσει ένα σπίτι στην πρωτεύουσα του νομού μας. Το σπίτι που νοίκιασε, όπως είπαμε και πριν, βρισκόταν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας.
Αγαθή (;) τύχη έφερε να πηγαίνουμε μαζί στο φροντιστήριο αγγλικών με έναν ανιψιό της Βιργινίας, να περπατήσουμε μια μέρα ως το σπίτι μου, εκείνος να τηλεφωνήσει στον πατέρα του, κι αυτός στη μητέρα μου, για να ζητήσει τη βοήθειά της: «Όχι κάτι σπουδαίο, μόνο λίγο παρέα να της κάνετε, να βλέπετε αν είναι καλά και να μας το λέτε…» Η μητέρα μου ήταν (και παραμένει) πολύ ευγενικός άνθρωπος για να αρνηθεί μια τέτοια απλή χάρη.
Αρχίζοντας να κάνει παρέα με τη Βιργινία, η μητέρα μου δεν περίμενε βέβαια να ακούσει ότι κάθε βράδυ έρχονται κακοί άνθρωποι που της κάνουν ενέσεις και θέλουν να τη δολοφονήσουν. Μέσα στις επόμενες μέρες είδε έκπληκτη το σπίτι της Βιργινίας να γεμίζει με κλειδαριές: εφόσον η Βιργινία ήταν απρόθυμη να αντιμετωπίσει τις φοβίες της (και για να γίνουμε ακριβέστεροι, τη μανία καταδίωξής της) η μόνη άλλη λύση που έβλεπε ήταν να δυσκολέψει όσο μπορούσε περισσότερο την είσοδο των κακών ανθρώπων με τις ενέσεις. Η εξώπορτά της απέκτησε σύρτη, λουκέτο, μια κλειδαριά ασφαλείας και μία απλή, ενώ σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μπήκε κανονική κλειδαριά, την οποία η Βιργινία ξεκλείδωνε, για να μπει και ξανακλείδωνε, αφού έμπαινε.
Όλα αυτά όμως είχαν και μια κωμικοτραγική πλευρά, καθώς η Βιργινία δεν κουβαλούσε όλα αυτά τα κλειδιά περασμένα σε ένα μπρελόκ, αλλά χύμα στην τσέπη της και συνεχώς τα έχανε. Ο κλειδαράς κάποια στιγμή τη λυπήθηκε και της ζήτησε να του δίνει ένα μηνιαίο ποσό, για να έρχεται κάθε φορά που τον χρειάζεται. Η Βιργινία είχε άπειρους τρόπους να κλειδωθεί έξω από το σπίτι της ή ένα δωμάτιο της: μπορούσε να χάσει ένα από τα κλειδιά της εξώπορτας/ το κλειδί του διαδρόμου/ της τουαλέτας/ της κουζίνας/ της μπαλκονόπορτας κτλ.. Κάποια στιγμή, μετά από παρότρυνση της μητέρας μου άρχισε να κρεμάει όλα τα κλειδιά της εξώπορτας με ένα σπάγκο από το λαιμό της, σαν ένα ιδιότυπο περιδέραιο κι έτσι αραίωσαν λίγο οι επισκέψεις του κλειδαρά, που ανέλαβε πλέον μόνο το εσωτερικό του σπιτιού. Αυτά τα κλειδιά η Βιργινία συνέχιζε να τα κρατάει στις τσέπες της, το «μπρελόκ-κολιέ» γινόταν πολύ βαρύ αν προσέθετε και τα κλειδιά των δωματίων.
Έχει όμως η ευγένεια, όπως και η υπομονή τα όριά της. Μια ημέρα, καθώς η Βιργινία ήταν έτοιμη να ρίξει ένα πακέτο φασόλια στην κατσαρόλα με το βραστό νερό, η μητέρα μου της δήλωσε ότι όλα αυτά που λέει είναι της φαντασίας της. Ούτε κακοί άνθρωποι έρχονταν με ενέσεις στο σπίτι της, ούτε κανείς ήθελε να τη σκοτώσει, όλες αυτές οι κλειδαριές ήταν άχρηστες, έπρεπε κάποια στιγμή να το πάρει απόφαση και να αρχίσει να σκέφτεται λογικά. Η Βιργινία κοίταξε τη μητέρα μου με οργή, συνειδητοποιώντας ότι ακόμη κι αυτή τελικά ήταν κακός άνθρωπος, άρχισε να παίρνει φασόλια από το σακούλι και να της τα πετάει με δύνάμη. Η μητέρα μου τρομοκρατήθηκε, έτρεξε προς την εξώπορτα και στη συνέχεια στο διάδρομο της πολυκατοικίας, ενώ η Βιργινία την καταδίωκε, «πετροβολώντας» τη με φασόλια. Κάπου μεταξύ δεύτερου και τρίτου ορόφου, η Βιργινία εγκατέλειψε την καταδίωξη και επέστρεψε σπίτι της, βέβαιη πλέον ότι είχε διώξει τον εχθρό μακριά.
Δεν ξέρω πόσο ευχάριστη ήταν η παρέα της μητέρας μου για τη Βιργινία, (ή αντίστροφα πόσο επικίνδυνη είχε αρχίσει να τη θεωρεί) η ουσία είναι πάντως ότι δεν πέρασε ένας μήνας που διέκοψαν τις σχέσεις τους και η Βιργινία αποφάσισε να μετακομίσει σε μια άλλη γειτονιά, που θα είχε λιγότερους κακούς ανθρώπους. Δύο χρόνια αργότερα πέτυχα το συμμαθητή μου από τα αγγλικά στο δρόμο και μου είπε ότι η Βιργινία νοσηλευόταν ξανά στο ψυχιατρείο, αλλά δε ρώτησα λεπτομέρειες. Δεν ξαναμάθαμε νέα της.

23.5.07

ΜΑΡΕ

[Ο Σαμμάνος και ο Άμμος καλωσορίζουμε σήμερα έναν τρίτο συνεργάτη στο μπλογκ, το Δύνη. Ο Δύνης δεν έχει εύκολη πρόσβαση σε υπολογιστή και ζητά συγγνώμη εκ των προτέρων από τους/τις σχολιαστές/τριες, αν τους απαντήσει κάπως καθυστερημένα. Καλωσήρθες Δύνη!]

ΜΑΡΕ

Ασφαλή της Δύσης τα σικ γκέτο
άλλο να σε γδέρνει ο Αρμάνι κι άλλο ο Χομεϊνί
Ασφαλής η καύλα στις σικέ σκεπαστές πιάτσες
εκεί σε δέρνουν μόνο αν το ζητήσεις

Στυγνά με παίρνουν μα δεν πονώ
Τζελ -αντί χείλη- όχι πια στεγνός
Πόπερς -αντί φιλί- όχι πια στενός

σε νάρκη νόμιμη, ταχυφλεγή.
Σπρωγμένος σε μια σιδεριά
ξένο εμπιστεύομαι, καλυμμένο μέλος.
Και να: φαστ φαντασίωση
να σπέρμα βενζίνας, γλιτώνω
Πράξη. Βιασμό εν συναινέσει.

Κύριος. Και μετρό, ντοντό

Παρίσι 2007

22.5.07

Θαυμαστό γενναίο τέλος

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βασίλισσα. Βέβαια για να υπάρχει βασίλισσα θα υπάρχει κι ένας βασιλιάς.
Όταν η βασίλισσα γνώρισε τον βασιλιά εκείνη ήταν ακόμα μια ευγενής κι εκείνος ακόμα ένας πρίγκιπας -δηλαδή ασχολούταν με το διάβασμα βιβλίων, τις τέχνες και τη μουσική. Μετά που παντρεύτηκαν και έγινε βασιλιάς άρχισε να ασχολείται με τα αγαπημένα χόμπι των βασιλέων: το κυνήγι, τις μάχες, τις διαμάχες και τον πόλεμο. Κάθε μέρα μάλωνε με τους υπηρέτες, τους αυλικούς, τους κόλακες, τους φίλους αλλά και τους εχθρούς του. Είχε γίνει ευερέθιστος, απότομος, βίαιος.

Τη βασίλισσα δεν την πείραζε τόσο αυτό. Είχε συνηθίσει τις έριδες, τις παραξενιές και τις αψιμαχίες του. Έτσι όταν μάλωναν γιατί τόλμησε να υπερασπιστεί κάποιον άλλον («μου πας κόντρα;») ή γιατί δεν υπερασπιζόταν κανέναν («δεν έχεις γνώμη;»), εκείνη δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό της πλέον. Άκουγε της λέξεις του και μετά σιωπή. Έγνεφε συγκαταβατικά ενώ πίσω από τα μάτια της διαδραματιζόταν μια αιρετική παράσταση. Ένα παραμύθι χωρίς πρίγκιπες και βασίλεια, μ’ ένα γενναίο, τολμηρό τέλος. «Μόλις τελειώσει η μάχη του Ασέρ, θα φύγω»!

Η μάχη αυτή ήταν σημαντικότατη για το βασίλειο. Σε προηγούμενη μάχη ο βασιλιάς, για μόλις 2,5 μέτρα είχε χάσει τα 62 στρέμματα, που ο Νόμος όριζε πως πρέπει να προσαρτήσει κάποιος στο Ασέρ για να διοριστεί μόνιμος άρχοντας του.
Όλοι λυπήθηκαν πολύ μα κανείς δε πέθανε απ’ τη στενοχώρια του. Όσοι ήξεραν τις ικανότητες του ήταν σίγουροι πως με μια ανασύνταξη δυνάμεων θα πετύχαινε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μα ο βασιλιάς… Ο βασιλιάς άρχισε να πίνει περισσότερο και να γίνεται ακόμα πιο ευερέθιστος, απότομος και βίαιος. Κι αν η βασίλισσα τολμούσε να τον παρηγορήσει ξεσπούσε πάνω της, στην «προδότισσα», που «είχε δική της επαρχία στο Ασέρ και ό,τι και να γινόταν θα μπορούσε πάντα να βρει καταφύγιο εκεί».

Για όσους δεν το γνωρίζουν, το Ασέρ είναι μια χώρα πράσινη, γεμάτη νερά και ζώα. Μοιάζει με μια νεα Εδέμ, όπου όλα τα αγαθά της ζωής είναι αυτονόητα και οι άρχοντές της ασχολούνται μόνο με το πώς να διασκεδάσουν και να περάσουν καλύτερα.
«Η ζωή στον απλό κόσμο συνεπάγεται καθημερινές μάχες και αγώνες, να σκοτώνεις, να πληγώνεις και να ματώνεις. Αν μπω στη γη του Ασέρ θα γίνω άλλος άνθρωπος θα δεις, πιο ήρεμος, πιο γλυκός» της έλεγε μετανοιωμένος κάθε βράδυ μετά από τον συνηθισμένο καβγά ο βασιλιάς.

Και η βασίλισσα υπέμενε. Ζούσε πειθήνια στον εφιάλτη του, απ' το να ζει χωρίς όνειρο κανένα . Μα τις νύχτες, έπαιρνε στο χέρι στο βιβλίο που της έσωζε τη ζωή και καθισμένη στο ανάκλιντρο φυλλομετρούσε πάνω του τη νέα της ζωή: «δυο μήνες και σήμερα μέχρι το Ασέρ. Μετά τη μάχη θα τον αφήσω».

Ένα βράδυ ο Βασιλιά τα ήπιε στο παλάτι με τον Ιωάννη τον Φράγκο και μεθυσμένοι και οι δυο άρχισαν να πετάνε βέλη ο ένας στον άλλο μέχρι που ένα –τυχαία ή επίτηδες, ποτέ δεν έμαθε- ξεστράτισε και την βρήκε στο στήθος. Εκεί που είχε ακουμπήσει το βιβλίο της σαν την πήρε ο ύπνος. Το βέλος καρφώθηκε στο σκληρό του εξώφυλλο.
«Απίστευτό! Η ποίηση της έσωσε τη ζωή» μονολόγησε ο αβρός πρίγκηψ Ιωάννης.
«Μα πια η ποίησή της είναι τρύπια!» γέλασε ο βασιλιάς.
Η βασίλισσα δεν έδωσε άλλη σημασία: «δυο εβδομάδες ακόμα και σήμερα. Μετά θα φύγω».

Και κύλησε ο καιρός γοργά. Ο βασιλιάς σαν κέρδισε τη μάχη του Ασέρ γονάτισε μπροστά της και της φίλησε το χέρι.
-Για σένα, είπε και της έδειξε την απέραντη πυκνόφυτη δροσερή έκταση.
-Για σένα εννοείς, είπε εκείνη και τράβηξε το χέρι της απ’ το δικό του.
-Τι σ’ έπιασε τώρα; Γιατί μου χαλάς τη χαρά;
-Γιατί θέλω κι εγώ να χαρώ άρχοντά μου!
Και η βασίλισσα τράβηξε το μπαούλο με τα πράγματά της κάτω απ’ το κρεβάτι.
-Τα είχες όλα ετοιμάσει σαν να ήθελες να φύγεις από μέρες.
-Από μήνες άρχοντά μου. Από μήνες!
-Για πού;
-Για όπου. Αντίο.
-Αντίο, της είπε και ο βασιλιάς που δεν τη ρώτησε γιατί φεύγει.
Ίσως γιατί εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινε ότι η μάχη που έχανε ήταν σημαντικότερη κι από του Ασέρ. Όπως σημαντικότερες είναι πάντα όλες οι χαμένες μάχες, απ’ όσες κερδίζουμε.

Η βασίλισσα περπάτησε στον πλακόστρωτο δρόμο κι έπειτα στο χώμα. Κανείς δε τη βοήθησε να κουβαλήσει το μπαούλο με την προηγούμενη ζωή της στριμωγμένη μέσα του. Κανείς δε τη νοιαζόταν γιατί δεν ήταν πια βασίλισσα.

Περπάτησε, περπάτησε μα στο δρόμο δεν άντεξε. Άνοιξε το μπαούλο και πήρε μόνο το βιβλίο της. Κι ανάλαφρη συνέχισε μονάχα μ’ αυτό για το Ασέρ.

Κι όταν έφτασε έκατσε κατάκοπη σε ένα αραχνιασμένο παγκάκι στον κήπο της. Σήκωσε το βιβλίο -αυτό της ποίησης, που λένε πως της έσωσε τη ζωή. Κοίταξε μέσα από την τρύπα του. Και είδε τον ήλιο.

21.5.07

Πέντε μήνες: Οι ρίζες του φθόνου, τα φτερά της ζήλιας - Invidia

Πάνε πέντε μήνες από το πρώτο ποστ αυτού του μπλογκ. Οι τακτικοί/ές επισκέπτες/τριές μας γνωρίζουν μάλλον ότι με το κλείσιμο κάθε μήνα γράφω ένα κείμενο για τη σύνδεση της ζωής μου με το μπλόγκινγκ, έχουν όμως πιθανόν χορτάσει και να διαβάζουν για μένα τον τελευταίο καιρό. Σήμερα λοιπόν θα το μοιράσουμε: θα σας μιλήσω στην αρχή για το φθόνο, και μετά θα κάνουμε έναν ωραίο περίπατο στη μπλογκόσφαιρα.
Μετεωρίστηκα πολύ καιρό στη ζωή μου ανάμεσα στη ματαιοδοξία και τη μειονεξία, να είμαι μονίμως βέβαιος ότι ξεπερνάω τους/τις άλλους/ες, και ταυτόχρονα να αισθάνομαι ότι ποτέ δεν πρόκειται να τους/τις φτάσω. Μέχρι όμως να ξεκινήσω το μπλόγκινγκ, το συγκεκριμένο σύμπλεγμα δεν είχε αγγίξει τη γραφή μου. Στο γυμναστήριο σκεφτόμουν ότι ο άτριχος τύπος με τους εντυπωσιακούς κοιλιακούς είναι ηλίθιος, ενώ θα ήθελα πάρα πολύ να του μοιάζω, στις διανοούμενες παρέες εξόργιζα με τις έξυπνες αντιρρήσεις μου αυτούς/ές που ήταν υπερβολικά σίγουροι/ες, ενώ αγωνιούσα για μια ιδεολογική βεβαιότητα στη ζωή μου, στη σεξουαλική μου ζωή ανέπτυσσα μια όλο και πιο επαρκή τεχνική, ενώ σκεφτόμουν ότι είμαι αγύμναστος και όχι ιδιαίτερα προικισμένος, μπροστά από τον υπολογιστή μου όμως ήμουν πάντα αρχηγός. Ως το Δεκέμβριο.
Έχω μιλήσει και άλλη φορά για τον ελεφάντινο πύργο του/της συγγραφέα, στον οποίο μπορεί να παραμένει κλεισμένος/η, δέσμιος/α της ματαιοδοξίας και της μοναξιάς του/της, μέχρι να εκδώσει. Με όλα τα προβλήματά της, αυτή η κατάσταση έχει και ένα καλό: παρέχει ασφάλεια. Μπήκα λοιπόν στη μπλογκόσφαιρα και άρχισα να γράφω, αρκετά συχνά και ξεπερνώντας την τεμπελιά μου. Με το να γίνω όμως μέλος ενός συνόλου συγγραφέων, άνοιξα τους ασκούς του Αιόλου και βγήκαν έξω όλοι οι άνεμοι της σύγκρισης. Ιδίως τους πρώτους δύο μήνες έχω κάνει όλες τις βλακείες που μπορεί να κάνει ένας/μία ανασφαλής μπλόγκερ: έμπαινα στα ξένα sitemeter και extremetracking για να δω πόσους/ες επισκέπτες/τριες έχουν, συνέκρινα τον αριθμό των λινκ μας στο technorati, μετρούσα σχόλια στα ποστ των άλλων κτλ.
Δεν έχει νόημα να αναφέρω όλες τις αλλαγές του χειμώνα και της άνοιξης, που με κάνουν πλέον να χαίρομαι και να ζηλεύω με τη θετική έννοια τους/τις συμπλόγκερ μου, οι τακτικοί/ές επισκέπτες/τριες του μπλογκ τις έχουν παρακολουθήσει εξάλλου. Η βασικότερη μετατόπισή μου όμως υπήρξε στο ότι πλέον ζηλεύω περισσότερο αυτούς/ές που δεν μου μοιάζουν καθόλου, δε συγκρίνομαι μαζί τους, αλλά σκέφτομαι πόσο ενδιαφέρον θα είχε να είμαι στη θέση τους. Θα σας παρουσιάσω λοιπόν σήμερα πέντε μπλόγκ (ο αριθμός με αφορμή τους πέντε μήνες), τα οποία δε θα μπορούσα ποτέ να κρατάω ο ίδιος, αλλά χαίρομαι πραγματικά που υπάρχουν.
1. τα μούτρα του George Le Nonce: Το πρώτο μπλογκ που διάβασα στη ζωή μου, οδηγημένος από ένα άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Η πρώτη σκέψη παραμένει ως σήμερα: ένα μπλογκ εξαιρετικής αλλά συχνά και βίαιης ή προκλητικής αισθητικής, (ιδίως στις εικόνες του) γραμμένο σε ελληνικά που πολλοί/ές συγγραφείς θα ζήλευαν. Ο Le Nonce είναι συχνά ερμητικός, παίζοντας ατέρμονα με τη γραφή και το πρόσωπο, κι άλλες φορές προχωρά σε εξομολογήσεις που λίγοι/ες θα αποτολμούσαν στο μπλογκ τους.
2. Fight back’s Bloggin’ circus: Ίσως ο πιο χαλαρός ταλαντούχος μπλόγκερ που ξέρω. Μπορεί να γράψει θαυμάσια ποιήματα ή αφηγήματα τη μία μέρα, και την αμέσως επόμενη να ανεβάσει ποστ για τα τρίκυκλα ή με ατάκες από το «Ρετιρέ» του Γιάννη Δαλιανίδη. Πάντα τσακωμένος με τη σοβαροφάνεια, τα σχόλιά του Fightback είναι οάσεις καλής διάθεσης, όπως και πολλά από τα ποστ του, όταν δεν μπαίνει βέβαια στο ασανσέρ του ύφους, για να εκτοξευθεί στον τελευταίο όροφο, στο ρετιρέ της γραφής.
3. ο Σάκος με τα Μπιφτέκια: Ένα ελληνικό μπλογκ αφιερωμένο αποκλειστικά στην κριτική της showbiz, με τρόπο όμως θα έκανε πολλές τηλεκουτσομπόλες να κρυφτούν από ντροπή για την ανεπάρκειά τους. Η Κατερίνα έχει κηρύξει πόλεμο στο πρότυπο της πλαστικής, ανορεκτικής ομορφιάς και συχνά μας υπενθυμίζει πόση έλλειψη κοινής λογικής συγχωρούμε στους/τις διάσημους/ες, κράζοντας και σατιρίζοντάς τους/τες σε απολαυστικά ελληνικά. Το αγαπημένο μπλογκ της συγκατοίκου μου (και δεν εννοώ ένα από τα δύο αγαπημένα της μαζί με το δικό μου, αλλά το αγαπημένο της, τελεία).
4. Απ’ το τίποτα στο τίποτα: Μινιμαλισμός, πυκνότητα, σεμνότητα, βάθος. Υπενθυμίζει σε κάτι ανοικονόμητους τύπους σαν εμένα, πόσες ενδιάμεσες στάσεις υπάρχουν ανάμεσα στη σιωπή και τη φλυαρία.
5. Νερίνα: Μια ημίτρελη νοικοκυρά με δύο θεότρελες κόρες (η μία από τις δύο μάλιστα, η Νάσια, γιορτάζει κι αυτή σήμερα), καταγράφει με απίστευτο χιούμορ, καμιά φορά όμως και έντονη πίκρα, μια καθημερινότητα που μόνο συμβατική δεν μπορείς να την πεις. Μας καλημερίζει συχνά με υπέροχα τραγούδια και εμένα τουλάχιστον με καθησυχάζει ότι πάντα μπορείς να μεγαλώνεις ωραία, αρκεί να έχεις το νου σου. Το μότο της βέβαια είναι το ακριβώς αντίθετο: «Ποτέ δεν είναι αργά για να ζήσεις ευτυχισμένα παιδικά χρόνια.»

[Παρεμπιπτόντως: για αρκετό καιρό έπαιζα με το όνομα «Μιχάλης», όταν έγραφα μυθοπλαστικά κείμενα που με είχαν ως ήρωα. Θα συνεχίσω να το κάνω σε αυτές τις περιπτώσεις, το πραγματικό μου όνομα όμως είναι Κώστας. Και σήμερα γιορτάζω!]

20.5.07

Η βροχή απ’ το διΑΜΜΕρισμα μου –Λιστα Αμμου 11


Something old… Elliott Smith – Waltz #2. Για ορεκτικό προτείνω συννεφένια ντολμαδάκια, για κυρίως την (Καταί)Γίδα μαγειρεμένη σε καρεκλοπόδαρα μυρωδάτου πεύκου και για επιδόρπιο κανταΐφι χρυσών αστραπών με σιροπιαστές ψιχάλες.

Something new… Aeon Spoke – No answer. Η βροχή χτυπάει τα τζάμια, οι περαστικοί περπατούν βιαστικοί, η πόλη μοιάζει με ασπρόμαυρη φωτογραφία που μοσχομυρίζει βρεγμένο χώμα νοσταλγίας. Ωραία…

Something borrowed… Οι Oasis στο Wonderwall ’φέραν λίγο ήλιο στο πάντα βροχερό νησί. Η Cat Power πάλι, απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αποφάσισε να ζωγραφίσει μόνο με κάρβουνο εκείνη την ημέρα…

Something blue… Carter Little – Break my heart. Άσε την κλάψα, σήκω ντύσου, πάρε το ένα κομμάτι της σπασμένης σου καρδιάς και βγες έξω. Αλήθεια, πώς νιώθεις που κρατάς την πιο μεγάλη και κόκκινη ομπρέλα στην πόλη;!;

19.5.07

Ο ιππότης Φερδινάνδος

[Ο μπλόγκερ Υπέροχα Απρόβλεπτος είναι ένας καλός φίλος που γνώρισα αρκετό καιρό πριν ξεκινήσω το μπλόγκινγκ. Αν επισκεφθείτε το μπλογκ του, θα δειτε ότι η σοβαροφάνεια είναι το τελευταίο που τον ενδιαφέρει: μπορεί να κάνει ποστ για το βιβλίο «Οι Έλληνες και το Παράλογο» του Dodds, αλλά και για την παιδική σειρά «Κάντι Κάντι». Κάπως έτσι, μου έστειλε σήμερα αυτήν την ιστορία στο μέιλ μου, η οποία θεώρησα ότι ταιριάζει απόλυτα και με το κλίμα αυτού του μπλογκ.]

Ο ένδοξος ιππότης Φερδινάνδος ο μέγας εξολοθρευτής δράκων είχε μια επικίνδυνη εμμονή: να χώσει το πρόσωπό του στα πλούσια στήθη της Βασιλίσσης, αλλά ήξερε ότι για κάτι τέτοιο η ποινή είναι θάνατος. Μια μέρα εξομολογήθηκε αυτό το μυστικό του στον σύντροφό του τον Λεόντιο τον ιατρό, ο οποίος ήταν και ο αρχίατρος του Βασιλιά.
Ο Λεόντιος ο ιατρός, αφού σκέφτηκε, του είπε ότι βρήκε ένα τρόπο για να του ικανοποιήσει την επιθυμία του, αλλά όλη η ιστορία θα του κόστιζε 1000 χρυσά νομίσματα. Χωρίς δισταγμό ο ιππότης Φερδινάνδος συμφώνησε με το ποσό.
Την επόμενη μέρα ο Λεόντιος ο ιατρός παρασκεύασε μια φαγουρόσκονη και έριξε λίγη στον στηθόδεσμο της Βασιλίσσης, όταν αυτή έκανε μπάνιο. H φαγουρόσκονη άρχισε να ενεργεί.
Όταν τον εκκάλεσαν στα ιδιαίτερα βασιλικά δωμάτια για να αντιμετωπίσει το περιστατικό, ο Λεόντιος ο ιατρός πληροφόρησε τον Βασιλιά και την Βασίλισσα ότι μόνο ένα ειδικό σάλιο, αν εφαρμοστεί για τέσσερις ώρες θα μπορούσε να θεραπεύσει αυτή την φαγούρα. Και, σύμφωνα με τα τεστ, το μόνο κατάλληλο σάλιο, σαν αντίδοτο, ήταν αυτό του ιππότη Φερδινάνδου του μεγάλου εξολοθρευτή δράκων.
Ο Βασιλιάς αμέσως προσκάλεσε τον ιππότη Φερδινάνδο στο παλάτι. Ο Λεόντιος ο ιατρός έδωσε στον ιππότη το αντίδοτο της φαγουρόσκονης, το οποίο γρήγορα έβαλε στο στόμα του, και έτσι για τις επόμενες τέσσερις ώρες ο ιππότης εργαζόταν, με ζήλο, πάνω στα πλούσια και υπέροχα στήθη της Βασιλίσσης.

Η φαγούρα πράγματι πέρασε, η Βασίλισσα ανακουφίστηκε και ο ιππότης έφυγε ικανοποιημένος και τιμημένος σαν ήρωας. Όταν ο ιππότης Φερδινάνδος επέστρεψε στο σπίτι του, βρήκε τον ιατρό Λεόντιο, ο οποίος απαίτησε την πληρωμή των 1000 χρυσών νομισμάτων. Αλλά τώρα που η επιθυμία του είχε εκπληρωθεί, ο ιππότης Φερδινάνδος, επειδή γνώριζε ότι ο Λεόντιος ο ιατρός δεν θα μπορούσε ποτέ να αναφέρει την απάτη που κατασκεύασαν στον Βασιλιά, τον έδιωξε χωρίς να του πληρώσει τίποτα.
Την άλλη μέρα ο Λεόντιος ο ιατρός έχυσε μια πολύ μεγάλη δόση φαγουρόσκονης στο σώβρακο του Βασιλιά. Ο Βασιλιάς αμέσως εκκάλεσε τον ιππότη Φερδινάνδο...

[Και όπως θα ρωτούσε η Δούκισσα την Αλίκη: Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας;]

18.5.07

Σύντομο ενημερωτικό διάλειμμα IV: Η υπόθεση Αντώνη Τσιπρόπουλου

Στις 21 Ιουνίου του 2007, ο υπεύθυνος του δικτυακού τόπου blogme.gr Αντώνης Τσιπρόπουλος δικάζεται στο Πρώτο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών επειδή ο aggregator που διατηρούσε παρέπεμπε στο δικτυακό τόπο των funEL. Είναι γνωστό πως οι funEL ασκούν σκληρή σάτιρα στον τηλεπωλητή Δημοσθένη Λιακόπουλο, αλλά και γενικότερα στις μεταφυσικές και παραφυσικές ιδέες που υποστηρίζει. Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι ο Αντώνης Τσιπρόπουλος δικάζεται, επειδή ο aggregator του περιλάμβανε σύνδεσμο προς το δικτυακό τόπο των funEL.
Ο Αντώνης Τσιπρόπουλος ζητά τη συμπαράσταση όλων μας, η υπόθεση όμως νομίζω πως αφορά και ευρύτερα την ελευθερία στο διαδίκτυο. Πρόσφατα ξεκίνησε μια προσπάθεια υποστήριξής του μέσα από τη συλλογή υπογραφών. Προσωπικά υπέγραψα και θα ζητούσα από τους/τις επισκέπτες/τριες του μπλογκ τουλάχιστον να ενημερωθούν για την υπόθεση, διαβάζοντας το σχετικό ποστ του ίδιου του μηνυόμενου, αλλά και το κείμενο της συλλογής υπογραφών. Στη δεύτερη διεύθυνση μπορούν να δηλώσουν και την υποστήριξή τους υπογράφοντας.

[Οι ενδιαφερόμενοι/ες μπορούν επίσης να επισκεφθούν τα μπλόγκ του Παναγιώτη Βρυώνη, του λ:ηρ, της Ροδιάς, του JimHellas, του Σπύρου Αγγελόπουλου και το φόρουμ του Blogspace.

Αν κάποιος/α μπλόγκερ το επιθυμεί, μπορεί να αναρτήσει στο μπλογκ του/της, το banner υποστήριξης που υπάρχει αριστερά στα λινκ, αρκεί να μου το γράψει σε ένα μέιλ, για να του στείλω τον κώδικα. Ευχαριστώ το Γιάννη Μαργαρίτη, που έκανε το ίδιο για εμένα.]

The Stockholm syndrome

The Stockholm syndrome
Μια συνέντευξη του Σαμμάνου στον Polsemannen

Κράμα στοιχείων ετερόκλιτων – απόλυτα αντιφατικών και συγκρουόμενων- που χώθηκαν μέσα μου, χωρίς να με ρωτήσουν, και δημιούργησαν αυτή την περίπλοκη ύπαρξη κάτω απ’ το δέρμα μου -την αποκαλούμενη και «προσωπικότητα». Υποφέροντας για χρόνια απ’ το Σύνδρομο της Στοκχόλμης –δένομαι με τους δυνάστες μου και όσα με πονάνε. Πέντε τραγούδια που με περιγράφουν σταθερά, σε έναν ατέρμονο κυκλικό χορό…

Sound – I can’ t escape myself. Αν υπήρχε Ολυμπιακό Άθλημα του ποιος δεν αντέχει τον εαυτό του, νομίζω θα είχα στεφθεί άπειρες φορές Ολυμπιονίκης. «I want to break out/ shake off this skin…”

Morrissey – Never get married. Και αφού ο εαυτός μου είναι τόσο χάλια και κανείς δε με αντέχει -«I will live my life as I will undoubtedly die –alone”…

Pulp – Razzmatazz. Φυσικά κάθε μανιοκαταθλιπτικός που σέβεται το χάλι του οφείλει να παθαίνει πού και πού κρίσεις υπερδιέγερσης και να χοροπηδάει σαν παλαβός στο ΡΟΡ : “
Am I talking to fast, or are you playing damp, I you want I can write it down [… ] all those stupid little things they ain’ t working, no they ain’ working anymore”.

Cure – Just like heaven. Στην live εκδοχή του “show” το μπάσο βαράει κατευθείαν στην καρδιά (like cupid’ s dart!) και η φωνή του Smith σπάει εκεί που λέει «why are you so far away, why won’ t you ever know that I’ m in love with you”. Νομίζω ότι πετυχαίνει έξοχα το βλέμμα της ικεσίας, με τα πελώρια ανοιγμένα μάτια και την αθώα έκφραση «ένα αγόρι, ένα κορίτσι, τι μπορεί να πάει στραβά»; (τα πάντα γλυκιά μου, όπως πάντα -τα πάντα…)

Interpol – C’ mere. Ας πούμε, σε έξη μήνες θα σου έχει περάσει η καψούρα και θα βρούμε sms σου σε άλλους και o μαλάκας θα μείνει πάλι μόνος να κοπανιέται στους τοίχους: “the problem is that you’ re in love with someone else –it should be me, I should be me…

Μετά από αυτό τα ξαναπαίρνουμε από την αρχή –Stockholm syndrome, I can’ t escape myself, κλπ, κλπ.

Καλώ στο παιχνίδι –αν δεν έχει ήδη παίξει- την dannossiel –μπας και καταλάβω τι ακούει αυτό το πλάσμα επιτέλους, τον Ορέστη και τον Άγγλο (ψυχ)ασθενή (εσύ δεν έχεις μπλογκ, θα μας τα πεις στα σχόλια)!

17.5.07

Ας ποδοπατήσουμε τους ναρκίσσους, όσο καθρεφτιζόμαστε στη λίμνη

Ο σύντροφος Polsemannen κάλεσε ευγενικά εμένα και το Σαμμάνο σε ένα ακόμα αλυσιδωτό μπλογκοπαιχνίδι, όπου αυτή τη φορά θα γράφαμε τα πέντε αγαπημένα μας τραγούδια. Δε γνώριζε βέβαια πως την ίδια πρόσκληση είχαμε ήδη δεχτεί προ καιρού από τον αγαπητό σαχλαλούντα Γούφα. Θα μεταφέρω εδώ τον προβληματισμό που είχα αναπτύξει στο Γούφα σε ένα μέιλ, τροποποιημένο τόσο, ώστε να λειτουργεί επικοινωνιακά σ’ αυτό το χώρο.
Δεν έχω κρύψει ότι το μπλογκ αυτό ξεκίνησε σε μια περίοδο χαμηλής αυτοπεποίθησης για εμένα, όπου έψαχνα να βρω δυναμικές του εαυτού μου που θα με πήγαιναν παραπέρα. Μαζί με άλλα πράγματα που μου συνέβησαν και έκανα από τότε, το μπλογκ ήταν σίγουρα μια ενασχόληση που μου γέννησε δημιουργικότητα και με ανέβασε. Ούτε ο εγωισμός, ούτε ο ναρκισσισμός είναι βέβαια άσχετοι με αυτό που περιγράφω: καθρεφτίζομαι εδώ συχνά, μου φαίνομαι όμορφος αλλά μου το λέτε κι εσείς, με χάρη και πειστικότητα.
Αφού λοιπόν έχω γράψει παλιότερα τα πέντε πράγματα που δεν ξέρετε για μένα και έχω πρόσφατα απαντήσει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ, αναρωτήθηκα πόση ακόμα αυτοπαρουσίαση χωράει εδώ, ή ακόμη καλύτερα πόσος ναρκισσισμός. Προς θεού, φίλοι/ες συμπλόγκερ, δε σας λέω συλλήβδην Νάρκισσους, όσους/ες συμμετέχετε σε τέτοιες αυτοπαρουσιάσεις. Λέω πως εγώ ειδικά δεν μπορώ να μιλήσω άλλο έτσι για τον εαυτό μου. Προτιμώ να με ξεγυμνώνω στα αυτοβιογραφικά μου κείμενα, να με κοροϊδεύω στη λογοτεχνία που με έχει για ήρωα, να δείχνω τους τρόπους που επικοινωνώ με άλλους/ες στα σχόλια. Αν έπαιζα και αυτό το παιχνίδι, θα το έκανα χωρίς καθόλου πόζα (όπως για παράδειγμα κατάφερε σε ένα εξαιρετικό ποστ η μπλόγκερ ΓιατηνΑρλέτα), δηλώνω όμως ανεπάρκεια για κάτι τέτοιο.
Μετασχηματίζω λοιπόν το παιχνίδι ως εξής: όσοι/ες φίλοι/ες μου με διαβάζουν, είναι ευπρόσδεκτοι/ες να παρουσιάσουν εδώ πέντε αγαπημένα τους τραγούδια, με ένα κειμενάκι (ο Γιάννης και η Μαρία έχουν αποδεχτεί ήδη την πρόσκληση και περιμένω να την πραγματοποιήσουν). Αυτή τη φορά ας καθρεφτιστώ στους/τις άλλους/ες λοιπόν.

[Φυσικά μιλάω μόνο για τον εαυτό μου και όχι για το Σαμμάνο. Και κοίτα πώς το έφερε η τύχη το εκατοστό ποστ του μπλογκ να μιλάει για το ναρκισσισμό…]

16.5.07

Η άλλη μισή όψη

Άκουσε το ξυπνητήρι να χτυπάει αλλά κουκουλώθηκε κάτω από τα σεντόνια, τυλίγοντάς τα στα πόδια της. Θυμόταν ότι το είχε βάλει μακριά, για να σηκωθεί και να ξυπνήσει, περίμενε, περίμενε, κάποια στιγμή σταμάτησε. Σκέφτηκε όμως ότι έπρεπε να σηκωθεί, δεν είχε τελειώσει το τέταρτο κεφάλαιο χτες βράδυ και ήταν καλό να ξεκινήσει από νωρίς σήμερα. Έτριψε τα πόδια της μεταξύ τους, αισθανόμενη τη γλυκιά τριβή του σεντονιού στην κλειτορίδα της. Ούτε και χτες βράδυ είχε κοιμηθεί μαζί της ο βλάκας.
Στην κουζίνα έβαλε το μπρίκι στο γκαζάκι, για να ζεσταθεί το νερό. Πάντα νες έπινε, χειμώνα καλοκαίρι, για να ανοίξει ο λαιμός της. Έριξε μέσα μια κουταλιά καφέ και δύο χαπάκια ασπαρτάμης, ανάβοντας ένα καρέλια σλιμ. Θα έκανε ένα τσιγάρο ακόμα και μετά γραμμή στον υπολογιστή, δεν μπορούσε να φύγει έτσι το πρωί.
Καθώς περίμενε να ανοίξει ο υπολογιστής, άναψε την τηλεόραση και άρχισε να χαζεύει τη Μενεγάκη, τον Αρναούτογλου, την Ελεωνόρα. Τελικά το άφησε στο «Λα σουσουρελά», λέγανε τις περισσότερες βλακείες, οπότε την αποσπούσανε και λιγότερο. Καλά, αυτή η Τρυφίδου, κάπως κατάφερνε και έμπαινε στα ρούχα της, πώς τα έβγαζε μετά;
Δεν είχε όρεξη να γράψει με τίποτα. Στην αρχή της άρεσε που δούλευε στο σπίτι ως δακτυλογράφος, δούλευε όποτε ήθελε και όπως ήθελε, αρκεί να έβγαινε η δουλειά. Είχε αρχίσει όμως να την πνίγει το σπίτι της, μπορεί να περνούσε και ολόκληρη μέρα σε αυτό, με μια μικρή βόλτα στο ψιλικατζίδικο για τσιγάρα, αυτή, ο υπολογιστής και η τηλεόραση. Κοίταξε το Μάλη, που κορόιδευε τη συμμετοχή της Ουκρανίας στη Γιουροβίζιον. «Ηλίθιος είναι, αλλά κρατάει καλή παρέα», σκέφτηκε «Ευτυχώς που υπάρχει κι αυτός, γιατί αν περιμένω από τον άλλον να τηλεφωνήσει για καλημέρα, σώθηκα.»
Το μεσημέρι έβγαλε το πυρέξ με το παστίτσιο της μαμάς της από το ψυγείο και ζέστανε ένα κομμάτι στο φούρνο. Καλύτερα να το άφηνε έξω, μπορεί να περνούσε το ζώον ο γκόμενός της το βράδυ, να του έβαζε κάτι να φάει. Θα του έλεγε ότι το μαγείρεψε αυτή, αλλά σιγά μην έλεγε καλή κουβέντα. Κάθισε στον καναπέ, για να χαζέψει λίγο Τατιάνα, είχε αφιέρωμα στην παχυσαρκία. Ενώ κρατούσε υψωμένη την πιρουνιά από το παστίτσιο, έπιασε με το άλλο της χέρι το μηρό και μάλαξε το λίπος που είχε συγκεντρωθεί εκεί. «Δε μ’ αφήνετε ήσυχη, λέω ‘γω» είπε, κατέβασε τη μπουκιά της και το γύρισε στη Λαμπίρη.
Πλησίαζε εννιά η ώρα, λογικά θα την έπαιρνε τηλέφωνο, σχολούσε όπου να ‘ναι. Να του έλεγε κανένα ψέμα ότι έχει κανονίσει με τις φίλες της, μπας και ζηλέψει και φιλοτιμηθεί να τη βγάλει έξω, είχε φρικάρει στο σπίτι τόσες μέρες.
Πράγματι την πήρε τηλέφωνο, αλλά δεν καταλάβαινε από τέτοια. Το μόνο καλό ήταν ότι δεν την άρχισε στα γαμοσταυρίδια, τα συνήθιζε γενικά κι αυτή ξενέρωνε απίστευτα. Εντάξει τουλάχιστον θα βλέπανε τηλεόραση μαζί, άλλες φορές έτρωγε, ρίχνανε ένα πήδημα και έφευγε. Να κανόνιζε αύριο να βγει με το παιδί από το βιντεοκλάμπ, μια χαρά είχαν περάσει την Κυριακή που πήγανε για καφέ. Ήταν θέμα χρόνου να της τα ρίξει, μετά τον σχόλαγε τον άλλο και μια χαρά όλα.
Τον είδε να τρώει με λαιμαργία το παστίτσιο, να ανοίγει την μπίρα και να ανάβει το μάρλμπορο. Σκέφτηκε να ανάψει κι αυτή ένα τσιγάρο, αλλά το άφησε για μετά, θα ταίριαζε περισσότερο. Έπεσε πάνω της, της φίλησε τα βυζιά, την έγδυσε γρήγορα και μπήκε μέσα της, φορώντας ακόμα τις κάλτσες και τη φανέλα του. Κοπανήθηκε μερικές φορές και τελείωσε έξω, στην κοιλιά της. Πόσο γρήγορα έπρεπε να τελειώνει κάποιος για να το πεις πρόωρη εκσπερμάτωση, το έλεγε ένας γιατρός στη Θρασκιά, αλλά δε θυμόταν τώρα.
Είδαν μετά το Παρα Πέντε, της άρεσε αυτή η παρέα που όλοι αγαπιούνταν μεταξύ τους, αντιμετώπιζαν κινδύνους και έβγαιναν νικητές με την παλαβομάρα τους. Ωραία θα ήταν να έχει μια τέτοια παρέα, α και ένα μικρό πόνυ να την αγαπάει, αυτή να κάνει τη δύσκολη και εκείνο να επιμένει. Τέλος πάντων, αυτά μόνο στην τηλεόραση γίνονταν. Με το που τελείωσε η εκπομπή σηκώθηκε και της είπε ότι έπρεπε να φύγει, ήταν πρωινός στη δουλειά αύριο. Ναι, που αν ήταν απογευματινός θα καθότανε στάνταρ. Της έριξε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα («Εδώ να μείνεις, της καληνύχτας τα φιλιά τι μου τα δίνεις;» σκέφτηκε) και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Πήγε στον υπολογιστή, έκλεισε το αρχείο word που δούλευε και μπήκε στον blogger. Έκανε ένα διάλειμμα το μεσημέρι, έκλεισε την τηλεόραση, κάπνισε τέσσερα τσιγάρα απανωτά και το τελείωσε το ποίημα που την παίδευε. Μπα, της είχε αφήσει σχόλιο στο προηγούμενο και ο Αλαφροΐσκιωτος, της άρεσαν κι αυτής τα ποιήματά του. Δεν είχε όρεξη να απαντήσει τώρα, αύριο καλύτερα. Έλεγξε αν είχε ανεβεί σωστά το ποστ, άλλαξε τη γραμματοσειρά σε Georgia για να φαίνεται καλύτερα και έκλεισε τον Firefox.
Έβαλε στο dvd player του υπολογιστή τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα», ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπε αυτό το μήνα, για γενικά είχε χάσει πλέον το μέτρημα. Καθώς απλωνόταν η μουσική του Πράισνερ στο δωμάτιο, δυο δάκρια ανέβηκαν στα μάτια της, τα έκλεισε όμως σφιχτά και δεν τα άφησε να φύγουν.

15.5.07

Η άλλη όψη

Σηκώθηκε με βαριές κινήσεις από το κρεβάτι και κοίταξε την ώρα στο κινητό του. «Το Χριστό μου!» είπε «Πάλι τελευταία στιγμή σηκώθηκα!». Έβαλε το χέρι του μέσα στο εσώρουχο και έγειρε τον πούτσο του στο πλάι για να μην πετάγεται μπροστά. «Άμα κοιμόμασταν μαζί με τη μαλακισμένη δε θα είχαμε τέτοια προβλήματα πρωινιάτικα.» σκέφτηκε.
Στην κουζίνα έβαλε δυο κουταλιές νεσκαφέ και τέσσερις ζάχαρη με λίγο νερό σε ένα ποτήρι και άρχισε να χτυπάει το μείγμα με το μηχανάκι, μέχρι να ασπρίσει. Πρόσθεσε κρύο νερό, αρκετό γάλα και άναψε το πρώτο μάρλμπορο της ημέρας. Τελειώνοντας το δεύτερο, κοίταξε την ώρα. Έπρεπε να ξεκινάει αλλιώς θα αργούσε πάλι και βαριόταν να του πρήζουν τα αρχίδια, πάλι άργησες και πάλι άργησες.
Στο αστικό για τη δουλειά χάζευε τα βυζιά της κοπέλας μπροστά του. Είχε καλοκαιριάσει πια και οι πουτανίτσες τα είχαν βγάλει όλα έξω. Κατέβηκε στη στάση, περπάτησε λίγο κι ανέβηκε στον έκτο όροφο στα γραφεία.
Δεν περνούσε το γαμημένο το οχτάωρο με τίποτα. Στην αρχή του άρεσε η δουλειά του πωλητή από το τηλέφωνο, καθόταν σε ένα γραφειάκι και μιλούσε με τους μαλάκες, ξεκούραστα κι απλά. Βαριόταν όμως πια να λέει τα ίδια και τα ίδια, πόσο γαμάτο ήταν το προϊόν τους, πόσο τους συνέφερε να συνεργαστούν με την εταιρεία τους. Κοίταξε τη Λίτσα στο απέναντι γραφείο. «Ασχημομούρα είναι, αλλά έχει ωραίο βυζί», σκέφτηκε «Ευτυχώς που έχουμε κι αυτή να λέμε καμιά μαλακία.»
Τελικά πέρασε το οχτάωρο, έκλεισε και τρία συμβόλαια, είχε πάει καλά η μέρα. Με το που κατέβηκε από την οικοδομή, πήρε τηλέφωνο τη γκόμενά του. «Έλα μωρό, είσαι σπίτι;» - «Θα περάσω μια βόλτα, ναι;» - «Μπα μωρέ, βαριέμαι, αράζω σπίτι σου και βλέπουμε κανένα Παρά Πέντε, που το γουστάρεις κιόλας.» - «Ποιες φίλες σου και μαλακίες;» - «Δε με νοιάζει τι έχετε κανονίσει, θα τα πούμε από κοντά.» Όλο νερά του έκανε η σκροφίτσα τον τελευταίο καιρό, δε βγαίνουμε έξω και θα κανονίσω σήμερα με τις φίλες μου, θα της έριχνε κανένα σουτ να μην ξέρει από που της ήρθε.
Του έβαλε να φάει παστίτσιο που έχει φτιάξει για μεσημέρι, σαν της μάνας του δεν ήτανε αλλά μαγείρευε καλά. Ήπιε μια μπίρα, έκανε ένα τσιγάρο, μετά έγειρε πάνω της στον καναπέ και της έριξε έναν στα γρήγορα. Την είχε βαρεθεί λίγο, αλλά του άρεσε ακόμα το μουνάκι της, ίσως να ‘βρισκε και καμιά δεύτερη, τόσες τον θέλανε και τις είχε μόνο στον πρόλογο.
Είδανε αυτή τη μαλακία με τους πούστηδες και τις κωλόγριες, το Παρά Πέντε και αποφάσισε να σηκωθεί. Την επόμενη μέρα ήταν πρωινός στη δουλειά, δεν τον έπαιρνε να το ξενυχτήσει. Της έδωσε ένα φιλί για καληνύχτα, τα γούσταραν αυτά οι γκόμενες, και κατέβηκε να πάρει το αστικό για το σπίτι του.
Μπαίνοντας στο σπίτι, πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε μια μπίρα. Είχαν μαζευτεί πολλά πιάτα στο νεροχύτη κι είχαν αρχίσει να μυρίζουν, για μια στιγμή σκέφτηκε να τα πλύνει, αλλά «δε γαμιέται» είπε, «θα έρθει η άλλη από δω, λογικά θα φρικάρει και θα τα πλύνει.»
Πάτησε το on στο ραδιόφωνο και επέλεξε τους 92.00 FM. Το Γ’ Πρόγραμμα είχε σε επανάληψη το Intercity, του άρεσε αυτή η εκπομπή, συνήθως έπαιζε μουσικές που δεν είχε ξανακούσει. Πήρε το βιβλίο που είχε δανειστεί από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και το άνοιξε στη σελίδα 160. Ξαπλώνοντας στον καναπέ, αναρωτήθηκε αν θα παντρευόταν τελικά τη Ντάρια Παύλοβνα ο Στέπαν Τροφίμοβιτς. «Αυτή η Βαρβάρα Παύλοβνα τα έχει κάνει όλα πουτάνα» σκέφτηκε και ξεκίνησε να διαβάζει. Σε ένα τέταρτο είχε αποκοιμηθεί, με τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι ακουμπισμένους στο στήθος του, στο ύψος της καρδιάς.

14.5.07

"The story fights back!" said Lex Luthor

Πριν από λίγο καιρό ξεκινήσαμε με την Isis Unveiled την απόπειρα για ένα online μυθιστόρημα, με τίτλο "The Neverending Story", στο οποίο ένας/μία μπλόγκερ θα έγραφε και από ένα κεφάλαιο. Μετά από μια προσωρινή εμπλοκή, την ιστορία συνεχίζουν επάξια οι αγαπητοί και ταλαντούχοι Fightback και Lex Luthor. Σας προτείνω λοιπόν να επισκεφθείτε τα μπλογκ τους για να διαβασετε το 6ο και 7o κεφάλαιο. Αν δεν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα, επισκεφθείτε τους: 1. Isis, 2. Άμμος, 3. Ιούδας, 4. Idaki Borghia, 5. Μπαμπάκης.

13.5.07

Η φραπιέρα του τρόμου

Το πώς είχε βρεθεί η Μάνια, μια νεοδιόριστη δασκάλα, να δουλεύει ως μπαργούμαν σ’ ένα χωριό της Δράμας, δε θα το αναλύσουμε τώρα. Ας μείνουμε μόνο στο γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης –που παρεμπιπτόντως νταραβεριζόταν και μαζί της- έπρεπε να κάνει μια χειρουργική επέμβαση και επειδή της είχε εμπιστοσύνη την αγγάρεψε να ανέβει και να του κρατήσει το μπαρ για μερικές μέρες.

Εκτός από την κήλη του ιδιοκτήτη και άλλα είχαν βαρέσει διάλυση στο μαγαζί, ανάμεσά τους και η μηχανή για τον φραπέ. Η εταιρία την αντικατέστησε σχεδόν αμέσως με μια καινούρια, που ήταν όμως μεγαλύτερου βεληνεκούς και δύναμης. Το κακό με αυτήν ήταν ότι αν τολμούσες να βάλεις στο ποτήρι περισσότερο από ένα δάχτυλο νερό, σε dt ο καφές άφριζε και πιτσίλαγε παντού. Ο φίλος της την είχε προειδοποιήσει: όταν κάνει φραπέ το νερό να είναι ελάχιστο και τις σοκολάτες να τις χτυπάει μέσα σε μεγάλο σέικερ, αλλιώς θα λέρωνε μέχρι το ταβάνι.

Καλό παιδί και υπάκουο η Μάνια, έπιασε φιλότιμα δουλειά. Πολύ προσεκτικά και με το σταγονόμετρο το νερό στα φραποπότηρα. Ώσπου αφού έκανε την πρακτική της ο καλός της αποφάσισε να μπει στο νοσοκομείο για την εγχείρηση και την άφησε στο πόδι του. Μαζί της άφησε δυο βοηθούς, οι οποίοι θα έρχονταν εκ περιτροπής τα βράδια που είχε περισσότερη κίνηση: τον Βασίλη και τον Αλέξη.

Ο Άλεξ, παληκάρι 20χρονο, ψηλός και με κατατομή Ερμού του Πραξιτέλους, ήρθε κατά τις 8 το βραδάκι, γνωρίστηκαν και πιάσανε κουβέντα. Λίγο μετά ο μικρός μπήκε μέσα να βρει κάτι να πιει αλλά λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκαν ουρλιαχτά. «Κλείσε καταραμένοοο!» φώναζε εκείνος και όταν η Μάνια έτρεξε να τον βοηθήσει βρήκε τον Άλεξ με καφέ πουά στο άσπρο του κοντομάνικο και φραπέ πανάδες στο υπέροχο μουτράκι του. Σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να γλύψει τη μόκα απ’ το πρόσωπο του δροσερού Άδωνη (πράγμα που θα άξιζε στον γκόμενό της, για όσα της είχε κάνει κατά καιρούς) αλλά απλά πάτησε το κουμπί να κλείσει το μαραφέτι που είχε σκορπίσει γύρω του τον τρόμο. «Μια ώρα το πάταγα, δεν έκλεινε» είπε ξέπνοα αυτός. «Ναι είναι πολύ δυνατή και το κουμπί θέλει να το πατήσεις με διάρκεια αλλιώς δε σταματάει» τον κοίταξε ένοχα η Μάνια. Ήταν τόσο ωραίος που όση ώρα μιλάγανε ξέχασε ολωσδιόλου να τον ενημερώσει για την καινούρια μηχανή.

Την επόμενη νύχτα ήρθε ο Βασίλης να αναλάβει υπηρεσία: μαγκάκι και gentleman μαζί, απ’ αυτούς που ανοίγουν πόρτες στις κυρίες και δεν αφήνουν τη γυναίκα να σηκώσει ένα περιοδικό μην κουραστεί. Είχε τη Μάνια στα πούπουλα και δεν την άφηνε να κουνήσει όλη νύχτα. Ποτό παράγγελναν, τσακιζόταν αυτός. Μπύρα –να την ανοίξει μην σπάσει κανένα νύχι το κορίτσι. Η Μάνια προσπάθησε να του πει για τη φραπιέρα αλλά ο Βασίλης ήταν μονίμως σε ένα στυλ «έλα καλή μου, εγώ είμαι παλιός εδώ, τρία χρόνια το δούλευα το μπαρ, ξέρω, μην ανησυχείς. Όταν είμαι εγώ εδώ δε θέλω να ανησυχείς»!

Η νύχτα πήγαινε καλά μέχρι που κάποια στιγμή ήρθε η Σούλα και ζήτησε σοκολάτα. Η Μάνια του είπε «να την κάνω εγώ γιατί πρέπει στο σέικερ επειδή ….» μα ο Βασίλης χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι «θα την κάνω εγώ, μα τι ανησυχείς, ξέρω σου λέω»! Η Μάνια πήγε στην τουαλέτα και ετοίμασε τη σφουγγαρίστρα.

Λίγο μετά γαμοσταυρίδια πέφτανε μέσα απ’ την μπάρα, ένα τρελό σβούρισμα απλωνόταν στο χώρο ενώ οι πελάτες κοίταζαν σκιαγμένοι προς τα εκεί. Η Μάνια έτρεξε να βοηθήσει και τότε ο Βασίλης, μέσα στον πανικό, σαν άλλος Άη Γιώργης άρπαξε τη σφουγγαρίστρα απ’ τα χέρια της και κοπάνησε μια με το κοντάρι στο μηχάνημα, που έμεινε στον τόπο. «Μην ανησυχείτε, όλα είναι υπό έλεγχο» ανακοίνωσε στους θαμώνες σηκώνοντας τα χέρια του καθησυχαστικά. Και λέγοντας αυτό μια τεράστια σταγόνα σοκολάτας έσκασε πάνω στη μύτη του από το ταβάνι, που είχε γίνει σαν σκυλάκι της Δαλματίας απ’ το κακάο που είχε πεταχτεί ως πάνω.

Η φραπιέρα του τρόμου δεν ξαναδούλεψε ποτέ στο καφέ αντιθέτως με τον Βασίλη , που δούλεψε πολλές ακόμα νύχτες μέχρι να την ξεπληρώσει. Ο Άλεξ ως πιο ψηλός αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει στη σκάλα και να καθαρίσει το ταβάνι ενώ ο ιδιοκτήτης τα έχωσε στη Μάνια ότι «θα τη γαμήσει αν του κάνει μπουρδέλο το μαγαζί μέχρι να γυρίσει». Αλλά πέραν τούτου άλλο τίποτα δεν της έχωσε και δεν πραγματοποίησε καμία απειλή του.

Η Μάνια συνέχισε να τον γιατροπορεύει και να τον πηγαινοφέρνει με το αμάξι του –μιας και δε μπορούσε να οδηγήσει γιατί τον τράβαγαν τα ράμματα – και όλο και πιο συχνά αναρωτιόταν τι γυρεύει εκεί: «δε με πηδάει ποτέ και πάντα πρέπει εγώ να οδηγώ». Όμως ενώ στην αρχή υπήρχε μια υφέρπουσα ένταση, άξαφνα νηνεμία επικράτησε ανάμεσά τους. Η φραπιέρα του τρόμου, με το που έγινε κομμάτια, θρυμμάτισε κάθε ψευδαίσθηση ταιριάσματος μέσα στο μυαλό της Μάνιας. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως έριχνε πολύ περισσότερο έρωτα από ένα δαχτυλάκι στη σχέσης της. Και το ποτήρι που κράταγε ο μαντράχαλός της, ήταν χαμηλό. Ήταν καιρός να χαμηλώσει ταχύτητα στη μηχανή ή να βάζει λιγότερη ποσότητα συναισθημάτων. «Υπάρχει βέβαια πάντα και η λύση να αλλάξω ποτό».

Δυο βδομάδες μετά που έσπασε το διαβολικό μηχάνημα ησυχία απλώθηκε στο μαγαζί και μόνο τις νύχτες, αφού έκλεινε το μπαρ, μια καλοφτιαγμένη μηχανή συνέχιζε να δουλεύει, δυνατά και αθόρυβα πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες.
"Πώς τα πάει η καινούρια φραπιέρα;" τη ρώτησε ο καλός της ένα βράδυ, σαν γύρισε εκείνη απ' το μπαρ να κοιμηθούν.
"Καλή. Βολική και αξιόπιστη".
"Εσύ πώς είσαι; Θες να φύγεις; Να γυρίσεις Αθήνα"; "Δε με χρειάζεσαι πια;""Σε χρειάζομαι, δε μπορώ να στέκομαι ακόμα και να δουλεύω το μπαρ αλλά...".
"Με χρειάζεσαι υπό προϋποθέσεις λοιπόν..." παρατήρησε εκείνη."Άμα είναι να μείνεις για να μου το κοπανάς μετά καλύτ...""Θα μείνω πάντως» είπε και του γύρισε την πλάτη.
Όπως έκλεινε τα μάτια πλάι του το μόνο που σκεφτόταν ήταν τον Άλεξ, μοντέλο καινούριο και πολύ αποδοτικό, που εύκολα και τακτικά φούσκωνε μες στα σκέλια της την ευτυχία και έπνιγε το αίσθημα της στέρησης που την πλημμύριζε τόσον καιρό. Είχε χάσει τις διακοπές της και είχε πληρώσει 100 ευρώ σε τραίνα και ταξί να φτάσει εκεί πάνω. Δούλευε μερόνυχτα και όχι λεφτά, όχι δώρο δεν της έκανε, μα είχε ξεχάσει να της πει κι "ευχαριστώ" ο γόης δίπλα της. Το καλοκαίρι ήταν μικρό. Και πια θα το χαιρόταν. Μόνο με φραπέδες. Χωρίς τρόμο. Με πολύ πάθος. "Δεν θα οδηγώ ποτέ και αυτός θα με πηδάει διαρκώς, μωρό μου"...

(«Δε με πηδάς ποτέ και πάντα πρέπει εγώ να οδηγώ» -η Κέλλυ Λύντς τα χώνει στον γκόμενό της Ματ Ντύλον, στο «Dragstore cowboy» του Gus Van Sant, σε σκηνή ανθολογίας)!

Yourerimovision - Λιστα Άμμου 10

Something old… . Αχ βρε Σαρμπέλ, ως το Ελσίνκι έφτασες για να βρεις τη Μαρία και αυτή ήταν εδώ στην πατρίδα και σου έγραφε γράμματα ("Σαρμπέλ , γύρνα πίσωωω, θα φαρμακωθωωώ" )! Box Tops – The letter

Something new… Mainliners – Is this satisfying. Στο πρώτο άκουσμα είναι συμπαθές. Στο τρίτο θες να χορέψεις. Απλά θες!

Something borrowed… Ο τραγουδιστής των National δεν ξέρω με τι κάνει γαργάρες και ακούγεται σαν τον Staples στο πιο μπάσο του, πάντως το Slow show θυμίζει Tindersticks στα πολύ καλά τους –εποχής Jism δηλαδή. Και τα δυο είναι κάπως «μονοκόμματα» και κάνουν την ανατροπή στο τέλος: το πρώτο κεντάει σταυροβελονιά στο νου με τους στίχους και τη μελωδία, το δεύτερο περνάει διπλό γαζί στη ραπτομηχανή –έρωτας λεπίδι και συρριστική κιθάρα. Δώστε τους ευκαιρία σε πολλαπλές ακροάσεις…

Something blue… Cripple Lilies – Carnations. Ευωδιάζουν…


Bonus track: Για τον "ως πότε" και τον Ορέστη (άργησα αλλά σας τακτοποίησα κι εσάς)!

12.5.07

Πίστα άμμου 1: Erimovision

Χτες βράδυ όπως συγύριζα το σπίτι γιατι θα είχαμε φιλοξενούμενους τους γονείς της Λουίζας, οι οποιοι θα εκτιμούσαν να δουν τα καλύμματα πάνω στα έπιπλα και όχι στο πάτωμα, τα πιάτα έστω στο νεροχύτη και αν μη τι άλλο όχι δίπλα από την τηλεόραση, τις βρώμικες κάλτσες μου στα άπλυτα και όχι στην είσοδο της κουζίνας κτλ. χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι. Πηδώντας μέσα σε ένα τζιν και μουρμουρίζοντας «γαμώ το φελέκι μου, τι τα δίνουμε τα ραντεβού αφού μονίμως έρχεται νωρίτερα ή αργότερα;» διέσχισα παραπατώντας στα μπατζάκια μου το μακρόστενο διάδρομο και άνοιξα την πόρτα. Η γυναίκα όμως που στεκόταν μπροστά μου δεν ήταν σε καμία περίπτωση η μητέρα της Λουίζας.
Φορώντας ένα κομψό λευκό ταγιέρ, με ένα τσιγάρο στο δεξί χέρι και ένα ποτήρι βότκα στο άλλο, προχώρησε προς τα μέσα κοιτάζοντας με αποδοκιμασία την επίπλωση του χωλ. «Συγγνώμη κυρία μου, γνωριζόμαστε; Πώς μπαίνετε έτσι στα ξένα σπίτια;» τη ρώτησα έκπληκτος. Αυτή σήκωσε το δεξί της φρύδι σε ένα ύψος που το θεωρούσα αδιανόητο πριν το τέταρτο λίφτινγκ και μου απάντησε: «Φυσικά και γνωριζόμαστε, είμαι το άβαταρ της μπλόγκερ Κατερίνα. Ήρθα να μιλήσουμε για το μπλογκ σου.» Αναρωτιόμουν ήδη αν ήταν τραγικό λάθος να πιω εκείνη την Κάιζερ μαζί με αντιβίωση, όταν η Κατερίνα διέκοψε βίαια τις σκέψεις μου: «Και κούμπωσε σε παρακαλώ το παντελόνι σου ή έστω τα κουμπιά από το μποξεράκι. Και με αποσπάς και δε μου αρέσει καθόλου αυτό που βλέπω.» Ξεκίνησα να της λέω θυμωμένος οτί ποτέ δε μου είχε παραπονεθεί καμία για το μέγεθός μου, αλλά αυτή ήπιε μια γουλιά από τη βότκα της και με σταμάτησε κατευθείαν: «Χρυσό μου, μια γυναίκα σαν εμένα δε θα μπορούσε ποτέ να αρκεστεί στην καλή τεχνική ενός γκόμενου. Χρειάζονται και τα φυσικά προσόντα. Δε θα σου ανοίξω τα μάτια όμως και γι’ αυτό, έχω κι άλλες δουλειές. Που θα καθήσουμε;» Αποδεχόμενος τη μοίρα μου, την οδήγησα στο καθιστικό. Αφού κοίταξε με αποστροφή ένα ένα τα ινδικά ριχτάρια που έχουμε στις πολυθρόνες, απαξιώνοντας όμως να κανει οποιοδήποτε αρνητικό σχόλιο, τίναξε τη στάχτη από το τσιγάρο της και ξεκίνησε να μιλάει.
«Κοίτα χρυσό μου, το μπλογκ σου βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Μια χαρά το είχες ξεκινήσει, σεξ, βία και σουρεαλισμός, τι είναι αυτά τον τελευταίο καιρό με τα σώψυχα και τους αναστοχασμούς; Εντάξει η λογοτεχνία δεν είναι γενικά του γούστου μου, αλλά τα θέματα σου είχαν ένα κάποιο ενδιαφέρον μέχρι πρότινος. Ομολογώ μάλιστα ότι μια φορά στις τόσες χάζευα και κανένα ποστ σου. Τελευταία όμως έχεις καταντήσει τελείως εκνευριστικός!» κατέληξε και μου πέταξε την υπόλοιπη βότκα στα μούτρα, για να μου δείξει μάλλον πόσο θυμωμένη ήταν μαζί μου.
Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, προσπάθησα να αντιμετωπίσω αυτό που μου συνέβαινε με όση ψυχραιμία μπορούσα. «Καλά και τι πρέπει να κάνω τώρα;» είπα σκουπίζοντας με το χέρι μου όση βότκα είχε απομείνει στο πρόσωπό μου. Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και το βλέμμα της χάθηκε για λίγο έξω από το παράθυρο. «Ποιο είναι αυτό το απαίσιο γκρίζο κτίριο;» με ρώτησε δείχνοντας με το τσιγάρο της προς τα έξω. «Η μονή Βλατάδων» «Αχ άθλιο είναι, γιατί δεν το γκρεμίζουν χαλάει όλη τη θέα!» είπε θυμωμένα και συνέχισε: «Νομίζω ότι μια καλή αρχή θα ήταν ένα αφιέρωμα στη Eurovision.» Ε, αυτό πήγαινε πολύ, σκεφτόμουν κι εγώ να ελαφρύνω το κλίμα, αλλά όχι να γίνει και το μπλογκ τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. «Συγγνώμη και αν δηλαδή δεν κάνω αφιέρωμα στη Eurovision;» «Είναι απλό χρυσό μου, θα έρχομαι κάθε βράδυ σπίτι σου και θα σε τρομοκρατώ, μέχρι να πειστείς. Σήμερα είδες την καλή πλευρά μου.» Η Κατερίνα σηκώθηκε όρθια, σκεπτόμενη μάλλον ότι δε χρειαζόταν να μου δώσει άλλα επιχειρήματα. Καθώς την ξεπροβόδιζα σκυφτός προς την έξοδο, τη ρώτησα μουδιασμένα: «Μπορώ τουλάχιστον να βάλω τα τραγούδια που μου αρέσουν;» Η Κατερίνα γύρισε προς το μέρος μου και μια υποψία χαμόγελου διαγράφηκε στα χείλη της. «Φυσικά χρυσό μου, δεν είμαι παράλογη.» είπε, άνοιξε την πόρτα μόνη της και βγήκε έξω. Την ακολούθησα στο διάδρομο, αλλά δεν υπήρχε κανείς, ούτε ακούγονταν βήματα στη σκάλα.
Σήμερα το σκέφτηκα πολύ προτού να ανεβάσω αυτό το ποστ. Ακόμα και αν όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι του μυαλού μου, από το κοκτέιλ αλκοόλ και αντιβίωσης, δε θα ήθελα να διακινδυνεύσω μια ακόμη εμφάνιση της Κατερίνας στο σπίτι. Είπαμε οι γονείς της Λουίζας είναι φυσιολογικοί άνθρωποι, δεν ξέρω αν θα άντεχαν μια τέτοια συνάντηση. Έκανα λοιπόν την καρδιά μου πέτρα και σας παρουσιάζω τα έξι τραγούδια που μου άρεσουν περισσότερο στο φετινό τελικό. Ο Σαμμάνος με στήριξε σε αυτή τη δύσκολη στιγμή μου αναλαμβάνοντας τα σχόλια των τραγουδιών και τον ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.

“Dancing lasha tumbai” Verka Serduchka - Ουκρανία
Τόσο κόπο 'κάναν οι "κόκκινοι" στο Στάλινγκράντ να απωθήσουν τους Γερμανούς αλλά η Ναζί κυρία γλύτωσε το ξεπάστρεμα: κρύφτηκε σε έναν καταψύκτη! Πρόκειται για την Γερμανίδα Σοφία Βέμπω που οδηγούσε στις μάχες τα στρατά, η οποία το έτος 2007 αποφάσισε να βγει απ' τον καταψύκτη –αλλά είχε φρακάρει κι έτσι εμφανίζεται μαζί του στην πίστα (πρόκειται για την κομψή μεταλλική συσκευή που φοράει). Ωραίοι οι στίχοι για να μάθετε να μετράτε στα γερμανικά και μια χαρά η μουσική για να πίνετε τις βότκες σας. ΥΓ: Το τραγούδι προωθείται για την εκπαίδευση Τσετσένων αυτονομιστών στα πρότυπα των SS.


“Liubi, liubi, I love you” Todomondo - Ρουμανία
Σιτεμένο boy band από τη Ρουμανία αποτελούμενο από εκπροσώπους όλων των φυλών του Ισραήλ. Σαν τα χολυγουντιανά μπλοκ-μπάστερ έχει έναν κυριλέ, έναν gay-proud- σοφιστικέ, έναν παραδοσιακό- ρομαντικό, έναν μποέμ και έναν σπορτίβ. Ξεκινάει σαν τραγουδάκι νηπιαγωγείου και ο φρακοφόρος στη σκηνή απαγγέλει τα αγγλικά του σαν μαγνητοφωνημένος John John ενώ είναι βασικό το ηθικό δίδαγμα του τραγουδιού –το οποίο φυσικά και τραγούδησε πολύ καλύτερα παλαιότερα ο δικός μας Γιάννης Βογιατζής στα πλαίσια ελληνικής ταινίας εξαρτημένης (ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜΣ) παραγωγής (το σ' αγαπώ στα εγγλέζικα, στα γερμανικά, στα τούρκικα κλπ,κλπ)! ΥΓ: Όταν ακούγεται η σειρήνα στο τέλος και πάνε να τους μαζέψουν αυτοί κάνουν τρενάκι και ετοιμάζονται να το σκάσουν διακριτικά, αλλά οι προβολείς τους αναγκάζουν να σταθούν στη σκηνή και να υποκλιθούν.


"L'Amour A La Francaise" Les Fatals Picards - Γαλλία
Τρελό γέλιο οι Γάλλοι –πώς το 'πάθαν και δεν πήραν σοβαρά τον εαυτό τους φέτος!- ένα σεληνιασμό έχει ο κουρούπας σαμάνος που χορεύει από πίσω, η μπάντα μοιάζει με κουρδιστό παιχνιδάκι και η μελωδία είναι μια χαρά pop –αφρίζει σαν γαλλική σαμπάνια –εκτός ψυγείου βέβαια αλλά ΟΚ, μην είμαστε και αχάριστοι. ΥΓ: Το δίγλωσσο πληροφοριακά είναι για να προσελκύσουν τουρίστες –οι Γάλλοι τελευταία σκαμπάζουν σχεδόν όλοι αγγλικά και σε βοηθάνε πρόθυμα να βρεις τη σωστή στάση του ΜΕΤΓΟ!


“Flying The Flag” Scooch - Ηνωμένο Βασίλειο
Οι ΑΒΒΑ ντυμένοι αεροσυνοδοί σε σχολική παράσταση –οι φαν της Τσέλσι έλεγαν ότι αν το συγκρότημα έφτανε στην 11η σημαδιακή θέση θα το κρατούσαν για cheer leading στα ματς τους, αν και ο Αμπράμοβιτς ήθελε να προωθήσει το τραγούδι της πατρίδος του και να το κάνει Ύμνο της Oμάδος. Ο Robbie Williams πάντως δεν το πήρε πολύ καλά και εθεάθη να πίνει μπύρες σε pub σχολιάζοντας τα χάλια της αγγλικής pustronica, αναπολώντας ένδοξα χρόνια με τους Take That ("εμείς το κάναμε καλύτερα αυτό!") και ο Βικτώρια, βιώνοντας μια εθνική κρίση, χτύπησε ανελέητα με την παντόφλα τον Μπέκαμ, που την πήρε μακριά απ' την πατρίδα και δεν είναι τώρα εκεί, μια μελαχρινή αεροσυνοδός να απογειώσει τη χώρα στον διαγωνισμό.


“Cvet z juga” Alenka Gotar - Σλοβενία
Εισαγωγή αθηναϊκής μπουζουκερή κι εκεί που περιμένεις να βγει η Πέγκυ σκάει η πράσινη γοργόνα – πριμαντόνα να τραγουδά πάνω σε τσιφτετελοδιασκευή κλασσικού άσματος, με το ανάλογο μοντέρνο μπιτ! Μιλάμε θα σκίσει το κομμάτι στην Παραλιακή φέτος!


"The worrying kind" The Ark - Σουηδία
Ε, ε, ο Κοργιαλάς είναι διπλοθεσίτης: τι κάνει με τα φτερά και τα πούπουλα στο τραγούδι της Σουηδίας; Glam rock και αστερόσκονη, από τις οάσεις του διαγωνισμού, θα θυμηθούμε τα παλιά, θα κλάψουμε για την μοίρα που μας πήρε τα 70' s μακριά και δε μπορούμε πλέον να φοράμε παντελόνια με παγιέτες εμείς τ' αρσενικά και τα κορίτσια θα καρδιοχτυπήσουν για τους κιθαρίστες με τις Gibson που τους θυμίζουν ότι στο κρεβάτι επιβιώνει πάντα όποιος τα κουνάει καλύτερα μωρό μου!




10.5.07

30

Έχει έρθει πια η άνοιξη στη Θεσσαλονίκη, στην Άνω Πόλη απλώνεται ένα υπέροχο φως και φυσάει γλυκο αεράκι. Άνοιξα όλα τα παράθυρα του σπιτιού και κυκλοφορώ γυμνός, αφήνω τον αέρα να με χαϊδεύει, νιώθω ήρεμα, καλά.
Έφτιαξα μια παραλία μέσα μου και ξαπλώνω σε αυτήν. Παίρνω στη χούφτα μου την άμμο και την αφήνω να κυλήσει ανάμεσα στα δάχτυλα, δηλώνω πως ο χρόνος κυλάει, δεν τον μετράω όμως, τον επανατοποθετώ. Σήμερα έτσι αλλάζει το τοπίο, με χάδια και αγγίγματα, μπήκε η σκούπα στη γωνιά της.
Ανοίγω ένα αγαπημένο βιβλίο, ίσως το πιο καθοριστικό στη συγκρότηση του ύφους μου, διαβάζω σ' αυτό: "Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ' ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K' έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος." Πάντα αισθανόμουν συγγενικός κι ερωτευμένος με αυτό το ανώνυμο κορίτσι, φανταζόμουν να είναι μικρή ψυχή μέσα μου, να είμαι κι εγώ καυλωμένος εραστής μέσα της, μαζί να χαιρετάμε τις φευγαλέες συμφορές καθώς οργάζουμε.
Ίσως το καλύτερο δώρο των χρόνων μου να υπήρξε ο τσαμπουκάς της αβεβαιότητας, ξέρω πως δεν ξέρω, μα ορμάω πια παρόλ' αυτά. Κρύφτηκα πολύ καιρό σαν χαζός πίσω από το έξυπνο μυαλό μου, ονομάζοντας την έλλειψη ξεκάθαρης στάσης μετριοπάθεια, σχετικισμό, μεταμοντερνισμό, κραδαίνοντας και τη σχετική βιβλιογραφία.
Επιστρέφω στην εικόνα της παραλίας, αφήνοντας τον απολογισμό για μέρες που είναι καταλληλότερες για αυτόν, που δεν είναι επέτειοι. Βλέπω τα εικοσιεννιά μου ριζικά να ξεπροβάλλουν σιγά σιγά γυμνά μέσα από το κύμα. Στα μακριά μαλλιά τους είναι μπλεγμένα κοχύλια και θραύσματα από αγγεία, διαβάζω ονόματα εσωστρακισμένα: "Γιάννης, Μαρία, Εύη, Γιώργος, Ιωάννα, Νίκος, Δώρα, Αγγελική". Κοιτάζουν γύρω με γκρίζο, κεραυνοβόλο βλέμμα, όλα όμως είναι ήσυχα, ειρηνικά. Αρχίζουν να χορεύουν γύρω από το γυμνό μου σώμα. Καυλωμένος, με λυμένα τα μαλλιά μου, σηκώνομαι και περπατάω αργά προς τη θάλασσα. Στο πρώτο άγγιγμα με το νερό, τα πόδια μου γεμίζουν λέπια και χάνονται, βουτάω όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο μακριά. Ξέρω ότι προορισμός μου είναι η Αθήνα τον Ιούλιο, αναρωτιέμαι πού να ταξιδέψω μέχρι τότε.
Θυμάμαι το στίχο του Σαββόπουλου: "Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ, στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ". Δε γεννήθηκα στη Σαλονίκη, μεγάλωσα όμως καλά, βαθιά και άγρια εδώ. Συνειδητοποιώ τη μέσα θάλασσα, το σώμα - βυθό, παραλία, έρημο, άμμο. Συνεχίζω να κολυμπάω, γυμνός, καυλωμένος, γοργόνα, αντιφατικός, προς τα χρόνια που έρχονται.

[Σήμερα έγινα τριάντα.]