CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

26.7.09

το καλάθι με φιλικά πυρά - indieannalog set #35

Γη… Την τελευταία φορά που είδα τον Παππού τον Βάτραχο είχαμε μια διαφωνία για το πόσες φορές είχαμε πάει σ΄ ένα μπαρ- απ’ το οποίο εγώ είχα πολλές και εξαιρετικά έντονες αναμνήσεις. Ο Παππούς ο Βάτραχος έλεγε ότι είχαμε πάει 1-2 φορές κι εγώ 8-9. Ναι, δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα για συμβιβασμό, γιατί αν σκεφτούμε ότι στο μπαρ αυτό πήγαινα μόνο μαζί του, δε μπορεί εγώ να είχα πάει 8 φορές κι αυτός 2! Μήπως είχε τυφλωθεί από τον καπνό και δεν είδε τις υπόλοιπες;

Φωτιά… «η μνήμη είναι μια αδιάκοπη διεργασία και όχι ένας χώρος αποθήκευσης αποκρυσταλλωμένων στάσιμων πληροφοριών (…) Το μνημονικό έγγραμμα τροποποιείται απουσία του αρχικού ερεθίσματος, με αποτέλεσμα να αφορά λιγότερο αυτό που θυμόμαστε και περισσότερο τον εαυτό μας»*. Έτσι τη στιγμή που εγώ ανακαλώ στη μνήμη μου την συγκεκριμένη βραδιά στο μπαρ, την ίδια ακριβώς στιγμή ξεχνάω ποια ήταν η τότε ρεαλιστική της αίσθηση. Με λίγα λόγια, το αντικειμενικό έγγραμμα, εκείνο που είναι πιστό στην αίσθηση μου εκείνο το βράδυ στο μπαρ δε θα το γνωρίσω ποτέ στ’ αλήθεια: η μνήμη είναι σαν την ιστορία. Την γράφεις εσύ και μάλιστα παρεμβατικά: με το τι σήμαινε αυτή η στιγμή όταν την είδες πια από μακριά, από το μέλλον…

Αέρας… Εγώ λοιπόν εκείνες τις –δεν ξέρω αλήθεια πόσες φορές ήταν!- στο μπαρ, πέρασα τόσο συνταρακτικά που μάλλον ονειρεύτηκα ότι πήγαμε εκεί κι άλλες τόσες και κάναμε κι άλλα. Και ξαφνικά η αίσθηση των 3 (?) βραδιών πολλαπλασιάστηκε μεγεθύνοντας και τα αισθήματά μου για τη σχέση μας τότε. Ο Παππούς ο Βάτραχος έχει εξιδανικεύσει ανάλογα ένα βιαστικό και αναπάντεχο ταξίδι που κάναμε κάποτε αεροπορικώς στο Παρίσι. Όπως ο ίδιος παρατήρησε «είμαστε πολύ γενναιόδωροι άνθρωποι άρα είναι λογικό να έχουμε και μια… γενναιόδωρη μνήμη με XL αναμνήσεις»!
Το δικό μου πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι είμαι άνθρωπος του «όλα ή τίποτα». Έτσι κρατάω τις καλές αναμνήσεις (τις μέτριες τις διασκευάζω σε καλές) και διαγράφω τις κακές. «Εδώ έγκειται και το ειρωνικο στοιχείο στις αφηγήσεις του Προύστ: να θυμάται τα πράγματα πολύ καλύτερα απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα». Αυτό είναι ένα μικρό πρόβλημα γιατί ποτέ δε μπορώ να θυμηθώ τα χάλια σε μια σχέση –αισθηματική, επαγγελματική, οικογενειακή: ζω στον ειδυλλιακό τόπο της καλής ανάμνησης. Και ως γνωστόν, ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη ξανακάνει τα ίδια λάθη από την αρχή. Και έτσι φτάνουμε στο μείζον θέμα των τελευταίων ημερών: το καλάθι! Για την ακρίβεια το μικρό καλάθι –που δε λέω να μάθω να κρατάω όταν μπαίνω σε κάτι καινούριο.

Νερό… Και ένα βράδυ βρίσκεσαι σε ναρκοπέδιο κρυμμένο κάτω από ροδοπέταλα και φιλικά πυρά σου έρχονται από όλες τις μπάντες. Θέμα: το καλάθι! Η καλαθούνα που δε λέει μια φορά να γίνει καλαθάκι, η αισιόδοξη υπερβολή και το παραμύθιασμα στο οποίο αυθυποβάλλομαι, η τάση να ξεχνάω διαρκώς ότι η ζωή έχει μια τάση προς τα σκατά και όχι προς την υπερπαραγωγή με κολοκύθες που γίνονται άμαξες, με swarovski γοβάκια που χωράνε μόνο στο πόδι σου (και δε σε πιέζουν στο κότσι) και happy endings. «Έχω πολύ καλή μνήμη» γελάω από μέσα μου ενώ οι φίλες μου τα χώνουν που για άλλη μια φορά θα απογοητευτώ στο τέλος, που πιθανόν τα πράγματα θα πάνε (για άλλη μια φορά) χάλια κι εγώ θα θέλω να πεθάνω μετά. «Έχω πολύ καλή μνήμη» σκέφτομαι, «και το καλή με την έννοια του δυνατή και την έννοια του αγαθή. Το δυνατή βοηθά στο μεταπτυχιακό, το αγαθή είμαι απλά εγώ. Δε μπορώ να σκέφτομαι πίσω από τα πράγματα, να κρατάω πισινές και μικρό καλάθι. Προτιμώ να κάνω φωτεινές προβολές μπροστά τους». Υπέμεινα τα φιλικα πυρά με μακροβούτια στην δεύτερη herradura μου και μια νύστα γλυκιά με έπιασε, χαλαρωτική. Άρχισα να βλέπω την αποβίβαση μου ξημέρωμα στο νησί, να με παίρνει αγκαλιά, να πηγαίνουμε στο κρεβατάκι του και να κοιμόμαστε κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο και το επόμενο βράδυ νυχτερινό μπάνιο στην αμμουδιά, το iphone να παίζει τρελά indie compilations… Προφανώς κοιμάμαι όρθια όπως λένε οι φίλες μου, αλλά θέλω να κοιμάμαι έτσι όλο το καλοκαίρι…

*Τζόνα Λέρερ "Ο Προύστ ήταν νευροεπιστήμονας", εκδ. ΑΒΓΟ, σελ 127 & 129

24.7.09

Oh, sweet Utopia

στις σκούρες των γραμμάτων φυλλωσιές, αναζητείστε μουσικές

Τρύπωσε στο περβόλι του εκεί, μες στο σκοτάδι. Ένα λαγούμι έσκαψε στο κόκκινο του χώμα - αφού από το φράχτη δεν μπορούσε να πηδήξει. Ήτανε εύθραυστη πολύ –η Λένια (εκ του Γυαλένια). Ήταν στ’ αλήθεια της φτιαγμένη από γυαλί.
«Είναι επαχθέστατο υλικό για να ‘σαι φτιαγμένος από αυτό, καθείς βλέπει τα μέσα μου -τι αισθάνεσαι, ποια είσαι, ψέματα δεν μπορείς να πεις κι αν κάποιος σου επιτεθεί αμέσως σε ραγίζει». Γι’ αυτό κι είχε απαγορέψει κουβέντες να της λεν’ βαριές- όπως πέτρα, ατσάλι, χτύπημα, χωρισμός.
Σε συναυλίες δεν εδύνατο να πάει (εκτός αν την συνόδευε ο Πουπουλένιος – φίλος που μπόγο θύμιζε, τεράστιο, ζουλώδη). Σαν αερόσακος εκείνος την αγκάλιαζε κι απορροφούσε τους κραδασμούς του πλήθους. Μα μόνη ως ήταν τον περισσότερο καιρό, στο δωμάτιο καθόταν: βότκα έπινε αντί νερό, με μουσικές τρεφόταν.
Στον κήπο της είχε φυτέψει δέντρα από σπάνια είδη μουσικής – εντόπια και ξένα, περίπλοκα και εύκολα, hi-fi και lo-fi. Μα για αγνώστους της λόγους μόνο τα indie pop στη γης της άνθιζαν. «Μήπως δεν τα ποτίζω αρκετά;» αναρωτιόταν συχνά. Κι ο Πουπουλένιος «το αντίθετο» της έλεγε, «το έχεις μουλιάσει στο αλατόνερο με τόσο κλάμα κάθε μέρα, κλείσε τις βρύσες πια απ’ τα μάτια σου, τι το ‘χεις μαραζώσει το κηπούλι».
Ερχόταν συχνά ο Πουπουλένιος κι αναπηδούσε στα κλαδιά –μιας κι εκείνος δεν έσπαγε- να της γεμίζει τα πανέρια με καρπούς απ’ τα ψηλά κλωνιά. Κι έκοβε έναν φρέσκο, ακόμα άγουρο καρπό, από το ένα δεντρό κι έναν ώριμο από το άλλο. Και μαζί με όσα είχε μαζέψει η Λένια από τους γύρω θάμνους της, τα ανέβαζαν στο σπίτι της να τα γευτούν παρέα.
Ωραίος ο κήπος της Γυαλένιας, μα μικρός: και πόσες φορές μπορείς να τρως το ίδιο φαγητό; Βαρέθηκε κάποια στιγμή. «Θέλω κι εγώ κάτι καινούριο» είπε. «Σε αυτό τον κήπο θέλω electro, από ambient ως ντάμπα ντούπα -έστω και disco στην ανάγκη»! Και κοίταζε από μακριά το περιβόλι του Σόκο. Κι έσφιγγε τα κρυστάλλινα δόντια της από ζήλια…

Ο Σόκο είχε κάτι μάτια σαν ελιές σοκολατένιες - όπως εκείνες που αγόραζαν οι γονείς της στις μεγάλες γιορτές και στο ντουλάπι τις κλείδωναν για να μην τις βρίσκει και τις τρώει η Λένια. Οι βλεφαρίδες του ήταν φτιαγμένες από σιρόπι κουβερτούρας, και το δέρμα του δροσερή σοκολάτα γάλακτος με καραμέλα.
Ο Σόκο είχε κληρονομήσει εκείνο το περιβόλι που ήταν γεμάτο μουσική. Και αγόρασε και το διπλανό και το παραδίπλα και πια είχε φυτέψει τα πάντα εκεί μέσα -αν και για κάποιο άγνωστο σε αυτόν λόγο μόνο τα electro ευδοκιμούσαν στη γη του.
«Όλα το ίδιο τα φροντίζω, μα μόνο μπιμπλικόδεντρα ευδοκιμούν εδώ» έλεγε στον φίλο του τον Μένιο (εκ του Κολλημένο- μιας και το μυαλό του κόλλαγε συνέχεια και δεν έπαιρνε στροφές). «Να πάρεις register για βιολογική καλλιέργεια μεγάλε» του έλεγε ο Μένιος, «να τα πιστοποιήσεις μιας και μόνο εσύ έχεις τέτοια εδώ, να βγάλεις φράγκα μεγάλε» του έλεγε.
Μα τον Σόκο δεν τον ένοιαζαν τα λεφτά- εκείνος μίλαγε με τα δέντρα του. Κατέβαινε τις νύχτες και μίλαγε με το Parovious (το γένος των πλατύφυλλων Stelarious) και το χρυσοπράσινο με τον στριφογυριστό κορμό του Οro Bendatura. Κατέβαινε τις νύχτες γιατί είχε σκιά κι ήταν δροσερά –κι ο Σόκο δεν μπορούσε στον ήλιο να κυκλοφορεί: το δέρμα του έλιωνε και τότε έπαιρνε αλλόκοτες μορφές και οι άλλοι του έλεγαν «σταμάτα να αλλάζεις όψεις –μα τι ανωριμότητα», κι αφού πάντα ήταν διαφορετικός όλοι ψιθύριζαν πώς άνθρωπος δεν είναι εμπιστοσύνης –κι έτσι δεν είχε φίλους. Μόνο τον Μένιο - που ήταν κολλημένος. Κι ο Σόκο πήγαινε τα βράδια και μίλαγε στα δέντρα του. Στα δέντρα του τις νύχτες.

Μέσα στο έρεβος λοιπόν, νύχτα χωρίς φεγγάρι, ήταν που Λένια βγήκε από το λαγούμι της και τίναξε απ’ το σκληρό κορμί το σκουριασμένο χώμα. Και το γυαλένιο σώμα της διάφανο έγινε ξανά. Αόρατη για όλους περπατούσε στο απαλό χορτάρι. «Bοnοbο της οικογενείας Pan Paniscus» ψιθύρισε ενθουσιασμένη χαιδεύοντας τον κορμό του. «Αχ, θεέ μου, έχει και σκουρόχρωμα φρούτα του πάθους!!! Κι αυτό εκεί, κι αυτό εκεί… Αυτό εκεί, αυτό το τεράστιο –μη με γελούν τα μάτια μου ή είναι… είναι Parovious ο πλατύφυλλος»; Κι έτρεξε προς το μέρος του πλούσιου δεντρού. Μα όπως έτρεχε κάπου χτύπησε μες στο πυχτό σκοτάδι. Ένα μπάμ άκουσε και «άουτς» είπε αυτή -και μια ανδρική φωνή ταυτόχρονα. Και ξαφνικά κράκ, κάτι έσπασε και σμάκ
η Λένια έσκασε πάνω σ’ έναν θάμνο.
«Άουτς διάολε» είπε κι έπιασε τον δεξί της δείχτη που είχε σπάσει
«όχι ρε γαμώτο αυτό το δάχτυλο, όχι» φώναξε, «πώς θα πιάνω τώρα τη βελόνα να την ακουμπάω στο δίσκο»;
Εκείνη την ώρα μυρωδιά σοκολάτας την έκανε να κοιτάξει μπροστά και ένιωσε μια σκοτεινή ύλη να πλησιάζει.
- Σόκο; Είπε καταντροπιασμένη.
-Κι εσύ μιας και με κόπο σε διακρίνω, να υποθέσω είσαι η Γυαλένια;
-Λένια, είπε εκείνη χαμηλώνοντας το βλέμμα.
-Τι γυρεύεις εδώ…
Δεν μπορούσε να πει ψέματα.
-Ήρθα καρπούς
να δρέψω από τα μπιμπλικόδεντρα- οι σπόροι που αγοράζω δεν κάνουν δουλειά κι ήθελα να γευτώ λίγους ολόδροσους καρπούς απ’ τα δικά σου. Κι ύστερα να σπείρω τα κουκούτσια στη δική μου γη μπας και και κάτι φυτρώσει εκει απ' τη δική σου συγκομιδή.
-Εσύ δεν καλλιεργείς indie μουσική; Εμένα δεν πιάνουν indie εδώ -μάλλον δεν ξέρω πώς να τα φροντίσω. Κόψε ότι θες, ποιο το νόημα τόσης παραγωγής αν δεν την μοιράζεσαι…
Και της έδωσε το χέρι να τη σηκώσει.
«Άουτς» ξαναείπαν μαζί. Αυτός κόπηκε στο σπασμένο της ακροδάχτυλο κι εκείνη τσίριξε απ’ την καυτή πραλίνα στην πληγή της.
-Πήζει ή είσαι αιμορροφιλικός; Του είπε βλέποντας την πραλίνα να τρέχει ποτάμι.
-θέλει λίγο χρόνο, αλλά κοκαλώνει, κάνει ένα κακάδι σαν σοκοφρέτα μετά. Εσένα κολλάει το δάχτυλό σου
-Δύσκολα… Αν βρω καλή κόλλα..
-Αν όμως, αν σου έκανα ένα σοκολατένιο δάχτυλο, με κάλυψη από βάφλα, και στο κόλλαγα εκεί με λίγη νωπή πραλίνα;

Κι έτσι κι έγινε. Την μέρα την επόμενη –ψέματα, την επόμενη νύχτα- ο Σόκο πήγε σπίτι της με ένα σοκολατένιο δάχτυλο και ένα καλάθι ολόδροσα downtempo.
-Μα χρειαζόμαστε κάτι σαν νάρθηκα μέχρι η πραλίνα να πήξει και το δάχτυλο να κολλήσει…
-Γάζα; Επίδεσμο; Τον ρώτησε η Λένια.
-Κάτι στέρεο, σαν… σαν κι αυτό!
Κι ο Σόκο έπιασε μέσα από το πιάτο με τα κουλουράκια που του είχε σερβίρει, ένα με μια τρύπα στη μέση. Και της το φόρεσε σαν δαχτυλίδι. Που μετά κόλλησε στην πραλίνα και δεν έβγαινε.

-Και τι δηλαδή, το σκεφτήκατε σοβαρά; Θα παντρευτείτε; Την ρώταγε ο Πουπουλένιος;
-Ναι μεγάλε, να παντρευτείτε, να ενώσετε και τις περιουσίες με τα μουσικόδεντρα, μιλάμε για πλούτο όχι αστεία- του έλεγε ο Μένιος ο Κολλημένος.
-Και με τι γάμο το βλέπετε; Πολιτικό; Ρώταγαν και οι δυο φίλοι τους φίλους τους.
-Κουζινικό… έλεγε η Λένια
-Ους η σοκολάτα ένωσε, άνθρωπος μη χωριζέτω! απαντούσε ο Σόκο

Και λίγο καιρό μετά η Λένια έβαλε ένα δαντελένιο νυφικό από ζάχαρη άχνη και ο Σόκο ένα κοστούμι από Μόκα (εξαιρετικής ποιότητας σύνθεση, 22% καφές Κολομβίας και 78% κακάο Περού).

Και ζήσαν αυτοί γλυκά κι εμείς γλυκύτερα…

19.7.09

ΠαράδειS.O.S - indieannalog set #33

Νερό… Χτες βράδυ στις εγκαταστάσεις του Tae Kwon Do στο Φάληρο, έπαιρνες μια ιδέα του πώς είναι ο Παράδεισος. Περπατώντας στην ξύλινη, ήσυχη προβλήτα, με το λιμάνι απέναντι πασπαλισμένο στα πολύχρωμα φωτάκια του. Την ζέστη του καλοκαιριού, τη νοτισμένη αύρα και την αίσθηση που πάντα αφήνει η θάλασσα -ότι μπορείς να φύγεις, να αφήσεις πίσω όλη την ασχήμια και να ανοιχτείς στην ομορφιά, στο όνειρο...

Αέρας... Ίσως αυτό να ήθελε να πει και το πάρτι που οργανώθηκε εκεί χτες. Με νέα συγκροτήματα και μουσικές στις κονσόλες, που έκαναν τον Παράδεισο να μοιάζει το πιο κακόφωνο και εφιαλτικό μέρος για να πιείς ένα ποτό. Ίσως αυτό να ήθελε να πει και όλη η Μπιενάλε: ότι αν δεις αυτά τα έργα των νέων καλλιτεχνών (το μεταμοντέρνο του μεταμοντέρνου, το ακατανόητο του ακατανόητου, το δύσμορφο του δύσμορφου), κατόπιν η Αθήνα εκεί έξω θα σου φαίνεται ένας …Παράδεισος!

Γη… Ο Παράδεισος του Δάντη -δια χειρός Καστελούτσι- ήταν επίσης ένα …έναλλακτικό θέαμα. Μια ζεστή τρύπα, υγρασία και ένας γυμνός άνδρας να θέλει να γυρίσει πίσω στη μήτρα που τον γέννησε. Δεν συμφωνώ με την επιστροφή στη μήτρα ως Παράδεισο (μακάριοι οι πτωχοί του πνεύματι –και τα βρέφη επίσης- αλλά η ζωή στη μήτρα μοιάζει με τη ζωή μιας αμοιβάδας: απλά δεν έχει ενδιαφέρον). Απ’ την άλλη το να βυθίζεσαι στο σώμα του άλλου, όχι, δεν αντιλέγω: feels like heaven

Φωτιά… Για κάποιους ο Παράδεισος είναι κάτι κοντινό- στο Μαρούσι του Mall, στην Κηφισιά του Golden Hall, στο Κέντρο του Attica. Για άλλους κάτι μακρινό - στο Λονδίνο του Jude Law ως Hamlet, στη Νέα Υόρκη του Hugh Jackman στο Broadway, στην Αμβέρσα του Greg Timmermans. Για άλλους ο Παράδεισος είναι κάτι απλό. Τα μάτια που κοιτάζουν. Τα χέρια που τους αγκαλιάζουν. Έχω βρει τον προσωπικό μου Παράδεισο. Και ειναι Theoσταλτος! Επιτέλους, γιατι βαρέθηκα να τον ψάχνω σε Μπιενάλε και θέατρα...!

12.7.09

Ανέβασε την ένταση... - indieannalog set #32

Ένταση (η), ουσ. [εκ του εντείνω] τέντωμα // (μετ.) επίταση δυνάμεως ή ενέργειας// ο βαθμός δυνάμεως ή ενέργειας// (μετ. )όξυνση, επιδείνωση: ένταση στις σχέσης Ανατολής και Δύσης.

Νερό… Όταν σκέφτομαι τη λέξη ένταση σκέφτομαι τη μουσική: σκέφτομαι να ακούω νυχτερινή μουσική σε τρελή ένταση, να τρίζουν τα ντουβάρια, να χτυπάνε με σκουπόξυλα το ταβάνι οι γείτονες για να χαμηλώσω τον ήχο και οι φίλοι μου να θεωρούν δεδομένο ότι μέχρι τα 40 θα έχω κουφαθεί. Η ένταση δηλαδή μου αρέσει. Δεν ήταν ποτέ μια «κακιά λέξη» για εμένα.

Αέρας… Η φωνή μου επίσης έχει ένταση. Είμαι πάντα ένα κλικ στην ένταση πάνω από τους υπόλοιπους ανθρώπους (όπως η διασκευή του Joe Beats στο κομμάτι των Neutral). Ως παιδί ήμουν η χαρά της δασκάλας: το μόνο παιδάκι που έλεγε τόσο καθαρά και δυνατά το ποίημα του και η μονή που ακουγόταν μέχρι τις τελευταίες σειρές στα θεατρικά. Η ένταση μου, λοιπόν, δεν ήταν κάτι κακό και για τους άλλους.

Φωτιά… Μόνο που είναι κάποια χρόνια τώρα , που μόλις στραβώσω με κάτι και ανεβάσω την ένταση της φωνής μου, ο εκάστοτε σύντροφος μου λέει «μη μου φωνάζεις» κι εγώ του λέω «δεν ΣΟΥ φωνάζω, απλά ΦΩΝΑΖΩ γιατί έτσι είναι η φωνή μου» κι εκείνος λέει «δεν μπορώ αυτή την ένταση» (εννοώντας «την ένταση στη σχέση μας») ενώ εν προκειμένω εγώ δεν έχω καμία ένταση με τη σχέση μας, περιμένω περίοδο και έχω νεύρα και θέλω να φωνάξω και να εκτονωθώ, να τελειώνω. Από πότε δηλαδή το να φωνάζεις όταν νευριάζεις είναι η απολυτή καταστροφή του προσωπικού σου σύμπαντος; Με ποιον τα έχω πια; Με τον Δαλάι Λάμα και δεν το έχω καταλάβει; Θα μου βάλει και παγίδες- έντασης στο τέλος;

Γη… Και όσο μου λένε «ρύθμισε την ένταση» τόσο τρελαίνομαι. «Μην γελάς δυνατά μπροστά στις πωλήτριες», «μη μιλάς δυνατά μέσα στο δρόμο», «μην τσιρίζεις από χαρά επειδή σου αγόρασα το Alexander McQueen που πάντα ήθελες» και «μην φωνάζεις από ευχαρίστηση όταν κάνουμε σεξ». Λοιπόν, για να το ξεκαθαρίσουμε. Ήμουν δυο χρόνια μόνη μου περιμένοντας το πριγκιπόπουλο. Νόμιζα ότι το βρήκα. Αλλά αν το πριγκιπόπουλο έχει υπερευαισθησία στην δυνατή ένταση είτε να μου αγοράσει μια κούτα neurobion και να με έχει σε καταστολή, ή να πάει να τα φτιάξει με την Ωραία Κοιμωμένη (που θα κοιμάται για 100 χρόνια και δε θα τον ενοχλεί) είτε με την Μικρή Γοργόνα (προκειμένου να κρατήσει τα υπέροχα πόδια που της έδωσε η μάγισσα δεν έπρεπε να μιλάει). Εγώ στο μεταξύ θα ακούω μουσική στο τέρμα με το πιο δυνατο ηχοσύστημα . Η ένταση με κάνει να απομονώνομαι και να ξεχνάω πόσο μόνη είμαι, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται τελικά να με δει πραγματικά. Και να με αντέξει με τις εντάσεις μου…

5.7.09

I heard the (tropi)call - indieannalog set #31

Γη... Ιούλιος. Επιτέλους η Αθήνα αδειάζει! Εδώ και πολύ (πολύ!) καιρό φαντασιώνομαι διακοπές σε ένα ερημονήσι από αυτά τα στερεοτυπικά -που βλέπεις στις αφίσες για ταξίδια εξωτικά: ένα αμμουδένιο λοφάκι στη μέση του τιρκουάζ πουθενά, με φοίνικες και ένα αγόρι που έχει γίνει σοκολατένιο απ' το μαύρισμα. Όλα είναι χρυσά και ζεστά. Όλα ειναι φωτεινά...

Φωτιά... Όταν, βέβαια, βλέπω να σκάει ο Devendra με το λοφίο στο κεφάλι, το μητροπολιτικό μούσι και το παρεό από κάτω σαν Ινδή πριγκίπισσα-τραβεστί, να αρχίζει να διηγείται ιστορίες Κυριακάτικου απογεύματος στο Νότο και μετά να χορευει bossa nova τραγουδώντας shabop shalom - καταλαβαίνω ότι ο ήλιος με χτύπησε κατακούτελα. Ή να έφταιγε η τρίτη κούπα γάλα καρύδας με ρούμι;

Αέρας... Για να βγάζουμε τα έξοδά μας "το νησί θα διατίθεται δια γάμους και δεξιώσεις", για την ακρίβεια το διήμερο εκει θα ονομαζόταν "δρόμοι της αγάπης" (ξέρω "μπλιαχ!", αλλά πουλάει). Και τα Σ-Κ θα είχαμε Σκανδιναβούς που θέλουν να ζήσουν ένα διήμερο τύπου Lost: me Sawyer, you Kate. Θα τους κοιμίζαμε σε ψάθινες αιώρες, θα τους ταΐζαμε φιλέτα σαλαχιού σε μπανανοφυλλα και σορμπέ παπάγιας (ναι, καλύτερα μαγείρεψε εσύ γιατί δεν ξέρω τίποτα από βραζιλιάνικη κουζίνα).

Νερό... "Είναι τόσα αυτά που θέλω να κάνω, μόνο μαζί σου" λέω καθώς ξαπλώνω το βράδυ δίπλα σου. Η άμμος είναι υγρή. Τα αστέρια - τρυπήματα καρφίτσας στον ουρανό. "Αυτά εκεί κάνουν ωραίο σχέδιο" λες και δείχνεις με το δάχτυλο σου. Γελάω. Όταν θα γυρίσουμε πίσω στον πολιτισμό, εσύ θα έχεις γεμίσει το σημειωματάριο σου με σχέδια για δαντέλες, κεντήματα, στενσιλ σε τοίχους, μπορντουρες για περιθώρια σελίδας και ότι άλλο γεννάει το υπέροχο μυαλό σου. Κι εγώ θα κοιτάω το ταβάνι και δε θα θέλω να γράψω τίποτα, να κάνω τίποτα, να μιλήσω με κανέναν. Γιατί θα μου αρκεί που τα έζησα αυτά. Και δε θα θέλω να τα κόψω σε λέξεις και να τα μοιράσω. Δε θα θέλω να τα μοιραστώ με κανέναν. Μόνο μαζί σου...
Άσε βέβαια που και να τα έλεγα, ποιος θα με πίστευε...!

1.7.09

Ιστορίες γι' αγρίους (Παπακαλιάτης reloaded)

το ένα απο τα δυο σενάρια ειναι αληθινό

Ο Μενέλαος συγκατοικεί με το φίλο του, Παντελή. Στις διακοπές του στη Σίφνο γνωρίζει τη Νένα, μια 40άρα με τρία παιδιά στην ηλικία του. Όταν επιστρέφουν Αθήνα ξεκινούν κρυφή σχέση. Λίγους μήνες μετά, η Νένα (λόγω ηλικίας και ενοχών) αποφασίζει να διακόψει με το Μενέλαο.
Σε ένα ταξίδι του στο εξωτερικό εκείνος περνάει ένα βράδυ πάθους με τη Ελευθερία, την κόρη της Νένας που σπουδάζει εκεί με τον αδερφό της Παύλο (χωρίς όμως να ξέρει ότι η Ελευθερία είναι κόρη της αγαπημένης του, κι εκείνη ότι είναι ο εραστής της μητέρας της).
Όταν επιστρέφουν Αθήνα και συναντιούνται όλοι με όλους, ο Παντελής συναντιέται με τον Παύλο, τον αδερφό της Ελευθερίας με τον οποίο διατηρούσε σχέση παλαιότερα (και δεν το ξέραμε).
Ο Παντελής με τον Παύλο ζουν τον έρωτα τους κρυφά απ' όλους. Το ίδιο και ο Μενέλαος με τη Νένα –που ο έρωτάς τους αναζωπυρώνεται. Τότε είναι που η Ελευθερία μαθαίνει πως είναι έγκυος από τον Μενέλαο.
Σε έναν καυγά της με τους γονείς της η ίδια πάει να μείνει στον Μενέλαο και ανακαλύπτει αποδείξεις για την σχέση του Μενέλαου με τη μητέρας της. Το πράγμα περιπλέκει ακόμη περισσότερο ο πατέρας της που μπαίνει βίαια στο σπίτι ένα βράδυ ενώ ήταν μέσα ο Μενέλαος και η Νένα …


Η Μελίνα έχει σοβαρή σχέση με τον Γεράσιμο. Αλλά η ζωή τα φέρνει έτσι που χωρίζουν .
Ο Γεράσιμος λίγο καιρό μετά τα φτιάχνει με την Ντόρα. Η οικογένεια της Ντόρας έχει ξενοδοχείο στην Κρήτη.
Η Μελίνα αφού βγαίνει με διάφορους επί δυο σεζόν, τα φτιάχνει τελικά με τον Νεόφυτο, που έχει κι αυτός ξενοδοχείο στην Κρήτη.
Ο Νεόφυτος όμως χώρισε την Πηνελόπη για να είναι με την Μελίνα- και η Πηνελόπη καραδοκεί να πατήσει πόδι η Μελίνα στο νησί για να την ...τακτοποιήσει. Παράλληλα η Ντόρα, που ο Γεράσιμος την έχει πρήξει με την πρώην του, σκέπτεται ότι αν την πετύχει ποτέ μπροστά της θα την τακτοποιήσει, επίσης (οι τρεις γυναίκες δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, αλλά η μια ξέρει την άλλη από φωτογραφίες στο facebook).
Ο Νεόφυτος καλεί τη Μελίνα στο νησί εκείνο το Πάσχα να γνωρίσει τη μητέρα του και να επισημοποιήσουν την κατάσταση. Η μητέρα του όμως δεν συμπαθεί την Μελίνα, διότι αυτή είχε όνειρο να παντρέψει τον κανακάρη της με την Ντόρα- που είναι ντόπια και πλούσια και να επεκτείνουν τις ξενοδοχειακές τους εγκαταστάσεις σε δυο μέρη νησιού.
Η Μελίνα βρίσκεται εκείνο το Πάσχα στην Κρήτη να δέχεται πυρά από την πρώην του νυν της (Πηνελόπη), τη νυν του πρώην της (Ντόρα) και τον νυν με τη μάνα του (που δεν την θέλει για νύφη της). Το πράγμα περιπλέκεται όταν καταφθάνει και ο πρώην με τη μάνα του (που την ήθελε νυφούλα της) και την συναντουν ξαφνικα τυχαια στο νησί, ενω και οι δυο τους ειναι έτοιμοι να αρραβωνιαστούν άλλους...