CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

31.1.08

Marie Claire -μια γυναίκα με πάθος

Εκείνη την ημέρα φύσαγε πολύ. Η Marie Claire Rentoin φοβόταν να βγει έξω. Ήταν ψηλή κι ασθενική και ο αέρας μπορούσε πολύ εύκολα να την πάρει και να τη σηκώσει. Δε γινόταν όμως να το αποφύγει. Θα έχανε το θέατρο στο οποίο θα έβλεπε Εκείνον.

Εκείνος ήταν παντρεμένος. Και τον φλέρταρε καιρό. Εκείνος επιτέλους της είπε «ναι» στο να βγουν μαζί. Και ξαφνικά ξυπνά το πρωί και αυτός ο αέρας.

Η Marie Claire Rentoin άνοιξε το συρτάρι της. «Τύψεις, ενοχές, αυτολύπηση, αυτοκαταστροφή...» μουρμούρισε. Τα έπιανε και τα ζύγιζε στο χέρι της. «Θα πάρω τις ενοχές» αποφάσισε τελικά και διάλεξε τις δυο πιο βαριές. Τις έχωσε στις τσέπες του παλτού της. Ένιωσε το ύφασμα να τραβά προς τα κάτω. «Ωραία, μπορώ να βγω τώρα», είπε.
Είχε βαρύνει αρκετά. Απ’ τον αέρα δεν κινδύνευε.

Εκείνος την περίμενε απ’ έξω. Άνθρωπος άλλης εποχής της άνοιξε την πόρτα και την κέρασε ποτό στο φουαγιέ όσο περίμεναν -όχι, δεν ήθελε αντιρρήσεις σ’ αυτό! Και μετά εκείνη, λυμένη, έγερνε στον ώμο του κάθε φορά που συνέβαινε κάτι στη σκηνή και ήθελε να το μοιραστεί μαζί του. Κι εκείνος γέλαγε και χαμήλωνε το κεφάλι σα να ήξερε ότι δεν έπρεπε να είναι εκεί. Μαζί της. Αλλά ήταν. Και ένιωθε καλά.

Και πέρασαν όμορφα. Μα πέρασε η ώρα. Κι έφτασε η στιγμή που εκείνος θα γύρναγε σπίτι του κι εκείνη στο δικό της. Στάθηκαν πίσω από την τζαμαρία να κουμπώσουν τα παλτά. Ο αέρας έξω λυσσομανούσε.

-Ωχ, ποιος βγαίνει τώρα, είπε η Marie Claire.
-Ποιος φοβάται το κρύο, είπε ο Jean De Beanie.

-Το κρύο το φοβάται όποιος δεν έχει κάποιον να τον ζεστάνει εκεί έξω, είπε εκείνη.

Κι εκείνος της τράβηξε το μπερέ προς τα κάτω καλύπτοντας τα μάτια της και την έπιασε απ’ το χέρι. Βρέθηκαν ξάφνου στη μέση του πεζοδρομίου. Η Marie Claire έπιασε ενστικτωδώς τη φούστα της, μη τη σηκώσει ο αέρας.

-Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Ήταν καλά! φώναξε εκείνος για να ακουστεί μέσα στον κοσμοχαλασμό.

-Εγώ ευχαριστώ, δεν πάω μόνη θέατρο, θα το έχανα, είπε η Marie Claire.

Και τον πλησίασε.

-Η μύτη μου έχει ξεπαγιάσει, θες να τις τρίψουμε σαν τους Εσκιμώους να ζεσταθούμε, τον ρώτησε γελώντας παιδικά.

-Αν θες να φιληθούμε μπορείς απλώς να το ζητήσεις, γέλασε εκείνος και έσκυψε προς το μέρος της.

Και τη φίλησε.


Εκατομμύρια χαρούμενα μυρμήγκια άρχισαν να περπατούν μέσα της και οι χρυσές πεταλούδες των αστεριών κουνούσαν τα αστραφτερά φτερά τους ξαφνικά παντού μέσα στα μάτια της. Μα τότε σαν βροντή άκουσε τη φωνή της Marguerite: «εμείς εδώ σ’ αυτό το περιοδικό έχουμε έναν ιερό σκοπό: να μάθουμε να σεβόμαστε τον κόπο της διπλανής μας να βρει άντρα, να μην κλέβουμε ξένους άντρες»

Τίναξε το πρόσωπό της πίσω.
-Τι; Είπε ο Jean.

-Ε.. Να... Δηλαδή... Θέλω να πω... Νιώθω λίγο άσχημα, δηλαδή καθόλου άσχημα φιλάς μαγικά –είπε εκείνη λιγωμένη –αλλά ... στο περιοδικό που δουλεύω... η Marguerite που είναι φίλη... άσχετο... δηλαδή να... έχω τύψεις...

-Τις τύψεις να τις αφήσεις στην ησυχία τους, είπε εκείνος και την αγκάλιασε κα τη φίλησε τόσο ζεστά που οι Γάλλοι είχαν Ιανουάριο αλλά η Marie Claire είχε Ιούλη μήνα να παρελαύνει μέσα της.


Λίγο μετά εκείνος την αποχαιρέτησε. Άφησε τα χέρια της, χάιδεψε τα μαλλιά της και την καληνύχτισε. Κι εκείνη «αν με ερωτευόταν...» σκέφτηκε. «Αν με ερωτευόταν κι αυτός. Δεν θα ήταν ξελόγιασμα Marguerite. Θα ήταν έρωτας. Αναπόδραστος. Απλά δε γινόταν αλλιώς. Άραγε να τον νοιάζω λίγο;»

Κι έβαλε τα χέρια τις στις τσέπες. Αααχ! Τινάχτηκε. Ήταν κρύες. «Οι τύψεις» σκέφτηκε. Τις έπιασε και τις πέταξε με δύναμη μέσα στον Σηκουάνα καθώς βάδιζε πλάι του χαρωπά.
Μα τότε, χοπ χοπ χοπ, ο αέρας την σήκωσε ψηλά.

Ήταν που ήταν ψηλή κι ασθενική η Marie Claire Rentoin, ήταν ξάφνου κι ερωτευμένη, ανάλαφρη σαν πούπουλο, χαρούμενη σαν χαρταετός. Και ο αέρας την πήρε και την ταξίδεψε πάνω από όλες τις καμινάδες και όλοι οι ανεμοδείχτες γύρισαν στο πέρασμά της και μάλιστα ένας που ήταν κόκορας της φάνηκε πώς είπε «μην είσαι κότα, να τον ψήσεις λίγο, το τραβάει ο οργανισμός μας». Αλλά η Marie Claire Rentoin δεν έδωσε σημασία και βούτηξε σ’ ένα σύννεφο να δροσίσει την κάψα μέσα της. Το σύννεφο ερχόταν από την Νορμανδία. Ήταν γεμάτο χαλάζι.

Η καημένη Marie Claire Rentoin πέθανε από πνευμονία τρεις μέρες μετά. Δεν την ένοιαξε. Πέθανε με ένα ηλίθιο χαμόγελο παραμιλώντας «με φίλησε, με φίλησε». Πέθανε ερωτευμένη!
Ο Jean ακόμα όταν μιλάει γι’ αυτήν τη θυμάται κολακευμένος: ήταν η μόνη κοπέλα που για να διαβάσει τα ραβασάκια της χρειαζόταν λεξικό. Λίγο εστέτ. Αρκετά πνευματώδης. Και πολύ άτυχη.
Άτυχη δηλαδή ευτυχώς.
Δεν είχε σκοπό να χωρίσει.

Και μαζί της προμηνύονταν μεγάλη φωτιά

στα μπατζάκια του

30.1.08

"Επίλογος" του Λευτέρη Πούλιου

[Μετά από πρόσκληση του Αντώνη παρουσιάζω ένα αγαπημένο ποίημα ως αντίδραση στο κλίμα των ημερων. Καλώ με τη σειρά μου τους Sot, Theorema, Treble, τον Urfurslaag, τους αδιόριστους (και την Ινδιάννα αν έχει όρεξη).]

Επίλογος
Εγώ ο Τειρεσίας ανεβαίνοντας από τη Θήβα
με λόγια δισταχτικά και σχεδόν αδέξια
σαν τ' αχνάρια ενός πληγωμένου ζώου πάνω στο χιόνι
μάντης με μάτι σαν η εναλλασσόμενη περίμετρος
ενός σύννεφου.
Ποιητής μέσα στο αρωματικό αυγό του προπάππου του

Εγώ ο Ησαΐας κατεβαίνοντας στον Ισραήλ
προφήτης με κλαψούρισμα άγριου σκύλου
και λέξεις που πέφτουν σαν άγγιγμα βροχής
πάνω στους βράχους.
Ποιητής που υπάρχει για ν' ακούει τις εξομολογήσεις
του βωβού κόσμου
και να μένει έκπληχτος στο πέταγμα μιας πεταλούδας
να μένει άλαλος στο τραγούδι του αίματος
μέσα σε κάθε ζώο μέσα σε κάθε άνθρωπο.

Βαθύπλουτος μες στο κρεμμύδι της φτώχειας
Αθήνα
πνίξε τη φωνή μου μ' ένα βρόγχο
από νέον και ουράνια τόξα επιγραφών
Γκρέμισε
την κιθάρα μου από τον καταρράχτη
των γηπέδων και των ζητωκραυγών
των χιλιάδων φιλάθλων σου
Κοίταξέ με
Άγγιξέ με
Σκότωσέ με
Ξεσκίζω μέσα μου ό,τι έχω γράψει
Παίρνω πίσω ό,τι έχω πει
Αποφεύγω το δρόμο όπου απάνθρωπες αυγές ξεσπάνε
Σέρνω τις αβύσσους μου
Ντύνομαι τις θύελλές μου
Ακολουθώ εσένα που δεν έχεις ακόμα γεννηθεί
Άι γεννήσου, κρατήσου ζεστός
Δεν οφείλεις να διαβάζεις ηλίθια βιβλία
Πάρε τα όπλα ενάντια στη συμβατικότητα
Εναντιώσου σε όλα
Ευλογημένοι, υμνημένοι, δοξασμένοι οι δρόμοι του ονείρου
και του αγώνα.

Στέλνω ένα καρτ-ποστάλ στο μέλλον
Γραμμένο με αίμα από τρεμάμενο χέρι
Με γραμματόσημο την πανάρχαια αυτή εποχή.

29.1.08

Γεμάτος ενθουσιασμό για τη σημερινή μου αργία των Τριών Ιεραρχών, αποφάσισα αυτονόμως ότι δεν κάνει κρύο.

28.1.08

Μετέωρο ανάμεσα σε ύμνους και λίβελλους, σημερινούς και επερχόμενους, ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη σε απαγγελία Δημήτρη Χορν.

27.1.08

Loud Read - indieannalog set 12

Γη... Somebody to love: Από παιδί μου θύμιζε άγρια νιάτα και όποτε το ακούω έχω στο νου ένα δυναμίτη που σκάει! Μόλις σήμερα έμαθα ότι το τραγούδι έφτασε στους Jefferson Airplane από το προηγούμενο συγκρότημα της Grace Slick, τους Great society -οι οποίοι έχουν την πατρότητα και του White rabbit! (Καλα μιλάμε αυτό το blog πρέπει να πάρει κωδικό ISO με τόση επιμόρφωση που προσφέρει -χα χα! :) )

Φωτιά... Beangrowers - The priest. Το τραγούδι βγήκε το 2004 αλλά του πήρε 3 χρόνια να ταξιδέψει από την Μάλτα -απ' όπου κατάγεται η μπάντα- για να φτάσει στο Αμέρικα και από εκεί να το ...εισάγουμε πίσω εμείς στην Ε.Ε! Επιρροές από PJ, με το γνωστό θανατηφόρο μπάσο που με κρατά εξαρτημένη, εξαιρετική δομή και "χτίσιμο". Προσεγμένα πράγματα οι Μαλτέζοι! :)

Αέρας... Μετά την φάση που γεμίσαμε ρέπλικες των interpol, ήρθε η ώρα για τους κλώνους των White stripes. Αν ακούσετε το The hardest button to button μάλλον θα αναγνωρίσετε και εσείς ότι μετά τους rolling stones, το δίδυμο του Detroit ασκει τη μεγαλύτερη επιρροή στα αγόρια από την Οξφόρδη: Supergrass - Diamond Hoo Ha man.


Νερό... Circulatory system - Joy. Απ' τ' απομεινάρια μιας μπάντας (Olivia Tremor Control) με λίγη βοήθεια από τους φίλους τους (Neutral Milk Hotel) προέκυψε αυτός ο μοναδικός ονειρικός ιπτάμενος δίσκος. Μετά χάθηκαν στο διάστημα. Σαν ευτυχισμένα πυροτεχνήματα.

23.1.08

1. Ο Αστρομόνος

Κάποτε οι άνθρωποι κλείνονταν στα μοναστήρια. Τώρα στα πανεπιστήμια. Αλλά ας μείνουμε στο κάποτε.

Κάποτε σ’ ένα μοναστήρι ήταν ένας Μοναχός Αστρονόμος. Με ένα τηλεσκόπιο μετρούσε τις τροχιές και τα άστρα. Μετρούσε κι ας του είχαν πει πως αν μετράς νύχτα τ’ αστέρια, όσα τα βρεις στο νούμερο τόσα σπυριά θα βγάλεις σ’ όλο το κορμί. Εκείνος σπυριά δεν είχε δει, μα μια φαγούρα είχε στο μυαλό. Καθόλου δε μπορούσε να τη σταματήσει.
Μια νύχτα εκεί που κοίταζε έρχεται ένα τριζόνι:
-Τι είσαι εσύ του λέει;
-Εγώ είμαι Μοναχός.
-Το βλέπω ότι είσαι μοναχός, γι’ αυτό ήρθα να σου κάνω παρέα. Μ’ αυτό το ξύλο εκεί τι κάνεις;
-Μ’ αυτό παρατηρώ τ’ αστέρια. Είμαι κι Αστρονόμος.
-Δηλαδή, πιάνεις τ’ αστέρια κα τα βάζεις φυλακή αν κάνουν κάτι άσχημο;
-Τ’ αστέρια δεν κάνουν ποτέ τίποτε άσχημο!
-Μπα, τι μας λες! Είναι μακριά καταρχάς και δε βλέπουμε καλά τη νύχτα. Δε μπορείς να τα φέρεις πιο κοντά;
-Δε μπορώ. Αλλά και να μπορούσα δε θέλω. Μερικά πράγματα πρέπει να μένουν στο σκοτάδι.
-Όπως τα αστέρια;
-Όπως ο αληθινός μας εαυτός.
Το τριζόνι τραγούδησε πλάι του, σα να έπαιζε μουσική στον χορό των Γαλαξιών, που παρατηρούσε ο καλόγερος. Κι έφυγε μετά, στα ξαφνικά.

Οι μέρες περνούσαν, Τυρινή Αποκριά. Στο μοναστήρι είχαν γιορτή. Την επομένη θα ξεκινούσαν νηστεία και προσευχή για το Άγιον Πάσχα. Το κρασί έρρεε και τα μάγουλα των Μοναχών κοκκίνιζαν. Γελούσαν δυνατά σαν ταβερνιάρηδες. Μα ο Αστρονόμος μας καθότανε απόμερα και κοίταζε τ’ αστέρια.
-Λοιπόν για πες μας, ήταν κομήτης τελικά ή ήταν σύνοδος πλανητική που άλλη δεν είδε για χιλιετίες η Γη, τ’ άστρο της Βηθλεέμ; Ρώτησε κάποιος.
-Δεν ξέρω, είπε εκείνος. Δεν ήμουν εκεί κι ό,τι τα μάτια μου δεν το έχουν δει δε μπορώ να το πιστέψω.
-Α, βλασφημία, σκέφτηκαν οι άλλοι.
Μα ο Ηγούμενος πλησίασε.
-Αν δεν πιστέψεις σε κάτι θα μετράς για καιρό το πάχος της νύχτας, το αδιαπέραστο μαύρο της και δε θα το προσδιορίζεις ποτέ.
-Δε μετρώ το μαύρο, μετρώ τους σβώλους το χρυσάφι.
-Βλέπεις το δέντρο και χάνεις το δάσος λοιπόν.
-Βλέπω το δέντρο γιατί, αν ο καθένας νοιαζόταν ένα δέντρο το δάσος θα άκμαζε.
Νεκρική σιγή απλώθηκε ξαφνικά στην αίθουσα.
«Ααα, έπαρση» ακούστηκε αυτή τη φορά δυνατά.
Ο Μοναχός σηκώθηκε, ζήτησε συγνώμη για την παραφορά, φίλησε το χέρι του Ηγουμένου και πήγε στο κελί του.

Την ίδια νύχτα το τριζόνι ξαναφάνηκε στον φεγγίτη.
-Οι άλλοι έχουνε γιορτή. Εσύ γιατί είσαι μόνος;
-Γιατί όλοι θέλουν να έχουν μια γνώμη κι εγώ να έχω τη δική τους.
-Κι εσύ είναι ανάγκη να έχεις δική σου γνώμη;
-Εσύ πώς θα αισθανόσουν αν σου λέγανε να τραγουδάς σαν τζιτζίκι ή σαν γρύλος;
-Εγώ ό,τι θέλω τσαμπουνάω και δε δίνω λογαριασμό.
-Γι’ αυτό καλύτερα εδώ μέσα. Τα λέω με τον τοίχο. Είναι καλός ακροατής.

Το τριζόνι έδωσε μια και πήδηξε στο δωμάτιο. Προσγειώθηκε σε ένα σιδερένιο πράγμα, σαν κυκλικό κλουβί, με δίσκους μεταλλικούς και μπάλες, με γραμμένα ονόματα, στηριγμένες σ’ αυτούς. Μόλις έκατσε πάνω στο δίσκο εκείνος κινήθηκε: «Παναγίτσα μου», φώναξε -«ξέρω, μη χρησιμοποιώ το όνομα της επί ματαίω αλλά...»

Ο Αστρονόμος γέλασε, έπιασε το αντικείμενο και το έφερε κοντά.
-Αυτό που σε τρόμαξε είναι ένας Αστρο-λάβ-ος.
-Αστρο-λάβος; Αυτό το όργανο που απεικονίζει το Πτολεμαϊκό πλανητικό σύστημα;
-Astro-love-ος, του επανέλαβε αργά ο Μοναχός. Και όπως γύρισε τους μεταλλικούς κύκλους έφτιαξε ένα σύμπαν, με όσους αγαπά και τη θέση τη δική του σε αυτό.
-Εσύ είσαι αυτός ο πλανήτης εδώ πέρα; Μα είσαι πιο μικρός κι απ’ το φεγγάρι! Και ποια είναι αυτή στη θέση του ήλιου;
-Η Ζιλιέτ... νομίζω πως αυτό που πάντα προσπαθούσα να βρω ως Αστρονόμος, είναι ένα τρόπο να ρίχνω άστρα απ’ τον ουρανό, κάθε φορά που εκείνη έκανε μιαν ευχή.
-Πού είναι τώρα;
-Με έναν «αστέρα» της νύχτας.
-Τι την έδιωξε;
-Είχε λέει άστρο, ήταν φτιαγμένη γι’ άλλα πράγματα, πιο μεγάλα από εμένα.
-Αύριο που θα έρθω θα σου πω ένα τραγούδι και δε θα ’σαι πια αστρομόνος.
-Αστρονόμος!
-Αστρομόνος, ξέρω εγώ τι λέω!
-Γιατί δεν το λες τώρα;
-Ξέρεις πώς ξεχωρίζω τους φίλους;
-Πώς;
-Όταν δεν είμαι καλά δε με πρήζουν να γίνω χαρούμενος. Όταν δεν έχω όρεξη να μιλήσω δε με παρεξηγούν που δεν μιλώ...

Ο Μοναχός Αστρονόμος άφησε το τριζόνι στη σιωπή του. Έκατσε στο κρεβάτι του με το βιβλίο του ιερομόναχου Συμεών.

«Ημισέληνο/ μοναχός και τριζόνι/ μοιραζόμαστε» διάβασε.

-Θεέ μου, πόση τύχη, σκέφτηκε. Απόψε είναι δυο που με καταλαβαίνουν. Κι αυτό είναι πολύ.
Και φυσά το κερί. Κοιμάται. Κάτω από τα άστρα. Ευτυχισμένος. Ολιγαρκής.

(Το βιβλίο «με ιμάτιον μέλαν», (χαϊκού και ποιήματα του Ιερομόναχου Συμεών) κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Άγρα, 1998)

22.1.08

«Το αμάρτημα της μητρός μου» στο θέατρο Τέχνης

Χτες βράδυ πήγα για πρώτη φορά στο μυθικό υπόγειο του θεάτρου Τέχνης, για να παρακολουθήσω «Το αμάρτημα της μητρός μου», το γνωστό διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού. Πέρασα πολύ καλά γράφοντας την προηγούμενη «θεατρική κριτική» μου, οπότε θα το αποτολμήσω και σήμερα, μην ξεχνάτε όμως ότι δεν είμαι θεατρολόγος, έχω δει λίγο θέατρο στη ζωή μου και αυτό είναι μόλις το δεύτερο κείμενο που γράφω με τέτοια θεματολογία.
Έγραψα ότι παρακολούθησα το διήγημα και όχι τη θεατρική διασκευή συνειδητά. Εκτός από μία προσθήκη που θα αναφέρω στη συνέχεια, η αφηγηματική δομή και το περιεχόμενο του διηγήματος διατηρήθηκαν στο ακέραιο, όπως βέβαια και η ήπια καθαρεύουσα του πρωτότυπου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης παρακολουθούμε το Γεώργιο Βιζυηνό (στο ρόλο ο Ηλίας Λογοθέτης) να αφηγείται μνήμες των παιδικών και νεανικών του χρόνων, αλλά και να συνδιαλέγεται με τα υπόλοιπα πρόσωπα της αφήγησης ως παιδάκι – Γιωργί και νέος – Γεώργιος, όταν στο κείμενο του διηγήματος υπάρχει διάλογος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Ηλία Λογοθέτη να παίζει και ομολογώ ότι βρήκα μαγική την εκφορά του λόγου και τη λιτή του κίνηση, ενόσω απέδιδε μάλιστα ένα πυκνό αφηγηματικά και γλωσσικά απαιτητικό κείμενο.
Για την περίπτωση αναγνωστών – μέλλοντων θεατών που δεν έχουν διαβάσει το διήγημα, δε θα δώσω αναλυτικά την υπόθεση. Αρκεί να ειπωθεί εδώ ότι πυρήνα της αφήγησης αποτελεί η παθολογική αγάπη της μητέρας για τα κορίτσια, που βασίζεται σε ένα παλιό, αλλά βαθύ ψυχικό της τραύμα (από εκεί και ο τίτλος "το αμάρτημα της μητρός μου"). Η μητέρα της Μαριας Ζαχαρή είναι κι αυτή επαρκέστατη, τόσο – όσο συγκρατημένη και γεμάτη πάθος, με ήρεμες κινήσεις συνήθως αλλά και απότομα εκρηκτικές όταν χρειαζόταν. Τον τελικό της μονόλογο τον βρήκα υποδειγματικό, χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς, και όμως πραγματικά συγκινητικό.
Από την άλλη η νεαρή ηθοποιός Εύα Οικονόμου, που έπαιζε τους ρόλους των κοριτσιών, αισθάνθηκα πως δεν ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, τουλάχιστον εμφανισιακά. Η ηθοποιός είναι μια ομολογουμένως όμορφη και χυμώδης κοπέλα, με ξανθοκάστανα σγουρά μαλλιά και σταρένιο δέρμα, που κλήθηκε όμως να παίξει μια ψυχοπαθή Βορεοευρωπαία, την αδύνατη και ασθενική Αννιώ, όπως και την δύσμορφη, διανοητικά καθυστερημένη Κατερινιώ. Η όμορφη, μεσογειακή εικόνα της δεν με έπεισε, ίσως ακριβώς επειδή μου άρεσε. Η ίδια η ερμηνεία της δεν είχε προβλήματα, αν και δεν είμαι βέβαιος πως η ξέχειλη σεξουαλικότητα της Βορειοευρωπαίας ψυχοπαθούς υπήρχε και στο αρχικό κείμενο του Βιζυηνού (αυτό είναι όμως περισσότερο ένσταση προς τη σκηνοθεσία του Κωστή Καπελώνη, καθώς η ίδια η ηθοποιός ήταν αποτελεσματική στο να ερμηνεύσει με αυτόν τον τρόπο).
Στο κείμενο υπάρχουν και αρκετοί δευτεραγωνιστές (ιερέας, οι δύο αδελφοί του Βιζυηνού, ψυχίατρος, τσιγγάννος, κουρέας, γέρος οδοιπόρος κ.α.) που αποδόθηκαν από τους/τις υπόλοιπους/ες ηθοποιούς του θιάσου. Εδώ οι ερμηνείες ήταν κάπως άνισες: για παράδειγμα ο ιερέας δε μου θύμιζε ιδιαίτερα ιερέα, ενώ ο γέρος οδοιπόρος ήταν εξαιρετικά πειστικός, με ενδιαφέρον στοιχείο ότι παίζονταν από τον ίδιο ηθοποιό (δυστυχώς δεν μπόρεσα να εξακριβώσω τους μικρούς ρόλους που έπαιζαν οι υπόλοιποι άνδρες ηθοποιοί του θιάσου, όλους τους δεύτερους γυναικείους ρόλους όμως ερμηνεύει η Βάλια Παπακωνσταντίνου). Τα σκηνικά της παράστασης (Νίκος Αλεξίου) ήταν πολύ αφαιρετικά, κι ενώ έδιναν την πρώτη εντύπωση της προχειρότητας, αποδεικνύονταν εντέλει ιδιαίτερα λειτουργικά, με επιπλέον πλεονέκτημά τους ότι εστίαζαν την προσοχή του/της θεατή στη σκηνική δράση και τον εκφερόμενο λόγο.
Η μουσική της παράστασης από το Σταύρο Σιόλα, είτε απλώς μου άρεσε, είτε με συγκίνησε βαθιά, ιδίως το τελευταίο τραγούδι με τους υπαινιγμούς για την κατοπινή τρέλα του Γεώργιου Βιζυηνού, ερμηνευμένο σπαρακτικά από τον Ηλία Λογοθέτη.
Το μόνο σημείο που με παραξένεψε κάπως ήταν η προσθήκη ενός αποσπάσματος από άλλο διήγημα του Βιζυηνού (από το «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας») στην αρχή της παράστασης, συνοπτικά η επίσκεψη του Γεώργιου Βιζυηνού σε ένα ψυχιατρείο του Göttingen κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία και ο διάλογος του εκεί με μια ψυχοπαθή, που περίμενε μάταια ένα φανταστικό αγαπημένο. Με δεδομένο ότι λειτουργεί ως εισαγωγή στην κυρίως αφήγηση, η οποία κλείνει με το τραγούδι για την τρέλα, θα μπορούσα να υποθέσω ένα σχόλιο από τη μεριά του σκηνοθέτη ότι «Το αμάρτημα της μητρός μου» μπορεί να συνδεθεί με την κατοπινή τρέλα του συγγραφέα Γεώργιου Βιζυηνού και πιθανώς να δώσει στοιχεία για την εξήγησή της. Η άποψη αυτή απαιτεί συζήτηση πολύ μεγάλη για ένα ιστολόγιο, οπότε την αφήνω κατά μέρος (με δεδομένο κιόλας ότι εικάζω την άποψη του σκηνοθέτη, παρά είμαι βέβαιος για αυτήν).
Ολοκληρώνοντας, θα σας πρότεινα ανεπιφύλακτα να δείτε την παράσταση μόνο και μόνο για τις ερμηνείες του Ηλία Λογοθέτη και της Μαρίας Ζαχαρή, αλλά και για τη μουσική του Σταύρου Σιόλα. Όσες επιφυλάξεις και να ανέφερα, δε με εμπόδισαν σε καμία περίπτωση να απολαύσω ένα εξαιρετικό κείμενο, σε μια τίμια και γεμάτη σεβασμό θεατρική απόδοση.

Σημ.: Ένα μέρος των σχολίων μου για την παράσταση προέκυψε από τη συζήτηση που είχα αμέσως μετά με το φίλο μου Μάριο Χατζηπροκοπίου και τον ευχαριστώ πολύ για αυτό. Βασικά στοιχεία για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ.

20.1.08

A wANNA -bee! - indieannalog set 11

Γη... One hit wonder μάλλον ο τύπος, δεν ξανάκουσα τίποτε από αυτόν. Αλλά μπορεί να φταίει που δεν το κυνήγησα κιόλας. Η αλήθεια είναι ότι κι αυτό το τραγούδι δε μου πολυάρεσε, δεν παύει όμως να αρέσει σε πολλούς άλλους! Edson - I wanna be alone.

Φωτιά... Μεγάλη επιστροφή για τους Ocean Color Scene, με τραγούδι που ρέπει προς 90s και σε ξεβράζει στις όχθες της Βρετανίας, αλλά τελικά μια καλή μελωδία δε θέλει πολλή φαντασία, κόπο και εκσυγχρονισμό, πουλάει από μόνη της και όχι μόνον αυτό, αλλά κολλάει στο μυαλό σου και να σε ανεβάζει πολύ (Ίλια, πάμε "Σμαράγδι" να δούμε θάλασσα;). Ocean color scene - Go to sea.

Αέρας... Τους αδικώ αν πω ότι μου θυμίζουν Guillemots μαζί με dEUS (ειδικά εκεί που μιλάνε ταυτόχρονα ο ένας μπροστά και o άλλος στο background) γιατί απλούστατα είναι ένα πολύ όμορφο τραγούδι που στέκεται από μόνο του. Και μαγεύει. Brand new - Fork & knife

Νερό... Duffy - Rockferry. Έσπασε ταμεία πριν ένα μήνα στην Αγγλία, προσωπικά δεν καταλαβαίνω το λόγο, αλλά σας το δίνω για να μη λέτε ότι όλο κάτι πανάγνωστα σας βάζω! Άντε, μέσα στο mainstream είμαστε! :)

17.1.08

Max Raabe: κάκτοι και βόμβες

O Max Raabe είναι ένας Γερμανός τραγουδιστής που μου φτιάχνει ωραία διάθεση. Όντας αρχηγός της Palast Orchester, έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αναβίωση γερμανικών τραγουδιών του Μεσοπολέμου, όπως το Mein kleiner grüner Kaktus ("Ο μικρός πράσινος κάκτος μου", οι στίχοι μεταφρασμένοι στα σχόλια)

αλλά και στη διασκευή γνωστών ποπ τραγουδιών, όπως αυτό.

15.1.08

Η απειλή μήνυσης στο sync.gr

Ενώ παραμένει εκκρεμής η υπόθεση της μήνυσης Λιακόπουλου στον Αντώνη Τσιπρόπουλο, o Νίκος Δρανδάκης, διαχειριστής ενός ακόμη blog aggregator, του sync.gr, απειλήθηκε πρόσφατα με μήνυση, αν δεν αφαιρέσει ένα μπλογκ από τον κατάλογό του. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε στο nylon.gr (1 και 2), ενώ ο Αστέρης Μασούρας έκανε μια ενδιαφέρουσα πρόταση.

Αμαλία Καλυβίνου, όλοι μαύρα στο Σύνταγμα, Ζαχόπουλος, Χριστόδουλος, Τσίπρας: σκόρπιες σκέψεις

[Προς τους/τις παραστρατημένους/ες της google: καμιά φωτογραφία, καμία πονηρή φήμη, κανένα μπινελίκι σε αυτό το ποστ. Μόνο σκέψεις, σκόρπιες σκέψεις.]

Όταν ξεκίνησα να γράφω και κείμενα άποψης σε αυτό το ιστολόγιο (πείτε τα και πολιτικά αν θέλετε), δεν είχα ιδιαίτερες ψευδαισθήσεις για αυτή μου τη δραστηριότητα. Στο μικρό, αλλά ενδιαφέρον ακροατήριο που έχουμε, θα άνοιγαν ίσως και κάποιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις, θα πιεζόμουν κι εγώ να εκθέσω λίγο πιο οργανωμένα τις απόψεις μου, θα συνέχιζα με αυτά και με εκείνα το χαβά της αυτοέκφρασής μου, κάνοντας το πρόσωπο μου ακριβέστερο και το προσωπείο μου πιο ελλειπτικό. Ούτε πίστευα ότι θα διαφωτίσω κανέναν/μια, ούτε ότι θα κάνω αίσθηση με τις απόψεις μου.
Την κινητοποίηση για την Αμαλία Καλυβίνου, τη συγκέντρωση με τα μαύρα στο Σύνταγμα, όπως και το Blog Action Day για το περιβάλλον πιθανόν να τα θυμάστε (οι αμνήμονες, μπορούν να επισκεφτούν σχετικές σελίδες μέσω του google εδώ, εδώ κι εδώ). Τα παραδοσιακά μέσα χαιρέτισαν με ενθουσιασμό αυτή τη νέα πολιτικοποίηση και ο αγαπητός φίλος Νεφέλικας έφτασε να χαρακτηριστεί από τη Lifo ένα από τα πιο επιδραστικά πρόσωπα της χρονιάς, λόγω της εμπλοκής του στη συγκέντρωση με τα μαύρα.
Στις δύο πρώτες κινητοποιήσεις είχα δείξει να συμφωνώ με κάποια επιφύλαξη, κυρίως για χαρακτηριστικά που τα θεωρούσα εγγενή σε αυτές τις κινητοποιήσεις: το θεαματικό χαρακτήρα και το χαλαρό πολιτικό πλαίσιο του «κοινού νου». Στη Blog Action Day δεν άντεξα και διατύπωσα μια πρώτη, προσεκτική κριτική (εδώ).
Κύλησε κι άλλο νερό στο αυλάκι, ο Αλέκος Αλαβάνος απευθύνθηκε προεκλογικά στους «μπλόγκερ», ο Γιώργος Παπανδρέου προσέλαβε τον ιστολόγο Vrypan ως σύμβουλο (και πολύ καλά έκανε, για να μην παρεξηγούμαι), ο Αλέξης Τσίπρας, φέρελπις νέος και πιθανότερος επόμενος πρόεδρος του ΣΥΝ έδωσε την πρώτη του συνέντευξη σε ιστολόγους, ο Μανώλης Ανδριωτάκης ετοίμασε ένα ντοκιμαντέρ σχετικό με τα ιστολόγια για την ΕΡΤ, με το ΣΚΑΪ να έχει ασχοληθεί ήδη από τον Οκτώβριο. Αν δεν είναι δυνατή η φωνή μας ακόμη, έχει γίνει ήδη ιδιαίτερα γοητευτική.
Αισθανόμενοι/ες λοιπόν κάποιοι/ες από εμάς την ευθύνη αυτής της απήχησης, άρχισαν να ασκούν έντονη κριτική για τα φαινόμενα κιτρινισμού που παρατηρούνται συχνά πλέον στη μπλογκόσφαιρα, όπως την αναδημοσίευση των πορνοφωτογραφιών Τσέκου – Ζαχόπουλου ή την ιλαρή παραπομπή στο παιχνίδι στοιχημάτων για το θάνατο του Χριστόδουλου (μια ενδιαφέρουσα σχετική συζήτηση μπορείτε να διαβάσετε στον Αλλού Φαν Μαρξ). Χωρίς να διαφωνώ με αυτήν την κριτική, θα ήθελα να δω όλα τα παραπάνω από μια λίγο διαφορετική οπτική.
Η μακαρίτισσα Αμαλία, οι μαυροφορεμένοι/ες στο Σύνταγμα, ο νέος - ωραίος Τσίπρας, ο κρεβατωμένος Ζαχόπουλος και ο καρκινοπαθής Χριστόδουλος έχουν δυστυχώς ένα κοινό: αποτελούν εξαιρετικό υλικό για την κρεατομηχανή του θεάματος και ιδανικό γεύμα για κανίβαλους θεατές. Ακόμη κι αν χρησιμοποιούμε ένα «αθώο» νέο μέσο, μπορούμε να μετέλθουμε όλα τα κολπάκια του «ένοχου» παλιού, όντας διψασμένοι/ες για ένα μαζικό ακροατήριο. Ας μην παρεξηγηθώ από τους αναγνώστες/τριες, δεν εξομοιώνω σε καμία περίπτωση προθέσεις, έχω να αποδώσω μόνο θετικές στους/τις οργανωτές/τριες της συνέντευξης Τσίπρα και των κινητοποιήσεων για την Αμαλία και τα δάση. Πολύ φοβάμαι όμως ότι φτάσαμε στο σημείο να έχουμε όλοι/ες πλέον τη δυνατότητα να συμμετέχουμε στην παραγωγή ενός πολύχρωμου πολτού, πανομοιότυπου με τα δελτία του Mega, του Star ή του Extra (ανάλογα με τα γούστα) και μάλιστα δίχως το ΕΣΡ να μας ελέγχει. Χωρίς σαφές πολιτικό στίγμα ή ξεκάθαρο ηθικό προβληματισμό, όλα μπορούν να μπουν στο μίξερ, να διαστραφούν οι προθέσεις τους, να οδηγηθούν σε άσχετα ή αντίθετα αποτελέσματα (με υπαρκτές βέβαια τις περιπτώσεις που οι προθέσεις είναι φρικτές εξ’ αρχής).
Είμαι πολύ αμφίθυμος απέναντι στο Γκυ Ντεμπόρ, αυτό όμως το είπε λιτά και περιεκτικά: "το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων μεσολαβημένη από εικόνες". Χωρίς κοινή πράξη και συνδιαμόρφωση, χωρίς έστω ψύχραιμο δημόσιο διάλογο, το μόνο που μας μένει είναι το θέαμα και η γοητεία. Όπως βέβαια και η μηχανή που μας αλέθει.

-------------------------------------

Ο φίλτατος πεταλωτής Κενταύρων Polsemannen μου άφησε σήμερα ένα σχόλιο που λειτουργεί αρκετά αυτόνομα ως κείμενο, για να παραμείνει κρυμμένο. Το παραθέτω λοιπόν:

Αγαπητέ εν θολοκουλτούρα αδελφέ Κωνσταντίνε,

Σίγουρα τα ιστολόγια είναι ένα νέο μέσο έκφρασης, όμως ούτε "αγνό" ούτε "αθώο" είναι. Ή ορθότερα είναι ακριβώς η συνισταμένη όλων αυτών των ατόμων, που όντας κάτοχοι υπολογιστή και σύνδεσης στο διαδίκτυο (ή ακόμα απλώς επισκέπτες ίντερνετ καφέ) αποφασίζουν να γράψουν δημόσια την αποψάρα τους ή τα σώψυχά τους ή ότι άλλο.
Εάν σταδιακά αυτή η συνισταμένη τείνει προς την κρεατομηχανή των δελτίων των ιδιωτικών καναλιών, τότε αυτό μάλλον θα πρέπει να μας απογοητεύσει για το πνευματικό και ηθικό επίπεδο της κοινωνίας μας.
Θα μπορεί πλέον π.χ. η Πάνια, ή τα επιτελεία των ειδήσεων - σόου και διάρκειας Μπέν Χουρ να αναφωνήσουν χωρίς ενοχές: "Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω".
Από την άλλη καλό είναι που υπάρχει, για όσο θα υπάρχει ακόμα πρίν το φιμώσει η ΕΕ, αυτό το πεδίο άναρχης και απόλυτε ελεύθερης έκφρασης. Ας το χαρούμε όσο κρατήσει.

Μεθ' αγωνιστικών χαιρετισμών,
Κάρολος Πολσεμάνογλου

13.1.08

Ο Vincent του Tim Burton

Το βρήκα τυχαία στο Youtube και είναι η πρώτη ταινία που γύρισε ο Burton, το 1982. Χρησιμοποιεί την αγαπημένη στο Burton τεχνική stop motion, ενώ αφηγητής είναι ο Vincent Price.

είμαι τΑΜΜΕνη !!! - indieannalog set 10

Γη... Εξαιρετικής εμπνεύσεως και αισθητικής, ταξιδιάρικο, παιχνιδιάρικο και με φινάλε που σε εξακοντίζει στο υπερπέραν (άσε το υπερπέραν ήσυχο και λέγε τι έχεις και «έπεσες» πάλι) , το chocolate girl είναι μάλλον μακράν το αγαπημένο μου απ’ τους Animal Collective...

Φωτιά... Έχω να ταυτιστώ με τραγούδι πολύ καιρό, αλλά αν ποτέ δείτε μια καστανομάλλα να παίζει ντράμς στον ουρανό του αυτοκινήτου της και να τραγουδάει χαζογελώντας σε κάθε κόκκινο φανάρι που την πιάνει, μάλλον είμαι εγώ και ακούω Pony up- The truth about cats and dogs (is that they die). “Give me a reason/ sent me a postcard/ tell me your story/ why are you so far…”

Αέρας... Όταν ήμουν παιδάκι για να μην τρώω ζάχαρη η γιαγιά μου έλεγε ότι την ασπρίζουν με τα κόκαλα των νεκρών. Όποτε ακούω Black heart procession αισθάνομαι να μου τρίβουν τη μαυρίλα ως το κόκαλο, μέχρι να αστράψει και να στάξει ζάχαρη. Και δεν αδικώ καθόλου τους Aaron που τους αντιγράφουν επαρκέστατα στο O-song...

Νερό... Adrienne Pierce – Laundry & dishes. Με αναφορές στο fade into you –αν και λίγο πιο φωτεινό, από τα τρυφερά τραγούδια που πάντα απορώ γιατί δε τα παίζουν τα ραδιόφωνα.

10.1.08

Το αμάρτημα του πατρός μου

Ο Φιρφιρίς ήρθε κι έσκασε μια μέρα με τα μούτρα πάνω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, που μόλις είχε καθαρίσει η μαμά.

«Ά-πα-πα. Πάει το πουλί» είπε εκείνη και το μάζεψε να δει αν ζει. «Μπάμπη, έλα να δεις ένα σπουργιτάκι, θα ζήσει λες»;

Ο μπαμπάς, που ούτε σεισμός δεν τον κουνούσε απ’ το γραφείο του, έσπευσε κι έπιασε ταραγμένος το πουλί: «καρδερίνουλα είναι» είπε και του σφύριξε κάτι σύντομο. Το πουλάκι κούνησε το κεφαλάκι του σα να καταλάβαινε. Ο μπαμπάς ξανασφύριξε κάτι. Το καρδερινάκι έβγαλε κι αυτό ένα ξεψυχισμένο «φιρ φιρ φιρ». «Τι είναι βρε Φιρφιρίκο» είπε ο μπαμπάς και διέταξε τη μαμά να πάει να βγάλει ψίχα απ’ το ψωμί, να την κάνει τριφτούδια, να τα βρέξει και να τα φέρει να ταΐσει το πουλί.

Ο Φιρφιρίς έμεινε τρεις μέρες στο σπίτι, μέσα σε ένα κιβώτιο. Σκιαζόταν όποιος κι αν τον πλησίαζε -εκτός απ΄ τον μπαμπά. Μόλις σφύριζε ο μπαμπάς το καρδερινάκι άνοιγε τα φτερά του λες να τον αγκαλιάσει.

Την τρίτη μέρα κατάφερε και πέταξε έξω απ’ το κιβώτιο και πια καταλάβαμε ότι ήταν έτοιμος να φύγει. Ο μπαμπάς πήγε κι αγόρασε ένα κλουβί και το έβαλε φάτσα στην μπαλκονόπορτα, πάνω απ’ το σύνθετο. Παρότι είχε βάλει εφημερίδες και τροφή κι ήταν έτοιμο να κατοικηθεί, πορτάκι δεν είχε. Ο μπαμπάς έπιασε τον Φιρφιρί, τον έβαλε μέσα και του είπε «όποτε θες να έρχεσαι να μας βλέπεις, η πόρτα στο δωμάτιό σου θα είναι πάντα ανοιχτή» Και μετά, τον πήρε και τον έβγαλε στο μπαλκόνι. Κι ο Φιρφιρίς πέταξε. Μακριά.

Πέρασαν λίγες μέρες και ένα πρωί ο μπαμπάς κατέβηκε να καπνίσει στην αυλή. Πώς του ρθε να σφυρίξει και ξαφνικά, απ’ το πουθενά, είδαμε να έρχεται ο Φιρφιρής και να κάθεται στον ώμο του. Ο μπαμπάς του ξανασφύριξε, ο Φιρφιρής κελάηδησε και ήταν σαφές ότι το στρέιδι ο πατέρας μου έμοιαζε να έχει φάει γλιστρίδα όταν επρόκειτο για τη διάλεκτο του Φιρφιρί: παρότι εμείς του παίρναμε τις λέξεις με το τσιγκέλι, με το πουλί δε σταμάταγε να καλαηδά!

Ο Φιρφιρίς σα να χε καταλάβει έμπαινε στο κλουβί του, έτρωγε το φαγάκι του, έφερνε τις βόλτες του στο σαλόνι και μετά έβγαινε έξω ξανά. Αλλά το πιο αξιοπερίεργο ήταν ότι δε λέρωνε ποτέ μέσα στο σπίτι, παρά μόνο στην εφημερίδα στο κλουβί.

Το χειμώνα έπεσε βαρύ κρύο και δεν ανοίγαμε συχνά τα παράθυρα. Ο Φιρφιρίκος είχε βολευτεί καλά στο σπιτάκι του και, τα πρωινά, μόλις χάραζε, πήγαινε και κελαηδούσε στο αφτί του μπαμπά. Λες για να του πει «καλημέρα».

Ένα πρωί ο Φιρφιρής δεν κελάηδησε. Αλλά ακούστηκε η σπαρακτική κραυγή του πατέρα αντί για ξυπνητήρι στο σπίτι μας. «Όχι» ούρλιαξε και άρχισε να κλαίει σαν παιδί, κρατώντας στα χέρια του τον νεκρό Φιρφιρί. Το μάγουλό του γεμάτο πουπουλάκια, που είχαν μείνει απ’ το βράδυ που στον ύπνο του -χωρίς να το θέλει- τον έπνιξε στου λαιμού του την καμπύλη. Εκεί που ο Φιρφιρής είχε κουρνιάσει για να νιώθει την ανθρώπινη ζεστασία.

Ο πατέρας δεν ξανασφύριξε ποτέ. Μίλαγε δε ακόμα λιγότερο από πριν. Και ο Φιρφιρίς έμεινε στην κατάψυξη μας μια βδομάδα, μέχρι να βρει το κουράγιο να τον θάψει στον κήπο, κάτω απ’ την μανταρινιά.

Από τότε κάθε αυγή, όταν η μανταρινιά μοιάζει με στολισμένο δεντράκι Χριστουγέννων με τις πορτοκαλί μπάλες της να κουδουνίζουν στο μισοσκόταδο, αν φυσήξει αέρας και κουνήσει τα φύλλα της, ο μπαμπάς λέει ότι ακούει να κελαηδά ο Φιρφιρής. Γεγονός που δε θα ήταν πρόβλημα, αν τον άκουγε και κάποιος άλλος...

6.1.08

Optimism begins at home! - indieannalog set 9

Γη... Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός, η χαρά μεγάλη κι ο Αγιασμός κλπ, κλπ. Μέρα λοιπόν που είναι σήμερα, ο Θεός να σας φωτίσει (ή έστω η Ψυχολογία και η "οικοσυστημική προσέγγιση") όσο ανάποδα και να σας έρχονται τα πράγματα εσείς να προσπαθείτε να δείτε το θετικό σε αυτά. Σε πολλές περιπτώσεις -λένε- ότι αν αρχίσεις να βλέπεις το αρνητικό αλλιώς, τελικά... αλλάζει! (και δε χρειάζεται να πάρεις πορτοκαλί χάπια για να το πετύχεις. Απλά ν' αλλάξεις... οπτική για τα γεγονότα)! Orange Peels - Circling around the sun

Φωτιά... Βέβαια μη νομίζεις, όσο θετικός και να σαι, όσες σβούρες και να κάνεις χαρωπός γύρω απ' τον ήλιο, το σύμπαν θα σε πιάσει (και αν πιστεύεις και στα ζώδια, κι έχεις και κανένα Κρόνο σε περίεργη γωνία, ω, καημένε μου, θα σε συνθλίψει)! Εγώ πάλι θα πιστέψω στους Antlers –για να έχουν τόσο χαρούμενη μελωδία στο the universe is going to catch you, κάποιες αισιόδοξες πληροφορίες θα έχουν απ’ τον Πανόπουλο, όλα καλά θα πάνε, δε μπορεί!

Αέρας... Και επειδή τι χρονιά θα είναι αυτή που θα μπει χωρίς pavement, παρότι δεν είναι απ’ τα αγαπημένα μου το Carrot Rope, είναι αυτό που φαίνεται να έχει επηρεάσει τους Ghost is dancing στο shuttles and planes.

Νερό… Cocoon – Chupee. Από τα τραγούδια που με κάνουν να με σκέφτομαι σαν χνουδωτό κουτάβι σε καλάθι ποδηλάτου που κάνει βόλτες στο ύπαιθρο μετά από βροχή (είπαμε να είσαι θετική, αλλά εσύ πουλάκι μου κάνεις σα να ζεις σε αυτοκόλλητο της Sarah Kay)!

4.1.08

Κάτω απ’ το Γκυ

Αν με φιλούσαν κάτω απ’ το γκυ θα είχα για φέτος μια αγάπη κι εγώ. Μα εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, που όλοι φιλούσαν με μάτια κλειστά, εγώ ήμουν σπίτι και ονειρευόμουν ταξίδια στα άστρα με ιπτάμενα χαλιά.

Και φύγαν οι μέρες, πάνε κι οι γιορτές και έμεινα πάλι δίχως ταίρι εγώ. Και ενώ κάθε νύχτα κομπίνες σχεδιάζω, παγίδες να στήσω, να δρέψω φιλιά, στο τέλος τραβάω ως τη μύτη την κουβέρτα και μόνη κοιμάμαι με τον γάτο αγκαλιά.

Και σήμερα είμαι στο πάρκο, με κρύο και μια λογοτεχνική συννεφιά, που με κάνει να θέλω να διαβάσω κάτω από δέντρα, μέσα σε ψίθυρους από πουλιά. Και ενώ βυθίζομαι στο ποτάμι του λόγου, στη ροή απ’ τις λέξεις, στων φθόγγων την ηχώ, μια αχτίδα ξάφνου προβάλει, κι ύστερα κι άλλη, και «τι γκαντεμιά», ήλιο βγάζει και δεν έχω μαζί τα γυαλιά!

Το βιβλίο μου σηκώνω ψηλά να κρύβει κάπως την αντιηλιά, μα έναν σκέιτερ που εκεί αλωνίζει, η αντανάκλαση του ήλιου στο εξώφυλλό, τον αποσυντονίζει. Κι έρχεται και σκάει με φόρα στο παγκάκι, κι εκτοξεύεται απ’ το σκέιτ και προσγειώνεται στο πλάι, και το μούτρο του κολλάει στο δικό μου. Και μου πέφτει από το χέρι ο Μωπασάν και τον βλεπουμε τον τόμο να πλησιάζει στα κεφάλια μας γκρο-πλαν: μπαμ!

Και μας πιάνουνε τα γέλια, με το βιβλίο στις μυτες μας να ισορροπεί και γελάω και γελάει και γυρνάει με κοιτάει
«Δε γαμείς, αφού δε χτύπησε κανείς!
Εμείς να ‘μαστε καλά, καλή χρονιά!»
και με φιλά
κάτω απ’ το Γκυ
(Ντε Μωπασάν)!