CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

28.2.10

...τη μελατονίνη μου, μέσα!

Αέρας… Είναι λογικό ότι αν δουλεύαμε κάθε μέρα, θα έμοιαζαν ίδιες όλες οι μέρες της εβδομάδας. Το γεγονός ότι για τους περισσότερους από εμάς η Κυριακή είναι μέρα αργίας, κάνει την Κυριακή την ομορφότερη μέρα από όλες τις υπόλοιπες. Αν σκεφτούμε δε, ότι το χειμώνα αυτές οι μέρες είναι και κρύες, σκοτεινές και βροχερές, πώς να μην περιμένουμε την πολυπόθητη… ημέρα του ήλιου (ω, ναι, την Sun-day).
Περνάω όλη την εβδομάδα περιμένοντας μια ηλιολουστη Κυριακή, αντέχω την βαρετή, ηλίθια καθημερινότητα μου ονειροπολώντας ότι σε λίγες μέρες θα κάνω αυτό που κάνει όλος ο υπόλοιπος κόσμος: θα ξαπλώσω σε μια καρέκλα στη λιακάδα, θα πίνω καφέ, θα διαβάζω εφημερίδες κα θα τις σχολιάζω με τον καλό μου...


Γη… Σήμερα λοιπόν, με το «καλημέρα, μόλις είδα αυτό τον ήλιο, σκέφτηκα: τι ωραία μέρα, επιτέλους, θα πάω να λιαστώ, θα γεμίσω μπαταρίες! Ο φίλος μου ήρθε με βαριά καρδιά: δεν κατανοεί το πρόβλημά μου, δεν καταλαβαίνει γιατι "πρέπει να πάμε σαν κάφροι ελληνάρες, να πινουμε καφέδες και να ψηνομαστε τρεις ώρες, να πάθουμε
καρκινο ντε και σώνει, επειδη για σένα αυτο ειναι διασκέδαση". Συγνώμη, ειπα εγώ "διασκέδαση"; Αν ναι, θα το ειπα γιατι φοβήθηκα να πω την αλήθεια: ότι ειναι ανάγκη"! Ότι μερικοι άνθρωποι πραγματικά ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ τον ήλιο, όπως τα βαμπιρ έχουν ανάγκη το αίμα! "Ρε μωρό, με τον ήλιο μου ανεβαινει η διάθεση, το νιώθω, γεμίζω ενέργεια, χωρις αυτον έχω διαρκή καταθλιψη"! "Καλα, κόψε κάτι! Δε ζεις και στο στο Michigan, κάτω από 3 μέτρα χιόνι για 3 μήνες σερί! Είναι, πρακτικώς, αδύνατον να σε παίρνει σβάρνα ο ολιγοήμερος ελληνικός χειμώνας, και να σου δημιουργεί καταθλιψη".

Φωτιά… Κι όμως η
εποχιακή συναισθηματική διαταραχή (seasonal affective disorder, που μερικοί ονομάζουν και κατάθλιψη του χειμώνα), ταλαιπωρεί και καταπονεί σε σημαντικό βαθμό πληθυσμούς τόσο στις βόρειες, όσο και στις εύκρατες περιοχές. Στα ζώα που πέφτουν σε χειμέρια νάρκη, η απουσία ηλιακού φωτός προκαλεί αύξηση μελατονίνης: αυτή μειώνει τη δραστηριότητά τους και αυξάνει η διάρκεια του ύπνου τους. Η μελατονίνη είναι μια ορμόνη, που εκκρίνεται από την επίφυση του εγκεφάλου, όταν υπάρχει σκοτάδι. Προάγει τον ύπνο και παράλληλα «κουρδίζει» το βιολογικό μας ρολόι. Όσο μεγαλώνουμε παράγουμε όλο και λιγότερη - γι αυτό και οι ηλικιωμένοι κοιμούνται λιγότερο. Σε μερικούς ανθρώπους όμως οι τρελοί ρυθμοί ζωής, ο τεχνητός φωτισμός και η μη επαρκής έκθεση τους σε ηλιακό φως, προκαλεί διαταραχή της έκκρισης της. Αποτέλεσμα: χειμερία νάρκη! Άμα μετά λέω ότι χρειάζομαι ήλιο, για να δουλεύει η καρδιά και το βιολογικό μου ρολόι, σε σωστό ρυθμό, λένε ότι θέλω γιατρό! Ήλιο θέλω, λέμε! Αυτός είναι ο γιατρός -γ... τη μελατονινη μου, μέσα!

Νερό… Σε μια έρευνα στο National Institute of Mental Health, μελετήθηκε η έκκριση της μελατονίνης σε σχέση με το φως, σε 55 ασθενείς που πάσχουν από εποχιακή συναισθηματική διαταραχή και σε 55 υγιείς ανθρώπους. Τα αποτελέσματά έδειξαν ότι στους ασθενείς η έκκριση μελατονίνης είναι μεγαλύτερη κατά τους χειμερινούς μήνες, και το αποτέλεσμα είναι ότι υποφέρουν από κατάθλιψη που εκφράζεται με συμπτώματα όπως η αύξηση του σωματικού βάρους, αύξηση των ωρών του ύπνου, μείωση των δραστηριοτήτων και απώλεια του ενδιαφέροντος για το σεξ. Οι μετρήσεις στα υγιή άτομα έδειξαν ότι η έκκριση της μελατονίνης παραμένει σταθερή και δεν επηρεάζεται από τις εποχιακές αλλαγές. Εγώ προφανώς δεν είμαι ένα τέτοιο, υγιές άτομο. Έτσι, μπορώ μόνο να περιμένω ...φωτεινότερες μέρες. Μαζί με τον ήλιο, να ανεβαίνω κι εγώ. Ως τότε, με το μαλακό τους χαρακτηρισμούς για το άτομο μου. Σεβαστειτε την καταστασή μου, άρρωστη γυναικά!

οι πληροφορίες για την μελατονίνη και την ευγεργετική δράση του ήλιου, βρίσκονται εδώ

21.2.10

η μόνη πυξίδα, έρχεται αργά

Αέρας… Όταν του είπε ότι το πιο σέξι σημείο είναι η καμπύλη του λαιμού του δε φαντάστηκε ποτέ ότι η Μέρνα θα ήταν βαμπίρ, και σαν σμέρνα θα τον δάγκωνε εκεί, ρουφώντας το αίμα του με λύσσα–όχι, καμία αναβολή επειδή είναι Σαρακοστή. Κι όταν του έλεγε ότι θα έφτανε ως τα πέρατα του κόσμου για χάρη του, εκείνος νόμιζε πώς θα διάβαινε μαζί του τις σκοτεινές πύλες του μυαλού του, κι όχι πώς θα τον έσερνε ανήμπορο στα έγκατα της γης, για να τον γευματίσει με την ησυχία της.
Και τώρα ο Στεφάν βρίσκεται χαμένος σε ατέρμονους δαιδάλους, πλήρως αποπροσανατολισμένος, να βλαστημάει που δεν πιάνει το GPS του ρολογιού του εκεί μέσα και να μετανιώνει που δεν πήγε ποτέ στους πρόσκοπους, ώστε να μάθει να φτιάχνει μια πυξίδα –λες κι άμα είχε μια, θα ήξερε αν έπρεπε να πάει προς Ανατολή ή Δύση, Νότο ή Βορρά.

Φωτιά… Βορά στα νύχια της θα γίνει αν δεν καταφέρει να βρει την έξοδο. Αν έβρισκε ένα σημάδι, έστω μια σταγόνα απ’ το φως του πρωινού, αν ήξερε πού είναι η επιφάνεια –πόσο μακριά, σε τι ύψος από εκεί, ίσως θα μπορούσε να οργανωθεί. Μα όλοι οι διάδρομοι μοιάζουν ίδιοι, όλα τα δωμάτια σκοτεινά και πόρτα πουθενά.

Γη…
Έτσι, στο τέλος, ξαπλώνει αποκαμωμένος, με χέρια και πόδια ανοιχτά σαν τον άνθρωπο του Βιτρούβιου, ένα -κατά του Ντα Βίντσι- ένα ανθρώπινο Χ εγγεγραμμένο στο στρογγυλό μωσαϊκό, ένα τέλειο κι αρμονικό ανθρώπινο Χ, που πια δεν αναμασά τις δυσαρμονίες του- δεν αναρωτιέται τι κάνει, πού πάει και ποιος είναι. Ξέρει πως το τέλος του έρχεται, κι εκείνος ο άγνωστος Χ εαυτός, μοιάζει πολύ οικείος και γνωστός. Σταματάει τη μάχη μαζί του. Σταματάει να τον μισεί. Μα είναι αργά

Νερό… Φτερουγίσματα νυχτερίδων κι έπειτα το κρώξιμο, μια εκκωφαντική στριγκλιά, του γυναικόμορφου όρνιου. Πετάει από πάνω του και βλέποντας τον χάμω ξαπλωμένο, ημιθανή, και με ταχύτητα αξιοζήλευτη για γήινη μορφή, πάνω του χιμάει τις σάρκες του ξεσκίζει με ένα τρόπο ηδονικό –αρπακτικό σε ρόλο ερωμένης…
Ο Στεφάν κλείνει τα μάτια. Πόσο ο θάνατος σε κάνει να καταλάβεις τι ακριβώς είναι η ζωή. Πόσο ο θάνατος σε κάνει να ζήσεις τόσο έντονα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Πόσο σε ημερεύει όλη αυτή η αγριότητα που υφίστασαι, αφού στην υστάτη στιγμή αντιλαμβάνεσαι, ακαριαία κι οριστικά, τι είσαι: σάρκα και πνεύμα, μα κυρίως σάρκα- μια εν δυνάμει τροφή. Για τον Άλλο…

14.2.10

Κάθε μέρα, ημέρα Αγιου Καρναβαλεντίνου

Φωτιά… «Τέτοια νύχτα δεν ξανάγινε» λέει η Μιράντα, «τελευταία Αποκριά και Βαλεντίνος μαζί- θες να ντυθείς Λύκος να ντυθώ Κοκκινοσκουφίτσα μωρό μου»; Μα ο Θοδωρής δεν θέλει να ντυθεί και πολύ περισσότερο δε θέλει να γδυθεί μετά. Αυτό το ψυχαναγκαστικό, ντε και σώνει σεξ και αγάπες, ντε και σώνει να δείχνουν «ζευγάρι» επειδή είναι η γιορτή των ερωτευμένων. Ξενερώνει απίστευτα.
-Θες να ντυθείς πειρατής να ντυθώ πριγκίπισσα; Δράκουλας κι εγώ το θύμα σου; Νοσοκόμα κι εσύ ασθενής;
«Ψυχασθενής, μ εσένα που έχω μπλέξει…», παραμιλάει εκείνος.
-Μιράντα να χαρείς, μασκαρέψου ό,τι θες κι άσε με εμένα.
-Μα αφού το πάρτι και έχει θέμα «διάσημα ζευγάρια», νιαουρίζει αυτή

-Αχ, τέλεια καλόγρια, λέει η Στέλλα μόλις τους βλέπει!
-Σέξι καλόγρια, λέει η Μιράντα και δείχνει την καλτσοδέτα της από μέσα.
-Μην ξεράσω, σκέφτεται ο Θοδωρής
-Κι εσύ τι ντύθηκες καλέ; τον ρωτάει η Στέλλα
Στο κεφάλι του φορούσε ένα τεράστιο φιόγκο και κρεμόταν μια κάρτα που έγραφε «από τον Θεό, με αγάπη!»
-Απλώς φώναζε με με το όνομά μου! λέει εκείνος και προχωρά.
-Ντύθηκε «θεού δώρο» για να μου ταιριάξει, γελάει η Μιράντα και μπαίνουν μέσα.

Αέρας… Το λοφτ της Στέλλας στους πρόποδες του Λυκαβηττού, και η Αθήνα από κάτω βασίλισσα μες στ΄ αστραφτερά πετράδια των φώτων της. Χαμός από κόσμο και η μουσική να σε κάνει να αισθάνεσαι ζωντανός. Να κάνει τα σωθικά σου να χοροπηδούν από την ένταση και την καρδιά σου να πάλλεται δυνατά. Όλο και πιο γρήγορα. Οι σαμπάνιες ανοιγμένες, οι φυσαλίδες ανεβαίνουν σαν high- tech χαρταετοί, η Μιράντα χορεύει μέσα στο πλήθος κι εκείνος βγάζει το ipod για να κάνει tag το τραγούδι που παίζει.

-Θα σου στείλει με sms τον παραλήπτη; ρωτάει μια φωνή
-Ποιος;
Εκεινη δειχνει τον ουρανό

-Ο Θεός! Σ’ ‘εστειλε αλλα δεν ξέρεις ακόμα σε ποιον;

Ο Θοδωρής γελάει, «εσύ τι έχεις ντυθει;» τη ρωτάει

-Εχω ντυθεί «τα ρούχα που δε φοράω τις άλλες μέρες»- βασικά όλα αυτά είναι πράγματα που εχω αγοράσει για γάμους και δεν τα ξαναφορεσα από τότε, είπα δεν τα βάζω σήμερα να βγω!
-Δείχνεις πολύ αυτοκρατορική πάντως. Κάτι σαν μεταμοντέρνα Αντουανέτα! Θοδωρής, συστηνεται και απλώνει το χέρι του.
-Αντουανέτα, γελάει αυτή, Αντωνία δηλαδή, και του σφιγγει την παλάμη.
-Α, ωραία, βλέπω σήμερα έχουμε ντυθεί και οι δύο ο εαυτός μας!
Μιλάνε για λίγο, γελάνε περισσότερο, το λοφτ μοιάζει ξαφνικά με εξωτικό ενυδρείο στο βυθό του σύμπαντος, κοράλλια στραφταλίζουν, φονικοί καρχαρίες τους τσαλαπατούν χορεύοντας και ένα ηλεκτροφόρο χέλι πάει και καρφώνεται με φόρα στο στέρνο του. «Ύπαγε πίσω μου Έρωτα», μονολογεί και χτυπάει με δύναμη το στήθος του βήχοντας, λες κι έτσι θα ξεράσει όλη τη φωτιά που στροβιλίζεται μέσα του.
-Είσαι καλά; Ρωτάει αυτή
-Ναι, ναι, μια χαρά. Απλά σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να πάρω acid μαζί σου!
-Ορίστε; Λέει εκείνη γελώντας
-Για να νιώσεις όπως νιώθω εγώ τώρα.

Νερό...
Εκείνη χαμηλώνει τα μάτια και βλέπει τις φυσαλίδες μέσα στη σαμπάνια του. Πιάνει το χέρι της και το ακουμπά στο ποτήρι . Το κρατάνε μαζί σαν σφαίρα μαγική, κοιτάνε μέσα του κι εκείνος «μέσα στη φυσαλίδα» της λέει, «μας βλέπεις; ταξιδεύουμε απόψε -πετάμε πάνω από την πόλη, πάνω από θάλασσες και βουνά, πάνω από ανθρώπους καθημερινούς και συνηθισμένους, πάνω απ’ ότι είμαστε κάθε μέρα κι αυτό τον εαυτό που πάλι θα ξυπνήσουμε φορώντας αύριο.

-Μόνο που εσύ δεν είσαι μασκαρεμένος σήμερα, του λέει εκείνη

-Ούτε κι εσύ, της λέει εκείνος

-Δεν είναι απαραίτητο να μασκαρευτείς για να είσαι μασκαράς, λέει πλησιάζοντας η Μιράντα. Θα πας να μου βάλεις λίγη ακόμα σαμπάνια, μωρό μου;


Γη...
Ανώμαλη προσγείωση. Φυσαλίδα καλεί Γη. Πέφτουμε. Χάνουμε το οξυγόνο. Χάνουμε το. Οξυ..γο… νoooo… Σα να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει σε λήθαργο. Δε βλέπει τη ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια του μα νιώθει τα συναισθήματα του σε αργή επανάληψη. Όσα ειχε νιώσει παλια, μα δεν τα ένιωθε πια. Δε μιλάει, μόνο παίρνει το ποτήρι της. «Όχι καραγκιοζιλίκια απόψε», λέει καθώς το γεμίζει, «όχι μασκαράτες και ψέματα , αύριο θα μιλήσουμε, αύριο να πάρουμε λίγο χρόνο χωριστά, να δούμε κι άλλους ανθρώπους για λίγο. Αύριο χωριστά, για λίγο». Και γυρίζει πίσω με το ποτό. Η Αντωνία έχει φύγει. Πλησιάζει τη Μιράντα . Δε μιλούν μα ξέρουν και οι δυο πως δε χρειάζεται μια Αντωνία ή η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου για να ερωτευτείς. Ούτε χρειάζεται να έρθουν οι Αποκριές για να φερθείς σα μασκαράς. Κι αν το ενα συμβεί, φέρνει το άλλο. Και οι ημέρες του Αγίου Καρναβαλεντίνου είναι πολύ περισσότερες από μια- δυο το χρόνο. Δυστυχώς.

7.2.10

μετακινώντας την άμμο

Νερό… Αδύνατον να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το πάπλωμα λες κι είναι από μάρμαρο. Έχει και το μνημόσυνο σε λίγο. Γυρίζει πλευρό. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Χάρης, κι όχι αυτός; Ας πέθαινε αυτός- που δε θέλει και να ζήσει. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Χάρης, που ήταν η χαρά της ζωής; Το τηλέφωνο χτυπά
-Ακόμα κοιμάσαι τεμπέλη; Πώς ακούγεσαι έτσι πτώμα; Έσκαβες στον ύπνο σου;
«Μετακινούσα την άμμο του μυαλού μου απ’ τη μια μεριά στην άλλη, ψάχνοντας για μια σταγόνα θετικής σκέψης σ’ αυτήν την Σαχάρα αρνητικότητας. Μετακινούσα την άμμο μου και τελικά θάφτηκα κάτω της. Δεν μπορώ να ανασάνω» ήθελε να της πει
-Δεν κοιμάμαι καλά, μωρό μου, είπε μόνο
-Μη μου πεις ότι δε θα πας στα 40 του Χάρη!

Φωτιά…
Την προηγούμενη μέρα είχαν οικογενειακό τραπέζι -5αδερφια ζωή να έχουν, σύζυγοι, παιδιά, παππούδες, πανζουρλισμός. Κι εκείνος να μη θέλει να είναι εκεί. Να θέλει τη ησυχία του. Και σήμερα το μνημόσυνο –δεν ήταν το μνημόσυνο το θέμα, ήταν ο καφές μετά. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν. Και το βράδυ πάλι τραπέζι- συνάδελφοι και φίλοι της Μαρίας, με τις συζύγους, τα παιδιά και τα τραγούδια τους. «Α, ρε Χάρη, να μπορούσα να αλλάξω θέση μαζί σου», σκέφτεται
-Τι εννοείς δε θα έρθεις και το βράδυ;
-Δεν αντέχω ρε Μαρία, δεν μπορώ, θέλω να μείνω λίγο μόνος μου.
-Ούτε κι εγώ ήθελα να έρθω χτες, με το σόι σοι σου, αλλά ήρθα για να είμαι μαζί σου. Αλλά ποιος με υπολογίζει εμένα ε;

Αέρας…
«Κι εγώ θέλω να είμαι μαζί σου. Ιδιωτικά. Χωρίς συγγενολόι, φίλους, γάτες, σκύλους, χωρίς τη οικιακή φασαρία και τον θόρυβο στην προσωπική μας επικοινωνία. Κι εγώ θέλω να είμαι μαζί σου, να γλιστρώ στο βελούδο του κορμιού σου και να μην ανησυχώ για τίποτα. Κυρίως για το ποιος είμαι. Κυρίως για το πώς είμαι.
-Αχ, δεν έχει να κάνει με εσένα, μωρό μου. Γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι είμαι αυτιστικός , ότι δεν μπορώ τον κόσμο, κι όταν μπορώ να τον αποφύγω, το κάνω. Δε λέω ότι πρέπει να σου αρέσει αυτό, αλλά αυτό είναι το πακέτο εν προκειμένω. Και δεν είσαι αναγκασμένη να το δεχτείς.
-Και δεν πρόκειται!
Και του κλείνει το τηλέφωνο.

Γη…
Κάτω από το πάπλωμα ακόμα. Σκέπτεται ότι αφού δεν είναι νεκρός, θα βόλευε τουλάχιστον να είναι διάσημος. Όταν ένας διάσημος δεν πάει σε πάρτι είναι εσωστρεφής και χαμηλών τόνων, όταν ένας καθημερινός άνθρωπος το κάνει είναι μονόχνοτος κι μίζερος. Τραβάει το πάπλωμα μέχρι πάνω, «σήκω μαλάκα, ντύσου, πλύσου, εξανθρωπίσου, πήγαινε μαζί της» λέει στον εαυτό του κι αρχίζει πάλι να μετακινεί την άμμο στο μυαλό του. «Δεν μπορώ» απαντάει μόνος του, «αφού είμαι ο μαλάκας που έμεινα να ζήσω, θα το κάνω με τον τρόπο μου». Και σταματάει να πηγαινοφέρνει την άμμο. Κάθεται κάτω επιτέλους. Πέφτει στα γόνατα και ηρεμεί. Πέφτει στα γόνατα και νιώθει τη ζεστασιά της άμμου. Ξαφνικά στη μέση της ερήμου αναβλύζει νερό, και μια θάλασσα απλώνεται. Ξαπλώνει στην άμμο. Κλείνει τα μάτια και ακούει των γλάρων τη φωνή. Κλείνει τα μάτια και επιτέλους. Ονειρευεται.