CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

7.2.10

μετακινώντας την άμμο

Νερό… Αδύνατον να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το πάπλωμα λες κι είναι από μάρμαρο. Έχει και το μνημόσυνο σε λίγο. Γυρίζει πλευρό. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Χάρης, κι όχι αυτός; Ας πέθαινε αυτός- που δε θέλει και να ζήσει. Γιατί έπρεπε να πεθάνει ο Χάρης, που ήταν η χαρά της ζωής; Το τηλέφωνο χτυπά
-Ακόμα κοιμάσαι τεμπέλη; Πώς ακούγεσαι έτσι πτώμα; Έσκαβες στον ύπνο σου;
«Μετακινούσα την άμμο του μυαλού μου απ’ τη μια μεριά στην άλλη, ψάχνοντας για μια σταγόνα θετικής σκέψης σ’ αυτήν την Σαχάρα αρνητικότητας. Μετακινούσα την άμμο μου και τελικά θάφτηκα κάτω της. Δεν μπορώ να ανασάνω» ήθελε να της πει
-Δεν κοιμάμαι καλά, μωρό μου, είπε μόνο
-Μη μου πεις ότι δε θα πας στα 40 του Χάρη!

Φωτιά…
Την προηγούμενη μέρα είχαν οικογενειακό τραπέζι -5αδερφια ζωή να έχουν, σύζυγοι, παιδιά, παππούδες, πανζουρλισμός. Κι εκείνος να μη θέλει να είναι εκεί. Να θέλει τη ησυχία του. Και σήμερα το μνημόσυνο –δεν ήταν το μνημόσυνο το θέμα, ήταν ο καφές μετά. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν. Και το βράδυ πάλι τραπέζι- συνάδελφοι και φίλοι της Μαρίας, με τις συζύγους, τα παιδιά και τα τραγούδια τους. «Α, ρε Χάρη, να μπορούσα να αλλάξω θέση μαζί σου», σκέφτεται
-Τι εννοείς δε θα έρθεις και το βράδυ;
-Δεν αντέχω ρε Μαρία, δεν μπορώ, θέλω να μείνω λίγο μόνος μου.
-Ούτε κι εγώ ήθελα να έρθω χτες, με το σόι σοι σου, αλλά ήρθα για να είμαι μαζί σου. Αλλά ποιος με υπολογίζει εμένα ε;

Αέρας…
«Κι εγώ θέλω να είμαι μαζί σου. Ιδιωτικά. Χωρίς συγγενολόι, φίλους, γάτες, σκύλους, χωρίς τη οικιακή φασαρία και τον θόρυβο στην προσωπική μας επικοινωνία. Κι εγώ θέλω να είμαι μαζί σου, να γλιστρώ στο βελούδο του κορμιού σου και να μην ανησυχώ για τίποτα. Κυρίως για το ποιος είμαι. Κυρίως για το πώς είμαι.
-Αχ, δεν έχει να κάνει με εσένα, μωρό μου. Γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι είμαι αυτιστικός , ότι δεν μπορώ τον κόσμο, κι όταν μπορώ να τον αποφύγω, το κάνω. Δε λέω ότι πρέπει να σου αρέσει αυτό, αλλά αυτό είναι το πακέτο εν προκειμένω. Και δεν είσαι αναγκασμένη να το δεχτείς.
-Και δεν πρόκειται!
Και του κλείνει το τηλέφωνο.

Γη…
Κάτω από το πάπλωμα ακόμα. Σκέπτεται ότι αφού δεν είναι νεκρός, θα βόλευε τουλάχιστον να είναι διάσημος. Όταν ένας διάσημος δεν πάει σε πάρτι είναι εσωστρεφής και χαμηλών τόνων, όταν ένας καθημερινός άνθρωπος το κάνει είναι μονόχνοτος κι μίζερος. Τραβάει το πάπλωμα μέχρι πάνω, «σήκω μαλάκα, ντύσου, πλύσου, εξανθρωπίσου, πήγαινε μαζί της» λέει στον εαυτό του κι αρχίζει πάλι να μετακινεί την άμμο στο μυαλό του. «Δεν μπορώ» απαντάει μόνος του, «αφού είμαι ο μαλάκας που έμεινα να ζήσω, θα το κάνω με τον τρόπο μου». Και σταματάει να πηγαινοφέρνει την άμμο. Κάθεται κάτω επιτέλους. Πέφτει στα γόνατα και ηρεμεί. Πέφτει στα γόνατα και νιώθει τη ζεστασιά της άμμου. Ξαφνικά στη μέση της ερήμου αναβλύζει νερό, και μια θάλασσα απλώνεται. Ξαπλώνει στην άμμο. Κλείνει τα μάτια και ακούει των γλάρων τη φωνή. Κλείνει τα μάτια και επιτέλους. Ονειρευεται.

2 σχόλια:

sot είπε...

Χειμερία νάρκη σε ζεστή αμμουδιά.
Εύκολο είναι να ξεκολλήσει κανείς;

Ινδιάννα είπε...

άμα ειναι και κινουμενη η άμμος, τρέχα γυρευε- χα χα!