CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.3.07

Γρίφος: Τι άλλο λείπει;

Κοιτούσε με απορία τη γυμνή κοπέλα και κάτι δεν του πήγαινε καλά. Του άρεσαν τα διάφανα φτερά, μαζί και τα μυτερά αυτιά της που ξεπηδούσαν μέσα από τα κόκκινα μαλλιά. Χάιδεψε το μυτερό γένι του και κατέληξε ότι δεν έμοιαζε σίγουρα με Νύμφη. Αλλά αυτό ποτέ δεν ήταν πρόβλημα, μέχρι και κατσίκες γαμούσαν με τον Πάνα, όποτε είχαν όρεξη.
Εκείνη χαμογέλασε και πετάρισε τα βλέφαρά της, μυρίζοντας ένα λουλούδι. Χαιρέτησε κι αυτός με τον τρόπο του, ανεβοκατεβάζοντας το πετσάκι από τον πούτσο του και ρίχνοντας μια δυνατή πορδή. Εκείνη κοκκίνισε και έκρυψε τη φατσούλα της μέσα στις παλάμες της, αλλά δεν έφυγε. Και πάλι, κάτι δεν του καθόταν καλά και έπρεπε να το βρει.
Ήταν πολύ λεπτή για τα γούστα του, αλλά αυτό του το είχαν πει πριν το ταξίδι, ότι τα νεραϊδικά στους Υπερβόρειους είναι πολύ ψηλά κι αδύνατα. Είχε ξεκινήσει προετοιμασμένος, ξέροντας ότι μέχρι να βρει το θεό Κερνούννος, θα γαμούσε και θα έκοβε την πείνα του με ό,τι μπορούσε. Τι του είχε έρθει του Πάνα να ξαναποκτήσει επαφή με μακρινούς του συγγενείς;
Όμορφα ήταν και τα μπουτάκια της, λεπτά αλλά σφιχτά, βρόμικα από το κύλισμα στην υγρή χλόη. Του άρεσε να μην έχει πρόβλημα η γυναίκα με τη βρομιά, τα καλύτερα παιχνίδια ήταν αυτά με τις λάσπες, τα κάτουρα και τα σκατά. Στην Ελλάδα μόνο οι νύμφες της Γης τα γούσταραν αυτά, και αυτές έπρεπε να κάνεις ανασκαφή για να τις βρεις.
Εκείνη πετούσε πλέον κάνοντας γυροβολιές μπροστά του, σε κάποια φάση μάλιστα του έστρεψε την πλάτη και έσκυψε. Μια χαρά κόλο είχε, έλπιζε μόνο να μη δημιουργούσε πρόβλημα που παραήταν προικισμένος, πολλές ούτε στο μουνί τους δε τον θέλανε. Τι αντίφαση και αυτή με τους Σάτυρους, να γεννιούνται με μια απέραντη όρεξη για γαμήσι και έναν πούτσο που τις τρομοκρατούσε όλες, θνητές κι αθάνατες.
Εκείνη είχε καθίσει πλέον σε ένα κλαδί δέντρου, με το ένα της πόδι να κρέμεται προς το έδαφος, όσο χάιδευε τις κόκκινες, πυκνές τρίχες του εφηβαίου της με ένα προκλητικό χαμόγελο.
Ακολούθησε τη συνηθισμένη του τακτική με την οποία προσέγγιζε σεξουαλικά τις γυναίκες: με το ένα πήδημα βρέθηκε μπροστά της, με το δεύτερο ανέβηκε στο κλαδί, την έριξε στο έδαφος και την ακινητοποίησε. Πράγμα παράξενο, αυτή δεν έφερνε καμία αντίσταση, μόνο γελούσε δυνατά, σαν να συνέβαινε κάτι φοβερά αστείο.
Λύγισε τον πούτσο του, για να έρθει στο ίδιο ύψος με το μουνί της και πήρε φόρα, για να μπει. «Ἰοὺ! Ἰοὺ!» τσίριξε, αφού δε βρήκε τρύπα και χτύπησε σε δέρμα με κόκαλο. Έψαξε ανάμεσα στα πόδια της και δεν υπήρχε τίποτα. Η νεράιδα τον κοίταξε στα μάτια, έκανε μια αστεία γκριμάτσα και του είπε κάτι που δεν καταλάβαινε καθόλου: «You should have known, darling, that fairies look like women, but they are not!»*


[Νύξη - hint: αφορμή για το κείμενο στάθηκε ένα γράμμα (του φίλου μου Μάριου).]

*Θα έπρεπε να ξέρεις ήδη, χρυσό μου, ότι οι νεράιδες μοιάζουν με γυναίκες, αλλά δεν είναι.

29.3.07

Για ένα καθαρό κούτελο στην κουζίνα

Έτριβε την κατσαρόλα με τόση ένταση, που είχε αρχίσει να ιδρώνει. Ήταν και αυτή η κωλόγρια η διαχειρίστρια, Μάρτη μήνα κι έκαιγε τα καλοριφέρ στο φουλ. Πέρασε ασυναίσθητα την παλάμη του από το μέτωπό του για να σκουπίσει τον ιδρώτα, έτσι όμως γέμισε σαπουνάδες. «Γαμώ τον Αντίχριστό σου!» είπε και ξανάρχισε να τρίβει την κατσαρόλα. Βλαστημούσε και κανονικά, αλλά μόνο όταν ένιωθε πως ήταν σοβαρό το ζήτημα και οι κατσαρόλες δεν ήταν.
Το είχε κάψει χτες το βράδυ το φαγητό, όσο μιλούσαν στο τηλέφωνο και μάλωναν, επειδή για άλλη μια φορά θα αργούσε. Από τότε που την είχαν κάνει υπεύθυνη του λογιστηρίου στην εταιρία, το σπίτι δεν την έβλεπε πια. Επέμεινε λίγο ακόμα στο χείλος της κατσαρόλας, το φαγητό είχε ξεχειλίσει και ξεραθεί, πριν καεί.
Αν δεν είχε αυτό το νεαρό για βοηθό λογιστή, δε θα υπήρχε ζήτημα, έτσι κι αλλιώς το είχε βαρεθεί το μουνί της και πολλά δεν είχαν να πουν πλέον. Καλύτερα ήταν μόνος του στο σπίτι, έβλεπε και Supersport χωρίς γκρίνιες, έβαζε και καμιά τσόντα με λεσβίες στο ντιβιντί και τον έπαιζε. Αλλά όχι και να του γαμάνε τη γυναίκα, αυτό πήγαινε πολύ.
Συνέχισε με τα πιάτα δώρο από τους χυμούς Amita, είχε φάει η μαλακισμένη σε αυτά όταν γύρισε αργά το βράδυ και ούτε λίγο νερό δεν τους έβαλε. Είχαν ξεραθεί τα βούτυρα και οι σάλτσες, μουνί καπέλο είχαν γίνει όλα. Θα μου πεις, γιατί τα έπλενε και δεν τα άφηνε γι’ αυτήν, στο κάτω κάτω γυναίκα ήτανε. Ε, για ένα μυστήριο λόγο το πλύσιμο των πιάτων πάντα τον ηρεμούσε.

[Αν ήταν ήδη ποιητής ή πεζογράφος θα έβρισκε εύκολα ένα παραλληλισμό κάθαρσης, δεν είχε όμως ακόμα συναντηθεί με τον τρομακτικά άδειο χρόνο.]

Άφησε τα μαχαιροπήρουνα για το τέλος, τα είχε βάλει σε ένα γεμάτο ποτήρι με νερό για να μουλιάσουν. Σήκωσε το μαχαίρι Shogun που είχαν παραγγείλει από το τηλεμάρκετινγκ και έκοβε λέει μέχρι και συρματόπλεγμα. Σε συρματόπλεγμα δεν το είχαν δοκιμάσει, αλλά μετά τον πρώτο μισό χρόνο, και με τις μπριζόλες δυσκολευόταν. Την έπαιρνε ακόμα αγκαλιά τότε και χάζευαν τηλεόραση από τον καναπέ, της χάιδευε τα μαλλιά και αυτή ακουμπούσε το κεφάλι στο στέρνο του. Πάνε αυτά, μόνο το μαχαίρι Shogun είχε μείνει να τα θυμίζει.
Μάζεψε με το σκουπάκι τα υπολείμματα των φαγητών και τα πέταξε στο σκουπιδοντενεκέ. Άκουσε την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει, σηκώθηκε επιτέλους κι αυτή. Παλιά καθόταν και τον παρακολουθούσε όταν έκανε μπάνιο, τώρα και να τον έπαιζε μπροστά της, δε θα είχε καμία αντίδραση. Πήρε το κεζάπ από την άκρη του νεροχύτη, έχυσε οξύ στο μάρμαρο και άρχισε να το τρίβει με το σκουπάκι. Συνέχισε να κρατάει στο χέρι του το κεζάπ.
Το κινητό της κουδούνισε από το τραπέζι της κουζίνας. Δεν έκανε τον κόπο να το κοιτάξει, αυτά που έπρεπε να ξέρει τα είχε μάθει ήδη. «Γκάβλα μου, θέλω να σε χύσω κι απόψε. Πες του μαλάκα ότι έπεσε πάλι πολλή δουλειά». Νόμιζε η ψώλα πως δε θα έβρισκε τη δεύτερη sim, στην κρυφή τσέπη της τσάντας. Την άκουσε να πλησιάζει στην κουζίνα με το αργό βήμα αυτού που μόλις ξύπνησε.
Μπήκε μουρμουρώντας μια καλημέρα και άναψε το γκαζάκι για να κάνει καφέ. Αυτός προχώρησε με αργό βήμα προς την πόρτα κρατώντας το κεζάπ και την κλείδωσε. Γύρισε προς το μέρος του και πρόλαβε να πει: «Μα τι καν…», προτού της ρίξει κεζάπ στα μάτια. Όσο αυτή σφάδαζε στο πάτωμα, αυτός την κλωτσούσε και της έριχνε στο κεφάλι ένα ένα τα πιάτα που είχε μόλις πλύνει. «Γαμώ την Παναγία σου, μωρή σκρόφα ψωλογαμημένη, δε σου έκανα εγώ, ήθελες το μικρό από τη δουλειά να σε γαμήσει καλύτερα, θα πεθάνεις μωρή, την Παναγία σου και το Χριστό σου μέσα, κομμάτια θα σε κάνω να ταΐσω τα σκυλιά, θα πεθάνεις» φώναζε χωρίς διακοπή, μόνο όταν του κοβόταν η ανάσα σταματούσε για λίγο. Τα πιάτα τελείωσαν γρήγορα και είχε ήδη πάρει στα χέρια του το μαχαίρι Shogun, όταν οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία.

[Η παλιά τους αγάπη τους έσωσε τελικά και τους δύο, αυτήν από το θάνατο κι αυτόν από τα ισόβια της ανθρωποκτονίας. Το μαχαίρι Shogun δεν μπορούσε πλέον να κόψει ωμό κρέας.]

28.3.07

Αν ήμουν έφηβος, θα έγραφα έτσι, αλλά όχι αυτά

Τη μέρα στη δουλειά έχω δύο αφεντικά,
το ένα με συμπαθεί, το άλλο όχι,
κακός μπάτσος – καλός μπάτσος.
Ενορχηστρώνουν τη γελοιότητά τους.
Όταν βαριέμαι και τα μπλογκ και τη δουλειά,
τους βλέπω όταν περνούν από μπροστά μου
να καίγονται.

Το κακό αφεντικό με φλόγες κόκκινες και σάρκες να κρεμιούνται,
το καλό αφεντικό με φωτιές γαλάζιες, να αποκτάει λάμψη μαγική,
ύστερα αφήνω κανά σχόλιο εδώ κι εκεί, περνάει η ώρα.

Το βράδυ γυρνώ σπίτι και βλέπω τη συγκάτοικο,
σκυμμένη πάνω στον υπολογιστή, τις μακέτες, τα βιβλία,
διαβάζω κάτι κι εγώ, ωραίος, νέος, διανοούμενος.
Αν βαρεθώ ή δεν καταλαβαίνω, που με θυμώνει πολύ,
μπαίνω σε κανένα τσοντοσάιτ, ακούω μουσική
ή φαντάζομαι διάφορα.

Να άνοιγα το παράθυρο που βλέπει Άνω Πόλη και να πετούσα,
μαύρα φτερά, μακριά μαλλιά να ανεμίζουν,
και όχι όπως σκεφτόμουν να πηδήξω προς τα κάτω,
ύστερα βαράω και καμιά μαλακία, περνάει η ώρα.

Τη νύχτα πέφτω για ύπνο στις δύο, ποτέ νωρίτερα εδώ και χρόνια,
κοιμάμαι μόνος μου συνήθως, αμέσως, ίσιος σαν νεκρός.
Μου λείπει το σώμα της, το γέλιο της, ο τρόπος που με καυλώνει,
καμιά φορά ανοίγω το φως και τη φαντάζομαι στο δωμάτιο

σκαρφαλωμένη στην κουνιστή πολυθρόνα κι εγώ από πίσω της,
ή μικρότερο σώμα χωμένο στην αγκαλιά μου όλη νύχτα,
ύστερα σκέφτομαι πως χωρίς μοναξιά δεν έχω φαντασία,
περνάω στον ύπνο.


Και τότε, ελληνορωμαϊκά παλάτια, δάση απέραντα, τέρατα, εχθρικές μητροπόλεις γεμάτες απόγνωση, σώματα γυμνά ενωμένα σε ποικίλα συμπλέγματα, νερά ορμητικά, πτώσεις, φίλοι που έχω να τους μιλήσω χρόνια, πηγάδια, ιστοί, αράχνες μεταλλικές και σφήκες.
[Θυμάμαι μια φορά είχα δει και τον Πρόβατο, σώμα αρνιού Νέας Ζηλανδίας, κεφάλι ανθρώπινο. Εκείνη την ημέρα ξύπνησα και πήρα μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή μου.]

27.3.07

Σύντομο ενημερωτικό διάλειμμα Ι - Η δίκη του Αντώνη Τσιπρόπουλου

Στις 21 Ιουνίου του 2007, ο υπεύθυνος του δικτυακού τόπου blogme.gr Αντώνης Τσιπρόπουλος δικάζεται στο Πρώτο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών επειδή ο aggregator που διατηρούσε παρέπεμπε στο δικτυακό τόπο των funEL. Είναι γνωστό πως οι funEL ασκούν σκληρή σάτιρα στον τηλεπωλητή Δημοσθένη Λιακόπουλο, αλλά και γενικότερα στις μεταφυσικές και παραφυσικές ιδέες που υποστηρίζει. Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι ο Αντώνης Τσιπρόπουλος δικάζεται, μόνο και μόνο επειδή ο aggregator του περιλάμβανε σύνδεσμο προς το δικτυακό τόπο των funEL.
Ο Αντώνης Τσιπρόπουλος ζητά τη συμπαράσταση όλων μας, η υπόθεση όμως νομίζω πως αφορά και ευρύτερα την ελευθερία στο διαδίκτυο. Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για το πώς μπορούμε να συμπαρασταθούμε στον Αντώνη Τσιπρόπουλο γίνεται ήδη στο μπλογκ του Παναγιώτη Βρυώνη.

Σύντομο ενημερωτικό διάλειμμα ΙΙ - Έρευνα για τα μπλογκ

Το Πάντειο Πανεπιστήμιο και πιο συγκεκριμένα το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δυνητικές Κοινότητες : Ψυχο-Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις και Τεχνικές Εφαρμογές» ξεκίνησε τη Δευτέρα 26 Μαρτίου την πρώτη στην Ελλάδα μεγάλη on-line έρευνα -με τη μορφή ερωτηματολογίου- που διερευνά τις στάσεις, τα κίνητρα και τις πρακτικές των ελληνόφωνων bloggers/ιστολόγων.
  • Η έρευνα απευθύνεται στους ελληνόφωνους bloggers και έχει τη μορφή ερωτηματολογίου
  • Στόχος της είναι να ανιχνεύσει το προφίλ του ελληνόφωνου blogger και κυρίως τα κίνητρα και τις πρακτικές του
  • Αποτελεί μέρος της μεταπτυχιακής διατριβής του φοιτητή Ζαφείρη Καραμπάση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα δημοσιοποιηθούν στο διαδίκτυο αμέσως μετά την ολοκλήρωσή της. Επομένως η συμμετοχή μας στην έρευνα, αλλά και η διάδοση της πληροφορίας για αυτήν, νομίζω πως θα βοηθήσουν με άμεσο τρόπο τόσο την αυτογνωσία μας, όσο και τη διασάφηση των ψηφιακών κοινοτήτων στις οποίες πρακτικά συμμετέχουμε. Περισσότερες πληροφορίες για την έρευνα στο μπλογκ της.

25.3.07

Ζήτω η Επαμμάσταση - Λίστα Άμμου 3

Something old… Seeds – I can’ t seem to make you mine. Φαντάσου τους να το τραγουδάνε πάνω σε μια βουνοπλαγιά και, απ’ την απόγνωση, ένας ένας να πέφτουν στο γκρεμό (αυτή η 25η Μαρτίου με έχει σημαδέψει φέτος)!

Something new…
Britta Persson – You are not my boyfriend. Πες τα Μπουμπουλίνα μου!

Something borrowed… Οι Jefferson airplane έγραψαν ιστορία με το
White rabbit. Οι Bat for lashes τη συνεχίζουν με το The horse and I –αν σου έρθει να παρελάσεις την ώρα που ακούς το επικό τύμπανο μην το κάνεις –οι παρελάσεις είναι tres passé.

Something blue… Σαββίνα Γιαννάτου -
Χρυσαλιφούρφουρο. Γιατί ήρθε η εποχή που μαδάμε μαργαρίτες. Προσοχή στις ανεμώνες (προτιμούν να μένουν μόνες) και στους κλέφτες (είναι πάντα αρσενικοί και αν τολμήσεις να βαριαναστενάξεις και να ξεφυσήσεις πάνω τους, δε σου μένει τίποτα)...

Και, από κοινού με τον Άμμο, ένα
bonus track για τον σύντροφο A. F. Marx που δε φείδεται πληροφοριών προκειμένου να αναπτυχθεί αυτή η Ε.Σ.Σ.Δ (Ένωση Συγγραφέων Συναισθηματικά Διαταραγμένων)!

Ηρωική άνοδος

Είναι η πρώτη φορά που γράφω ημερολόγιο και φοβάμαι η τελευταία. Ίσως οι αρχαιολόγοι μιας μακρινης, επόμενης εποχής να προσπαθήσουν να αποκρυπτογραφήσουν αυτά τα παράξενα χειρόγραφα. Δε με νοιάζει όμως να γράψω για αυτούς, δε με νοιάζει καθόλου.

Η παρέλαση της 25ης Μαρτίου εξελίσσονταν ομαλά, με τα σχολεία να περνούν το ένα μετά το άλλο μπροστά από την εξέδρα των επισήμων και να στρέφουν το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού. Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα και ο ήλιος χάιδευε τους Θεσσαλονικείς που είχαν συγκεντρωθεί στην Εγνατία για να καμαρώσουν τα παιδιά τους.

Στη μεγάλη, θολωτή αίθουσα το πλήθος των Εσωγήινων επευφημούσε ζωηρά υψώνοντας τα σπαθιά τους από διαμάντι και χτυπώντας τα πάνω στις ασπίδες τους. Ο στρατηγός Θεόδωρος Πηλοβραχιώτης σήκωσε το χέρι του για να σταματήσουν τα δυνατά συνθήματα που κάλυπταν τη φωνή του. Είπε με σίγουρη, αύστηρη φωνή: «Η κατάσταση δεν πάει παραπέρα, σύντροφοι. Αιώνες τώρα κρατάμε την επιφάνεια της γης, ώστε να μην πέσει πάνω στα κεφάλια μας αλλά και να μπορούν οι Γήινοι να συνεχίζουν τις άθλιες ζωές τους. Όλες μας οι προσπάθειες ξοδεύονται εκεί, τα καλύτερα παιδιά μας χάνονται από τις κατολισθήσεις. Φτάνει πια!»

Δεν έπρεπε να στείλω το Μιχάλη για να μου αγοράσει τσιγάρα, δεν έπρεπε. Θα είχα μια παρέα αυτές τις τελευταίες ώρες, αυτές τις τελευταίες στιγμές καλύτερα. Τώρα όμως είμαι μόνη μου, να καταρρέω κι εγώ μαζί με την πόλη.

Ο κύριος Νομάρχης ένιωθε τους μυς του προσώπου του να έχουν πετρώσει από το αδιάκοπο χαμόγελο. Νοσταλγούσε κάτι τέτοιες ώρες την ηρεμία του σπιτιού του, όπου μπορούσε να έχει έστω και λίγο το κανονικό του, αδιάφορο πρόσωπο. Αποφάσισε να πάψει να το σκέφτεται και έστρεψε την προσοχή του στα μπούτια των μαθητριών. Τι ωραία που έδειχναν με το πρωινό φως.

Η λοχαγός Μαντώ Λιθοξόου έδωσε τις τελευταίες διαταγές στην ομάδα της, ενώ επικοινωνούσε με συνθηματικά νοήματα με τον ταγματάρχη Αθανάσιο Μαυροζατρίκη. Το επιχειρηματικό σχέδιο ήταν απλό, θα γκρέμιζαν όλα τα υποστηλώματα ταυτόχρονα και θα εγκατέλειπαν την Κούφια Γη σε μια ηρωική άνοδο προς τα έξω. Το ίδιο θα έκαναν και οι σύντροφοι τους σε πολλά άλλα σημεία κάτω από τη χώρα που ονόμαζαν Ελλάδα. Η Μαντώ φώναξε: «Σύντροφοι, η μεγάλη ώρα του ξεσηκωμου έφτασε. Είθε ο αγώνας μας να δώσει θάρρος σε όλα τα αδέλφια μας στην Κούφια Γη, που στενάζουν κάτω από το βάρος των Γήινων». Οι γυναίκες της σήκωσαν τα σπαθιά τους και όρμησαν προς τα πάνω, ενώ πίσω τους άρχιζε να ακούγεται ένα τρομακτικό βουητό.

Άκουσα τον τρομακτικό ήχο της κατάρρευσης και βγήκα στο μπαλκόνι να δω τι συμβαίνει. Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσα να δω τη θάλασσα, που έλαμπε τόσο τρομακτικά μέσα από τα ερείπια. Έτρεξα στο πίσω μπαλκόνι του ακάλυπτου, για να συνειδητοποιήσω ότι η Άνω Πόλη κατέρρεε. Το σπίτι μας παραμένει ακόμα μια τελευταία νησίδα κτισμένου χώρου. Σε λίγο θα πάψει να υπάρχει κι αυτή.

Η εξέδρα άρχισε να ταρακουνιέται επικίνδυνα, ενώ η Εγνατία γέμισε ρωγμές που άχνιζαν. Οι μαθητές πανικοβλήθηκαν και σκόρπισαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο πάντα χαμογελαστός Δήμαρχος πήρε το μικρόφωνο και προσπάθησε να καθησυχάσει το πλήθος. Πρόλαβε μόνο να πει: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος...», αφου ο Μητροπολίτης τον τράβηξε στην ελεύθερη πτώση του προς τα κάτω. Ο υπεύθυνος επί των Εξωτερικών Υποθέσεων Αλέξανδρος Μαυροσκαρλάτος πάτησε πάνω στο σώμα του λιπόθυμου Νομάρχη και φώναξε με τον τηλεβόα: «Μην ανησυχείτε, ερχόμαστε με ειρηνικές διαθέσεις!»

Άνοιξα το ραδιόφωνο για να μάθω τι συμβαίνει, η τηλεόραση δεν έπαιζε, αφού το ρεύμα είχε κοπεί. Οι αθηναϊκοί ραδιοσταθμοί μιλούσαν για τεράστιες καταστροφές σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, που συμπληρώνονταν από τις επιθέσεις μιας παράξενης ομάδας τρομοκρατών με το όνομα Εσωγήινοι. Ο Αρχιεπίσκοπος έκανε δηλώσεις για σκηνές Αποκάλυψης και καλούσε το ποίμνιο να προσευχηθεί. Κανείς δεν έλεγε πως σε λίγα χρόνια κανένας δε θα μας θυμάται, τουλάχιστον εδώ. Όπως η πόλη αυτή ξέχασε τους Εβραίους, θα ξεχάσει εύκολα και τους Έλληνες.
Το βουητό γίνεται όλο και δυνατότερο, πρέπει να σε αφήσω. Δε θέλω να πεθάνω γράφοντας.

24.3.07

Η μόνη αντίζηλος

Eχω μια αvτίζηλo. Μια μovάχα. Μα δε μπoρώ vα τη vικήσω. Γvωριζόμαστε σχεδόv από τότε πoυ άρχισα vα αvτιλαμβάvoμαι τηv ύπαρξη μoυ στov κόσμo. Οι επαφές μας είvαι στεvές, αλλά αυτό από δική της επιλoγή. Πιο συγκεκριμένα, από δική της επιμovή.
Είvαι αργόσχoλη. Ο μόvoς της πρooρισμός σ' αυτή τη γη είvαι vα με εκvευρίζει και vα πλαγιάζει στo πλευρό όλωv εκείvωv πoυ επιθυμώ. Και αλήθεια θα ήθελα vα 'ξερα τι στo καλό τoυς κάvει και αυτoί δεv μπoρoύv vα ζήσoυv μακριά της.
Σχεδόv καθημεριvά, με τo πoυ βραδιάζει, σπρώχvει τηv πόρτα και μπαίvει. Αv καμιά φoρά κλειδώσω έρχεται απ' τηv μπαλκovόπoρτα και μoυ χτυπάει τo τζάμι, μέχρι vα μoυ σπάσει τα vεύρα και vα αvαγκαστώ vα της αvoίξω.
Τo θράσoς της είvαι αvεκδιήγητo, απελπιστικό. Κυλιέται αυθάδικα στoυς καvαπέδες, υπoγραμμίζει αγαπημέvα μoυ βιβλία, βάζει δίσκoυς πoυ δεv έχω διάθεση v' ακoύσω, χωρίς καv vα ρωτήσει. Ψάχvει στα vτoυλάπια, κατεβάζει πoτήρια κι αvoίγει κρασιά "στηv υγειά μoυ". Τέτoια είvαι, σε κερvάει φαρμάκι "στηv υγειά σoυ"!
Φoράει συvήθως χρυσά ρoύχα, λαμέ ταφτάδες με τόvoυς ψεύτικα χρυσαφικά. Είvαι τρoμέρα κίτς, σα vα ξεπήδησε από σαπoυvόπερα της δεκαετίας τoυ '80. Τα λόγια της είvαι πoμπώδη και γελoιωδώς τραγικά. Υπερβάλει σε όλα: τα άσχημα τα κάvει για θάvατo και τα καλά για γάμo.
Έχει δε βαθύτατα σαδιστικά έvστικτα και καvέvα σεβασμό στηv αξιoπρέπεια τoυ άλλoυ: σε χτυπάει πάvτα εκεί πoυ πovάς. Είvαι πoλύ σκληρή κι ώρες-ώρες μoυ 'ρχεται vα της βγάλω τα μάτια, vα τη σκoτώσω κι αυτήv και τις μαύρες σκέψεις πoυ με γεμίζει η παρoυσία της. Αλλά δεv τo κάvω. Μόvo βυθίζω τo βλέμμα μoυ στo μάρμαρo τoυ πατώματoς και κάvω υπoμovή. Αλλά και η υπoμovή έχει τα όριά της.
Μια φoρά μ' έφερε στo αμήv. Της πέταξα έvα τασάκι και ράγισα τov καθρέφτη τoυ σαλovιoύ. Αυτή αvτί vα φoβηθεί και vα φύγει έμειvε vα καθρεφτίζεται πάvω στα τζάμια, vα πoλλαπλασιάζεται σε δεκάδες είδωλα, και η φωvή της vα πoλλάπλασιάζεται " δε φεύγω, δε φεύγ...δε φεύ...δε...", σε χιλιάδες αvτίλαλoυς.
Εvίoτε τηv πιάvει μελαγχoλία (σπάvιo φαιvόμεvo αλλά υπαρκτό). Τότε κάθεται στo πλάι μoυ, oκλαδόv πάvω στo στρώμα, και αρχίζει vα μoυ λέει παραμύθια περίεργα γεμάτα από πράγματα πoυ αγαπώ. Μέσα απ' τη φωvή της ξετυλίγεται στo δωμάτιo o ήχος τωv κυμάτωv, τo τρίξιμo της σκάλας στo βάρoς τωv βημάτωv κάπoιoυ πoυ περιμένεις, τo γέλιo εvός αγγέλoυ πoυ κλέβεις απ' τηv αγκάλη τoυ ουρανού. Ο τόvoς της τότε παίρvει τη ζεστασιά της φωvής πoυ ψιθυρίζει σε μια διάλεκτo μυστική και ξεχασμένη: αυτήv της αγάπης.
Αλλά αυτό είπαμε συμβαίvει μια στις χίλιες. Συvήθως κάvει διεστραμμέvα πράγματα: χώvεται κάτω απ' τα σεvτόvια και με ξεγελά παίρvοvτας τo σχήμα τoυ έρωτα, φoράει έvα άρωμα πoυ voσταλγώ και αφήvει τις μυρωμέvες δαχτυλιές της τριγύρω, περπατάει πάvω-κάτω στo δωμάτιo (πoυ τα ξύλα τoυ πατώματoς τρίζoυv) και δε μ' αφήvει vα κλείσω μάτι ή ακόμα χειρότερα, αφήvει τηv βρύση της κoυζίvας vα στάζει όλη vύχτα, πλιτς-πλιτς-πλιτς, σαv ωρoλoγιακή βόμβα μέσα στo κεφάλι μoυ. Ξέρω γιατί τα κάvει. Για vα σηκωθώ κακόκεφη τo πρωί, άσχημη, γεμάτη μαύρoυς κύκλoυς και ρυτίδες αγρύπvιας, αδύvαμη ωστε vα μηv μπoρώ πια vα διεκδικήσω όπoιov επιθυμώ.
Τώρα τελευταία όμως άρχισα vα μηv πτooύμαι απo' τα καμώματά της. Πετάω τις στάχτες της από τα τασάκια, καθαρίζω τo κραγιόv της απ' τα πoτήρια και κάθε πρωί αυθυπoβάλλoμαι στηv αvυπαρξίας της. Τηv αγvoώ. Τηv αφήvω vα βράζει στo ζoυμί της. Αυτή χτυπιέται, μoυ λέει πως πάχυvα, πως είμαι μια γερovτoκόρη, μα εγώ πρoσπoιoύμαι πως δεv τηv ακoύω. Λέvε πως αv αδιαφoρείς συvεχώς για κάτι τότε αυτό τo κάτι θα καταλήξει vα σoυ είvαι πραγματικά αδιάφoρo. Ετσι έγιvε και μ' αυτήv.
Τώρα τελευταία μoυ 'ρχεται αραιά και πoύ. Ντύvεται στα μαύρα και δεv τραγoυδάει καψoυρoτράγoυδα. Είvαι σεμvή, συμμαζεμέvη και δε μιλάει σαv σεvάριo φτηvής σαπoυvόπερας. Κατάλαβε φαίvεται πως ό,τι και vα κάvει δεv μoυ τραβάει πια τηv πρoσoχή. Ετσι έρχεται, κάθεται για λίγo, πίvoυμε μαζί έvα πoτό, ακούμε μουσική αλλά ξέρει oτι στις δέκα θα πρέπει vα φύγει. Τέτoια ώρα συvήθως έρχεται o Γιώργος.
Τηv πηγαίvω ως τηv εξώπoρτα και τηv διώχvω χωρίς τύψεις. Βλέπετε, η Μovαξιά ήταv με τov Γιώργο πρίv από μέvα και δεv θέλω vα τηv ξαvαδεί μπρoστά τoυ. Ήταν ο μεγάλος του έρωτας και φοβάμαι μην τoυ ξυπvήσει τo παλιό πάθoς. Ασε πoυ θα γίvει και μπέρδεμα, γιατί σ' αυτόv είχε συστηθεί ως Ελευθερία...

23.3.07

Τρεις μήνες: Οι καταναγκασμοί ως λύση ανάγκης – Acedia

Το μπλογκ αυτό ξεκίνησε στα τέλη του περσινού Δεκέμβρη, μετά από ένα φθινόπωρο που είχα κλειστεί στο σπίτι μου παίζοντας World of Warcraft. Για όσους δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται, είναι ένα online παιχνίδι ρόλων (RPG) στο οποίο ο ήρωας σου σκοτώνει τέρατα και αναλαμβάνει αποστολές ως πολεμιστής, μάγος, ιερέας, κυνηγός κτλ. σε μια παραμυθοχώρα που θυμίζει τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» του Τόλκιν. Αυτή η απόσυρσή μου από τον κόσμο της πραγματικότητας ήταν επακόλουθο ενός από τα πιο οριακά καλοκαίρια της ζωής μου, τη συγκεκριμένη ιστορία όμως θα την αφηγηθώ μια άλλη φορά, αν την αφηγηθώ ποτέ σε αυτό το μπλογκ.
Το Δεκέμβρη του 2006 δεν ήμουν ακόμα τελείως στα καλά μου, έβλεπα όμως ήδη την οκνηρία μου ως ένα κεντρικό πρόβλημα της ζωής μου. Ήξερα από παλιότερα ότι πρώτα γίνομαι δημιουργικός και μετά αισθάνομαι αυτοπεποίθηση ή ικανοποίηση από τον εαυτό μου. Ένιωθα επίσης ότι το μόνο δημιουργικό πράγμα που είχα όρεξη να κάνω εκείνη την περίοδο, ήταν να ανοίξω ένα λογοτεχνικό μπλογκ. Δεν το σκέφτηκα και σαν την τελευταία μου ευκαιρία, αλλά σαν την πρώτη μου καλή ευκαιρία μετά από καιρό.
Όταν λοιπόν ξεκίνησα αυτό το μπλογκ, μου ήταν ξεκάθαρο ότι θα γράφω κάθε δύο ημέρες, όχι συχνότερα (φοβούμενος σαν το σπαγκοραμμένο μπας και μου τελειώσουν οι ιστορίες) ούτε όμως και σπανιότερα. Το Δεκέμβρη αποφάσισα λοιπόν ότι έπρεπε να είμαι δημιουργικός, χωρίς όμως να το θέλω ακόμη.
Το καλό ήταν ότι έτσι άνοιξα τους ασκούς του Αιόλου. Αυτό που ξεκίνησε ξεκάθαρα ως καταναγκασμός, γρήγορα εξελίχθηκε σε μία καθημερινή πρακτική, σε μία στάση απέναντι στον κόσμο και τα ερεθίσματα του. Το ότι έπρεπε να γράφω κάθε δεύτερη μέρα, όξυνε το βλέμμα μου ώστε να φαντάζεται τις μεταφορές σε όλη τη λάμψη τους, άνοιξε το αυτί μου ώστε να ακούει το βουητό της μυθοπλασίας σε κάθε πραγματική ιστορία.
Μια φίλη μπλόγκερ κάθε φορά που κουβεντιάζουμε, επιμένει ότι είμαι συγγραφέας σε αντίθεση με αυτήν. Έχω προσπαθήσει κάποιες φορές να της εξηγήσω ότι εφόσον το γούστο είναι υποκειμενικό (ή καλύτερα κοινωνικά και ατομικά προσδιορισμένο), καμία αντικειμενική ποιότητα δεν υπάρχει, που να με κάνει περισσότερο συγγραφέα. Υπάρχουν τα κείμενα που γράφουμε και το κοινό στο οποίο απευθύνονται, η σχέση της συγγραφής παρά η ποιότητά της.
Μακριά από μένα η θεωρία της λογοτεχνίας. Θα χρειαζόταν πολλή ματαιοδοξία για να «παρουσιάσω» μέσα σε μία παράγραφο τι είναι η συγγραφή. Με σχετικά απλά ελληνικά λέω πως αισθάνομαι εγώ αυτό που κάνω και πως μπλέκεται με προσωπικά μου ζητήματα. Για να καταλήξω εντέλει ότι αν η συγγραφή είναι σχέση με τον κόσμο και σχέση με τους άλλους, το μπλογκ αυτό με έκανε με ένα σταθερό τρόπο συγγραφέα, για πρώτη φορά στη ζωή μου.

[Τρεις μέρες μετά από το πρώτο μου ποστ διέγραψα όλους μου τους χαρακτήρες στο λογαριασμό του World of Warcraft, εκτός από ένα Τρολλ Σαμάνο. Ως κίνηση αποδείχθηκε προφητική.
Η πρώτη φορά που έσπασε ο περιορισμός του διήμερου ήταν στις 9 Φεβρουαρίου του 2007. Πλέον γράφω γιατί γουστάρω. Πολύ.]

22.3.07

The Neverending Story 2

[Συνεχίζω την ιστορία που ξεκίνησε η Isis Unveiled, και δίνω τη σκυτάλη στον Ιούδα.]

Η μαντάμ Σοσόστρις, η διάσημη χαρτομάντισσα, προσπαθούσε εδώ και ώρα να αυτοσυγκεντρωθεί στο χαρτί του Κρεμασμένου. Ποια θυσία θα απαιτούσε η ζωή από αυτή τη χαμογελαστή κοπέλα μπροστά της; Ένιωθε το βλέμμα της κοπέλας να απλώνεται πάνω της και να την πνίγει, σαν ένα ναύτη στο βυθό, και αυτή προσπαθούσε να ξετυλίξει τα μελλούμενα, που διπλώνονταν σαν πέπλα και ανακατεύονταν, κάνοντας καινούριες πτυχές πάνω από ήδη σκεπασμένα αντικείμενα. Ξαφνικά όλα χάθηκαν γύρω της: ένας σκοτεινός θάλαμος λουσμένος στο κόκκινο φως, φωτογραφίες που κρέμονταν, ένας άντρας που έλειπε από εκεί, που περπατούσε τώρα προς το μέρος της. Αυτός ήταν ο Κρεμασμένος, αυτός ετοιμαζόταν για τη θυσία, και η κοπέλα ήταν απλός αγγελιοφόρος του! Συνήλθε όσο μπορούσε πιο γρήγορα και είπε με δυσκολία, κοιτώντας την κοπέλα στα μάτια:
- Κορίτσι μου, εξαιτίας σου είδα ένα όραμα εξαιρετικής σημασίας για εμένα, για αυτόν όμως το λόγο πρέπει να αναχωρήσω άμεσα για την πατρίδα μου στα Βαλκάνια. Δεν ξέρω πώς συνδέεσαι με το συγκεκριμένο γεγονός, καλό είναι όμως να σου δώσω κάτι που θα σε προστατεύει.
Η κοπέλα την κοιτούσε έκπληκτη, καθώς η μαντάμ Σοσόστρις έβγαζε από μια κασετίνα ένα μενταγιόν με ένα πολύχρωμο κρύσταλλο. Της το φόρεσε, τη φίλησε και της ζήτησε ευγενικά να φύγει. Μέσα σε μισή ώρα κατάφερε να ετοιμαστεί για το αεροδρόμιο Σαρλ Ντε Γκωλ, όπου έλπιζε ότι θα έβρισκε κάποιο εισιτήριο. Βγαίνοντας στη λεωφόρο Μονπαρνάς και περπατώντας προς τη στάση του Μετρό συνειδητοποίησε ότι μια λεπτή ομίχλη, είχε αρχίσει να απλώνεται και να καλύπτει τα πάντα. «Πολλά μπορούν να σου επιτεθούν κρυμμένα μες στην ομίχλη» σκέφτηκε και τάχυνε το βήμα της.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Ο επιθεωρητής Τζορτζ Μπέκαμ κοίταξε για άλλη μια φορά την πραγματογνωμοσύνη που είχε έρθει από τα κεντρικά της Ιντερπόλ. Το μόνο που συνέδεε τα θύματα μεταξύ τους ήταν ο πανομοιότυπος τρόπος του θανάτου τους και το πέρασμά τους κάποια στιγμή από την Ελλάδα. Δεν είχε έρθει κάποια συνοδευτική εντολή μαζί με την πραγματογνωμοσύνη, αλλά ο Τζορτζ ήταν βέβαιος πως σύντομα θα δεχόταν ένα τηλεφώνημα από τον προϊστάμενό του, το Ζαν Μαρή, εφόσον είχε φτάσει το κείμενο και στα δικά του χέρια. Την είχε βαρεθεί την Ελλάδα, χρόνο παρά χρόνο όλο και για κάποιο λόγο θα τον έστελναν εκεί.
Τα πρώτα χρόνια του σε αυτή τη δουλειά είχε λατρέψει τα συνεχή ταξίδια που του πρόσφερε, μαζί με τη δυνατότητα να έχει τουλάχιστον μια μόνιμη γκόμενα στα κεντρικά της Λυών που δεν επρόκειτο να μάθαινε ποτέ για την οικογένεια στο Δουβλίνο. Τώρα που πλησίαζε τα πενήντα ένιωθε τις σεξουαλικές του ορμές να μειώνονται και τα διάφορα μέρη της Ευρώπης να μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. «Από ένα σημείο και μετά όλα τα ερείπια θυμίζουν κάποιο άλλο ερείπιο, όλα τα σώματα κάποιο άλλο σώμα. Το μόνο ερείπιο για το οποίο παραμένω απόλυτα βέβαιος είναι το δικό μου σώμα.» σκεφτόταν, όταν άνοιγε το μέιλ από τον άγνωστο παραλήπτη.
Διάβασε το μέιλ τρεις φορές για να βεβαιωθεί ότι έχει καταλάβει καλά και αμέσως μετα κάλεσε τον προϊστάμενό του. «Έλα Ζαν, αυτήν την υπόθεση με την Ελλάδα τη θέλω όπως και να γίνει.» «Ναι μωρέ, το ξέρω ότι με έχετε στείλει πολλές φορές, τη χώρα την έχω βαρεθεί. Η υπόθεση με ενδιαφέρει πολύ.» «Ευχαριστώ ρε Ζαν, είσαι πολύ φίλος!» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Βγαίνοντας στην οδό Παρκ Γκαίητ, κοντοστάθηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Το αεροπλάνο του έφευγε το βράδυ και δεν είχε καμία όρεξη να δει τα μούτρα της για παραπάνω από όσο χρειαζόταν. Πήρε έναν καφέ σε χάρτινο κυπελλάκι και κατευθύνθηκε προς το Πάρκο του Φοίνικα. Έκαναν βόλτα ωραία γκομενάκια αυτήν την ώρα, θα καθόταν σε ένα παγκάκι και θα τα χάζευε.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Η μίσιζ Μυρτλ άφησε τις βελόνες του πλεξίματος και φώναξε “Don’t you worry dear! I ‘ll answer it”. Σηκώθηκε από την κουνιστή της πολυθρόνα και περπάτησε ήρεμα προς το τηλέφωνο. Αν ήταν δέκα χρόνια νεώτερη, θα πήγαινε πιο γρήγορα για να το προλάβει, τα αρθριτικά της όμως τη δυσκόλευαν αρκετά πια. Σήκωσε το ακουστικό λέγοντας “Hello” η απέναντι φωνή όμως την οδήγησε αμέσως σε αλλαγή γλώσσας. «Τη Μυρτιά Οικονόμου; Η ίδια. Πείτε μου, τι θέλετε». Ήταν αμυντική γιατί με αυτό το όνομα είχαν να τη φωνάξουν χρόνια, από τότε που είχε αποφασίσει να αποσυρθεί μαζί με τον άντρα της στις εξοχές του Coundon Wedge, λίγα χιλιόμετρα έξω το Covendry που έμεναν τα παιδιά τους.
Το τηλεφώνημα δεν την τάραξε αλλά την προβλημάτισε. Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία που θα εξηγούσε ένα ξαφνικό ταξίδι στη Λευκωσία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Με το σόι της από την Κύπρο είχαν χαθεί εδώ και χρόνια και θα φαινόταν πολύ παράξενο να αποφασίσει ξαφνικά να τους επισκεφτεί. Ακόμα όμως και αν το χρησιμοποιούσε ως δικαιολογία, θα έπρεπε να τους πει ότι μένει κάπου, και δε σκόπευε να δει κανέναν συγγενή σε αυτό το ταξίδι.
Αποφάσισε ότι η αλήθεια ήταν η καλύτερη λύση, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε κανείς να την εμποδίσει πέρα από τα αρθριτικά της. Σκέφτηκε όμως ότι θα το έπαιρναν πολύ καλύτερα, αν τους έφτιαχνε το αγαπημένο τους φαγητό. Στην κουζίνα αργότερα, καθώς γέμιζε το ρολό αρνιού με μέντα και κομματάκια λουκάνικου, αναρωτιόταν πώς κατάφερναν και έτρωγαν οι Άγγλοι αυτές τις αηδίες.

20.3.07

SMS on time

Αποστολέας: Μιχάλης
Εστάλη 00:37:25, 19 - 03 - 2007
Παραλήπτης: Μαρία Π.
Έχει σημασία το σήμερα να υπερασπίζεται το αύριο και όχι το αύριο να υπερασπίζεται το σήμερα, σκεφτόμουν στην Αθήνα.

Αποστολέας: Μαρία Π.
Εστάλη 00:39:50, 19 - 03 - 2007
Παραλήπτης: Μιχάλης
Το δικό μου σήμερα προσπαθεί συνέχεια να υπερασπιστεί το χτες, αν λέμε το ίδιο πράγμα. Εσύ τι εννοείς;

Αποστολέας: Μιχάλης.
Εστάλη 00:46:04, 19 - 03 - 2007
Παραλήπτης: Μαρία Π.
Προσδοκίες vs. παρούσα κατάσταση με τα καλά της και με τα στραβά της. Εσύ το πιάνεις από αλλού.

Αποστολέας: Μαρία Π.
Εστάλη 00:51:38, 19 - 03 - 2007
Παραλήπτης: Μιχάλης
Ααα... Τώρα νομίζω καταλαβα! Σωστός. Αλλά δεδομένου ότι κάθε στιγμή το αύριο γίνεται σήμερα, τότε αρκεί το σήμερα να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Αυτοάμυνα κι έτσι!

Στη σχολή

Το πιο δύσκολο ήταν η εξαντλητική δίαιτα στην οποία έπρεπε να μπούμε από την αρχή: μαρούλια, καρότα, ξινά άπαχα γιαούρτια και στις γιορτές κανένα ψητό βατραχοπόδαρο. Κάθε βδομάδα ζυγιζόμασταν στη μεγάλη σάλα της σχολής και αν η υπεύθυνη έβλεπε έστω ότι διατηρήσαμε το βάρος της προηγούμενης εβδομάδας, δεχόμασταν τις επιπλήξεις όλων των καθηγητριών, μαζί με ένα ακόμα αυστηρότερο πρόγραμμα: νερό, χυμούς και μια ξερή φρυγανιά για μεσημεριανό.
Τα μαθήματα είχαν όμως αρκετό ενδιαφέρον. Την εποχή που εγώ σπούδαζα ήταν της μόδας τα μακριά, μαύρα φορέματα, σε συνδυασμό με εντυπωσιακά καπέλα. Η καθηγήτρια της ενδυματολογίας δεν επέμενε βέβαια σε αυτό, αλλά προσπαθούσε να μας παρουσιάσει όλες τις διαφορετικές μορφές που είχαν πάρει τα ρούχα μας στους αιώνες, για να μας δίνουν την έντονη εντύπωση που χρειαζόταν.
Εμένα περισσότερο από όλα μου άρεσε το μακιγιάζ. Πριν πάω στη σχολή, όταν ήξερα απλά ότι έχω ταλέντο, έβαζα ένα μαύρο μολύβι και ένα έντονο κόκκινο κραγιόν. Στη σχολή όμως έμαθα ότι η γοητεία ή ο τρόμος που θα προκαλέσεις, έχει άμεση σχέση και με την εκφραστικότητα του προσώπου σου. Οι μαύρες σκιές και το μεϊκάπ σε πιο ωχρούς τόνους από τον κανονικό μας στην αρχή μας παραξένευαν πολύ, καταλάβαμε όμως στην πορεία ότι ήταν και αυτά ένα απαραίτητο εργαλείο του επαγγέλματός.
Θυμάμαι ακόμη με πολλή νοσταλγία την εβδομάδα πριν να πάρουμε τα πτυχία μας. Είχαμε μαζευτεί όλες στη μακρόστενη αίθουσα των εκδηλώσεων, για να περπατήσουμε μπροστά από την κριτική επιτροπή και να δείξουμε αν έχουμε το παράστημα που χρειάζεται. Τα μακριά σκελετωμένα χέρια με τις φλέβες να διαγράφονται πάνω τους, τα κόκαλα της ωμοπλάτης που πετάγονταν προκλητικά και τα βαθουλωμένα μάγουλα μας έδιναν ήδη μια απόλυτα ταιριαστή όψη. Αν δεν περπατούσαμε όμως όπως έπρεπε, όλη η μαγεία θα χανόταν. Κατεβαίνοντας το διάδρομο οφείλαμε να προχωρήσουμε αέρινα και περήφανα, με τα φορέματα μας να ανεμίζουν γύρω από το ανορεξικό κορμί μας, ενώ ανεβαίνοντας έπρεπε να καμπουριάσουμε, απλώνοντας τα κοκαλιάρικα δάχτυλά μας προς τα μπρος. Σε αυτή τη δοκιμασία κάποιες δυστυχώς δεν τα κατάφερναν και έπαιρναν απλώς μια βεβαίωση παρακολούθησης στο τέλος.
Την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης μαζευτήκαμε έξω, στο απολιθωμένο δάσος που αγκάλιαζε τη σχολή. Θυμάμαι πως κοίταξα γύρω μου και συνειδητοποίησα ότι δεν έπαιρναν πτυχίο ούτε οι μισές από όσες είχαμε ξεκινήσει. Πέρα από τις αποβολές και τις οικειοθελείς αποχωρήσεις, είχαμε και πολλούς θανάτους από νευρική ανορεξία, ήταν όμως ένας κίνδυνος που σε προειδοποιούσαν από την πρώτη ημέρα της εγγραφής. Το επάγγελμά μας έτσι κι αλλιώς είχε πάντα ένα υψηλό ποσοστό κινδύνου. Ανέβηκα στην ψηλή, ξύλινη εξέδρα και πήρα τον πάπυρο από τα χέρια της διευθύντριας, μαζί με το πρώτο μου σκουπόξυλο. Ακούγοντας τα χειροκροτήματα των συμμαθητριών μου, το κρεμασμένο στήθος μου γέμισε με περηφάνια. Τα είχα καταφέρει, ήμουν πλέον μια κακιά μάγισσα!

18.3.07

Λίστα Άμμου 2

Something old… Ξύλινα Σπαθιά – Πάρε με μαζί σου. Άκουσα ότι χαλάει ο καιρός κι είπα να βάλω κάτι χαρούμενο να προλάβει την χιονόθλιψη.

Something new…
Hang me out to dry - Cold War Kids. Θυμίζει πολλά αλλά είναι μοναδικά εθιστικό –προσοχή στον σπαραγμό του τραγουδιστή, το θανατηφόρο μπάσο και το ξεκούρδιστο πιάνο.


Something borrowed…
Οι 3-11 Porter κλέβουν την αισθητική των Madrugada (καταθέτω το Hold on to you για αποδεικτικό στοιχείο) αλλά την προχωρούν, κάνοντάς σε να θες να παραμιλάς με τις ώρες το μάντρα "Surround me with your love ". Ο κύριος Pompougniac βρίσκει τη μελαγχολία τους σ' ένα Hotel Costes και στην παραδίδει να χορέψεις μαζί της.


Something blue…
Metallic falcons – Four hearts Τα γαλάζια μεταλλικά όνειρα των γερακιών

Επτά ταινίες στο μίξερ

[Εγώ και ο Σαμμάνος προσκληθήκαμε από την Blondie να γράψουμε ο καθένας για επτά αγαπημένες μας ταινίες. Επειδή οι κακές συνήθειες δεν κόβονται και πέρα από καπνιστής είμαι και μπλογκοτέχνης, αποφάσισα να γράψω μια ιστορία με επτά ήρωες αγαπημένων μου κινηματογραφικών ταινιών. Σε κάθε πρώτη εμφάνιση ήρωα υπάρχει και ένα λινκ στο όνομά του, που οδηγεί σε μια παρουσίαση της ταινίας, συνήθως από την αγγλική Βικιπαιδεία. Οι φίλοι κινηματογραφόφιλοι ή και κινηματογραφιστές ας έχουν υπόψη τους ότι η επιλογή των ταινιών δεν είναι αξιολογική, αλλά συναισθηματική, ενώ έπρεπε να βοηθά και στην αφήγηση.]

Η Γουάντα χάιδεψε με χάρη τις μακριές, υπέροχες γάμπες της, ελπίζοντας ότι κάποιος από τους θαμώνες του παραλιακού μπαρ θα την πρόσεχε, θα της την έπεφτε και ακόμα καλύτερα θα την ερωτευόταν. Σε δύο εβδομάδες θα της έκαναν έξωση, έπρεπε να βρει κάπου να μείνει. Έλεγξε με την άκρη του βλέμματος της το ενδιαφέρον που προκάλεσε. Τίποτα, όλοι ήταν σκυμμένοι στα ποτά τους ή στην καλύτερη περίπτωση χάιδευαν τα γυμνά μπούτια μιας Μεξικάνας πόρνης. Ήπιε την τελευταία γουλιά από την όγδοη τεκίλα της και έστρεψε την προσοχή της προς τη σκηνή. Απόψε λέει είχε θεματική βραδιά, γερμανικό καμπαρέ ή κάτι τέτοιο.

Η Σάλλυ βγήκε χορεύοντας μαζί με το υπόλοιπο μπαλέτο. Δεν την έλεγες όμορφη, σχολίασε από μέσα της η Γουάντα, αλλά είχε ξεκάθαρα τύπο. Όταν όμως άρχισε να τραγουδάει, η Γουάντα χάθηκε στη μουσική και τη φωνή της. «Αν δεν την καταστρέψουν τα ναρκωτικά και το ποτό, θα κάνει σίγουρα καριέρα.» σκέφτηκε «Εγώ από την άλλη, και να μη με κατέστρεφε το ποτό, δε νομίζω να έκανα τίποτα σπουδαίο. Το μόνο μου ταλέντο που έχω ανακαλύψει ως τώρα είναι να μπορώ να πίνω μέχρι τελικής πτώσης.» Η Σάλλυ κουνούσε το μποά και τον κώλο της με εξαιρετικό συγχρονισμό, ενώ οι κοπέλες του μπαλέτου ανεβοκατέβαζαν τα πόδια τους με φρενήρεις ρυθμούς, εκτός μουσικής βέβαια, προσπαθώντας όμως να κρατήσουν την προσοχή των πελατών αμείωτη.
«Συγγνώμη, μπορώ να καθίσω μαζί σας;» ρώτησε η Γκρέις, αποσπώντας τη Γουάντα από το τραγούδι. «Πω ρε γαμώτο, από όλο το μπαρ, έπρεπε να μου την πέσει λεσβία; Το έχω δοκιμάσει και δε μου βγαίνει.» σκέφτηκε και ακούμπησε το ελαφρό τζάκετ της από φτηνή δερματίνη πάνω στο διπλανό σκαμπό. «Λυπάμαι είναι πιασμένη, περιμένω το φίλο μου να μου φέρει πράσινο καλαμπόκι.» Της άρεσε αυτή η δικαιολογία, τρομοκρατούσε τους ανεπιθύμητους και έδινε στο Χένρι μια θέση φύλακα άγγελου στη ζωή της. Που να βρισκόταν άραγε χαμένος;
- Εεε, μάλλον δεν καταλάβατε. Δεν ψάχνω για χμμ άλλου είδους παρέα, απλά είστε η μόνη γυναίκα στο μπαρ και έχω ανάγκη την ησυχία μου. Κάθισα ήδη δίπλα από έναν άντρα και χάιδευε μια το στήθος της Μεξικάνας και μια το δικό μου.
- Αν είναι έτσι, τι να σου πω, κάθισε. Θα με κεράσεις ένα ποτό;
- Πολύ ευχαρίστως, θα γνωριστούμε και ευκολότερα έτσι. Εμένα με λένε Γκρέις.
- Χαίρω πολύ, Γουάντα.
Η Γουάντα έπινε την ένατη τεκίλα για απόψε το βράδυ (τα μεσημεριανά τζιν τα είχε πιει σπίτι της, οπότε από ένα σημείο και μετά χανόταν το μέτρημα), όταν είδε το παράξενο ψάρι να κολυμπάει στον ουρανό. Η Σάλλυ είχε κάνει διάλειμμα, αλλά στα αυτιά της άρχισε να ηχεί ένα παράξενο τραγούδι, που οι στίχοι ταίριαζαν πολύ με την κατάστασή της.

Ήταν σχεδόν βέβαιη ότι είχε παραισθήσεις από το αλκοόλ (το πάθαινε όλο και πιο συχνά) σκέφτηκε όμως ότι δεν είχε τίποτα να χάσει αν ρωτούσε και τη Γκρέις, το πολύ πολύ να έφευγε τρομαγμένη και να της άφηνε και το ποτό της.
- Δε μου λες, την ακούς κι εσύ τη μουσική;
- Ναι, περίεργο, δεν ταιριάζει με τραγούδι για καμπαρέ.
- Κάτσε, μη μου πεις ότι βλέπεις και το ψάρι;
- Ααααα!
Η Γκρέις σχεδόν έπεσε από την καρέκλα της, βλέποντας το ψάρι που αιωρούνταν από πάνω της. Αμέσως μετά άρχισε ένα μονόλογο που έκανε τη Γουάντα να σκεφτεί ανακουφισμένη πως υπήρχαν και πιο τρελές γυναίκες από αυτήν στο μπαρ: «Με δέσανε, με βιάσανε, με βάλανε να κάνω τις πιο δύσκολες, τις πιο απάνθρωπες δουλειές, όλα τα άντεξα, είχα όμως τη δύναμη της θέλησής μου, την ακεραιότητα του χαρακτήρα μου! Το μυαλό μου με κράτησε Γουάντα, τίποτα άλλο, δεν μπορώ να το χάσω κι αυτό!» Είχε κρύψει το πρόσωπό της στις χούφτες της και έκλαιγε σπαρακτικά, όταν ακούστηκε η κραυγή της Μεξικάνας πόρνης.
Η Γουάντα και η Γκρέις γύρισαν ταυτόχρονα προς το μέρος της Μεξικάνας, ενώ η Σάλλυ σταμάτησε το τραγούδι της. Οι κοπέλες από το μπαλέτο έτρεξαν στα παρασκήνια, η Σάλλυ όμως έβγαλε μια φαλτσέτα που είχε κρυμμένη στην καλτσοδέτα της και υποχώρησε ήρεμα στο πίσω μέρος της σκηνής. Ο Τζακ κοιτούσε ενθουσιασμένος το αίμα να αναβλύζει από το λαιμό της δύστυχης πόρνης, ενώ έβγαζε από το σάκο του ένα ματωμένο τσεκούρι. Γύρισε προς τους υπόλοιπους πελάτες και είπε: «Αφού της εξήγησα ότι δεν πρέπει να με διακόπτει όταν μιλάω, γιατί χάνω την αυτοσυγκέντρωσή μου. Με αποσπά πως να το κάνουμε. Τώρα που το σκέφτομαι, όλοι με αποσπάτε. Δε θα ζήσει κανείς σας!»
Οι κάπως νηφάλιοι πελάτες έτρεξαν γρήγορα προς την έξοδο, αυτοί όμως δεν ήταν παραπάνω από τρεις. Οι υπόλοιποι άρχισαν να βρίσκουν τραγικό θάνατο από το τσεκούρι του Τζακ, παραπατώντας προς την έξοδο. Η Γκρέις άνοιξε τη μεγάλη μαύρη βαλίτσα που κουβαλούσε και έβγαλε ένα Καλάσνικοφ. Στην έκπληκτη Γουάντα εξήγησε: «Μου το έχει δώσει ο μπαμπάς για περίπτωση ανάγκης. Νομίζω πως είναι μία τέτοια περίπτωση.» Φώναξε «Ε, παλικάρι, για έλα λίγο προς τα εδώ!»
Ο Τζακ είχε μόλις αποκεφαλίσει το μπάρμαν, και γύρισε προς το μέρος της. Για μία μόνο στιγμή έδειξε τρομαγμένος και αμέσως έτρεξε προς το μέρος των δύο γυναικών με μια λάμψη στα μάτια. Η Γκρέις πάτησε τη σκανδάλη, αλλά το όπλο έπαθε εμπλοκή και δεν πυροβόλησε. «Ωχ δεν ξέρω τι κάνουν σε αυτές τις περιπτώσεις!» είπε η Γκρέις, πέταξε το όπλο κάτω και κοίταξε έντρομη τον Τζακ που πλησίαζε επικίνδυνα. Ο Τζακ είχε ήδη σηκώσει το τσεκούρι για να ανοίξει στη μέση το κεφάλι της Γκρέις, όταν του ήρθε στα μούτρα ένα γεμάτο μπουκάλι “Havana Club”. «Κρίμα τόσο ρούμι,» σκέφτηκε η Γουάντα, που πήρε από το χέρι τη Γκρέις και άρχισε να τρέχει προς τα έξω. «Δε θα μου ξεφύγετε έτσι εύκολα μικρά μου γουρουνάκια!» άκουσαν τον Τζακ να λέει πίσω τους και αμέσως μετά «Ααααχ!». Η Γουάντα και η Γκρέις γύρισαν για να δουν το Τζακ ξαπλωμένο στο γρασίδι, με τη φαλτσέτα της Σάλλυ καρφωμένη στην πλάτη του. Αυτή προχωρούσε προς το μέρος τους. «Ένα κορίτσι που είναι μόνο του πρέπει να ξέρει πώς να προστατεύει τον εαυτό του. Και εσείς δεν τα πάτε άσχημα πάντως κοπελιές.» είπε και ρώτησε αμέσως μετά: «Εμείς τώρα τι κάνουμε; Εδώ είναι ερημιά. Έχει καμιά σας αυτοκίνητο για να φύγουμε;»
Η Γκρέις ετοιμαζόταν να πάρει το μπαμπά της τηλέφωνο για να στείλει το σοφέρ του, όταν ο Τζακ τράβηξε ξανά την προσοχή τους. Είχε σηκωθεί από το γρασίδι και στο ένα του χέρι κρατούσε πια τη φαλτσέτα της Σάλλυ, κραδαίνοντας με το άλλο χέρι το κατακόκκινο από τα αίματα τσεκούρι. «Δεν πεθαίνω τόσο εύκολα!» είπε και έκανε το πρώτο βήμα προς το μέρος τους.
Ένας συριχτός ήχος ακούστηκε εκείνη την ώρα, σαν ένα αεροπλάνο που πλησίαζε προς το μέρος τους για να προσγειωθεί. Η Γουάντα, η Γκρέις, η Σάλλυ και ο Τζακ έστρεψαν τα βλέμματα τους προς τα πάνω, για να δουν ένα τεράστιο ξύλινο σπίτι να πέφτει από τον ουρανό προς το σημείο που βρίσκονταν, και για την ακρίβεια εκεί που στεκόταν ο Τζακ. Ήταν η μόνη φορά που ο Τζακ φάνηκε πραγματικά τρομαγμένος.
Μισό λεπτό μετά, το μόνο που είχε απομείνει από τον Τζακ ήταν τα πόδια του που εξείχαν από τον ανατολικό τοίχο του σπιτιού, με τις μπότες του να μοιάζουν κόκκινες πια από το αίμα τόσων θυμάτων. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και βγήκε έξω ένα νεαρό κορίτσι με το σκύλο του, κοίταξε γύρω του τρομαγμένο και ρώτησε τις τρεις γυναίκες: «Μα που βρίσκομαι; Αυτή περιοχή δε μοιάζει καθόλου με το Κάνσας! Και πόσοι σκοτωμένοι Χριστέ μου!» Η Γουάντα ήταν έτοιμη να δώσει κάποιες βασικές εξηγήσεις, με αυτά και με εκείνα είχε ξεμεθύσει τελείως, την πρόλαβε όμως μια αντρική μορφή που βγήκε από τη διαφήμιση του Martini. «Καλησπέρα Ντόροθυ» είπε. «Μόλις σκότωσες τον κακό Μάγο της Λαμπερής Ανατολής.»
- Μα που βρίσκομαι; Θέλω να γυρίσω σπίτι μου!
- Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να συναντηθείς με το Θαυμάσιο Μάγο του Μαυρόζ, τον κύριο όλων των αμφίθυμων καταστάσεων. Το παλάτι του βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί μακριά από εδώ, στη λεωφόρο με τα κίτρινα φώτα. Ίσως οι τρεις κυρίες μπορούν να σε βοηθήσουν.
Η Γουάντα, η Σάλλυ και η Γκρέις κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και η Σάλλυ σχολίασε: «Οπουδήποτε θα είναι καλύτερα από εδώ.» Ο νεαρός άντρας σκούπισε τα χείλη του με τον αντίχειρά του και φίλησε τη Ντόροθυ στο μέτωπο λέγοντας: «Είμαι ο καλός Μάγος της Κρυστάλλινου Βορρά. Εφόσον σε φίλησα, τίποτε κακό δεν μπορεί να σου συμβεί.»
Η Σάλλυ, η Γουάντα, η Γκρέις και η Ντόροθυ πιάστηκαν αγκαζέ και άρχισαν να προχωράνε στη λεωφόρο με τα κίτρινα φώτα. Από τα ηχεία του μπαρ ακουγόταν ένα χαρούμενο τραγούδι, εντελώς παράταιρο με τα πτώματα που ήταν σωριασμένα παντού. Τους φάνηκε αισιόδοξο και ξεκίνησαν να το τραγουδάνε όλες μαζί, καθώς απομακρύνονταν.
[We are off to see the wizard]
-----------------------------------------------------------
H Angelique δεν ήταν καθόλου χαρούμενη που είχαν αναθέσει σε αυτήν την υποδοχή του συγκεκριμένου νεκρού. Ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που δεν μπορούσε να βρει έστω και μια δικαιολογία για τις αδικίες που είχε διαπράξει κάποιος στη ζωή του. «Τόσο αίμα, τόσο άδικο αίμα…» σκεφτόταν, ενώ άναβε τα φώτα της σκηνής και έδινε τις τελευταίες οδηγίες στους χορευτές. Ο Τζακ άνοιξε την πόρτα της πλατείας και μπήκε οργισμένος μέσα. «Τι σκοτεινά τούνελ είναι αυτά, που βρίσκομαι;» Η Angelique γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας και του απάντησε: «Μα στον προθάλαμο του Κάτω Κόσμου, Τζακ. Κάνουμε σε όλους μια καλή υποδοχή, προτού πάνε εκεί που αρμόζει στον καθένα. Κάτσε σε μια θέση, χαλάρωσε κι απόλαυσέ το. Είναι το πρώτο και τελευταίο χαρούμενο πράγμα που θα βιώσεις σε αυτήν την καινούρια ζωή σου…» Χτύπησε τα δάχτυλά της προς τη σκηνή και τα φώτα χαμήλωσαν, με το μπαλέτο και τον τραγουδιστή να παίρνουν τις κανονικές θέσεις τους. Η παράσταση ήταν έτοιμη να αρχίσει.

16.3.07

Δες και βρες, βρες και δες!!

(Η Blondie μας προσκάλεσε να γράψουμε αγαπημένες ταινίες. Ήθελε μόνο 7 και -χωρίς αξιολογική σειρά- αυτές είναι: Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της, ο Ψαλιδοχέρης, Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού, οι Επικίνδυνες Σχέσεις, τα Σκυλιά στη Χλόη, το Love actually, και ο Εραστής της κομμώτριας. Αλλά οι ταινίες που δεν τα κατάφεραν ως το top 7 σαν τα κοράκια έκρωζαν διαρκώς μες στο κεφάλι μου, ραμφίζοντας με λύσσα το μυαλό μου ("α, ώστε τον "Λευτέρη Δημακόπουλο" που έλεγες ότι είναι η αγαπημένη σου ελληνική, τώρα κάνεις πως δεν τον θυμάσαι" και "το ρέκβιεμ για ένα όνειρο τώρα το προσπερνάς λες και ήταν εφιάλτης ε;"). Αναγκάστηκα να γράψω το παρακάτω για να τις αποκαταστήσω ηθικά. ΥΓ: Αν τις βρείτε να τις δείτε!)

Η τελευταία φορά που σκέφτηκα να πεθάνω ήταν όταν έπιασα τον εραστή της κομμώτριας (της Καιτούλας) στο κρεβάτι με τον άντρα μου. Ο δικός μου ήταν ανάσκελα και φώναζε «δέσε με» ενώ ο άλλος προτιμούσε τη στάση «σκυλιά στη χλόη» και τον έσπρωχνε να γυρίσει μπρούμυτα. Έπρεπε να καταλάβω ότι κάτι κακό θα συνέβαινε γιατί την προηγούμενη νύχτα είχα δει ένα ψάρι στο όνειρό μου (και όχι τίποτα κούτσικο, μιλάμε για big fish) και μια μάγισσα που ήξερε κόλπα απ’ τον καιρό των τσιγγάνων μου είχε πει πως «το ψάρι είναι κακό».

Η εμπειρία ήταν καταλυτική για τον ψυχισμό μου κι έτσι ξεκίνησα να πηγαίνω σ’ ένα ψυχολόγο. Για καιρό συζητούσαμε ότι ο γάμος δεν έχει καμία μαθηματική σταθερά π για να τον εδραιώνει και δεν ανήκει στις μαθηματικές ή φυσικές, αλλά στις χημικές, τοξικές και επικίνδυνες σχέσεις. Όμως οι διαπιστώσεις δε λύναν το πρόβλημα, ο καιρός πέρναγε κι εγώ δεν έφτανα στο ζητούμενο: την αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού.

Η ψυχολόγος τότε είπε ότι αφού απέρριψα τις προηγούμενες πεποιθήσεις μου για τον έρωτα, την πίστη και την αφοσίωση θα έπρεπε να δημιουργήσω νέες. Έτσι με έβαλε σε ομαδικό πρόγραμμα με κεντρικό θέμα «Αγάπη είναι…».

Η πρώτη ομαδική συνεδρία ήταν και η τελευταία. Ανάμεσα στους ασθενείς ήταν ένας μάγειρας, ένας κλέφτης, η γυναίκα του και ο εραστής της, καθώς και μια Γιαπωνέζα που είχε ερωτευτεί έναν τύπο ονόματι «Old boy» ο οποίος ένα πρωί μπάρκαρε για Χονολουλού και της έγραψε να ετοιμάσει τα στέφανα και θα γυρίσει να την παντρευτεί ως το 2046.

Η παρεξήγηση έγινε γιατί η Γιαπωνέζα επέμενε ότι ο μάγειρας της έκλεψε μια συνταγή σούσι («Ποδίιι Λά Ταάα Σουσίιιιι» είπε στα γιαπωνέζικα) αλλά ο κλέφτης δίπλα στον μάγειρα νόμιζε ότι μίλησε γι’ αυτόν (είπε εμένα κλέφτη ποδηλάτων λες και είμαι κανένας ψιλικατζής;) και πετάχτηκε να την πιάσει. Ο ψυχολόγος επιβεβαίωσε πως «βρισκόμεθα χαμένοι στη μετάφραση», ο μάγειρας διατηρούσε την σιωπή των αμνών ενώ η Γιαπωνέζα τρομοκρατημένη έτρεχε αλαλάζοντας «Adaaa Pta tiοοon» και «Niiine Sooongs» και έσπευσε να προστατευτεί στην αγκαλιά του εραστή της γυναίκας του κλέφτη και τότε η γυναίκα του κλέφτη που ζήλεψε την έπιασε απ’ το μαλλί. Και φυσικά, γίνανε Βαβέλ!

Μετά από αυτό δεν ξαναπήγα στην ψυχολόγο. Βάφομαι, φτιάχνομαι, βγαίνω με φίλους και ξεχνάω τον πόνο μου ζώντας με 24 hour party people. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι κάθε φορά που πιάνω ένα καλλυντικό AVON για να βαφτώ, θυμάμαι τον Ψαλιδοχέρη και αμέσως μετά τη Wynona ξανθιά –που παρεμπιπτόντως είναι και το φυσικό της χρώμα. Και τότε σκέφτομαι μήπως πρέπει να κάνω κι εγώ μια αλλαγή, να τα βάψω ξανθά, οι άντρες προτιμούν τις ξανθές και διάφορα τέτοια. Μετά κάνω «μπρρρ -χάλια η Wynona ξανθιά»- αλλά δεν παύω να με τρομάζω και μόνο που το σκέφτηκα…

Δε θέλω να αλλάξω. Ούτε να πεθάνω έτσι –για έναν άντρα. Ο ιδανικός θάνατος θα ήταν να με πετύχουν τίποτα ιπτάμενα στιλέτα ένα βράδυ τραγουδώντας στη βροχή. Και αφού πρώτα έχω φάει όλα τα γλυκά απ' τον Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας του!

14.3.07

Η διελκυστίνδα της καθημερινότητας

(H Lucy of the wildflowers διάλεξε τις λέξεις ροδόσταμο, αποσπερίτης, φουριόζα, διελκυστίνδα, βενεδικτίνος και με κάλεσε να συμμετάσχω στο παιχνίδι δημιουργίας μιας ιστορίας με αυτές. Θέλησα να ανταποκριθώ γοργά στην πρόσκλησή της (ποτέ δεν πρέπει να κάνεις μια κυρία να περιμένει) κι έτσι έγραψα την πρώτη ιστορία που σκέφτηκα. Ίσως να περίμενε κάτι πιο παραμυθένιο, αλλά δεν μπόρεσα να καταπολεμήσω την εμμονή μου να σκαλίζω για παραμύθια μέσα στην καθημερινότητα. ΥΓ: Επειδή δε σκαμπάζω από savoir vivre των blogger, αν πρέπει τώρα να προτείνω 5 λέξεις και 5 νέους παίκτες, παρακαλώ να με ενημερώσετε για να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του παιχνιδιού)!

Ο Χρήστος φώναξε «πιείτε λίγο νερό και πάρτε στρώματα» και γύρισε μπροστά του στον καθρέφτη. Έπιασε την πετσέτα να σκουπίσει το ιδρωμένο πρόσωπό του, βλέποντας τα είδωλα των γυναικών πίσω του να ετοιμάζουν τα στρώματα, αποκαμωμένες μετά τα σαράντα λεπτά αεροβικής άσκησης. Μόνο εκείνο το αδέξιο κορίτσι, που δε σταύρωνε σωστό βήμα στο αερόμπικ, έδειχνε ακόμα δυνατό. Φορούσε μια μπλούζα με ένα άστρο σταμπαρισμένο πάνω της και χαμογελούσε δείχνοντας του κάτι με τα χέρια της: είχε σχηματίσει με τους δείκτες και τους αντίχειρες δυο στραβά ημικύκλια που ενώνοντας τα έφτιαχνε μια καρδιά. Δεν κατάλαβε τι εννοούσε κι όπως γύρισε να την ρωτήσει, εκείνη έδειξε με το δάχτυλο το στέρνο του. Ο Χρήστος πρόσεξε τότε πως η μπλούζα του στο σημείο αυτό είχε έναν λεκέ από ιδρώτα ακριβώς σε σχήμα καρδιάς!
Όταν κάνανε και τους κοιλιακούς και τους ραχιαίους και τις διατάσεις τους, ο Χρήστος μάζεψε το σάκο του κι έφυγε βιαστικός για να προλάβει ένα ιδιαίτερο τένις που είχε βάλει στις οκτώ. Στο ασανσέρ του 6ου ορόφου που στεγαζόταν το γυμναστήριο, μπήκε μαζί του και η κοπέλα με το πελώριο χρυσό αστέρι στη μπλούζα της.
-Ωραίο μάθημα, του είπε
-Ευχαριστώ, της είπε αυτός.
Σούφρωσε λίγο τη μύτη της και οσφράνθηκε τον αέρα.
-Σου μυρίζει κάτι σαν… ροδόσταμο;
-Μάλλον με τόση γυμναστική σου άνοιξε η όρεξη για γλυκό, χαμογέλασε αυτός.
Εκείνη γύρισε και κοίταξε τα «ψωμάκια» της κι εκείνος, για να τη βγάλει απ’ την άβολη θέση, τη ρώτησε:
-Πως σε λένε;
-Αφροδίτη.
-Α, οπότε να υποθέσω ότι και το αστέρι στη μπλούζα σου είναι ο Αποσπερίτης λοιπόν!
Και χαμογέλασαν και οι δυο.
Μόλις έφτασαν στο ισόγειο η Αφροδίτη φόρεσε το σκούφο της, τυλίχτηκε σ’ ένα κασκόλ και περπάτησε μπροστά φουριόζα λέγοντας του «καληνύχτα». Ο Χρήστος έβαλε την κουκούλα του και προσπάθησε να κουμπώσει το μακρύ μαύρο μπουφάν. Όπως περπατούσε πίσω της αργά κι έτσι σκυμμένος έμοιαζε σαν βενεδικτίνος μοναχός παραδομένος στην ασκητική πρακτική της ομφαλοσκόπισης. Κι αφού δεν κοίταγε μπροστά επόμενο ήταν να κουτουλήσει σε κάποιον. Έτεινε αντανακλαστικά τα χέρια του για να σταματήσει την πτώση του άλλου και τότε είδε την Αφροδίτη: ήταν γονατισμένη κι έδενε τα κορδόνια της και την ώρα που κουτούλησαν είχε μόλις σηκωθεί. Η μύτη της ήταν κατακόκκινη απ’ το κρύο μα τα χέρια της έκαιγαν.
-Καις, της είπε αμήχανα.
-Ξέρεις, ο Αποσπερίτης λάμπει γιατί βρίσκεται κοντά στον ήλιο και φλέγεται. Θα μπορούσες ίσως να τον δροσίσεις με τη νερένια καρδιά σου.
Ο Χρήστος ακαριαία σκέφτηκε το τένις, το λογαριασμό της ΔΕΗ που δεν πλήρωσε και το αμάξι του που μισοέκλεινε ένα γκαραζ. Και μετά κοίταξε την πατημένη γάτα στο δρόμο και θυμήθηκε πως η ζωή είναι μικρή. Και έτσι άφησε το κορίτσι να απλώσει τα χέρια του πάνω στην μουσκεμένη καρδιά του. Κι άπλωσε κι εκείνος τα δικά του πάνω στο καυτό άστρο της. Και φιλήθηκαν. Και μείνανε εκεί για ώρα.
Λίγο μετά το γυμναστήριο έκλεισε και οι ιδιοκτήτες είδαν το μαρμαρωμένο ζευγάρι από κάτω. Τους μίλησαν μα δεν αποκρίθηκαν και κάπως ανησύχησαν. Έτσι βάλθηκαν να πιάσουν ο ένας την Αφροδίτη και ο άλλος τον Χρήστο και να τους τραβούν να ξεκολλήσουν. Το αστείο θέαμα είδε μια κυρία που είχε βγάλει βόλτα το σκυλάκι της και δυο παιδιά που γύρναγαν απ’ το φροντιστήριο. Χωρίς να το πολυσκεφτούν πήραν κι αυτοί θέσεις και άρχισαν να τραβάνε.
Να μην τα πολυλογούμε, μέχρι την επόμενη μέρα πίσω από την Αφροδίτη βρισκόταν ο ένας ιδιοκτήτης, η κυρία, το σκυλάκι της, δυο σκουπιδιάρηδες –γιατί εκεί που στεκόταν το ζεύγος έκλεινε τον κάδο-, ένας εφοριακός –η εφορία έδρευε από πάνω- μια δασκάλα με έναν σχολικό τροχονόμο –«μα φιλιούνται μες στη μέση του δρόμου, τι παράδειγμα δίνουν στα παιδιά»- , μια γάτα με ψωρίαση κι ένας ταξιτζής. Πίσω από τον Χρήστο ήταν ο άλλος ιδιοκτήτης, τα δυο σχολιαρόπαιδα, δυο κυρίες που πήγαιναν στην πρωινή λειτουργία –«μα επιτέλους, να επέλθει λίγη τάξις και ηθική», τρία περιστέρια –εκ των οποίων το ένα μάλλον δεκαοκτούρα ινκόγκνιτο- ο ιδιοκτήτης του γκαράζ που μισοέκλεινε με το αμάξι του ο Χρήστος, ένας Πακιστανός που πήγαινε να πάρει το λεωφορείο και μια μισότρελη ποιήτρια που ήθελε να διαπιστώσει αν πράγματι «έρως ανίκατε μάχαν».
Αυτή η παλαβή διελκυστίνδα πάσχιζε για ώρες να χωρίσει το ζευγάρι και είναι περίεργο που λέμε «τι τραβάνε οι ερωτευμένοι» όταν η σωστή διατύπωση είναι «ποιοι τραβάνε τους ερωτευμένους». Γιατί λίγο μετά κι άλλοι κατέφθασαν να συνδράμουν: οι γονείς τους, οι προϊστάμενοί τους, φίλοι και γνωστοί, και φίλοι των φίλων και γνωστοί των γνωστών και κάποια στιγμή όλη η πόλη είχε μοιραστεί πίσω από της πλάτες τους. Και τελικά, μετά από κόπο και κούραση και τόση προσπάθεια, μια μέρα έξη μήνες μετά ο Χρήστος και η Αφροδίτη ξεκόλλησαν ο ένας απ’ τον άλλο. Κοιτάχτηκαν και είδαν ένα σωρό κόσμο πίσω τους. «Τι είναι αυτός ο κόσμος πίσω σου, νόμιζα ότι εγώ είμαι όλος ο κόσμος για σένα» είπε η Αφροδίτη. «Τι είναι όλοι αυτοί πίσω σου, θέλω εσένα όχι όλο τον κόσμο σου με τα προβλήματά του» είπε ο Χρήστος. Και ξάφνου άφησαν τα χέρια.
Η διελκυστίνδα ανατράπηκε και για μια στιγμή όλος ο κόσμος ήρθε τούμπα. Φίλοι, οικογένειες, δουλειές, όλοι κυλίστηκαν στο χώμα. Μα λίγο μετά στάθηκαν πάλι στα ποδάρια τους. Η Αφροδίτη και ο Χρήστος κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Έκαναν να ξαναπιάσουν τα χέρια. Μα τελικά γύρισαν απλά τις πλάτες. Και όλη η πόλη γύρισε στις δουλειές της. Όλα γύρισαν στην κανονικότητά τους. Όπως δηλαδή γίνεται πάντα μετά τον έρωτα.

13.3.07

Άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη

[Δεύτερη πρόσκληση μέσα σε αυτήν την εβδομάδα για το παιχνίδι των κειμένων με τις πέντε λέξεις. Συνοπτικά, επειδή το έχω εξηγήσει και σε προηγούμενο ποστ, πρέπει να γράψεις ένα κείμενο που θα περιλαμβάνει πέντε λέξεις που σου έχουν ήδη δοθεί από έναν άλλο μπλογκερ. Στη συνέχεια προτείνεις εσύ πέντε νέες λέξεις και πέντε νέους μπλόγκερ. Αυτή τη φορά με κάλεσε η Loreley Lucy, βάζοντάς μου τις λέξεις: ρουσφέτι, βρώμικος, πείνα, λυγαριά, σαρδανάπαλος]

Ο Ασσούρ – Μπα – Νιπάλ συγκέντρωσε όλη την προσοχή του στο δεύτερο τόμο από την «Ιστορία της Σεξουαλικότητας» του Φουκώ, ώστε να μπορέσει να την απομακρύνει από το ράφι και να τη μεταφέρει μέχρι το τραπέζι του αναγνωστήριου. Κάθε φορά που έμπαινε σε αυτήν τη διαδικασία νοσταλγούσε τη μεγάλη βιβλιοθήκη που είχε χτίσει, τόσα πολλά χρόνια πριν. Ήταν σίγουρα πιο βρώμικη κι ακατάστατη από τις μοντέρνες βιβλιοθήκες, με τα βιβλία ασύγκριτα βαρύτερα, θυμόταν όμως με γλυκιά πίκρα τον εαυτό του να περπατά τυλιγμένος στα βαριά του φορέματα, να απλώνει το χέρι και να διαλέγει μία πλάκα, έτσι απλά. Τώρα η περισσότερη ενέργειά του έφευγε στο να μεταφέρει το βιβλίο στο τραπέζι και να καταφέρει να γυρίσει τις σελίδες. Το Λακάν και το Ντεριντά έτσι τους είχε παρατήσει, δεν του άφηναν καθόλου δύναμη για να γυρνά τις σελίδες.
Του άρεσε ο τίτλος «Η χρήση των απολαύσεων», η εισαγωγή όμως τον εκνεύρισε. Δεν μπορείς να ξεκινάς ένα έργο με μία λογική στον πρώτο τόμο και να την εγκαταλείπεις στο δεύτερο, πώς περιμένεις να σε πάρουν στα σοβαρά; Ο Ασσούρ – Μπα – Νιπάλ έτσι και αλλιώς δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία του εικοστού αιώνα, και ως παλαιό στοιχειό των βιβλιοθηκών συχνά αναπολούσε τις εποχές που ο Καντ και ο Χέγκελ γέμιζαν τα ράφια με τα αυστηρά, οργανωμένα συστήματα σκέψης τους.
Είχε μόλις γυρίσει την τελευταία σελίδα της εισαγωγής, όταν άκουσε την πόρτα της βιβλιοθήκης να τρίζει, από το προσεκτικό άνοιγμά της. Μα τι ήθελαν στις δύο η ώρα το βράδυ εδώ; Έστρεψε απλώς την προσοχή του προς τα εκεί, έτσι κι αλλιώς ήταν αόρατος.
Ο Βλάσσης και η Νάσια μπήκαν γελώντας και παραπατώντας μέσα, έχοντας πιει ήδη παραπάνω από πολύ. Ο Ασσούρ – Μπα – Νιπάλ δε συμπαθούσε ιδιαίτερα το Βλάσση, φαινόταν ότι έχει προσληφθεί με ρουσφέτι ως βιβλιοθηκονόμος και δεν τον ένοιαζε καθόλου η δουλειά του. Δύο χρόνια που τον έβλεπε εδώ δεν είχε πάρει μια φορά ένα βιβλίο για να διαβάσει, όλο στα σεξοτσάτ έμπαινε από τον υπολογιστή της βιβλιοθήκης, ενώ τον είχε γεμίσει και ιούς από τις τσόντες που κατέβαζε. Αν περνούσε από το χέρι του, θα τον είχε αποκεφαλίσει, είχαν όμως περάσει παρα πολλοί αιώνες από την τελευταία φορά που είχε μπορέσει να κάνει κάτι τέτοιο.
«Πωπω, έχω μια πείνα!» είπε ο Βλάσσης, «Με θέρισαν οι ρετσίνες.» Η Νάσια είχε αρχίσει ήδη να ξεντύνεται, γύρισε όμως και τον κοίταξε χαμογελώντας. «Θα φας καλά, μην ανησυχείς…» απάντησε και έβγαλε το σουτιέν της. Έμεναν και οι δύο με τους γονείς τους, και δεν ένιωθαν αρκετά άνετα να πηδηχτούν στο σπίτι, ενώ το αυτοκίνητο τους ξενέρωνε. Τα όποια λεφτά για το ξενοδοχείο ημιδιαμονής τα είχαν φάει όλα στις ρετσίνες από το απόγευμα.
Η Νάσια είχε όμορφο σώμα, και θύμιζε στον Ασσούρ - Μπα - Νιπάλ την αγαπημένη του παλλακίδα τη Σε – Μίρα, έτσι όπως τσάκιζε τη μέση της μπροστά σαν λυγαριά. Ο Βλάσσης είχε γδυθεί ήδη και ετοιμαζόταν να φορέσει το προφυλακτικό του, ενώ η Νάσια στήριζε τα χέρια της στο τραπέζι. Τον Ασσούρ – Μπα – Νιπάλ δεν τον ενδιέφερε το συγκεκριμένο θέαμα, είχε χορτάσει από αυτά στη ζωή του και η σάρκα είχε πάψει από αιώνες να τον ταλαιπωρεί με τους πόθους και τις χαρές της.
Θα είχε βυθιστεί στον ήρεμο ύπνο χωρίς όνειρα των φαντασμάτων, αν δεν τραβούσε πίσω την προσοχή του η έντονη διαφωνία του ζευγαριού, παρόλο που γινόταν ψιθυριστά (έτσι κι αλλιώς συναισθηματικά κύματα έπιανε ο Ασσούρ – Μπα – Νιπάλ, τα αυτιά του είχαν επιστρέψει στον πατέρα ουρανό μαζί με το υπόλοιπο σώμα του αιώνες πριν, κατά την καύση του). Η Νάσια είχε καθίσει πάνω στο τραπέζι του αναγνωστηρίου και έλεγε με θυμό και νάζι στο Βλάσση: «Μα τι σου ήρθε τώρα; Αφού σου λέω είναι βρώμικο.» Ο Βλάσσης χαμογελούσε και επέμενε: «Έλα βρε, να δεις που θα σου αρέσει. Έχω φέρει και αλοιφή μαζί μου, δε θα πονέσεις καθόλου.» Η Νάσια είχε αποκλείσει μάλλον από την αρχή την πιθανότητα της αλοιφής και έλεγε άλλα αντί άλλων, γιατί αμέσως κοίταξε πονηρά το Βλάσση, ξάπλωσε προς τα πίσω, πάνω στο τραπέζι και σήκωσε τα πόδια της ψηλά στον αέρα. «Άντε να δούμε. Αν με πονέσεις όμως σταματάμε αμέσως, παλιο – Σαρδανάπαλε
Αυτό πήγαινε πολύ, δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτήν την άδικη φήμη για το πρόσωπό του, αλλά να το ακούει και από ένα ζευγάρι που ντροπιάζει μια βιβλιοθήκη με τα αίσχη του, πήγαινε πολύ. Θα τους έδειχνε αυτός, να προσέχουν άλλη φορά που βγάζουν τα μάτια τους. Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις του στο ψηλό ράφι με τις εγκυκλοπαίδειες που βρίσκονταν στο κέντρο της βιβλιοθήκης, μπροστά από το τραπέζι του αναγνωστηρίου.
Ο Βλάσσης δεν είχε μπει ποτέ ξανά με τόση δύναμη στον πρωκτό μιας κοπέλας, και ούτε μπόρεσε ξανά, για προφανείς λόγους. Τα ουρλιαχτά και των δύο ξύπνησαν τους γείτονες, που κάλεσαν τους αστυνομικούς, που τηλεφώνησαν στην διευθύντρια της βιβλιοθήκης. Ο Ασσούρ – Μπα – Νιπάλ, όταν συνήλθε από το βαθύ λήθαργο που είχε πέσει εξαιτίας της υπερπροσπάθειας, χάρηκε με τη νέα βιβλιοθηκονόμο, που η μόνη της παρατυπία ήταν να μπαίνει καμιά φορά στα μπλογκ από τον υπολογιστή της βιβλιοθήκης όταν βαριόταν.

Ο Ασσουρμπανιπάλ κυνηγά, εύρημα από το παλάτι της Νινευή


[Παρά την κοινή έκφραση που χρησιμοποιούμε για αυτόν, ο Σαρδανάπαλος ή Ασσουρμπανιπάλ (Αh-shur-BA-neh-pal) λέγεται πως ήταν ο ένας από τους δέκα μόλις βασιλιάδες της αρχαιότητας που ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν. Σε αυτόν οφείλουν οι αρχαιολόγοι, και όλοι μας γενικότερα, τη μεγάλη βιβλιοθήκη της Νινευή, στης οποίας τα απομεινάρια σφηνοειδών επιγραφών βασίζονται πάρα πολλές από τις γνώσεις μας για τον ασσυριακό πολιτισμό. Για περισσότερες πληροφορίες μπορεί κανείς να συμβουλευτει την αγγλική Βικιπαιδεία. Δεν μπόρεσα δυστυχώς να βρω κάποια επαρκή και αξιόπιστη πηγή στο ελληνικό ίντερνετ.]

Σκέφτηκα αυτή τη φορά να προσκαλέσω τους μπλόγκερ να γράψουν σε κάποιο συγκεκριμένα από τα μπλογκ τους, ως μια πρόκληση και προς τις θεματικές, πέρα από τα πρόσωπα. Καλώ λοιπόν να γράψουν: η Ροδιά στο Τα παράπονά σας στο Mixer, η Nosyparker στις Nosy - Νοστιμιές, o Μαύρος Γάτος στο Είμαστε Κάφροι, ο Polsemannen στον Πυροβολημένο Χανούμη και ο George Le Nonce στο Φυλλάδιο. Οι λέξεις που τους προτείνω (με βάση ένα συνειρμό για τον καθένα) είναι: κρύσταλλος, βέρα, μάγκίτης, φανάρι, καθρέφτης.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Update 13-2-2007 απόγευμα: Σε προηγούμενη εκδοχή του κειμένου καλούσα τη Magica από το Magicasland να γράψει στο Magica de Spell is cooking της Magica de Spell. Από την πρώτη Magica έμαθα ότι είναι δύο διαφορετικές μπλόγκερ, οπότε τη θέση τους κατέλαβε η Ροδιά, με αλλαγή και της λέξης συνειρμού.

Update 14-2-2007: H Ροδιά τελικά ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση από το μπλογκ της "Η Ροδιά ουρλιάζει ψιθυριστά"

11.3.07

Χρόνια Πολλά! - Λίστα άμμου 1

Misirlou Oubliez έχει σήμερα γενέθλια και μου ζήτησε ως δώρο να κλείσω το μπλογκ, για να μειωθεί ο ανταγωνισμός στη μπλογκόσφαιρα. Δεν μπορώ να της κάνω μια τόσο μεγάλη χάρη, τουλάχιστον όμως δε θα δημοσιεύσω ποστ σήμερα. Καλωσορίζω λοιπόν το Σαμμάνο, ο οποίος θα ανεβάζει κάθε βδομάδα μουσικές για παντερημένους. Η λογική των επιλογών (με το γενικό τίτλο "Λίστα άμμου") παραπέμπει στο αμερικάνικο έθιμο για αυτά που πρέπει να φορά η νύφη την ημέρα του γάμμου της. Εδώ το "something old" είναι ένα παλαιό τραγούδι, το "something new" ένα νέο, το "something borrowed" θα αφορά διασκευές ή κομμάτια κλεμμένα και αναμμολόγητα, ενώ το "something blue" θα είναι άλλοτε μπλε κι άλλοτε απλώς λυπημένο.]
Άμμος

Something old... Gary Jules - Mad world : "the dreams in which I'm dying are the best I've ever had". Χρειάζονται και διευκρινίσεις;

Something new... Klaxons - Golden scans : Έχουν ενέργεια, έχουν κέφι και μια μπασογραμμή που σου γαζώνει όλα τα τραύματα (ΟΚ κύριε Morrissey, απόψε θα βγω, "I found a stitch to wear")!

Something borrowed... O Jose Gonzales "δανείζεται" το Heartbeats και φτιάχνει ένα ονειρικό μονοπάτι από καρδιοχτύπια. Επειδή είμαι καλός άνθρωπος, σας δίνω και το πρωτότυπο: Knife - Heartbeats

Something blue... Τρίφωνο - Νυχτοπαίδι

9.3.07

Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

[Η αγαπητή Νερίνα με κάλεσε να συμμετάσχω σε ένα παιχνίδι που παίζεται στην ελληνική μπλογκόσφαιρα και σύμφωνα με το οποίο πρέπει να γράψεις ένα κείμενο χρησιμοποιώντας πέντε λέξεις. Στο τέλος του κειμένου προτείνεις ο ίδιος πέντε νέες λέξεις και δίνεις τη σκυτάλη σε άλλους πέντε μπλόγκερ. Οι λέξεις που όφειλα να χρησιμοποιήσω ήταν εικόνα, υποτροπή, πόρτα, μυστήριο, τιάρα.]

Το ωστικό κύμα πέταξε τη Λοχαγό Ντιάνα Τρέβορ πολλά μέτρα μακριά από το παγιδευμένο αυτοκίνητο, πάνω στον τοίχο μιας πολυκατοικίας. Η Ντιάνα ένιωσε το σοβά να θρυμματίζεται από την πίεση του σώματός της, μπόρεσε όμως να αντέξει εύκολα τον πόνο και έπεσε ήρεμα προς τα κάτω. Χρησιμοποίησε την αετίσια της όραση για να διακρίνει ανάμεσα στους καπνούς που είχαν απλωθεί στην κεντρική πλατεία της Βαγδάτης. Όπως πάντα, κόσμος που έτρεχε πανικόβλητος, τραυματισμένοι που ούρλιαζαν, ήχος από σειρήνες και διαταγές αστυνομικών. Θα έπρεπε κι αυτή να μαζέψει τους άντρες της, αλλά έπρεπε να πάρει πρώτα μια απόφαση.
Αν δεν έβλεπε το μωρό στην αγκαλιά της διαμελισμένης γυναίκας να κλαίει και να της απλώνει τα χέρια, ίσως να είχε σκεφτεί για μια ακόμη φορά ότι η λογική των ανθρώπων ήταν πολύ διαφορετική από τη δική της και ότι εν πάση περιπτώσει, στο Ιράκ υπήρχε πλέον δημοκρατία. «Μα τι κάνω εγώ εδώ;» φώναξε και έτρεξε για να συγκεντρώσει το λόχο της. Η εικόνα του μωρού ήταν χαραγμένη για πολλούς μήνες στη μνήμη της, ακόμα και όταν η καθημερινότητά της είχε αλλάξει ριζικά, μένοντας πλέον στην Ελλάδα.
Οι ανώτεροί της δε θέλησαν βέβαια να συζητήσουν την παραίτησή της, ούτε καν την επίσημη μετάθεσή της σε κάποια άλλη περιοχή, η Ντιάνα όφειλε να καταλάβει πόσο ειδικό βάρος θα είχε μια τέτοια κίνηση από τη μεριά της. Μπορεί να είχε ακόμα το βαθμό του λοχαγού ώστε να αξιοποιούνται οι εξαιρετικές ικανότητές της στη μάχη, ήταν όμως διάσημη στην πατρίδα. Το μόνο που μπορούσαν να αποδεχτούν ήταν μια επίσημη ανακοίνωση ότι η λοχαγός Ντιάνα Τρέβορ αναχώρησε για μυστική αποστολή, ενώ αυτή θα καταλάμβανε μια θέση ρουτίνας με άλλο όνομα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία της Ελλάδας. Η Ντιάνα σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να πηγαίνει συχνά στον Όλυμπο και να βλέπει φίλους που είχε καιρό να βρεθεί μαζί τους κι αποδέχτηκε την πρόταση.
Δεν περίμενε βέβαια ότι η θέση της στην Πρεσβεία θα ήταν να βάζει σφραγίδες ως γραμματέας, δίπλα από την πόρτα της τουαλέτας που είχαν ανατινάξει πρόσφατα οι τρομοκράτες. Στην αρχή της φαινόταν πραγματικά μυστήριο που η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν αξιοποιούσε έναν άνθρωπο με τις ικανότητές της σε μια πιο υπεύθυνη θέση. Δε βρίσκονταν πια στη δεκαετία του ’50 που ήταν η γραμματέας της “Justice League of America” παρόλο που ήταν η πιο δυνατή απ’ όλους! Σιγά σιγά όμως κατάλαβε ότι στην πραγματικότητα την τιμωρούσαν για την απόφασή της, αυτό της είχε πει και η Αθηνά, όταν τη συνάντησε κάποια στιγμή στον Όλυμπο. Με την Αθηνά συζήτησαν αρκετά και για την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική και άκουσε πολλή αυστηρή κριτική για την ίδια. Τη θυμόταν χαρακτηριστικά να της λέει: «Άρτεμις, όσο και να αγαπάς τις μάχες, πρέπει κάποια στιγμή να το συνειδητοποιήσεις. Στηρίζεις μια χώρα που παρουσιάζει συνεχείς υποτροπές: σε ηγεμονική συμπεριφορά, σε σφαγές, σε αυταρχικότητα.»
Η Ντιάνα διάλεξε την 8η Μαρτίου για να απελευθερωθεί, τιμώντας έτσι κι όλες τις θνητές που είχαν αγωνιστεί για το δίκιο τους τον προηγούμενο αιώνα. Ήθελε όμως πρώτα να βεβαιωθεί ότι πράγματι την τιμωρούσαν με αυτή τη θέση. Πήρε την τσάντα της, έλεγξε ότι βρισκόταν μέσα το Λάσσο της Αλήθειας και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Πρέσβη. Χτύπησε απαλά την πόρτα και άκουσε το βούισμα που έδειχνε ότι η πόρτα άνοιγε από μέσα. Χαμογέλασε στον ειδικό φρουρό και έσπρωξε την πόρτα.
Ο Τσαρλς Ρις καθόταν αναπαυτικά στη δερμάτινη πολυθρόνα του, πίσω απ’ το γραφείο από ξύλο καρυδιάς. “Diana, I am rather busy right now, tell me what you want…” της είπε και διάλεξε μάλλον τυχαία κάποια χαρτιά για να φαίνεται απασχολημένος. Η Ντιάνα έβγαλε γρήγορα το Λάσσο της Αλήθειας από την τσάντα της και το πέταξε στον πρέσβη, τυλίγοντας τον σφιχτά. «Πες μου τώρα. Αν δεν επιστρέψω στο Ιράκ, υπάρχει περίπτωση να κάνω κάτι άλλο από το να βάζω σφραγίδες;» Τυλιγμένος στο λάσσο της, ο πρέσβης ήταν υποχρεωμένος να πει την αλήθεια και ψέλλισε: “Ο – ο - όκι. No chance at all.” Η Ντιάνα δε χρειαζόταν να ακούσει τίποτα άλλο. Πέταξε από πάνω της το γκρίζο ταγιέρ, για να εμφανιστεί η μπλε και κόκκινη στολή της που είχε φορέσει από μέσα. Αφήνοντας ακόμα δεμένο τον πρέσβη, άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε από την τσάντα της τη χρυσή της τιάρα. Τη φόρεσε, ξετύλιξε το λάσο και είπε στον έκπληκτο πρέσβη: “Bye, bye Charles”. Πετώντας πάνω από τη Βασιλίσσης Σοφίας άκουγε το στριγγό ήχο του συναγερμού, αλλά δεν την ένοιαζε πια. Ήταν πολύ πιο γρήγορη από οποιοδήποτε ελικόπτερο μπορούσαν να βάλουν στο κατόπι της.
Στην αρχή σκεφτόταν να κρυφτεί στις ομίχλες του Ολύμπου, μέχρι να μαζέψει αρκετές δυνάμεις για το μακρινό ταξίδι στο Νησί του Παραδείσου. Μια ιδέα άστραψε όμως στο μυαλό της: θα έκανε μια στάση από τον Όλυμπο για να πάρει μαζί της τον Απόλλωνα και τον Άρη και μετά θα πήγαιναν στο Γκουαντάναμο. Ας μην ήταν η μόνη που θα απελευθερωνόταν σήμερα.


[Η ιστορία αυτή αξιοποιεί το χαρακτήρα της Wonder Woman, μιας βασικής ηρωίδας των DC Comics, που δεν είναι όμως ιδιαίτερα γνωστή στην Ελλάδα. Για περισσότερες και πιο ακριβείς πληροφορίες μπορεί ο/η φιλοπεριέργος/η αναγνώστης/τρια να ανατρέξει στην αγγλική Βικιπαιδεία.]


Στο παιχνίδι προσκαλώ με τη σειρά μου τους και τις:
Γούφα, Σάκο με Μπιφτέκια, Κουρούνα, Reader’s Diggest, Πρόβατο
προτείνοντας τις ακόλουθες λέξεις (οι οποίες προέκυψαν προσπαθώντας να έχω μία λέξη – συνειρμό για τον καθένα):
κιμπαριλίκι, Μαντόνα, αϋπνίες, μοντερνισμός, ρεμάλι

7.3.07

Οι φοβίες κρύβουν βαθύτερα προβλήματα

Η νεαρή γραμματέας έριξε με προσοχή το εμφιαλωμένο νερό μέσα στο ποτήρι, προσέχοντας ώστε να φτάσει λίγο παραπάνω από τη μέση και προσέθεσε ένα καλαμάκι.. Δεν παρατήρησε βέβαια ότι ο πάγκος της μικρής κουζίνας ήταν υγρός και έτσι έβαλε το ποτήρι στο δίσκο χωρίς να το σκουπίσει. Προχώρησε αργά στο διάδρομο και μπήκε στο γραφείο του διευθυντή πωλήσεων, ελέγχοντας συνεχώς μήπως και ο καφές στάξει από τα χείλη του φλιτζανιού.
- Ο καφές σας, κύριε Άρη.

Ο Άρης σήκωσε τα μάτια του από την οθόνη του υπολογιστή και κάρφωσε με το βλέμμα του τη νεαρή γραμματέα. «Καλά, κόκαλα είχε ο καφές; Ευκαιρία ψάχνετε για χασομέρι εδώ μέσα!» είπε και άπλωσε το χέρι του προς το ποτήρι με το νερό, αμέσως όμως συνοφρυώθηκε ακόμη περισσότερο. Κρατώντας με τις άκρες των δαχτύλων του το ποτήρι από τα στεγνά του σημεία, το έδειξε στη γραμματέα. «Δε σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές ότι δε θέλω το ποτήρι από όπου πίνω νερό να είναι έστω και ελάχιστα υγρό; Το νερό το θέλω μέσα στο ποτήρι, όχι έξω απ’ αυτό, πόσο πιο λιανά να στο κάνω;» Η κοπέλα ήταν έτοιμη να βουρκώσει, πήρε όμως το δίσκο χωρίς να μιλήσει και επέστρεψε στην κουζίνα. Προχτές την είχε απειλήσει με απόλυση, δεν την έπαιρνε ούτε καν να δείξει ενοχλημένη.
Ο Άρης επέστρεψε στους αριθμούς της βάσης δεδομένων, περιμένοντας τον καφέ του. Δεν πήγαιναν πολλά χρόνια από τότε που βρισκόταν στη θέση της κοπέλας, καινούριος πωλητής σε αυτήν την εταιρία. Δούλεψε πολύ, έγλειψε καλά, γάμησε και τη γενική διευθύντρια μια δύο φορές και ανέβηκε γρήγορα προς τα πάνω. Από τον πρώτο καιρό που βρέθηκε έξω είχε καταλάβει εξάλλου ότι έτσι ανεβαίνεις στον κόσμο των ανθρώπων και ότι όποιος βρίσκεται ψηλότερα πηδάει όλους τους από κάτω. Αυτά που του έκαναν παλιότερα έκανε τώρα και δεν ένιωθε καμία ενοχή γι’ αυτό.
Αυτή τη φορά όλα ήταν σωστά και ο καφές, και το νερό. Άνοιξε το παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο. Κανονικά απαγορευόταν να καπνίζουν στην εταιρία, αλλά αυτός το είχε πει στη γενική διευθύντρια και δεν είχε κανένα πρόβλημα, αρκεί να μην τον έβλεπαν οι άλλοι. Κοίταξε προς τα έξω, το γαλάζιο ουρανό που φαινόταν πάνω από τις πολυκατοικίες. Σκέφτηκε ότι τα τελευταία χρόνια ο καιρός βελτιωνόταν συνεχώς, οι βροχές γίνονταν όλο και πιο σπάνιες με την άνοιξη και το φθινόπωρο εξαφανισμένα και το χειμώνα να συρρικνώνεται.
Πρέπει να αφαιρέθηκε για αρκετή ώρα κοιτώντας το γαλάζιο ουρανό. Τι να έκαναν οι δικοί του στη θάλασσα άραγε; Είχε να τους δει πάνω από δέκα χρόνια, από την εποχή που έφυγε. Δεν τον έψαξαν, δεν τους έψαξε, και μάλλον αυτό ήταν το καλύτερο. Τον επανέφερε στην πραγματικότητα το χτύπημα της πόρτας. Πέταξε το τσιγάρο από το παράθυρο (να ήταν το πέμπτο ή το έκτο, αναρωτιόταν τώρα) και είπε αυστηρά «Ποιος;» Η νεαρή γραμματέας δεν άνοιξε την πόρτα, αλλά φώναξε όσο μπορούσε απέξω: «Κύριε Άρη, ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, θα κλείσετε εσείς τον όροφο;» Θυμήθηκε ότι θα έκαναν ένα σεμινάριο στο κατώτερο προσωπικό, ο ίδιος δε χρειαζόταν να πάει αλλά δεν είχε και κανένα νόημα να καθίσει σε ένα άδειο γραφείο. Η γενική διευθύντρια είχε αρκετή κατανόηση σε αυτά, ιδίως αν την είχε γαμήσει πρόσφατα και απ’ ότι θυμόταν του είχε πάρει μια πίπα πριν καμιά βδομάδα στο γραφείο της. Εκείνη γκρίνιαζε όλο και συχνότερα που ο Άρης δεν έκανε τίποτα χωρίς προφυλακτικό και για να αποφύγει το σάλιο της στο δέρμα του τον έβγαζε απλά από το παντελόνι, αυτός όμως της είχε ξεκαθαρίσει πως αλλιώς δεν μπορούσαν να το κάνουν. Η φωνή της γραμματέα ακούστηκε για άλλη μια φορά: «Κύριε Άρη, πρέπει να φύγουμε για το σεμινάριο, τι θα κάνετε;»
«Φύγε Βιβή, θα κλείσω εγώ.» της φώναξε, σκεπτόμενος ότι θα ήταν καλύτερο να μην τον δουν να φεύγει μαζί τους. Ας νόμιζαν ότι έκατσε και σήμερα ως αργά, θα τον σέβονταν πιο εύκολα ως εργασιομανή. Ήθελε και να κατουρήσει κιόλας, δεν είχε νόημα να βιαστεί. Στο μπάνιο κατέβασε το παντελόνι και κάθισε στη λεκάνη, τράβηξε το πετσάκι του προς τα πίσω και έσπρωξε τον πούτσο του προς τα κάτω. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό να μην πιτσιλιστεί ούτε και λίγο και αυτή η στάση κατουρήματος είχε ανακαλύψει ότι έδινε τα λιγότερα ατυχήματα. Έπρεπε επίσης να μην κατουρήσει με ορμή, γιατί έτσι μπορεί το νερό της λεκάνης να πεταγόταν προς τα πάνω, που ήταν ακόμη χειρότερο. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά, σκούπισε το κεφαλάκι με ένα χαρτί υγείας, σηκώθηκε και κουμπώθηκε.
Στο δρόμο δε συνάντησε ιδιαίτερη κίνηση, οπότε δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να φτάσει στην Άνω Πόλη, βρήκε μάλιστα και πάρκινγκ μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά. Είδε το φως του σαλονιού αναμμένο, η Άννα μάλλον θα είχε αράξει και θα τον περίμενε. Καθώς ανέβαινε με το ασανσέρ, έβαλε το χέρι μέσα στην τσέπη του υφασμάτινου παντελονιού και άρχισε να τον ψευτοπαίζει, ήθελε να είναι έτοιμος με το που θα έμπαινε στο σπίτι.
Η Άννα δεν ήταν άνθρωπος που έφερνε εύκολα αντιρρήσεις, ιδίως σε άντρες που είχαν την πρόθεση να τη συντηρήσουν. Έτσι αποδέχτηκε και αυτήν την παραξενιά του Άρη αδιαμαρτύρητα, μαζί με το ότι κλεινόταν για ώρες στο μπάνιο και δεν μπορούσε να μπει κανείς μέχρι να τελειώσει. Ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ και βλέποντάς τον να ξεντύνεται με το που έκλεισε την εξώπορτα, γύρισε προς την τηλεόραση και έβαλε τις ειδήσεις του ALTER. O Άκης Παυλόπουλος ήταν το πιο ξεκαυλωτικό πράγμα που μπορούσε νa παρακολουθήσει εκείνη την ώρα, δυστυχώς από τα παράθυρα του MEGA έλειπε σήμερα ο Πρετεντέρης. Ο Άρης γυμνός και μισοκαυλωμένος τράβηξε τη φούστα της προς τα πάνω κι έλεγξε με τα δάχτυλά του το μουνί της, για να βεβαιωθεί ότι ήταν τελείως στεγνή. Τον έπαιξε λίγο ακόμα, καύλωσε τελείως και προσπάθησε να μπει μέσα της, σπρώχνοντας τον πούτσο του μέσα στο στεγνό κόλπο της, ενώ αυτή σήκωνε το ένα πόδι για να το στηρίξει στον ώμο του. Συνέχιζε βέβαια να είναι προσηλωμένη στις ειδήσεις και σκεφτόταν ταυτόχρονα ένα ένα τα ρούχα που έπρεπε να σιδερώσει την επόμενη ημέρα, από τη μέχρι τώρα εμπειρία της αυτός ήταν ο συνδυασμός που μπορούσε να την κρατήσει στεγνή μέχρι το τέλος. Έπρεπε φυσικά και να μην κοιτάζει τον Άρη, είχε τόσο ωραίο σώμα, χωρίς καμία γυμναστική κιόλας, που αμέσως υγραινόταν.
Ο Άρης έδωσε ένα τελευταίο χτύπημα με τον πούτσο του στη μήτρα της και τελείωσε μέσα της, ξέροντας πως αποκλείεται να την άφηνε έγκυο. Τον έβγαλε μορφάζοντας προς τα έξω (ο στεγνός κόλπος του ήταν περισσότερο οδυνηρός αφού έχυνε, όταν ο πούτσος του ήταν πιο ερεθισμένος) και έσπρωξε τις τελευταίες σταγόνες σπέρματος προς τα έξω, σε μία χαρτοπετσέτα. «Πώς ήταν η μέρα σου. μωρό;» ρώτησε την Άννα που είχε γυρίσει προς το μέρος του και τον χάζευε όρθιο και γυμνό μπροστά της, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα την κλειτορίδα και τα εξωτερικά χείλη του μουνιού της. «Μμμ, τίποτα το ιδιαίτερο αγάπη μου, μμμαγείρεψα, είδα τηλεόραση, αυτάααχ…» ήταν η απάντηση της, ενώ με το άλλο χέρι έτριβε την αριστερή της θηλή και μάλαζε το στήθος της.
Ο Άρης είχε αποδεχτεί αυτό το τελετουργικό αμέσως αφού γαμούσε την Άννα, στο κάτω κάτω είχε και αυτή δικαίωμα να έρθει σε οργασμό. Ήταν ήδη πολύ σημαντικό από τη μεριά της που είχε εκπαιδευτεί στο να μην ερεθίζεται κι υγραίνεται όσο έκαναν σεξ, αυτός ήταν εξάλλου και ο βασικός λόγος που σκεφτόταν ένα γάμο μαζί της. «Δεν είναι εύκολο να βρεις μια γυναίκα σαν την Άννα.» αναλογίστηκε καθώς την έβλεπε να σπαρταράει μπροστά του, με τα πόδια της να τρέμουν και τα δάχτυλά της μια να χαϊδεύουν τα εξωτερικά της χείλη με την κλειτορίδα και μια να χώνονται στο μουνί της. Μετά από ένα περίπου λεπτό είχε ησυχάσει και τον κοιτούσε αποχαυνωμένη.
Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και της είπε: «Μωρό μου με ήθελες τίποτα; Σκέφτομαι να μπω για ένα μπάνιο.» Η Άννα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα ξεκινούσε το «Παρά Πέντε» και ήθελε να το παρακολουθήσει με την ησυχία της, ο Άρης το έβρισκε τελείως ηλίθιο και όλο της μιλούσε όσο το έβλεπαν. Προχώρησε αργά προς το μπάνιο, κολακευμένος από το βλέμμα της Άννας που τον παρακολουθούσε.
Άνοιξε το κρύο νερό και το άφησε για λίγο να τρέξει, ώστε να γίνει όσο πιο κρύο μπορούσε. Κλείδωσε την πόρτα αφήνοντας το κλειδί επάνω (η προηγούμενη σχέση του έτσι είχε φύγει τρέχοντας, αφού είχε κοιτάξει μια φορά από την κλειδαρότρυπα) και στάθηκε όρθιος στη μέση της μπανιέρας. Του άρεσε να βυθίζεται με αυτόν τον τρόπο, νιώθοντας σιγά σιγά τα πόδια του να μουδιάζουν και να τον εγκαταλείπουν. Κοίταξε προς τα κάτω, οι τρίχες από τον πούτσο του είχαν πέσει και λέπια άρχιζαν να σκεπάζουν ήδη τα πόδια του σε διάφορα σημεία. Όταν οι πατούσες του χωρίστηκαν στη μέση και μεταμορφώθηκαν σε χοντρές ουρές ψαριού, δε μπορούσε να κρατήσει πλέον την ισορροπία του κι αφέθηκε να γλιστρήσει μέσα στο νερό. Βυθισμένος ολόκληρος χάιδεψε την τραχιά επιφάνεια των μηρών του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο ανεβοκατέβαζε το πετσάκι στον ήδη ερεθισμένο πούτσο του. Τίποτα δε συγκρινόταν με το σεξ μέσα στο νερό, αυτό όμως το είχε εγκαταλείψει μαζί με τη θάλασσα, χρόνια τώρα.

[Μια προηγούμενη ιστορία του Άρη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.]