Τη μέρα στη δουλειά έχω δύο αφεντικά,
το ένα με συμπαθεί, το άλλο όχι,
κακός μπάτσος – καλός μπάτσος.
Ενορχηστρώνουν τη γελοιότητά τους.
Όταν βαριέμαι και τα μπλογκ και τη δουλειά,
τους βλέπω όταν περνούν από μπροστά μου
να καίγονται.
Το κακό αφεντικό με φλόγες κόκκινες και σάρκες να κρεμιούνται,
το καλό αφεντικό με φωτιές γαλάζιες, να αποκτάει λάμψη μαγική,
ύστερα αφήνω κανά σχόλιο εδώ κι εκεί, περνάει η ώρα.
Το βράδυ γυρνώ σπίτι και βλέπω τη συγκάτοικο,
σκυμμένη πάνω στον υπολογιστή, τις μακέτες, τα βιβλία,
διαβάζω κάτι κι εγώ, ωραίος, νέος, διανοούμενος.
Αν βαρεθώ ή δεν καταλαβαίνω, που με θυμώνει πολύ,
μπαίνω σε κανένα τσοντοσάιτ, ακούω μουσική
ή φαντάζομαι διάφορα.
Να άνοιγα το παράθυρο που βλέπει Άνω Πόλη και να πετούσα,
μαύρα φτερά, μακριά μαλλιά να ανεμίζουν,
και όχι όπως σκεφτόμουν να πηδήξω προς τα κάτω,
ύστερα βαράω και καμιά μαλακία, περνάει η ώρα.
Τη νύχτα πέφτω για ύπνο στις δύο, ποτέ νωρίτερα εδώ και χρόνια,
κοιμάμαι μόνος μου συνήθως, αμέσως, ίσιος σαν νεκρός.
Μου λείπει το σώμα της, το γέλιο της, ο τρόπος που με καυλώνει,
καμιά φορά ανοίγω το φως και τη φαντάζομαι στο δωμάτιο
σκαρφαλωμένη στην κουνιστή πολυθρόνα κι εγώ από πίσω της,
ή μικρότερο σώμα χωμένο στην αγκαλιά μου όλη νύχτα,
ύστερα σκέφτομαι πως χωρίς μοναξιά δεν έχω φαντασία,
περνάω στον ύπνο.
Και τότε, ελληνορωμαϊκά παλάτια, δάση απέραντα, τέρατα, εχθρικές μητροπόλεις γεμάτες απόγνωση, σώματα γυμνά ενωμένα σε ποικίλα συμπλέγματα, νερά ορμητικά, πτώσεις, φίλοι που έχω να τους μιλήσω χρόνια, πηγάδια, ιστοί, αράχνες μεταλλικές και σφήκες.
[Θυμάμαι μια φορά είχα δει και τον Πρόβατο, σώμα αρνιού Νέας Ζηλανδίας, κεφάλι ανθρώπινο. Εκείνη την ημέρα ξύπνησα και πήρα μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή μου.]
το ένα με συμπαθεί, το άλλο όχι,
κακός μπάτσος – καλός μπάτσος.
Ενορχηστρώνουν τη γελοιότητά τους.
Όταν βαριέμαι και τα μπλογκ και τη δουλειά,
τους βλέπω όταν περνούν από μπροστά μου
να καίγονται.
Το κακό αφεντικό με φλόγες κόκκινες και σάρκες να κρεμιούνται,
το καλό αφεντικό με φωτιές γαλάζιες, να αποκτάει λάμψη μαγική,
ύστερα αφήνω κανά σχόλιο εδώ κι εκεί, περνάει η ώρα.
Το βράδυ γυρνώ σπίτι και βλέπω τη συγκάτοικο,
σκυμμένη πάνω στον υπολογιστή, τις μακέτες, τα βιβλία,
διαβάζω κάτι κι εγώ, ωραίος, νέος, διανοούμενος.
Αν βαρεθώ ή δεν καταλαβαίνω, που με θυμώνει πολύ,
μπαίνω σε κανένα τσοντοσάιτ, ακούω μουσική
ή φαντάζομαι διάφορα.
Να άνοιγα το παράθυρο που βλέπει Άνω Πόλη και να πετούσα,
μαύρα φτερά, μακριά μαλλιά να ανεμίζουν,
και όχι όπως σκεφτόμουν να πηδήξω προς τα κάτω,
ύστερα βαράω και καμιά μαλακία, περνάει η ώρα.
Τη νύχτα πέφτω για ύπνο στις δύο, ποτέ νωρίτερα εδώ και χρόνια,
κοιμάμαι μόνος μου συνήθως, αμέσως, ίσιος σαν νεκρός.
Μου λείπει το σώμα της, το γέλιο της, ο τρόπος που με καυλώνει,
καμιά φορά ανοίγω το φως και τη φαντάζομαι στο δωμάτιο
σκαρφαλωμένη στην κουνιστή πολυθρόνα κι εγώ από πίσω της,
ή μικρότερο σώμα χωμένο στην αγκαλιά μου όλη νύχτα,
ύστερα σκέφτομαι πως χωρίς μοναξιά δεν έχω φαντασία,
περνάω στον ύπνο.
Και τότε, ελληνορωμαϊκά παλάτια, δάση απέραντα, τέρατα, εχθρικές μητροπόλεις γεμάτες απόγνωση, σώματα γυμνά ενωμένα σε ποικίλα συμπλέγματα, νερά ορμητικά, πτώσεις, φίλοι που έχω να τους μιλήσω χρόνια, πηγάδια, ιστοί, αράχνες μεταλλικές και σφήκες.
[Θυμάμαι μια φορά είχα δει και τον Πρόβατο, σώμα αρνιού Νέας Ζηλανδίας, κεφάλι ανθρώπινο. Εκείνη την ημέρα ξύπνησα και πήρα μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή μου.]
12 σχόλια:
Προφανώς Ίσις μου, ο τίτλος έχει σχέση με την προχειρότητα του ποιήματος και τη φάση, «εγώ τον καημό μου θέλω να πω, τι με νοιάζουν τώρα εσωτερικοί ρυθμοί και καλλιέπειες» που χαρακτηρίζει πολλά εφηβικά ποιήματα. Τώρα που το σκέφτομαι, στην εφηβεία μου κάτι σουρεαλιστικά έγραφα πάλι, που τα διάβαζαν οι άλλοι και τρόμαζαν. Τουλάχιστον βελτιώθηκα ως προς το δεύτερο σκέλος.
Καλησπέρα! :-)
θα μου εξηγήσεις τι εννοείς στην τελευταία πρόταση;
ή θα με αφήσεις να πεθάνω από απορία; φρικτός θάνατος αυτός, εν τω μεταξύ να το ξέρεις, θα το έχεις κρίμα στο λαιμό σου. μπεεεεε σου λέω πες μου
! για το ποίημα. Μ' άρεσε
Αγαπητή Ίσις, όπως το έχει θέσει πολύ ωραία και ο Παπάζογλου, εγώ δεν είμαι ποιητής, είμαι στιχάκι...
Αγαπητέ Πρόβατε, καλησμπέεερα! Λοιπόν, αποφάσισα να μιμηθώ το Νανάκο και να αρχίσω σεμινάρια θεωρίας της λογοτεχνίας, κατά τα πρότυπα των σεμιναρίων κουλεμανσόν.
Μάθημα 1ο: Ποτέ μα ποτέ δε ρωτάμε "τι θέλει να πει ο ποιητής". Ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που θα πάρουμε μία απάντηση της προκοπής (γιατί στο πλήθος των περιπτώσεων ο ποιητής έχει πεθάνει, δεν απαντά, λέει ό,τι του κατέβει κτλ.) η απάντηση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει τι καταλαβαίνουμε εμείς από το ποίημα.
Ρε παιδιά δεν ξέρω ποιοι είσαστε, είμαι και άσχετη ως νέους στην μπλογκόσφαιρα. Οδηγούμαι σε σας από διάφορα λινκς που βάζει αυτός ο απίθανος τύπος με το παράξενο όνομα urfurshlaag, όπου σε όποιο μπλογκ τον έχω πετύχει τοποθετείται σοβαρά. Κλικάρεις στο νικ του και πέφτεις στο Λιανοκλάδι και στον Μπάμπη το Ζαβό! Μιλάμε δεν έχω γελάσει έτσι ΠΟΤΕ, διαβάζοντας κείμενα. Δεν ξέρω πόσοι είσαστε, γιατί η γραφή μοιάζει,υποθέτω ότι είσαστε φοιτητοπαρέα, αλλά είσαστε ΤΑΛΕΝΤΑΡΕΣ και το εννοώ. Μιλάμε κλαίω από το γέλιο. Κάποιες φορές αυθόρμητα χαχανίζω ηχηρά. Τύφλα να 'χουνε οι κειμενογράφοι οι διάσημοι κτλ. Ή μήπως είστε; Κάτι και προς ΑΜΑΝ στο πιο έξυπνο μου κάνετε... Πάντως μπράβο σας και πάλι!!! Σας πάω με χίλια γιατί έχετε όμορφη τρέλα! Φιλιά σε όλη την παρέα!
@γητευτρια
Ο fight-back οντως ειναι φοιτητης, μεταπτυχιακος, εχει παρει υποτροφια και σπουδαζει εφηρμοσμενη ποδολαγνεια στο τμημα του Πανεπιστημιου Κνημης στον Σφυρό Μεσσηνιας.
Ο ammos αν και ακουρος ουρος ειναι επικουρος (παρηχηση,ή παραχεση αναλογα με ποιον εισαι,του ου) και διδασκει Ρεαλιστικη Αρτοκλασια στα ΤΕΙ Δομοκου.
Ολοι οι υπολοιποι παρατησαμε το σχολειο στα 23 μας (δεν μπορουσαμε να παρουμε απολυτηριο με τιποτα) και δουλευουμε μπαλαρινες σε μεταπολιτευτικο καμπαρε της Μπουργκινα Φασο.
Aγαπητή μου Misirlou Oubliez, ευχαριστώ για τις συστάσεις. Χαίρομαι που δουλεύετε ως μπαλαρίνες, γιατί στην αρχή είχα φοβηθεί ότι είσαστε διδακτορικοί σε ομάδα κι είχα χαρεί για... τον καθηγητή.
Στο Πανεπιστήμιο Κνήμης έχω έναν φίλο μου καθηγητή κοινωνιοβλογίας, αν χρειαστεί το παιδί κάτι να μου πείτε. Είναι καλός επιστήμονας με μισή καταγωγή από Σφυρό και την άλλη μισή από Κοπανάκι. Η γυναίκα του όμως είναι στα ΤΕΙ Δομοκού Αναπλρώτρια και διδάσκει Συγκριτική Παιδοβλακεία. Ο Άμμος θα την ξέρει σίγουρα. Την καλημέρα μου!
Αγαπητή Γητεύτρια,
καλωσόρισες! Μου κάνει πολύ όμορφη εντύπωση ότι σου βγάζω αίσθηση παρέας και κοινότητας με άλλους μπλογκερ, η αλήθεια είναι όμως ότι δεν ήξερα κανέναν πριν να μπω στο μπλογκινγκ. Επίσης αν ήμουν φοιτητής θα ήμουν αιώνιος, το Μάη καβατζάρω τα 30. Να είσαι καλά πάντως και να μας έρχεσαι, τώρα που έμαθες το δρόμο.
Κυρά μας Μισιρλού, νομίζω ότι η ιστορία με την ταπεινότητα Σας πρέπει να σταματήσει. Εσείς το οργανώσατε όλο αυτό, Εσείς μας βάλατε στο μπλογκινγκ, Εσείς μας μάθατε πώς να γράφουμε τα ωραία, σουρεαλιστικά ελληνικά μας. Το ότι έχετε αποσυρθεί τώρα σε αυτό το καταγώι της Μπουργκίνα Φάσο για να αποφύγετε τα πλήθη των θαυμαστών Σας, δεν μπορεί να ακυρώσει τον ιδρυτικό Σας ρόλο για την ελληνική μπλογκόσφαιρα. Εγώ πάντα το έλεγα και πάντα θα το λέω: «Αν δεν υπήρχε η Misirlou Oubliez, δε θα μας ήξερε ούτε η Μάτζικα και ο Μπούλης.»
Μου άρεσε πολύ –ίσως να φταίει αυτή η εφηβεία η επιεικής που γίνεται τριάντα! Η σκέψη σου «χωρίς μοναξιά δεν έχω φαντασία» μου θύμισε την ατάκα του Βίλχελμ Γκενάτσινο «θα οδηγούμασταν σε πολιτισμική παρακμή απ’ την πολλή ευτυχία» (συνειρμός, τι φταίω εγώ); Πάντως νομίζω ότι η μοναξιά εντείνει τις διεργασίες της φαντασίας αλλά δεν την εξαπλώνει: την καθηλώνει σε αυτό που μας πονάει περισσότερο (π.χ υπαρξιακό, σχέσεις κλπ). Και ο λόγος που νομίζουμε ότι είμαστε πιο δημιουργικοί στη μοναξιά, είναι απλά επειδή τότε έχουμε χρόνο να αποτυπώσουμε τα χνάρια της, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα σκορπάμε σε όποιον/ ό,τι μας εμπνέει. ΥΓ: Το κακό με τα ποιήματα είναι ότι για ένα στίχο αναλογούν σελίδες ανάλυσης απ’ τον κάθε άσχετο που θέλει να πει τον πόνο του!!
Τσακαλάκι είσαι Σαμμάνε, τσίμπησες το στίχο που με αφορούσε πιο προσωπικά στο ποίημα. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου (αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπλογκεριάζαμε) με την επισήμανση μόνο ότι υπάρχει και η μεγάλη τύχη να σε εμπνέει ο/η σύντροφός σου καλλιτεχνικά. Όχι Μούσες και μαλακίες, απλά να σε δονεί με έναν τρόπο που να σε βάζει να σκέφτεσαι και καλλιτεχνικά.
Υ.Γ. Σπίτι μας είμαστε, θα πούμε και τον πόνο μας, και ό,τι γουστάρουμε θα κάνουμε κι ας μας πούνε και άσχετους.
Καλημέρα!
Σαμμάνε, ιδιαίτερα με κέντρισε αυτό το "η μοναξιά μεν εντείνει τις διεργασίες της φαντασίας αλλά δεν την εξαπλώνει".
Αλήθεια, τι κατά τη γνώμη σου μπορεί να την εξαπλώσει; (εκτός από έναν μεγάλο έρωτα),
όσο για το ποίημα, δεν έχεις και πολλά να πεις για όσα αγγίζουν και δικές σου χορδές...
Αγαπητέ "ως πότε..."
Όπως πιθανόν θα όριζε ένας φυσικός, η φαντασία δεν είναι ιδιότητα (κάτι που υπάρχει μόνιμα στο υποκείμενο), είναι κατάσταση (προκύπτει υπό συνθήκες).
Σαν τους ιούς, η φαντασία δεν εξαπλώνεται σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα (όπως της μοναξιάς). Χρειάζεται οξυγόνο και αλληλεπίδραση για να πολλαπλασιαστεί (κι όχι απλά να μεγεθυνθεί). Πρέπει να κινείσαι και να έχεις τα μάτια ανοιχτά. Όχι να κοιτάς, να βλέπεις. Κι όταν βλέπεις τα πράγματα τότε αρχίζεις να βλέπεις και μέσα και πίσω και πάνω από αυτά. Αρχίζεις να φαντάζεσαι! Ό,τι σε χαλάει το ονειρεύεσαι καλύτερο, ό,τι σε φτιάχνει το βάζεις σε μελλοντικές ιστορίες της ζωής σου, τα αδιάφορα σκέφτεσαι πώς θα μπορούσαν να σε αφορούν και ξαφνικά …όλα μπορούν να αποκτήσουν νόημα! Νομίζω ότι κάθε άνθρωπος που αναζητά το νόημα στη ζωή του, μιας και καμία φιλοσοφία δεν έχει απαντήσει πειστικά ποιο είναι αυτό, φαντάζεται αδιάκοπα! ΥΓ: Ο έρωτας δίνει ένα νόημα στη ζωή, γι’ αυτό και ανακόπτει τον πολλαπλασιασμό της φαντασίας. Την κάνει να περιστρέφεται γύρω από το δικό του νόημα (καθήλωση λίμπιντο και δημιουργικότητας στη μούσα). Αλλά πόσο πια κρατάει κι ο έρωτας…
Αυτό δεν είναι μπλογκ, η Ακαδημία Πλάτωνος είναι.
Δημοσίευση σχολίου