CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.12.11

Just like eleven...

Το χειρότερο που συνέβη – Χάσαμε τον Νίκο (εντάξει, και την Amy, αλλά ο Νίκος...)

Το καλύτερο που συνέβη – Η Μάργκω βρήκε τα πάντα -το mosaiko, τον Μάικ, το party animal μέσα της, τη χαρά της ζωής!

Η καλύτερη συναυλία που (δεν) είδα – Interpol (07.06.2011): ΟΚ, είναι φορμαλιστές, αλλά εμένα μου αρέσουν.

Οι καλύτερες πρόβες που είδα –Half gramme of SOMA (ε-ε-έρχεται και το live τους)

Η καλύτερη ταινία - Το Drive μακράν (και όχι μόνο για την πολυσυζητητημένη οδοντογλυφίδα του Gosling- έλεος κορίτσια, έλεος!)

Η καλύτερη τηλεοπτική σειρά – To αγγλικό Μisfits (αν και σ’ αυτή τη σεζόν το σενάριο μπάζει από παντού και άκρη δε βγάζεις)

Ατάκα της χρονιάς: «Τι το ψάχνεις; Όλοι μέσα στη νύχτα είμαστε!»

A capela της χρονιάς: black- out στο μαγαζί και να τραγουδάμε το just like heaven, που μόλις είχε κοπεί

29.12.11

Indieannασκόπηση 2011

Στο τέλος του Δεκέμβρη πάντα περιμένω με ανυπομονησία τις λίστες με τα καλύτερα κομμάτια ή δίσκους της χρονιάς. Φυσικά δε συμφωνώ με καμία, βρίζω τους συντάκτες (hipsters), μαλώνω με τους φίλους μου (άσχετοι), και καταλήγω να γράφω cd στους αγαπημένους μου djs για να παίζουν τα δικά μου κομμάτια (ψωνάρα)!
Και ειχα καιρό να ανεβάσω μουσική- όχι επειδη βαριέμαι αλλα επειδή πραγματικά δεν βρίσκω πια τόσο καλά κομμάτια που να αξίζει να χαραμίσω χρόνο για να τα «ανεβάσω» στο blog. Φέτος όμως είπα «άντε, να θυμηθουμε τα παλιά, μουσικές πρωτοχρονιές στον Αμμαζόνιο» κι έφτιαξα μια λίστα…

Η Βρετανία ήταν και φέτος Μεγάλη:
Yuck - Cousin Corona
Horrors - Still life
LCD Soundsystem – All I want
Kasabian – Days are forgotten
PJ Harvey – The glorious land

Τα κορίτσια δε μασάνε τα λόγια τους
Best Coast – When I’m with you
Bleached – Think of you
Dum dum girls – Coming down
Adele- Rolling in the deep
Florence + the machine – Shake it out

Ο νέος είναι ωραίος
Dead man’s bones – Lose your soul
Toro Y Moi – First date
Take kiss – This summer (demo)
The drums - Hard to love
Arrange – When ‘d you find me (Ricky eat acid remix)


Ο παλιός είναι αλλιώς!
Metronomy – The look
Snow Patrol – Called out in the dark
dEUS – Ghosts
Thermals - You changed my life
Real estate- It’ s real

Ηλιοβασιλέματα με γεύση λεμονίτα
Dakotafish - Midnight lemonade
Julia Stone – Catastrophe!
You & me – Tell me why
Le Yeti – The night
Desire – Under your spell

ΥΓ. 2-3 κομμάτια είναι περσινά αλλά δε θέλω σχόλιο: εδώ οι foster the people 3 χρόνια μετά θυμήθηκαν να ξανανέβουν στην κορυφή του billboard, θα το κάνουμε θέμα για ένα εξάμηνο;

ΥΓ2: Έλα, μην τεμπελιάζουμε, γραψτε κανενα κομμάτι στα σχόλια -μην πω καλύτερα φτιάξτε ενα δικό σας ΤΟΡ 5 :)

18.12.11

Merry Sorrow


Όταν χιονίζει η Merry Sorrow
παίρνει δυο σύννεφα γκριζωπά
τα κουβαλάει σαν ομπρέλα
μη την αγγίξει η χιονοχαρά.

Όταν βρέχει και λάμπουν οι δρόμοι
η Merry με αδιάβροχο βυσσινί
περπατά σαν μαραμένη τουλίπα
που δεν αφήνει να την ποτίσει η βροχή.

Όταν λιακάδα έχει και ζέστη
καπέλο με βέλο φορά, μαύρα γυαλιά
το φως του ήλιου να μην τη βρίσκει
να μη θυμάται πώς είναι η ζεστή αγκαλιά.

Κι αν την ρωτήσεις γιατί τόση μιζέρια
γιατί με τη χαρά είναι αντικοινωνική
θα πει «τη νύχτα φαίνονται καλύτερα τ΄ αστέρια
κι η λύπη είναι η σωστή εποχή ν’ ακούς μουσική».

Έτσι τα βράδια η Merry Sorrow
γεμίζει το ποτήρι ως την κορφή
κι όταν τηλέφωνο την πάρεις, δεν το σηκώνει:
χορεύει στο ringtone• δεν είναι εκεί.

picture of Anna- Julie Aubry

30.10.11

Βασίλισσα, της ομορφιάς των λάθος επιλογών

Δεν ξέρω τι όμορφο έχει το λάθος
-κάτι θα έχει δε μπορεί, γιατί χαζή δεν είμαι.
Αν με οδηγεί η λογική να μην κάνω ούτε μια σωστή επιλογή
κάτι καλό θα έχει εκεί, κάποια κρυφή σαγήνη
κάποια πτυχή ειδυλλιακή, μια δυνατή ηδονή.

Μα μέχρι να την ανακαλύψω, η κάτωθι υπογεγραμμένη (εγώ)
δηλώνω υπεύθυνα και ευθαρσώς ότι κομμένες οι μαλακίες
με έρωτες και άλλες ψυχοτρόπες ουσίες.

Tο διάβασα σε Πλάτωνα, Ρολάν Μπαρτ και Ντε Σαντ
ο έρως είναι extreme sport και πνεύμα avant-guard:
δουλεύει τσίτα την καρδιά σε φονικές «στροφές»
και παραλύει το κορμί με ελπίδες τοξικές
μα απ’ όλα το χειρότερο σε κάνει να νομίζεις
πως είσαι εσύ σημαντική κι απ’ άλλες ξεχωρίζεις
με φόρα σε ανεβάζει στο ροζ σου συννεφάκι
μα σαν κρυώσουν οι αγκαλιές, στεγνώσουν τα φιλιά
σ’ αφήνει να γλιστρήσεις στα κυνικά απόνερα.

Και μένεις πάλι μόνη σου στο τέλος της βραδιάς
στεφανωμένη σαν βασίλισσα
της ομορφιάς
των λάθος επιλογών
ανδρών.

Κορίτσια, δε θέλω άλλο τον τίτλο. Θέλω να παραδώσω το στέμμα!
Next please!

15.8.11

Δεκαπενταύγουστος στο παράλληλο σύμπαν

Αέρας… Μέρες τώρα σκέφτεσαι την άδεια, πρώτη φορά θα την πάρεις 15Αύγουστο- ας όψεται η κρίση, όλη η Ελλάδα Αύγουστο θα εκδράμει φέτος, θα βουλιάξουν τα νησιά. Μέρες τώρα σε ρωτάνε στη δουλειά «που το χεις το μυαλό σου», γιατί μια ψάχνεις το κινητό που κρατάς, μια χάνεις τα γυαλιά που ήδη φοράς κι εσύ τραγουδάς «I was swimming in the Caribbean, δε θυμάμαι τι λέει μετά, αλλά θα το τραγουδήσω πάραυτα, where is my mind…»

Εκείνη βγαίνει έξω και φυσάει βοριάς και λέει «αμάν τη γκαντεμιά μου φέτος, είπαμε να κάνουμε δυο μπάνια και μας έχει σηκώσει ο αέρας», ο φίλος της δε θα μπορέσει να έρθει τις ημερομηνίες που κανόνισαν, έμπλεξε με κάτι οικογενειακά και, το χειρότερο, δεν τη νοιάζει καθόλου, βαρέθηκε να ειναι μια ζωή στην αναμονή, θέλει μόνο να φύγει από εδώ, από παντού, θέλει να γίνει στη ζωή της κάτι υπέροχο, να ζήσει κάτι μαγικό.

Πάτε σπίτια σας και βγάζετε ταυτόχρονα ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο, αυτό το καλοκαίρι δεν είναι με το μέρος σας, «θα μεθύσει και θα έρθει» λες, «ειναι κοινώς γνωστό πώς μετά τις 5 είναι καλή ώρα για αλκοόλ» λέει, και δυο σφηνάκια γεμίζουν με τεκίλες.

Φωτιά…
Ξυπνάς στο beach bar, κάτω από ψάθινες ομπρέλες και το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος, δίπλα σου κάποιοι χορεύουν και άλλοι γελούν, στην άμμο ακουμπισμένες καρύδες με κοκτέιλ και πολύχρωμα καφτάνια. Τρίβεις τα μάτια σου κι εκείνη έρχεται πίσω σου και στα κλείνει με τα χέρια: «όταν θα στα ξανανοίξω να ξέρεις πώς ό,τι δεις είναι αλήθεια»!

Γη… Τσα! Ποια είναι; Την ξέρεις, δε θυμάσαι από πού, αλλά την ξέρεις, ίσως από ένα μέρος μακρινό που εκεί όλα πήγαιναν καλά, αντιθέτως με την καθημερινότητά σου, ένα μέρος που στα δέντρα τα φύλλα είναι πολύχρωμα και οι καρποί κελαηδούν όταν τους γεύεσαι. «Θες ποτό;» θα ρωτήσει, κι εσύ «καφέ;» κι αυτή «έλα μωρέ, καφέ!» θα γυρίσει με μια μπύρα Καραϊβικής κι εσύ «πριν φύγω απ’ τη δουλειά ονειρευόμουν ότι κολυμπούσα σε μια τέτοια θάλασσα!», «κι εγώ» θα πει εκείνη, «κι εγώ ονειρευόμουν ότι θα ερχόταν κάποιος που θα μου έφτιαχνε τη μέρα! Και ήρθες»! Cheers!

Νερό… Στην αρχή δε μιλάς πολύ μα φλυαρεί αυτή και για τους δυο σας, γελάτε όμως πολύ και η ώρα κυλάει σαν μουσική στ’ αυλάκια του δίσκου, η νύχτα πέφτει δροσερή κι εκείνη σκάβει με τα πόδια της στην άμμο, «από κάτω είναι ακόμα ζεστή» σου λέει, και χώνεις τις πατούσες σου κι εσύ, από πάνω το φεγγάρι σαν φλας «φωτογραφία, πάμε!», κοιτάτε κι οι δυο ψηλά και χαμογελάς. Σε μια άλλη παραλία ο αέρας σηκώνει αμμοθύελλα, το δελφίνι δεν λύνει απ’ το λιμάνι, σε μια άλλη ζωή εσύ περιμένεις κάτι καλό να συμβεί κι εκείνη περιμένει το ίδιο, μα σ’ αυτή τη νύχτα τίποτα καλύτερο δε μπορεί να συμβεί- εκτός ίσως από το φιλί. Και της το δίνεις.

8.8.11

Αγκίστρι

Ράθυμες του θέρους μέρες, νύχτες λαμπερές
στα βράχια της καρδιάς σου, θ’ ανέβω για βουτιές
Μαζεύω χίλια βότσαλα φιλιών και αγκαλιών.
Πληρώνω με κοχύλια στα live των τζιτζικιών.

Με απόχη τα μαλλιά μου τον ήλιο κυνηγώ
-αν θες να παίξουμε κρυφτό, φίλα με για να βγω.
Η άμμος λαμπυρίζει σαν πούδρα κοραλλιών.
Η πανσέληνος ανάβει για θέατρο σκιών.

-Θες να σου δείξω συλλογή από παλιές αγάπες;
-Μπα, μυρίζει μούχλα σε τούτες τις ντουλάπες.
-Μου κάψανε τα σωθικά τα ούζα κι οι ρακές!
-Σαν θάλασσας αλάτι σε μνήμης γρατζουνιές...

Το μαύρισμα φοράμε και πάμε για ποτό:
κοκτέιλ ηλιοβασίλεμα με γεύση παγωτό.
Μικρές πυγολαμπίδες κεντάνε το σκοτάδι
μην ξύνεις πια το παρελθόν, άσε να βγει κακάδι!

-Φωτιά να πέσει να καώ, άμα δε σ’ αγαπώ.
-Να, έπεσε ένα άστρο! Γελάς
και λες «κι εγώ».

1.8.11

36 (χιλιάδες) υπαρξιακά!

Όσο περνούν τα χρόνια, οι άνθρωποι που κάνεις παρέα, μοιραία, μικραίνουν σε ηλικία. Αν έχεις παντρευτεί συγχρωτίζεσαι με τα παιδιά σου και τους συμμαθητές τους, αν πάλι τη γλύτωσες, όλο και κάποιο ανίψι θα σου θυμίζει ότι μεγάλωσες (κι έχω καμιά 15αριά ανίψια, αν αυτό λέει κάτι). Το να είσαι θεία, είναι καλύτερο από το να είσαι γονιός: οι γονείς εκφράζουν το Νόμο, οι θειες την Απόκλιση. Και αυτή η απόκλιση, είναι η εξαίρεση που αναφέρεται από τους γονείς, για να επιβεβαιώνει τον κανόνα:

-η θεία δεν παντρεύτηκε (ενώ όλες οι άλλες γυναίκες άνω των 35, παντρεύτηκαν)

-η θεία δεν δουλεύει πολλές ώρες (ενώ όλοι δουλεύουν 10ωρα)

-η θεία δεν έχει μυαλό στο κεφάλι της (το διδακτορικό το κάνω για αντιπερισπασμό και να ρίχνω στάχτη στα μάτια του κόσμου)

-η θεία χαλάει όλο το δεκαπενθήμερο σε βότκες και μετά κλαίγεται ότι δεν έχει λεφτά (δεν έχω λεφτά και άμα συνεχίσω έτσι θα κόψω και τις βότκες να κάθομαι σπίτι μόνη μου να κλαίω, να χαρείτε όλοι!)

-η θεία ερωτεύεται ακόμα ηθοποιούς (δεν ερωτεύομαι ηθοποιούς! Ερωτεύομαι τους ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί, όπως όλες ερωτευτήκαμε κάποτε τον Ρωμαίο! Και δεν θέλω τον James McAvoy αλλά τον Steve McBride!)

-θεία ερωτεύεται τους πιο ακατάλληλους (υπάρχει και άλλο μοντέλο στον έρωτα; Αν ήταν «κατάλληλος» η επιλογή θα ήταν λογική και υπολογισμένη, άρα δε μιλάμε για έρωτα! Άμα δεν μπορείς να καταλάβεις για ποιο λόγο κόλλησες με τον πιο «ακατάλληλο», τότε λες «ερωτεύτηκα» σα να λες «στραβώθηκα», «είμαι βαριά άρρωστη» κλπ)

-η θεία δεν ξέρει να μαγειρεύει (ναι, γιατί συντηρούμαι από την βότκα, που είναι και λιποδιαλυτική!)

-η θεία είναι ανώριμη (για όλα τα παραπάνω)

Εγώ, από τη μεριά μου, δεν έχω αντιληφθεί γιατί όλα τα παραπάνω πρέπει να είναι αρνητικά. Ίσως γιατί πάει καιρός που έκανα την τελευταία λίστα με πράγματα, που πρέπει να κάνω μέχρι τα επόμενα γενέθλιά μου. Ίσως γιατί είδα ότι κι όσα ευχόμουν κι έγιναν, δε μου πρόσφεραν όση χαρά περίμενα. Ίσως γιατί κι όσα δεν έγιναν, τα ξέχασα λίγο καιρό μετά. Ίσως γιατί βλέπω ότι η χαρά μου κρατάει λίγο και μαραίνομαι πολύ εύκολα…

Πριν 15 χρόνια είχα μια κακή δουλειά, αλλά αυτό μου ήταν αρκετό. Έβγαινα πολύ, έπινα πολύ, άκουγα τραγικά πολλή θλιμμένη μουσική κι ενώ περίμενα τον πρίγκιπα, τα ξημερώματα με έβρισκαν συστηματικά με κάποιον άφραγκο, αμόρφωτο πλην απίστευτα χαριτωμένο ιπποκόμο. Η ατάκα «μέχρι τα 35 θα έχω παντρευτεί» πήγαινε κι ερχόταν την τελευταία 10ετία, όπως και οι άντρες. Μαντέψτε. Είμαι 35. Και δεν παντρεύτηκα.

15 χρόνια μετά έχω μια καλύτερη δουλειά και αυτό μου είναι αρκετό. Βγαίνω ξανά πολύ, πίνω πολύ και ακούω μόνο χαρούμενη μουσική από την Καλιφορνέζικη ακτή. Δεν περιμένω τον πρίγκιπα, γιατί παρά τα όσα λέω, οι πράξεις μου δείχνουν ότι –μάλλον- δεν θέλω να βρω πρίγκιπα. Τι θέλω να βρω; Δεν ξέρω. Όσο περισσότερο διαβάζω, τόσο περισσότερο επιβεβαιώνω την προδιαγεγραμμένη πορεία της ανθρώπινης ζωής –όσο διαφορετικές επιλογές και να κάνουμε, υπάρχει μια περιοδικότητα συναισθημάτων που θα τα βιώσουμε όλοι, ανεξάρτητα απ’ το αν είμαστε ή όχι με κάποιον, αν έχουμε ή όχι λεφτά κλπ. Όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό καταλήγω ότι, όντως, η ευτυχία είναι η διαδρομή και όχι ο προορισμός.

Πάει ένα εξάμηνο που μοιράζομαι το ίδιο βαγόνι με δυο-τρεις ανθρώπους που περνάμε καλά. Στο ταξίδι ανταλλάσουμε βιβλία, μουσικές και εμπειρίες. Δεν ξέρω σε ποιο σταθμό θα κατέβουν. Δεν ξέρω καν αν εγώ θα κατέβω νωρίτερα. Δεν ξέρω τίποτα. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο λιγότερα ξέρω πια. Αντί να θυμάμαι και να μαθαίνω, όλο και περισσότερο ξεχνάω. Μάλλον κάνω χώρο στο κεφάλι μου για να χωρέσουν νέες, ενθουσιώδεις, συναρπαστικές, αναμνήσεις. Μάλλον είμαι αισιόδοξη. Στα 36 μου, παρά τον ακραιφνή κυνισμό, μάλλον έγινα και λίγο αισιόδοξη…

14.7.11

Σαρκαστικό

«Το σώμα σου επάνω στο δικό μου είναι ένας τρόπος αυτοσυναίσθησης»,
είπε και στρίμωξε στη βιβλιοθήκη
όλα τα ανώφελα βιβλία ψυχολογίας της.

Εκείνος γέλασε και γύρισε μπρούμυτα στο στρώμα.
Η πλάτη του δεν είχε να απαντήσει κάτι άλλο,
πέρα από σάρκα ευωδιαστή.

«Σε θέλω να με θέλεις με ό,τι θέλω περισσότερο, μ’ εσένα ολόκληρο»,
ψιθύρισε καθώς τρύπωνε από κάτω του
και χωρίς να το προβλέψει παραδόθηκε
στα σαρκοφάγα μάτια του.

«Αχ, πόσα βράδια θα μου πίνεις τις σκέψεις, θα μου τρως το κορμί
κι ούτε καν θα το υποψιάζεσαι ότι τα κάνεις όλα αυτά
και μόνο με τα μάτια σου μπορείς να με κατασπαράζεις
και μόνο με μια ματιά»

Κι εκείνος γέλαγε αθώα και έπινε χυμό
-δήλωνε χορτοφάγος μετά τον κορεσμό
κι έκανε πώς δε σήμαινε και τίποτα εκείνη η βραδιά
που οι σάρκες κυλούσαν η μια μέσα στην άλλη
ζεστή άμμος που ρέει απ' τα δάχτυλα

Κι εκείνη τόσο τον επιθυμούσε που ούτε με τον ύπνο δεν τον άλλαζε.
Κι ένα βράδυ το πνεύμα εγκατέλειψε το σώμα, από την αϋπνία.
Την ώρα που εκείνος κατάσαρκα φορούσε μια τυχαία σερβιτόρα
Που γνώρισε πριν από καμιά ώρα…

18.6.11

Ζητείται συνεργάσιμος gay για λευκό γάμο

Ζητείται gay άνδρας για λευκό γάμο με απελπισμένη υποψήφια διδάκτορα, που μόλις ανακάλυψε ότι δεν παίρνει κανένα μόριο για τις ΔΕΚΑΔΕΣ επιπλέον σπουδές τις, αλλά παίρνει 4 για γάμο και 2 για κάθε παιδί! Θα εκτιμηθεί ιδιαιτέρως αν ο αιτών είναι επίσης δημόσιός λειτουργός (10 μόρια για συνυπηρέτηση και, αν είσαι και στρατιωτικός, άνθρωπέ μου, προηγούμαστε απ’ όλους, με σώζεις!), με αναπηρία 67% (ή και άνω- 10 μόρια για την φροντίδα ανάπηρου μέλους οικογενείας!), και να έχει οργανική θέση στην ευρύτερη περιοχή Δ’ Αθήνας (περιμετρικά όρια Αργυρούπολη, Γλυφάδα, Μοσχάτο, Ν. Σμυρνη -4 μόρια η εντοπιότητα).

Είμαι διατεθειμένη να παίξω το ρόλο της καλής συζύγου, να αντέχω τη μάνα του, τους φίλους του, να τον αφήνω να δανείζεται τα στρινγκ μου, να τραγουδάμε καραόκε Μαρινέλα, Βίσση και Ρουβά, να του μαγειρεύω μουσακά και γενικώς, ο,τιδηποτε, μέχρι να πιάσω, επιτέλους, ένα σχολείο που να μην βρίσκεται στην άλλη άκρη της Αττικής!

ΥΓ. Κα Υπουργέ Παιδείας, παρεμπιπτόντως, γαμιέσαι εσυ και η ...αξιοκρατικότατη μοριοδότηση που θέσπισες!

27.5.11

Το μόνο που θέλω

θα μπορούσα να τρώω μόνο αυτή τη μουσική
-μου φτάνει για να ζήσω
αυτή και δυο- τρία βιβλία ποίησης

αρκεί να ήξερα ότι υπάρχεις κι εσύ κάπου
για να έχει νόημα η μουσική
οι στίχοι
ο ήλιος που ανεβαίνει στον ουρανό
(χωρίς εσένα μοιάζει να το κάνει από γινάτι
ισα να με θαμπώνει καθώς οδηγώ)

τις νύχτες ξεκουράζομαι στη χλόη του βλέμματός σου
μετράω πυγολαμπίδες όπως χαμογελάς
μα μόλις φτάνει το πρωί καταδικάζεις το φιλί
να σταυρωθεί στα μάγουλα

κι όλο μαδάω τις συλλαβές από τις λέξεις
θέλει, δε θέλει/ θες, δε θες/ θες, δε με θες…
κι άμα σιωπή
οποίους δεν αγαπάς
να γυρίσουμε στον τάφο μας.

8.5.11

(ώχου ρε) μάνα, μητέρα, μαμά!

Αέρας… Η μαμά σε λέει «φυστικόμπαλα» όταν είσαι μικρό. Σου γαργαλάει τα πόδια και σου ζουλάει τον αφαλό. Είναι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και παίζεις ξύλο με τους συμμαθητές σου για χάρη της. Η μαμά είναι αυτή που σε φροντίζει, σε κανακεύει και ανησυχεί όταν είσαι μικρούλι : «πάρε με μόλις φτάσεις στην κατασκήνωση»! Βέβαια, μόλις μεγαλώσεις λίγο, ο τόνος στη φωνή της αλλάζει. Η τρυφερή μητερούλα μοιάζει με δυνάστη σε έξαρση εξουσιαστικής παντοδυναμίας που τσιρίζει κάθε φορά που πας να κλείσεις την πόρτα: «πάρε κι ένα τηλέφωνο άμα αργήσεις ΠΑΛΙ»! ’Ασε μας ρε μαμά, 19 είμαι πια!


Γη… Όταν πλέον φτάσεις στα 29, η μητέρα αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν κουάκερος σε γαλέρα, που ψάχνει να τακτοποιήσει σε ένα καλό και τίμιο σπίτι, τους σκλάβους τους οποίους δε μπορεί πια να ταΐζει: όπου βρεθεί κι όπου σταθεί απαριθμεί τις σπουδές και τα προσόντα σου, παραπονιέται για το πόσο ζώον είσαι, που στερείσαι καπατσοσύνης, που πώς να γνωρίσεις άνθρωπο έτσι που είσαι συνέχεια μέσα στο σπίτι και στον υπολογιστή και παραθέτει όλα σου τα προτερήματα, περιμένοντας να ακούσει μια καλή προσφορά. Για γάμο!


Φωτιά… Τίποτα σαν την ανιδιοτελή αγάπη της μάνας, γελάει η Ίλια και όλοι στην παρέα ψάχνουμε να θυμηθούμε σε ποια ηλικίας αυτή η αγάπη μετατρέπεται σε παραλυτικό δηλητήριο που τρέχει υποδόρια και σου καταστρέφει κάθε κύτταρο αυθεντικότητας, προσπαθώντας να σε κάνει το καλό παιδί για το οποίο θα καμαρώνουν οι άλλοι: και κυρίως η μαμά σου. Πότε φτάνει η στιγμή που τα κορίτσια, που ως τα 12 θέλουμε να γίνουμε ίδιες η υπέροχη μανούλα μας, ξυπνάμε ένα πρωί και κάνουμε τα πάντα για να μην της μοιάσουμε; Και τελικά καταλήγουμε στα 40 να κουβαλάμε τις ίδιες νευρώσεις και υστερίες της, λες και μας έβγαλαν με καρμπόν.


Νερό… Όχι ρε μάνα, δε θα σε πετάξω έξω από το σπίτι αν το γράψεις στο όνομά μου. Όχι, δε θα σε κλείσω σε γηροκομείο όταν δε θα είσαι πια λειτουργική. Ναι, θυμώνω που με ρωτάς 4 φορές το ίδιο πράγμα επειδή δεν ακούς καλά πια. Και που με ρωτάς συνέχεια «τι λέει εδώ» γιατί ξέχασες τα γυαλιά σου και δε βλέπεις. Γιατί σε θυμάμαι αλλιώς και είναι δύσκολο να καταλάβω πόσο αλλάξαμε και οι δύο. Και γιατί είμαι κουρασμένη κι εγώ με τη δική μου ζωή, για να πρέπει να ρυθμίζω κάθε πτυχή της δικής σου. Αλλά είμαι στο πλευρό σου. Γκρινιάζοντας- φυσικά! Αλλά είμαι. Και θα είμαι. Απλώς σταμάτα να με πρήζεις να παντρευτώ! Γιατί δεν ξέρω αν θέλω, αν μπορώ, αν γουστάρω και αν αντέχω να γίνω μάνα!

1.5.11

και στα δικά σας...

Γη… Το μικρό θαύμα τρεις μέρες, το μεγάλο τέσσερις- πάει και ο πριγκιπικός γάμος. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι οι αγγλίδες ξημεροβραδιάζονταν έξω από τα ανάκτορα μπας και δουν ένα στιγμιότυπο απ’ την βασιλική φιέστα. Η ευρωπαϊκή χώρα, που επενδύει περισσότερο από κάθε άλλη, στις επιστήμες, την τέχνη και τον πολιτισμό (όχι από καλοσύνη στους πολίτες της, αλλά ως το μείζον εξαγώγιμο προϊόν της), συντηρεί με επιμέλεια τον μύθο της βασιλείας –με την ένδοξη αποικιοκρατική της συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη και την παραμυθένια καθημερινότητά της. Τι καλύτερο από το να έχεις άρτια εκπαιδευμένους τεχνοκράτες, που αντί να ξεσηκώνονται για την οικονομική κρίση, να κοιμούνται όρθιοι μέσα στα αμφιθέατρα του Cambridge και να ονειρεύονται ότι ίσως, κάποτε, ζήσουν κι αυτοί μια τέτοια ζωή.


Νερό… Η Θάτσερ είχε εκμεταλλευτεί δεόντως αυτό το όνειρο, πείθοντας προεκλογικά- και στην μετέπειτα πορεία της- την μεσαία τάξη, ότι θα μπορέσει να αποκτήσει την μεγαλοαστική χλιδή. Γιατί μόνο η Κάθριν να φοράει το MCQ νυφικό, μπορεί και η δική σας κόρη! Όταν όμως, άνοιξε το λαμπερό κουτί της οικονομικής πολιτικής της, βοήθησε την αστική τάξη να ψωνίζει μόνο από την Bond str. και την μεσαία να κατρακυλήσει στα όρια της φτώχιας. Ποτέ στην Αγγλία οι φτωχοί δεν ήταν τόσοι πολλοί, όσο την εποχή που πίστεψαν τόσο έντονα ότι θα κατακτήσουν τον μεγάλο πλούτο. Και τους πήρε δυο τετραετίες να καταλάβουν τι γίνεται, και μια τρίτη για να μπορέσουν να αποτινάξουν οριστικά το φιλόδοξο όνειρο της πριγκιπικής ζωής και την Θάτσερ από την εξουσία…


Αέρας… Η κοινωνία δεν είναι μια καλόκαρδη μητέρα. Είναι μια κουνέλα, που το μόνο που ξέρει είναι να αναπαράγεται. Κι όπως η κουνέλα δεν νοιάζεται αν τα μωρά της θα καταλήξουν γούνινοι γιακάδες ή στιφάδο, έτσι κι εκείνη δεν τη νοιάζει αν θα καταλήξουμε άνεργοι ή αυτόχειρες. Στη μήτρα της -το σχολείο- η κουλτούρα, σε ρόλο ομφάλιου λώρου, μας τρέφει τις κοινωνικές εμμονές: υπακοή, εξειδίκευση, εργασία, κατανάλωση. Μας καθοδηγεί να γινόμαστε όλο και περισσότερο «λογικοί» αντί «συναισθηματικοί», με τη λογική όπως ορίζεται εντός ενός αυστηρού μονολιθικού ορθολογισμού, στον οποίο μετράει μονάχα ότι μπορεί να μετρηθεί: η κινητή περιουσία, τα ακίνητα και το ρευστό. Κανείς δεν ονειρεύεται έναν πριγκιπικό γάμο από έρωτα, αλλά για τις ανέσεις, τη διασημότητα και τα λεφτά! Αυτό το έργο το έχω δει πολλές φορές, και σε εγχώριους γάμους. Το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά.

Φωτιά… Οι γάμοι είναι κοινωνικά συμβόλαια. Άλλοι τα υπογράφουν για να τους αφήσουν ανενόχλητους να κάνουν παιδιά. Άλλοι για να μοιραστούν το στεγαστικό δάνειο. Άλλοι για να δηλώσουν συνυπηρέτηση και να πάρουν μετάθεση. Άλλοι για να έχουν φωτογραφίες με ωραία ρούχα και αστραφτερά χαμόγελα. Και πού ειναι η αγάπη τελικά; Πόσοι είναι εκεινοι που παντρεύτηκαν τον μεγάλο τους έρωτα, όπως στα παραμύθια; Ή, σωστότερα: πόσοι ειναι εκείνοι που δεν παντρευτηκαν τον μεγάλο τους έρωτα, παρα τον απαρνηθηκαν για χάρη της πριγκιπικής, ασφαλούς ζωής. Με πιάνει θλίψη πια στους γάμους. Και τους πριγκιπικούς και τους χωριάτικους. Γιατί όσο κι αν επιφανειακά μοιάζουν ιδεαλιστικά παραμυθένιοι, στην ουσία τους, είναι όλοι τόσο αποτρόπαια πραγματιστικοί. Θα ήθελα να ήταν ολα αλλιώς. Αλλά δεν είναι...

24.4.11

Πασχαλιά ή μήπως... Πας χάλια;

Νερό... Η λέξη Πάσχα προέρχεται από την αραμαϊκή pascha < εβραϊκή pesah, που σημαίνει "πέρασμα, διάβαση". Η λέξη περιέγραφε μια από τις πληγές κατά των Αιγυπτίων, όπου -σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση- ο άγγελος προσπερνούσε τις πόρτες των Ιουδαίων, που ήταν βαμμένες με αίμα αρνιού και δε σκότωνε τα πρωτότοκα παιδιά τους. Η εορτή ταυτίστηκε με την ελπίδα και βρήκε τη θέση της μέσα στην Άνοιξη: την εποχή που τηρεί την υπόσχεση την ανάσταση της φύσης, μετά τον βαθύ, σαν θάνατο, ύπνο του Χειμώνα.

Αέρας... Από τότε έχουν περάσει 2000 χρόνια και κάτι ψιλά. Ο αυταρχικός Θεός αντικαταστάθηκε από διαλλακτικούς ανθρώπους, από την κοινωνία και τον πολιτισμό. Που παρότι πολεμούν τον συντηρητισμό και την τυφλή υπακοή που επιζητούν οι θρησκείες, κι αυτοί με τη σειρά τους απαιτούν την υπακοή μας. Ένα νέο, ανεξερεύνητο είδος τοξικότητας παραλύει τους πολίτες της Δύσης και είναι υπεύθυνο για την έξαρση που γνωρίζουν οι ψυχικές ασθένειες στην εποχή μας.
Στις μέρες μας, πιστεύουμε ότι είμαστε ελεύθεροι από την ψυχική καταπίεση, αφού δεν καταπονούμε το σώμα και την ψυχή μας με νηστείες, στερήσεις και απαγορεύσεις, προκειμένου να εκπληρώσουμε τις θεϊκές εντολές. Στερούμαστε, όμως, με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση, τον ελεύθερο χρόνο μας και νηστεύουμε ευλαβικά αξίες, γνώσεις και ιδεολογίες, για να ικανοποιήσουμε τις προσδοκίες της Κοινωνίας. Που η δική της εντολή διατάζει για μέγιστη επιτυχία και αναγνώριση, ανεξαρτήτου κόστους για το σώμα και την ψυχή. «ΟΚ, αλλά κι εγώ τι μπορώ να κάνω;»

Γη... Προσπάθησε να θυμάσαι ότι δεν είσαι «ελεύθερος» να επιλέξεις, όπως νομίζεις. Και μην συνηθίζεις και θεωρείς αυτονόητο τον καθημερινό πόνο που σου παρέχουν οι επιλογές που σου αφήνει. Το καλάθι της σύγχρονης κουλτούρας διαθέτει κυρίως πολιτική παρακμή, αξίες σαπουνόπερας, αποθέωση της κοινής γνώμης, πασαλείμματα εκλαϊκευμένης επιστήμης και μια καταναλωτική πανδαισία πανάκριβου τρόπου διαβίωσης και πανέμορφων ανθρώπων. Και, παρότι η Κοινωνία στηριζει τις μειονότητες με μια political- correct επηρμένη ρητορική, ναρκώνει την συντριπτική πλειοψηφία με «λάμψη» κι «ευκολία», δελεάζοντας την να ασπαστεί την κυρίαρχη ιδεολογία: να χαζεύουμε βιτρίνες, περιοδικά και τηλεόραση και να μην ξεστραβωνόμαστε να δούμε τίποτε άλλο.

Φωτιά... Αυτή την Ανάσταση , ένας φίλος πέρασε από αυτό τον κόσμο σε άλλο, μακρινό. Ξέμπλεξε από τις πληγές του Φαραώ, την κόλαση των άλλων και έλυσε το υπαρξιακό «να ζει κανείς ή να μη ζει». Όσοι μείναμε πίσω σκεφτόμαστε ποιο είναι το δικό μας καθημερινό «πάσχα» μέσα στη ζωή. Κι αν άραγε θα αποφασίσουμε να θυσιάσουμε τη βόλεψή μας και να βάψουμε με το αίμα της την πόρτα μας. Μπας και μας λυπηθεί ο άγγελος.

17.4.11

Our DJ's gone to heaven...

Θα μου λείψεις -αλλά αυτό μιλάει για εμένα κι όχι για εσένα.

Θα μπορούσα να πω τόσα πολλά – αλλά δεν έχει νόημα, αφού δεν είσαι πια εδώ για να τα ακούσεις.

Σε βλέπω σαν τώρα, να λες «είναι οι Polyphonic Spree –με double e»! και «είναι το Today is the day –στην E.P version» (βλέπεις, γνωριστήκαμε την εποχή που δεν υπήρχε το tag music στα κινητά και, για να μάθεις τι παίζει ο DJ, έπρεπε να ρωτήσεις τον DJ) !

Σε βλέπω ξανά, σε ένα άδειο ΡΟΡ –θα ΄χε, δε θα΄χε ανοίξει δυο μήνες: εσύ, Χριστοφορος, Λιλίκα, εγώ και Δημήτρης κι εκείνο το αγόρι με την μπλούζα YLT παραδίπλα να στέκεται μόνο. Απ’ τα ηχεία το if you need someone κι όλοι να νιώθουμε ότι εδώ είναι το μόνο μέρος στη γη που θέλουμε να είμαστε. Εδώ. Και έτσι!

Θα σε θυμάμαι πάντα να ανεβαίνεις τη σκάλα, για το πατάρι που φύλαγες τους δίσκους στο μαγαζί. Ένα δωμάτιο γεμάτο δίσκους κι εσύ, σαν αλχημιστής, να ψάχνεις κάθε βράδυ τη σωστή δοσολογία θορύβου και μελωδίας για το ελιξίριο της ευτυχίας. Το είχες φτιάξει, είναι η αλήθεια! Αλλά πήρες το μυστικό μαζί σου.


Και, τώρα, οι Δευτέρες μένουν καθημερινές, αφού δεν είσαι εσύ στα πικ-απ να τις κάνεις γιορτές. Και μόνο με παρηγορεί, που θα βρεις και τον Μίλτο εκεί. Και την Χαρούλα μας. Κι εσείς οι τρεις μαζί, oh, you know how to throw a party!

- Ελπίζω να έχεις ειδοποιήσει τον Άγιο Πέτρο να έχει σκληρή πόρτα τις Παρασκευές στον Παράδεισο, γιατί με τις μουσικές σου θα γίνεται της …Κολάσεως, εκεί πάνω! Φωνάζω, καθώς σε βλέπω να απομακρύνεσαι.


Μια μικρή μαύρη γραμμούλα ανάμεσα σε τόσες διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου και των ανοιξιάτικων χρωμάτων.


Σηκώνεις το χέρι καθώς ξεμακραίνεις. Σα να λες «το άκουσα» και «αντίο» κι «ευχαριστώ για το tip» .


Δε γυρνάς πίσω. Πώς αλλιώς αφού, σίγουρα θα τραγούδαγες, καθώς βάδιζες…


...and if they follow you
don’ t look back

like Dylan in the movies...

ΥΓ. Όλα τα τραγούδια ειναι επιλογές από όσα έπαιζε ο Νίκος, τον πρώτο καιρό στο ΡΟΡ

10.4.11

...άλλα λόγια να αγαπιώμαστε!

Αέρας...
(το θέμα των ομώνυμων και ομόηχων λέξεων)

-…ο Ιησούς, λοιπόν, είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Λάζαρο
-Α, τον ξέρω, κυρία, είναι ένας με ένα κόκκινο λοφίο που παίζει στην τηλεόραση

-Χμ, όχι αγάπη μου, Λάζαρος κι αυτός, αλλά δεν είναι αυτός, απλή συνωνυμία. Και όταν πέθανε ο Λάζαρος, ο Ιησούς τον ξαναζωντάνεψε και αυτό το λέμε «ανάσταση»: η ανάσταση του Λαζάρου»

-Α,α, κυρία, ξέρω ποιος είναι, είναι στο master chef!

-Όχι αγάπη μου, άλλος Λαζάρου αυτός, κι αυτός συνωνυμία... (πόσο γαμημένα μικρός ειναι αυτός ο μεγάλος κόσμος!)


Γη...
(η τεχνολογία και η επίδραση στη γλώσσα)

-Άσε έχεις χάσει τεύχη, λέει η Ίλια
- Τεύχη; Λέει η Μάργκω. Ποιος χρησιμοποιεί ακόμα την έκφραση «τεύχη»;

-Κάποιος που διαβάζει ...ακόμα; λεει με φρικη ο ανιψιός μου, λες και το διαβασμα ειναι το πιο παρωχημενο χομπυ του κόσμου.

-Επεισόδια δε λέμε πια; «Έχεις χάσει επεισόδια», λέω εγώ!

-Επεισόδια; Που ζείτε μωρέ; «Post» λέμε. Θεέ μου! Πόσα post πίσω, είστε»;


Φωτιά...

(μεταφορές και
παραλληλισμοί)

-Πώς ζουν μερικοί άνθρωποι, χωρίς να είναι ερωτευμένοι;
- …με τις υγείες τους!

-Και δηλαδή πού πάει η παλιά φλόγα; Καίγεται; Εξατμίζεται;

-…πτητικός

-Και δεν αφήνει ούτε ίχνος, κάτι να τον θυμάσαι;

-…χωρίς ίζημα

-Εντάξει αν δεν υπάρχει επικοινωνία, είναι λογικό να δηλητηριάζει τη σχέση

-…τοξικός σε συνύπαρξη με..

-Με γράφεις;

-Οχι, απλώς καταγράφω πόσες κοινές ιδιότητες έχει ο έρωτας με το οινοπνευμα. Δεν ειναι τυχαιο που, το ένα συνδράμει το άλλο, συνηθως...


Νερό...

(όταν κάτι δεν οριζεται ρητά, μπορει να σημαινει οτιδήποτε)


Τον κοιτάει. Την κοιτάει.

-Με θέλει; σκέφτεται αυτή

-Πω πω, πώς είναι έτσι αυτή; Σαν λατέρνα! σκέφτεται αυτός


Ο καθένας σκύβει και φιλάει τον σύντροφο του, πλάι του. Και μετά ξανακοιτιούνται μεταξύ τους.


-Και το παλληκάρι δίπλα της, μια χαρά είναι, τι της βρήκε της κιτσαρίας, σκέφτεται αυτός!

-Τι μαλάκας! σκέφτεται αυτή. Τα έχει με την άλλη δίπλα του και κοιτάει εμένα! Πόσα κιλά μαλάκας!


Σταματάνε να κοιτιούνται


-Τι θα κάνω, ρε γαμώτο; Να κάνω την αίτηση στη HOL να γλυτώσω απ’ το πάγιο του ΟΤΕ ; σκέφτεται αυτός κοιτώντας αφηρημένα τον τοίχο.

-Κοίτα τον τώρα, κάνει ότι δε τον ενδιαφέρω και-καλά! σκέφτεται αυτή.


Λίγο μετά, το ζευγάρι του τύπου φεύγει. Περνώντας από μπροστά τους, κοιτιούνται μια τελευταία φορά.


-Κι όχι τίποτε άλλο, νομίζεις ότι είσαι και ωραία, τρομάρα σου… σκέφτεται αυτός

-Λες να κοιτάει και ο δικός μου άλλες; σκέφτεται αυτή. Και αρχίζει να κουνάει νευρικά το πόδι της.
-Γιατί δε μιλάς, του λέει

-Τι να πω, λέει αυτός, χαλαρώνω

-Χαλαρώνεις ή βαριέσαι;

-Τι έπαθες τώρα;

-Εγώ τι έπαθα ή εσύ που έχεις ξεστραβωθεί να κοιτάς την σερβιτόρα

-Τι λες μωρέ; Πας καλά; Να την πληρώσω προσπαθώ μια ώρα και δε με βλέπει!

-Καλά, εντάξει, σε πιστέψαμε.

εσείς, πόσο ...καλά συνεννοηθηκατε και σημερα;

26.3.11

Ποιος κηρυξε την επανάσταση, ρε (μέρος τρίτο -και φαρμακερό)

Ο κόκορας ξανάκρωξε. «Πανάθεμά σε για ζωντανό» βλαστήμησα και σηκώθηκα απ’ τα μπάσια. Ντύθηκα την καλή μου φορεσιά και βγήκα στην δημοσιά. Η μέρα ήταν σκοτεινή, το κρύο ανελέητο. Βάδισα λίγο κι έφτασα στο σπίτι του Υψηλάντη. Χτύπησα. Μου άνοιξε η Λιλίκα.
-Καλημέρα κύριε, είπε σκύβοντας το κεφάλι.
-Καφέ, γλυκό και δυνατό, παράγγειλα καθώς της σέρβιρα το παλτό και το καπέλο μου. Κοιμάται ακόμα ο αφέντης σου;
-Μάλιστα, ξενύχτησε χτες. Προετοίμαζε το λόγο του.
Ανέβηκα τα σκαλιά και μπήκα στο δωμάτιο του. Τσαλακωμένα χαρτιά πεταμένα χάμω. Το κερί στο γραφείο του λιωμένο. Και δίπλα στο προσκέφαλό του, ένα κείμενο.
-«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» διάβασα. «ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΚΡΗΜΝΙΣΩΜΕΝ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΦΗ ΤΗΝ ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΝ ΔΙΑ ΝΑ ΥΨΩΣΩΜΕΝ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟΝ ΔΙ’ΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΙΚΩΜΕΝ...». Τς-τς-τς, τι λαϊκιστής, τι πολιτικάντης, τι νερόβραστος.
-Ξύπνα εχθρέ του λαού! Ούρλιαξα χτυπώντας το μπαστούνι μου. Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε πάνω με τη νυχτικιά του.
-Δε μοίραζα εγώ τις προκηρύξεις. Δεν γνωρίζω τον Κοραή και... αει στο γέρο διάβολο, εσύ είσαι ωρέ!
-Σήκω καλομαθημένο ον, ανεγέρσου. Μια εξέγερση είπαμε να κάνουμε κι εσύ ακόμη κοιμάσαι.
-Ε, καλά, τόσο καιρό την ετοιμάζουμε. Κι αν πάει μια μέρα πίσω τι θα γίνει, και χασμουρήθηκε.
Του έδωσα μια μπαστουνιά.
-Τι χάλια είναι αυτά στο λόγο σου; Σε τέτοια ελληνικά θα μιλήσεις στο λαό;
Γέλασε. Άρχισε να ντύνεται. Μπορεί να άλλαξε και δέκα κοστούμια μέχρι να διαλέξει το κατάλληλο για την περίσταση. Εγώ ήμουν ήδη στον τρίτο καφέ.
-Πώς είμαι.
-Κούκλος, σαν διαφήμιση της Επανάστασης. Πάμε τώρα, μην αργήσουμε.
Ξέρω τι σκέπτεσαι αναγνώστη μου. Οτι η Επανάσταση δεν είναι ακαδημαϊκό σχέδιο. Είναι μια έκρηξη της ιστορίας και δε μπαίνει στο πρόγραμμα. Η Επανάσταση, ναι. Η κήρυξή της, όμως, όχι.
Είχαμε πει πως θα ανακοινώναμε την έναρξη του αγώνα κατά τις 10, μα στις 9:30 που φτάσαμε στην Κεντρική Πλατεία του Ιασίου γινόταν το αδιαχώρητο. Ο λαός έχει πια αφυπνιστεί, μας υποδέχεται ενθουσιώδης. Ούτε η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα δε θα ΄χε τέτοια κοσμοσυρροή.
Ο Αλέξανδρος τρέμει. Τα χέρια του είναι ιδρωμένα, αγωνιά. Είναι μορφή ασθενική, όπως κι ο αδερφός του, ο Δημήτριος: αγνά παιδιά μα αδύναμα. Με τόλμη ψυχής μα όχι θάρρος ζωής.
-Μίλα εσύ, μου λέει, δε μπορώ εγώ, ντρέπομαι.
-Εσύ έχεις το παράστημα. Εγώ είμαι ένας βλάχος, δε θα με πάρουν σοβαρά.
-Δε μπορώ. Σε παρακαλώ, δε μπορώ.
-Είναι τιμή αυτό! Άλλοι θα σκότωναν για να έχουν αυτή την τιμή. Κι εσύ μου την παραχωρείς, έτσι;
-Άσε τα ρομαντικά και κάνει και κρύο! Πες τα να τελειώνουμε, έχω ξεπαγιάσει!
Του χαμογελώ σαν πατέρας, παρότι είμαστε –σχεδόν- συνομήλικοι. Νιώθω της φλέβες μου να σκάνε απ΄ το αίμα. Τα μηνίγγια μου χτυπούν σαν χείμαρροι πάνω στα βράχια. Τον κρατάω απ’ τον ώμο και σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα τραπέζι. Τι ευτυχία είναι αυτή; Τι τιμή; Α, ρε μάνα, που είσαι να με καμαρώσεις. Να καμαρώσεις το γιόκα σου να γράφει ιστορία.
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» φωνάζω. «ΑΔΕΛΦΙΑ, ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΙΕΡΟ». Μα όπως κάνω ένα βήμα προς το κοινό, ξεχνάω ότι είμαι στο τραπέζι και πέφτω στο κενό, ξέγνοιαστος και χαρωπός.
-Αλέξανδρε, γιατί σκοτείνιασε έτσι, νύχτωσε; Λέω πεσμένος στις λάσπες.
-Λάμπρο, μη φοβάσαι, συνέχισε! Σε τυφλώνει η λάμψη της ελευθερίας! Το φως της νίκης από μπροστά! Λέει ο άλλος, ο ονειροπαρμένος.
-Αλέξανδρε σοβαρά δεν... ανέβα και συνέχισε, του είπα ξέπνοα.
Κι αυτός κατουρημένος απ’ τον τρόμο του πλήθους ανέβηκε στη θέση μου. Έβγαλε απ’ την τσέπη του το χαρτί με τον λόγο κι άρχισε να διαβάζει:
-Η ΩΡΑ ΗΛΘΕΝ, Ω ΑΝΔΡΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ! ΗΜΕΙΣ, ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, ΟΝΤΑΣ ΒΕΒΑΙΟΙ ΠΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ ΜΑΣ ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ ΜΑΣ...
Το πλήθος από κάτω σταματά τις πολεμικές ιαχές και τις χαρμόσυνες φωνές. Σωπαίνει. Κοιτάει τον Αλέξανδρο με μάτια ορθάνοιχτα. Απορεί. Πού πήγε ‘κείνος ο ευλογημένος που μίλαγε ελληνικά, κι από πού ξεφύτρωσε τούτος ο ψηλολέλεκας, με τα αλαμπουρνέζικα;
-ΣΥΝΑΓΟΜΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΕΜΠΡΟΣΘΕΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ...
-Άσ’ τον τον λόγο. Μίλα ρωμαίικα, πανάθεμα τις περγαμηνές και τα πτυχία σου! Ψελλίζω μέσα στη σκοτοδίνη μου.
Και ο Αλέξανδρος, κοιτώντας μια εμένα μισολιπόθυμο στο χώμα και μια τον άφωνο λαό, τσαλακώνει το χαρτί στην παλάμη του και με τη σφιγμένη γροθιά να σκίζει τον χειμωνιάτικο ουρανό: «ΣΤΑ ΟΠΛΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ» φωνάζει, « ΣΤΑ ΟΠΛΑ! ΗΝΕΓΚΕΝ... ΔΗΛΑΔΗ ΕΦΤΑΣΕΝ Η ΩΡΑ! ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ»!
Και όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Τον σήκωσαν στα χέρια και τραγουδώντας τον περιέφεραν στα στενά: να μάθουν όλοι ότι πια ξεκίναγαν τον αγώνα για τη λευτεριά.
Έτσι, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγινε ήρωας και ανακήρυξε άντ’ εμού την επανάσταση στο Ιάσιο. Και ένα μήνα μετά, στις 25 Μαρτίου του 1821, το μήνυμα έφτασε και στην κυρίως Ελλάδα. Εγώ όμως ως τότε ήμουν ήδη νεκρός.
Εξέπνευσα το ίδιο βράδυ, μετά τον τραυματισμό. Το χτύπημα στις πέτρες μου δημιούργησε αιμάτωμα στον εγκέφαλο που έφερε πολλαπλά εγκεφαλικά. Λίγες ώρες μετά έπεσα σε παραλήρημα, ακολούθησε κώμα και ο σωματικός θάνατος επήλθε λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Ήμουν μόλις 32 χρονών. Το όνομά μου δεν γράφτηκε ποτέ σε κανένα βιβλίο ιστορίας.
Κι όμως ήμουν εγώ, ο Λάμπρος Ρήγας, γόνος της γνωστής οικογενείας των Ρηγαίων του Πύργου Κονίτσης, που υποκίνησα μαζί με φίλους εκλεκτούς αυτή την επανάσταση. Εγώ μαζί με λιγοστούς ριψοκίνδυνους ιδεαλιστές κατάφερα να μετατρέψω την ανεξένελεγκτη ζωώδη δύναμη, που λεγόταν «ρωμαίικος λαός» σε μια υπολογίσιμη μονάδα μάχης Και, τελικά, πριν αλέκτωρ λαλήσει, ξεχάστηκα. Εγώ το ταπεινό μυρμηγκάκι, ο δουλευτής της επανάστασης, ξεχάστηκα. Έτσι άδοξα. Ενώ οι τζίτζικες που τραγουδούσαν τη λεβεντιά, απ’ τα παλάτια των αγάδων (σαν τον καλό μου Μπάιρον) ακόμα μνημονεύονται!
Ειλικρινά πάντως πιστεύω πως δεν ήταν η ώρα μου να πεθάνω. Κι αν τελικά συνέβη αυτό το ατύχημα, θεωρώ ότι δεν ήταν ατύχημα. Πιστεύω ακράδαντα ότι ανάμειξη στο θάνατό μου είχε ο κόκορας. Ο κόκοράς μου που τον μισούσα και με μισούσε, όπως κάθε πρωί. Μα εκείνο το πρωί με μίσησε περισσότερο και με καταράστηκε να ψοφήσω. Γιατί εκείνο το πρωινό, που βρισκόμουν επάνω στο τραπέζι, στη μέση της πλατείας του Ιασίου, ναι, τότε, κοκορευόμουν για την υστεροφημία μου καλύτερα απ’ όλους τους πετεινούς της Γης. Κι ένα μυρμήγκι δε νοείται ποτέ να τα βάζει με τους αληθινούς κόκορες. Ποτέ.

23.3.11

Πόιος κήρυξε την επανάσταση, ρε (μέρος β)

(για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατηστε εδώ)

Σαν έφτασα σπίτι, είπα στον πατέρα «θα σύρω να βοηθήσω στην απελευθέρωση του έθνους». Εισέπραξα έναν μπάτσο και ένα «ο νους κι ο κώλος σου»! Στην δεύτερη προσπάθεια να εξηγήσω την ανάγκη να εξεγερθούμε, εξέλαβα επιπλέον και μερικές βλαστήμιες.
-Βρε ζούμπερο, στ’ ασήμι έχουμε το βιός μας, γρόσια πάνε κι έρχονται κι αντί να κάτσεις να μαθητέψεις, μου γυρεύεις επαναστάσεις; Αντί να προστατέψεις το ψωμί που τρως απ΄ τον Αλή γυρεύεις να τον διώξεις, να γίνεις κουρελής;
-Μα η πατρίδα.., πήγα να πω
-Να τη χέσω την πατρίδα! Τ’ ασημικά που αγοράζει ο πασάς για το χαρέμι δε θα τ΄ αγόραζε όλη η Ήπειρος μαζί. Κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά και να δεις το συμφέρον το δικό μας.
-Μα το συμφέρον την Ελλάδας...
Ο πατέρας έπιασε τη μασιά απ’ το τζάκι, με δυο δρασκελιές ήρθε μπρος μου και την σήκωσε απειλητικά.
-Μάθε, μωρέ, να τιμάς το ψωμί που τρως κι όποιον στο δίνει!
-Ψωμί σκλαβιάς, πικρό ψωμί, είπα γεμάτος θάρρος.
-Αμ, η ελευθερία δε γεμίζει την κοιλιά, καημένεεεεε! Κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά εκείνος.
-Κάλλιω λεύτερος και νηστικός, παρά μούσκαρος χορτάτος! είπα εγώ και χτύπησα με δύναμη το πόδι μου στη γη. Μα έτυχε να τον πατήσω καταλάθος.
-Μου πατάς πόδι; Ούρλιαξε και πήδηξε να πιάσει το τουφέκι του.
Για πότε πήδηξα το φράχτη, για πότε πέρασα τον ποταμό, όπου φύγει- φύγει. Άκουσα τους μπουμπουνισμούς τ’ όπλου από μακριά…

Κατέβηκα Αθήνα κι από εκεί πήρα το πλοίο απ’ τον Πειραιά για Οδησσό. Είχα μάθει πως ένας συγχωριανός μας, ο Νικόλας ο Σκουφάς, βρισκόταν στο Ιάσιο. Μαζί με άλλους μικρέμπορους και γραμματείς προσπαθούσε να οργανώσει την Επανάσταση. Έσυρα και τον βρήκα.
-Ξέρεις να λες ψέματα, με ρώτησε μόλις με είδε.
-Τι εννοείτε; ρώτησα δειλά.
-Εννοώ ότι τα πράγματα είναι σκούρα. Έχεις μπροστά σου μια χούφτα νοματαίους και πρέπει να τους παραμυθιάσεις ότι μπορούν να τα βάλουν με χιλιάδες Οθωμανούς. Και όχι απλά να μαχηθούν, αλλά και να νικήσουν.
-Τι δηλαδή αυτό είναι... ψέμα; Δε μπορούμε να τους νικήσουμε;
Ω, Θεέ, όλα τα όνειρα μου είχαν γκρεμιστεί.
-Όλα μια ιδέα είναι. Αν πιστέψεις ότι θα νικήσεις, θα νικήσεις. Μπορείς να τους κάνεις να πιστέψουν;
Πίστεψα πρώτος εγώ. Πίστεψα και κόπιασα για την επανάσταση.
Τα πρώτα χρόνια δούλεψα σκληρά. Έγινα μούτσος σε καράβια, όπου μαζί με τα εμπορεύματα, μετέφερα λαθραία στην Ελλάδα προκηρύξεις και μηνύματα, για τους οπλαρχηγούς του Γένους. Παρότι ο Σκουφάς με εκτιμούσε και με είχε σαν παιδί του, ποτέ δεν μπερδεύτηκα με το διπλωματικό κομμάτι της επιχείρησης, ήτοι με συμφωνίες και πέρα- δώσε με Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους. Τις δημόσιες σχέσεις του αγώνα τις είχα αφήσει στον Σκουφά και στους «Φιλικούς» του –που το 1814 ήταν 3 και μέχρι το 1818 δε ήταν περισσότεροι από 30.
Η αλήθεια είναι ότι είχα τις ενστάσεις μου, για την πολιτική που ακολουθούσε το σινάφι τους. Από την γελοία ιδεολογία του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών», που ερχότανε γραμμή απ’ το Φανάρι. Ως την προπαγάνδα της «Αόρατης Αρχής», που υποτιμούσε τον εχθρό στα μάτια του λαού, και τον έκανε να φανεί ευάλωτος μπροστά του. Άσε που έβγαζα φλύκταινες με την ιδέα ότι γλύφαμε συνειδητά τα οπίσθια των εύπορων εθνών, για να βοηθήσουν «τη φτωχούλα, την πατρίδα μας». Αλλά το είχα πάρει απόφαση: μόνος μου δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο ενωμένοι μπορούσαμε να κάνουμε πολλά. Συμβιβάστηκα.
Και έτσι πέρασαν τα χρόνια. Μοιρασμένος σε τυπογραφεία και λιμάνια. Δεν παντρεύτηκα, δεν έκανα παιδιά. Οι γονείς μου με ξέχασαν. Μα έμεινα πιστός στο όραμα μου. Το όραμα που είδα εκείνη τη νύχτα στην Πίνδο με τον Μπάιρον. Το όραμα της ελεύθερης Ελλάδας και του δικού μου ονόματος γραμμένο μαζί με τα ονόματα των ελευθερωτών της.