(για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατηστε εδώ)
Σαν έφτασα σπίτι, είπα στον πατέρα «θα σύρω να βοηθήσω στην απελευθέρωση του έθνους». Εισέπραξα έναν μπάτσο και ένα «ο νους κι ο κώλος σου»! Στην δεύτερη προσπάθεια να εξηγήσω την ανάγκη να εξεγερθούμε, εξέλαβα επιπλέον και μερικές βλαστήμιες.
-Βρε ζούμπερο, στ’ ασήμι έχουμε το βιός μας, γρόσια πάνε κι έρχονται κι αντί να κάτσεις να μαθητέψεις, μου γυρεύεις επαναστάσεις; Αντί να προστατέψεις το ψωμί που τρως απ΄ τον Αλή γυρεύεις να τον διώξεις, να γίνεις κουρελής;
-Μα η πατρίδα.., πήγα να πω
-Να τη χέσω την πατρίδα! Τ’ ασημικά που αγοράζει ο πασάς για το χαρέμι δε θα τ΄ αγόραζε όλη η Ήπειρος μαζί. Κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά και να δεις το συμφέρον το δικό μας.
-Μα το συμφέρον την Ελλάδας...
Ο πατέρας έπιασε τη μασιά απ’ το τζάκι, με δυο δρασκελιές ήρθε μπρος μου και την σήκωσε απειλητικά.
-Μάθε, μωρέ, να τιμάς το ψωμί που τρως κι όποιον στο δίνει!
-Ψωμί σκλαβιάς, πικρό ψωμί, είπα γεμάτος θάρρος.
-Αμ, η ελευθερία δε γεμίζει την κοιλιά, καημένεεεεε! Κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά εκείνος.
-Κάλλιω λεύτερος και νηστικός, παρά μούσκαρος χορτάτος! είπα εγώ και χτύπησα με δύναμη το πόδι μου στη γη. Μα έτυχε να τον πατήσω καταλάθος.
-Μου πατάς πόδι; Ούρλιαξε και πήδηξε να πιάσει το τουφέκι του.
Για πότε πήδηξα το φράχτη, για πότε πέρασα τον ποταμό, όπου φύγει- φύγει. Άκουσα τους μπουμπουνισμούς τ’ όπλου από μακριά…
Κατέβηκα Αθήνα κι από εκεί πήρα το πλοίο απ’ τον Πειραιά για Οδησσό. Είχα μάθει πως ένας συγχωριανός μας, ο Νικόλας ο Σκουφάς, βρισκόταν στο Ιάσιο. Μαζί με άλλους μικρέμπορους και γραμματείς προσπαθούσε να οργανώσει την Επανάσταση. Έσυρα και τον βρήκα.
-Ξέρεις να λες ψέματα, με ρώτησε μόλις με είδε.
-Τι εννοείτε; ρώτησα δειλά.
-Εννοώ ότι τα πράγματα είναι σκούρα. Έχεις μπροστά σου μια χούφτα νοματαίους και πρέπει να τους παραμυθιάσεις ότι μπορούν να τα βάλουν με χιλιάδες Οθωμανούς. Και όχι απλά να μαχηθούν, αλλά και να νικήσουν.
-Τι δηλαδή αυτό είναι... ψέμα; Δε μπορούμε να τους νικήσουμε;
Ω, Θεέ, όλα τα όνειρα μου είχαν γκρεμιστεί.
-Όλα μια ιδέα είναι. Αν πιστέψεις ότι θα νικήσεις, θα νικήσεις. Μπορείς να τους κάνεις να πιστέψουν;
Πίστεψα πρώτος εγώ. Πίστεψα και κόπιασα για την επανάσταση.
Τα πρώτα χρόνια δούλεψα σκληρά. Έγινα μούτσος σε καράβια, όπου μαζί με τα εμπορεύματα, μετέφερα λαθραία στην Ελλάδα προκηρύξεις και μηνύματα, για τους οπλαρχηγούς του Γένους. Παρότι ο Σκουφάς με εκτιμούσε και με είχε σαν παιδί του, ποτέ δεν μπερδεύτηκα με το διπλωματικό κομμάτι της επιχείρησης, ήτοι με συμφωνίες και πέρα- δώσε με Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους. Τις δημόσιες σχέσεις του αγώνα τις είχα αφήσει στον Σκουφά και στους «Φιλικούς» του –που το 1814 ήταν 3 και μέχρι το 1818 δε ήταν περισσότεροι από 30.
Η αλήθεια είναι ότι είχα τις ενστάσεις μου, για την πολιτική που ακολουθούσε το σινάφι τους. Από την γελοία ιδεολογία του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών», που ερχότανε γραμμή απ’ το Φανάρι. Ως την προπαγάνδα της «Αόρατης Αρχής», που υποτιμούσε τον εχθρό στα μάτια του λαού, και τον έκανε να φανεί ευάλωτος μπροστά του. Άσε που έβγαζα φλύκταινες με την ιδέα ότι γλύφαμε συνειδητά τα οπίσθια των εύπορων εθνών, για να βοηθήσουν «τη φτωχούλα, την πατρίδα μας». Αλλά το είχα πάρει απόφαση: μόνος μου δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο ενωμένοι μπορούσαμε να κάνουμε πολλά. Συμβιβάστηκα.
Και έτσι πέρασαν τα χρόνια. Μοιρασμένος σε τυπογραφεία και λιμάνια. Δεν παντρεύτηκα, δεν έκανα παιδιά. Οι γονείς μου με ξέχασαν. Μα έμεινα πιστός στο όραμα μου. Το όραμα που είδα εκείνη τη νύχτα στην Πίνδο με τον Μπάιρον. Το όραμα της ελεύθερης Ελλάδας και του δικού μου ονόματος γραμμένο μαζί με τα ονόματα των ελευθερωτών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου