CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

26.3.11

Ποιος κηρυξε την επανάσταση, ρε (μέρος τρίτο -και φαρμακερό)

Ο κόκορας ξανάκρωξε. «Πανάθεμά σε για ζωντανό» βλαστήμησα και σηκώθηκα απ’ τα μπάσια. Ντύθηκα την καλή μου φορεσιά και βγήκα στην δημοσιά. Η μέρα ήταν σκοτεινή, το κρύο ανελέητο. Βάδισα λίγο κι έφτασα στο σπίτι του Υψηλάντη. Χτύπησα. Μου άνοιξε η Λιλίκα.
-Καλημέρα κύριε, είπε σκύβοντας το κεφάλι.
-Καφέ, γλυκό και δυνατό, παράγγειλα καθώς της σέρβιρα το παλτό και το καπέλο μου. Κοιμάται ακόμα ο αφέντης σου;
-Μάλιστα, ξενύχτησε χτες. Προετοίμαζε το λόγο του.
Ανέβηκα τα σκαλιά και μπήκα στο δωμάτιο του. Τσαλακωμένα χαρτιά πεταμένα χάμω. Το κερί στο γραφείο του λιωμένο. Και δίπλα στο προσκέφαλό του, ένα κείμενο.
-«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» διάβασα. «ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΚΡΗΜΝΙΣΩΜΕΝ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΦΗ ΤΗΝ ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΝ ΔΙΑ ΝΑ ΥΨΩΣΩΜΕΝ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟΝ ΔΙ’ΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΙΚΩΜΕΝ...». Τς-τς-τς, τι λαϊκιστής, τι πολιτικάντης, τι νερόβραστος.
-Ξύπνα εχθρέ του λαού! Ούρλιαξα χτυπώντας το μπαστούνι μου. Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε πάνω με τη νυχτικιά του.
-Δε μοίραζα εγώ τις προκηρύξεις. Δεν γνωρίζω τον Κοραή και... αει στο γέρο διάβολο, εσύ είσαι ωρέ!
-Σήκω καλομαθημένο ον, ανεγέρσου. Μια εξέγερση είπαμε να κάνουμε κι εσύ ακόμη κοιμάσαι.
-Ε, καλά, τόσο καιρό την ετοιμάζουμε. Κι αν πάει μια μέρα πίσω τι θα γίνει, και χασμουρήθηκε.
Του έδωσα μια μπαστουνιά.
-Τι χάλια είναι αυτά στο λόγο σου; Σε τέτοια ελληνικά θα μιλήσεις στο λαό;
Γέλασε. Άρχισε να ντύνεται. Μπορεί να άλλαξε και δέκα κοστούμια μέχρι να διαλέξει το κατάλληλο για την περίσταση. Εγώ ήμουν ήδη στον τρίτο καφέ.
-Πώς είμαι.
-Κούκλος, σαν διαφήμιση της Επανάστασης. Πάμε τώρα, μην αργήσουμε.
Ξέρω τι σκέπτεσαι αναγνώστη μου. Οτι η Επανάσταση δεν είναι ακαδημαϊκό σχέδιο. Είναι μια έκρηξη της ιστορίας και δε μπαίνει στο πρόγραμμα. Η Επανάσταση, ναι. Η κήρυξή της, όμως, όχι.
Είχαμε πει πως θα ανακοινώναμε την έναρξη του αγώνα κατά τις 10, μα στις 9:30 που φτάσαμε στην Κεντρική Πλατεία του Ιασίου γινόταν το αδιαχώρητο. Ο λαός έχει πια αφυπνιστεί, μας υποδέχεται ενθουσιώδης. Ούτε η είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα δε θα ΄χε τέτοια κοσμοσυρροή.
Ο Αλέξανδρος τρέμει. Τα χέρια του είναι ιδρωμένα, αγωνιά. Είναι μορφή ασθενική, όπως κι ο αδερφός του, ο Δημήτριος: αγνά παιδιά μα αδύναμα. Με τόλμη ψυχής μα όχι θάρρος ζωής.
-Μίλα εσύ, μου λέει, δε μπορώ εγώ, ντρέπομαι.
-Εσύ έχεις το παράστημα. Εγώ είμαι ένας βλάχος, δε θα με πάρουν σοβαρά.
-Δε μπορώ. Σε παρακαλώ, δε μπορώ.
-Είναι τιμή αυτό! Άλλοι θα σκότωναν για να έχουν αυτή την τιμή. Κι εσύ μου την παραχωρείς, έτσι;
-Άσε τα ρομαντικά και κάνει και κρύο! Πες τα να τελειώνουμε, έχω ξεπαγιάσει!
Του χαμογελώ σαν πατέρας, παρότι είμαστε –σχεδόν- συνομήλικοι. Νιώθω της φλέβες μου να σκάνε απ΄ το αίμα. Τα μηνίγγια μου χτυπούν σαν χείμαρροι πάνω στα βράχια. Τον κρατάω απ’ τον ώμο και σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα τραπέζι. Τι ευτυχία είναι αυτή; Τι τιμή; Α, ρε μάνα, που είσαι να με καμαρώσεις. Να καμαρώσεις το γιόκα σου να γράφει ιστορία.
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» φωνάζω. «ΑΔΕΛΦΙΑ, ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΙΕΡΟ». Μα όπως κάνω ένα βήμα προς το κοινό, ξεχνάω ότι είμαι στο τραπέζι και πέφτω στο κενό, ξέγνοιαστος και χαρωπός.
-Αλέξανδρε, γιατί σκοτείνιασε έτσι, νύχτωσε; Λέω πεσμένος στις λάσπες.
-Λάμπρο, μη φοβάσαι, συνέχισε! Σε τυφλώνει η λάμψη της ελευθερίας! Το φως της νίκης από μπροστά! Λέει ο άλλος, ο ονειροπαρμένος.
-Αλέξανδρε σοβαρά δεν... ανέβα και συνέχισε, του είπα ξέπνοα.
Κι αυτός κατουρημένος απ’ τον τρόμο του πλήθους ανέβηκε στη θέση μου. Έβγαλε απ’ την τσέπη του το χαρτί με τον λόγο κι άρχισε να διαβάζει:
-Η ΩΡΑ ΗΛΘΕΝ, Ω ΑΝΔΡΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ! ΗΜΕΙΣ, ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΘΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, ΟΝΤΑΣ ΒΕΒΑΙΟΙ ΠΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ ΜΑΣ ΚΑΤΑΦΡΟΝΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ ΜΑΣ...
Το πλήθος από κάτω σταματά τις πολεμικές ιαχές και τις χαρμόσυνες φωνές. Σωπαίνει. Κοιτάει τον Αλέξανδρο με μάτια ορθάνοιχτα. Απορεί. Πού πήγε ‘κείνος ο ευλογημένος που μίλαγε ελληνικά, κι από πού ξεφύτρωσε τούτος ο ψηλολέλεκας, με τα αλαμπουρνέζικα;
-ΣΥΝΑΓΟΜΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΕΜΠΡΟΣΘΕΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ...
-Άσ’ τον τον λόγο. Μίλα ρωμαίικα, πανάθεμα τις περγαμηνές και τα πτυχία σου! Ψελλίζω μέσα στη σκοτοδίνη μου.
Και ο Αλέξανδρος, κοιτώντας μια εμένα μισολιπόθυμο στο χώμα και μια τον άφωνο λαό, τσαλακώνει το χαρτί στην παλάμη του και με τη σφιγμένη γροθιά να σκίζει τον χειμωνιάτικο ουρανό: «ΣΤΑ ΟΠΛΑ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΟΥ» φωνάζει, « ΣΤΑ ΟΠΛΑ! ΗΝΕΓΚΕΝ... ΔΗΛΑΔΗ ΕΦΤΑΣΕΝ Η ΩΡΑ! ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ»!
Και όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Τον σήκωσαν στα χέρια και τραγουδώντας τον περιέφεραν στα στενά: να μάθουν όλοι ότι πια ξεκίναγαν τον αγώνα για τη λευτεριά.
Έτσι, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγινε ήρωας και ανακήρυξε άντ’ εμού την επανάσταση στο Ιάσιο. Και ένα μήνα μετά, στις 25 Μαρτίου του 1821, το μήνυμα έφτασε και στην κυρίως Ελλάδα. Εγώ όμως ως τότε ήμουν ήδη νεκρός.
Εξέπνευσα το ίδιο βράδυ, μετά τον τραυματισμό. Το χτύπημα στις πέτρες μου δημιούργησε αιμάτωμα στον εγκέφαλο που έφερε πολλαπλά εγκεφαλικά. Λίγες ώρες μετά έπεσα σε παραλήρημα, ακολούθησε κώμα και ο σωματικός θάνατος επήλθε λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Ήμουν μόλις 32 χρονών. Το όνομά μου δεν γράφτηκε ποτέ σε κανένα βιβλίο ιστορίας.
Κι όμως ήμουν εγώ, ο Λάμπρος Ρήγας, γόνος της γνωστής οικογενείας των Ρηγαίων του Πύργου Κονίτσης, που υποκίνησα μαζί με φίλους εκλεκτούς αυτή την επανάσταση. Εγώ μαζί με λιγοστούς ριψοκίνδυνους ιδεαλιστές κατάφερα να μετατρέψω την ανεξένελεγκτη ζωώδη δύναμη, που λεγόταν «ρωμαίικος λαός» σε μια υπολογίσιμη μονάδα μάχης Και, τελικά, πριν αλέκτωρ λαλήσει, ξεχάστηκα. Εγώ το ταπεινό μυρμηγκάκι, ο δουλευτής της επανάστασης, ξεχάστηκα. Έτσι άδοξα. Ενώ οι τζίτζικες που τραγουδούσαν τη λεβεντιά, απ’ τα παλάτια των αγάδων (σαν τον καλό μου Μπάιρον) ακόμα μνημονεύονται!
Ειλικρινά πάντως πιστεύω πως δεν ήταν η ώρα μου να πεθάνω. Κι αν τελικά συνέβη αυτό το ατύχημα, θεωρώ ότι δεν ήταν ατύχημα. Πιστεύω ακράδαντα ότι ανάμειξη στο θάνατό μου είχε ο κόκορας. Ο κόκοράς μου που τον μισούσα και με μισούσε, όπως κάθε πρωί. Μα εκείνο το πρωί με μίσησε περισσότερο και με καταράστηκε να ψοφήσω. Γιατί εκείνο το πρωινό, που βρισκόμουν επάνω στο τραπέζι, στη μέση της πλατείας του Ιασίου, ναι, τότε, κοκορευόμουν για την υστεροφημία μου καλύτερα απ’ όλους τους πετεινούς της Γης. Κι ένα μυρμήγκι δε νοείται ποτέ να τα βάζει με τους αληθινούς κόκορες. Ποτέ.

23.3.11

Πόιος κήρυξε την επανάσταση, ρε (μέρος β)

(για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατηστε εδώ)

Σαν έφτασα σπίτι, είπα στον πατέρα «θα σύρω να βοηθήσω στην απελευθέρωση του έθνους». Εισέπραξα έναν μπάτσο και ένα «ο νους κι ο κώλος σου»! Στην δεύτερη προσπάθεια να εξηγήσω την ανάγκη να εξεγερθούμε, εξέλαβα επιπλέον και μερικές βλαστήμιες.
-Βρε ζούμπερο, στ’ ασήμι έχουμε το βιός μας, γρόσια πάνε κι έρχονται κι αντί να κάτσεις να μαθητέψεις, μου γυρεύεις επαναστάσεις; Αντί να προστατέψεις το ψωμί που τρως απ΄ τον Αλή γυρεύεις να τον διώξεις, να γίνεις κουρελής;
-Μα η πατρίδα.., πήγα να πω
-Να τη χέσω την πατρίδα! Τ’ ασημικά που αγοράζει ο πασάς για το χαρέμι δε θα τ΄ αγόραζε όλη η Ήπειρος μαζί. Κοίτα ν’ αλλάξεις μυαλά και να δεις το συμφέρον το δικό μας.
-Μα το συμφέρον την Ελλάδας...
Ο πατέρας έπιασε τη μασιά απ’ το τζάκι, με δυο δρασκελιές ήρθε μπρος μου και την σήκωσε απειλητικά.
-Μάθε, μωρέ, να τιμάς το ψωμί που τρως κι όποιον στο δίνει!
-Ψωμί σκλαβιάς, πικρό ψωμί, είπα γεμάτος θάρρος.
-Αμ, η ελευθερία δε γεμίζει την κοιλιά, καημένεεεεε! Κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά εκείνος.
-Κάλλιω λεύτερος και νηστικός, παρά μούσκαρος χορτάτος! είπα εγώ και χτύπησα με δύναμη το πόδι μου στη γη. Μα έτυχε να τον πατήσω καταλάθος.
-Μου πατάς πόδι; Ούρλιαξε και πήδηξε να πιάσει το τουφέκι του.
Για πότε πήδηξα το φράχτη, για πότε πέρασα τον ποταμό, όπου φύγει- φύγει. Άκουσα τους μπουμπουνισμούς τ’ όπλου από μακριά…

Κατέβηκα Αθήνα κι από εκεί πήρα το πλοίο απ’ τον Πειραιά για Οδησσό. Είχα μάθει πως ένας συγχωριανός μας, ο Νικόλας ο Σκουφάς, βρισκόταν στο Ιάσιο. Μαζί με άλλους μικρέμπορους και γραμματείς προσπαθούσε να οργανώσει την Επανάσταση. Έσυρα και τον βρήκα.
-Ξέρεις να λες ψέματα, με ρώτησε μόλις με είδε.
-Τι εννοείτε; ρώτησα δειλά.
-Εννοώ ότι τα πράγματα είναι σκούρα. Έχεις μπροστά σου μια χούφτα νοματαίους και πρέπει να τους παραμυθιάσεις ότι μπορούν να τα βάλουν με χιλιάδες Οθωμανούς. Και όχι απλά να μαχηθούν, αλλά και να νικήσουν.
-Τι δηλαδή αυτό είναι... ψέμα; Δε μπορούμε να τους νικήσουμε;
Ω, Θεέ, όλα τα όνειρα μου είχαν γκρεμιστεί.
-Όλα μια ιδέα είναι. Αν πιστέψεις ότι θα νικήσεις, θα νικήσεις. Μπορείς να τους κάνεις να πιστέψουν;
Πίστεψα πρώτος εγώ. Πίστεψα και κόπιασα για την επανάσταση.
Τα πρώτα χρόνια δούλεψα σκληρά. Έγινα μούτσος σε καράβια, όπου μαζί με τα εμπορεύματα, μετέφερα λαθραία στην Ελλάδα προκηρύξεις και μηνύματα, για τους οπλαρχηγούς του Γένους. Παρότι ο Σκουφάς με εκτιμούσε και με είχε σαν παιδί του, ποτέ δεν μπερδεύτηκα με το διπλωματικό κομμάτι της επιχείρησης, ήτοι με συμφωνίες και πέρα- δώσε με Άγγλους, Γάλλους, Ρώσους. Τις δημόσιες σχέσεις του αγώνα τις είχα αφήσει στον Σκουφά και στους «Φιλικούς» του –που το 1814 ήταν 3 και μέχρι το 1818 δε ήταν περισσότεροι από 30.
Η αλήθεια είναι ότι είχα τις ενστάσεις μου, για την πολιτική που ακολουθούσε το σινάφι τους. Από την γελοία ιδεολογία του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών», που ερχότανε γραμμή απ’ το Φανάρι. Ως την προπαγάνδα της «Αόρατης Αρχής», που υποτιμούσε τον εχθρό στα μάτια του λαού, και τον έκανε να φανεί ευάλωτος μπροστά του. Άσε που έβγαζα φλύκταινες με την ιδέα ότι γλύφαμε συνειδητά τα οπίσθια των εύπορων εθνών, για να βοηθήσουν «τη φτωχούλα, την πατρίδα μας». Αλλά το είχα πάρει απόφαση: μόνος μου δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο ενωμένοι μπορούσαμε να κάνουμε πολλά. Συμβιβάστηκα.
Και έτσι πέρασαν τα χρόνια. Μοιρασμένος σε τυπογραφεία και λιμάνια. Δεν παντρεύτηκα, δεν έκανα παιδιά. Οι γονείς μου με ξέχασαν. Μα έμεινα πιστός στο όραμα μου. Το όραμα που είδα εκείνη τη νύχτα στην Πίνδο με τον Μπάιρον. Το όραμα της ελεύθερης Ελλάδας και του δικού μου ονόματος γραμμένο μαζί με τα ονόματα των ελευθερωτών της.

19.3.11

Things that matter the most (οι νέες 10 εντολές)

Γη… Έβρεχε εκείνη την Κυριακή. Του είπα «πάμε να χαζέψουμε σαλιγκάρια»; «Μέσα στη βροχή;» είπε και γύρισε πλευρό. «Μα τότε βγαίνουν τα σαλιγκάρια» μούτρωσα εγώ. Φόρεσα το πουπουλένιο πανωφόρι μου και πήρα τα κλειδιά. «Που το πας το μανιτάρι;» φώναξε καθώς πέρναγα από μπροστά του. «Μα τι άνθρωπος είσαι πια; Θες να βγω έξω χωρίς ομπρέλα»;
Το χορτάρι γλιστρούσε σα να γαργαλιόταν από τα βήματά μου. Μερικά πουλιά τιτίβιζαν συνοδεύοντας το κουδούνισμα της βροχής . Βαδίζοντας ανάμεσα στα δέντρα, μου φάνηκε πώς είδα μέσα σε αυτά το πρόσωπό μου. Πλησίασα και πρόσεξα μια λακούβα με νερό που αντιστεκόταν στη βαρύτητα: αντι να κείτεται οριζόντια, στεκόταν κάθετη στο έδαφος και, το νερό, γουργούριζε μέσα της. «Απίστευτο!» είπα και ακούμπησα με το δάχτυλο την επιφάνειά της.

Αέρας… Και τότε, χωρίς να προλάβω τόσοδα να αντιδράσω, μια αστραπιαία δύναμημε ρούφηξε μέσα στου δέντρου τον κορμό. Βρέθηκα σε ένα ασανσέρ από ξύλινο φλοιό και- ομολογώ- αρκετά στενό. «Έχω κλειστοφοβία»μουρμούρισα ασθμαίνοντας στον σκίουρο που με κοιταγε αταραχος. Χωρίς να απαντήσει πάτησε ένα ρόζο στον κορμό και το ασανσέρ μας ανέβασε στο τελευταίο φύλλωμα του δέντρου.
Βγαίνοντας προσπάθησα να ισιώσω το μανιτάρι μου που είχε σκιστεί σε ένα σημείο απ’ το ζούληγμα.
«Δε θα χρειαστείς ομπρέλα εδώ» είπε μια φωνή.
Τουλάχιστον αυτή καταλάβαινε τι κουβάλαγα, συνεννοούμασταν! Γύρισα και είδα μια πυκνή ομίχλη να κινείται γύρω μου. Το θρόισμα των φύλλων είχε σταματήσει, το τιτίβισμα επίσης και οι στάλες τις βροχής ίπταντο ολογυρά μας χωρίς να πέφτουν.
«Πως γίνεται αυτό; Όλα εδώ αψηφούν τη βαρύτητα» είπα έκπληκτη.
«Εδώ δεν υπάρχει χρόνος» απάντησε ξανά η φωνή.
«Τι σχέση έχει ο χρόνος με την κίνηση»; Ρώτησα κάπως ακαδημαϊκά, καθώς χάιδευα τα νερένια πετράδια γύρω μου.
«Σκέψου μόνο πώς θα μέτραγες το χρόνο αν όλα έμεναν αιώνια σταθερά- χωρίς κίνηση ή φθορά. Λοιπόν, θα δειπνήσετε μαζί μου, φιλοπερίεργη ύπαρξις;».


Φωτιά…
«Αν μου επιτρέψετε να κινώ τα σαγόνια μου, αλλιώς δε θα μπορώ να μασήσω»
«Ω, μα φυσικά»

Κοίταξα αδιάκριτα κι επισταμένως, προσπαθώντας να δω ποιος μιλάει, μα έβλεπα μονάχα μια ομίχλη, που κατά τόπους πύκνωνε περισσότερο. Εκτός από το χρόνο, δεν πρέπει να τα πήγαινε πολύ καλά ούτε με την ύλη, ο οικοδεσπότης μου.

«Παρεμπιπτόντως, να σας ενημερώσω πως δεν τρώω σαλιγκάρια» είπα, «ούτε μανιτάρια»

«Μην ανησυχείτε, το πιάτο ημέρας δεν περιλαμβάνει πλάσματα του δάσους. Ένεκα της επισκέψεώς σας ετοιμάσαμε, ειδικά για εσάς, διαβολικές καρδιές πρωθυπουργών στη σχάρα και για επιδόρπιο έχουμε Καντάφι σιροπιαστό».

«Ακούγονται πολύ δελεαστικά. Αλλά νηστεύω- Σαρακοστή, βλέπετε»!

Η ομίχλη ξεφύσησε «αυτό το θέμα…, που τηρείτε ευλαβικά το γράμμα του νόμου ενώ παραβαίνετε επιδεικτικά το πνεύμα τους, θα έστελνε ακόμα Εμένα για ψυχανάλυση… Αλλά εδώ μιλάμε για τους ανθρώπους! Που σας έδωσα το προνόμιο του χρόνου, ώστε να βελτιώνεστε, κι εσείς κοιτάτε πώς να τον σταματήσετε: δε σας φτάνει που σκέφτεστε σαν σχολιαρόπαιδα, θέλετε και να δείχνετε έτσι. Αιώνες σπαταλημένοι στην επιδερμικότητα της ματαιοδοξίας σας, με μόνο μερικές στιγμές να στρέφεστε στα τάρταρα της ύπαρξης σας. Όσο μπλαστρώνετε την επιφάνεια αντί να καλλωπίζετε την ουσία, πάντα τάρταρα η ύπαρξις. Πάντα τάρταρα!»

Και πριν προλάβω να απαντήσω, η ίδια απότομη δύναμη που με παρέσυρε εκεί, με ξαναρούφηξε στο ασανσέρ του δέντρου και με αστραπιαία ταχύτητα με έφτυσε πάνω στο βρεγμένο χορτάρι.


Νερό…
Η βροχή τώρα έπεφτε πιο γρήγορα- ή εμένα μου φάνηκε μετά από τόση ώρα ακινησίας της. Το πρόσωπο μου πόναγε από τις στάλες και κράταγα το μαραμένο μανιτάρι αγκαλιά. Σαν γύρισα σπίτι εκείνος «πώς είσαι έτσι» είπε, «γλίστρησες κάπου»; «Θα το έλεγες κι έτσι…» είπα και κάθισα στον καναπέ.
Εκείνος πλησίασε, ανέβασε την πεσμένη μου κάλτσα και έφερε πετσέτα να σφουγγίσει τα μαλλιά μου.
«Σε κατάβρεξε κανένας περαστικός με το αυτοκίνητο;» με ρώτησε ξανά.
«Θα το έλεγες και έτσι…» είπα, «αν και δεν μου φάνηκε πολύ περαστικός, μάλλον κάτι σε πιο αιώνιος… Αν έγραφες ξανά τις 10 εντολές ποιες θα έβαζες μέσα»;
Σταμάτησε ό,τι έκανε και με κοίταξε, «α, όχι, όχι, δε θα μου κάνεις πάλι κήρυγμα για το ου μοιχευσεις, νισάφι πια, νισάφι! Είμαι ενήλικος και θα μιλάω με όποιες θέλω όποτε θέλω, εντάξει»; Και πήγε στο μέσα δωμάτιο.
Εβαλα για μαξιλάρι το σπασμένο μανιτάρι και σαν άλλη Μαίρη Πόππινς ονειρεύτηκα έναν κόσμο που θα βασιζόταν σε 10 νέες εντολές*, για 10 πραγματικά σημαντικά πράγματα, που αν τα τηρούσαμε όλα θα ήταν καλύτερα. Για όλους...


1. Να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου
2. Να αναλαμβάνεις την ευθύνη των πράξεών σου

3. Να φέρεσαι στους άλλους, όπως θα ήθελες να σου φέρονται

4. Να εκτιμάς όσα καλά έχεις

5. Να απολαμβάνεις τη ζωή

6. Να φροντίζεις τους ανθρώπους που αγαπάς
7. Μην υποκρίνεσαι και ψεύδεσαι

8. Μην αδικείς και βιαιοπραγείς

9. Να φροντίζεις τους αδύναμους

10. Να θυμάσαι πως έχεις χρόνο -για να γίνεσαι κάθε μέρα καλύτερος/η


*Οι δέκα εντολές βασιζονται στις new 10 commandments, οι οποίες υπερίσχυσαν σε δημοψήφισμα που έκανε o Jon Snow για την εκπομπή του, στο αγγλικό κανάλι C4, τον Φεβρουάριο του 2005.

17.3.11

Ποιος κήρυξε την επανάσταση, ρε; (μέρος α)

Ο κόκορας έκρωξε στις 5:17, ακριβώς όπως κάθε πρωί. Αυτό όμως δεν ήταν ένα πρωινό σαν όλα τ’ άλλα. Μπορεί ο ήλιος να ανέτειλε απ’ το ίδιο σημείο (αν και εν προκειμένω δεν είχε ανατείλει ακόμη), μπορεί ο κόκορας μου να λαλούσε με τον ίδιο τρόπο (και δη βραχνά και εκνευριστικά), μα εκείνη η μέρα, η 24η Φεβρουαρίου του σωτήριου έτους 1821 ήταν προγραμματισμένη να μείνει στην ιστορία.
Έμεινα για λίγο ξαπλωμένος, σε μια ενδιάμεση κατάσταση ύπνου και ξύπνιου. Σκεφτόμουν ξανά την Επανάσταση. Τόσος χρόνος, τόση κούραση, τόση αγωνία. Και πια είχαν τελειώσει τα ψέματα. Τέρμα τα λόγια. Ήταν ώρα για τα έργα.
Ο δικός μου αγώνας έληγε εκείνο το πρωί. Το πρωί που θ’ άρχιζε ο αγώνας των άλλων. Δε θα πολεμούσαμε πια με πένες, «με το γάντι», μα με κουμπούρια. Ένα χαμόγελο ευτυχίας ανέβηκε στα χείλη μου και συναντήθηκε με το δάκρυ που κατέβαινε στο μάγουλό μου. Όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν εδώ. Και πού να το φανταζόμουν αυτό πριν δέκα χρόνια...

Θυμάμαι ήμουν στην Πρέβεζα, είχα πάει να παραλάβω ένα δέμα με σφραγίδες για μέταλλα –του πατέρα μου: αργυροτεχνίτης. Όσο περίμενα το καράβι πλάκωσε η συνοδεία του Αλή. Κάποιον περίμεναν. Ξεμάκρυνα, δεν ήθελα ούτε να τους βλέπω. Ο ένας τους μάλιστα ήταν κι Έλληνας, η μάνα του συγχωριανή μας. Με είδε και με φώναξε.
-Τι θες; Δε μιλάω τούρκικα, είπα και του γύρισα την πλάτη.
-Τι κάνει η μάνα μου ωρέ; Δε μου μιλάει πια, δε με γνωρίζει. Ζει, είναι καλά;
-Με τέτοιο μούσκαρο γιο που ‘κανε λες να ‘ναι καλά;
Τα μάτια του βούρκωσαν. Ήμασταν συνομήλικοι μα αυτός έδειχνε παιδάκι ακόμα.
-Μια λέξη μόνο πες μου, μόνο αν ζει.
-Ζει, του είπα κι έκανα να φύγω.
Μ’ έπιασε, γονάτισε κι άρχισε να μου φιλάει το χέρι ψέλνοντας χίλια ευχαριστώ.
-Έλα, σήκω. Άσε με, τον έσπρωξα.
Μα αυτός σερνόταν πίσω μου. Να περιμένω έλεγε. Να με γυρίσει αυτός στα Γιάννενα. Περίμεναν έναν Άγγλο Λόρδο, καλεσμένο του Αλή, η φρεγάτα του είχε έρθει, σε λίγο θα ‘φευγαν.
Εκείνη την ώρα έφτασε και το καράβι που περίμενα. Τον αγνόησα και πήγα να πάρω το δέμα του πατέρα μου. Φεύγοντας είδα το καραβάνι του Πασά να ξεκινά.
-Ε, Λάμπρο, τι γινάτια είναι αυτά; Για όνομα του Θεού, έλα μαζί!
-Για όνομα ποιανού Θεού; Τον ρώτησα.
Δε μπορούσα ν’ ανέβω. Κουδούνια θα μου κρέμαγαν στο χωριό. Με τις άμαξες του Πασά, φιλίες με προδότες και Άγγλους ευγενείς. Να μου έλειπε. Αλλά μετά το ξανασκέφτηκα. Με τις ενέδρες των κλεφτών στα χωριά, δε θα ήταν και τόσο καλή ιδέα να κυκλοφορώ με τις σφραγίδες πάνω μου. Αν έπεφτα στα χέρια τους το δέμα θα κατέληγε κομματάκια για βόλια. Και ο πατέρας μου, αποκλείεται να πίστευε ότι με λήστεψαν. Θα νόμιζε ότι τα προσέφερα οικειοθελώς -ήξερε πόσο θαύμαζα τους αρματολούς στα βουνά. Κι εξάλλου, λίγους φόρους πληρώναμε στον Αλή; Ε, ας τον εκμεταλλευόμουν μια φορά και να γύρναγα στον τόπο μου, με δικές του δαπάνες.
Κατευθύνθηκα προς το καραβάνι.
-Πού να μπω; Τον ρώτησα.
Εκείνος κατέβηκε όλο χαρά. Έτρεξε και άνοιξε μια άμαξα.
-Άρχοντα Μπάιρον, να κάτσει μαζί σας; Φίλος μου. Αδελφός!
-Σούρρρ, είπε ψυχρά ο τζιτζιφιόγκος και μάζεψε τα πόδια του για ν’ ανέβω.
Ήταν ξανθός, καχεκτικός και με ηλίθιο όνομα. Μπάιρον. Μα είναι δυνατόν να τον βάφτισαν Μπάιρον; Είναι όνομα αυτό για αρσενικό; Κι ο φίλος του, βέβαια, δεν πήγαινε πίσω. Ήταν της ίδιας συνομοταξίας των μη μου άπτου. Όπως και να ΄χε πια δε μπορούσα να αλλάξω γνώμη. Είχαμε ξεκινήσει το ταξίδι μας.
Στην διαδρομή, θέλοντας και μη, γνωρίστηκα καλύτερα με τον Μπάιρον –γιατί ο φίλος του κοιμόταν συνεχώς στη διαδρομή. Δεν ήταν τόσο άγγελος όσο έδειχνε η φάτσα κι η καταγωγή του. Ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, γόνος πλούσιας οικογενείας, αλλά με κάτι τσιγγάνικο στο αίμα του. Αφού έζησε για χρόνια έκλυτο βίο, αντελήφθη ότι δεν του αρκεί αυτό. Κι άρχισε τα ταξίδια.
-Και τι σε φέρνει στην Ελλάδα;
Έσκυψε στο αφτί μου και είπε συνωμοτικά.
-Λιμπερέισον. Ρεβολούσιον.
Δεν καταλάβαινα γρι.
-Ε-πα-νά-παυ-ση.
Τον κοίταξα χαζά.
-Λάθος το είπα; Ε-πα-νά-στα-ση, ξανασυλλάβισε ο Μπάιρον.
-Σκάσε, του έκλεισα το στόμα με το χέρι. Είναι οι Τούρκοι έξω.
Μου τράβηξε το χέρι και σκούπισε τα χείλη του με ένα φρεσκοπλυμένο μαντίλι. Είχε μια έκφραση αηδίας την ώρα που προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι δεν ξεστόμισε κανένα τρομερό μυστικό. Είναι πια γνωστό στην Ευρώπη πως οι Έλληνες ετοιμάζονται να εξεγερθούν. Από καιρό έχουν τα παλικαριά τους στα βουνά, κλέβουν όπλα και πλιατσικολογούν στα παλάτια για να ζήσουν. Είναι οι αντάρτες που η φωνή τους δε φτάνει ποτέ στην πόλη, μα φτάνουν οι άγριοι χοροί και τα τραγούδια τους. Είναι οι αντρειωμένοι που κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό τους μα οι παλικαριές τους κάνουν τον εχθρό να τους μισεί θανάσιμα.
-Εσύ δεν ξέρεις καμία συμμορία, ρώτησε ο Βύρων χαριτολογώντας.
-Ναι, την 300 Λ. Είναι μια κλέφτικη οργάνωση που βάζει μπουρλότα σε ανύποπτους Τούρκους αγάδες.
Έδειξε να ενθουσιάζεται. Κρεμάστηκε απ’ τα χείλη μου σα να περίμενε να του πω ιστορίες για πολεμικές συρράξεις και ανταρτοπόλεμους.
-Μωρέ, είσαι μετά καλά σου; Δεν ξέρω πράμμα.
Απογοητεύτηκε εμφανώς.
-Κρίμα. Γιατί εγώ, ποέτα. Ποιητής. Τραγουδάω τη λεβεντιά.
-Τραγουδάς, φφφ, ξεφύσηξα αποδοκιμαστικά. Γιατί δεν πας να πολεμήσεις;
-Πολεμιστές πολλοί, μυαλό τίποτα. Άμα θες να βοηθήσεις βοήθα να οργανωθεί η επανάσταση.
Είχαμε κάνει τα μισά του δρόμου όταν μας έπιασε η νύχτα. Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε σ’ ένα χάνι κάτω απ’ την Πίνδο. Το σκοτάδι πηχτό και μόνο τ’ αστέρια από πάνω μας έδιναν ένα μήνυμα ελπίδας.
Το βράδυ δε μ’ έπιανε ύπνος. Βγήκα κι έκατσα κάτω από ένα έλατο. Άναψα ένα αράβικο. Ξαφνικά άκουσα σούρσιμο, τινάχτηκα μην ήταν φίδι. Είδα το Λόρδο να πλησιάζει. Το σούρσιμο ήταν απ’ το κουτσό του πόδι.
-Μοιάζεις να βάζεις φωτιά στη νύχτα με την ανάσα σου, βγάζεις καπνούς απ’ το στόμα! Γέλασε ο Μπάιρον καθώς έκατσε δίπλα μου, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα.
Δεν του απάντησα. Έμεινα να κοιτάζω τον ουρανό.
-Αχ, τ’ αστέρια;
-Δεν είναι αστέρια. Είναι τα βόλια των επαναστατών, που τρυπάνε τα σκοτάδια της τουρκοκρατίας. Κοίτα, η λάμψη της ελευθερίας φαίνεται από πίσω, μουρμούρισα.
-Μάλλον είσαι κι εσύ ποιητής, χαμογέλασε ο Μπάιρον.
-Η ποίηση, η πράξη, είναι αυτό που κάνουμε, που είμαστε. Κοίτα λοιπόν πέρα απ’ τα λόγια να κάνουμε κάτι κι εμείς, για να γίνουμε αληθινά ποιητές.
Και μείναμε να κοιτάμε τον ουρανό, μέχρι που το τσιγάρο μου έκαψε τα δάχτυλα και πήγαμε για ύπνο.

(συνεχίζεται)

13.3.11

L.F.E.

Νερό… Όταν είσαι παιδάκι σου στέλνει ραβασάκια στο νηπιαγωγείο και σε καλεί σπίτι του να δεις την καινούρια του μπετονιέρα. Θα μπορούσες να σκεφτείς ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει οικοδόμος, εσύ όμως τον σκέφτεσαι γαλάζιο πρίγκιπα. Μετά μεγαλώνεις, ο πρίγκιπας γίνεται ροκ σταρ, ήρωας από σήριαλ, σχολικός καθηγητής, ιδιοφυής συμφοιτητής ή ακόμα και ο μαλάκας μπάρμαν –τον οποίο λατρεύεις να μισείς. Σε όλες τις περιπτώσεις, το εφηβικό όνειρο LFE φουσκώνει σε μια πελώρια τσιχλόφουσκα που κολλάει σε κάθε κομμάτι του εγκεφάλου σου και όση μόρφωση κι αν λάβεις, όσες εμπειρίες κι αν ζήσεις, όσο και να έχεις καταφέρει να την ξεκολλήσεις πάντα θα μένει γεύση φράουλας στα όνειρά σου και θα περιμένεις η ερωτική σου ιστορία να είναι τόσο ρομαντική και υπέροχη όσο την έχεις φαντασιωθεί, χωρίς την παραμικρή αλλαγή: να γίνουν όλη απ’ την αρχή ως το τέλος, ως το τελευταίο θαυμαστικό –που θα έχει και καρδούλα, αντί για τελεία!

Αέρας… Μετά ξυπνάς και είναι καλοκαίρι και είσαι χάλια, μετά φθινόπωρο και χειμώνας και είσαι συνέχεια χάλια. Το Love For Ever σου έχει μετονομαστεί σε Lοve Fucks Everything. Κι αυτό γιατί νόμιζες ότι αγάπη είναι να ζεις σ ένα ροζ σύννεφο. Ενώ είναι το να αντιμετωπίζεις τις συνεχόμενες πτώσεις από αυτό, να σηκώνεσαι να σκουπίζεσαι και να ξανανεβαίνεις, μέχρι την επόμενη πτώση. Η υπέροχη σχέση δεν είναι χωρίς ασυνεννοησίες και κακοκαρδίσματα, αλλά βασίζεται στην παραφθορά του Ταοϊστικού μότο: αν κάτι αλλάζει στη σχέση, άλλαξε το. Αν κάτι δεν αλλάζει, δέξου ότι δεν αλλάζει ή χώρισε τον. Και μάθε να διακρίνεις τι αλλάζει και τι όχι. Αυτό το λέμε συναισθηματική νοημοσύνη.
Και ύστερα, εσύ που κοπανιόσουν και αγωνιζόσουν να σου πουν για γάμο, μόλις οριστεί η ημερομηνία παθαίνεις συνεχόμενες κρίσεις πανικού «τι το θελα, πού πάω, γιατί να το κάνω, μια χαρά δεν είμαι μόνη μου, πώς θα περάσω όλη μου τη ζωή με τόση ένταση σε επικοινωνιακό χάος»; Ξαφνικά το ροζ συννεφάκι μοιάζει με πεινασμένο κροκόδειλο, έτοιμο να σε καταπιεί, και σκέφτεσαι διάφορα τσιτάτα όπως «ο γάμος είναι το ιδεωδέστερο σύστημα αυτόβουλης καθυποταγής» και «είμαι πολύ καλύτερα χωρίς εσένα»


Φωτιά… Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή τουλάχιστον, είσαι. Γιατί μετά από μια βδομάδα το σύνδρομο στέρησης χτυπάει καμπανάκι, δε μπορούσες να κάνεις τίποτα μαζί του και τώρα δε θες να κάνεις τίποτα χωρίς αυτόν, παρότι λες πως όταν τον δεις θα σου ρίξεις καμιά ξανάστροφη καταλήγετε αγκαλιά και ενώ λες «θα τον χωρίσω αύριο το πρωί» οι μήνες περνάνε και είστε μαζί. Συναισθηματική νοημοσύνη, είπαμε; Μηδέν.

Γη… Ο έρωτας είναι τυφλός κάτω από τους πολυέλαιους του ενθουσιασμού. Όταν δεν ξέρεις τίποτα για τον άλλο και γεμίζεις τα κενά με όσα θα ήθελες να βρεις εκεί. Μετά, περνά ο καιρός, ψάχνεις στις τσέπες του για αστερίες και βρίσκεις αχινούς -λογικό είναι να τσιμπηθείς. Δεν είναι που ο άλλος δε θέλει να σου δώσει- είναι που θέλεις αστερίες και αυτός προσφέρει αχινούς. Το ξέρω ότι έτσι ειναι, τελικά. Το ζω και το νιωθω όλο αυτό και υπάρχουν στιγμές που δεν ειναι τόσο άσχημο. Θα ήθελα όμως, για μια φορά, μόνο για μια ,να έβγαινε το εφηβικό όνειρο, κι ας μην είναι όλο σωστό. Ας έχω κάνει και όλες τις εκπτώσεις -που μου λένε οι φίλοι να μην κάνω-, κι ας έχω ρίξει τον πήχη στα περισσότερα. Θα ήθελα να έβγαινε, έστω, αυτό το ρημάδι, το τέλος της ιστορίας: να με φροντίζει στα καλά και στα άσχημα, να με αγαπάει εμπράκτως! –και ναι, θέλω και το θαυμαστικό στο τέλος- κι ας έχει και τελίτσα αντί για καρδούλα. Ας έχει και τελίτσα, τελικά. Αλλά θέλω και το θαυμαστικό στη ζωή μου. Το θέλω!