CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.4.09

δια πάσαν νόσον και πάσαν...

Προσφατα διάβασα σε φέιγ- βολάν για τον κύριο Cisse Sam, τον μεγάλο αστρολόγο- μάντη- μέντιουμ διεθνους φήμης. Είναι ειδικός για όλα τα προβλήματα (ενάντια στους εχθρούς, σχετικά με προσλήψεις στο δημόσιο, ερωτικά προβλήματα, σεξουαλική ανικανοτητα, χρόνιες παθήσης, τυχη στον έρωτα, ξόρκια κατα της μαγειας, επιστροφή αγαπημένου προσώπου κ.α). Εχει 25ετή εμπειρία και ειναι μέλος του Συμβουλίου των Μέντιουμε του Ιερού Δάσους της Δυτικής Αφρικής. Κάνει -λέει- σοβαρή δουλειά, γρηγορη και αποτελεσματική. Μαζι με τα mail που έχουν τσακισει να μου έρχονται από τον έκπτωτο βασιλιάς της Ζιμπαμπουε, της Ζάμπια και του Κονγκό- που λένε ότι αν τους βρω έναν καλο δικηγόρο να τους βοηθησει να επιστρέψουν στο θρόνο τους θα μου δώσουν το μισο τους βασιλειο, αποφάσισα να ζητησω γαμπρό από Αφρικη μεριά:

Ζητειται άνδρας που μπορει να λύσει όλα μου τα προβλήματα (αρχίζοντας από το πώς να περάσω το τριήμερο)

Μέλος Ιερού Δάσους (ή και ανιερου-δε θα τα χαλάσουμε στις θρησκευτικές πεποιθησεις δα)

Που τα άστρα να του έχουν γραμμένο ότι θα γινει Ομπάμα στη θέση του Ομπάμα (και φυσικα να ειναι τόσο καλος αστρολογος που αυτο να ξέρει να το διαβάσει στα άστρα του)!

Επισης, να ανταποκρινεται στα στερεότυπα των αφρο-αμερικάνων περι μεγέθους

Α, και να έχει επιχειρηματα (επιστημονικά) που να υποστηριζουν το επαγγελμά του- διοτι η μητέρα δε με αφηνει να παντρευτω κανεναν αγυρτη !!!

27.4.09

Ecology for your ears! - indieannalog set # 21

Το Σαββατοκύριακο το πέρασα σε ένα masterclass του Βρετανικού Συμβουλίου, σχετικά με τις παρουσιάσεις επιστημονικών θεμάτων σε ευρύ κοινό. Ο Έλληνας εκπαιδευτης λόγω του ότι ηταν Αθηναίος- ήτοι κοντοχωριανος!- έχανε αυτομάτως την λαμψη του και γινοταν κοινός θνητός σαν κι εμάς! Αλλά ο έτερος εκπαιδευτής μας ερχόταν από Αγγλια μεριά και επιπλέον έμοιαζε σαν μεσηλικη εκδοχή του δικο μας Techie (μονο που αυτος ειναι δημοσιογράφος που ασχολειται με όλα τα επιστημονικά ζητηματα και όχι ειδικά με την τεχνολογία). Και το ονομα αυτου Quentin Cooper.

Όπως πιθανόν καταλαβαινετε, ο τύπος δουλευει στον πιο δημοφιλή σταθμο της χώρας και ο λόγος που βρισκεται σε ένα indieannalog -πέραν του ότι ειναι το πιο καλλιεργημένο και ταυτοχρονα ενθουσιώδες άτομο που ξέρω και έχει το ίδιο υπεροχo γαλάζιο βλέμμα του Τεκ- βρισκεται εδω γιατι ξέρει πολλη και καλή μουσική την οποια καταφερε να την συνδέσει με την επιστημη: πεταξε την ιδέα για να οργανωθεί και συμμετειχε και ιδιος σε μια αποστολή επιστημονων και μουσικών στην Γροιλανδία, με σκοπο να εξερευνησουν το πολιτισμικό αντικτυπο της κλιματικής αλλάγης. Φυσικα ο απωτερος σκοπος ηταν να τραβηξουν την προσοχή του κόσμου στα περιβαλλοντικά ζητηματα!


Απο μουσικούς τα χοντρα μπουφαν και τους σκουφους φόρεσαν οι Jarvis Cocker, Martha Wainwright, KT Tunstall, Feist, Robyn Hitchcock, Ryuichi Sakamoto, ο Beatboxer Shlomo, ο συνθέτης Jonathan Dove. Όλοι αυτοι μαζι με δυο ομάδες επιστημονων (εμένα γιατι δε με φώναξε κανεις, ααααααχ, να μη γινω ωκεανολόγος όταν έπρεπε!) περασαν 10 μέρες να ταξιδευουν ανάμεσα σε κολπους της Γροιλανδιας που πλητωνται περισσοτερο από την κλιματικη αλλάγη χρησιμοποιώντας όλα αυτα τα δεδομένα- εικονες, πληροφοριες και συζητησεις μεταξυ τους- ως πηγη έμπνευσης.


εδω μπορειτε να δειτε όλο το "πλήρωμα" της αποστολής και να χαζεψετε από πρώτο χέρι στα blog τους τις εμπειριες και την οπτικη του καθενός (πρόλαβα και ειδα μονο τα blog του Quentin και του Jarvis, αλλα θέλω να τα ψάξω όλα)!

Η μουσικη ειδηση ειναι ότι στο καινουριο του LP ο κύριος Cocker έχει ένα "αρκτικο" τραγουδι που έγραψε εκει, το ίδιο και η Katie Tunstall ενω ο μεγάλος Sakamoto έχει γραψει ένα ορχηστρικο θέμα. Οπότε τους περιμένουμε (σαν τα χιόνια)!

Αν στο μεταξυ δεν κρατιέστε, ακουστε μερικά προηχογραφημένα στιγμιοτυπα που παιζουν ενδιάμεσα σε συνεντευξεις τους, στην Πρωτοχρονιάτικη εκπομπή του Quentin.
(πατα στο παραθυράκι εκει που λέει "play it again")

19.4.09

οβελίας αλά γκαράζ - indieannalog set #20

τα λινκ των τραγουδιών ειναι στα σχόλια

Γη...
animals- bury my body. Η ημέρα του Πάσχα είναι μια ημέρα αγάπης για όλα τα πλάσματα της Φύσης -πλην των ζώων του αγροκτήματος. Λέγεται πως ο λόγος που συγκεκριμένες θυσίες έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένες εποχές (σφάζουμε αρνιά- κατσίκια την Άνοιξη, κόβουμε τα Έλατα τον χειμώνα) γίνεται για πρακτικούς λόγους (εν προκειμένω είναι η εποχή που τα εν λόγω ζώα γεννοβολάνε σαν τρελά). Κι αν ο κύριος Burton παρότι ένα εκ των "ζώων" την έχει δει Χριστιανικά (bury my body cause I'm gonna live with God), ΟΚ, θα σε θάψουμε, αφού σε ξεκοκαλίσουμε πρώτα χρυσό μου!

Φωτιά... Swampmeat - Sister Mary. Δεν μπορώ να καταλάβω τι είδους κρέας έχουν αυτοί, τους συναντά πάντως προς Philadelphia μεριά όπου κυκλοφορούν ντυμένοι ως geeks που κατοικούν σε πόλη φάντασμα του Φαρ Ουέστ. Τους βρίσκω αρκετά γευστικούς παρότι είναι από τις φορές που καλύτερα να ακούς, παρά να (τους) βλέπεις!

Αέρας... Τι να σου κάνει και το τσοπανόσκυλο όταν έχει να τα βάλει με μια ολόκληρη παρέλαση λύκων; Mando Diao - Sheepdog & Wolf parade - We built another world

Νερό... Mountain Goats - Autoclave. Αγριοκάτσικα. Στην Κρήτη τα λεγόμενα Κρι- Κρι. Άντε πιάσ' τα! Μήπως εγώ θα μπορούσα να έχω εκείνο το μπιφτέκι που παράγγειλα;

Άντε, καλό Πάσχα!

18.4.09

Holy smoke (part II)

(για να διαβάσετε το α μέρος, πατήστε εδώ)

Το βράδυ της Ανάστασης μπήκα στην εκκλησιά περίλυπος και το μόνο που μου έφτιαχνε τη διάθεση ήταν ότι θα γλίτωνα για λίγο απ’ τη μάνα μου: θα πήγαινε στον γυναικωνίτη. Όσο βρισκόταν κοντά μου γινόταν επιτακτικότερη η ανάγκη νικοτίνης.
Με τον πατέρα πήγαμε στον απέναντι διάδρομο. Τα στασίδια ήταν όλα πιασμένα εκτός από ένα. Έκατσα εκεί αλλά ο Σάββας της Ευανθίας μου έκανε νόημα να φύγω «μη στάξει το καντήλι». Γύρισα και το είδα να κρέμεται από πάνω μου. Χαμογέλασα συγκαταβατικά αλλά δεν κούνησα ρούπι. Έψαχνα με τα μάτια τα ξαδέρφια μου –αυτά θα είχαν σίγουρα πάνω τους τσιγάρα. Ήταν όμως νωρίς ακόμα. Οι Αθηναίοι έρχονταν στην Ανάσταση δυο λεπτά πριν πει το «Χριστός Ανέστη». Έμεινα να κοιτάω το τέμπλο.
Η εκκλησία είναι παλιά, του 1800κάτι. Στην κορυφή πάνω απ’ το ιερό στέκεται ο Εσταυρωμένος κι από κάτω μια νεκροκεφαλή με δυο κοκάλα χιαστί. Παλιά μου θύμιζε σημαία πειρατών και έφτιαχνα διάφορες ιστορίες για το πώς βρέθηκαν οι κουρσάροι σ’ αυτή τη βουνοκορφή (ούτε με τον κατακλυσμό του Νώε δε θα έφτανε πλοίο εδώ πάνω). Εκείνη τη νύχτα όμως η νεκροκεφαλή έβγαζε καπνούς από τις κόχες, ενώ από κάτω της δυο τσιγάρα άφιλτρα, λευκά και χοντρά σα μπουρούδες, έκαιγαν αργά και βασανιστικά. «Ωχ...» αναστέναξα, σαν για να ανασάνω, «πώς θα περάσω κι αυτή τη νύχτα άκαπνος».
Εκείνη την ώρα ο παπα-Γιάννης, με το θυμιατήρι στο χέρι, άρχισε να περνά απ’ τους διαδρόμους ψέλνοντας. Θυμήθηκα ξάφνου τη μάνα μου, μια νύχτα που έκραζε τον πατέρα «σβήνε το καλά τουλάχιστον το λιβανιστήρι (το τσιγάρο έλεγε λιβανιστήρι), μου κάπνισες όλες τις κουρτίνες πάλι». Το όραμα του τσιγάρου να σιγοκαίει στο τασάκι, ένα κεράκι καταφρονεμένο που σβήνει αργά, μαρτυρικά, ένα κεράκι ταπεινό που καίγεται για να λιώσουν τα δικά μας βάσανα, με οδήγησε σχεδόν να γονατίσω την ώρα που πέρναγε ο πάτερ. Εισέπνεα μανιωδώς, μαυρίζοντας τα πνευμόνια μου με τον άγιο καπνό (απ’ το ολότελα, καλό και το λιβάνισμα), όταν κάτι μου κοπάνησε το κεφάλι.
«Σήκω τρισκατάρατε, δεν κάνουμε δεήσεις ακόμα, όρθιοι όταν περνάω».
Και σαν σηκώθηκα είδα τη μάνα μου από απέναντι να δαγκώνει τη γροθιά της, «αχ, θα σε λιώσω βρομόπαιδο, ρεζίλι μας έκανες πάλι».
Ο δε πατέρας, από φόβο μην τον πάρει κι αυτόν η μπάλα, «να τηράς τη μάνα σ’» μου είπε. «Να κάθεσαι σαν κάθεται, να στέκεσαι σαν στέκει».
Έτσι κι έκανα. Κάθισα μόλις κάθισε και σηκώθηκα αστραπιαία σαν σηκώθηκε. Μόνο που όπως πετάχτηκα απότομα κουτούλησα στο καντήλι πάνω απ’ το στασίδι και -όπως ειχε προβλέψει ο Σάββας της Ευανθίας- έγινα σα λαδωμένος ποντικός. Και το καλύτερο; Όλοι οι άλλοι κάθονταν και με κοιτούσαν. Γιατί απλά η μητερούλα δεν είχε σηκωθεί λόγω του εκκλησιαστικού τυπικού. Απλά ήθελε να δει καλύτερα κάποια που έθαβε με τη διπλανή της!

Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή έσβησαν τα φωτά και ο τραγόπαπας είπε το «δεύτε λάβετε φως».
Έβγαλα το σακάκι και έσκυψα το κεφάλι για να σκουπίσω τα μαλλιά μου απ’ τα λάδια. Και τότε μπήκε η Μαργαρίτα. Δεν την είδα, αλλά την άκουσα. Τα μποτάκια της χτυπούσαν με μίσος το πάτωμα, λες και ήταν μαλωμένη με κάθε ψηφίδα του μωσαϊκού της εκκλησιάς. Δεν κοντοστάθηκε στα καντηλέρια ν’ ανάψει ένα κερί για βοήθειά της, ούτε στα εικονίσματα να προσκυνήσει. Απλά προχώρησε μουρτζούφλικα προς τον γυναικωνίτη, ακολουθώντας στα τυφλά τη μάνα της.
Προχώρησα μπροστά σαν υπνωτισμένος και κρύφτηκα πίσω από ένα ξυλόγλυπτο θρόνο –μάλλον προοριζόταν για κανένα Αρχιδιάκο, γιατί κανείς δεν καθόταν εκεί. Δίπλα μου ακριβώς ήταν ο Ξενοφών, μαζί με τους δυο αρχαίους ψάλτες του χωριού. Ο Ξενοφών ήταν εγγονός του ενός απ’ αυτούς και πήγαινε κι εκείνος σχολείο στα Γιάννενα. Μόνο που δεν βλεπόμαστε συχνά, γιατί αφενός εκείνος δεν ερχόταν στο Τεχνικό αλλά πήγαινε για Φιλολογία, αφετέρου στις ελεύθερες ώρες του -που έλεγε ότι τις περνάει στο Ωδείο Βυζαντινής Μουσικής- ξόδευε το βδομαδιάτικό του με Ουκρανές. Εγώ ούτε φράγκα είχα, ούτε καμιά καούρα να γαμήσω αλλοδαπές, ούτε και παθολογική λατρεία για το σκόρδο–απ’ το οποίο φαινόταν να είχε φάει τόνους εκείνο το βράδυ κι έζεχνε ακόμα και ο ιδρώτας του από δαύτο.
Σιγά- σιγά άναψαν όλες οι λαμπάδες και το πρόσωπο της Μαργαρίτας έλαμπε σαν άστρο μέσα στο σκοτάδι των μαλλιών της. Την κοιτούσα μισοκρυμμένος πίσω απ’ το θρόνο κι όταν γύρναγε προς τη μεριά μου τραβιόμουν πίσω απ’ την ξύλινη πλάτη του. Πόσο ήθελα να τη φιλήσω. Εκείνη τη νύχτα και όλες τις νύχτες της ζωής μου –από όταν άρχισα να καταλαβαίνω τις διαφορές των φύλων. Πολλά κορίτσια είχα γνωρίσει στα Γιάννενα, όμορφα, ροδαλά, ζωηρά. Αλλά εκείνη είχε κάτι που δεν είχαν οι άλλες. Η Μαργαρίτα ήταν διαφορετική. Ήταν πάντα μουτρωμένη. Σα να ήταν θυμωμένη μ’ όλο τον κόσμο. Κι εγώ όποτε την έβλεπα έτσι συνοφρυωμένη ήθελα να τη γαργαλήσω, να της πω αστεία, να την κάνω να γελάσει, να την δω ευτυχισμένη. Όπως με έκανε κι εκείνη και μόνο που υπήρχε.
Έβγαλα ξανά το κεφάλι μου πίσω από το θρόνο μα καθηλώθηκα εκεί. Με κοίταζε! Όχι, δεν είχε πέσει το βλέμμα της πάνω μου όπως τίναζε τα μαλλιά της, με κοίταζε κανονικά. Και –ω, Θεέ!- χαμογέλαγε. Μια λάμψη εκτυφλωτική άστραψε ξάφνου στο χώρο, θέρμη με διαπέρασε και ένιωσα ένα καυτό βέλος να διαπερνά το θώρακα, στο ύψος της καρδιάς.
«Ο έρωτας» μουρμούρισα, «ο έρωτας».
«Ο Φώντας» άκουσα τότε να φωνάζει ο νεωκόρος, «ο Φώντας».
Και τότε το πρόσεξα: η λαμπάδα του Ξενοφώντα δίπλα μου είχε... λαμπαδιάσει. Μάλλον δεν είχε κάψει καλά το φυτίλι, ποιος ξέρει, πάντως έβγαζε μια φλόγα της ίδιας της Κολάσεως, μια παλάμη ύψος! Το κερί έπεφτε σαν καυτή βροχή πάνω στο χέρι του. Έκανα να του πάρω τη λαμπάδα αλλά δεν πρόλαβα. Η Μαργαρίτα έσπευσε χαμογελαστή και του πρόσφερε τη δική της. Μ’ αυτόν χαμογελούσε τόση ώρα λοιπόν. Αυτόν δίπλα μου κοίταζε, όχι εμένα. Και του χάιδεψε και το χέρι πάνω στην ανταλλαγή! Ε, μα πόσα πια πλήγματα σε ένα βράδυ. Πόσα να αντέξω ο άνθρωπος; Πλέον θα χάριζα την ψυχή μου στο Διάβολο για ένα τσιγάρο.
Βγήκα οργισμένος έξω κι έπεσα πάνω στον Μάκη και τον Λάκη, τα ξαδέρφια μου.
«Ένα τσιγάρο ρε παιδιά, ένα τσιγάρο» ικέτεψα καθώς τους ακολουθούσα πίσω απ’ το ιερό για να ρίξουμε τα βαρελότα.
Τα δυο βλαμμένα πρωτευουσιανάκια κοιτάχτηκαν και είπαν «τι δίνεις για ένα τσιγάρο».
Στην κατάσταση που ήμουν θα τους έδινα από ένα «μπουκέτο» αλλά είπα να μην κολαστώ άλλο άγια μέρα.
«Ό,τι θέτε ρε παιδιά, μόνο δώστε μου ένα».
Αυτά ξανακοιτάχτηκαν. «Ό,τι θέλουμε»;
«Ναι». Με γκάστρωσαν πια.
Ρίξανε ένα συνωμοτικό βλέμμα ο ένας στον άλλο. «Έχουμε δυο εκθέσεις ο καθένας να γράψουμε μέσα στις διακοπές. Τι λες, θα τις προλάβεις απουσιολόγε»;
Α, ρε μάνα, «αριστούχο» με ανέβαζες, «σημαιοφόρο» με κατέβαζες, μ’ έκαψες με τα κοκορέματά σου Πασχαλιάτικα.
«Μια για τον καθένα» είπα.
«Δύο ακατέβατες».
Η νύχτα ήταν δύσκολη, δεν είχα κουράγιο για παζαρέματα. Έγνεψα «ναι» και άπλωσα το χέρι. Εκείνοι έβγαλαν δυο πακέτα και μου πρόσφεραν ταυτοχρόνως από δυο διαφορετικές μάρκες. Πήρα ένα κι ένα και τ’ άναψα και τα δυο απ’ τη λαμπάδα μου. Έκανα διπλές τζούρες και με τα σεκλέτια που είχα ένιωθα σαν τον Κούρκουλο στη σκηνή εκείνη που χορεύει γύρω απ’ τις φλόγες της παλιάς του ζωής. Αντί για το «Χριστός Ανέστη» άκουγα το Στράτο απ’ το γραμμόφωνο να τραγουδάει «η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου». Τα βεγγαλικά που πέταγαν τα ξαδέρφια μου σκίζανε το νυχτερινό ουρανό κι άνοιγαν πόρτες για την ψυχή «που σαν χελιδόνι, έφευγε απ’ τα χείλη μου». Μα πάνω που ήμουν έτοιμος να μεταλλάξω το βηματισμό μου σε ζεμπεκιά, το παραθυράκι του ιερού άνοιξε και ο τραγόπαπας έβγαλε το κεφάλι του.
«Ούστ από δω συφοριασμένα, μη σας ρίξω κανέναν αφορισμό πασχαλιάτικα»!
Βάλαμε μια τρεχάλα και βγήκαμε στην μπροστινή αυλή. Μα εκεί έπεσα πάνω στη μάνα μου που μ’ έψαχνε σαν δε με είδε μέσα. Το ένα τσιγάρο μου έπεσε απ’ το στόμα. Το άλλο το έκρυψα μέσα στη φωλιά της παλάμης μου.
«Μην κουνήσεις ρούπι» μου είπε.
Μπήκε και βγήκε σέρνοντας έξω τον πατέρα μου άρον- άρον. Αυτοί μπροστά, εγώ από πίσω κι η μάνα μου να ψέλνει, να ψέλνει, να ψέλνει. Να απειλεί ότι θα μου κόψει τα Γιάννενα, θα μου κόψει κι όλως διόλου το σχολείο, ότι θα με κλειδώσει στην αποθήκη , ότι, ότι, ότι...
Φτάνοντας στο σπίτι φόρτωσε τη λαμπάδα της στον πατέρα κι άνοιξε την τσάντα για να βρει τα κλειδιά της εξώπορτας. Μα εκείνη την ώρα μέσα σ’ όλη την άπνοια ένα στιγμιαίο αεράκι έσβησε τα κεριά. Κοιτάξαμε στο δρόμο, όσοι μας ακολουθούσαν έπαθαν το ίδιο.
«Συμφορά» φώναξε η μάνα μου «να μην προλάβουμε να κάνουμε το σταυρό στην πόρτα, να μη μπει τ΄αγιο φως στο σπίτι μας, ποιος μας καταράστηκε να πάθουμε τέτοιο κακό, ποιος».
«Όφου» και «όφου» ξεφυσούσε η μάνα και ο πατέρας την κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι να πει.
Και τότε έβγαλα το τσιγάρο που σιγόκαιγε στην παλάμη μου κι έκανα μια ρουφηξιά. Η καύτρα έλαμψε. «Κάνε πέρα» της είπα. Και με τον καπνό που ανέβαινε ήσυχα στον ουρανό έκανα έναν αχνό σταυρό στην πόρτα.
«Με τ’ άγιο φως τ’ άναψες βρε αναθεματισμένο; Με τ’ άγιο φως βλάστημε; Είσαι παιδί μου εσύ; Είσαι σπλάχνο μου;».
«Ελένη», είπε τότε ο πατέρας, «ο Θεός τον διάλεξε να φέρει αυτός το άγιο φως στο σπίτι μας και τούτος το φέρε. Πιο άξιος από εμάς κι απ’ όλους μέσα στο χωριό».
«Λάμπρο, εσύ μη μιλάς γιατί... άντε, τι να σου πω, που ζέχνεις απ’ τα τσίπουρα κι έχεις και τη γιορτή σου. Άντε...». Κι άνοιξε να μπούμε.
Ο πατέρας την άφησε να περάσει και μόλις ξεμάκρυνε λίγο μου 'πιασε το χέρι κι έφερε το τσιγάρο στο στόμα του. Έκανε μια βιαστική τζούρα. «Μπα, ψόφιο πράμα, Αθηναίικο...» είπε απογοητευμένος και μπήκε μέσα.

16.4.09

Holy smoke (part I)

Όταν έφτασα στην άκρη του κόσμου (στο χωριό μου δηλαδή) ήταν νύχτα Μ. Πέμπτης. Λύκοι και τσακάλια ούρλιαζαν γύρω απ’ το βουνό, αλλά αυτό δε με έσκιαζε. Το μόνο που με έκανε να τρέμω ήταν μήπως φαίνονταν τα οκτώ τσιγάρα που είχα κρύψει στο στρίφωμα του παντελονιού. Τα ίχνη του πακέτου χάθηκαν κάπου στα Γιάννενα, γιατί αν το έβλεπε η μάνα μου η Σταύρωση θα γινόταν στη Στράτσιανη αντί στο Γολγοθά.
Την πρώτη φορά που μ’ έπιασε να καπνίζω πίσω απ’ το αλώνι του Αρσένη με περιέλαβε μ’ ένα καμτσίκι και με γύρισε βουρδουλίζοντας σπίτι. Όταν το παράπτωμα επαναλήφθηκε μου έκοψε το βδομαδιάτικο μέχρι το τέλος του σχολικού έτους (πράξη εντελώς ανώφελη γιατί έτσι κι αλλιώς από τράκες κάπνιζα, δεν αγόραζα πακέτα).
Ευτυχώς την επόμενη χρονιά τα πράγματα βελτιώθηκαν: ξέφυγα από τον στενό έλεγχο της. Τους έλεγαν οι καθηγητές ότι χαντακώνομαι στο χωριό, πως το μυαλό μου κόβει και πρέπει ν’ αρχίσω φροντιστήριο, να χτυπήσω βαθμό στις Πανελλήνιες. Είδαν κι οι γονέοι πως δεν άξιζαν τα χρήματα και η ταλαιπωρία να πηγαινοέρχομαι κάθε μέρα με ταξί στο Λύκειο της Κόνιτσας και πήραν τη μεγάλη απόφαση: μ’ έστειλαν να μείνω στα Γιάννενα. Μου νοίκιασαν ένα υπόγειο δυο τετράγωνα μακριά απ’ το σχολείο και κάθε βδομάδα με επισκεπτόταν εναλλάξ με το έμβασμα. Κι εγώ άρχισα να ζω φοιτητική ζωή στα δεκαεφτά. Ώσπου ήρθαν οι διακοπές του Πάσχα κι αναγκάστηκα να επιστρέψω στο χωριό.
Βγαίνοντας απ’ το ταξί έμεινα για λίγο ακίνητος, ίσα για να βεβαιωθώ ότι το αριστερό μπατζάκι βαραίνει και άρα τα τσιγάρα μου είναι ακόμα εκεί. Ήξερα ότι ο κρυμμένος θησαυρός δε θα με έσωζε για πολύ, αλλά είχα σχέδιο κατα νου. Υπολόγιζα ότι τη Μ. Παρασκευή η μάνα θα με ξύπναγε αξημέρωτα να κατέβουμε Κόνιτσα για το ρίφι (κάτι που γινόταν παραδοσιακά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου). Ο πατέρας κλασικά θα βαριόταν, εγώ θα κουτούλαγα απ’ τη νύστα, αλλά δε θα τη γλιτώναμε –εκτός αν δεχόταν να σουβλιστεί κάποιος απ’ τους δυο μας τη μέρα της Λαμπρής, παραχωρώντας και τα αντεράκια του για το απαραίτητο κοκορέτσι. Αυτή τη φορά η πατροπαράδοτη αγγαρεία της μεταφοράς του οβελία φάνταζε θεόσταλτο δώρο: με λίγη καλή τύχη θα βούταγα κανένα φράγκο απ’ το πορτοφόλι της και, όσο ο πατέρας θα παζάρευε στη στάνη του Μήτρου, εγώ θα έτρεχα στου Σταύρου και θα στούμπωνα κάθε τσέπη, πιέτα και σουρίτσα των ρούχων μου με χύμα καπνό. Ευκαιρία ήταν μέσα στις διακοπές, που βαριόμουν του θανατά, να μάθω να στρίβω. Με αυτή την αισιόδοξη σκέψη πέρασα το βράδυ της Μ. Πέμπτης απολαμβάνοντας το φως των άστρων και τους ιριδισμούς των καύτρων απ’ τα τελευταία τσιγάρα μου.
Το επόμενο πρωί δε μπορούσα να γυρίσω απ’ τη μια πλευρά. Η χαραμάδα στο παράθυρο, που είχα αφήσει ανοιχτό για να ξεκαπνίσει το δωμάτιο, ήταν αρκετή για να πλευριτωθώ. Μα αυτό δεν ήταν το μόνο άσχημο της ημέρας. Το χειρότερο ήταν πως ο ήλιος είχε ανατείλει. Κακός, πολύ κακός οιωνός: γιατί δε με ξύπνησε από νωρίς η μάνα; Συνέβη κάτι;
Σηκώθηκα βαρύς και περπάτησα σαν Κούρος κορδωτός, με τον λαιμό καμαρωτό λες και μου τον είχαν μπήξει στο σβέρκο. «Ιδού άλλη μια απ’ τις βλαβερές συνέπειες του καπνού: η ψύξις» μουρμούρισα με ύφος ειδήμονα, αλλά δεν είχα κουράγιο να γελάσω με το χάλι μου.
Μόλις εμφανίστηκα στην κουζίνα η μάνα μου απόρησε:
«Τι μούτρα είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι, σαν τη Μ. Παρασκευή»!
«Γιατί; Μ. Παρασκευή είναι σήμερα, σκέφτεσαι τίποτα πιο ταιριαστό»; απάντησα μουτρωμένος.
«Αχ, καημένη ‘Λένη!» συλλυπήθηκε τον εαυτό της. «Αλλά τι περίμενα, ν’ ακούσω κι ευχαριστώ που πήγα κι έφερα το κατσίκι με τον θειο Θόδωρα για να σ’ αφήσω να κοιμηθείς μια φορά».
Και άνοιξε τα χέρια στον κανακάρη της, περιμένοντας προφανώς να τρέξω να την αγκαλιάσω.
Όπως και έκανα. Μόνο κλαίγοντας.
«Έλα, σώπα» μου χάιδευε την πλάτη εκείνη, «το άξιζες να ξεκουραστείς, τόσο διάβασμα, τόσα ξενύχτια για τους βαθμούς. Έλα, μην κλαις τόσο απ’ τη χαρά σου, τι θα κάνεις δηλαδή στο γάμο σου»;
Ποιο γάμο
ρε μάνα, ποια χαρά; Με μαύρο δάκρυ έκλαιγα που έβλεπα ξαφνικά τον οβελία να στέκεται ολόρθος μπροστά στο νεροχύτη και να με κοιτάει απλανώς. Έβλεπα την Κόνιτσα να χάνεται μακριά, σαν νέφος χιμαιρικό, σαν τον καπνό απ’ τα δυο εφεδρικά τσιγάρα μου που θυσιάστηκαν στο βωμό του καφέ.
Πέρασα όλη την υπόλοιπη Μ. Παρασκευή χαρμάνης. Ανέβηκα μια βόλτα στο βουνό, να ξεχαστώ στον καθαρό αέρα. Αλλά από ψηλά το χωριό έμοιαζε φτιαγμένο από σπιρτόκουτα κι οι καμινάδες κάπνιζαν σαν πούρα. Προς το απόγευμα τα νεύρα μου είχαν γίνει φυτίλια. Στον Επιτάφιο κούναγα το κερί διαρκώς πέρα- δώθε, λες και είχα Πάρκινσον. Στο σπίτι έτρωγα τα νύχια, τις πέτσες, τα χείλια μου και εκλιπαρούσα τον Πανάγαθο, άγιες μέρες που ήταν, να κάνει ένα θαύμα και να βρέξει τσιγάρα. Αλλά δεν.
Και ξημέρωσε η τελευταία εργάσιμη, πριν τις αργίες του Πάσχα. Το Μ.Σάββατο το πρωί θα πέθαινα για ένα τσιγάρο. Το Μ.Σάββατο το βράδυ θα σκότωνα για ένα τσιγάρο...


(συνέχεια και τέλος το Μ. Σάββατο)!

9.4.09

annoulitsa.com

Τα αγόρια καλών οικογενειών για κάποιο λόγο μοιάζουν στον Μάριο Αθανασίου και παρότι δεν έχουν πάντα στυλ, έχουν τρόπους.

Ξέρουν να διαλέγουν σοκολάτες και σχεδιαστές –είναι χαλαροί και δεν έχουν στρες

Βαριούνται τα χλιδάτα πάρτι γιατί μεγάλωσαν με αυτά και λατρεύουν κάτι τρύπες που παίζουν indie σε σοκάκια χαμένα στο πουθενά

Έχουν υπομονή μαζί σου, γιατί κάνεις δεν τους την έχει εξαντλήσει- όπως συμβαίνει σ’ εσένα που το σύμπαν έχει βαλθεί να σε διαλύσει!

Τα αγόρια καλών οικογενειών όταν λένε πως θα πάρουν τηλέφωνο το κάνουν και στο σεξ σε φιλάνε διαρκώς –για να μη φωνάζεις και ενοχλείς τους γείτονες (είπαμε, έχουν τρόπους)!

Είναι οικολόγοι και σβήνουν στα φανάρια τη μηχανή του τζιπ (κι όταν του λες «σκατά οικολόγος που σέρνεις 200 άλογα μέσα στην πόλη για να πας ως το περίπτερο», σε κοιτάνε με το πιο ιλουστρασιόν χαμόγελο κι εσύ λες «δώσ’ του άφεση Κύριε δεν ξέρει τι κάνει -γιατί δεν ξέρει τι έχει»)!
Ως εκ τούτου
ζητείται αγόρι καλής οικογενείας
(ει δυνατόν να θυμιζει τηλεοπτικό χαρακτήρα)
χωρίς τζιπ και με τρόπους
που να θέλει να μοιραστούμε το ενοίκιο
σε τριάρι με θέα την θάλασσα
(όπως Λίτσα & Ηλίας- you know).

5.4.09

Όχι άλλο κάρβουνο (ήτοι επαναχρησιμοποιούμενο ξύλο) – Indieannalog set #18

τα link για να ακούσετε/ κατεβάσετε τα τραγούδια, είναι στα σχόλια

Φωτιά… Ένα φάντασμα στοιχειώνει την μουσική- το φάντασμα της ανακύκλωσης. Η ανακύκλωση είναι καλό πράγμα για το περιβάλλον, αλλά όχι τόσο καλό για τον ήχο. Εν προκειμένω ίσως θα έπρεπε να ισχύσουν και στη μουσική τα 4R: Refuse (τη μουσική που δε χρειάζεσαι), Reduce (την μουσική που κατεβάζεις κατά κόρον απ' το web), Re-use (μοιράσου τις μουσικές που έχουν κάτι να πουν), Recycle (μην ανακυκλώνεις τα ήδη ανακυκλωμένα πάνω από 5 φορές: τα ΒΑΡΕΘΗΚΑΜΕ). Οι Crystal Stilts έρχονται από το Brooklyn και παρότι εδώ θυμίζουν αρκετά Jesus & Mary Chain, είναι από τις μπάντες που δείχνουν να μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Crystal Stilts – The dazzed.

Αέρας… Οι Epic45 είναι Βρετανοί με εξαιρετικό ήχο και δεν είναι να απορείς που έχουν στιγμές στις οποίες επαναχρησιμοποιούν τις καλύτερες εμπνεύσεις των Walkmen. Σε τελική όταν βγήκε το ντεμπούτο των Νεοϋορκέζων μερικοί από εμάς άναψαν καντήλια για το θείο δώρο, ε, κάποιοι απλά έγραψαν μουσική! Epic45 - England fallen over & Walkmen - Blue route

Γη… Πάντα πίστευα ότι η Καλιφόρνια είναι πρώτη στην κατανάλωση, μα είναι παντελώς ανίκανη στην παραγωγή του οτιδήποτε (πλην κιτς τάσεων και σιλικόνης.) Μέχρι που είδα την -σχεδόν Emily the Strange εμφανισιακά- κόρη του Duchovny στο Californication και άκουσα και τους Little Teeth. Tα σπάνε τα πιτσιρίκια στο San Francisco, όχι αστεία! Little Teeth- Japanese candy.

Νερό… Οι Wavves είναι ο εξής ένας: ο skateboarder απ’ το San Diego, Nathan Williams, που λόγω ζέστης και ηλικίας βράζει το αίμα του και ο εγκέφαλός του και δημιουργεί μελωδικό θόρυβο με έφεση στο να σοδομεί το surf με Sonic Youth κιθάρες και να δίνει στα περισσότερα τραγούδια του την κατάληξη .goth. Τι να του πεις τώρα, 22 είναι, θα πήξει το μυαλό του. Wavves - Vermin.