(για να διαβάσετε το α μέρος, πατήστε εδώ)
Το βράδυ της Ανάστασης μπήκα στην εκκλησιά περίλυπος και το μόνο που μου έφτιαχνε τη διάθεση ήταν ότι θα γλίτωνα για λίγο απ’ τη μάνα μου: θα πήγαινε στον γυναικωνίτη. Όσο βρισκόταν κοντά μου γινόταν επιτακτικότερη η ανάγκη νικοτίνης.
Με τον πατέρα πήγαμε στον απέναντι διάδρομο. Τα στασίδια ήταν όλα πιασμένα εκτός από ένα. Έκατσα εκεί αλλά ο Σάββας της Ευανθίας μου έκανε νόημα να φύγω «μη στάξει το καντήλι». Γύρισα και το είδα να κρέμεται από πάνω μου. Χαμογέλασα συγκαταβατικά αλλά δεν κούνησα ρούπι. Έψαχνα με τα μάτια τα ξαδέρφια μου –αυτά θα είχαν σίγουρα πάνω τους τσιγάρα. Ήταν όμως νωρίς ακόμα. Οι Αθηναίοι έρχονταν στην Ανάσταση δυο λεπτά πριν πει το «Χριστός Ανέστη». Έμεινα να κοιτάω το τέμπλο.
Η εκκλησία είναι παλιά, του 1800κάτι. Στην κορυφή πάνω απ’ το ιερό στέκεται ο Εσταυρωμένος κι από κάτω μια νεκροκεφαλή με δυο κοκάλα χιαστί. Παλιά μου θύμιζε σημαία πειρατών και έφτιαχνα διάφορες ιστορίες για το πώς βρέθηκαν οι κουρσάροι σ’ αυτή τη βουνοκορφή (ούτε με τον κατακλυσμό του Νώε δε θα έφτανε πλοίο εδώ πάνω). Εκείνη τη νύχτα όμως η νεκροκεφαλή έβγαζε καπνούς από τις κόχες, ενώ από κάτω της δυο τσιγάρα άφιλτρα, λευκά και χοντρά σα μπουρούδες, έκαιγαν αργά και βασανιστικά. «Ωχ...» αναστέναξα, σαν για να ανασάνω, «πώς θα περάσω κι αυτή τη νύχτα άκαπνος».
Εκείνη την ώρα ο παπα-Γιάννης, με το θυμιατήρι στο χέρι, άρχισε να περνά απ’ τους διαδρόμους ψέλνοντας. Θυμήθηκα ξάφνου τη μάνα μου, μια νύχτα που έκραζε τον πατέρα «σβήνε το καλά τουλάχιστον το λιβανιστήρι (το τσιγάρο έλεγε λιβανιστήρι), μου κάπνισες όλες τις κουρτίνες πάλι». Το όραμα του τσιγάρου να σιγοκαίει στο τασάκι, ένα κεράκι καταφρονεμένο που σβήνει αργά, μαρτυρικά, ένα κεράκι ταπεινό που καίγεται για να λιώσουν τα δικά μας βάσανα, με οδήγησε σχεδόν να γονατίσω την ώρα που πέρναγε ο πάτερ. Εισέπνεα μανιωδώς, μαυρίζοντας τα πνευμόνια μου με τον άγιο καπνό (απ’ το ολότελα, καλό και το λιβάνισμα), όταν κάτι μου κοπάνησε το κεφάλι.
«Σήκω τρισκατάρατε, δεν κάνουμε δεήσεις ακόμα, όρθιοι όταν περνάω».
Και σαν σηκώθηκα είδα τη μάνα μου από απέναντι να δαγκώνει τη γροθιά της, «αχ, θα σε λιώσω βρομόπαιδο, ρεζίλι μας έκανες πάλι».
Ο δε πατέρας, από φόβο μην τον πάρει κι αυτόν η μπάλα, «να τηράς τη μάνα σ’» μου είπε. «Να κάθεσαι σαν κάθεται, να στέκεσαι σαν στέκει».
Έτσι κι έκανα. Κάθισα μόλις κάθισε και σηκώθηκα αστραπιαία σαν σηκώθηκε. Μόνο που όπως πετάχτηκα απότομα κουτούλησα στο καντήλι πάνω απ’ το στασίδι και -όπως ειχε προβλέψει ο Σάββας της Ευανθίας- έγινα σα λαδωμένος ποντικός. Και το καλύτερο; Όλοι οι άλλοι κάθονταν και με κοιτούσαν. Γιατί απλά η μητερούλα δεν είχε σηκωθεί λόγω του εκκλησιαστικού τυπικού. Απλά ήθελε να δει καλύτερα κάποια που έθαβε με τη διπλανή της!
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή έσβησαν τα φωτά και ο τραγόπαπας είπε το «δεύτε λάβετε φως».
Έβγαλα το σακάκι και έσκυψα το κεφάλι για να σκουπίσω τα μαλλιά μου απ’ τα λάδια. Και τότε μπήκε η Μαργαρίτα. Δεν την είδα, αλλά την άκουσα. Τα μποτάκια της χτυπούσαν με μίσος το πάτωμα, λες και ήταν μαλωμένη με κάθε ψηφίδα του μωσαϊκού της εκκλησιάς. Δεν κοντοστάθηκε στα καντηλέρια ν’ ανάψει ένα κερί για βοήθειά της, ούτε στα εικονίσματα να προσκυνήσει. Απλά προχώρησε μουρτζούφλικα προς τον γυναικωνίτη, ακολουθώντας στα τυφλά τη μάνα της.
Προχώρησα μπροστά σαν υπνωτισμένος και κρύφτηκα πίσω από ένα ξυλόγλυπτο θρόνο –μάλλον προοριζόταν για κανένα Αρχιδιάκο, γιατί κανείς δεν καθόταν εκεί. Δίπλα μου ακριβώς ήταν ο Ξενοφών, μαζί με τους δυο αρχαίους ψάλτες του χωριού. Ο Ξενοφών ήταν εγγονός του ενός απ’ αυτούς και πήγαινε κι εκείνος σχολείο στα Γιάννενα. Μόνο που δεν βλεπόμαστε συχνά, γιατί αφενός εκείνος δεν ερχόταν στο Τεχνικό αλλά πήγαινε για Φιλολογία, αφετέρου στις ελεύθερες ώρες του -που έλεγε ότι τις περνάει στο Ωδείο Βυζαντινής Μουσικής- ξόδευε το βδομαδιάτικό του με Ουκρανές. Εγώ ούτε φράγκα είχα, ούτε καμιά καούρα να γαμήσω αλλοδαπές, ούτε και παθολογική λατρεία για το σκόρδο–απ’ το οποίο φαινόταν να είχε φάει τόνους εκείνο το βράδυ κι έζεχνε ακόμα και ο ιδρώτας του από δαύτο.
Σιγά- σιγά άναψαν όλες οι λαμπάδες και το πρόσωπο της Μαργαρίτας έλαμπε σαν άστρο μέσα στο σκοτάδι των μαλλιών της. Την κοιτούσα μισοκρυμμένος πίσω απ’ το θρόνο κι όταν γύρναγε προς τη μεριά μου τραβιόμουν πίσω απ’ την ξύλινη πλάτη του. Πόσο ήθελα να τη φιλήσω. Εκείνη τη νύχτα και όλες τις νύχτες της ζωής μου –από όταν άρχισα να καταλαβαίνω τις διαφορές των φύλων. Πολλά κορίτσια είχα γνωρίσει στα Γιάννενα, όμορφα, ροδαλά, ζωηρά. Αλλά εκείνη είχε κάτι που δεν είχαν οι άλλες. Η Μαργαρίτα ήταν διαφορετική. Ήταν πάντα μουτρωμένη. Σα να ήταν θυμωμένη μ’ όλο τον κόσμο. Κι εγώ όποτε την έβλεπα έτσι συνοφρυωμένη ήθελα να τη γαργαλήσω, να της πω αστεία, να την κάνω να γελάσει, να την δω ευτυχισμένη. Όπως με έκανε κι εκείνη και μόνο που υπήρχε.
Έβγαλα ξανά το κεφάλι μου πίσω από το θρόνο μα καθηλώθηκα εκεί. Με κοίταζε! Όχι, δεν είχε πέσει το βλέμμα της πάνω μου όπως τίναζε τα μαλλιά της, με κοίταζε κανονικά. Και –ω, Θεέ!- χαμογέλαγε. Μια λάμψη εκτυφλωτική άστραψε ξάφνου στο χώρο, θέρμη με διαπέρασε και ένιωσα ένα καυτό βέλος να διαπερνά το θώρακα, στο ύψος της καρδιάς.
«Ο έρωτας» μουρμούρισα, «ο έρωτας».
«Ο Φώντας» άκουσα τότε να φωνάζει ο νεωκόρος, «ο Φώντας».
Και τότε το πρόσεξα: η λαμπάδα του Ξενοφώντα δίπλα μου είχε... λαμπαδιάσει. Μάλλον δεν είχε κάψει καλά το φυτίλι, ποιος ξέρει, πάντως έβγαζε μια φλόγα της ίδιας της Κολάσεως, μια παλάμη ύψος! Το κερί έπεφτε σαν καυτή βροχή πάνω στο χέρι του. Έκανα να του πάρω τη λαμπάδα αλλά δεν πρόλαβα. Η Μαργαρίτα έσπευσε χαμογελαστή και του πρόσφερε τη δική της. Μ’ αυτόν χαμογελούσε τόση ώρα λοιπόν. Αυτόν δίπλα μου κοίταζε, όχι εμένα. Και του χάιδεψε και το χέρι πάνω στην ανταλλαγή! Ε, μα πόσα πια πλήγματα σε ένα βράδυ. Πόσα να αντέξω ο άνθρωπος; Πλέον θα χάριζα την ψυχή μου στο Διάβολο για ένα τσιγάρο.
Βγήκα οργισμένος έξω κι έπεσα πάνω στον Μάκη και τον Λάκη, τα ξαδέρφια μου.
«Ένα τσιγάρο ρε παιδιά, ένα τσιγάρο» ικέτεψα καθώς τους ακολουθούσα πίσω απ’ το ιερό για να ρίξουμε τα βαρελότα.
Τα δυο βλαμμένα πρωτευουσιανάκια κοιτάχτηκαν και είπαν «τι δίνεις για ένα τσιγάρο».
Στην κατάσταση που ήμουν θα τους έδινα από ένα «μπουκέτο» αλλά είπα να μην κολαστώ άλλο άγια μέρα.
«Ό,τι θέτε ρε παιδιά, μόνο δώστε μου ένα».
Αυτά ξανακοιτάχτηκαν. «Ό,τι θέλουμε»;
«Ναι». Με γκάστρωσαν πια.
Ρίξανε ένα συνωμοτικό βλέμμα ο ένας στον άλλο. «Έχουμε δυο εκθέσεις ο καθένας να γράψουμε μέσα στις διακοπές. Τι λες, θα τις προλάβεις απουσιολόγε»;
Α, ρε μάνα, «αριστούχο» με ανέβαζες, «σημαιοφόρο» με κατέβαζες, μ’ έκαψες με τα κοκορέματά σου Πασχαλιάτικα.
«Μια για τον καθένα» είπα.
«Δύο ακατέβατες».
Η νύχτα ήταν δύσκολη, δεν είχα κουράγιο για παζαρέματα. Έγνεψα «ναι» και άπλωσα το χέρι. Εκείνοι έβγαλαν δυο πακέτα και μου πρόσφεραν ταυτοχρόνως από δυο διαφορετικές μάρκες. Πήρα ένα κι ένα και τ’ άναψα και τα δυο απ’ τη λαμπάδα μου. Έκανα διπλές τζούρες και με τα σεκλέτια που είχα ένιωθα σαν τον Κούρκουλο στη σκηνή εκείνη που χορεύει γύρω απ’ τις φλόγες της παλιάς του ζωής. Αντί για το «Χριστός Ανέστη» άκουγα το Στράτο απ’ το γραμμόφωνο να τραγουδάει «η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου». Τα βεγγαλικά που πέταγαν τα ξαδέρφια μου σκίζανε το νυχτερινό ουρανό κι άνοιγαν πόρτες για την ψυχή «που σαν χελιδόνι, έφευγε απ’ τα χείλη μου». Μα πάνω που ήμουν έτοιμος να μεταλλάξω το βηματισμό μου σε ζεμπεκιά, το παραθυράκι του ιερού άνοιξε και ο τραγόπαπας έβγαλε το κεφάλι του.
«Ούστ από δω συφοριασμένα, μη σας ρίξω κανέναν αφορισμό πασχαλιάτικα»!
Βάλαμε μια τρεχάλα και βγήκαμε στην μπροστινή αυλή. Μα εκεί έπεσα πάνω στη μάνα μου που μ’ έψαχνε σαν δε με είδε μέσα. Το ένα τσιγάρο μου έπεσε απ’ το στόμα. Το άλλο το έκρυψα μέσα στη φωλιά της παλάμης μου.
«Μην κουνήσεις ρούπι» μου είπε.
Μπήκε και βγήκε σέρνοντας έξω τον πατέρα μου άρον- άρον. Αυτοί μπροστά, εγώ από πίσω κι η μάνα μου να ψέλνει, να ψέλνει, να ψέλνει. Να απειλεί ότι θα μου κόψει τα Γιάννενα, θα μου κόψει κι όλως διόλου το σχολείο, ότι θα με κλειδώσει στην αποθήκη , ότι, ότι, ότι...
Φτάνοντας στο σπίτι φόρτωσε τη λαμπάδα της στον πατέρα κι άνοιξε την τσάντα για να βρει τα κλειδιά της εξώπορτας. Μα εκείνη την ώρα μέσα σ’ όλη την άπνοια ένα στιγμιαίο αεράκι έσβησε τα κεριά. Κοιτάξαμε στο δρόμο, όσοι μας ακολουθούσαν έπαθαν το ίδιο.
«Συμφορά» φώναξε η μάνα μου «να μην προλάβουμε να κάνουμε το σταυρό στην πόρτα, να μη μπει τ΄αγιο φως στο σπίτι μας, ποιος μας καταράστηκε να πάθουμε τέτοιο κακό, ποιος».
«Όφου» και «όφου» ξεφυσούσε η μάνα και ο πατέρας την κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι να πει.
Και τότε έβγαλα το τσιγάρο που σιγόκαιγε στην παλάμη μου κι έκανα μια ρουφηξιά. Η καύτρα έλαμψε. «Κάνε πέρα» της είπα. Και με τον καπνό που ανέβαινε ήσυχα στον ουρανό έκανα έναν αχνό σταυρό στην πόρτα.
«Με τ’ άγιο φως τ’ άναψες βρε αναθεματισμένο; Με τ’ άγιο φως βλάστημε; Είσαι παιδί μου εσύ; Είσαι σπλάχνο μου;».
«Ελένη», είπε τότε ο πατέρας, «ο Θεός τον διάλεξε να φέρει αυτός το άγιο φως στο σπίτι μας και τούτος το φέρε. Πιο άξιος από εμάς κι απ’ όλους μέσα στο χωριό».
«Λάμπρο, εσύ μη μιλάς γιατί... άντε, τι να σου πω, που ζέχνεις απ’ τα τσίπουρα κι έχεις και τη γιορτή σου. Άντε...». Κι άνοιξε να μπούμε.
Ο πατέρας την άφησε να περάσει και μόλις ξεμάκρυνε λίγο μου 'πιασε το χέρι κι έφερε το τσιγάρο στο στόμα του. Έκανε μια βιαστική τζούρα. «Μπα, ψόφιο πράμα, Αθηναίικο...» είπε απογοητευμένος και μπήκε μέσα.
2 σχόλια:
Το καλύτερο το φύλαγες για το τέλος, που μάλλον ήταν η αρχή της ιστορίας :)
Χρόνια πολλά και μια πολύ όμορφη Πασχαλιά.
ε, πόσο όμορφη να είναι:
"ψόφιο πράγμα, Αθηναίικο"!
Χρόνια Πολλά και σ' εσένα
(με τέτοια υπεροχη Άνοιξη γυρω μας, δεν έχω κέφι να γκρινιάξω άλλο)!
:)
Δημοσίευση σχολίου