Όταν έφτασα στην άκρη του κόσμου (στο χωριό μου δηλαδή) ήταν νύχτα Μ. Πέμπτης. Λύκοι και τσακάλια ούρλιαζαν γύρω απ’ το βουνό, αλλά αυτό δε με έσκιαζε. Το μόνο που με έκανε να τρέμω ήταν μήπως φαίνονταν τα οκτώ τσιγάρα που είχα κρύψει στο στρίφωμα του παντελονιού. Τα ίχνη του πακέτου χάθηκαν κάπου στα Γιάννενα, γιατί αν το έβλεπε η μάνα μου η Σταύρωση θα γινόταν στη Στράτσιανη αντί στο Γολγοθά.
Την πρώτη φορά που μ’ έπιασε να καπνίζω πίσω απ’ το αλώνι του Αρσένη με περιέλαβε μ’ ένα καμτσίκι και με γύρισε βουρδουλίζοντας σπίτι. Όταν το παράπτωμα επαναλήφθηκε μου έκοψε το βδομαδιάτικο μέχρι το τέλος του σχολικού έτους (πράξη εντελώς ανώφελη γιατί έτσι κι αλλιώς από τράκες κάπνιζα, δεν αγόραζα πακέτα).
Ευτυχώς την επόμενη χρονιά τα πράγματα βελτιώθηκαν: ξέφυγα από τον στενό έλεγχο της. Τους έλεγαν οι καθηγητές ότι χαντακώνομαι στο χωριό, πως το μυαλό μου κόβει και πρέπει ν’ αρχίσω φροντιστήριο, να χτυπήσω βαθμό στις Πανελλήνιες. Είδαν κι οι γονέοι πως δεν άξιζαν τα χρήματα και η ταλαιπωρία να πηγαινοέρχομαι κάθε μέρα με ταξί στο Λύκειο της Κόνιτσας και πήραν τη μεγάλη απόφαση: μ’ έστειλαν να μείνω στα Γιάννενα. Μου νοίκιασαν ένα υπόγειο δυο τετράγωνα μακριά απ’ το σχολείο και κάθε βδομάδα με επισκεπτόταν εναλλάξ με το έμβασμα. Κι εγώ άρχισα να ζω φοιτητική ζωή στα δεκαεφτά. Ώσπου ήρθαν οι διακοπές του Πάσχα κι αναγκάστηκα να επιστρέψω στο χωριό.
Βγαίνοντας απ’ το ταξί έμεινα για λίγο ακίνητος, ίσα για να βεβαιωθώ ότι το αριστερό μπατζάκι βαραίνει και άρα τα τσιγάρα μου είναι ακόμα εκεί. Ήξερα ότι ο κρυμμένος θησαυρός δε θα με έσωζε για πολύ, αλλά είχα σχέδιο κατα νου. Υπολόγιζα ότι τη Μ. Παρασκευή η μάνα θα με ξύπναγε αξημέρωτα να κατέβουμε Κόνιτσα για το ρίφι (κάτι που γινόταν παραδοσιακά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου). Ο πατέρας κλασικά θα βαριόταν, εγώ θα κουτούλαγα απ’ τη νύστα, αλλά δε θα τη γλιτώναμε –εκτός αν δεχόταν να σουβλιστεί κάποιος απ’ τους δυο μας τη μέρα της Λαμπρής, παραχωρώντας και τα αντεράκια του για το απαραίτητο κοκορέτσι. Αυτή τη φορά η πατροπαράδοτη αγγαρεία της μεταφοράς του οβελία φάνταζε θεόσταλτο δώρο: με λίγη καλή τύχη θα βούταγα κανένα φράγκο απ’ το πορτοφόλι της και, όσο ο πατέρας θα παζάρευε στη στάνη του Μήτρου, εγώ θα έτρεχα στου Σταύρου και θα στούμπωνα κάθε τσέπη, πιέτα και σουρίτσα των ρούχων μου με χύμα καπνό. Ευκαιρία ήταν μέσα στις διακοπές, που βαριόμουν του θανατά, να μάθω να στρίβω. Με αυτή την αισιόδοξη σκέψη πέρασα το βράδυ της Μ. Πέμπτης απολαμβάνοντας το φως των άστρων και τους ιριδισμούς των καύτρων απ’ τα τελευταία τσιγάρα μου.
Το επόμενο πρωί δε μπορούσα να γυρίσω απ’ τη μια πλευρά. Η χαραμάδα στο παράθυρο, που είχα αφήσει ανοιχτό για να ξεκαπνίσει το δωμάτιο, ήταν αρκετή για να πλευριτωθώ. Μα αυτό δεν ήταν το μόνο άσχημο της ημέρας. Το χειρότερο ήταν πως ο ήλιος είχε ανατείλει. Κακός, πολύ κακός οιωνός: γιατί δε με ξύπνησε από νωρίς η μάνα; Συνέβη κάτι;
Σηκώθηκα βαρύς και περπάτησα σαν Κούρος κορδωτός, με τον λαιμό καμαρωτό λες και μου τον είχαν μπήξει στο σβέρκο. «Ιδού άλλη μια απ’ τις βλαβερές συνέπειες του καπνού: η ψύξις» μουρμούρισα με ύφος ειδήμονα, αλλά δεν είχα κουράγιο να γελάσω με το χάλι μου.
Μόλις εμφανίστηκα στην κουζίνα η μάνα μου απόρησε:
«Τι μούτρα είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι, σαν τη Μ. Παρασκευή»!
«Γιατί; Μ. Παρασκευή είναι σήμερα, σκέφτεσαι τίποτα πιο ταιριαστό»; απάντησα μουτρωμένος.
«Αχ, καημένη ‘Λένη!» συλλυπήθηκε τον εαυτό της. «Αλλά τι περίμενα, ν’ ακούσω κι ευχαριστώ που πήγα κι έφερα το κατσίκι με τον θειο Θόδωρα για να σ’ αφήσω να κοιμηθείς μια φορά».
Και άνοιξε τα χέρια στον κανακάρη της, περιμένοντας προφανώς να τρέξω να την αγκαλιάσω.
Όπως και έκανα. Μόνο κλαίγοντας.
«Έλα, σώπα» μου χάιδευε την πλάτη εκείνη, «το άξιζες να ξεκουραστείς, τόσο διάβασμα, τόσα ξενύχτια για τους βαθμούς. Έλα, μην κλαις τόσο απ’ τη χαρά σου, τι θα κάνεις δηλαδή στο γάμο σου»;
Ποιο γάμο ρε μάνα, ποια χαρά; Με μαύρο δάκρυ έκλαιγα που έβλεπα ξαφνικά τον οβελία να στέκεται ολόρθος μπροστά στο νεροχύτη και να με κοιτάει απλανώς. Έβλεπα την Κόνιτσα να χάνεται μακριά, σαν νέφος χιμαιρικό, σαν τον καπνό απ’ τα δυο εφεδρικά τσιγάρα μου που θυσιάστηκαν στο βωμό του καφέ.
Πέρασα όλη την υπόλοιπη Μ. Παρασκευή χαρμάνης. Ανέβηκα μια βόλτα στο βουνό, να ξεχαστώ στον καθαρό αέρα. Αλλά από ψηλά το χωριό έμοιαζε φτιαγμένο από σπιρτόκουτα κι οι καμινάδες κάπνιζαν σαν πούρα. Προς το απόγευμα τα νεύρα μου είχαν γίνει φυτίλια. Στον Επιτάφιο κούναγα το κερί διαρκώς πέρα- δώθε, λες και είχα Πάρκινσον. Στο σπίτι έτρωγα τα νύχια, τις πέτσες, τα χείλια μου και εκλιπαρούσα τον Πανάγαθο, άγιες μέρες που ήταν, να κάνει ένα θαύμα και να βρέξει τσιγάρα. Αλλά δεν.
Και ξημέρωσε η τελευταία εργάσιμη, πριν τις αργίες του Πάσχα. Το Μ.Σάββατο το πρωί θα πέθαινα για ένα τσιγάρο. Το Μ.Σάββατο το βράδυ θα σκότωνα για ένα τσιγάρο...
Την πρώτη φορά που μ’ έπιασε να καπνίζω πίσω απ’ το αλώνι του Αρσένη με περιέλαβε μ’ ένα καμτσίκι και με γύρισε βουρδουλίζοντας σπίτι. Όταν το παράπτωμα επαναλήφθηκε μου έκοψε το βδομαδιάτικο μέχρι το τέλος του σχολικού έτους (πράξη εντελώς ανώφελη γιατί έτσι κι αλλιώς από τράκες κάπνιζα, δεν αγόραζα πακέτα).
Ευτυχώς την επόμενη χρονιά τα πράγματα βελτιώθηκαν: ξέφυγα από τον στενό έλεγχο της. Τους έλεγαν οι καθηγητές ότι χαντακώνομαι στο χωριό, πως το μυαλό μου κόβει και πρέπει ν’ αρχίσω φροντιστήριο, να χτυπήσω βαθμό στις Πανελλήνιες. Είδαν κι οι γονέοι πως δεν άξιζαν τα χρήματα και η ταλαιπωρία να πηγαινοέρχομαι κάθε μέρα με ταξί στο Λύκειο της Κόνιτσας και πήραν τη μεγάλη απόφαση: μ’ έστειλαν να μείνω στα Γιάννενα. Μου νοίκιασαν ένα υπόγειο δυο τετράγωνα μακριά απ’ το σχολείο και κάθε βδομάδα με επισκεπτόταν εναλλάξ με το έμβασμα. Κι εγώ άρχισα να ζω φοιτητική ζωή στα δεκαεφτά. Ώσπου ήρθαν οι διακοπές του Πάσχα κι αναγκάστηκα να επιστρέψω στο χωριό.
Βγαίνοντας απ’ το ταξί έμεινα για λίγο ακίνητος, ίσα για να βεβαιωθώ ότι το αριστερό μπατζάκι βαραίνει και άρα τα τσιγάρα μου είναι ακόμα εκεί. Ήξερα ότι ο κρυμμένος θησαυρός δε θα με έσωζε για πολύ, αλλά είχα σχέδιο κατα νου. Υπολόγιζα ότι τη Μ. Παρασκευή η μάνα θα με ξύπναγε αξημέρωτα να κατέβουμε Κόνιτσα για το ρίφι (κάτι που γινόταν παραδοσιακά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου). Ο πατέρας κλασικά θα βαριόταν, εγώ θα κουτούλαγα απ’ τη νύστα, αλλά δε θα τη γλιτώναμε –εκτός αν δεχόταν να σουβλιστεί κάποιος απ’ τους δυο μας τη μέρα της Λαμπρής, παραχωρώντας και τα αντεράκια του για το απαραίτητο κοκορέτσι. Αυτή τη φορά η πατροπαράδοτη αγγαρεία της μεταφοράς του οβελία φάνταζε θεόσταλτο δώρο: με λίγη καλή τύχη θα βούταγα κανένα φράγκο απ’ το πορτοφόλι της και, όσο ο πατέρας θα παζάρευε στη στάνη του Μήτρου, εγώ θα έτρεχα στου Σταύρου και θα στούμπωνα κάθε τσέπη, πιέτα και σουρίτσα των ρούχων μου με χύμα καπνό. Ευκαιρία ήταν μέσα στις διακοπές, που βαριόμουν του θανατά, να μάθω να στρίβω. Με αυτή την αισιόδοξη σκέψη πέρασα το βράδυ της Μ. Πέμπτης απολαμβάνοντας το φως των άστρων και τους ιριδισμούς των καύτρων απ’ τα τελευταία τσιγάρα μου.
Το επόμενο πρωί δε μπορούσα να γυρίσω απ’ τη μια πλευρά. Η χαραμάδα στο παράθυρο, που είχα αφήσει ανοιχτό για να ξεκαπνίσει το δωμάτιο, ήταν αρκετή για να πλευριτωθώ. Μα αυτό δεν ήταν το μόνο άσχημο της ημέρας. Το χειρότερο ήταν πως ο ήλιος είχε ανατείλει. Κακός, πολύ κακός οιωνός: γιατί δε με ξύπνησε από νωρίς η μάνα; Συνέβη κάτι;
Σηκώθηκα βαρύς και περπάτησα σαν Κούρος κορδωτός, με τον λαιμό καμαρωτό λες και μου τον είχαν μπήξει στο σβέρκο. «Ιδού άλλη μια απ’ τις βλαβερές συνέπειες του καπνού: η ψύξις» μουρμούρισα με ύφος ειδήμονα, αλλά δεν είχα κουράγιο να γελάσω με το χάλι μου.
Μόλις εμφανίστηκα στην κουζίνα η μάνα μου απόρησε:
«Τι μούτρα είναι αυτά; Πώς είσαι έτσι, σαν τη Μ. Παρασκευή»!
«Γιατί; Μ. Παρασκευή είναι σήμερα, σκέφτεσαι τίποτα πιο ταιριαστό»; απάντησα μουτρωμένος.
«Αχ, καημένη ‘Λένη!» συλλυπήθηκε τον εαυτό της. «Αλλά τι περίμενα, ν’ ακούσω κι ευχαριστώ που πήγα κι έφερα το κατσίκι με τον θειο Θόδωρα για να σ’ αφήσω να κοιμηθείς μια φορά».
Και άνοιξε τα χέρια στον κανακάρη της, περιμένοντας προφανώς να τρέξω να την αγκαλιάσω.
Όπως και έκανα. Μόνο κλαίγοντας.
«Έλα, σώπα» μου χάιδευε την πλάτη εκείνη, «το άξιζες να ξεκουραστείς, τόσο διάβασμα, τόσα ξενύχτια για τους βαθμούς. Έλα, μην κλαις τόσο απ’ τη χαρά σου, τι θα κάνεις δηλαδή στο γάμο σου»;
Ποιο γάμο ρε μάνα, ποια χαρά; Με μαύρο δάκρυ έκλαιγα που έβλεπα ξαφνικά τον οβελία να στέκεται ολόρθος μπροστά στο νεροχύτη και να με κοιτάει απλανώς. Έβλεπα την Κόνιτσα να χάνεται μακριά, σαν νέφος χιμαιρικό, σαν τον καπνό απ’ τα δυο εφεδρικά τσιγάρα μου που θυσιάστηκαν στο βωμό του καφέ.
Πέρασα όλη την υπόλοιπη Μ. Παρασκευή χαρμάνης. Ανέβηκα μια βόλτα στο βουνό, να ξεχαστώ στον καθαρό αέρα. Αλλά από ψηλά το χωριό έμοιαζε φτιαγμένο από σπιρτόκουτα κι οι καμινάδες κάπνιζαν σαν πούρα. Προς το απόγευμα τα νεύρα μου είχαν γίνει φυτίλια. Στον Επιτάφιο κούναγα το κερί διαρκώς πέρα- δώθε, λες και είχα Πάρκινσον. Στο σπίτι έτρωγα τα νύχια, τις πέτσες, τα χείλια μου και εκλιπαρούσα τον Πανάγαθο, άγιες μέρες που ήταν, να κάνει ένα θαύμα και να βρέξει τσιγάρα. Αλλά δεν.
Και ξημέρωσε η τελευταία εργάσιμη, πριν τις αργίες του Πάσχα. Το Μ.Σάββατο το πρωί θα πέθαινα για ένα τσιγάρο. Το Μ.Σάββατο το βράδυ θα σκότωνα για ένα τσιγάρο...
(συνέχεια και τέλος το Μ. Σάββατο)!
2 σχόλια:
Εεεεεεεεεεεε
μέρες που είναι
μήπως εννοούσες
μπεεεεεεεεεεεεεεεεεε?
:Ρ
Δημοσίευση σχολίου