CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

26.1.10

The present of present

-So what kind of present you’d like from Sweden?
Designer clothing? A blue-eyed man? I'm searching but, baby, I don’t know what you need!

-Well, I need a present that you really can ‘t bring...

-Honey, I’m a magician, I can do anything:
just tell me the “word” and I’ll turn it to a “thing”.
So whisper me slowly your dearest wish

and I’ll make it happen- it’ll cost you a kiss!

-There’ s actually a present I want and I need.
A present that feeds me, that’s growing my seed:
I want a certain someone to be by my side,
to warm my emotions, my fears to hide.
T
o give me a present that fades my past,
to show me a future that might last...

But this kind of gift you really can’ t pay,

with cash or with plastic at stores or E-Bay.

The present I want, you can’t have it made,
with sapphires on silver, with rubies on jade.
The present I need is your presence in present,
a present that futures a future that’s pleasant.

And that kind of present you pay with yourself,
you have to be whole here -oh, I'll take no checks!


So if you really want to hear my dearest wish:

just bring yourself back to me –it’ll cost you a kiss

24.1.10

Για να πας μπροστά, κάτι αφηνεις πίσω...

Φωτιά... «Γρήγορα, κρύψου κάπου γρήγορα», την σπρώχνει ευγενικά ο Τσάρλς κι εκείνη αντανακλαστικά ανοίγει μια ντουλάπα αλλά πέφτει πάνω σε δεκάδες βάζα γεμάτα με σκαθάρια. «Μπλιαχ, θα λιποθυμήσω» απειλεί, κι εκείνος «στο μπαλκόνι αγαπητή μου, βγείτε στο μπαλκόνι». «Είσαι τρελός; Χιονίζει, θα ξεπαγιάσω»! Μα ο Τσαρλς την κοιτάει σαν κουτάβι κι εκείνη δε μπορεί να μην του κάνει τη χάρη.
Υπάρχει ένα παραμύθι που ο ερωτευμένος ανεβαίνει στο μακρινό παραθύρι, που βρίσκεται φυλακισμένη η αγαπημένη του, πιασμένος από τα μακριά ξανθά μαλλιά της. Υπάρχει κι εκδοχή του Ρωμαίου, που σκαρφαλώνει στις πέργκολες. Και υπάρχει και η εκδοχή της Τζούλι: κρεμασμένη έξω από ένα παράθυρο στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, με πιο κοντινή διέξοδο ένα και μοναδικό δέντρο τρία μέτρα πιο κάτω. «Τι τους ήθελα τους παλαβούς φοιτητές, και μου έλεγε η μητέρα να βγω με τον ράφτη Μακ Κουίν καλύτερα… » μουρμουρά και αρχίζει να τραβάει την βελούδινη κορδέλα που συγκρατεί τον κορσέ του φουστανιού της. Δένει το εύθραυστο σκοινί στη μέση της και στα κάγκελα του μπαλκονιού, σαν ζώνη ασφάλειας σε περίπτωση που δεν πιαστεί καλά στο δέντρο.


Γη...
Εκείνη τη στιγμή ο Τσάρλς δέχεται την επίσκεψη του Καθηγητή του που στην πραγματικότητα αποτελεί πρόφαση για μια αιφνιδιαστική επιθεώρηση από έναν Αξιωματικό του Βασιλικού Ναυτικού, καθώς κι έναν Ακόλουθο της Αυτού Μεγαλειοτάτης Βασιλίσσης της Αγγλίας. Ο λόγος είναι πως «ο κύριος Χένσλοου σας πρότεινε για να παραστείτε σε αυτό το ταξίδι του Βασιλικού Ναυτικού στην Νότια Αμερική, αλλά δε θα θέλαμε να προσφέρουμε μια τέτοια θέση σε κάποιον που στήνει μια επιστημονική παράσταση για χάρη μας σε καθορισμένη ημέρα και ώρα, θέλαμε να σας δούμε σε πραγματικές συνθηκες εργασίας, καταλαβαίνετε πιστευω το σκεπτικο μας νεαρέ μου! ». Και το Ακόλουθος μιλώντας σηκώνει -φιλοπερίεργος ων- ένα καπάκι από βάζο.
«Όχι, μη» προσπαθεί να τον προλάβει ο Τσαρλς μα ξαφνικά δεκάδες ζουζούνια βρίσκονται να πεταρίζουν στο δωμάτιο.
«Αηδία, θα κουβαλήσει τόσα ζωύφια και στο πλοίο» ρωτά ο Αξιωματικός και ανοίγει το παράθυρο. «Μα, τι θέλει αυτό το κόκκινο σκοινί κρεμασμένο στο μπαλκόνι σας»;
Ο Τσάρλς πετάγεται έξω και κοιτά πανικόβλητος κάτω.
«Τι χάσατε»;
« Έχασα…, έχασα την μαϊμού μου, ένα πανέξυπνο ζώο που μου είχε φέρει ο Αλεξάντερ Χάμπελντ από την Αφρική, στο τελευταίο ταξίδι του…» ψεύδεται ασύστολα ο Τσαρλς καθώς κοιτάει κάτω προσπαθώντας να διακρίνει τη Τζούλι του…


Αέρας... Η Τζούλι βρίσκεται γρατζουνισμένη και ξεπαγιασμένη κάτω από τα φυλλώματα του δέντρου, όταν ακούει ένα παιδάκι να περνάει.
«Ε, ψιτ, ψιτ», του σφυρά.
Ο τρίχρονος Μπίλλυ ο Ψεύτης κοιτά πάνω.
«Τι είσαι;» τη ρωτά.
«Για τι σου μοιάζω δηλαδή;» τον ειρωνεύεται εκείνη κουρνιασμένη πάνω κλαδί.
«Μεγάλο χοντρό πουλί».
«Ναι, τσιου τσιου, μπορείς να φέρεις μια σκάλα να με κατεβάσεις σε παρακαλώ»;
«Έλα πουλάκι, έλα κάτω»!
«Δε μπορώ, θέλω σκάλα, φέρε κάποιον για βοήθεια, κρυώνωωω» λέει η Τζούλι σε έξαλλη κατάσταση αλλά ξαφνικα νιωθει τις φωνητικές τις χορδές να μην υπακούουν. Λες και κοκαλωσαν απ' το κρυο.
«Να πουλάκι, θα ρίξει δέντρο να κατέβεις»!
«Θα κόψεις το δέντρο»; λέει σε πλήρη αφωνία αυτή κι εκείνη την ώρα ένα θηριώδης τύπος πλησιάζει με το τσεκούρι του.

«Μπαμπά κοίτα, ένα μεγάλο πουλί» και δείχνει πάνω στο δέντρο

«Μπίλλυ, σταμάτα τα ψέματα θα σε μαυρίσω»

«Όχι μπαμπά, να, άκου, μιλάει»

«Μπίλλυ σκάσε και φύγε από εδώ μη σε χτυπήσω με το τσεκούρι» και κραπ, καταφέρνει το πρώτο χτύπημα με το τσεκούρι του. «Βρομόδεντρο, με τις βρομορίζες σου, έχεις γεμίσει υγρασία όλο τον τοίχο»

Η Τζούλι κάνει το σταυρό της και προσπαθεί να κρατηθεί από τα κλαδιά, ο Μπίλλυ κλείνει τα αφτιά του: δεν έχει καμία μελωδία ένα δέντρο που πέφτει


Νερό... Τρεις μέρες μετά ο Τσαρλς της αλλάζει επίδεσμο στον εξαρθρωμένο ώμο, ενώ της διηγείται ενθουσιασμένος το πώς θα καταφέρει επιτέλους να ταξιδέψει σε μέρη ανεξερεύνητα και μακρινά .
«Θες να έρθεις μαζί μου», τη ρωτά.
«Αγάπη μου, θα συμφωνήσω με τον πατέρα σου: δεν πρόκειται κανείς να σου δώσει την έγκριση του γι αυτό που πας να κάνεις- πόσο μάλλον να έρθει και μαζί σου. Αν πας εκεί, είσαι μόνος σου»…

Ο Τσαρλς κάνει πίσω στην καρέκλα του. Την κοιτά βουρκωμένος. Το γνωστό παραπονιάρικο κουτάβι, που δε μπορεί να του χαλάσει χατίρι.

«Αχ, Τσαρλς, εσύ δεν είσαι σαν τα μαμούνια που μελετάς -που όλα είναι ίδια. Εσύ είσαι ένας και μοναδικός, αλλά δε μπορώ να το κάνω. Δε μπορώ...»

«Κι όμως, τώρα που το λες, όλα τα μαμούνια δεν είναι ίδια: τα μαμούνια της ίδιας οικογένειας που ζουν σε μια περιοχή διαφέρουν από τα αδέλφια τους σε άλλες χώρες. Γιατί…; Ο Τσαρλς κοιτάζει σαν υπνωτισμένος ξαφνικά τη φωτιά, στο τζάκι που τριζοβολάει. «Γιατί;» Παραμιλάει;

Η Τζούλι βλέπει το χάσμα της επικοινωνίας και γυρνάει πλευρό. Και σελίδα στη ζωή της.


Ο Τσαρλς Νταργουιν στα 22 του χρόνια έφυγε τελικά για την μεγάλη περιπέτεια με το Μπίγκλ. Επέστρεψε πέντε χρόνια μετά, στα 1836, για να καταγράψει και να δημοσιεύσει τις πραγματείες του, που έμελλε να μετατρέψουν την μελέτη της φύσης από μια ερασιτεχνική ενασχόληση σε ακαδημαϊκό πεδίο. Το 1839, 30ετών πια, νυμφεύτηκε την εξαδέλφη του Εμμα Γουεντγουντ. Ο Τζούλι παντρεύτηκε τον ράφτη Μακ Κουίν

17.1.10

the prospective the New Year brings

Γη… Καλά μπήκε η χρονιά. Να περπατάω κοιτώντας βιτρίνες –και να βρίζω τους σχεδιαστές, τους διακοσμητές, όλο τον κόσμο. Να μαλώνω με τα δέντρα που μου κρύβουνε το φως. Και να νιώθω τραγικά όταν οι άνθρωποι με χαιρετούν στα μαγαζιά. «Kαλημέρα, μπορώ να βοηθήσω»; «Δεν ξέρω, μπορείς;», θέλω να τους ρωτήσω. Μπορείς να μου εξηγήσεις πώς γίνεται να μπλέκω με ανώριμους ανθρώπους στις σχέσεις μου; Πώς με δεσποτικούς στις συνεργασίες; Πώς με παρεμβατικούς στο σπίτι μου; Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί ο επιμελητής μου άλλαξε την πρώτη πρόταση στο βιβλίο μου, γιατί η μάνα μου και η μάνα του πάνε μαζί εκδρομές και μιλάνε για εμάς, και γιατί αυτός αποφάσισε αύριο να φύγει για διακοπές στην Σκανδιναβία αύριο και μου το είπε σήμερα;

Φωτιά…
«Ο κόσμος μπορεί να είναι πολύ άδικο μέρος μερικές φορές, αλλά θα σ΄ ανεβάζει πού και πού, δε θα σε ρίχνει πάντα, κι αν κάποιοι σε εξαπατήσουν, σε εκμεταλλευτούν και σε πληγώσουν κράτα το κεφάλι ψηλά και φόρα τα τραύματα σου με περηφάνια». Αυτά είπαν οι Yeasayer για χιλιοστή φορά σε δυο ώρες που τους ακούω κι έτσι κι εγώ συνέχισα να περιφέρω τις ένδοξές πληγές μου στην αγορά, πιτσιλώντας αίματα πάνω σε απαστράπτουσες παγιέτες, κρουκς γυαλιστερά, γούνες, δέρματα, φανταχτερά φτερά. Δεν το αντέχω, Θεέ μου δεν θα αντέξω άλλη μια τέτοια χρονιά.

Αέρας…
Αν είχα λεφτά. Αν είχα λεφτά θα έφευγα κι εγώ να πάω κάπου μακριά από όλα αυτά. Κάπου που οι άνθρωποι να μην είναι σπασμένοι σε χίλια κομμάτια και κάποιος να είναι δικός μου ολόκληρος. Κάπου που οι άνθρωποι να είναι ντροπαλοί και να μην κάνουν έτσι ξεδιάντροπα μαντάρα του άλλου τη ζωή. Κάπου που θα μπορώ να γράφω με την ησυχία μου, να πίνω και να οδηγώ, να έχει ήλιο και τη μουσική που αγαπώ, κάπου που να κυκλοφορούν ψιλολιγνοι φλαμανδοί και να μπορώ να ερωτεύομαι ανενόχλητη. Χωρίς ABS, χωρίς αερόσακους. Με όλη μου την ταχύτητα. Βαρέθηκα τη γεροντίστικη οδήγηση. Βαρέθηκα τις παρατηρήσεις επειδή πηγαίνω στην αριστερή. Βαρέθηκα την ήσυχη καλη ζωή που θες να σχεδιάζεις και για τους δυο μας εσύ. Όπως σε βολεύει κι όπως θες. Χωρίς να ρωτάς. Χωρίς να μοιράζεσαι ποτέ.

Νερό…
Αβεβαιότητα, που χάνεται με τι; Διαμαντένια δαχτυλίδια που υπόσχονται αιώνια πίστη; Υπογραφές, συμβόλαια, συμφωνητικά –μαλακίες, κανείς δεν έχει ηθική. Ποιος θα σε αποζημιώσει για τον πόνο που πλήρωσες, κι όχι για τα υλικά αγαθά. Κανείς δεν έχει ηθική. Οι υποσχέσεις είναι μόνο λόγια και τίποτα δε γίνεται με λόγια. Κι αν οι υποσχέσεις γίνουν και πράγματα πάλι τίποτα δεν είναι. Διαμαντένιο δαχτυλίδι –δεν το θέλω. Δεν σε πιστεύω. Δεν σε πιστεύω. Γιατί οι υποσχέσεις πρέπει να κρατάνε για πάντα. Κι εσύ δεν ξέρεις τι θα κάνεις αύριο. Αν θα είσαι εδώ ή στην Σκανδιναβία. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται φίλε, μα την αλήθεια…