Αέρας… Μέρες τώρα σκέφτεσαι την άδεια, πρώτη φορά θα την πάρεις 15Αύγουστο- ας όψεται η κρίση, όλη η Ελλάδα Αύγουστο θα εκδράμει φέτος, θα βουλιάξουν τα νησιά. Μέρες τώρα σε ρωτάνε στη δουλειά «που το χεις το μυαλό σου», γιατί μια ψάχνεις το κινητό που κρατάς, μια χάνεις τα γυαλιά που ήδη φοράς κι εσύ τραγουδάς «I was swimming in the Caribbean, δε θυμάμαι τι λέει μετά, αλλά θα το τραγουδήσω πάραυτα, where is my mind…»
Εκείνη βγαίνει έξω και φυσάει βοριάς και λέει «αμάν τη γκαντεμιά μου φέτος, είπαμε να κάνουμε δυο μπάνια και μας έχει σηκώσει ο αέρας», ο φίλος της δε θα μπορέσει να έρθει τις ημερομηνίες που κανόνισαν, έμπλεξε με κάτι οικογενειακά και, το χειρότερο, δεν τη νοιάζει καθόλου, βαρέθηκε να ειναι μια ζωή στην αναμονή, θέλει μόνο να φύγει από εδώ, από παντού, θέλει να γίνει στη ζωή της κάτι υπέροχο, να ζήσει κάτι μαγικό.
Πάτε σπίτια σας και βγάζετε ταυτόχρονα ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο, αυτό το καλοκαίρι δεν είναι με το μέρος σας, «θα μεθύσει και θα έρθει» λες, «ειναι κοινώς γνωστό πώς μετά τις 5 είναι καλή ώρα για αλκοόλ» λέει, και δυο σφηνάκια γεμίζουν με τεκίλες.
Φωτιά… Ξυπνάς στο beach bar, κάτω από ψάθινες ομπρέλες και το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος, δίπλα σου κάποιοι χορεύουν και άλλοι γελούν, στην άμμο ακουμπισμένες καρύδες με κοκτέιλ και πολύχρωμα καφτάνια. Τρίβεις τα μάτια σου κι εκείνη έρχεται πίσω σου και στα κλείνει με τα χέρια: «όταν θα στα ξανανοίξω να ξέρεις πώς ό,τι δεις είναι αλήθεια»!
Γη… Τσα! Ποια είναι; Την ξέρεις, δε θυμάσαι από πού, αλλά την ξέρεις, ίσως από ένα μέρος μακρινό που εκεί όλα πήγαιναν καλά, αντιθέτως με την καθημερινότητά σου, ένα μέρος που στα δέντρα τα φύλλα είναι πολύχρωμα και οι καρποί κελαηδούν όταν τους γεύεσαι. «Θες ποτό;» θα ρωτήσει, κι εσύ «καφέ;» κι αυτή «έλα μωρέ, καφέ!» θα γυρίσει με μια μπύρα Καραϊβικής κι εσύ «πριν φύγω απ’ τη δουλειά ονειρευόμουν ότι κολυμπούσα σε μια τέτοια θάλασσα!», «κι εγώ» θα πει εκείνη, «κι εγώ ονειρευόμουν ότι θα ερχόταν κάποιος που θα μου έφτιαχνε τη μέρα! Και ήρθες»! Cheers!
Νερό… Στην αρχή δε μιλάς πολύ μα φλυαρεί αυτή και για τους δυο σας, γελάτε όμως πολύ και η ώρα κυλάει σαν μουσική στ’ αυλάκια του δίσκου, η νύχτα πέφτει δροσερή κι εκείνη σκάβει με τα πόδια της στην άμμο, «από κάτω είναι ακόμα ζεστή» σου λέει, και χώνεις τις πατούσες σου κι εσύ, από πάνω το φεγγάρι σαν φλας «φωτογραφία, πάμε!», κοιτάτε κι οι δυο ψηλά και χαμογελάς. Σε μια άλλη παραλία ο αέρας σηκώνει αμμοθύελλα, το δελφίνι δεν λύνει απ’ το λιμάνι, σε μια άλλη ζωή εσύ περιμένεις κάτι καλό να συμβεί κι εκείνη περιμένει το ίδιο, μα σ’ αυτή τη νύχτα τίποτα καλύτερο δε μπορεί να συμβεί- εκτός ίσως από το φιλί. Και της το δίνεις.
Εκείνη βγαίνει έξω και φυσάει βοριάς και λέει «αμάν τη γκαντεμιά μου φέτος, είπαμε να κάνουμε δυο μπάνια και μας έχει σηκώσει ο αέρας», ο φίλος της δε θα μπορέσει να έρθει τις ημερομηνίες που κανόνισαν, έμπλεξε με κάτι οικογενειακά και, το χειρότερο, δεν τη νοιάζει καθόλου, βαρέθηκε να ειναι μια ζωή στην αναμονή, θέλει μόνο να φύγει από εδώ, από παντού, θέλει να γίνει στη ζωή της κάτι υπέροχο, να ζήσει κάτι μαγικό.
Πάτε σπίτια σας και βγάζετε ταυτόχρονα ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο, αυτό το καλοκαίρι δεν είναι με το μέρος σας, «θα μεθύσει και θα έρθει» λες, «ειναι κοινώς γνωστό πώς μετά τις 5 είναι καλή ώρα για αλκοόλ» λέει, και δυο σφηνάκια γεμίζουν με τεκίλες.
Φωτιά… Ξυπνάς στο beach bar, κάτω από ψάθινες ομπρέλες και το πορτοκαλί φως του ηλιοβασιλέματος, δίπλα σου κάποιοι χορεύουν και άλλοι γελούν, στην άμμο ακουμπισμένες καρύδες με κοκτέιλ και πολύχρωμα καφτάνια. Τρίβεις τα μάτια σου κι εκείνη έρχεται πίσω σου και στα κλείνει με τα χέρια: «όταν θα στα ξανανοίξω να ξέρεις πώς ό,τι δεις είναι αλήθεια»!
Γη… Τσα! Ποια είναι; Την ξέρεις, δε θυμάσαι από πού, αλλά την ξέρεις, ίσως από ένα μέρος μακρινό που εκεί όλα πήγαιναν καλά, αντιθέτως με την καθημερινότητά σου, ένα μέρος που στα δέντρα τα φύλλα είναι πολύχρωμα και οι καρποί κελαηδούν όταν τους γεύεσαι. «Θες ποτό;» θα ρωτήσει, κι εσύ «καφέ;» κι αυτή «έλα μωρέ, καφέ!» θα γυρίσει με μια μπύρα Καραϊβικής κι εσύ «πριν φύγω απ’ τη δουλειά ονειρευόμουν ότι κολυμπούσα σε μια τέτοια θάλασσα!», «κι εγώ» θα πει εκείνη, «κι εγώ ονειρευόμουν ότι θα ερχόταν κάποιος που θα μου έφτιαχνε τη μέρα! Και ήρθες»! Cheers!
Νερό… Στην αρχή δε μιλάς πολύ μα φλυαρεί αυτή και για τους δυο σας, γελάτε όμως πολύ και η ώρα κυλάει σαν μουσική στ’ αυλάκια του δίσκου, η νύχτα πέφτει δροσερή κι εκείνη σκάβει με τα πόδια της στην άμμο, «από κάτω είναι ακόμα ζεστή» σου λέει, και χώνεις τις πατούσες σου κι εσύ, από πάνω το φεγγάρι σαν φλας «φωτογραφία, πάμε!», κοιτάτε κι οι δυο ψηλά και χαμογελάς. Σε μια άλλη παραλία ο αέρας σηκώνει αμμοθύελλα, το δελφίνι δεν λύνει απ’ το λιμάνι, σε μια άλλη ζωή εσύ περιμένεις κάτι καλό να συμβεί κι εκείνη περιμένει το ίδιο, μα σ’ αυτή τη νύχτα τίποτα καλύτερο δε μπορεί να συμβεί- εκτός ίσως από το φιλί. Και της το δίνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου