«Το σώμα σου επάνω στο δικό μου είναι ένας τρόπος αυτοσυναίσθησης»,
είπε και στρίμωξε στη βιβλιοθήκη
όλα τα ανώφελα βιβλία ψυχολογίας της.
Εκείνος γέλασε και γύρισε μπρούμυτα στο στρώμα.
Η πλάτη του δεν είχε να απαντήσει κάτι άλλο,
πέρα από σάρκα ευωδιαστή.
«Σε θέλω να με θέλεις με ό,τι θέλω περισσότερο, μ’ εσένα ολόκληρο»,
ψιθύρισε καθώς τρύπωνε από κάτω του
και χωρίς να το προβλέψει παραδόθηκε
στα σαρκοφάγα μάτια του.
«Αχ, πόσα βράδια θα μου πίνεις τις σκέψεις, θα μου τρως το κορμί
κι ούτε καν θα το υποψιάζεσαι ότι τα κάνεις όλα αυτά
και μόνο με τα μάτια σου μπορείς να με κατασπαράζεις
και μόνο με μια ματιά»
Κι εκείνος γέλαγε αθώα και έπινε χυμό
-δήλωνε χορτοφάγος μετά τον κορεσμό
κι έκανε πώς δε σήμαινε και τίποτα εκείνη η βραδιά
που οι σάρκες κυλούσαν η μια μέσα στην άλλη
ζεστή άμμος που ρέει απ' τα δάχτυλα
Κι εκείνη τόσο τον επιθυμούσε που ούτε με τον ύπνο δεν τον άλλαζε.
Κι ένα βράδυ το πνεύμα εγκατέλειψε το σώμα, από την αϋπνία.
Την ώρα που εκείνος κατάσαρκα φορούσε μια τυχαία σερβιτόρα
Που γνώρισε πριν από καμιά ώρα…
14.7.11
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου