Δεν έπρεπε να φύγει από την πατρίδα του για έναν έρωτα, τώρα είχε εγκλωβιστεί εδώ, σε αυτόν τον αφιλόξενο τόπο, να κάνει ψευτοδουλειές και να προσπαθεί να επιβιώσει. Θυμήθηκε για μια στιγμή το ψηλό γαλάζιο αρχοντικό, με τις απέραντες κάμαρες και το φως να ιριδίζει καθώς ταξίδευε από ψηλά. Ο μικρός Μπάμπης τον επανέφερε στην πραγματικότητα: "Ε αγιο-Βασίλη σου μιλάω, τι έπαθες;" "Εε τίποτα, πως σε λένε αγοράκι;" "Μπάμπη με λένε, αφού σου είπα και πριν!" "Ήσουν καλό παιδάκι φέτος Μπάμπη;""Όχι, όλο ζημιές κάνω και ο μπαμπάς με χτυπάει και η μαμά φωνάζει." Και εκεί που σκεφτόταν τι ακριβώς να πει στο μικρό Μπάμπη, μια μαμά παραπάτησε και η πορτοκαλάδα της χύθηκε όλη πάνω στα πόδια του. Σχεδόν πέταξε το μικρό Μπάμπη από πάνω του, ζήτησε απότομα συγγνώμη από τις μαμάδες και τα παιδάκια και έτρεξε προς τον προϊστάμενο.
Ο προϊστάμενος φυσικά δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να φύγει από τη δουλειά αντί να αλλάξει απλώς στολή. Ο Άρης επέμεινε ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο σήμερα και ο προϊστάμενος τον προειδοποίησε ότι αν ήθελε να φύγει, αυτό θα σήμαινε ότι ταυτόχρονα υπέβαλλε και την παραίτησή του. Ο Άρης δεν είχε κανένα πρόβλημα να το κάνει, συνειδητοποίησε όμως ότι θα έπρεπε να επιστρέψει και τη στολή. Τα πόδια του είχαν αρχίσει ήδη να σκάνε σε διάφορα σημεία, δεν θα διακινδύνευε να τον δει κάποιος γυμνό από τη μέση και κάτω. Χρησιμοποίησε ως πρόφαση ότι θα έβγαινε για λίγο έξω να πάρει καθαρό αέρα και όταν έφτασε στην είσοδο άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Ευτυχώς το σπίτι του ήταν κοντά.
Στο ασανσέρ δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος, όταν έφτασε στον όροφό του έσπρωξε την πόρτα και σύρθηκε προς το διαμέρισμά του. Πιάστηκε από το χερούλι της πόρτας για να μπορέσει να σηκωθεί λίγο, ξεκλείδωσε με το άλλο χέρι και τράβηξε τον εαυτό του μέσα στο σπίτι.
Άφησε τα παπούτσια να φύγουν και έβγαλε με ανακούφιση το κόκκινο παντελόνι για να φανούν δύο "πόδια" γεμάτα πλέον με λέπια, που κατέληγαν σε ουρές ψαριού. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, έπρεπε να γυρίσει πίσω, αλλά δεν άντεχε την ντροπή που θα κουβαλούσε, ο απόκληρος που καμιά γοργόνα δεν του μιλάει, ο ηττημένος και στη στεριά και στη θάλασσα.
Σύρθηκε στην τουαλέτα και άνοιξε το νερό, ένα κρύο μπάνιο θα του έκανε καλό. Ξεκόλλησε τη γενειάδα και την πέταξε μακριά, έβγαλε το κόκκινο σακάκι και το σκούφο. Γυμνός πια, βυθίστηκε ολόκληρος στο νερό και άρχισε να θυμάται, πότε το γαλάζιο αρχοντικό και πότε αυτή που δεν άντεξε να είναι μαζί του και έφυγε για πάντα. Αποκοιμήθηκε με τη σκέψη της, βυθισμένος στο νερό.