CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.12.06

Δουλειές του ποδαριού

Το ψεύτικο γένι φαγούριζε τον Άρη εδώ και ώρα, ήταν όμως αδύνατο να το βγάλει και να ξυστεί με όλα τα παιδάκια που άλλαζαν θέση στα πόδια του, το ένα μετά το άλλο. Είχε ήδη κάνει ένα διάλειμμα για να καπνίσει πριν από κανένα μισάωρο, δεν τον έπαιρνε να ξανασηκωθεί. Ρώτησε με την πιο γλυκιά φωνή του: "Ήσουν καλό παιδάκι φέτος Γεωργία;" "Ναιαιαι!" "Το ξέρω, το ξέρω, τι θέλεις να σου φέρω για πρωτοχρονιάτικο δώρο;" "Το καραόκε που έχει τραγουδάκια και εγώ θα τραγουδάω και θα γίνω ταλέντο και μετά θα πάω στον Ψινάκη στην τηλεόραση και θα με κάνει Τάμτα και εγώ..." "Ωραία Γεωργία, κατάλαβα, περιμένουν κι άλλα παιδάκια όμως για να μου πουν τα δώρα τους, εντάξει; Να είσαι καλό κορίτσι και τη φετινή χρονιά." Η μαμά της Γεωργίας είχε μια παράξενη, ενοχλημένη έκφραση, είτε γιατί η συνάντηση με τον Άγιο Βασίλη κράτησε πολύ λίγο, είτε γιατί το καραόκε ήταν πολύ ακριβό, μπορεί και για τα δύο.
Δεν έπρεπε να φύγει από την πατρίδα του για έναν έρωτα, τώρα είχε εγκλωβιστεί εδώ, σε αυτόν τον αφιλόξενο τόπο, να κάνει ψευτοδουλειές και να προσπαθεί να επιβιώσει. Θυμήθηκε για μια στιγμή το ψηλό γαλάζιο αρχοντικό, με τις απέραντες κάμαρες και το φως να ιριδίζει καθώς ταξίδευε από ψηλά. Ο μικρός Μπάμπης τον επανέφερε στην πραγματικότητα: "Ε αγιο-Βασίλη σου μιλάω, τι έπαθες;" "Εε τίποτα, πως σε λένε αγοράκι;" "Μπάμπη με λένε, αφού σου είπα και πριν!" "Ήσουν καλό παιδάκι φέτος Μπάμπη;""Όχι, όλο ζημιές κάνω και ο μπαμπάς με χτυπάει και η μαμά φωνάζει." Και εκεί που σκεφτόταν τι ακριβώς να πει στο μικρό Μπάμπη, μια μαμά παραπάτησε και η πορτοκαλάδα της χύθηκε όλη πάνω στα πόδια του. Σχεδόν πέταξε το μικρό Μπάμπη από πάνω του, ζήτησε απότομα συγγνώμη από τις μαμάδες και τα παιδάκια και έτρεξε προς τον προϊστάμενο.
Ο προϊστάμενος φυσικά δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί έπρεπε να φύγει από τη δουλειά αντί να αλλάξει απλώς στολή. Ο Άρης επέμεινε ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο σήμερα και ο προϊστάμενος τον προειδοποίησε ότι αν ήθελε να φύγει, αυτό θα σήμαινε ότι ταυτόχρονα υπέβαλλε και την παραίτησή του. Ο Άρης δεν είχε κανένα πρόβλημα να το κάνει, συνειδητοποίησε όμως ότι θα έπρεπε να επιστρέψει και τη στολή. Τα πόδια του είχαν αρχίσει ήδη να σκάνε σε διάφορα σημεία, δεν θα διακινδύνευε να τον δει κάποιος γυμνό από τη μέση και κάτω. Χρησιμοποίησε ως πρόφαση ότι θα έβγαινε για λίγο έξω να πάρει καθαρό αέρα και όταν έφτασε στην είσοδο άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Ευτυχώς το σπίτι του ήταν κοντά.

Στο ασανσέρ δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος, όταν έφτασε στον όροφό του έσπρωξε την πόρτα και σύρθηκε προς το διαμέρισμά του. Πιάστηκε από το χερούλι της πόρτας για να μπορέσει να σηκωθεί λίγο, ξεκλείδωσε με το άλλο χέρι και τράβηξε τον εαυτό του μέσα στο σπίτι.
Άφησε τα παπούτσια να φύγουν και έβγαλε με ανακούφιση το κόκκινο παντελόνι για να φανούν δύο "πόδια" γεμάτα πλέον με λέπια, που κατέληγαν σε ουρές ψαριού. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, έπρεπε να γυρίσει πίσω, αλλά δεν άντεχε την ντροπή που θα κουβαλούσε, ο απόκληρος που καμιά γοργόνα δεν του μιλάει, ο ηττημένος και στη στεριά και στη θάλασσα.
Σύρθηκε στην τουαλέτα και άνοιξε το νερό, ένα κρύο μπάνιο θα του έκανε καλό. Ξεκόλλησε τη γενειάδα και την πέταξε μακριά, έβγαλε το κόκκινο σακάκι και το σκούφο. Γυμνός πια, βυθίστηκε ολόκληρος στο νερό και άρχισε να θυμάται, πότε το γαλάζιο αρχοντικό και πότε αυτή που δεν άντεξε να είναι μαζί του και έφυγε για πάντα. Αποκοιμήθηκε με τη σκέψη της, βυθισμένος στο νερό.

28.12.06

Κόκκινο, δεν ήταν κόκκινο

Δίπλωσε προσεκτικά την εμπριμέ μπλούζα και την έβαλε στο χαρτόκουτο. Έβγαλε ένα ακόμα ρούχο από την ντουλάπα, μια μπεζ φούστα τώρα, τη δίπλωσε κι αυτή και την τοποθέτησε πάνω από τη μπλούζα. Κόντευε να τελειώσει, η διπλανή ντουλάπα δεν είχε πια χρωματιστά, ενώ αυτή ήταν ήδη μισοάδεια. Η ξαδέρφη της είχε φύγει πριν από λίγο φωνάζοντας ότι δεν πρέπει να κάνει δουλειές τέτοια μέρα, αυτή όμως επέμεινε ότι τη βοηθούσε να ξεχαστεί. Έλεγε ψέματα, δεν μπορούσε να φαίνεται θλιμένη για πάρα πολλή ώρα συνεχόμενα, βαριόταν κι έπρεπε κάπως να κρυφτεί από τα βλέμματα των άλλων.
Άνοιξε το κάτω συρτάρι και έβγαλε τα εσώρουχα που φύλαγε στην πίσω γωνία του εδώ και τόσο καιρό. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, έβγαλε το νυχτικό της και στη συνέχεια τα λευκά της εσώρουχα. Κοίταξε για λίγο τον εαυτό της με ένα πικραμένο χαμόγελο, τα πεσμένα της στήθη, την χαλαρή κοιλιά και τις δίπλες στους γοφούς. Τις ρυτίδες τις είχε συνηθίσει, δεν τους έδινε πιά σημασία. Η εικόνα του σώματός της όμως πάντα της άφηνε μια ήρεμη θλίψη, σκεφτόταν πως έφυγαν έτσι τα χρόνια, σαν ατμός.
Πρώτα φόρεσε την κόκκινη κιλότα με τις δαντέλες. Η κοιλιά της έκρυβε λίγο το μπροστινό μέρος του εσώρουχου, αλλά δεν την πείραζε. Δεν τα φορούσε για να φαίνεται όμορφη. Έβαλε μετά και το κόκκινο σουτιέν, τακτοποιώντας τα χαλαρά της στήθη μέσα σε αυτό. Στερέωσε τη μασέλα της και χαμογέλασε πλατιά στον καθρέφτη, προσπαθώντας να φανεί προκλητική και σέξυ. Ξεκαρδίστηκε με το αποτέλεσμα και άρχισε να ντύνεται. Πήρε το μακρύ μαύρο φόρεμα από τη ντουλάπα και φόρεσε τις μαύρες γόβες της. Ήταν έτοιμη.

Στο δρόμο για τον τάφο, δύο γειτόνισσες σχολίαζαν ψιθυριστά: "Δες την πως κλαίει και χτυπιέται, πρέπει να τον αγαπούσε πολύ τελικά." "Και να σκεφτείς ότι κάθε μέρα την έβριζε και την χτυπούσε, μαύρη ψυχή είχε ο μακαρίτης." "Σουτ βρε δεν ντρέπεσαι λίγο; Θα μας ακούσουν." "Μμμ, σιγά λες και δεν τον ήξερε ο κόσμος τι άνθρωπος ήταν. Χρυσή καρδιά πρέπει να έχει πάντως, τέτοιο κλάμα μετά από τόσο ξύλο..."

Κι όμως, είχε φορέσει κόκκινα στην κηδεία του.

26.12.06

Straight story

Τον Αντρέα τον είχε ξενερώσει ο τύπος που τον κοιτούσε από απέναντι εδώ και ώρα. Δεν είχε πρόβλημα με τους γκέι, αρκεί να μην του την έπεφταν, του είχε συμβεί ήδη μια φορά και είχανε σκυλοβριστεί. "Αφού υπάρχουν τα γκέι μπαρ, τι θέλουν στα δικά μας;" σκεφτόταν.

Σε λίγο τον πλησίασε. "Γεια σου Γιώργο, καιρό έχουμε να μιλήσουμε" του είπε ο τύπος αρκετά επιφυλακτικά. "Κλασικό κόλπο, και καλά σε ξέρω και μετά πιάνουμε κουβέντα, για να δούμε τι μαλακίες θα μου πει."
- Εεε...
- Θα μου κρατάς ακόμα κακία, το καταλαβαίνω.
- Κακία για ποιο πράγμα;
- Για την ιστορία με την Ιωάννα, δεν έπρεπε να το μάθεις έτσι.
- Τώρα τι να σου πω...
- Εγώ την αγαπούσα την Ιωάννα και έγινε αυτό, αλλά έπρεπε να στο είχαμε πει, ήταν πολύ σκληρό να μας βρεις μαζί στο κρεβάτι.
"Γιατί προσπαθεί να με πείσει ότι είναι στρέιτ, πραγματικά δεν το καταλαβαίνω." αναρωτήθηκε ο Αντρέας. "Ίσως θέλει να με κάνει να νιώσω πιο άνετα και να μου την πέσει μετά."
- Και να σκεφτείς ότι η Ιωάννα δεν άντεξε τις ενοχές και μετά από ένα μήνα χωρίσαμε. Μου έχουν πει ότι δεν κράτησες καμία επαφή μαζί της, καλό είναι πάντως να το ξέρεις.
- Α μάλιστα οκέι.
- Έχεις αλλάξει πάντως πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα, κουρεύτηκες, αδυνάτισες...
- Είπα να κάνω μια αλλαγή, ξέρω γω.
- Σου πήγε πάντως, έχεις ομορφήνει πολύ.
"Να, μαλακίες μου έλεγε για την Ιωάννα, ο τύπος με γουστάρει και μου το λέει ξεκάθαρα" συμπέρανε ο Αντρέας. "Άιντε να αραιώνουμε σιγά σιγά"
- Και για πες τι θέλεις;
- Τι να θέλω ρε Γιώργο, να σου πω μια συγγνώμη κατ' αρχήν. Και δεν ξέρω, την κουβαλάω βαριά τη μαλακία που σου έκανα, θα με βοηθούσε πολύ αν με συγχωρούσες.
- Και βέβαια σε συγχωρώ. Εντάξει τώρα;
- Καλά καταλαβαίνω ότι δε νιώθεις καλά να μιλήσουμε κι άλλο. Σε ευχαριστώ πολύ πάντως.
Καθώς ο τύπος έφευγε με ένα ήρεμο χαμόγελο από κοντά του, ο Αντρέας αισθανόταν πια ανακουφισμένος. "Μια χαρά, την προηγούμενη φορά έπρεπε να πω του άλλου τόσα μπινελίκια για να με αφήσει ήσυχο." Ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του και ξανάρχισε να χαζεύει τη μπαργούμαν.

25.12.06

Τα χριστούγεννα των άθεων

Δε λέω καλά όλα αυτά και οι κουραμπιέδες και τα λαμπάκια και ο δέκατος τρίτος μισθός και οι κοπέλες που τραγουδάνε με ντεκολτέ στην τηλεόραση (και να μην είναι καλά, για κάποιο λόγο θα υπάρχουν). Με απασχολεί όμως σήμερα ένα ερώτημα, θα έλεγα θρησκειολογικό. Εμείς οι άθεοι και οι αγνωστικιστές τι ακριβώς γιορτάζουμε;

Το συζητήσαμε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου με τη φίλη μου τη Μαρία, καθώς κατεβαίναμε με το λεωφορείο για την Καλαμάτα. Η Μαρία συμμετέχει καταχρηστικά στην κατηγορία ως λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, καθώς πιστεύει ότι όλοι κουβαλάμε ένα μικρό θεό μέσα μας, αλλά μεγάλος δεν υπάρχει. Τέλος πάντων, εγώ με αυτή το συζήτησα και καλό είναι να αναφέρουμε τις πηγές μας.

Η Μαρία θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, καθώς τα Χριστούγεννα είναι κατ' αρχήν γιορτή του καταναλωτισμού και των απολαύσεων. Δε χρειάζεται να είσαι Χριστιανός για να φας μελομακάρονα και να ψωνίσεις το παντελόνι που χάζευες εδω και καιρό στη βιτρίνα, συμμετέχεις ωραιότατα και ως βουδιστής, δωδεκαθεϊστής, σατανιστής κτλ. Είναι επίσης καλή όλη αυτή η εορταστική διάθεση και το γενικότερο νταβαντούρι, αφού σου ανεβάζει το κέφι και σε βάζει να σκέφτεσαι θετικά, ακόμα και αν δεν πιστεύεις. Αυτά με τη Μαρία (που είναι επίσης πολύ ωραία κοπέλα, ψηλή, ξανθιά, καλλιεργημένη και αν συμφωνείτε με τις απόψεις της να μου στείλετε μέιλ για να σας φέρω σε επικοινωνία).

Εγώ δεν νιώθω έτσι. Όντας αγνωστικιστής, έχω το ζήτημα του θεού εκκρεμές αλλά όχι λυμένο. Έτσι κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα νιώθω σαν να έχω πάει στα γενέθλια του καλού φίλου της κοπέλας που γνώρισα πριν μια βδομάδα, όλοι χαρούμενοι και χαμογελαστοί, μια χαρά γλεντάμε, αλλά εγώ δεν έχω κανένα συγκεκριμένο λόγο να γιορτάζω. Οι μεγάλες γιορτές του χριστιανισμού μου θυμίζουν κάποιες από τις ερωτήσεις που συνεχίζω να μην απαντώ και με αφήνουν γι' αυτό κάθε φορά αμήχανο.

Κι εγώ βέβαια μαζί με όλους μια χαρά πίνω τζιν τόνικ και τσίπουρα και τρώω το φαγητό της μαμάς μου και κάνω δώρα και παίρνω δώρα και συμμετέχω γενικότερα στο φολκλόρ των ημερών. Για αυτό λοιπόν θα ήθελα εν κατακλείδι να δηλώσω

Καλές γιορτές σε όλους κι όλες

23.12.06

Τα ψώνια του σαββατοκύριακου

Σηκώθηκε από το δρόμο με αργές κινήσεις και αμέσως μετά παραπάτησε, αλλά κρατήθηκε από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Όλα γύριζαν και άστραφταν γύρω του, ψηλάφησε το κεφάλι του και βρήκε ένα σημείο που πονούσε υπερβολικά. Αυτό όμως που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι δεν ήξερε που βρισκόταν.
Στο δεξί του χέρι κρατούσε ακόμα μια σακούλα σουπερμάρκετ, μισοάδεια με ένα βιταμ λάιτ και ένα γάλα. Κοίταξε τα τρόφιμα που ήταν σκορπισμένα στο δρόμο και άρχισε μηχανικά να τα μαζεύει. Στο τέλος αποφάσισε ότι ήταν δικές του και οι σερβιέτες, όπως και η γεμάτη σακούλα που ήταν αφημένη λίγο πιο πίσω.
Πέρασε την επόμενη μισή ώρα καθισμένος στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας, προσπαθώντας μάταια να θυμηθεί, οπότε από ένα σημείο και μετά προσπαθούσε να βγάλει συμπεράσματα για τον εαυτό του με βάση τα ψώνια του. Μπορεί να είχε νεαρή μητέρα, αδελφή ή γκόμενα αλλιώς δεν εξηγούνταν οι σερβιέτες. Κατέληξε τελικά στην εκδοχή της γκόμενας και γιατί του άρεσε περισσότερο, αλλά και από τις ποσότητες των τροφίμων: ένα κιλό πορτοκάλια, ένα κιλό πατάτες, μισό κοτόπουλο, δεν έμοιαζαν με προμήθειες κανονικής οικογένειας. Θα έπρεπε βέβαια να κουβαλάει και προφυλακτικά, αλλά υπέθεσε ότι ντρεπόταν να τα αγοράσει από το σουπερμάρκετ.
Το μπαλσάμικο, τα κυδώνια, η παρμεζάνα και το κόκκινο κρασί έδειχναν ανθρώπους που μαγείρευαν και καλοπερνούσαν, τον απασχόλησε όμως η μέτρια ποιότητα του κρασιού. "Τίποτα ιδιωτικοί υπάλληλοι θα είμαστε" σκέφτηκε με κάποια απογοήτευση. Τα αυγά βιολογικής καλλιέργειας τον έκαναν να υποθέσει και κάποια οικολογική συνείδηση, "από την άλλη όμως, αν είμαστε οικολόγοι, από σουπερμάρκετ θα ψωνίζαμε;" αναρωτήθηκε και δεν έβγαλε άκρη από αυτό.
Μια ιδέα άστραψε ξαφνικά στο μυαλό του: δεν είχε ψάξει ακόμη τις τσέπες του, μπορεί να είχε πάνω του την ταυτότητά του ή κάποιο άλλο στοιχείο που να δείχνει ποιος είναι. Απογοητεύτηκε όταν βρήκε ένα πορτοφόλι χωρίς ταυτότητα μέσα και μια λίστα με ψώνια, αυτά που κρατούσε. Στο πίσω μέρος της λίστας υπήρχε και μία διεύθυνση, "Θεοφίλου 35, δεύτερος όροφος". Αποφάσισε να πάει εκεί, ρωτώντας τους περαστικούς. Ίσως σε αυτό το σπίτι να ήξεραν ποιος είναι ή που έπρεπε να πάει για να βγάλει κάποια άκρη.

Στον όροφο υπήρχε μόνο ένα διαμέρισμα. Του άνοιξε μια αδύνατη και ψηλή γυναίκα που είχε τον αστράγαλό της τυλιγμένο με επιδέσμους, πριν όμως προλάβει να του μιλήσει, άρχισε να της εξηγεί ότι δε θυμάται τίποτα και ότι χρειάζεται τη βοήθειά της. Η γυναίκα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό της. "Αχ αγάπη μου, τι έπαθες, όλα μαζί μας βρίσκουν" είπε και τον οδήγησε μέσα. Δεν είχε υποθέσει λάθος, είχε κοπέλα και μάλιστα συζούσαν σε αυτό το σπίτι, τον ίδιο τον έλεγαν Γιώργο και την κοπέλα Μαρία. Κανονικά θα πήγαινε αυτή να ψωνίσει, αλλά είχε χτυπήσει τον αστράγαλό της και περπατούσε με δυσκολία. Την ρώτησε γιατί κουβαλούσε μαζί του τη διεύθυνση του σπιτιού τους και αυτή του εξήγησε ότι απλώς ήταν πολύ τυχερός, του το είχε γράψει για αστείο, επειδή το προηγούμενο βράδυ πέρασε από σπίτι ενός φίλου του για μια μπίρα και τελικά είχε γυρίσει ξημερώματα. Τον έπιασε από το χέρι και του είπε γλυκά: "Μην ανησυχείς, θα τα θυμηθείς όλα, λίγο υπομονή χρειάζεται." Την αγκάλιασε και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της. Ένιωθε πολύ όμορφα μαζί της.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, όταν μετά από μία εβδομάδα θυμήθηκε ότι ήταν ο υπάλληλος που έκανε τα ντελίβερι του σουπερμάρκετ και ότι τον έλεγαν Μανόλη αποφάσισε να μείνει με τη Μαρία. Εδώ και καιρό η ζωή του χρειαζόταν μια δραστική αλλαγή.

[Το τελευταίο μέρος της ιστορίας το σκέφτηκε η Λουίζα, η καλή μου συγκάτοικος.]

21.12.06

Πρόλογος - Σελίδα ημερολογίου του 2006

Μπροστά από το Διοικητήριο στη Θεσσαλονίκη, εδώ και χρόνια, πετυχαίνω μια μαυροφόρα γυναίκα. Είναι μάλλον άστεγη, αφού κουβαλάει πάντα μεγάλες, γεμάτες σακούλες και συχνά την βλέπεις να κοιμάται σε γωνιές των γύρω δρόμων. Είτε κοιμισμένη είτε ξύπνια πολλές φορές παραμιλά, δεν έχω όμως καταφέρει ακόμα να καταλάβω έστω και μια λέξη της.


Αυτή η γυναίκα κρατάει πάντα μία σκούπα και πολλές φορές σκουπίζει.

Το πεζοδρόμιο και τους δρόμους που εφάπτονται στο Διοικητήριο.

Εδώ και χρόνια.


Έχω λοιπόν δοκιμάσει τρία βλέμματα επάνω της, όλα δικαιολογημένα, όλα καταδικασμένα να μην καταλαβαίνουν.
Αρχικά έβλεπα μία κακόμοιρη τρελή που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να την κλείσει σε ένα ίδρυμα ή ακόμα καλύτερα να της προσφέρει ψυχοθεραπεία και επανένταξη.
Γοητεύτηκα μετά από μία ξωτική φιγούρα εκτός τόπου και εκτός χρόνου, παλιά νοικοκυρά που σκουπίζει τη φανταστική αυλή της.
Κι όπως τους τελευταίους μήνες η δουλειά μου είναι δίπλα από το Διοικητήριο, τελικά εντυπωσιάστηκα από το πόσο καθαροί είναι πάντα το πεζοδρόμιο και οι δρόμοι του.

Καλώς σας βρίσκω.