[Υπάρχει μια σειρά από ιστορίες που ξέρω κι ενώ μοιάζουν τελείως σουρεάλ, είναι απολύτως πραγματικές, ιστορίες ανθρώπων από τη γενέτειρά μου ή κατοπινών φίλων. Τις επόμενες μέρες θα σας γράψω κάποιες από αυτές, αλλάζοντας βέβαια τα ονόματα των πρωταγωνιστών/τριών και κάποιες δευτερεύουσες λεπτομέρειες. (Το νεολογισμό υπερ-ρεαλισμός, για κάτι υπερβολικό και ρεαλιστικό ταυτόχρονα, τον χρωστάω σε ένα πρόσφατο σχόλιο της μπλόγκερ κολοκύθι.)]
Με τη μητέρα μου μοιάζουμε πολύ και διαφέρουμε πολύ, με την έννοια ότι κάποια χαρακτηριστικά μου τα έχω πάρει καρμπόν από αυτήν, ενώ κάποια άλλα μου είναι ακριβώς αντίθετά της. Όσον αφορά την ευγένεια είμαστε πάντως ίδιοι: μας είναι εξαιρετικά εύκολο να γίνουμε συμπαθείς στις επιφανειακές κοινωνικές σχέσεις, ενώ δίνουμε και την εντύπωση ανθρώπου που μπορείς εύκολα να εμπιστευτείς.
Κάπως έτσι γνώρισε η μητέρα μου την εξηντάχρονη κυρία Βιργινία, που είχε έρθει να εγκατασταθεί στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας, κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου. Ας μην περιπλέξουμε όμως πολύ την αφήγηση σήμερα κι ας δούμε πρώτα πως η γεροντοκόρη Βιργινία εγκατέλειψε το χωριό της.
Η Βιργινία ήταν κόρη παπά, από ένα χωριό του κάμπου. Ερωτεύτηκε ένα παλικάρι, αλλά είχε μικρότερη προίκα από μια συγχωριανή της και έτσι τον έχασε μέσα από τα χέρια της. Η ιστορία αγριεύει από αυτό το σημείο και μετά: η Βιργινία έπαθε νευρικό κλονισμό και σιγά σιγά άρχισε να τρελαίνεται, μέχρι που νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα στο ψυχιατρείο για να επιστρέψει τελικά στο σπίτι στο χωριό, παρέα με ένα κοκτέιλ από αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά χάπια. Όπως συμβαίνει συχνά στην ελληνική επαρχία ακόμη και σήμερα, δεν τέθηκε ζήτημα για ψυχοθεραπεία και επανένταξη, οι συγγενείς της απλώς φρόντιζαν να παίρνει τα χάπια της στην ώρα τους, να βαράει ντάγκλες και να τους αφήνει στην ησυχία τους.
Ως άγαμη κόρη δημοσίου υπαλλήλου όμως, η Βιργινία είχε το δικαίωμα να συνεχίσει να παίρνει ένα μέρος της σύνταξης του πατέρα της, ακόμη και μετά το θάνατό του. Τα αδέρφια της Βιργινίας ήταν καλοί άνθρωποι και την άφηναν να διαχειρίζεται μόνη της τα λίγα αυτά χρήματα, για να αγοράζει κάποια πράγματα για τον εαυτό της. Δεν φαντάζονταν όμως ότι έτσι επέτρεπαν στη Βιργινία να προετοιμάσει αργά αλλά σταθερά τη φυγή της.
Ήρθε λοιπόν η μέρα που η Βιργινία έκανε μια σειρά από σημαντικές ανακοινώσεις στην οικογένεια στο χωριό. Παρουσιάζοντας ένα βιβλιάριο καταθέσεων που ήταν αποκλειστικά στο όνομα της, δήλωσε ότι σκόπευε να σταματήσει όλα τα φάρμακα που έπαιρνε «γιατί της φαίνονταν πικρά» και ότι ήταν έτοιμη να νοικιάσει ένα σπίτι στην πρωτεύουσα του νομού μας. Το σπίτι που νοίκιασε, όπως είπαμε και πριν, βρισκόταν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας.
Αγαθή (;) τύχη έφερε να πηγαίνουμε μαζί στο φροντιστήριο αγγλικών με έναν ανιψιό της Βιργινίας, να περπατήσουμε μια μέρα ως το σπίτι μου, εκείνος να τηλεφωνήσει στον πατέρα του, κι αυτός στη μητέρα μου, για να ζητήσει τη βοήθειά της: «Όχι κάτι σπουδαίο, μόνο λίγο παρέα να της κάνετε, να βλέπετε αν είναι καλά και να μας το λέτε…» Η μητέρα μου ήταν (και παραμένει) πολύ ευγενικός άνθρωπος για να αρνηθεί μια τέτοια απλή χάρη.
Αρχίζοντας να κάνει παρέα με τη Βιργινία, η μητέρα μου δεν περίμενε βέβαια να ακούσει ότι κάθε βράδυ έρχονται κακοί άνθρωποι που της κάνουν ενέσεις και θέλουν να τη δολοφονήσουν. Μέσα στις επόμενες μέρες είδε έκπληκτη το σπίτι της Βιργινίας να γεμίζει με κλειδαριές: εφόσον η Βιργινία ήταν απρόθυμη να αντιμετωπίσει τις φοβίες της (και για να γίνουμε ακριβέστεροι, τη μανία καταδίωξής της) η μόνη άλλη λύση που έβλεπε ήταν να δυσκολέψει όσο μπορούσε περισσότερο την είσοδο των κακών ανθρώπων με τις ενέσεις. Η εξώπορτά της απέκτησε σύρτη, λουκέτο, μια κλειδαριά ασφαλείας και μία απλή, ενώ σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μπήκε κανονική κλειδαριά, την οποία η Βιργινία ξεκλείδωνε, για να μπει και ξανακλείδωνε, αφού έμπαινε.
Όλα αυτά όμως είχαν και μια κωμικοτραγική πλευρά, καθώς η Βιργινία δεν κουβαλούσε όλα αυτά τα κλειδιά περασμένα σε ένα μπρελόκ, αλλά χύμα στην τσέπη της και συνεχώς τα έχανε. Ο κλειδαράς κάποια στιγμή τη λυπήθηκε και της ζήτησε να του δίνει ένα μηνιαίο ποσό, για να έρχεται κάθε φορά που τον χρειάζεται. Η Βιργινία είχε άπειρους τρόπους να κλειδωθεί έξω από το σπίτι της ή ένα δωμάτιο της: μπορούσε να χάσει ένα από τα κλειδιά της εξώπορτας/ το κλειδί του διαδρόμου/ της τουαλέτας/ της κουζίνας/ της μπαλκονόπορτας κτλ.. Κάποια στιγμή, μετά από παρότρυνση της μητέρας μου άρχισε να κρεμάει όλα τα κλειδιά της εξώπορτας με ένα σπάγκο από το λαιμό της, σαν ένα ιδιότυπο περιδέραιο κι έτσι αραίωσαν λίγο οι επισκέψεις του κλειδαρά, που ανέλαβε πλέον μόνο το εσωτερικό του σπιτιού. Αυτά τα κλειδιά η Βιργινία συνέχιζε να τα κρατάει στις τσέπες της, το «μπρελόκ-κολιέ» γινόταν πολύ βαρύ αν προσέθετε και τα κλειδιά των δωματίων.
Έχει όμως η ευγένεια, όπως και η υπομονή τα όριά της. Μια ημέρα, καθώς η Βιργινία ήταν έτοιμη να ρίξει ένα πακέτο φασόλια στην κατσαρόλα με το βραστό νερό, η μητέρα μου της δήλωσε ότι όλα αυτά που λέει είναι της φαντασίας της. Ούτε κακοί άνθρωποι έρχονταν με ενέσεις στο σπίτι της, ούτε κανείς ήθελε να τη σκοτώσει, όλες αυτές οι κλειδαριές ήταν άχρηστες, έπρεπε κάποια στιγμή να το πάρει απόφαση και να αρχίσει να σκέφτεται λογικά. Η Βιργινία κοίταξε τη μητέρα μου με οργή, συνειδητοποιώντας ότι ακόμη κι αυτή τελικά ήταν κακός άνθρωπος, άρχισε να παίρνει φασόλια από το σακούλι και να της τα πετάει με δύνάμη. Η μητέρα μου τρομοκρατήθηκε, έτρεξε προς την εξώπορτα και στη συνέχεια στο διάδρομο της πολυκατοικίας, ενώ η Βιργινία την καταδίωκε, «πετροβολώντας» τη με φασόλια. Κάπου μεταξύ δεύτερου και τρίτου ορόφου, η Βιργινία εγκατέλειψε την καταδίωξη και επέστρεψε σπίτι της, βέβαιη πλέον ότι είχε διώξει τον εχθρό μακριά.
Δεν ξέρω πόσο ευχάριστη ήταν η παρέα της μητέρας μου για τη Βιργινία, (ή αντίστροφα πόσο επικίνδυνη είχε αρχίσει να τη θεωρεί) η ουσία είναι πάντως ότι δεν πέρασε ένας μήνας που διέκοψαν τις σχέσεις τους και η Βιργινία αποφάσισε να μετακομίσει σε μια άλλη γειτονιά, που θα είχε λιγότερους κακούς ανθρώπους. Δύο χρόνια αργότερα πέτυχα το συμμαθητή μου από τα αγγλικά στο δρόμο και μου είπε ότι η Βιργινία νοσηλευόταν ξανά στο ψυχιατρείο, αλλά δε ρώτησα λεπτομέρειες. Δεν ξαναμάθαμε νέα της.
Με τη μητέρα μου μοιάζουμε πολύ και διαφέρουμε πολύ, με την έννοια ότι κάποια χαρακτηριστικά μου τα έχω πάρει καρμπόν από αυτήν, ενώ κάποια άλλα μου είναι ακριβώς αντίθετά της. Όσον αφορά την ευγένεια είμαστε πάντως ίδιοι: μας είναι εξαιρετικά εύκολο να γίνουμε συμπαθείς στις επιφανειακές κοινωνικές σχέσεις, ενώ δίνουμε και την εντύπωση ανθρώπου που μπορείς εύκολα να εμπιστευτείς.
Κάπως έτσι γνώρισε η μητέρα μου την εξηντάχρονη κυρία Βιργινία, που είχε έρθει να εγκατασταθεί στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας, κατά τη διάρκεια της εφηβείας μου. Ας μην περιπλέξουμε όμως πολύ την αφήγηση σήμερα κι ας δούμε πρώτα πως η γεροντοκόρη Βιργινία εγκατέλειψε το χωριό της.
Η Βιργινία ήταν κόρη παπά, από ένα χωριό του κάμπου. Ερωτεύτηκε ένα παλικάρι, αλλά είχε μικρότερη προίκα από μια συγχωριανή της και έτσι τον έχασε μέσα από τα χέρια της. Η ιστορία αγριεύει από αυτό το σημείο και μετά: η Βιργινία έπαθε νευρικό κλονισμό και σιγά σιγά άρχισε να τρελαίνεται, μέχρι που νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα στο ψυχιατρείο για να επιστρέψει τελικά στο σπίτι στο χωριό, παρέα με ένα κοκτέιλ από αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά χάπια. Όπως συμβαίνει συχνά στην ελληνική επαρχία ακόμη και σήμερα, δεν τέθηκε ζήτημα για ψυχοθεραπεία και επανένταξη, οι συγγενείς της απλώς φρόντιζαν να παίρνει τα χάπια της στην ώρα τους, να βαράει ντάγκλες και να τους αφήνει στην ησυχία τους.
Ως άγαμη κόρη δημοσίου υπαλλήλου όμως, η Βιργινία είχε το δικαίωμα να συνεχίσει να παίρνει ένα μέρος της σύνταξης του πατέρα της, ακόμη και μετά το θάνατό του. Τα αδέρφια της Βιργινίας ήταν καλοί άνθρωποι και την άφηναν να διαχειρίζεται μόνη της τα λίγα αυτά χρήματα, για να αγοράζει κάποια πράγματα για τον εαυτό της. Δεν φαντάζονταν όμως ότι έτσι επέτρεπαν στη Βιργινία να προετοιμάσει αργά αλλά σταθερά τη φυγή της.
Ήρθε λοιπόν η μέρα που η Βιργινία έκανε μια σειρά από σημαντικές ανακοινώσεις στην οικογένεια στο χωριό. Παρουσιάζοντας ένα βιβλιάριο καταθέσεων που ήταν αποκλειστικά στο όνομα της, δήλωσε ότι σκόπευε να σταματήσει όλα τα φάρμακα που έπαιρνε «γιατί της φαίνονταν πικρά» και ότι ήταν έτοιμη να νοικιάσει ένα σπίτι στην πρωτεύουσα του νομού μας. Το σπίτι που νοίκιασε, όπως είπαμε και πριν, βρισκόταν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μας.
Αγαθή (;) τύχη έφερε να πηγαίνουμε μαζί στο φροντιστήριο αγγλικών με έναν ανιψιό της Βιργινίας, να περπατήσουμε μια μέρα ως το σπίτι μου, εκείνος να τηλεφωνήσει στον πατέρα του, κι αυτός στη μητέρα μου, για να ζητήσει τη βοήθειά της: «Όχι κάτι σπουδαίο, μόνο λίγο παρέα να της κάνετε, να βλέπετε αν είναι καλά και να μας το λέτε…» Η μητέρα μου ήταν (και παραμένει) πολύ ευγενικός άνθρωπος για να αρνηθεί μια τέτοια απλή χάρη.
Αρχίζοντας να κάνει παρέα με τη Βιργινία, η μητέρα μου δεν περίμενε βέβαια να ακούσει ότι κάθε βράδυ έρχονται κακοί άνθρωποι που της κάνουν ενέσεις και θέλουν να τη δολοφονήσουν. Μέσα στις επόμενες μέρες είδε έκπληκτη το σπίτι της Βιργινίας να γεμίζει με κλειδαριές: εφόσον η Βιργινία ήταν απρόθυμη να αντιμετωπίσει τις φοβίες της (και για να γίνουμε ακριβέστεροι, τη μανία καταδίωξής της) η μόνη άλλη λύση που έβλεπε ήταν να δυσκολέψει όσο μπορούσε περισσότερο την είσοδο των κακών ανθρώπων με τις ενέσεις. Η εξώπορτά της απέκτησε σύρτη, λουκέτο, μια κλειδαριά ασφαλείας και μία απλή, ενώ σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού μπήκε κανονική κλειδαριά, την οποία η Βιργινία ξεκλείδωνε, για να μπει και ξανακλείδωνε, αφού έμπαινε.
Όλα αυτά όμως είχαν και μια κωμικοτραγική πλευρά, καθώς η Βιργινία δεν κουβαλούσε όλα αυτά τα κλειδιά περασμένα σε ένα μπρελόκ, αλλά χύμα στην τσέπη της και συνεχώς τα έχανε. Ο κλειδαράς κάποια στιγμή τη λυπήθηκε και της ζήτησε να του δίνει ένα μηνιαίο ποσό, για να έρχεται κάθε φορά που τον χρειάζεται. Η Βιργινία είχε άπειρους τρόπους να κλειδωθεί έξω από το σπίτι της ή ένα δωμάτιο της: μπορούσε να χάσει ένα από τα κλειδιά της εξώπορτας/ το κλειδί του διαδρόμου/ της τουαλέτας/ της κουζίνας/ της μπαλκονόπορτας κτλ.. Κάποια στιγμή, μετά από παρότρυνση της μητέρας μου άρχισε να κρεμάει όλα τα κλειδιά της εξώπορτας με ένα σπάγκο από το λαιμό της, σαν ένα ιδιότυπο περιδέραιο κι έτσι αραίωσαν λίγο οι επισκέψεις του κλειδαρά, που ανέλαβε πλέον μόνο το εσωτερικό του σπιτιού. Αυτά τα κλειδιά η Βιργινία συνέχιζε να τα κρατάει στις τσέπες της, το «μπρελόκ-κολιέ» γινόταν πολύ βαρύ αν προσέθετε και τα κλειδιά των δωματίων.
Έχει όμως η ευγένεια, όπως και η υπομονή τα όριά της. Μια ημέρα, καθώς η Βιργινία ήταν έτοιμη να ρίξει ένα πακέτο φασόλια στην κατσαρόλα με το βραστό νερό, η μητέρα μου της δήλωσε ότι όλα αυτά που λέει είναι της φαντασίας της. Ούτε κακοί άνθρωποι έρχονταν με ενέσεις στο σπίτι της, ούτε κανείς ήθελε να τη σκοτώσει, όλες αυτές οι κλειδαριές ήταν άχρηστες, έπρεπε κάποια στιγμή να το πάρει απόφαση και να αρχίσει να σκέφτεται λογικά. Η Βιργινία κοίταξε τη μητέρα μου με οργή, συνειδητοποιώντας ότι ακόμη κι αυτή τελικά ήταν κακός άνθρωπος, άρχισε να παίρνει φασόλια από το σακούλι και να της τα πετάει με δύνάμη. Η μητέρα μου τρομοκρατήθηκε, έτρεξε προς την εξώπορτα και στη συνέχεια στο διάδρομο της πολυκατοικίας, ενώ η Βιργινία την καταδίωκε, «πετροβολώντας» τη με φασόλια. Κάπου μεταξύ δεύτερου και τρίτου ορόφου, η Βιργινία εγκατέλειψε την καταδίωξη και επέστρεψε σπίτι της, βέβαιη πλέον ότι είχε διώξει τον εχθρό μακριά.
Δεν ξέρω πόσο ευχάριστη ήταν η παρέα της μητέρας μου για τη Βιργινία, (ή αντίστροφα πόσο επικίνδυνη είχε αρχίσει να τη θεωρεί) η ουσία είναι πάντως ότι δεν πέρασε ένας μήνας που διέκοψαν τις σχέσεις τους και η Βιργινία αποφάσισε να μετακομίσει σε μια άλλη γειτονιά, που θα είχε λιγότερους κακούς ανθρώπους. Δύο χρόνια αργότερα πέτυχα το συμμαθητή μου από τα αγγλικά στο δρόμο και μου είπε ότι η Βιργινία νοσηλευόταν ξανά στο ψυχιατρείο, αλλά δε ρώτησα λεπτομέρειες. Δεν ξαναμάθαμε νέα της.
27 σχόλια:
αυτή κι αν είναι ιστορία! της πολυκατοικίας... της πόλης.. του κόσμου..
Etsi! Kai -ti symptwsh- exw ki egw misotrellh synonomath geitonissa. A, o yperrealismos -dixws payla- sthn istoria ths texnhs apodidei to aggliko hyperrealism. Zwgrafoi antegrafan pista oxi pleon th fysh alla th fwtografikh ths apeikonish, me apotelesma thn -ektrwmatikh- apolyth akriveia.
Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε Αλαφροΐσκιωτε, στα ποιήματά σου αναπτύσ-σεται μια ολόκληρη μυθολογία των πολυκατοικιών, με το ποιητικό βλέμμα να γίνεται εξαιρετικά οξύ στις περιγραφές του.
Αγαπητό ανώνυμο, δεν ξέρω αν είναι η πρώτη φορά που αφήνεις σχόλια, σε παρακαλώ πάντως να μην είναι η τελευταία. Γνώριζα τη ζωγραφική τεχνοτροπία που αναφέρεις ως ένα παρακλάδι του νατουραλισμού, αλλά όχι και το όνομα hyperreal-ism. Σε ευχαριστώ λοιπόν για την πληροφορία, αλλά και για τα καλά σου λόγια (ε-κλαμβάνω το «έτσι» ως συμφωνία με τους επαίνους του Αλαφροΐσκιωτου). Παρεμπι-πτόντως, το κανονικό όνομα της γυναίκας δεν ήταν Βιργινία, επειδή οι ιστορίες είναι αληθινές, αλλάζω τα ονόματα και αποκρύπτω κάποιες λεπτομέρειες ή τις διαστρέφω.
Προς ανώνυμο: αυτό που λες είναι σωστό, αλλά δεν αναφέρεται σε όλο το κίνημα του υπερρεαλισμού (ή σουρεαλισμού), αλλά στο λεγόμενο υπερρεαλιστικό κίνημα (sharp focus) που γνώρισε εφήμερη επιτυχία γύρω στο 1970. Τεχνικά είναι ακριβώς αυτό που γράφεις.
Πολύ ωραία ιστορία, αυτές οι πολυκατοικίες με όλα τα μικρά ανθρωπάκια μέσα τους, κρύβουν πολλά περίεργα μυστικά.
@ Ορέστης & Ανώνυμο
Η καλή μου αγγλική Βικιπαιδεία, έχει δύο άρθρα, ένα για το ρεύμα που συζητάτε και ένα για το συγγενικό του Φωτορεαλισμό.
http://en.wikipedia.org/wiki/Photorealism
http://en.wikipedia.org/wiki/Hyperrealism_(painting)
Από ό,τι κατάλαβα στα αγγλικά η διάκριση γίνεται εύκολα με τα surrealism vs. hyperrealism (o/η ανώνυμος αναφερόταν σίγουρα στο δεύτερο). Να ‘στε καλά και οι δυο σας που με κινητοποιήσατε να το ψάξω, δεν είχα ιδέα για την ύπαρξή τους. Γενικά για τις εικαστικές τέχνες μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχω μαύρα μεσάνυχτα.
Αγαπητέ Έμπορα, σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Μυστικά καλά κρυμμένα σε κουτάκια, όπως το λες.
[Άσχετο: Παρακαλείται θερμά ο Φαητμπάκ να αφήσει σχόλιο σε αυτό το ποστ, ως υπέρμαχος του κοινωνικού υπερρεαλισμού.]
Oresth,
se eyxaristw gia th dieykrinhsh sto prohgoymeno moy -anwnymo- sxolio. Ontws yparxei berdema logw ths ellhnikhs metafrashs toy soyrrealismoy ws yperrealismou. Gia na diakrinei surrealisme - hyperalisme, h shmerinh ellhnikh istoria ths texnhs xrhsimopoiei apokleistika ton oro surrealistes gia Breton kai sia, enw oi filologoi synexizoyn na toys apokaloun yperrealistes.
Δείξε μου τους γειτόνους σου να σου πω πού θα μετακομίσεις (Δρομοκαΐτειο)!!! ΥΓ: Στη lifo, στην τελευταία σελίδα, στα κοσμικά, είναι ένας τύπος που λέγεται Άμμος (όχι Οζ). Ρε, μην έχεις διπλή προσωπικότητα; Ρε , μπας και άρχισαν ήδη τα όργανα της σχιζοφρένειας σου-χο χο!
Καλά μιλάς σοβαρά; Θα του κάνω μήνυση για προσποίηση και παραποίηση αρχής, αυτού του Άμμου! Δεν έχω ιδέα. (Θα μπορούσα εξάλλου εγώ, ένας λογοτέχνης με αξιοσημείωτο ταλέντο, να αναλώνομαι στα κοσμικά της Lifo;)
Κράτα μου ένα αντίτυπο της Lifo, θα τα πούμε και αυτό το ΣΚ Αθήνα.
[Όσο για το σχόλιο με τους γείτονες και το Δρομοκαΐτειο, θα σου υπενθυμίσω μόνο ότι η γειτονία είναι κατά πολύ ασφαλέστερη από τη συμβίωση.]
Κρατάω τα τεκμήρια και σε περιμένω στην Αθήνα. Όπως είπαμε και με τον "ως πότε", θα τα πούμε ΠΟΠσδήποτε αυτή τη φορά!
ΠΟΠωσδήποτε θα τα π(ι)ούμε Αθήνα!
Και άσχετο, τρελή κινητικότητα το μπλογκ σήμερα, σε τέσσερα ποστ σχολιάζουμε, συζητήσεις για τον υπερρεαλισμό και το συμβολισμό των κειμένων, έκανε καλό ποδαρικό ο Δύνης.
Πάντα σκεφτόμουν πως οι ιστορίες του περίγυρού μου, κατάλληλα δοσμένες και με αλλαγμένα ονόματα (κατά προτίμηση στα επιτυχημένα παρωνύμια της μάνας μου για τους πάντες) θα έδινε πολύ ζουμί...
Το απόλαυσα όσο δεν παίρνει, όσο κι αν λυπήθηκα για την - καταπώς τα λες - σχιζοφρενή και φταίει πολύ το όνομα που της έδωσες: φτωχή πλην τίμια και αλλοπρόσαλλη, πώς αλλιώς από Βιργινία!!
Btw έχω μια θεία συνονόματη που μόλις χώρισε και παντρεύτηκε πάμπλουτο Ψυχικιώτη, απαίτησε να ξεχάσουν όλοι το όνομα και να τη φωνάζουν Τζίνα. Μήπως ν΄αρχίσω απ'αυτήν...
Καλά, όταν γυρίσω από το http://llanfairpwllgwyngyllgogerychwyrndrobwllllantysiliogogogoch.co.uk/">Llanfairpwllgwyngyllgogerychwyrndrobwllllantysiliogogogoch... (μουτς, μου λείψατε)
Merde... Πάμε πάλι:
Llanfairpwllgwyngyllgogerychwyrn-drobwllllantysiliogogogoch
Άμμε sorry, αλλά το post σου θα γίνει λίγο ανάλυση ιστορίας της τέχνης.
Δύνη μπήκα για να διορθώσω ακριβώς αυτό, καθώς λανθασμένα μετέφρασα την λέξη hyperrealism, ενώ εσύ σωστά το απέδωσες αγγλικά για το συγκεκριμένο κίνημα που περιέγραψες.
Επειδή όμως τσατίστηκα με την Βικιπαιδεία (μπάζει λίγο το κείμενο της νομίζω)θα αναφέρω τα εξής: Για τους ιστορικούς της τέχνης υπερρεαλισμός και σουρεαλισμός αποδίδουν το ίδιο κίνημα, απλά χρησιμοποιείται ο όρος σουρεαλισμός.
Τώρα σχετικά με τον όρο hyperrealism: η αμερικανική τάση που επικράτησε το 1970 και χρησιμοποιεί πιστά τις λεπτομέρειες της ζωγραφικής για να δώσει φωτογραφικές εικόνες έχει περάσει στη βιβλιογραφία με πολλές ονομασίες : Photorealism (περιγράφει καλύτερα τις επιδιώξεις στη ζωγραφική), Super realism, Hyperrealism (περιγράφει καλύτερα τις επιδιώξεις στην πλαστική), Radikaler realismus,ενώ προτάθηκαν επίσης και τα: New realism, Magic realism, Romantic realism και Sharp focus realism (που υπαινίσσεται χρήση φωτογραφικής μηχανής). Αυτά για να διορθώσω και εγώ το προηγούμενο σχόλιο μου.
Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο του Άλκη Χαραλαμπίδη "Η τέχνη του 20ου αιώνα", Τόμος 3 (Η μεταπολεμική περίοδος)
Καλέ μου Ορέστη από τη μεριά μου δεν θα μπορούσα να έχω πρόβλημα, τα κείμενα τα γράφουμε για να ανοίγουμε συζητήσεις. Το μόνο ζήτημα που υπάρχει είναι ότι ο ίδιος είμαι ανεπαρκής συνομιλητής όσον αφορά στην Ιστορία της Τέχνης, ενώ ο Δύνης δεν ξέρω πόση ώρα ακόμα θα βρίσκεται μπροστά από υπολογιστή. Όποιος θέλει να το συνεχίσει πάντως, ευπρόσδεκτος.
Εγώ έχω να αντιπροτείνω τον όρο ΥΠΟρρεαλισμός, γιατί με όλα αυτά τα υπέρ- και τα σούπερ- οι καλλιτέχνες φαίνεται ότι τον πήρανε πολύ ψηλά τον αμανέ. Ή μάλλον τον αμμανέ :-ΡΡΡ
Save Virginia!
Καλή μου Idaki, το ταξιδάκι σου είναι business, pleasure or both? Ομολογώ πάντως ότι εντυπωσιάστηκα από το σιδηρόδρομο – γλωσσοδέτη του ονόματός του χωριού, άραγε πώς να ονομάζονται οι κάτοικοί του;
Γράψε καλέ συ τίποτα, σας έχει πάρει φαλάγγι όλους η Λουκρητία! Να περάσεις καλά!
Πες τα ρε ΕΛικα, καλά που μας έρχονται και κάτι τίμια λαϊκά παιδιά όπως εσύ, που βγάζουν μεροκάματο στην οικοδομή με τον ιδρώτα του προσώπου τους. Μάταιες συζητήσεις καλλιτεχνών, τι να πεις;
Αγαπητέ Άμμε,
Η ιστορία σας μου άρεσε πάρα πολύ. Αν και ημείς είμεθα σουρρεαλισταί, ο υπερρεαλισμός δεν μας χαλά καθόλου. Πολλώ δε μάλλον όταν η πιστή απεικόνισις της πραγματικότητας αγγίζει τα όρια του σουρρεαλισμού.
Το σημείο με τα φασόλια ήταν μια ένδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Αν όντως η κυρα-Βιργινία κατανάλωνε συχνά όσπρια δεν είναι τυχαίο που νόμιζε ότι κακοί άνθρωποι την επισκέπτοντο - οι ταραγμένες σκέψεις θα της έρχονταν στο μυαλό όταν αεριζόταν στον ύπνο της κατά λάθος.
Ελπίζω το διαμέρισμα να ενοικιάσθη από εξίσου γραφικό γείτονα. ;-)))
Επιφυλάσσομαι να αναρτήσω σύντομα τα άπλυτα μιας ημετέρας γειτόνισσας. Αν και τα δικά της θα τα χετε πληροφορηθεί ήδη από μεσημεριανές εκπομπές.
Ανσαντέ,
Σουσού
Ή επίσης, Ανθυπόρεαλισμός. Λίγο λούμπεν ρε παιδάκι μου. Το μυστρί, το πιλοφόρι... τέτοια πράγματα. Καταφρονεμένοι ήρωες της καθημερινότητας σε σχεδόν αλλά όχι εντελώς ρεαλιστικές περιπέτειες. Δεν είναι και τόσο κακή ιδέα αν το καλοσκεφτείς :-ΡΡΡΡΡ
Σεβαστή μου Κυρία,
σας ευχαριστώ θερμά που τιμάτε το ταπεινό μας σουαρέ ντε μπλογκέρ με την ευγενή σας παρουσία.
Όσν αφορα τα ζητήματα που θίγετε να σας επισημάνω πρώτον ότι πέραν από υπερ-ρεαλίστρια είστε και υπέρ-οχη και αυτό τα περικλείει όλα.
Δεύτερον, αγνοώ κατά πόσον η Ευγενία επέρδετο κατά τη διάρκεια του ύπνου της και κυρίως αν οι πορδές της είχαν ψυχότροπες ιδιότητες. Νομίζω πως αυτή είναι μια ερώτηση αντάξια του ερίτιμου επιστήμονος δρος. Φλάντζα, τον οποίο σπεύδω και να ερωτήσω.
Τρίτον το διαμέρισμα της κυρίας Βιργινίας ενοικιάσθη υπό νεαρού στρατιωτικού ονόματι Σέργιος Φρίκης , ο οποίος ήταν ντεθεμταλάς και πολύ αξιόλογο παλικάρι.
Τέταρτον και τελευταίον, σας παρακαλώ θερμά να αναρτήσετε την ιστορία της γειτόνισσας σας, διοτί η καθημερινή μου αλλοτρίωση με ωράριο 13.00 με 21.00 με έχει κρατήσει εδώ και ένα χρόνο μακριά από την μεσημεριανή ζώνη, την αγαπημένη μου Χριστίνα και τη λατρεμένη Τατιάνα. Αν δεν τα μάθω από εσάς, δε θα τα μάθω ποτέ, λυπηθείτε με.
Φίλε ΕΛικα, χαίρομαι που συνεχίζεις τη συζήτηση για την ιστορία της τέχνης, με προτάσεις για την εκ νέου ονομασία του κινήματος. Το ιστολόγιο αυτό με χαρά βλέπω ότι συγκεντρώνει όλο και περισσότερο σχολιαστές εκλεκτούς και βαθυστόχαστους.
Πολύ καλή αφήγηση και πολύ ωραία η συζήτηση περί σουρρεαλισμού και υπερρεαλισμού. Φοβερή και η Σουσού! Μόλις διάβασα ένα ποίημα στο μπλογκ της φανταστικό!
Πάντως η Βιργινία σου και άλλες ιστορίες αληθινές από τη ζωή όλων μας, μπορούν να αποτελέσουν πραγματικά ενδιαφέρουσες σεναριακά ιστορίες. Πολύ μου αρέσει η ιδέα σου Άμμε μου!
Καλώς τη Γητεύτρια! Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, θα ασχοληθώ με πραγματικές ιστορίες σε κάποια ποστ ακόμη και ελπίζω να σου αρέσουν το ίδιο. Η Σουσού είναι μορφή ασυζητητί.
Αγαπητέ ΄Αμμε,
προσκαλέισθε όπως περάσετε από Κολωνάκιον για να σας σερβίρομε φρεσκοαναρτηθέν κοτσομπολιό και φοντάν από τα χεράκια της Μαρούσκας.
Αν δεν ήμουν μνηστευμένη μετά του Μαρκί θα νόμιζα ότι με φλερτάρετε.
Σουσού
Σεβαστή μου Κυρία,
η πρόσκλησή Σας με έκανε έμπλεο ευτυχίας αλλά και άγχους, για το κατά πόσον θα μπορέσω να ανταποκριθώ στις κοινωνικές απαιτήσεις μιας τέτοιας ομήγυρης. Σπεύδω να ενθυμηθώ τα γαλλικά μου, να πλυθώ και να ξυριστώ (η λειψυδρία της ερήμου κατανοείτε πως έχει διαταράξει κάπως τι σχέσεις μου με το μπάνιο) και να ξεριζώσω κανέναν κάκτο για δώρο.
Όσον αφορά το ζήτημα του έρωτος που αισθάνομαι για Σας, το ότι είστε μνηστευμένη δεν με εμποδίζει σε τίποτε να γίνω ο παράνομος δεσμός Σας. Για μια κυρία της καλής κοινωνίας νομίζω μάλιστα ότι η ύπαρξη ενός εραστή είναι σχεδόν επιβεβλημένη.
Εντάξει μωρέ ώρα είναι να πουν και σε μας ότι έχουμε μανία καταδιώξεως επειδή έχουμε κλειδαριά ασφαλείας ΚΑΙ συναγερμό σε κάθε εσωτερική πόρτα του σπιτιού...
Μα κύριε Κώστα Αμμουδάρη μου ξέρετε πόσοι κακοί άθρωπες κυκλοφορούν εκεί έξω;
Σύντροφε Λουκανικοφάγε, αυτοί που σου λένε ότι πάσχεις από μανία καταδίωξης είναι ε-βραιομασόνοι του αισχίστου είδους, οι οποίοι εφηύραν ως γνωστόν την ψυχανάλυση, τον κομμουνισμό, την ομοφυλοφιλία και άλλες σύγχρονες κοινωνικές παθογένειες. Στη θέση σου θα τοποθετούσα και από ένα γερμανικό ποιμενικό σε κάθε δωμάτιο, ώστε να έχω το κεφάλι μου εντελώς ήσυχο.
+και τα μυαλά στα κάγκΕΛα+
Αμμόχωστε,
Σου είπα πως ο τρόπος που προσεγγίζεις αυτοβιογραφικά αυτές τις παράξενες κυράδες που παραπαίουν ανάμεσα σε υπερεαλισμό και σουρεαλισμό, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος. και τρυφερά εφηβικός. με σωστές δόσεις μαύρου χιούμορ.
Μου ‘δωσες μια ιδέα τώρα. Υπάρχουν κάποια τραγούδια που τραγούδησε η Αρλέτα και που έχουν σαν θέμα ακριβώς αυτή την σκοτεινή πλευρά της ζωής που κινείται μέσα στο «εκ-τυφλωτικό φως» της κοινής λογικής και της κοινής γνώμης, κουβαλώντας τα αδάμαστα θεριά της.
Αν έχεις τις 10+1 νύχτες στο Περοκέ άκου την εισαγωγή της Αρλέτας για την Περιμπανού,ένα ποίημα στο ποίημα. Δεν το χω εδώ τώρα αλλά αύριο θα το ανεβάσω και θα σου στείλω link
Καλή Κυριακή γλυκέ μου
Δημοσίευση σχολίου