Σηκώθηκε με βαριές κινήσεις από το κρεβάτι και κοίταξε την ώρα στο κινητό του. «Το Χριστό μου!» είπε «Πάλι τελευταία στιγμή σηκώθηκα!». Έβαλε το χέρι του μέσα στο εσώρουχο και έγειρε τον πούτσο του στο πλάι για να μην πετάγεται μπροστά. «Άμα κοιμόμασταν μαζί με τη μαλακισμένη δε θα είχαμε τέτοια προβλήματα πρωινιάτικα.» σκέφτηκε.
Στην κουζίνα έβαλε δυο κουταλιές νεσκαφέ και τέσσερις ζάχαρη με λίγο νερό σε ένα ποτήρι και άρχισε να χτυπάει το μείγμα με το μηχανάκι, μέχρι να ασπρίσει. Πρόσθεσε κρύο νερό, αρκετό γάλα και άναψε το πρώτο μάρλμπορο της ημέρας. Τελειώνοντας το δεύτερο, κοίταξε την ώρα. Έπρεπε να ξεκινάει αλλιώς θα αργούσε πάλι και βαριόταν να του πρήζουν τα αρχίδια, πάλι άργησες και πάλι άργησες.
Στο αστικό για τη δουλειά χάζευε τα βυζιά της κοπέλας μπροστά του. Είχε καλοκαιριάσει πια και οι πουτανίτσες τα είχαν βγάλει όλα έξω. Κατέβηκε στη στάση, περπάτησε λίγο κι ανέβηκε στον έκτο όροφο στα γραφεία.
Δεν περνούσε το γαμημένο το οχτάωρο με τίποτα. Στην αρχή του άρεσε η δουλειά του πωλητή από το τηλέφωνο, καθόταν σε ένα γραφειάκι και μιλούσε με τους μαλάκες, ξεκούραστα κι απλά. Βαριόταν όμως πια να λέει τα ίδια και τα ίδια, πόσο γαμάτο ήταν το προϊόν τους, πόσο τους συνέφερε να συνεργαστούν με την εταιρεία τους. Κοίταξε τη Λίτσα στο απέναντι γραφείο. «Ασχημομούρα είναι, αλλά έχει ωραίο βυζί», σκέφτηκε «Ευτυχώς που έχουμε κι αυτή να λέμε καμιά μαλακία.»
Τελικά πέρασε το οχτάωρο, έκλεισε και τρία συμβόλαια, είχε πάει καλά η μέρα. Με το που κατέβηκε από την οικοδομή, πήρε τηλέφωνο τη γκόμενά του. «Έλα μωρό, είσαι σπίτι;» - «Θα περάσω μια βόλτα, ναι;» - «Μπα μωρέ, βαριέμαι, αράζω σπίτι σου και βλέπουμε κανένα Παρά Πέντε, που το γουστάρεις κιόλας.» - «Ποιες φίλες σου και μαλακίες;» - «Δε με νοιάζει τι έχετε κανονίσει, θα τα πούμε από κοντά.» Όλο νερά του έκανε η σκροφίτσα τον τελευταίο καιρό, δε βγαίνουμε έξω και θα κανονίσω σήμερα με τις φίλες μου, θα της έριχνε κανένα σουτ να μην ξέρει από που της ήρθε.
Του έβαλε να φάει παστίτσιο που έχει φτιάξει για μεσημέρι, σαν της μάνας του δεν ήτανε αλλά μαγείρευε καλά. Ήπιε μια μπίρα, έκανε ένα τσιγάρο, μετά έγειρε πάνω της στον καναπέ και της έριξε έναν στα γρήγορα. Την είχε βαρεθεί λίγο, αλλά του άρεσε ακόμα το μουνάκι της, ίσως να ‘βρισκε και καμιά δεύτερη, τόσες τον θέλανε και τις είχε μόνο στον πρόλογο.
Είδανε αυτή τη μαλακία με τους πούστηδες και τις κωλόγριες, το Παρά Πέντε και αποφάσισε να σηκωθεί. Την επόμενη μέρα ήταν πρωινός στη δουλειά, δεν τον έπαιρνε να το ξενυχτήσει. Της έδωσε ένα φιλί για καληνύχτα, τα γούσταραν αυτά οι γκόμενες, και κατέβηκε να πάρει το αστικό για το σπίτι του.
Μπαίνοντας στο σπίτι, πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε μια μπίρα. Είχαν μαζευτεί πολλά πιάτα στο νεροχύτη κι είχαν αρχίσει να μυρίζουν, για μια στιγμή σκέφτηκε να τα πλύνει, αλλά «δε γαμιέται» είπε, «θα έρθει η άλλη από δω, λογικά θα φρικάρει και θα τα πλύνει.»
Πάτησε το on στο ραδιόφωνο και επέλεξε τους 92.00 FM. Το Γ’ Πρόγραμμα είχε σε επανάληψη το Intercity, του άρεσε αυτή η εκπομπή, συνήθως έπαιζε μουσικές που δεν είχε ξανακούσει. Πήρε το βιβλίο που είχε δανειστεί από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και το άνοιξε στη σελίδα 160. Ξαπλώνοντας στον καναπέ, αναρωτήθηκε αν θα παντρευόταν τελικά τη Ντάρια Παύλοβνα ο Στέπαν Τροφίμοβιτς. «Αυτή η Βαρβάρα Παύλοβνα τα έχει κάνει όλα πουτάνα» σκέφτηκε και ξεκίνησε να διαβάζει. Σε ένα τέταρτο είχε αποκοιμηθεί, με τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι ακουμπισμένους στο στήθος του, στο ύψος της καρδιάς.
Στην κουζίνα έβαλε δυο κουταλιές νεσκαφέ και τέσσερις ζάχαρη με λίγο νερό σε ένα ποτήρι και άρχισε να χτυπάει το μείγμα με το μηχανάκι, μέχρι να ασπρίσει. Πρόσθεσε κρύο νερό, αρκετό γάλα και άναψε το πρώτο μάρλμπορο της ημέρας. Τελειώνοντας το δεύτερο, κοίταξε την ώρα. Έπρεπε να ξεκινάει αλλιώς θα αργούσε πάλι και βαριόταν να του πρήζουν τα αρχίδια, πάλι άργησες και πάλι άργησες.
Στο αστικό για τη δουλειά χάζευε τα βυζιά της κοπέλας μπροστά του. Είχε καλοκαιριάσει πια και οι πουτανίτσες τα είχαν βγάλει όλα έξω. Κατέβηκε στη στάση, περπάτησε λίγο κι ανέβηκε στον έκτο όροφο στα γραφεία.
Δεν περνούσε το γαμημένο το οχτάωρο με τίποτα. Στην αρχή του άρεσε η δουλειά του πωλητή από το τηλέφωνο, καθόταν σε ένα γραφειάκι και μιλούσε με τους μαλάκες, ξεκούραστα κι απλά. Βαριόταν όμως πια να λέει τα ίδια και τα ίδια, πόσο γαμάτο ήταν το προϊόν τους, πόσο τους συνέφερε να συνεργαστούν με την εταιρεία τους. Κοίταξε τη Λίτσα στο απέναντι γραφείο. «Ασχημομούρα είναι, αλλά έχει ωραίο βυζί», σκέφτηκε «Ευτυχώς που έχουμε κι αυτή να λέμε καμιά μαλακία.»
Τελικά πέρασε το οχτάωρο, έκλεισε και τρία συμβόλαια, είχε πάει καλά η μέρα. Με το που κατέβηκε από την οικοδομή, πήρε τηλέφωνο τη γκόμενά του. «Έλα μωρό, είσαι σπίτι;» - «Θα περάσω μια βόλτα, ναι;» - «Μπα μωρέ, βαριέμαι, αράζω σπίτι σου και βλέπουμε κανένα Παρά Πέντε, που το γουστάρεις κιόλας.» - «Ποιες φίλες σου και μαλακίες;» - «Δε με νοιάζει τι έχετε κανονίσει, θα τα πούμε από κοντά.» Όλο νερά του έκανε η σκροφίτσα τον τελευταίο καιρό, δε βγαίνουμε έξω και θα κανονίσω σήμερα με τις φίλες μου, θα της έριχνε κανένα σουτ να μην ξέρει από που της ήρθε.
Του έβαλε να φάει παστίτσιο που έχει φτιάξει για μεσημέρι, σαν της μάνας του δεν ήτανε αλλά μαγείρευε καλά. Ήπιε μια μπίρα, έκανε ένα τσιγάρο, μετά έγειρε πάνω της στον καναπέ και της έριξε έναν στα γρήγορα. Την είχε βαρεθεί λίγο, αλλά του άρεσε ακόμα το μουνάκι της, ίσως να ‘βρισκε και καμιά δεύτερη, τόσες τον θέλανε και τις είχε μόνο στον πρόλογο.
Είδανε αυτή τη μαλακία με τους πούστηδες και τις κωλόγριες, το Παρά Πέντε και αποφάσισε να σηκωθεί. Την επόμενη μέρα ήταν πρωινός στη δουλειά, δεν τον έπαιρνε να το ξενυχτήσει. Της έδωσε ένα φιλί για καληνύχτα, τα γούσταραν αυτά οι γκόμενες, και κατέβηκε να πάρει το αστικό για το σπίτι του.
Μπαίνοντας στο σπίτι, πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε μια μπίρα. Είχαν μαζευτεί πολλά πιάτα στο νεροχύτη κι είχαν αρχίσει να μυρίζουν, για μια στιγμή σκέφτηκε να τα πλύνει, αλλά «δε γαμιέται» είπε, «θα έρθει η άλλη από δω, λογικά θα φρικάρει και θα τα πλύνει.»
Πάτησε το on στο ραδιόφωνο και επέλεξε τους 92.00 FM. Το Γ’ Πρόγραμμα είχε σε επανάληψη το Intercity, του άρεσε αυτή η εκπομπή, συνήθως έπαιζε μουσικές που δεν είχε ξανακούσει. Πήρε το βιβλίο που είχε δανειστεί από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και το άνοιξε στη σελίδα 160. Ξαπλώνοντας στον καναπέ, αναρωτήθηκε αν θα παντρευόταν τελικά τη Ντάρια Παύλοβνα ο Στέπαν Τροφίμοβιτς. «Αυτή η Βαρβάρα Παύλοβνα τα έχει κάνει όλα πουτάνα» σκέφτηκε και ξεκίνησε να διαβάζει. Σε ένα τέταρτο είχε αποκοιμηθεί, με τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι ακουμπισμένους στο στήθος του, στο ύψος της καρδιάς.
17 σχόλια:
A! πολύ ωραία! Απ' ότι βλέπω μας έχει πιάσει όλους η άνοιξη τελευταία. Αυτό το γάλα στον καφέ να έλειπε μόνο και το υπόλοιπο με "συγκίνησε" όλως ιδιαιτέρως!
καλημέρα Αμμε :)
Ευχαριστώ πολύ Ίσις μου. Η αλήθεια είναι ότι εξεπλάγην ελαφρώς που σου άρεσε, μάλλον έχουμε να γνωριστούμε ακόμη αρκετά ως συγγραφείς κι αναγνώστες. [Όσο για το γάλα στον καφέ, εντάξει ο συνδυασμός «φραπόγαλο και μάρλμπορο» ήταν πολύ δελεαστικός για να μην τον αξιοποιήσω. :-) ]
Καλημέρα κι από μένα!
Αυτα τα υπερ-ρεαλιστικά κείμενα ώρες ώρες είναι πολυ τσουχτερά.
Άμμε μου, να με συγχωρείς αλλά όσο διάβαζα το κείμενο απλά ήθελα να τον καρατομήσω τον τυπά. Αγενής, αδιάφορος σε ό,τι δεν τον φτιάχνει, μέτριος, χυδαίος....Ε όχι να διαβάζει και Ντοστογιέφσκι!!
Μετά σκέφτηκα ότι είναι άλλη μια καλογραμμένη επίδειξη ειρωνείας εκ μέρους σου.
Και ακόμη πιο μετά σκέφτηκα πόσο ΕΓΩ θα τα έπαιρνα με μια γκόμενα που σκέφτεται μόνο το Παραπέντε και τα νύχια της, όταν μπορώ να διαβάσω/ακούσω κάτι τόσο όμορφο. Και οκ... τον ψιλοσυγχώρεσα, άλλωστε κι εγώ διαολίζομαι όταν πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σε κάτι που μ'αρέσει και κάτι που με κάνει να βαριέμαι αλλά πρέπει... και μάλλον οι σκέψεις μου εκείνη τη στιγμή είναι πολύ πιο βρωμόγλωσσες από τις δικές του.
Εν ολίγοις, είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη για μια στιγμή, και δεν μ'άρεσε. Αλλά το κείμενο με ανάγκασε να το κάνω, κι επομένως σκίζει ;))
η αλήθεια είναι πως με τέτοια γκόμενα κι εγώ θα τον συγχωρούσα..το πιο σουρεάλ πάντως ήταν το Τρίτο Πρόγραμμα...Φιλιααααααά σβουρηχτά..χαχα
Καλώς το Κολοκύθι! Το σχόλιο σου είναι εξαιρετικά πυκνό και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό. Μια απορία μόνο αν μπορείς να μου λύσεις, που έχει σχέση με το μπλογκ σου: γιατί η Καθαρή Έρημος είναι καρότο;
Idaki μου έχουμε τελικά πολύ καλή χημεία ως συγγραφέας και αναγνώστρια. Παρόλο που δεν έχει και καμιά ιδιαίτερη σημασία τι είχα εγώ στο μυαλό μου, όταν έγραφα το κείμενο (κάθε αναγνώστης θα το διαβάσει με τον τρόπο του και καλά θα κάνει) εννιά φορές στις δέκα οι οπτικές μας είναι εξαιρετικά κοντινές! [Προσοχή δε λέω ότι η ανάγνωση της Idaki είναι η σωστή, λέω ότι συμπίπτει με κάποιες από τις προθέσεις μου.] Τι να πω, χαίρομαι πολύ που μας συμβαίνει αυτό.
Καλώς και την Ελαφίνη! Πώς το έλεγε ο Μούτσης, για όλα φταίνε οι γκόμενες, επώνυμες και ανώνυμες και γενικώς…
Αυτος ο ανδρας ο πολλα βαρυς με θυμισε λιγο να ουμε....σε καμια περιπτωση ομως...χεχε! Παντως εκει με τον Ντοστογιεφκσι καπου με ειδα εστω και ισχνα! Μου αρεσε ετσι οπως εθεσες την αντιφαση του χαρακτηρα.
Αυτος ο ανδρας ο πολλα βαρυς με θυμισε λιγο να ουμε....σε καμια περιπτωση ομως...χεχε! Παντως εκει με τον Ντοστογιεφκσι καπου με ειδα εστω και ισχνα! Μου αρεσε ετσι οπως εθεσες την αντιφαση του χαρακτηρα.
xmmm...exairetika realistiko sxedon natouralistiko tha elega...i metria zoi enos sinithismenou kai toso asinithistou anthropou.an koitaxoume guro mas th anakalipsoume pollous tetoious xoris isos tis logotexnikes kai mousikes anisixies alla mono tis ipoloipes(tis pio kathimerines).
kai mia erotisi asxeti alla thelo tin apantisi sou...
giati to link mas to evales sta karavania?m aresei polu pou mas evales ekei...alla anarotiomoun ti simainei...
filiaaaa
Φίλε Καμπαμαρού σε ευχαριστώ. Και εμένα μου άρεσε όπως έθεσες την αντίφαση και στο δικό σου ποστ.
Καλή μου dannossiel, σε ευχαριτώ για τα καλά σου λόγια, μακάρι να έγραψα όπως περιγράφεις. Για την απορία σου τώρα: Καραβάνια είναι τα μικρότερα η μεγαλύτερα ομαδικά μπλογκ, στα οποία γράφουν δηλαδή παραπάνω από ένας. Η συνεργασία σου με την erisabetsu σας εξασφάλισε δικαιωματικά μια θέση ανάμεσά τους.
το Τρίτο πρόγραμμα και ο Ντοστογιέφσκι πετυχαίνουν την ακόμα πιο ζωντανή καταγραφή όλης της υπόλοιπης ημέρας του ήρωα.
και το ξεχωριστό είναι πως το κάνουν όταν μόλις έχει τελειώσει η ανάγνωση!
περνά κάθε στιγμή της σαν φιλμ που έχει και μουσική επένδυση!
Ωραίο! πολύ!
Εγώ πάλι (ο κλασσικός μαλάκας της υπόθεσης!)κόλλησα στους "δαιμονισμένους" (χοντρόοο βιβλίο) πάνω στην καρδιά (άουτς) -τι ζόρι τράβαγε δηλαδή ο τύπος; Να μας πει κι εμάς να ησυχάσουμε (μετά τον Προύστ μας βρήκε και ο Ντοστογιέφσκι τώρα!)!
Ayto tha to diavasw apo ayrio-thelw na pesw gia ypno alla epesa panw s ayti ti frasi: "Είδανε αυτή τη μαλακία με τους πούστηδες και τις κωλόγριες, το Παρά Πέντε και αποφάσισε να σηκωθεί. "
:-) Polu kali ataka. Kai mena me neyriazei polu ayti i seira (kai oi diafimiseis pou akolouthisan) kai to kartounistiko style pou ti diepei me ta geloia xtenismata twn gynaikwn kai ta gourlwmata twn matiwn kai ta epifwnimata (wwww!! iiii!!!!) sa na vlepoume paidiki seira.
Καλώς το συμπατριώτη Αλαφροΐσκιωτο! Κάπως έτσι το είχα στο μυαλο μου, όπως το λες. (Μα τι αναγνώστες τσακάλια έχει αυτό το μπλογκ!)
Σαμμάνε, δίκιο έχεις, έπρεπε να διευκρινίσω ότι η έκδοση που διαβάζει είναι του Γκοβόστη, τρεις τόμοι, ελαφρά βιβλιαράκια, κοιμάσαι με αυτά στο στήθος σου άνετα (όχι και με τα τρία μαζί, ένα τη φορά). Τώρα τι ζόρι τραβάει ακριβώς ο ήρωας, εδώ δεν ξέρει αυτός, θα ξέρω εγώ;
Αγαπητή βέην, θα περιμένω το σχόλιο σου.
Από τα καλυτερότερά σου.
Αγαπητή Ρέντον, χίλια ευχαριστώ. Ένα θετικό σχόλιο από εσένα, έχει ένα διαφορετικό, ειδικό βάρος. Να είσαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου