Η Άλις άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν δύο πια, έπρεπε να σηκωθεί. Σκόνταψε πάνω στα ρούχα που ήταν κουβαριασμένα στο πάτωμα, είδε όμως μια μπλούζα που της άρεσε, τη σήκωσε και τη φόρεσε. Στο μπάνιο άρχισε να ψάχνει την οδοντόκρεμα στο καλάθι με τα άπλυτα, ίσως όμως και να την είχε αφήσει στο σαλόνι. Τα παράτησε, ας μην έπλενε ούτε και σήμερα τα δόντια της.
Προχώρησε προς την κουζίνα, για να φτιάξει έναν καφέ. Κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη του χωλ, και μέσα από την πυκνή σκόνη του μπόρεσε να αναγνωρίσει λιγή ομορφία να παραμένει ακόμα πάνω της. Την προβλημάτισε ότι ακούγονταν ομιλίες από την κουζίνα, υπέθεσε όμως ότι θα έφταναν πάλι οι φωνές των δίπλα από το φωταγωγό.
Αυτή όμως δεν ήταν η κουζίνα της. Κάποιος την είχε τραβήξει σε μάκρος και είχε αλλάξει τη θέση σε διάφορα αντικείμενα. Στη θέση του νεροχύτη υπήρχε πλέον ένα σιντριβάνι από κατάλευκο μάρμαρο (γεμάτο με άπλυτα πιάτα) και αντί για το φούρνο έβλεπε πια ένα μικρό ηφαίστειο από το οποίο κυλούσε αργά κόκκινη, καυτή λάβα. Το μεγαλύτερο μέρος του χώρου το καταλάμβανε πλέον ένα μακρόστενο τραπέζι, γεμάτο με πιατάκια γλυκου και φλιτζανάκια, τα περισσότερα άπλυτα και με ψίχουλα. Στην άλλη άκρη του, δίπλα από το σιντριβάνι, κάθονταν το κουνέλι της ο Μπάμπης, ο οποίος πλέον ήταν ψηλότερος από αυτήν. Δίπλα του καθόταν και η πεθαμένη γιαγιά της η Μαίρη, φορώντας το αγαπημένο της καπέλο με τα κερασάκια.
«Δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χώρος!» άρχισαν να φωνάζουν μαζί ο Μπάμπης και η γιαγιά Μαίρη, η Άλις όμως τράβηξε μια καρέκλα και βολεύτηκε. «Προφανώς και υπάρχει χώρος» είπε. «Θέλεις λίγο καφε;» τη ρώτησε ο Μπάμπης. «Αχ ναι, ευχαριστώ!» «Χαχα, δεν έχουμε!» «Δεν είναι πολύ ευγενικό να προσφέρεις κάτι που δεν υπάρχει» είπε θυμωμένα η Άλις. «Ούτε είναι πολύ ευγενικό να έρχεσαι σε ένα πάρτυ απρόσκλητη» παρατήρησε με τη σειρά της η γιαγιά Μαίρη. «Μα είμαι στο σπίτι μου, δεν χρειάζομαι πρόσκληση για να βρίσκομαι εδώ!» απάντησε η Άλις και προσπάθησε να βάλει τσάι από μια τσαγέρα, από μέσα όμως άρχισαν να κυλούν τα υπνωτικά χαπάκια που έπαιρνε για να κοιμηθεί. Εγκατέλειψε την προσπάθεια και ρώτήσε τη γιαγιά της: «Πολύ καιρό έχω να σε δω γιαγιά. Πώς κι από δω;» Η γιαγιά Μαίρη έβγαλε το καπέλο της, έψαξε μέσα του και εμφάνισε ένα περιστέρι. Το άφησε να πετάξει και είπε μετά «Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Το τίποτα είναι αρσενικό ή θηλυκό;» Η Άλις γέλασε: «Το τίποτα είναι ουδέτερο.» «Βλακείες!» φώναξε ο Μπάμπης. «Όλοι ξέρουν ότι το τίποτα είναι αρσενικό ή θηλυκό, ανάλογα με την περίπτωση.» Η Άλις συνοφρυώθηκε, ήξερε ότι το τίποτα ήταν αρσενικό, δε θα συζητούσε όμως τα προσωπικά της με δύο οπτασίες.
Αποφάσισε να αλλάξει θέμα στη συζήτηση. «Τι γιορτάζουμε ακριβώς;» ρώτησε, παίρνοντας και ένα κομμάτι κέικ που της πρόσφερε ο Μπάμπης (το πέταξε όμως αμέσως γιατί είχε μέσα ολόκληρα καρύδια και αμύγδαλα με το τσόφλι τους). Η γιαγιά Μαίρη προσπαθούσε ήδη να κόψει τον Μπάμπη με ένα πριόνι, η ερώτηση όμως την προβλημάτισε και σταμάτησε. «Γλυκιά μου, δε θυμάσαι; Σημέρα δεν έχω γενέθλια!». Ο Μπάμπης πετάχτηκε τότε από το τραπέζι και φώναξε θριαμβευτικά «Ούτε κι εγώ έχω γενέθλια!». Η Άλις απόρησε και ξεκίνησε να λέει: «Εντάξει και εμένα τα γενέθλιά μου είναι το Μάιο, αλλά για ποιο λόγο...» δεν μπόρεσε όμως να τελειώσει, γιατί την είχαν αρπάξει ήδη ο Μπάμπης και η γιαγιά Μαίρη και την έσερναν χορεύοντας γύρω από το τραπέζι.
Κάποια στιγμή η γιαγιά Μαίρη κουράστηκε, έβγαλε από το καπέλο της ένα πιεσόμετρο και άρχισε να μετράει την πίεση του Μπάμπη. «12 η μεγάλη, 8 η μικρή» του είπε. «Πρέπει να ξεκουραστούμε λίγο.» Όλοι κάθησαν ξανά και η Άλις είχε μια ξαφνική έκλαμψη. «Εφόσον γιορτάζετε το ότι δεν έχετε γενέθλια, μάλλον γιορτάζετε κάθε μέρα εκτός από μία.» Ο Μπάμπης και η γιαγια Μαίρη κούνησαν το κεφάλι τους, σαν να άκουγαν το πιο προφανές πράγμα του κόσμου. Η Άλις προσπάθησε πάλι να βάλει τσάι από μια τσαγέρα, αυτή τη φορά όμως άρχισαν να πέφτουν τσιγάρα. Πήρε ένα, το άναψε στο ηφαίστειο και συνέχισε: «Κι αν γιορτάζετε κάθε μέρα το ότι δεν έχετε γενέθλια, δε θα προλαβαίνετε ποτέ να πλύνετε πιάτα ή να καθαρίσετε. Για αυτό και το σπίτι είναι σε τέτοιο χάλι!» Η γιαγιά Μαίρη γύρισε και την κοίταξε για πρώτη φορά με ένα τρόπο που της θύμιζε την πραγματική γιαγιά της. Έβγαλε από το καπέλο της έναν καθρέφτη, τον κράτησε απέναντί της και της είπε: «Δεν έχεις δίκιο κοριτσάκι μου. Εσύ δεν γιορτάζεις ποτέ, και όμως το σπίτι σου είναι επίσης χάλια. Πότε ακριβώς θα συνέλθεις;»
Η Άλις άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν δύο πια, έπρεπε να σηκωθεί. Σκόνταψε πάνω στα ρούχα που ήταν κουβαριασμένα στο πάτωμα, κοντοστάθηκε και άρχισε να τα συμμαζεύει. Πήγε στο σαλόνι, πήρε από το τραπεζάκι την οδοντόκρεμα και έπλυνε τα δόντια της. Πήρε λίγο χαρτί υγείας και ένα Άζαξ από το καλαθάκι.
Προχώρησε προς την κουζίνα, για να φτιάξει έναν καφέ. Καθάρισε τον καθρέφτη του χωλ, κοιτάχτηκε για λίγο και είδε ότι παρέμενε ακόμα όμορφη. Την προβλημάτισε αν θα έπρεπε να συνεχίσει τις δουλειές ή να βγει μια βόλτα έξω, ήταν Κυριακή και είχε έναν υπέροχο ήλιο. Αποφάσισε να βγει, στο κάτω κάτω δεν είχε γένεθλια.
[Αφιερωμένο στη Misirlou Oubliez. Μια προηγούμενη ιστορία της Άλις μπορεί κάποιος/α να τη διαβάσει εδώ.]
Προχώρησε προς την κουζίνα, για να φτιάξει έναν καφέ. Κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέφτη του χωλ, και μέσα από την πυκνή σκόνη του μπόρεσε να αναγνωρίσει λιγή ομορφία να παραμένει ακόμα πάνω της. Την προβλημάτισε ότι ακούγονταν ομιλίες από την κουζίνα, υπέθεσε όμως ότι θα έφταναν πάλι οι φωνές των δίπλα από το φωταγωγό.
Αυτή όμως δεν ήταν η κουζίνα της. Κάποιος την είχε τραβήξει σε μάκρος και είχε αλλάξει τη θέση σε διάφορα αντικείμενα. Στη θέση του νεροχύτη υπήρχε πλέον ένα σιντριβάνι από κατάλευκο μάρμαρο (γεμάτο με άπλυτα πιάτα) και αντί για το φούρνο έβλεπε πια ένα μικρό ηφαίστειο από το οποίο κυλούσε αργά κόκκινη, καυτή λάβα. Το μεγαλύτερο μέρος του χώρου το καταλάμβανε πλέον ένα μακρόστενο τραπέζι, γεμάτο με πιατάκια γλυκου και φλιτζανάκια, τα περισσότερα άπλυτα και με ψίχουλα. Στην άλλη άκρη του, δίπλα από το σιντριβάνι, κάθονταν το κουνέλι της ο Μπάμπης, ο οποίος πλέον ήταν ψηλότερος από αυτήν. Δίπλα του καθόταν και η πεθαμένη γιαγιά της η Μαίρη, φορώντας το αγαπημένο της καπέλο με τα κερασάκια.
«Δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χώρος!» άρχισαν να φωνάζουν μαζί ο Μπάμπης και η γιαγιά Μαίρη, η Άλις όμως τράβηξε μια καρέκλα και βολεύτηκε. «Προφανώς και υπάρχει χώρος» είπε. «Θέλεις λίγο καφε;» τη ρώτησε ο Μπάμπης. «Αχ ναι, ευχαριστώ!» «Χαχα, δεν έχουμε!» «Δεν είναι πολύ ευγενικό να προσφέρεις κάτι που δεν υπάρχει» είπε θυμωμένα η Άλις. «Ούτε είναι πολύ ευγενικό να έρχεσαι σε ένα πάρτυ απρόσκλητη» παρατήρησε με τη σειρά της η γιαγιά Μαίρη. «Μα είμαι στο σπίτι μου, δεν χρειάζομαι πρόσκληση για να βρίσκομαι εδώ!» απάντησε η Άλις και προσπάθησε να βάλει τσάι από μια τσαγέρα, από μέσα όμως άρχισαν να κυλούν τα υπνωτικά χαπάκια που έπαιρνε για να κοιμηθεί. Εγκατέλειψε την προσπάθεια και ρώτήσε τη γιαγιά της: «Πολύ καιρό έχω να σε δω γιαγιά. Πώς κι από δω;» Η γιαγιά Μαίρη έβγαλε το καπέλο της, έψαξε μέσα του και εμφάνισε ένα περιστέρι. Το άφησε να πετάξει και είπε μετά «Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Το τίποτα είναι αρσενικό ή θηλυκό;» Η Άλις γέλασε: «Το τίποτα είναι ουδέτερο.» «Βλακείες!» φώναξε ο Μπάμπης. «Όλοι ξέρουν ότι το τίποτα είναι αρσενικό ή θηλυκό, ανάλογα με την περίπτωση.» Η Άλις συνοφρυώθηκε, ήξερε ότι το τίποτα ήταν αρσενικό, δε θα συζητούσε όμως τα προσωπικά της με δύο οπτασίες.
Αποφάσισε να αλλάξει θέμα στη συζήτηση. «Τι γιορτάζουμε ακριβώς;» ρώτησε, παίρνοντας και ένα κομμάτι κέικ που της πρόσφερε ο Μπάμπης (το πέταξε όμως αμέσως γιατί είχε μέσα ολόκληρα καρύδια και αμύγδαλα με το τσόφλι τους). Η γιαγιά Μαίρη προσπαθούσε ήδη να κόψει τον Μπάμπη με ένα πριόνι, η ερώτηση όμως την προβλημάτισε και σταμάτησε. «Γλυκιά μου, δε θυμάσαι; Σημέρα δεν έχω γενέθλια!». Ο Μπάμπης πετάχτηκε τότε από το τραπέζι και φώναξε θριαμβευτικά «Ούτε κι εγώ έχω γενέθλια!». Η Άλις απόρησε και ξεκίνησε να λέει: «Εντάξει και εμένα τα γενέθλιά μου είναι το Μάιο, αλλά για ποιο λόγο...» δεν μπόρεσε όμως να τελειώσει, γιατί την είχαν αρπάξει ήδη ο Μπάμπης και η γιαγιά Μαίρη και την έσερναν χορεύοντας γύρω από το τραπέζι.
Κάποια στιγμή η γιαγιά Μαίρη κουράστηκε, έβγαλε από το καπέλο της ένα πιεσόμετρο και άρχισε να μετράει την πίεση του Μπάμπη. «12 η μεγάλη, 8 η μικρή» του είπε. «Πρέπει να ξεκουραστούμε λίγο.» Όλοι κάθησαν ξανά και η Άλις είχε μια ξαφνική έκλαμψη. «Εφόσον γιορτάζετε το ότι δεν έχετε γενέθλια, μάλλον γιορτάζετε κάθε μέρα εκτός από μία.» Ο Μπάμπης και η γιαγια Μαίρη κούνησαν το κεφάλι τους, σαν να άκουγαν το πιο προφανές πράγμα του κόσμου. Η Άλις προσπάθησε πάλι να βάλει τσάι από μια τσαγέρα, αυτή τη φορά όμως άρχισαν να πέφτουν τσιγάρα. Πήρε ένα, το άναψε στο ηφαίστειο και συνέχισε: «Κι αν γιορτάζετε κάθε μέρα το ότι δεν έχετε γενέθλια, δε θα προλαβαίνετε ποτέ να πλύνετε πιάτα ή να καθαρίσετε. Για αυτό και το σπίτι είναι σε τέτοιο χάλι!» Η γιαγιά Μαίρη γύρισε και την κοίταξε για πρώτη φορά με ένα τρόπο που της θύμιζε την πραγματική γιαγιά της. Έβγαλε από το καπέλο της έναν καθρέφτη, τον κράτησε απέναντί της και της είπε: «Δεν έχεις δίκιο κοριτσάκι μου. Εσύ δεν γιορτάζεις ποτέ, και όμως το σπίτι σου είναι επίσης χάλια. Πότε ακριβώς θα συνέλθεις;»
Η Άλις άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν δύο πια, έπρεπε να σηκωθεί. Σκόνταψε πάνω στα ρούχα που ήταν κουβαριασμένα στο πάτωμα, κοντοστάθηκε και άρχισε να τα συμμαζεύει. Πήγε στο σαλόνι, πήρε από το τραπεζάκι την οδοντόκρεμα και έπλυνε τα δόντια της. Πήρε λίγο χαρτί υγείας και ένα Άζαξ από το καλαθάκι.
Προχώρησε προς την κουζίνα, για να φτιάξει έναν καφέ. Καθάρισε τον καθρέφτη του χωλ, κοιτάχτηκε για λίγο και είδε ότι παρέμενε ακόμα όμορφη. Την προβλημάτισε αν θα έπρεπε να συνεχίσει τις δουλειές ή να βγει μια βόλτα έξω, ήταν Κυριακή και είχε έναν υπέροχο ήλιο. Αποφάσισε να βγει, στο κάτω κάτω δεν είχε γένεθλια.
[Αφιερωμένο στη Misirlou Oubliez. Μια προηγούμενη ιστορία της Άλις μπορεί κάποιος/α να τη διαβάσει εδώ.]
11 σχόλια:
Ντίαρ χουανγκ8653
άι θινκ γιου αρ τράινγκ του ντισίβ ας γουιθ σαμθινγκ δατ χαζ ολμόουστ δε σέιμ νέιμ γουιθ φάιρφοξ. Δις ιζ νοτ α πολάιτ μπιχέιβιορ κονσιντερινγκ ιτ ιζ γιορ φερστ τάιμ ιν μάι μπλογκ.
Δεν θελω να αναμειχθω στην παραπανω διαφωνια απλα θελω να πω οτι μ΄αρεσε η ιστοριουλα, μια συγχρονη Αλικη στην χωρα των παραισθησεων και των γιγαντιων κουνελιων που κατα βαθος ολοι θελουμε να αποχτησουμε.
Παιδι των λουλουδιων
Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Κάθε μέρα γενέθλια με τούρτες και κερασάκια. Στο καπέλο. :)
ΥΓ. Να θυμηθώ να εξαφανίσω ΚΑΙ τα πριόνια απ' το σπίτι...
Αγαπητή Σία,
να είσαι καλά. Νομίζω πάντως ότι όσοι γράφουμε κάνουμε συχνά ταξιδάκια στη συγκεκριμένη χώρα.
Καλό μου τίποτα,
χαίρομαι που χαίρεσαι. Θα σου πρότεινα μόνο να χαλαρώσεις λίγο με το κρύψιμο αντικειμένων, σε λίγο θα παίζεις στο σπίτι σου το κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Και δε θα βρίσκεις τίποτα.
Αγαπητέ Lewis,
κάποιος ρουφιάνος ειδοποίησε την αστυνομία σχετικά με τις άσεμνες φωτογραφίες που τράβηξες τη μικρή Alice. Φοβάμαι ότι πρέπει να τους είπε και για τα ναρκωτικά. Καλύτερα να κρυφτείς σε καμιά σπηλιά για λίγο καιρό. Μην εμπιστεύεσαι λαγούς, γάτες, κάμπιες και άλλα κατοικίδια.
Ένας καρδιακός σου φίλος
Υ.Γ. Τα στρείδια πρέπει να τρώγονται φρέσκα
Ωχ, και τι θα γίνει τώρα με το μπλογκ; Μπορείς να το αναλάβεις όσο θα κρύβομαι;
Άσε καλύτερα γιατί θα στο κάνω αγνώριστο το blog. Θα γυρίσεις και θα βρεις λίμνη αντί για έρημο:-D
Χωρίς πλάκα τώρα. Γράφεις πολύ καλά, αλλά το συγκεκριμένο κείμενο νομίζω ότι είχε κάποιες ευκολίες. Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις τι εννοώ...
Αγαπητέ Έλιξ,
επειδή είσαι καινούριος στη μπλογκόσφαιρα, δεν ξέρεις μερικά πράγματα και πρέπει κάποιος να σου τα πει.
Σχόλια αφήνουμε σε δύο περιπτώσεις: είτε συμπαθούμε τον άλλο, τον έχουμε στα λινκ μας ή θέλουμε να μας βάλει στα λινκ του, οπότε αφήνουμε πάντα θετικά σχόλια. Αν δεν μας αρέσει το κείμενό του καθόλου, υπάρχουν και ευγενικές εναλλακτικές του τύπου "καλημέρα", "καλή βδομάδα" κτλ.
Τώρα στην περίπτωση που αντιπαθούμε τον άλλο, δε χρειάζεται καν να σχολιάσουμε το κείμενό του, αλλά επιτιθέμεθα γενικότερα και ασχέτως θέματος. Μπορείς να αναζητήσεις στο γκούγκλ σχόλια του έγκριτου συναδέλφου "φασιστοειδές κουμούνι" για να πάρεις μια ιδέα για το συγκεκριμένο είδος λόγου.
Αυτό με την ειλικρινή επικοινωνία πώς σου ήρθε;
[Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Από επιλογή προτάσσω τη συχνότητα της επικοινωνίας, σε βάρος άλλων κριτηρίων. Είναι ευτυχής βέβαια η συγκυρία που όλα καλύπτονται.]
:P
"Γειτόνισσες...
Μ' ένα μαχαίρι, μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
μια μέρα αφορεσμένη και πικρή,
καν' δυο καν' τρεις θά 'ταν η ώρα,
δυο άντρες σκοτωθήκανε γι αγάπη.
Μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι,
π' ούτε το χέρι δεν το πιάνει,
μα κείνο μπαίνει παγωμένο
στην ξαφνιασμένη μας καρδιά,
και σταματάει εκεί που τρέμει
θολή κι ανεξήγητη για πάντα
η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής..."
Φ.Γκ.Λόρκα: Ματωμένος γάμος (μτφ Ν. Γκάτσου)
Άσχετο, θα πεις. Δε θα διαφωνήσω. Γιατί το θυμήθηκα; Δεν ξέρω:)
Όταν γιορτάζουν οι γραφές, τίποτα δεν είναι άσχετο. Σε ευχαριστώ πολύ.
Δημοσίευση σχολίου