Δουβλίνο, Ιανουάριος του 2065
Στον αριθμό 7 της οδού Eccles o Τζον και η Μαίρη κοιτούσαν εδώ και ώρα με περιέργεια τα τρία, μικρά, στρογγυλά πιτάκια δίπλα από την κούπα με το τσάι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν από τι ζύμη ήταν φτιαγμένα, ήταν πάντως πασπαλισμένα με σουσάμι και στο κέντρο τους υπήρχε ένα υλικό που θύμιζε τυρί. "Δεν μπορεί να είναι τυρί, αφού έχει από πάνω κανέλλα και ζάχαρη", επέμενε η Μαίρη, "κάτι άλλο θα είναι..." Ο Τζον ασχολούνταν περισσότερο με τη μαγειρική και προσπαθούσε να πείσει την αδελφή του ότι πολλοί λαοί σε όλον τον κόσμο συνδύαζαν γλυκές με αλμυρές γεύσεις, αυτή όμως δεν άλλαζε γνώμη.
Η θεία Ναταλία είχε μπει το προηγούμενο βράδυ στο νοσοκομείο με οξεία δηλητηρίαση και το μόνο φαγητό που είχαν βρει στο σπίτι της ήταν αυτά τα παράξενα πιτάκια, μαζί με ένα πιατο γεμάτο ψίχουλα. Ήταν προφανές ότι είχε δηλητηριαστεί από αυτά, το ζήτημα ήταν πώς είχαν βρεθεί σπίτι της και κυρίως γιατί το είχε κάνει. Ήταν μια ήσυχη γιαγιούλα που φρόντιζε το μικρό σπίτι της με τον κήπο, στο κέντρο του Δουβλίνου, με λίγες φίλες στην ηλικία της, περνώντας αρκετό χρόνο και με την αδελφή της, τα ανίψια της και τα "εγγόνια " της, τα παιδιά των ανιψιών της. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, αν και συχνά αναφερόταν σε ένα μεγάλο έρωτα που είχε ζήσει στα νιάτα της, κάπου μακριά από την Ιρλανδία.
Η Μαίρη άνοιξε το επάνω ντουλάπι αυτής της αστείας συσκευής που κρατούσε η θεία Ναταλία στο σπίτι της, παρά τις επίμονες συμβουλές της να την αλλάξει. "Μα διαφορετική συσκευή για να συντηρείς τα τρόφιμα και διαφορετική για να τα ψήνεις; Πότε ζούμε, το 2020;" αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά. "Τζον για δες" είπε "έχει εδώ και άλλες τέτοιες πίτες. Για ποιο λόγο τις φύλαγε;"
Το βραχιόλι του Τζον άρχισε να δονείται και αυτός προέταξε το χέρι του μπροστά, πατώντας ένα πράσινο πετράδι πάνω στο βραχιόλι. Μπροστά τους προβλήθηκε το ολόγραμμα της μητέρας τους, που καλούσε από τους θαλάμους επικοινωνίας του νοσοκομείου. "Μαρίκα, Ιβάν, πρέπει να έρθετε γρήγορα από εδώ, η θεία Ναταλία συνήλθε και θέλει να μας μιλήσει." Φόρεσαν γρήγορα τα παλτά τους και έτρεξαν προς την πόρτα.
Αθήνα, Νοέμβριος του 2005
Στο Μανόλη άρεσε πολύ η δουλειά του με τους μετανάστες, στα τμήματα ελληνικών που δίδασκε κάθε χρονιά. Δεν ήταν μόνο ότι μιλούσε με περισσότερη ελευθερία για μια σύγχρονη εικόνα της Ελλάδας, έξω από τις αγκυλώσεις των σχολικών βιβλίων και τις ιδιοτροπίες του κάθε Γυμνασιάρχη και Λυκειάρχη. Τον συγκινούσε πολύ και η επαφή με ανθρώπους από τόσο διαφορετικές κουλτούρες, και πολλές φορές αισθανόταν ότι αν δεν είχε κάνει αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά θα ήταν ένας πολύ πιο κλειστός και συμβατικός άνθρωπος.
Οι μαθητές του σχεδόν πάντα τον συμπαθούσαν, βοηθούσε βέβαια και ότι ήταν και ευγενικός άνθρωπος πέρα από καλός δάσκαλος. Σήμερα είχε φέρει να τους κεράσει κάτι καλτσούνια που είχε στείλει η μάνα του από το Ρέθυμνο, μαζί με άλλα κρητικά προϊόντα. Οι μαθητές κοιτούσαν με περιέργεια αυτό το παράξενο γλυκό με το τυρί και την κανέλα, ο Μανόλης όμως τους προέτρεψε να το δοκιμάσουν. Αν δεν τους άρεσε, μπορούσαν να το πετάξουν, δε θα παρεξηγιόταν. Όσο αυτοί έτρωγαν, ο Μανόλης έγραψε στον πίνακα τη συνταγή για τα καλτσούνια. Σήμερα ήθελε να διδάξει την προστακτική αορίστου και οι συνταγές μαγειρικής ήταν ένα πολύ καλό είδος λόγου για αυτό το σκοπό.
Γυρνώντας πίσω προς την τάξη είδε ότι η Ναταλία δεν είχε ακουμπήσει τα καλτσούνια της. Τι όμορφη που ήταν, ψηλή, ξανθιά, με τα λεπτά χαρακτηριστικά της Ουκρανίδας, και ένα σώμα σχηματισμένο από χρόνια ρυθμικής γυμναστικής. Πρέπει να της άρεσε κι αυτός, κάθε φορά που τη ρωτούσε στο μάθημα, χαμήλωνε το βλέμμα της και απαντούσε κοιτώντας αλλού, είχε όμως σαν αρχή να μην μπλέκει με μαθήτριές του, τουλάχιστον όσο κρατούσαν τα μαθήματα. Είπε με αργή, καθαρή φωνή: "Ναταλία, γιατί δεν τρως το γλυκό; Δεν σου αρέσει;" Η Ναταλία κοίταξε για άλλη μια φορά προς τα κάτω και απάντησε με ένα αδιόρατο χαμόγελο: "Μου αρεσει πολύ μάθημα. Και εσύ που κάνεις μάθημα, όχι, λάθος, εσύ όπως κάνεις μάθημα." Σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να βρει τις κατάλληλες λέξεις. "Θα τρώω γλυκό μετά, όταν θέλω να θυμάμαι μάθημα." Κάποιοι από την τάξη γέλασαν, ιδίως οι άντρες, γιατί τους φάνηκε πολύ αστείο. Ο Μανόλης προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το βλέμμα του ήταν πολύ σκεφτικό, και έμεινε έτσι για όλη τη διάρκεια του μαθήματος.
Αθήνα, Μάρτιος του 2006
Η Ναταλία δεν ήθελε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του Μανόλη, το αεροπλάνο όμως έφευγε σε είκοσι λεπτά και είχαν αρχίσει πια να τη φωνάζουν από τα μεγάφωνα. Δεν είχε μπορέσει να βρει καινούρια δουλειά, όταν την απέλυσαν από τη βιοτεχνία που δούλευε, ξόδεψε όλες τις οικονομίες που είχε μαζέψει, αλλά από ένα σημείο και μετά δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην Ουκρανία, όπου έμενε ακόμα η μητέρα της, και την Ιρλανδία, που βρισκόταν ήδη η αδελφή της. Ήταν παντρεμένη με ένα Ρώσο, καλό παιδί με δικό του ένα μικρό μίνι μάρκετ, που της είχε υποσχεθεί ότι θα της έδινε αυτός δουλειά αν ερχόταν. Και ο Μανόλης και η Ναταλία ήξεραν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να αντέξει η σχέση τους την απόσταση, αλλά δεν το είχαν αγγίξει καθόλου ως ζήτημα, προσπαθώντας να χαρούν το τελευταίο τους χρόνο μαζί χωρίς μάταιες συζητήσεις.
Η Ναταλία απομακρύνθηκε από το Μανόλη, κρατώντας όμως ακόμα το δεξί του χέρι. Τον κοίταξε στα μάτια, σκέφτηκε αν πρέπει να το πει, και αφού ψιθύρισε: "Να ξέρεις, θα σε θυμάμαι για πάντα" άρχισε να τρέχει προς την αίθουσα αναμονής για την επιβίβαση.
[Χρόνια πολλά, αδελφέ, δώρο για σήμερα μικρό ψηφιακό διήγημα.]
Στον αριθμό 7 της οδού Eccles o Τζον και η Μαίρη κοιτούσαν εδώ και ώρα με περιέργεια τα τρία, μικρά, στρογγυλά πιτάκια δίπλα από την κούπα με το τσάι. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν από τι ζύμη ήταν φτιαγμένα, ήταν πάντως πασπαλισμένα με σουσάμι και στο κέντρο τους υπήρχε ένα υλικό που θύμιζε τυρί. "Δεν μπορεί να είναι τυρί, αφού έχει από πάνω κανέλλα και ζάχαρη", επέμενε η Μαίρη, "κάτι άλλο θα είναι..." Ο Τζον ασχολούνταν περισσότερο με τη μαγειρική και προσπαθούσε να πείσει την αδελφή του ότι πολλοί λαοί σε όλον τον κόσμο συνδύαζαν γλυκές με αλμυρές γεύσεις, αυτή όμως δεν άλλαζε γνώμη.
Η θεία Ναταλία είχε μπει το προηγούμενο βράδυ στο νοσοκομείο με οξεία δηλητηρίαση και το μόνο φαγητό που είχαν βρει στο σπίτι της ήταν αυτά τα παράξενα πιτάκια, μαζί με ένα πιατο γεμάτο ψίχουλα. Ήταν προφανές ότι είχε δηλητηριαστεί από αυτά, το ζήτημα ήταν πώς είχαν βρεθεί σπίτι της και κυρίως γιατί το είχε κάνει. Ήταν μια ήσυχη γιαγιούλα που φρόντιζε το μικρό σπίτι της με τον κήπο, στο κέντρο του Δουβλίνου, με λίγες φίλες στην ηλικία της, περνώντας αρκετό χρόνο και με την αδελφή της, τα ανίψια της και τα "εγγόνια " της, τα παιδιά των ανιψιών της. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, αν και συχνά αναφερόταν σε ένα μεγάλο έρωτα που είχε ζήσει στα νιάτα της, κάπου μακριά από την Ιρλανδία.
Η Μαίρη άνοιξε το επάνω ντουλάπι αυτής της αστείας συσκευής που κρατούσε η θεία Ναταλία στο σπίτι της, παρά τις επίμονες συμβουλές της να την αλλάξει. "Μα διαφορετική συσκευή για να συντηρείς τα τρόφιμα και διαφορετική για να τα ψήνεις; Πότε ζούμε, το 2020;" αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά. "Τζον για δες" είπε "έχει εδώ και άλλες τέτοιες πίτες. Για ποιο λόγο τις φύλαγε;"
Το βραχιόλι του Τζον άρχισε να δονείται και αυτός προέταξε το χέρι του μπροστά, πατώντας ένα πράσινο πετράδι πάνω στο βραχιόλι. Μπροστά τους προβλήθηκε το ολόγραμμα της μητέρας τους, που καλούσε από τους θαλάμους επικοινωνίας του νοσοκομείου. "Μαρίκα, Ιβάν, πρέπει να έρθετε γρήγορα από εδώ, η θεία Ναταλία συνήλθε και θέλει να μας μιλήσει." Φόρεσαν γρήγορα τα παλτά τους και έτρεξαν προς την πόρτα.
Αθήνα, Νοέμβριος του 2005
Στο Μανόλη άρεσε πολύ η δουλειά του με τους μετανάστες, στα τμήματα ελληνικών που δίδασκε κάθε χρονιά. Δεν ήταν μόνο ότι μιλούσε με περισσότερη ελευθερία για μια σύγχρονη εικόνα της Ελλάδας, έξω από τις αγκυλώσεις των σχολικών βιβλίων και τις ιδιοτροπίες του κάθε Γυμνασιάρχη και Λυκειάρχη. Τον συγκινούσε πολύ και η επαφή με ανθρώπους από τόσο διαφορετικές κουλτούρες, και πολλές φορές αισθανόταν ότι αν δεν είχε κάνει αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά θα ήταν ένας πολύ πιο κλειστός και συμβατικός άνθρωπος.
Οι μαθητές του σχεδόν πάντα τον συμπαθούσαν, βοηθούσε βέβαια και ότι ήταν και ευγενικός άνθρωπος πέρα από καλός δάσκαλος. Σήμερα είχε φέρει να τους κεράσει κάτι καλτσούνια που είχε στείλει η μάνα του από το Ρέθυμνο, μαζί με άλλα κρητικά προϊόντα. Οι μαθητές κοιτούσαν με περιέργεια αυτό το παράξενο γλυκό με το τυρί και την κανέλα, ο Μανόλης όμως τους προέτρεψε να το δοκιμάσουν. Αν δεν τους άρεσε, μπορούσαν να το πετάξουν, δε θα παρεξηγιόταν. Όσο αυτοί έτρωγαν, ο Μανόλης έγραψε στον πίνακα τη συνταγή για τα καλτσούνια. Σήμερα ήθελε να διδάξει την προστακτική αορίστου και οι συνταγές μαγειρικής ήταν ένα πολύ καλό είδος λόγου για αυτό το σκοπό.
Γυρνώντας πίσω προς την τάξη είδε ότι η Ναταλία δεν είχε ακουμπήσει τα καλτσούνια της. Τι όμορφη που ήταν, ψηλή, ξανθιά, με τα λεπτά χαρακτηριστικά της Ουκρανίδας, και ένα σώμα σχηματισμένο από χρόνια ρυθμικής γυμναστικής. Πρέπει να της άρεσε κι αυτός, κάθε φορά που τη ρωτούσε στο μάθημα, χαμήλωνε το βλέμμα της και απαντούσε κοιτώντας αλλού, είχε όμως σαν αρχή να μην μπλέκει με μαθήτριές του, τουλάχιστον όσο κρατούσαν τα μαθήματα. Είπε με αργή, καθαρή φωνή: "Ναταλία, γιατί δεν τρως το γλυκό; Δεν σου αρέσει;" Η Ναταλία κοίταξε για άλλη μια φορά προς τα κάτω και απάντησε με ένα αδιόρατο χαμόγελο: "Μου αρεσει πολύ μάθημα. Και εσύ που κάνεις μάθημα, όχι, λάθος, εσύ όπως κάνεις μάθημα." Σώπασε για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να βρει τις κατάλληλες λέξεις. "Θα τρώω γλυκό μετά, όταν θέλω να θυμάμαι μάθημα." Κάποιοι από την τάξη γέλασαν, ιδίως οι άντρες, γιατί τους φάνηκε πολύ αστείο. Ο Μανόλης προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το βλέμμα του ήταν πολύ σκεφτικό, και έμεινε έτσι για όλη τη διάρκεια του μαθήματος.
Αθήνα, Μάρτιος του 2006
Η Ναταλία δεν ήθελε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά του Μανόλη, το αεροπλάνο όμως έφευγε σε είκοσι λεπτά και είχαν αρχίσει πια να τη φωνάζουν από τα μεγάφωνα. Δεν είχε μπορέσει να βρει καινούρια δουλειά, όταν την απέλυσαν από τη βιοτεχνία που δούλευε, ξόδεψε όλες τις οικονομίες που είχε μαζέψει, αλλά από ένα σημείο και μετά δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην Ουκρανία, όπου έμενε ακόμα η μητέρα της, και την Ιρλανδία, που βρισκόταν ήδη η αδελφή της. Ήταν παντρεμένη με ένα Ρώσο, καλό παιδί με δικό του ένα μικρό μίνι μάρκετ, που της είχε υποσχεθεί ότι θα της έδινε αυτός δουλειά αν ερχόταν. Και ο Μανόλης και η Ναταλία ήξεραν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να αντέξει η σχέση τους την απόσταση, αλλά δεν το είχαν αγγίξει καθόλου ως ζήτημα, προσπαθώντας να χαρούν το τελευταίο τους χρόνο μαζί χωρίς μάταιες συζητήσεις.
Η Ναταλία απομακρύνθηκε από το Μανόλη, κρατώντας όμως ακόμα το δεξί του χέρι. Τον κοίταξε στα μάτια, σκέφτηκε αν πρέπει να το πει, και αφού ψιθύρισε: "Να ξέρεις, θα σε θυμάμαι για πάντα" άρχισε να τρέχει προς την αίθουσα αναμονής για την επιβίβαση.
[Χρόνια πολλά, αδελφέ, δώρο για σήμερα μικρό ψηφιακό διήγημα.]
9 σχόλια:
Πολύ ευαίσθητο κείμενο!
Θα διαβάσω και το υπόλοιπο ημερολόγιο με την ησυχία μου
καλο βράδυ και καλή χρονιά
εξαιρετικό κείμενο!
μια γλυκειά νοσταλγία της απώλειας αυτού που δεν έζησες.
Καλωσόρισες ange-ta. Καλή χρονιά, με ομορφιά και υγεία.
Καλως το ρόδο, "Γλυκειά νοσταλγιά" θα μπορούσε να είναι και πολύ καλός τίτλος ξέρεις.
Ευχαριστώ πολύ και τους δυο σας.
Ωραιο κειμενο.
Παρολαυτα ειμαι βεβαιος πως μετα απο 60 χρονια τα καλτσουνια θα εχουν κατακτησει τον κοσμο ως επισημο απογευματινο γλυκισμα.
Μεγαλύτερες πιθανότητες δίνω προσωπικά στο ταούκ γιοκσού, (το έχεις δοκιμάσει με τσάι; εξαιρετικό!) αλλά στο παρόν μπλογκ δε χαλάμε χατίρια στους επισκέπτες μας.
Σε ευχαριστώ και από εδώ για το λινκ.
Πρεπει να ξερεις οτι απευθυνεσαι σε ατομο που στις προσφατες γιορτες βουτηξε το μελομακαρονο μεσα στον καφε, οποτε η αποψη μου μαλλον δε μετραει..
Όσο δεν τρως τηγανητές πατάτες με μερέντα, οι μαγειρικές σου απόψεις θα είναι πάντα σεβαστές στο συγκεκριμένο μπλογκ.
[Δεν το γεννα η πλούσια φαντασία μου, ήταμ αγαπημένος συνδυασμός μιας συμμαθήτριάς μου στο Λύκειο.]
εκτός από μακροημέρευση στον ιστολόγο που μας πιάνει στον ιστό του με το λόγο και στο δημιούργημά του...
εύχομαι
σε όλους τους Μανώληδες και τις Ναταλίες του κόσμου,
λίγα περισσότερα ΘΕΛΩ
και
λίγα λιγότερα ΠΡΕΠΕΙ...
Καλέ μου ως πότε, τι να χωρέσω στα σχόλια; Μακάρι να φτιάχνουμε τις ιστορίες μας, μακριά από τους ιστούς που μας δεσμεύουν.
Σου στέλνω την αγάπη μου.
Δημοσίευση σχολίου