31.10.07
29.10.07
Καπνισμένες ψυχές, σημαδεμένα σώματα
- Γιαγιά, έλα λίγο να σου δείξω κάτι, δεν έχεις σταθεί καθόλου από την ώρα που ήρθα...
Η Ρακέλ άφησε το δίσκο με τη βυσσινάδα και τα μπισκότα, για να καθίσει δίπλα στην εγγονή της.
- Όλο εκπλήξεις είσαι εσύ, για να δούμε τι σκάρωσες αυτή τη φορά!
Η Έμμυ σήκωσε το αριστερό της μανίκι, για να αποκαλύψει ένα κινέζικο ιδεόγραμμα, χτυπημένο πρόσφατα σε ένα μαγαζί στο Μοναστηράκι. Η Ρακέλ πετάχτηκε από την καρέκλα της και φώναξε.
- Τι είναι αυτό;
- Τατού! Δεν είναι πολύ ωραίο; Είναι το κινέζικο σύμβολο για την ελευθερία.
- Πέρασα πολλά στη ζωή μου, αλλά αυτό δεν το περίμενα από δικό μου άνθρωπο! Φύγε και μην ξαναπατήσεις εδώ!
Κατάρρευσε σε μια καρέκλα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, μουρμουρίζοντας «Κανείς δε με νιώθει, κανείς, κανείς..» Η Έμμυ δεν καταλάβαινε τίποτα, αλλά μετά από λίγη ώρα αποφάσισε να φύγει. Η γιαγιά της ήταν παράξενος άνθρωπος κι όταν θύμωνε, δεν υπήρχε τρόπος να της αλλάξεις γνώμη. Είπε μόνο: «Όταν νιώσεις καλύτερα, πάρε με τηλέφωνο. Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, δεν ξέρω τι έγινε.»
Η Ρακέλ άκουσε την πόρτα να κλείνει και σηκώθηκε για να περπατήσει τρεκλίζοντας μέχρι το μπάνιο. Σήκωσε τα μανίκια της ρόμπας της, τόσο ώστε να φανεί και ο αριθμός 156789 στο μπράτσο της, και άρχισε να ρίχνει νερό στο πρόσωπό της.
Ο Γιώργος χρειαζόταν πλέον μαγκούρα για να μπορεί να κάνει έστω και ελάχιστες αποστάσεις, από το σπίτι του μέχρι το φούρνο ή το φαρμακείο, είχε αποδεχτεί όμως αυτήν τη νέα κατάσταση και προσπαθούσε να τη δει θετικά: το αργό του βάδισμα του είχε επιβάλει να παρατηρεί πολύ πιο προσεκτικά τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω του και μετά από τριάντα χρόνια σε αυτήν τη γειτονιά, ανακάλυπτε γωνίες και λεπτομέρειες της που δεν τα είχε προσέξει ποτέ ως τότε.
Κοντοστάθηκε μπροστά από ένα στενό, για να πάρει μια ανάσα, εκεί πρόσεξε όμως ότι ένας νεαρός άντρας είχε σταθεί στο μισοσκόταδο για να κατουρήσει. Το βλέμμα του εστίασε στο μακρύ, καλοσχηματισμένο πέος του νεαρού, που είχε τραβήξει και πίσω το πετσάκι, για να μην πιτσιλιστεί, αποκαλύπτοντας μία πορφυρή, μισοερεθισμένη βάλανο. Πόσο καιρό είχε να δει γυμνό άντρα μπροστά του άραγε; Όσο για σεξ, δεν τολμούσε καν να σκεφτεί, φοβήθηκε από μικρός στη ζωή του και αυτό τον περιόρισε πολύ, πάρα πολύ.
Ο νεαρός τίναξε τις τελευταίες σταγόνες από κάτουρο και έβαλε το πέος του πάλι μέσα στο παντελόνι του. Γυρνώντας προς το δρόμο, πήρε χαμπάρι το γέρο, που είχε βυθιστεί βέβαια στις σκέψεις του, αλλά φαινόταν να τον καρφώνει με το βλέμμα του.
«Τι έγινε παππού; Παίρνουμε μάτι;» Ο Γιώργος τινάχτηκε και άρχισε να ψιθυρίζει μια δικαιολογία, με μια φωνή που είχε γίνει ακόμη πιο ψιλή τα τελευταία χρόνια, μετά την κατακόρυφη πτώση των ανδρικών ορμονών. Ο νεαρός πλησίασε το Γιώργο και τον έπιασε από το χέρι που δεν κρατούσε τη μαγκούρα, σηκώνοντας το ψηλά. «Αν σε πετύχω ξανά μπροστά μου, δε θα σεβαστώ ούτε την ηλικία σου ούτε τίποτα, πούστη γεροξεκούτη!» Το μανίκι της μάλλινης ζακέτας του τραβήχτηκε προς τα κάτω, για να εμφανιστεί ο αριθμός 124963.
Η γρια τσιγγάνα ήταν τυλιγμένη στο σάλι της, αλλά τουρτούριζε από το κρύο που ερχόταν από τις πλάκες του πεζοδρομίου, έτσι όπως είχε απλώσει τα πόδια της πάνω του. «Βοηθήστε με καλοί μου άνθρωποι, να φάνε ψωμάκι τα εγγόνια μου...» έλεγε και ξανάλεγε, και το είχε συνηθίσει τόσο πολύ πια, που περιπλανιόταν σε διάφορες σκέψεις παράλληλα, μέχρι να τη φέρει πίσω ο ήχος κάποιου κέρματος. Σε δύο μήνες θα έβγαινε ο γιος της ο Γιώργης από τον Κορυδαλλό, μετά θα ξεκουραζόταν λίγο, είχαν περάσει τα χρόνια, όλες της οι φίλες ήταν εδώ και καιρό πεθαμένες. «Αχ σο κα κερντάβ;» σκέφτηκε φωναχτά και κοίταξε τα κέρματα που είχε μαζέψει στο κεσεδάκι από το γιαούρτι. Ούτε δύο ευρώ, και ήταν εδώ από νωρίς το πρωί.
Ο αστυνομικός που στάθηκε ξαφνικά μπροστά της, χτύπησε ελαφρά με τη μπότα του το κεσεδάκι και της είπε αυστηρά αλλά ήρεμα. «Ελα γιαγιά, φτάνει για σήμερα. Σε λίγο θα περάσουν τα αυτοκίνητα των επισήμων για την παρέλαση από δω, δεν πρέπει να σε δουν.»
Αποδέχτηκε τη μοίρα της, ήταν όμως ολόκληρη υπόθεση να σηκωθεί και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει γρήγορα. Μάζεψε τα πόδια της και προσπάθησε να βάλει δύναμη με το χέρι της, ανασηκώθηκε ελάχιστα και ξαναέπεσε πίσω. Ο αστυνομικός τη λυπήθηκε και της έτεινε το χέρι του, για να τη βοηθήσει. Απλώνοντας το δικό της για να κρατηθεί από τον αστυνομικό, το μανίκι της υποχώρησε ελαφρά και φάνηκαν τα δύο τελευταία νούμερα, το οχτώ και το έξι.
- Τι είναι αυτό γιαγιά; Έχεις κάνει φυλακή και χτύπησες τατουάζ;
- Το λες κι έτσι παλικάρι μου, φυλακή ήταν, αλλά σου γράφανε το ΄χερι, ήθελες δεν ήθελες. Παλιές ιστορίες, μην τις σκαλίζεις. Δώσε το χέρι σου τώρα να σηκωθώ.
[Οι κοινότητες των Εβραίων υπέφεραν τα πάνδεινα από το Ολοκαύτωμα, αλλά δεν ήταν οι μόνες. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στοιβάχτηκαν επίσης Τσιγάννοι/ες και ομοφυλόφιλοι, ως εξίσου κατώτερα είδη ανθρώπων.
Αν συνεχίζουμε να γιορτάζουμε σήμερα τον ηρωισμό κοντινών προγόνων μας, είναι ένας ηρωισμός που απέτρεψε την κυριαρχία μιας βαρβαρότητας, αλλά δεν την εξαφάνισε. Τιμή και μνημή λοιπόν, και στους ήρωες και στα θύματα, και τότε και τώρα.]
28.10.07
Τα μπορντέλα των Ναζί – Λίστα Άμμου 34
Something new… «Τα Joy Division ήταν μπορντέλα για την διασκέδαση των ναζιστικών ταγμάτων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Οι Warsaw για να αποφύγουν τη σύγχυση με ομώνυμο συγκρότημα μετονομάστηκαν σε Joy Division και έμειναν στην ιστορία ως η μπάντα με τη μπασογραμμή εκτελεστικό – απόσπασμα! Οι Wombats, αν και ακούγονται κάπως ειρωνικοί, στην ουσιά μιλάνε γι' αυτό που ζήσαμε οι περισσότεροι ως έφηβοι: μπορεί να τα έχεις κάνει όλα λάθος αλλά είναι το δικό σου λάθος, το στηρίζεις γιατί είσαι εσύ! Wombats – Let’ s dance to Joy Division
Something borrowed… «Δεν το έχω αισθανθεί ότι ο Ian είναι διάσημος -πλένω ακόμα τα σώβρακά του!» έλεγε τότε η σύζυγός του Κέρτις. Ίσως τόσα χρόνια μετά, βλέποντας τους κλώνους να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στη μουσική σκηνή, να έχει πεισθεί για τη σημασία του μακαρίτη για την ροκ ιστορία. Δυο από τις μπάντες που δεν κόλλησαν στην αναπαραγωγή αλλά εμπλούτισαν τον ήχο των Joy Division, πατώντας στις βασικές γραμμές τους και διατηρώντας το feeling χωρίς να αντιγράφουν απροκάλυπτα: οι Bravery από την Αγγλία και οι Interpol από την Αμερική.
Something blue… «Σ’ αγαπάω και μ’ αγαπάς. Είσαι δική μου. Αμετάκλητα» λέει ο Ίαν στην Ντέμπι και τη ζητά σε γάμο. Μετά απλά περνάει ο καιρός. Οι κρίσεις του. Η καταπίεση του άθλιου προαστίου. Προσωπικά αδιέξοδα. Έκθεση στη δημοσιότητα. Διατάραξη του εσωτερικού του σύμπαντος. Και χάνεται ο έλεγχος. Joy Division - She’ s lost control
η πρόταση με αστερίσκο είναι από μια διαφορετικής φιλοσοφίας ταινία για τον Tony Wilson, την Factory και τους Joy Division, το ξεσηκωτικό δημιούργημα του Winterbottom "24h party people"
25.10.07
Ninja Bonobo
(Downtempo ποστ με μουσικές από τα καλάθια της Ninja Tunes (διάλεξα τα καμάρια της Bonobo και Fink αλλά και ανθρώπους που αγαπά -Andy Korg, Parov Stelar, Sebastien Tellier) καθώς και τραγούδια που συντρόφεψαν τα τελευταία καλοκαίρια (Royksoop, Husky Rescue, Au revoir Simone, Joe Beats και ο δικός μας Serafim Tsotsonis). Είναι πολλά, είναι καλά. Κατεβάστε τα και ακούστε τα μια βροχερή μέρα. Θα με θυμηθείτε. Μην μπείτε στον κόπο να τα ακούσετε τώρα, θέλουν χρόνο και νύχτα. Κατεβάστε τα και θα πίνετε στην υγειά μου όταν τα ακούτε –trust me)!
Τον ξύπνησαν μέσα στο σκοτάδι. Ο υπηρέτης υποκλίθηκε κι έπειτα ακίνητος του ανακοίνωσε το λόγο της αιφνίδιας επίσκεψής του. Ο Μπονόμπο Σάι Γιάγκε του έκανε νόημα να ξεκινήσει την επιστροφή για το παλάτι της δυναστείας Κέττο και θα τον προλάβει στη διαδρομή. Ο υπηρέτης υπάκουσε και τον άφησε να φορέσει μόνος την μαύρη του στολή.
Περπατούσε για ώρα μα δεν τον είδε πουθενά και μόνο όταν έφτασε πίσω στο παλάτι, κάτι ένιωσε. Σαν μια ανάσα να άκουσε μέσα στη νυκτωδία των κουκουβάγιων και των τριζονιών. Και τότε κατάλαβε ότι Μπονόμπο είχε φτάσει πριν από αυτόν.
Ανέβηκαν αργά στο δωμάτιο του αυτοκράτορα. «Ψήνεται στον πυρετό» είπε ο γιατρός που τον κούραρε χωρίς να βλέπει βελτίωση. Εκείνος μπήκε αθόρυβα και γονάτισε πλάι στην κλίνη του ηγέτη.
-Νίντζα Μπόνομπο, είπε εκείνος κοφτά, όπως πάντα απότομα μίλαγε. Μα χωρίς το σθένος της βροντερής φωνής του.
-Άρχοντα Κέττο, χαμήλωσε το κεφάλι εκείνος.
-Η μητέρα μου είδε ένα όνειρο πριν ένα χρόνο ακριβώς. Πριν ένα χρόνο ακριβώς είδε ότι η σύζυγος μου γέννησε τρία μωρά.
Ο Νιντζα Μπόνομπο Σάι Γιάγκε σήκωσε ελαφρά το βλέμμα του.
-Δεν εννοείται την ... ψέλισσε.
-Ναι, εννοώ την αρχόντισσα Τρι Στε Ζα, που έκλεψε ο Μογγόλος Χαν Τζε Λάι και μαζί της κατέλαβε την σιβηρική μας περιοχή.
Ο Νίντζα Μπονομπο ξανακατέβασε τα μάτια.
-Και από εμένα θέλετε...
-Η μητέρα μου πριν τρεις νύχτες είδε την Τρι Στε Ζα νύφη. Αυτοί οι απόγονοι θα γίνουν απόγονοι του Χαν Τζε Λάι. Πολεμιστές δικοί του. Πεθαίνω Μπονόμπο. Και θέλω τους τρεις απογόνους πριν πεθάνω. Θέλω τη μάνα των τριών βασιλιάδων που θα αφήσω πίσω μου. Των δικών μου συνεχιστών.
Και μετά από αυτό έκλεισε τα μάτια του και δεν του έδωσε το περιθώριο για άλλες ερωτήσεις.
Ο Νιντζα Μπονόμπο ήταν γνωστός σε όλη την Αυτοκρατορία για την ικανότητα να φτάνει παντού απαρατήρητος – σκιά γινόταν στο σκοτάδι, αερικό στον άνεμο. Και το πρόβλημα γι’ αυτόν δε θα ήταν να βρει την αυτοκράτειρα χωρίς να τον δουν. Θα ήταν να την πάρει πίσω χωρίς να την δουν. Γιατί αυτή δεν θα ήξερε να γίνει σκιά μες τη σκιά. Νερό μες το νερό. Χώμα μέσα στο χώμα.
Μπήκε σε ένα καραβάνι και έτσι κρυμμένος πέρασε τα σύνορα της Μογγολίας. Από εκεί ντυμένος μοναχός κατάφερε να φτάσει ως το μοναστήρι Χάουι Βάι που απείχε μόλις δυο χιλιόμετρα από το παλάτι του Χαν Τζε Λάι. Η επιχείρηση μέχρι εκείνο το σημείο είχε πάει καλά.
Με τη μαύρη του στολή, πετώντας πιασμένος απ’ τα πόδια ενός αετού μέσα στη νύχτα, ο Νίντζα Μπονόμπο πέρασε το ψηλό τείχος του κάστρου και προσγειώθηκε στην πίσω αυλή του παλατιού. Νυχοπατώντας στο φως της νύχτας προχώρησε προσεκτικά προς το δωμάτιο της αρχόντισσας. Σκαρφάλωσε από το αναρριχόμενο φυτό στο παράθυρό της. Πάντα ήταν αόρατος, έτσι και τη νύχτα εκείνη. Μα δίχως να φανεί ούτε μια τρίχα απ’ τα μαλλιά του, η Τρι Στε Ζα τον ψυχανεμίστηκε.
-Ποιος είναι εκεί, ρώτησε.
-Μην φωνάξεις, δεν ήρθα για κακό, πρόβαλε εκείνος.
-Ποιος είσαι, τι θες.
-Θέλω εσένα.
-Ποιος σε στέλνει;
-Αυτός που του στέλνεις τα όνειρα.
-Δε στέλνω όνειρα εγώ!
-Αυτός που είσαι το όνειρό του
-Δεν καταλαβαίνω τι λες.
-Ο Άρχοντας Κέττο έχει γίνει μπλε. Μελανιάζει. Οι γιατροί δε βρίσκουν τι φταίει. Η μάνα του λέει πώς φταίει η απώλεια σου. Αν δε γυρίσεις θα πεθάνει. Έχει γεμίσει μέσα του. Το κορμί του διογκωμένο, μπλε γραμματοκιβώτιο γεμάτο σάπια όνειρα. Πρέπει να γυρίσουμε.
-Δεν είναι σάπια όνειρα, μα πρησμένη φιλοδοξία! Άσε με -είπε κείνη και τράβηξε με δύναμη το χέρι της που κράταγε εκείνος. Με άρπαξαν από τη φιλοδοξία του ενός, για να καταντήσω τρόπαιο στα χέρια του αντιπάλου του. Δε με νοιάζει κανείς τους. Μακάρι να χάνονταν και οι δυο.
-Αρχόντισσα, μου είπε να σε πάρω πίσω. Ή να σου πάρω τη ζωή.
Ο Νίντζα Μπονόμπο καθόταν στην πλάτη του αετού που κράταγε στα πόδια του την αρχόντισσα Τρι Στε Ζα, που γέλαγε σαν παιδί και άπλωνε τα χέρια της σαν πουλί κι αυτή στον άνεμο. Και όταν πια είδε από μακριά την πόλη της, το μέρος που μεγάλωσε, τον δρόμο της -το δρόμο με τις Λεύκες, «εδώ» φώναξε «θέλω», «εδώ να επιστρέψω, στον ξύλινο δρόμο μου» και κοίταξε τον Νίντζα Μπονόμπο. Κι εκείνος κλώτσησε τον αητό. Κι άνοιξε τα νύχια του βογκώντας το πτηνό. Κι εκείνη έπεφτε και είδε τα μάτια της να λάμπουν, σαν δυο αστέρια στο σκοτάδι κι έπειτα το κορμί της, το λευκό φορεμα, νούφαρο στην επιφάνεια της νύχτας. Διαλύθηκε σε χίλια πέταλα.
Κείνη τη νύχτα η βασιλομήτωρ είδε όνειρο πως λιώσανε τα χιόνια της Σιβηρίας, και έπνιξαν τον Χαν Τζε Λάι. Μονάχα ένα λευκό ζαρκάδι γλύτωσε που ήρθε ως τη χώρα τους και το έπιασαν οι χωρικοί του αυτοκράτορα, τον τάισαν το κρέας του και έγειανε.
Με το πρώτο φως του επόμενου πρωινού ο Νιντζα Μπόνομπο έφερε το κομματιασμένο κορμί της Τρι Στε Ζα όπως είχε ζητήσει ο άρχοντας. Η μητέρα του αυτοκράτορα το παρέλαβε, τον πλήρωσε και τον έδιωξε. Το πήρε, το καθάρισε, το έγδαρε, το γύμνωσε απ΄ τα κόκαλα και το μαγείρεψε για τον γιο της. Τρεις μέρες έτρωγε την γυναίκα ο βασιλιάς και την τρίτη ανάρρωσε. Στάθηκε στα πόδια του.
Όπως κάθε άνθρωπος όταν κατασπαράζει αυτό που στέκεται εμπόδιο στη φιλοδοξία του. Με τη γνώση ότι κανείς άλλος δεν κατέχει αυτό που ο ίδιος δε μπορεί να έχει. Ο Κέττο γύρισε στη διοίκηση της αυτοκρατορίας του. Ανακουφισμένος.
23.10.07
Απλές λύσεις για σύνθετα προβλήματα
Της έλεγε ο Βαγγέλης που κοιμόνταν δίπλα της στον εξαερισμό του Βασιλόπουλου να μη μιλάει με όλους αυτούς, γιατί τρομάζει τον κόσμο και τη διώχνουνε από όπου πάει. Δίκιο είχε ο Βαγγέλης, μα τι να’κανε, όσο δεν μιλούσε στις φωνές, εκείνες δυναμώνανε, όλο και πιο πολλές μιλάγανε ταυτόχρονα, στο τέλος τρελαινόταν και ούρλιαζε σαν να τη σφάζουνε, τότε τη διώχνανε από παντού, ακόμα κι απ’ τα μέρη που δεν τους πείραζαν οι συζητήσεις κι οι κουβέντες.
Μια μέρα το έπιασαν το θέμα με τη Μαρίκα που περπατούσε στον πιο κάτω δρόμο κάθε βράδυ, την έπαιρναν μαζί τους στα αυτοκίνητα, όμορφη κοπέλα και ανήσυχη, όλο βόλτες έκανε στην πόλη. Της είπε η Μαρίκα, αν δε μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα, τουλάχιστον να το κρύβει όπως μπορεί, και της έδειξε πόσο φτιασίδι έβαζε στα χέρια της, να μη φαίνονται κάτι χαρακιές, ποιος ξέρει πώς τις είχε πάθει. Της είπε κι άλλα πολλά η Μαρίκα, δε τα θυμόταν όλα, μα από τότε δεν κοιτούσε πια μπροστά της, μόνο κάτω, στο πεζοδρόμιο, συνέχεια.
Μετά από δύο μήνες μέτρησε τα πεντάλεπτα, τα δίλεπτα και τα λεπτά, πήγε στο περίπτερο τα έδωσε και πήρε πίσω δέκα ευρώ. Κράτησε το χαρτονόμισμα σφιχτά στο χέρι της και περπάτησε, αργά, περήφανη, χαρούμενη, μέχρι το Γερμανό που είχε στο πάνω μέρος της πλατείας.
Καρφίτσωσε με μια παραμάνα την άκρη του χαντς φρι στο εσωτερικό της τσέπης της και έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της. Κανά ρούχο καθαρό να έβρισκε, και θα ‘μοιαζε πια με όλους τους άλλους, τους καθαρούς, τους ήσυχους, τους άλλους.
[Από μια ιδέα του συγκάτοικού μου του Γιάννη]
21.10.07
ΑριστουργΑΜΜΑ λέμε! – Λίστα Άμμου 33
Something old… Six by seven – I. O .U ♥ . Καλό θα ήταν να σταματούσαν την καριέρα τους με αυτό το τραγούδι. Ήταν σίγουρα από τα κορυφαία τους... Something new… Τους πήρε χρόνια και δεκάδες πειραματισμούς που δεν ακούγονταν, για να βγάλουν οι of montreal επιτέλους ένα γκαζωμένο και εμπνευσμένο άλμπουμ. Αλλά μιλάμε για τραγούδι αριστούργημα: the past is a grotesque animal. Something borrowed… Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι το single του Fink που κυκλοφόρησε πρόσφατα είναι το τραγούδι του φθινοπώρου. Αλλά θα το ακούσετε σε επόμενη λίστα. Για την ώρα πάρτε μια ιδέα για τον ήχο του από το Make it good –μια διαφοροποίηση στο if you stayed over του Βonobo. (ναι, είναι μια πρωτοτυπία, ο τραγουδιστής του original να κάνει ρεμίξ στον dj)! Something blue… Dave Byrne - Speechless. Έγχορδα λαχανιασμένα, μουρμουρητό σαν προσευχή, λάσπη και συννεφιά και να! σα να βγαίνει ο ήλιος κάπου από πίσω... (από το μαγικό soundtrack του Young Adam) |
19.10.07
«Αριστερά είναι να μην πεινάς και πολιτισμός να μη γίνεσαι βαρετός.
Για μια συζήτηση που τοποθετήθηκαν τουλάχιστον τριάντα άτομα, με πολύ διαφορετικές απόψεις και θέσεις μεταξύ τους (από τον αναρχικό Νώντα Σκυφτούλη μέχρι το βουλευτή Περικλή Κοροβέση υπάρχει ικανή απόσταση όπως καταλαβαίνετε, για να φέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα) είναι πρακτικά αδύνατο να προτείνω μια περίληψη. Δύο θέματα όμως που αναδείχθηκαν ως εξαιρετικά σημαντικά ήταν η ελευθερία και η καθημερινότητα. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, οι περισσότεροι/ες ομιλητές/τριες τόνισαν ότι μια Αριστερά που καταπνίγει - αρνείται την ελευθερία ή ένας πολιτισμός που δε χαρακτηρίζεται από ελευθερία, αναγκαστικά αυτοακυρώνονται. Με παρόμοιους όρους, αν η καθημερινή ζωή ενός ανθρώπου/ μιας κοινότητας δε γονιμοποιούνται από τις αριστερές ιδέες ή τις πολιτισμικές αναζητήσεις, δε μπορούμε να πιστέψουμε ότι υπάρχουν σε αυτόν επί της ουσίας.
Σε αυτό το μπλογκ συνειδητά δε συνηθίζουμε τα παραθέματα, στη χτεσινή συζήτηση όμως άκουσα δύο που θα ήθελα να σας τα μεταφέρω ως εξαιρετικής ποιότητας. Η Ελένη Καρασαββίδου μας θύμισε ότι ο Τόμας Μαν, προσπαθώντας να εξηγήσει το είδος του ανθρώπου – Ναζί που έκλαιγε όταν άκουγε Μπαχ αλλά γελούσε όταν σκότωνε παιδιά, μίλησε για την πλάνη του γερμανικού αστισμού, για την πλάνη όσων θεωρούσαν πως το βιοτικό επίπεδο και η κουλτούρα αρκούν για να γίνουν οι άνθρωποι ανθρώπινοι. Αυτά όμως δεν αρκούν δίχως την συνείδηση του πολίτη, δηλαδή του ανθρώπου που δεν αποστρέφει τα μάτια στις εξαφανίσεις του γείτονα, που δεν κλείνει τ’ αυτιά στις κραυγές του «Άλλου», αφού θεωρεί ότι κάθε ερώτηση που η πραγματικότητα του θέτει, είναι μία ερώτηση προσωπική, κάτι που αφορά τον ίδιο όταν κοιτάζεται μονάχος στον καθρέπτη (αγαθή τύχη έφερε την Ελένη Καρασαββίδου να γράφει και στο Agit Prop, οπότε μετέφερα από ένα άρθρο της εκεί μια σύντομη εκδοχή της παρέμβασης της, ελαφρώς διασκευασμένη). Από την άλλη ένας φίλος που δε μπόρεσα να μάθω το όνομά του μνημόνευσε το πάντα καίριο απόφθεγμα του καταστασιακού Ραούλ Βανεγκέμ: «Όποιος μιλά για επανάσταση χωρίς να αναφέρεται στην καθημερινή ζωή, έχει ένα πτώμα μέσα στο στόμα του.»
Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση διαύγασε πολύ όμορφα κάποιες πρόσφατες εξελίξεις στη ζωή μου. Στις μία από τις δύο μου δουλειές έχω βρεθεί στην εξαιρετικά πρωτότυπη θέση να κάνω ωραίες πολιτικές μου κουβέντες και να συμφωνώ σε πολλά με έναν από τους δύο μάνατζερ, ο οποίος είναι οργανωμένο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας (η δική μου πολιτική τοποθέτηση εκκρεμεί ανάμεσα σε αρκετούς πολιτικούς χώρους, αλλά ποτέ πάνω από τη Νέα Δημοκρατία). Μέχρι χτες σκεφτόμουν ότι αυτό που με συνδέει με το Χρήστο είναι η κοινή πίστη στη φιλελεύθερη παράδοση του Διαφωτισμού, στην ανάγκη να μιλήσουμε ψύχραιμα και γόνιμα για ιδέες. Χτες συνειδητοποίησα όμως ότι χωρίς μια επαγγελματική καθημερινότητα που να είναι ανθρώπινη, θα μας ήταν αδύνατο να συζητήσουμε έτσι.
Επιπλέον η οικολογική πρωτοβουλία που συμμετέχω στο Βύρωνα απαρτίζεται από αρκετούς/ές ανένταχτους/ες κομματικά (όπως εγώ) αλλά κι από άτομα που στηρίζουν ή συμμετέχουν σε ποικίλους πολιτικούς σχηματισμούς, από την «Πρωτοβουλία Αναρχικών απ’ τους πρόποδες του Υμηττού» και την Αντιεξουσιαστική Κίνηση μέχρι τη Δημοκρατική Αναγέννηση και το ΠΑΣΟΚ. Οι πολιτικές διαφωνίες που γεννούν αυτές οι διαφορές είναι σχεδόν πάντα γόνιμες, επειδή ακριβώς όλοι/ες συνειδητοποιούμε ότι έχουμε μπροστά μας ζητήματα της καθημερινότητάς μας, που αν λυθούν, θα γίνει η ζωή μας καλύτερη, αλλά και ότι δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη, αν επιμείνει ο/η καθένας/μια σε όλες του/της τις εμμονές και προαπαιτούμενα. Εύχομαι ειλικρινά να συνεχίσουμε έτσι.
Σας ξεκίνησα από μία εκδήλωση για να σας φέρω σε μια άλλη. Αυτήν την Κυριακή στις 7 η ώρα το απόγευμα, η πρωτοβουλία μας οργανώνει στον Βύρωνα μια εκδήλωση στον δημοτικό κινηματογράφο «Νέα Ελβετία» (γνωστός ως «Λουίζα» στους/τις Βυρωνιώτες/ισσες) με θέμα τους δημόσιους χώρους πράσινου, με αφορμή την απόφαση του Δήμου να χτίσει ένα υπέργειο πολυώροφο πάρκινγκ σε ένα σημείο που είχε αρχικά αποφασιστεί να χτιστεί υπόγειο πάρκινγκ με πλατεία. Όσοι/ες με διαβάζετε και μένετε στο Βύρωνα ή σε γειτονικούς δήμους, νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσετε την εκδήλωση. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
18.10.07
Τέσσερεις κάσες σε μια κηδεία
Η γιαγιά του στο νοσοκομείο -«την περιμένουμε από ώρα σε ώρα» λέει
«Πάραυτα θέλω να σε δω, ισχύει η έξοδος για το Μεξικάνικο, εντάξει;»
«Θα βάλω το πιο όμορφο φουστάνι μου» του λέει και μπαίνει στο μπάνιο, «θα πιάσω απάνω τα μαλλιά, θα γίνω μια Σπανιόλα θεά» και ετοιμάζεται.
Την περιμένει από πριν στο σημείο του ραντεβού. Ντυμένος με παραλλαγή και αθλητικά παπούτσια «δεν είναι δυνατόν» σκέφτεται εκείνη μα το κάνει γαργάρα «το μαγαζί που διάλεξε είναι καλό, ας μην κάνω σκηνή για τα ρούχα του».
Στο δρόμο της λέει για τη γιαγιά του –«η καημένη είναι δέκα χρόνια χωρίς τον παππού και τώρα πάει να τον βρει». Της έρχεται το «καημένη μου γιαγιά –α – α- α» του Καρβέλα αλλά ευτυχώς πνίγει το γέλιο. «Την καημένη» λέει και κουνάει το κεφάλι με περίλυπο ύφος.
Στη στροφή για Βάρη ένα μαύρο γατάκι καθισμένο στη μέση του δρόμου. Το βλέπει, βγάζει φλάς, σταματάει πενήντα μέτρα πιο κάτω. «Είναι χτυπημένο» λέει και κατεβαίνει να το μαζέψει. «Μια χαρά είναι, απλά ζώον! Άστο, θα σε πατήσει κανένας».
Τρέχει τελικά εκείνος μπροστά, τρέχει κι εκείνη στα τακούνια της, το πιάνει πρώτος, τα μαύρο γατάκι, τόσο μωρό. «Έχει σπάσει τίποτα» του λέει μιας και αυτός το κρατάει στα χέρια του. «Όχι, μια χαρά είναι, απλά υποσιτισμένο». «Δε νομίζω, το βλέπω για εσωτερική αιμορραγία, λες να προλάβω να το πάω στον κτηνίατρο αύριο;»
Ανοίγει το πορτ-μπαγάζ . «Τι είναι αυτές οι κάσες» τη ρωτάει βλέποντας τέσσερα ξύλινα κασόνια, απ’ τα μικρά, που βάζουν τις φράουλες μέσα. «Τα μαζεύω για τον ανιψιό μου, τα θέλει για τα παιχνίδια του». Βάζει το γατάκι σ’ ένα κασόνι.
«Μη μου πεθάνεις απόψε» σκέφτεται.
«Μη μου πεθάνεις απόψε Καζιάνη» της έλεγε κάποτε ο αφεντικός της.
Όταν είχε τις μαύρες της.
Συχνά δηλαδή.
Φτάνουν στο Μεξικάνικο, δεν υπάρχει τραπέζι «είναι δυνατόν δεν έχεις κλείσει Σάββατο βράδυ τραπέζι»; λέει εκείνη πλήρως απογοητευμένη. «Δε φαντάστηκα ότι χρειάζεται» λέει χαλαρός αυτός. «Αλίμονο, γιατί να χρειάζεται να κλείσεις τραπέζι στο πιο διάσημο Μεξικάνικο της πόλης» αφρίζει εκείνη! Στο δρόμο της επιστροφής, πέφτουν τηλέφωνα σε κάθε γνωστό της, πέφτουν τα μέσα, να βρεθεί ένα τραπέζι σ’ ένα καλό ρεστοράν–μην πάει τζάμπα το ρημαδοφόρεμα και ο Σπανιόλικος κότσος.
Μετά από
«Ο παππούς, που λες πέθανε, σαν αύριο, πριν δέκα χρόνια, περίεργο ε; Λες να έχει κάτι ο καιρός»; «Δεν ξέρω, γενικώς φεύγουν πολλοί το φθινόπωρο» λέει εκείνη και εννοεί τον Πάνο που χώρισαν Οκτώβριο πριν χρόνια, μπροστά στην σκέψη συγκατοίκηση ή χωρισμός επέλεξε να την χωρίσει.
«Μη μου πεθάνεις απόψε Καζιάνη» της έλεγε τότε ο αφεντικός της.
«Last night a dj saved my life» έλεγε εκείνη, που κάθε βράδυ την έβγαζε σε μια μπάρα. Να πίνει.
Δυο ώρες και τρία ποτήρια κρασί μετά εκείνη σκέφτεται ότι «αν υπάρχει κάπου Θεός γιατί δεν έχει έρθει ακόμα να με σώσει από αυτή την παρωδία νυχτερινής εξόδου»; Και τότε χτυπάει το τηλέφωνο. «Ναι. Όχι! Έρχομαι ρε μάνα, έρχομαι» Πέθανε η γιαγιά. «Καημένη μου γιαγια- α- α –α» πάλι της έρχεται αυτό, θέλει να γελάσει, δεν ξέρει τι έχει πάθει.
Πληρώνουν και φεύγουν. Ανοίγει το πορτ-μπαγάζ να δει το γατάκι «-δεν πιστεύω να έσκασε απ’ την κλεισούρα». Το κασονάκι είναι γεμάτο αίμα. Το γατάκι κουρνιασμένο μέσα του.
«Θα μου πεθάνεις απόψε» σκέφτεται.
«Θα μου πεθάνεις γαμώτο κι εσύ απόψε» λέει και το χαϊδεύει.
«Μωρό μου, στενοχωρήθηκες για τη γιαγιά, τι ψυχούλα είσαι» την παίρνει αγκαλιά ο άλλος.
Δυο το βράδυ. Η γιαγιά πέθανε. Μαζί οι ελπίδες της για μια νέα σχέση –πού πας κι εσύ βρε απελπισμένη, με τον Κροκοδειλάκια; Στο τηλέφωνο μηνύματα σωρό. Κανένα από αυτόν που περιμένει.
Παρκάρει σπίτι. Ανοίγει το πορτ- μπαγάζ.
«Περιμένω πολλούς θανάτους απόψε» είχε σκεφτεί.
Μα «τα μαζεύω για τον ανιψιό μου» του απάντησε.
Πιάνει το γατάκι. Ψυχορραγεί στην παλάμη της. Το αίμα του ζεστό.
«Μην μου πεθάνεις απόψε Καζιάνη» της έλεγε τότε ο αφεντικός της.
«Θέλω να πεθάνω απόψε» γράφει μήνυμα εκείνη.
«Θέλω να πεθάνω». Στο κινητό του. Με δάχτυλα γεμάτα αίμα. Καυτό θανάτου.
Καμιά απάντηση.
Σε κάποιο κλάμπ,. Κάπου αλλού. Με κάποια άλλη. Έχει ήδη πεθάνει γι’ αυτόν.
Πιάνει τα κασόνια. Πάει προς τον κάδο. Τα αραδιάζει στη σειρά στο πεζοδρόμιο. Ένα για τη γιαγιά. Ένα για το γατάκι. Ένα για τον εαυτό της. Ένα για την χαμένη νύχτα. Μια μεγάλη κηδεία έχουμε απόψε.
Είναι ωραία να πεθαίνεις ανάμεσα σε άλλους.
Καλύτερα απ’ το να ζεις μόνος σου.
Ανεβαίνει στο σπίτι. Κλείνει το κινητό.
«Πέθανε απόψε» λέει στον εαυτό της μέσα στο σκοτάδι.
«Αλλά καημένη έχει μόνο τρεις μέρες να αναστηθείς. Και κοίτα να ξεπλυθείς απ’ όλο το άρρωστο αίμα ως τότε».
«Θα επιστρέψω. Θα είμαι η μεγαλύτερη επιστροφή μετά τον Λάζαρο».
Βάζει το μαξιλάρι πάνω απ’ το κεφάλι της και πέφτει σ’ έναν ύπνο βαθύ. Ίδιο θάνατο.
15.10.07
Ας μη γίνουμε έρημοι - Blog Action Day
Οι περιοχές που απειλούνται περισσότερο από την ερημοποίηση βρίσκονται στη βόρεια Αφρική, στην Εγγύς Ανατολή και στην Ευρώπη. Ειδικότερα για την Ευρώπη, οι περιοχές που απειλούνται περισσότερο από την ερημοποίηση είναι η Ελλάδα, η Νότια Ιταλία, η Σικελία, η Κορσική και η Ιβηρική Χερσόνησος . H Τουρκία, η Τυνησία και το Μαρόκο χάνουν κάθε χρόνο λόγω διάβρωσης 542.370, 180.000 και 22.000 στρέμματα γης, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το 50% των εδαφών της Κρήτης αλλά και το 35% των εδαφών σε ολόκληρη την Ελλάδα (μεγάλα τμήματα της Ανατολικής Ελλάδας και ειδικότερα της Στερεάς, της Πελοποννήσου, τα νησιά του Αιγαίου, τμήματα της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Θράκης.)
H κύρια διεργασία που οδηγεί σε ερημοποίηση στις λοφώδεις περιοχές είναι η διάβρωση του εδάφους η οποία συντελείται από το νερό που δεν συγκρατείται στο έδαφος και απορρέει όταν βρέχει. Ετσι το έδαφος συμπαρασύρεται προς τις κατώτερες ζώνες, τις πεδινές περιοχές. Σημαντική είναι επίσης και η μηχανική διάβρωση που προκαλείται από τα γεωργικά μηχανήματα. Τα τελευταία χρόνια πολλές γεωργικές περιοχές χάθηκαν όχι από την υδατική διάβρωση - η οποία βέβαια συνετέλεσε στην καταστροφή - αλλά από τη μηχανική. Υπάρχει και η αιολική διάβρωση, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική στις νησιωτικές περιοχές το καλοκαίρι. Αν και οι επιστήμονες δεν έχουν συγκεκριμένα δεδομένα για την αιολική διάβρωση στη χώρα μας, γνωρίζουν ότι αποτελεί μέρος του προβλήματος της ερημοποίησης του ελλαδικού χώρου. Διάβρωση συντελείται επίσης από τις πυρκαϊές το καλοκαίρι, καθώς και από άλλους παράγοντες, όπως η υπερβόσκηση.
H δεύτερη σημαντική διεργασία είναι η αλάτωση του εδάφους, που προκαλείται κυρίως εξαιτίας της άρδευσης με νερό κακής ποιότητας. Το υφάλμυρο νερό διεισδύει στο έδαφος και όταν το υπόγειο νερό είναι αβαθές, το καλοκαίρι με την τριχοειδή κίνηση ανεβαίνει στην επιφάνεια μεταφέροντας τα άλατα. Δημιουργείται έτσι στο έδαφος μεγάλη συγκέντρωση υδατοδιαλυτών αλάτων τα οποία είναι τοξικά για τα φυτά, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η βλάστηση.
H έλλειψη σχεδιασμού χρήσεων γης στην Eλλάδα έχει επίσης διογκώσει το πρόβλημα καθώς οι βιομηχανίες έχουν κτιστεί σε περιοχές όπου τα εδάφη ήταν παραγωγικά. H εντατική καλλιέργεια στον θεσσαλικό κάμπο έχει οδηγήσει στην εξάντληση των υπόγειων υδάτων με αποτέλεσμα το αλμυρό νερό της θάλασσας να φτάνει σήμερα έως την Kαρδίτσα. Mάλιστα οι κλιματικές αλλαγές και η αύξηση της θερμοκρασίας δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο που επηρεάζει δραματικά την εξέλιξη του φαινομένου. H αύξηση της θερμοκρασίας και οι δυνατές βροχοπτώσεις επιταχύνουν τη διαδικασία της ερημοποίησης. Tαυτόχρονα, όταν το έδαφος είναι νεκρό σώμα δεν μπορεί να «θρέψει» φυτά που προφυλάσσουν από τη διαδικασία της διάβρωσης αλλά και μειώνουν τη θερμοκρασία. Ωστόσο, ενώ έχει συνταχθεί το Eλληνικό Σχέδιο Δράσης που περιλαμβάνει μέτρα που πρέπει να ληφθούν και έχει υπογραφεί η υπουργική απόφαση από τα πέντε συναρμόδια υπουργεία, πρακτικά δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο ως σήμερα.
[Το κείμενο αποτελεί σύνθεση υλικού από τις εφημερίδες "Καθημερινή", "Έθνος" και "Βήμα"]
Επίλογος
Δεν έχει τύχει να αναφέρω στις μέχρι τώρα αναρτήσεις μου, ότι τα πρώτα χρόνια της διαμονής μου στη Θεσσαλονίκη είχα εμπλακεί σε διάφορες κοινωνικές –πολιτικές δράσεις, από εθελοντικά μαθήματα σε τσιγγάνους/ες και μετανάστες/τριες μέχρι τη συμμετοχή σε μια κατάληψη στην Άνω Πόλη. Δεν έχει σημασία εδώ μια εκτενής αφήγηση των εμπειριών μου (οφείλω πάντως να πω ότι αρκετές υπήρξαν εξαιρετικά διασκεδαστικές) όσο τα συμπεράσματα στα οποία με οδήγησαν.
Όσο με εξάντλησαν λοιπόν οι ατέρμονες θεωρητικές συζητήσεις για την αυτονομία/ την αριστερά/ το ρατσισμό/ το φεμινισμό/ την οικολογία, άλλο τόσο με κούρασαν οι εθελοντικές δράσεις που δε συζητούσαν για τον εαυτό τους, δεν ενδιαφέρονταν για τον πολιτικό αντίκτυπο της κοινωφελούς δράσης τους. Επιπλέον, από ένα σημείο και μετά, αναρωτιόμουν κατά πόσο οι όποιες δράσεις ενημέρωσης στις οποίες συμμετείχα αφορούσαν ανθρώπους που δεν μας έμοιαζαν ήδη τόσο πολύ, ώστε να σκέφτονται έτσι κι αλλιώς με παρόμοιο τρόπο.
Μπαίνοντας στη μπλογκόσφαιρα, μου πήρε κάποιο καιρό να απεγκλωβιστώ από τη μονομερή περσόνα ενός «Άμμου» που έγραφε μόνο λογοτεχνία και αναστοχασμούς πάνω στο ιστολογείν. Όταν όμως το έκανα, έχοντας πρώτη πρώτη τη διάθεση να μιλήσω πολιτικά, αντιμετώπισα τα ίδια σχεδόν ζητήματα που με είχαν προβληματίσει στη Θεσσαλονίκη (και με είχαν κάνει τελικά να γυρίσω σπίτι μου, ντεμέκ αποστασιοποιημένος «κριτικά» από την πολιτική δράση).
Σε ποιους/ές λοιπόν απευθυνόμαστε και πως μπορούμε να αποφύγουμε μια θεωρητική συζήτηση που αισθάνεται αυτάρκης χωρίς να είναι; Και κυρίως πώς νομιμοποιούμαστε να μιλάμε πολιτικά, έχοντας ως καταστατική μας συνθήκη την ιδιότητα των «ψηφιακών», αυτών δηλαδή που μιλούν χωρίς υλικό σώμα, συχνά μισοκρυμένοι/ες πίσω από τις περσόνες τους;
Οι επιφυλάξεις μου για τη συγκεκριμένη ημέρα ξεκινούν από αυτές τις απορίες. Το να μιλήσεις γενικά για το περιβάλλον δε μου λέει τίποτα ιδιαίτερο, όταν περιβαλλοντικό λόγο συναντά κανείς/καμιά πλέον από το Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό μέχρι τους Οικολόγους Πράσινους, σε κάθε εφημερίδα και περιοδικό, ακόμη και σε διαφημίσεις στην τηλεόραση. Επιπλέον, βρίσκω παιδιάστικο να θεωρείς ότι αποτελεί κινητοποίηση του εαυτού σου, απλώς να ενημερώσεις τους/τις διπλανούς/ές σου για ένα ζήτημα. Δε λέω ότι πρέπει να γίνει κανείς/μιά οικοακτιβιστής/ίστρια για να ανεβάσει μια ανάρτηση σχετική με το περιβάλλον. Λέω όμως ότι η μέρα αυτή δεν είναι για μένα ημέρα κοινής δράσης, αλλά μαζικής ενημέρωσης. Και έχει πιθανόν κοντά ποδάρια.
Αφού λοιπόν διαβάσατε, αγαπητοί/ές μου αναγνώστες/τριες, την ανάρτηση μου για την ερημοποίηση και ίσως ανησυχήσατε για το μέλλον του πλανήτη μας, κι αφού γνωριστήκαμε λίγο περισσότερο ακόμη, θα σας πρότεινα να απομακρυνθείτε από το ιστολόγιό μας με κατεύθυνση το google και να αναζητήσετε οικολογικές οργανώσεις στη γειτονιά σας ή στην πόλη σας, στις οποίες θα μπορούσατε να προσφέρετε. Αν πάλι η απόσταση προς τον πραγματικό κόσμο σας φαίνεται πολύ μεγάλη για αρχή, μπορείτε να συμμετάσχετε στη δικτυακή πύλη του Οικολογίου, τα μέλη της οποίας έχουν προχωρήσει ήδη σε ενδιαφέρουσες δράσεις, δίνοντας όμως πολλή έμφαση και στον τομέα της ενημέρωσης. Όσοι/ες βέβαια λειτουργείτε ήδη με αυτόν τον τρόπο, θα με συγχωρήσετε για τις άχρηστες συμβουλές μου.
12.10.07
ΚρυώσΑΜΜΕ λιγάκι! - Λίστα Άμμου 32
Something new… Moaners- I think I love you. Γρατζουνιστή κιθάρα, αγορίστικη φωνή, ενέργεια εφηβική, λίγο αίσθηση 60' s -δε θα το θυμάστε για μια ζωή αλλά είναι καλό για πρωινό ξύπνημα: έχει κάτι χουζούρικο μέσα στη βαβούρα του.
Something borrowed… Λοιπόν, για μέρες προσπαθώ να καταλάβω αν στην εισαγωγή του «Walcott» οι Vampire weekend κλέβουν την εισαγωγή από «Τα παιδιά του Πειραιά» ή απ' το "Δρόμο". Μια φορά κάποιου Μάνου τα κόκαλα τρίζουν, κι εγώ όποτε το ακούω θέλω να τραγουδήσω μια μείξη "θα ήθελα να έχω 1 και 2 και 3 λα λα λα λα λα" απλά να το πω λίγο πιο γρήγορα και πιο χαρωπά απ' ότι στο κανονικό άσμα(αν δε βλέπετε καμία ομοιότητα, δεν πάω καλά, ακούω φωνές...)!
Something blue… Josh Rouse – Sweetie. Εκτιμώ την καθαρότητα των προθέσεων και την τρυφερότητα του συμπαθέστατου Rouse, αλλά αν συνεχίσει να χρησιμοποιεί κάθε ωραίο τραγούδι του για να κάνει και μια πρόταση γάμου θα αρχίσω να αμφιβάλω για τη νοημοσύνη του
11.10.07
Η ενηλικίωση της Περσεφόνης
(η vain ήθελε να κολυμπήσει σε ...dark waves και ο Σαμμάνος άδραξε την ευκαιρία/ επιθυμία της για να θυμηθεί τα νιάτα του στο «Χοροστάσιο» προς δεκαετίας και να σας μεταφέρει τα μουσικά παραμύθια και τις dark ιστορίες που έζησε εκεί )!
«Πες μου, πες μου ποιες είναι οι πιθανότητες κύκνε μου» λέει η Περσεφόνη και αγκαλιάζει το εβένινο αυτοκρατορικό πουλί. Εκείνο τυλίγει το λαιμό του γύρω απ’ τον δικό της. Νιώθει τη φλέβα της που χτυπά με αγωνία κρυμμένη στο μαύρο του μποά. Με το ράμφος του ψιθυρίζει κάτι μέσα στις σκιές που ρίχνουν τα φυλλώματα των δέντρων στη λίμνη. Ψιθυρίζει κι έπειτα απλώνει τα φτερά του, πετάει μέσα στο νερό και χάνεται στο σκοτάδι ξανά.
Εκείνη τινάζει τα φύλλα που έχουν πέσει πάνω της. Φθινόπωρο στον Κάτω Κόσμο. Άνοιξη μπαίνει στον επάνω. Την επομένη είναι η εαρινή ισημερία στη γη. Πρέπει να φύγει. Μένουν μόνο 24 ώρες. Κι έπειτα 6 μήνες. Έξη ολόκληροι μαρτυρικοί μήνες μακριά του.
Περπατάει ξυπόλητη πάνω στο νωπό χώμα –όταν θα ανέβει στο κρεβάτι εκείνος θα γκρινιάξει «έλα ρε μωρό μου, μη φέρνεις όλη τη βρομιά εδώ στο στρώμα που κάνουμε αγκαλιές». Περπατάει ξυπόλητη λες για να νιώθει το κρύο έδαφος, για να θυμάται πως δεν κοιμάται. Εισπνέει το βαρύ άρωμα των νυχτολούλουδων –της είχε δώσει δυο ρίζες μόλις πρωτογνωρίστηκαν, τις φύτεψε μπροστά στο μπαλκόνι της. Μα στη γη ανθίζουν μόνο ένα βράδυ του καλοκαιριού, εκεί ανθίζουν όλες τις νύχτες. Κοντά του. Δε θέλει να φύγει. Δε θέλει.
«Μωρό μου» σκύβει και του ψιθυρίζει.
«Μμμ» λέει μέσα στον ύπνο του εκείνος.
«Θέλω να έρθεις κι εσύ μαζί μου αύριο στη γη».
«Δε γίνεται, το ξέρεις» απαντά ήσυχα αυτός.
«Μωρό μου δε μπορώ πάλι, έτσι»
«Δεν μπορώ ν’ ανέβω, δε με αφήνουν, κανείς δε θέλει έναν ξένο στον τόπο του».
Η Περσεφόνη σωπαίνει. Εκείνος βυθίζεται ξανά στο βαθύ ποτάμι του ύπνου. Μα λίγο μετά νιώθει να μουσκεύει. Νερό κυλάει στο πρόσωπό του, στα μαλλιά του. Σκουπίζει το δέρμα του με την ανάποδη της παλάμης του. Τι όνειρο περίεργο. Νιώθει το νερό. Ζεστό. Ανοίγει τα μάτια και βλέπει την Περσεφόνη από πάνω του. Ακίνητη. Να κλαίει.
«Αχ, να ήταν η κυρά Δήμητρα εδώ να σε καμαρώσει: «δεν έχουμε πει, όχι δάκρυα για τα πλάσματα της νύχτας»! λέει αυτός πειραχτικά και την πιάνει αγκαλιά. «Έλα αγάπη μου, έξη μήνες είναι, τι είναι έξη μήνες μπρος στην αιωνιότητα»;
«Αναίσθητε! Καθόλου δε σε νοιάζει; Δε θα σου λείψω; Φίλα με» του λέει.
Εκείνος γυρνάει το κεφάλι του απ’ την άλλη. Την κρατάει σφιχτά μέσα στη σκοτεινή αγκαλιά του. Δεν τη φιλά.
«Πάρε με» του λέει κι εκείνος
«Ξέρεις τους νόμους» της λέει.
Ξέρεις τους νόμους.
Η ζωή μας κάνει κύκλους. Στον κάτω κόσμο η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα. Το βράδυ με σκοτάδι. Μια μελάσα γλυκιάς ραστώνης μοιάζει να τυλίγει τα πάντα και τα ζευγάρια περνούν τις νύχτες αγκαλιά, σαν μαύρο μέλι να τους κρατάει έτσι κοντά. Μα στον πάνω κόσμο είναι αλλιώς. Ο ευθύγραμμος χρόνος είναι κάτι που εφευρέθηκε σ’ αυτόν. Εκεί που ηλιαχτίδες- χάρακες τραβάνε γραμμές ανάμεσα στα πράγματα. Και ξεχωρίζουν την μέρα απ’ τη νύχτα. Το σήμερα απ’ το αύριο. Εκεί αν φύγεις από κάπου δεν ξαναγυρνάς. Το φως ενσαρκώνει ταχύτητα: χώρο και χρόνο. Ποτέ αυτά τα δυο το ίδιο μαζί, ποτέ ξανά δε ζεις την ίδια στιγμή. Κρίκος κλειστός η κάθε μέρα. Νόμος.
«Πάρε με» τον ικετεύει και γονατίζει μπροστά του.
«Μωρό μου, δε μπορώ αν το κάνω θα είναι για πάντα»
«Πάρε με τώρα» ουρλιάζει και χώνει τα νύχια της στην πλάτη του όπως γαντζώνεται πάνω του, «δε φεύγω, πάρε με» ουρλιάζει και με δύναμη υπεράνθρωπη που κάνει κι εκείνον, θεό ολόκληρο, τον Θεό της, να μη μπορεί να αντιδράσει, τον παγιδεύει κάτω απ’ το σώμα της.
«Δε θα υπάρξει δρόμος επιστροφής» της λέει εκείνος και την σπρώχνει μήπως προλάβει τη συμφορά.
«Δε θέλω να επιστρέψω πουθενά. Μόνο σ’ έσένα. Θέλω να επιστρέφω μόνο σ’ εσένα». Και του πατάει με τον αγκώνα τον λαιμό.
«Είσαι τρελή, θα πεθάνει η ανθρωπότητα».
«Δε με νοιάζει η ανθρωπότητα, μαζί σου έγινα θεά, οι θεοί δε νοιάζονται για τα μυρμήγκια»!
Εκείνος κάνει να την χτυπήσει, εκείνη προσπαθεί να τον κρατήσει κάτω. Ένα φτερούγισμα έξω απ’ το παράθυρο. Αλαφιάζονται.
«Ποιες είναι οι πιθανότητες, ποιες είναι οι ελπίδες κύκνε μου» λέει εκείνη νιώθοντας το πουλί να πλησιάζει.
Κι εκείνο απλώνει τα μαύρα του φτερά πάνω στα μπράτσα του Πλούτωνα. Τον ακινητοποιεί. Πλούτων δεσμώτης.
Η Περσεφόνη, η άβουλη πειθήνια κόρη, εκείνη που τον κοίταζε με μάτια ελαφιού αρχίζει να κουνιέται πάνω του σαν λέαινα λαβωμένη. Τα μαλλιά της τινάζουν γλώσσες φωτιάς και το βλέμμα της πετάει φλόγες καθώς τον νιώθει μέσα της, να κυλάει στις φλέβες της, ένας έρωτας σαν αίμα, ένας έρωτας χωρίς επιστροφή.
«Σε ψάχνουν» λέει ο Πλούτωνας που ακούει τον άνεμο να λυσσομανάει και να χτυπάει τη γη, σα να προσπαθεί να βρει χαραμάδα να μπει, να την βρει, να την αρπάξει πίσω.
«Δεν έχω πουθενά να πάω».
«Τι γυρεύει μια ζωντανή στο βασίλειο των νεκρών»;
«Κάτι που στο βασίλειο των ζωντανών βρίσκεται σε αποσύνθεση»
«Ζοφώδης τε κι ασέληνος ο έρως»...
«Για να κάνει ένας δεσμός ανταύγεια, φέρ' τε του σκοτάδια» χαμογελάει αυτή καθώς τον φιλάει.
1. «Ζοφώδης τε κι ασέληνος ο έρως (της αμαρτίας)» από το τροπάριο της Κασσιανής.
2. «Για να κάνει ένας δεσμός ανταύγεια, φέρ΄τε του σκοτάδια» -Λίνα Νικολακοπούλου
3. «H νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα» -από τον "Άγγελο Εξάγγελο" του Διονύση Σαββόπουλου
9.10.07
Ταξίδι μέσα;
Προτείνουν τα πάντα
Λαίμαργος κυνηγός
αλάφιασα πρήστηκα
Δε χωρώ το Παν. Και πεινώ
Άξενος θόρυβος, ψευδή, ψευδής παρέα τα «πάντα»
Σαθρή πορεία.
Διωγμός
Το πλήθος, οι επιλογές- να’σαι θεός:
αναπηρία.
Κατοικώ την Έρημο.
σώμα
εστία συντροφιά
η έρημος. Πορεία:
- Καλώς να ορίζεις
Τρεις εντολές
Αναπνοή Ακοή Άσμα
Τη στοιχειώδη κι επαρκή ζωή
Τον γόνιμο περιορισμό.
Μην πέσεις στον ονειρικό, άδειο εξωτισμό
Μη με περάσεις για άχρονη παράδεισο
Μη θαρρείς τη μοίρα σου γραμμένη-σωσμένη
Ο λώρος μου: οδός από σένα εξαρτημένη.
Είμαι Έρημος εν δυνάμει πόλεις
Είσαι εσύ η Έρημος οι πόλεις
Ma’aloula, Αύγουστος 2007.
7.10.07
Che
Θα το ανεβάσω τελικά το επετειακό ποστ, με όλη την αμφιθυμία μου για τις επαναστάσεις και τις σφαγές που κουβαλούν ως σκοτεινά δώρα, με όλη την αμηχανία για την πολιτική μου τοποθέτηση, με όλες τις πραμάτειες που απλώθηκαν πάνω στο όμορφο πρόσωπο αυτού του επαναστάτη. Προς τιμήν αυτού του μύθου που ακόμα κυκλοφορεί ανάμεσά μας (σε όλες τις μικρές, φαινομενικά άσχετες στιγμές που ανέφερα στην πρώτη παράγραφο) και κυρίως των ανθρώπων που αγωνίστηκαν εμπνευσμένοι από το παράδειγμά του και ακόμη αγωνίζονται με τιμιότητα και πάθος. Ο ίδιος ανήκει πια στην ιστορία και η κομουνιστική Κούβα σε ένα δύσκολο παρόν, κρίνονται με τόσο πολλές οπτικές που υπερβαίνουν σίγουρα αυτό το ποστ, ίσως όμως και εμένα.
Πάντα κάπου είναι καλοκαίρι – Λίστα Άμμου 31
Something old… Shocking Blue – Hot sand. Θα μπορούσε να είναι καινούριο και να κάνει Detroit cobras και Yeah yeah yeahs να κοπανιούνται σε τοίχους που δεν είναι δικό τους single. Όσο για την άμμο, είναι ακόμα καυτή Οκτώβρη μήνα.
Something new…
Something borrowed… Δεν ξέρω αν είναι η εποχή του Υδροχόου μια φορά η εποχή του Φθινοπώρου μόνο ημερολογιακά έχει έρθει. Οπότε ίσως δεν είναι κακή η ιδέα του Νικήτα Κλίντ να γίνουμε συλλέκτες ηλιαχτίδων –οι στίχοι είναι έξυπνοι και χωρίς τις παγίδες του αν- δεν- μιλάω- σαν- γουρούνι- με- IQ- ύψους- υπονόμου- τι- σόι- hip- hop κάνω- ενώ το sample των Fifth Dimension λειτουργεί πολύ απογειωτικά.
Something blue… Jill Cunniff – Kaleidoscope. Συνεχίστε να γυρίζετε το καλειδοσκόπιο των καλοκαιρινών αναμνήσεων μέσα στο μυαλό σας και, ό,τι καιρό και αν κάνει αύριο μην τον αφήσετε να σας χαλάσει το αξίωμα: πάντα κάπου είναι καλοκαίρι!
5.10.07
Τα ζόμπι της ματαιότητας δεν είναι χορτοφάγα
«σε καυλώνω άρα υπάρχω» το μοτό των glamour- junkies γύρω μας
Μου είπες να βγούμε. Μετά έστειλες μήνυμα «το πνεύμα πρόθυμο η δε σαρξ ασθενής, τα λέμε άλλη μέρα, ναι;». Πήρα ανάποδες. Ξέρω ότι αυτά τα λες σ’ εμένα στις 9 και ως τις 11 θα έχεις ανασυντάξει τη θεσπέσια σάρκα και τις δυνάμεις της και θα βγεις έξω απαστράπτουσα με άλλους. Πουτάνα!
Με τις φόρμες απ’ το γυμναστήριο, όπως μόλις έχω μπει σπίτι, ξαναβγαίνω. Γραμμή στο video club –με τα πόδια, δεν πήρα τα κλειδιά του σέατ. Νύχτα και όπως περπατώ σ’ ένα στενό, μια μπόρα πιάνει ξαφνικά. Μπόρα τρελή. Αδίστακτη.
Τρέχω κάτω από ένα υπόστεγο μα η βροχή, χοντρές σταγόνες, σαν να λυγίζει για να πέσει πάνω μου. Λίγο πιο κάτω βλέπω φως, κάτι σαν φούρνος / ζαχαροπλαστείο, κοιτάζω μέσα τα γλυκά, στο πορτοφόλι τα λεφτά «δυο τουλουμπάκια θα πάρω, ίσα να χάσω χρόνο μέχρι να περάσει η καταιγίδα».
Οι λαμαρίνες με τα γλυκά είναι τόσες πολλές και συνωστισμένες, φτάνουν ως την τζαμαρία, αφήνοντας ένα τόσο δα πέρασμα στην πόρτα.
-Τι θέλει το αγοράκι μας;
Χαμογελάει η μούμια στην ταμειακή μηχανή.
-Νεαρός, της λέω.
Είπαμε μικροδείχνω αλλά είμαι 32 διάολε!
-Αγοράκι δείχνεις μάτια μου, αγοράκι.
-Τουλουμπάκια λέω, μόνο αυτά έχετε; Βλέποντας τρία όλα κι όλα κι αυτά πνιγμένα στο σιρόπι.
-Σε λίγο βγαίνει το ταψί, περίμενε.
-Αν βγουν σε πέντε λεπτά να περιμένω, αλλιώς...
-Πάω να ρωτήσω, γελάει η γριά και σηκώνεται, περνάει μπροστά μου.
Είναι κοκαλιάρα και κοκέτα, πράσινο μολύβι στα μάτια, βλέφαρα λιλά, κόκκινο κραγιόν και ξανθιές χυτές μπούκλες, σαν κούκλα πορσελάνης που τη βάλανε στο φούρνο και αφυδατώθηκε, ρουφήχτηκε και ζάρωσε.
Όπως κοιτάω ψηλά συνειδητοποιώ πως αυτό δεν είναι ένα κανονικό μαγαζί. Είναι ένα ψηλοτάβανο οίκημα, σχεδόν περασμένου αιώνα, με έναν πελώριο πολυέλαιο να φωτίζει στο κέντρο και πιο μέσα δωμάτια με πόρτες ανοιχτές, βαμμένα σε χρώματα παλαβά –blue ultramarine και red vermillion, γεμάτα έπιπλα πολύχρωμα σαν παιδικά ή –πιο σωστά- σαν φτιαγμένα όλα από παπιέ μασέ και βαμμένα με τέμπερες.
Βλέπω μια στενή ξύλινη σκάλα να κατεβαίνει η γριά που μου γελάει και μου γνέφει με το δάχτυλο να ακολουθήσω, μάλλον για να μου δείξει κάτι στην κουζίνα. Μα εκεί δεν είναι η κουζίνα. Κατεβαίνοντας ώρα σάμπως στα τάρταρα, σε αυτό το στενό διαδρομάκι φτάνουμε σε ένα δωμάτιο που μυρίζει φράουλα και γιασεμί.
Ανάβει το φως και ένας προβολέας πέφτει πάνω σ ένα διώροφο κρεβάτι. Κι εκείνη πάει και κάθεται πάνω του, ενώ εγώ κοιτάω από ψηλά, πιάνει δυο κούκλες σαν πήλινες, η μια ντυμένη Αμερικάνα απ’ τη Ντακότα –μπότα καουμπόη, τζιν, γυμνή απ’ τη μέση και πάνω με πλούσιο στήθος πλαστικής. Κι ο άντρας σαν Μοϊκάνος κουρεμένος παράξενα, μελαχρινός και γυμνός, με ένα πανί δεμένο γύρω απ’ τους λαγόνες του. Τους βάζει να σταθούνε δίπλα, το αρσενικό πέφτει.
«Α, πάντα αυτό γίνεται» μονολογεί και πιάνει την κούκλα στα χέρια της, την μαλάζει και, σαν από πλαστελίνη αυτή τελικά, λιώνουν τα πόδια της, κόβονται από τη μέση και έτσι, ένα μισό κουφάρι τον βάζει δίπλα στη γυναίκα, που έχει πέσει τώρα αυτή.
«Γιατί καλή μου, αφού τον έκανα όπως ήθελες, γιατί» και της τρίβει με τα δάχτυλα την πλάτη, το στήθος, σα να της κάνει μασάζ, σα να απολαμβάνει την αφή τους.
Βρίσκω αηδιαστικό το θέαμα μα μια αποτρόπαια γοητεία με καθηλώνει στην οξύμωρη εικόνας της –μια 100χρονη που θέλει να τη βλέπουν να παίζει με τις κούκλες της. Μένω έτσι λίγο εκεί, ψηλά από τη σκάλα, να κοιτάζω. Μέχρι που κάποια στιγμή, κοιτάζω γύρω απ’ τη γριά. Εκεί στο σκοτάδι. Πίσω της.
Έχει δεκάδες. Δεκάδες κρεβάτια μονά, σαν τις κουκέτες του στρατού, τόσο κοντά το ένα με το άλλο, τόσο αποπνικτικά. Και πάνω τους έχει ζευγάρια. Ανθρώπους. Δηλαδή σαν ζευγάρια. Και σαν ανθρώπους. Γιατί δεν ξεχωρίζω καλά. Αλλά βλέπω τέλεια σώματα, άψογα, αλαβάστρινα, θεϊκά. Το ένα κολλημένο στο άλλο. Αγγίζονται με ένα τρόπο σα να τους παίρνει η τηλεόραση, με ένα τρόπο να μη χαλάσει το μαλλί, το μακιγιάζ. Κάνουν έρωτα χωρίς γκριμάτσα, χωρίς ένα αναστεναγμό δείχνοντας ένα χαμόγελο όλο λάμψη. Δεν το θέλω μα κάθομαι πίσω στην σκάλα. «Γκντουπ» ακούγομαι. Όλοι ακινητοποιούνται ξαφνικά. Στρέφουν και με κοιτούν –όλοι εκτός από αυτούς που είχαν το σωστό προφίλ και γύρισαν μόνο τα μάτια, προσπαθώντας να με βρουν με την περιφερειακή τους όραση.
«Δεν είναι αυτό που φαίνεται! Συγνώμη! Φεύγω» λέω ήσυχα και κάνω να οπισθοχωρήσω. Μα τότε «για πού το ’βαλες, μείνε λίγο» φωνάζουν και οι νταγλαράδες σηκώνονται, τους βλέπω να πλησιάζουν καταπάνω μου.
Γυρνάω μπροστά και αρχίζω να σκαρφαλώνω πίσω το λαγούμι, «γαμω το διάδρομο στο gym, γαμώ» φωνάζω, «τίποτα δεν κάνει, καμιά εκρηκτικότητα στο τρέξιμο μου», νιώθω την ανάσα τους πίσω μου, ένας μου πιάνει το πόδι, γυρνάω και κλωτσάω, βλέπω την πορσελάνινη μούρη του αιμόφυρτη και γκρεμίζεται, «συγνώμη αλλά αλήθεια θέλω να φύγω!» μια γυναίκα με πιάνει, της χώνω ένα σκαμπίλι, ένας φακός επαφής εκφενδονίζεται και βλέπω το κορμί της κάτω απ’ το λαιμό, όλο τραβήγματα και ράμματα, τρύπες και κλωστές, «τα βυζιά της Τζολί, η κοιλιά της Ζιζέλ, τα κωλομέρια της Στόουν, τα χείλη της Αλίκης» μου λέει όλο καμάρι «Κοίταξε με» μου ζητάει μα εγώ κλείνω τα μάτια αηδιασμένος, «κοίταξέ με σου λέω», «άσε με, δε θέλω να σε ξαναχτυπήσω», «μη φεύγεις κοίταξέ μας» ουρλιάζει αυτή και μου δαγκώνει το πόδι.
Τα ζόμπι της ματαιότητας, ναρκισισμού και νεότητας, δεν είναι χορτοφάγα. Οι βρικόλακες της ομορφιάς τρέφονται με βλέμματα και είναι η σάρκα και το χρήμα όσων τους θαύμασαν η δύναμη που τους κρατά απ' να γίνουνε του γήρατος βορά.
Κι εγώ παλεύω με ό,τι έχω, νύχια- δόντια, δεν ξέρω τι, ανεβαίνω σχεδόν γονατιστός τις σκάλες, τα πόδια μου έχουν φτάσει στην πλάτη απ’ τον τρόμο. Βγαίνω ξανά στο φως, στο αλλόκοτο κουκλόσπιτο, πέφτω πάνω σε έναν μάγειρα φτιαγμένο από ζυμάρι –θα έχει βάλει τόση πούδρα για να κρύψει τις ραφές του που μοιάζει αλευρωμένος. «Δε θα πάρω ευχαριστώ» λέω περνώντας πλάι απ’ τα ζεστά και φρέσκα τουλουμπάκια και βγαίνω στη βροχή.
Στέκομαι κάτω της. Στέκομαι εκεί, ξεπλένομαι. Αφτιασίδωτος, καθαρός, υγιής. Στέκομαι και ξέρω ότι υπάρχω και δε χρειάζομαι τα μάτια κανενός να μου το πουν αυτό: το επιβεβαιώνει η βροχή. Το επιβεβαιώνει το νερό που με χτυπάει και ξέρω, υπάρχω, υποστατός κι αδιάλυτος.
Πήγα στο βίντεο κλαμπ μουσκίδι. Πήρα και είδα μια ταινία που θύμιζε Burton –μα στο λιγότερο τελειομανές και περισσότερο μινιμαλιστικό.
Το άλλο απόγευμα έστειλες μήνυμα ότι μου έχεις πάρει αντίτυπα από κάθε free press που κυκλοφορεί. Ακόμα κι από ένα που βγαίνει μόνο σ’ εκείνο το πολυτελές prive bar στο Κολωνάκι. Πουτάνα! Βγήκες τελικά –μη στερήσεις τη θέα σου από τους πλούσιους μεσήλικες που τρέχουν τα σάλια τους κι ανοίγουν μπουκάλια για πάρτη σου.
«Θες να βγούμε απόψε» με ρώτησες.
«Η μεν σάρκα μου πρόθυμη. Το δε πνεύμα σου ασθενές. Άστο καλύτερα...».