Εκείνος ήταν παντρεμένος. Και τον φλέρταρε καιρό. Εκείνος επιτέλους της είπε «ναι» στο να βγουν μαζί. Και ξαφνικά ξυπνά το πρωί και αυτός ο αέρας.
Η Marie Claire Rentoin άνοιξε το συρτάρι της. «Τύψεις, ενοχές, αυτολύπηση, αυτοκαταστροφή...» μουρμούρισε. Τα έπιανε και τα ζύγιζε στο χέρι της. «Θα πάρω τις ενοχές» αποφάσισε τελικά και διάλεξε τις δυο πιο βαριές. Τις έχωσε στις τσέπες του παλτού της. Ένιωσε το ύφασμα να τραβά προς τα κάτω. «Ωραία, μπορώ να βγω τώρα», είπε.
Είχε βαρύνει αρκετά. Απ’ τον αέρα δεν κινδύνευε.
Εκείνος την περίμενε απ’ έξω. Άνθρωπος άλλης εποχής της άνοιξε την πόρτα και την κέρασε ποτό στο φουαγιέ όσο περίμεναν -όχι, δεν ήθελε αντιρρήσεις σ’ αυτό! Και μετά εκείνη, λυμένη, έγερνε στον ώμο του κάθε φορά που συνέβαινε κάτι στη σκηνή και ήθελε να το μοιραστεί μαζί του. Κι εκείνος γέλαγε και χαμήλωνε το κεφάλι σα να ήξερε ότι δεν έπρεπε να είναι εκεί. Μαζί της. Αλλά ήταν. Και ένιωθε καλά.
Και πέρασαν όμορφα. Μα πέρασε η ώρα. Κι έφτασε η στιγμή που εκείνος θα γύρναγε σπίτι του κι εκείνη στο δικό της. Στάθηκαν πίσω από την τζαμαρία να κουμπώσουν τα παλτά. Ο αέρας έξω λυσσομανούσε.
-Ωχ, ποιος βγαίνει τώρα, είπε η Marie Claire.
-Ποιος φοβάται το κρύο, είπε ο Jean De Beanie.
-Το κρύο το φοβάται όποιος δεν έχει κάποιον να τον ζεστάνει εκεί έξω, είπε εκείνη.
Κι εκείνος της τράβηξε το μπερέ προς τα κάτω καλύπτοντας τα μάτια της και την έπιασε απ’ το χέρι. Βρέθηκαν ξάφνου στη μέση του πεζοδρομίου. Η Marie Claire έπιασε ενστικτωδώς τη φούστα της, μη τη σηκώσει ο αέρας.
-Ευχαριστώ για την πρόσκληση. Ήταν καλά! φώναξε εκείνος για να ακουστεί μέσα στον κοσμοχαλασμό.
-Εγώ ευχαριστώ, δεν πάω μόνη θέατρο, θα το έχανα, είπε η Marie Claire.
Και τον πλησίασε.
-Η μύτη μου έχει ξεπαγιάσει, θες να τις τρίψουμε σαν τους Εσκιμώους να ζεσταθούμε, τον ρώτησε γελώντας παιδικά.
-Αν θες να φιληθούμε μπορείς απλώς να το ζητήσεις, γέλασε εκείνος και έσκυψε προς το μέρος της.
Και τη φίλησε.
Εκατομμύρια χαρούμενα μυρμήγκια άρχισαν να περπατούν μέσα της και οι χρυσές πεταλούδες των αστεριών κουνούσαν τα αστραφτερά φτερά τους ξαφνικά παντού μέσα στα μάτια της. Μα τότε σαν βροντή άκουσε τη φωνή της Marguerite: «εμείς εδώ σ’ αυτό το περιοδικό έχουμε έναν ιερό σκοπό: να μάθουμε να σεβόμαστε τον κόπο της διπλανής μας να βρει άντρα, να μην κλέβουμε ξένους άντρες»
Τίναξε το πρόσωπό της πίσω.
-Τι; Είπε ο Jean.
-Ε.. Να... Δηλαδή... Θέλω να πω... Νιώθω λίγο άσχημα, δηλαδή καθόλου άσχημα φιλάς μαγικά –είπε εκείνη λιγωμένη –αλλά ... στο περιοδικό που δουλεύω... η Marguerite που είναι φίλη... άσχετο... δηλαδή να... έχω τύψεις...
-Τις τύψεις να τις αφήσεις στην ησυχία τους, είπε εκείνος και την αγκάλιασε κα τη φίλησε τόσο ζεστά που οι Γάλλοι είχαν Ιανουάριο αλλά η Marie Claire είχε Ιούλη μήνα να παρελαύνει μέσα της.
Λίγο μετά εκείνος την αποχαιρέτησε. Άφησε τα χέρια της, χάιδεψε τα μαλλιά της και την καληνύχτισε. Κι εκείνη «αν με ερωτευόταν...» σκέφτηκε. «Αν με ερωτευόταν κι αυτός. Δεν θα ήταν ξελόγιασμα Marguerite. Θα ήταν έρωτας. Αναπόδραστος. Απλά δε γινόταν αλλιώς. Άραγε να τον νοιάζω λίγο;»
Κι έβαλε τα χέρια τις στις τσέπες. Αααχ! Τινάχτηκε. Ήταν κρύες. «Οι τύψεις» σκέφτηκε. Τις έπιασε και τις πέταξε με δύναμη μέσα στον Σηκουάνα καθώς βάδιζε πλάι του χαρωπά.
Μα τότε, χοπ χοπ χοπ, ο αέρας την σήκωσε ψηλά.
Ήταν που ήταν ψηλή κι ασθενική η Marie Claire Rentoin, ήταν ξάφνου κι ερωτευμένη, ανάλαφρη σαν πούπουλο, χαρούμενη σαν χαρταετός. Και ο αέρας την πήρε και την ταξίδεψε πάνω από όλες τις καμινάδες και όλοι οι ανεμοδείχτες γύρισαν στο πέρασμά της και μάλιστα ένας που ήταν κόκορας της φάνηκε πώς είπε «μην είσαι κότα, να τον ψήσεις λίγο, το τραβάει ο οργανισμός μας». Αλλά η Marie Claire Rentoin δεν έδωσε σημασία και βούτηξε σ’ ένα σύννεφο να δροσίσει την κάψα μέσα της. Το σύννεφο ερχόταν από την Νορμανδία. Ήταν γεμάτο χαλάζι.
Η καημένη Marie Claire Rentoin πέθανε από πνευμονία τρεις μέρες μετά. Δεν την ένοιαξε. Πέθανε με ένα ηλίθιο χαμόγελο παραμιλώντας «με φίλησε, με φίλησε». Πέθανε ερωτευμένη!
Ο Jean ακόμα όταν μιλάει γι’ αυτήν τη θυμάται κολακευμένος: ήταν η μόνη κοπέλα που για να διαβάσει τα ραβασάκια της χρειαζόταν λεξικό. Λίγο εστέτ. Αρκετά πνευματώδης. Και πολύ άτυχη.
Άτυχη δηλαδή ευτυχώς.
Δεν είχε σκοπό να χωρίσει.
Και μαζί της προμηνύονταν μεγάλη φωτιά
στα μπατζάκια του