Ο γάμος του Μάνου έμοιαζε με reunion: όλοι οι παλιοί συμφοιτητές ήταν εκεί και «πολύ χάρηκαν που με ξαναέβλεπαν». Τότε γιατί μόλις με κοίταζαν έκαναν σα να έβλεπαν φάντασμα; Μα γιατί εγώ δεν ήμουν μια απλή συμφοιτήτρια ή μια φίλη απ’ τα παλιά. Εγώ ήμουν η πρώην.
Ότι θα καλοπάντρευα και τον Μάνο μου, τον μόνο άνθρωπο που φτάσαμε κοντά στη συγκατοικηση και το στεφάνι, ποιος θα μου το λεγε. Αλλά έδειξα επαρκή ανωτερότητα. Μην πω υπέρ του δέοντος!
Ο αδερφός μου που με συνόδευσε υπολόγιζε στην καλύτερη περίπτωση να καταρρεύσω και στη χειρότερη να βάλω τρικλοποδιά στη νύφη, να πετάξω βρασμένο ρύζι την ώρα του Ησαΐα και γενικώς να κάνω μια βαρβάτη κατινιά. Εγώ πάλι κόντρα σε κάθε προγνωστικό χαζογέλαγα όλη την ώρα, έκανα black humor και φίλησα σταυρωτά την νύφη που έμεινε να με κοιτάζει απορημένη: «σε ξέρω από κάπου»;
-Ο Άρης και η Μελίνα είναι αδέρφια, με την Μελίνα ήμασταν συμφοιτήτριες, εξήγησε κάπως αγχωμένος ο γαμπρός.
«Επίσης με την Μελίνα έχουμε ξεσκιστεί σε κάθε γωνιά στο σπιτιού, του εξοχικού, του αμαξιού και δε γκαστρώθηκε ποτέ για να με τυλίξει παλιοκουνέλα, που είσαι ήδη δυο μηνών», σκέφτηκα. Αλλά χαμογέλασα και το βούλωσα.
Αυτό έμαθα να το κάνω με τον Δημήτρη –άλλη ωραία σχέση. Τι να μιλάω και να πλακωνόμαστε όποτε διαφωνούσα –όλη την ώρα δηλαδή- απλά χαμογέλαγα και το βούλωνα. Κάθε πρώην αφήνει κάτι διδακτικό, η αλήθεια είναι ότι με τοσους πρώην και άρα τόση μόρφωση θα έπρεπε να έχω γίνει Ακαδημαϊκός, αλλά διδάσκω ακόμα σε Γυμνάσιο –δε βαριέσαι.
Είχαμε ξεκινήσει να πάμε στο γάμο από νωρίς, αλλά στο δρόμο έβρεχε. Φτάσαμε στην εκκλησία με είκοσι λεπτά καθηστέρηση. Παρόλα αυτά ο γαμπρός ήταν στημένος εκεί. Την ώρα που περνάμε το προαύλιο ο Άρης λέει «να σε κατεβάσω εδώ; Η άλλη άργησε πολύ, μπορεί να έχει βαρεθεί, να πάρει εσένα και να τελειώνουμε». Χα χα, χαριτωμενο –αλλά η ηλίθια δεν έχω προνοήσει: φοράω μαύρο φουστάνι. Το οποίο μόλις σκέφτομαι ότι ταιριάζει και με το τραγούδι «φορούσε μαύρο νυφικό η περσινή μας η κοπέλα…», μερικοί στίχοι δεν βγάζουν νόημα μέχρι να τους ζήσεις.
Κατεβαίνω λοιπόν, βλέπω τον Μάνο και ψάχνω για παρέα. «Ααα η Μελίνα»! είναι η πρώτη κουβέντα που ακούω πλησιάζοντας τους παλιούς, κοινούς μας φίλους, αλλά το «Άααα» δεν είναι θαυμαστικό, είναι τρομακτικό. Με κοιτάνε δε με ένα αλλόκοτο ύφος συμπάθειας και συμπόνιας μαζί και δε βλέπω το λόγο- αναμφισβήτητα είμαι μια κούκλα εκείνο το βράδυ, γιατί με λυπούνται ακριβώς;
-Αχ, πώς αδυνάτισες έτσι; Ρωτάνε όλοι.
Αυτό πια, που θεωρείται αγένεια να ρωτάς κάποιον «πώς πάχυνες έτσι» ενώ το να ρωτάς το ανάποδο και μάλιστα με ξινισμένα μούτρα είναι αποδεκτό, που το πάς;
Βλέπω τη Λένα και σπεύδω.
-Αχ, Μελίνα μου, πώς την πατήσαμε; Άλλη είχαμε εμείς για ξαδέρφη και άλλη μας έφερε αυτός.
Η Λένα για ένα διάστημα με φώναζε «ξαδέρφη» και αυτή ήταν η προσφώνηση σε όλα τα mail ή τα μηνύματα στο κινητο. Ο δε αδερφος της ο Κωνσταντίνος «ο μεγαλύτερος και μοναδικός μου αναγνώστης» όπως αυτοαποκαλείται, ήταν πιο μαζεμένος:
-Μέλι μου, αυτή θα είναι τώρα ξαδέρφη αλλά εγώ δε θα γίνω ποτέ ο μεγαλύτερος και μοναδικός της αναγνώστης.
-Γιατί, του λέω, γράφει κι αυτή;
-Όχι. Μα γι’ αυτό!
-Πώς είναι εμφανισιακά η Ζέτα; Ρωτάω τη Λένα.
-Σάμπως μας την έχει γνωρίσει; Για να την κρύβει τόσο καιρό, πώς να ’ναι; Χάλια όπως το όνομά της.
-Γιατί, πώς τη λένε κανονικά;
-Ζαμπέτα!
Γελάμε και οι δύο, αν και ξέρουμε. Το γούστο του Μάνου είναι τυπικό: ψηλή, αδύνατη, μελαχρινή. Αν δεις τις κοπέλες του είναι σα να τα έχει διαρκώς με την ίδια γυναίκα. Τι ελπίδες έχουμε να δούμε τον Κουασιμόνδο; Τόσες όσες να δούμε και την Ναόμι Γουατς στο πιο μελαχρινό της.
Με το που σκάει μύτη η νύφη, εγώ αγκαζέ με τη Λένα μες στη μέση του κόκκινου χαλιού παραμιλάμε ταυτοχρόνως: «όχι ρε, δε γίνονται αυτά»!
Η Ζέτα είναι κουκλάρα! Έχει τέλειο πρόσωπο, θεϊκό κορμί και κάτι πράσινα μάτια που σε μαγευουν –τόσο που την κοιτάξαμε την κοπέλα είναι θαύμα που δεν τη ματιάσαμε να γκρεμοτσακιστεί πουθενά.
Ο Άρης πλησιάζει.
-Τι θεά είναι αυτή, του λέω.
-Σιγά τώρα που αυτή είναι ωραία. Μετριότατη είναι.
Είπαμε ο αδερφός να συμμεριστεί τον πόνο μου, αλλά να προσποιείται σχεδόν πλήρη τύφλωση, ε, ήταν κομματάκι υπερβολικό.
-Τι λες παιδί μου, είναι Θεά!
-Τι λες μωρέ, είναι μετριότατη!
Ε, ότι θα πήγαινα στον γάμο του πρώην μου και να υποστηρίζω και τη γυναίκα του, αυτό παραπήγαινε!
Μπήκα μέσα να απολαύσω το μυστήριο, αλλά εκεί ένιωσα το ζόρι του πράγματος. Ο Μάνος όλη την ώρα γυρισμένος προς τη μεριά της, να την κοιτάει και να απλώνει στα μούτρα του ένα χαμόγελο μακαριότητας. Δύσκολα αθλήματα. Να μερικά πράγματα που δεν πρέπει να κάνει κανείς στη ζωή του. Ένα από αυτά, να καμαρώνεις τον άντρα που αγάπησες να φοράει το γοβάκι σε μιαν άλλη.
Εκείνη η ώρα που θες να βάλεις τα κλάματα, όχι που ο άλλος είναι ευτυχισμένος αλλά που δεν είσαι εσύ, και βρίσκεσαι ασυνόδευτη ανάμεσα σε παντρεμένους, η κίνηση που πρέπει να κάνεις είναι να βρεις έναν εργένη φίλο για συμπαράσταση και στήριγμα σε ατάκες τύπου «κορόιδα, σας πνίγει η θηλιά, εμείς ακόμα κρατάμε γερά, αναπνέουμε ελευθερία» κλπ, κλπ. Εγώ, μιας και δεν είχαμε άλλον εργένη πρόχειρο, βρήκα τον Ζακ. Ο Ζαχαρίας μεγάλη χαρά έκανε που με είδε και άρχισε να μου δείχνει φωτογραφίες του 18άρη γκόμενού του –«τα χει πατημένα τα 18 ή θα σε πάνε μέσα;» τον ρώτησα με ειλικρινές ενδιαφέρον. Ευτυχώς που οι περισσότεροι φίλοι δεν ήξεραν για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις έτσι παίξαμε ωραιότατα το ρόλο «είμαστε ελεύθεροι και ωραίοι και φλερτάρουμε και μεταξύ μας άμα λάχει».
Στο τραπέζι φυσικά κάτσαμε όλοι μαζί –παρότι είχα πει στο Μάνο ότι θέλω να με βάλει σε ένα τραπέζι με ανύπαντρους φίλους του.
-Ξέρεις να έχω άλλον ανύπαντρο εκτός απ’ το Ζακ;
-Τώρα που το λες, μήπως εγώ πρέπει να κάνω ένα γάμο με το Ζακ; Να χαρεί κι αυτού η μανούλα του, να βάλω κι εγώ το νυφικό να μου φύγει το μαράζι;
-Ναι αλλά θα σ’ αφήσει να το βάλεις το νυφικό –μήπως θέλει να το βάλει αυτός, δεν ξέρω, είχε πει ο Μάνος.
-Καλά, η Ζέτα δεν έχει τίποτα ανύπαντρους φίλους;
-Άμα είχε λες να παντρευόταν εμένα;
‘Ετσι λοιπόν καταλήξαμε στο τραπέζι η Λένα και ο σύζυγος, ο Κωνσταντίνος και η αρραβωνιαστικιά, ο Κούκ και η Κατ, ο Κώστας και η Ματθίλδη, και εγώ με τον Ζακ να είμαστε επί των δημοσίων σχέσων. Τον ακάθιστο είχαμε. Από φίλο σε φίλο πηγαίναμε, από παρέα σε παρέα. Φυσικά η χάρη μου έφτασε μέχρι τους κουμπάρους και τη χαρούμενη πεθερά της Ζέτας.
Μια μετριοπάθεια έβλεπα γενικώς. Να περνάνε ένα στυλάκι «μπα, ο Μάνος δεν πολυκαιγόταν, ήρθε, μου είπε «έχω βρει μια κοπέλα, άντε πάμε να τη δεις να τελείωνουμε» αλλά όσο και να μου το έλεγε η μαμά του αυτό, εγώ δε μπορούσα να ξεχάσω εκείνο το ερωτευμένο βλέμμα του καθώς κοίταζε τη Ζέτα στην εκκλησία.
Φύγαμε νωρίς παρότι ήθελα να κάτσω και να χορέψω με τα παιδιά –«έχεις πιει ήδη πολύ και καλό είναι να αποχωρήσεις με το κεφάλι ψηλά και όχι μπουσουλώντας απ’ το πιώμα» είπε ο Άρης και με μάζεψε.
Φύγαμε και γύρισα στον Γιάννη που μου κράταγε μούτρα «γιατί είχε όρεξη να βγει και κλείστηκε να με περιμένει να γυρίσω απ’το γάμο –«δεν είμαι το σκυλάκι σου». Που εγώ του είχα πει να έρθει στο γάμο. ’Η να βγει. Και μόνο αν δε βγει να τα πούμε.
Έγινα χειρότερα. Όχι που όλοι οι άλλοι γύρω μου ήταν ευτυχισμένοι. Αλλά που δε θα γίνω κι εγώ. Που ο Μάνος με έβρισκε ανυπόφορη και ο Γιάννης με βρίσκει ανυπόφορη και ο Δημήτρης δε μου το είπε ποτέ αλλά με κεράτωνε διαρκώς, άρα μάλλον με έβρισκε ανυπόφορη. Που κανείς δε δείχνει ευτυχισμένος κοντά μου. Και άμα κανείς δεν είναι πώς θα γίνω κι εγώ. Πώς θα γίνω κι εγώ;