[Ιστορίες υπερβολικές και όμως πραγματικές, που άκουσα ή έζησα ο ίδιος.]
Μου είναι πολύ δύσκολο να χαρακτηρίσω κάποιον «κακό», τόσο εγωιστή δηλαδή που να μη νοιάζεται ούτε λίγο για τον πόνο που προκαλεί στους άλλους. Η θεία μου η Ιωάννα όμως ήταν ένας άνθρωπος που έδερνε τις νύφες της όταν τους έβγαινε κάποιος πόντος λάθος στη σταυροβελονιά και που είχε δώσει ηρεμιστικά σε μωρό σαράντα ημερών, για να μην της ενοχλεί το μεσημεριανό ύπνο. Δεν ένιωσα λοιπόν καμία ενοχή που το πρώτο μου συναίσθημα, αφού έμαθα το θάνατό της, ήταν η ανακούφιση.
Ζούσα ήδη από τότε στη Θεσσαλονίκη και το επτάωρο ταξίδι στην Αθήνα, νυχτερινό κιόλας, μιας και η κηδεία θα γινόταν την επόμενη ημέρα, φάνταζε μεγάλη χάρη για τη θεία μου. Αποφάσισα να αντιμετωπίσω την οικογένειά μου ως φυσιολογική, να πενθήσω τη θεία μου ως κανονικό άνθρωπο, και να κατεβώ για την κηδεία.
Η κλινάμαξα με άφησε νωρίς το πρωί στον ΟΣΕ Λαρίσης και μπήκα σε ένα ταξί για το προάστιο της Αθήνας, που βρισκόταν το σπίτι των θείων μου. Εκεί με καλωσόρισε η κυρία Πίτσα, οικιακή βοηθός και αναγεννημένη Βαπτίστρια, που κήρυσσε το λόγο του Ευαγγελίου σε κάθε ευκαιρία (το πιο νορμάλ άτομο στο συγκεκριμένο σπίτι), η οποία με έστειλε κατευθείαν στο νεκροταφείο. Η σορός της θείας μου ήταν ήδη εκτεθειμένη, για να την πενθήσουν οι συγγενείς («λέμε τώρα» σκέφτηκα - λανθασμένα) και σε μία ώρα θα κηδεύονταν.
Ανηφόρισα προς το νεκροταφείο και έψαξα να βρω το χώρο που θα έκλαιγαν τη θεία μου, πράγμα που δεν αποδείχτηκε δύσκολο. Γύρω από ένα ισόγειο κτίσμα ήταν συγκεντρωμένοι διάφοροι μαυροφορεμένοι άνθρωποι, με στεφάνια ακουμπισμένα στους τοίχους του. Κατευθύνθηκα προς τα ‘κει, φορώντας μια αξιοπρεπή αλλά και θλιμμένη έκφραση καθώς έβγαζα ταυτόχρονα τα δύο σκουλαρίκια από το αριστερό μου αυτί.
Η θλιμμένη μου έκφραση άντεξε ελάχιστα, από το σημείο που βρήκα την κατεύθυνσή μου στο νεκροταφείο και μέχρι να φτάσω στο χώρο του προσκυνήματος της σορού. Έβλεπα ήδη το φέρετρο της θείας μου και ήμουν έτοιμος να μπω μέσα, όταν το χέρι του θείου μου του Περικλή, σύζυγου της Ιωάννας, με σταμάτησε. «Καλημέρα Κωστάκη, καλά που ήρθες. Πάρε αυτό το μπλοκάκι και άρχισε να μετράς τα στεφάνια.» Τον κοίταξα με έκπληξη: «Δεν καταλαβαίνω, θείε, γιατί;» «Τι ερώτηση είναι αυτή; Μα για να δούμε ποιος μας θυμήθηκε!» «Θείε, δεν έχω προσκυνήσει ακόμη στη θεία…» «Έχεις καιρό για αυτό, μετά θα είσαι συνέχεια μέσα για να προσέχεις τη θεία Πολύτω. Ξεκίνα τώρα να μετράς!» μου είπε και με έσπρωξε προς τα δεξιά της πόρτας, που βρίσκονταν τα περισσότερα στεφάνια.
Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε καταγράψει στεφάνια σε κηδεία, μη νομίζετε πάντως ότι είναι εύκολη δουλειά. Αρκετά από τα στεφάνια βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, με τις κορδέλες που γράφουν τα ονόματα να είναι μπλεγμένες μεταξύ τους, ή κρυμμένες πίσω από φύλλα και μοβ λουλουδάκια. Επιπλέον δεν μπορούσα να τα μετακινήσω τελείως, γιατί μπορεί να έπεφταν κάτω και να προσβάλλαμε έτσι την οικογένεια που τα έστειλε (σύμφωνα με το θείο Περικλή πάντα που ήρθε για λίγο να με καθοδηγήσει - δεν τον απασχόλησε βέβαια ότι ήταν γενικώς προσβλητικό να κάθεται ένας άγνωστος μαλλιάς με μπλοκάκι και να σημειώνει ποιος έστειλε στεφάνια μπροστά σε όλο τον κόσμο).
Με αυτά και με εκείνα τελείωσα κάποια στιγμή, έχοντας λίγη γύρη παραπάνω στα μαλλιά μου και πολλά περισσότερα νεύρα. Ο θείος Περικλής κοίταξε με προσοχή τον κατάλογό μου και συνοφρυώθηκε. «Ώστε δεν μας έστειλε ούτε ο Χ, ούτε ο Ψ…» ξεκίνησε να λέει, αμέσως μετά όμως άλλαξε θέμα. «Λοιπόν Κωστάκη, πήγαινε μέσα τώρα και να προσέχεις τη θεία Πολύτω, τι λέει και κυρίως τι κάνει!» Αποδέχτηκα τη μοίρα μου και προχώρησα στο εσωτερικό του χώρου.
Περίμενα λίγη παράνοια βέβαια, στο σόι του πατέρα μου είναι απαραίτητο συστατικό για τους γάμους και τις κηδείες, πόσο μάλλον που μου είχε ανατεθεί να προσέχω μια ογδοντάχρονη, μισότρελη αλκοολική, τη θεία Πολύτω. Το να δω όμως τη μητέρα μου και τη θεία μου τη Λένα (θυμάστε τις νύφες που έδερνε η θεία μου για τη σταυροβελονιά; αυτές) πάνω από το φέρετρο της θείας Ιωάννας, την οποία μισούσαν, να κλαίνε απαρηγόρητες, με τη θεία Λένα να ψέλνει μάλιστα και μανιάτικα μοιρολόγια, αυτό με υπερέβαινε. Προσπάθησα να απομονώσω τον ήχο, σταυροκοπήθηκα μπροστά από τη σορό και κάθισα σαν υπάκουος ανιψιός, δίπλα από τη θεία Πολύτω.
Ο/η αναγνώστης/τρια έχει πιθανόν μπερδευτεί με όλες αυτές τις θείες, οπότε ας κάνουμε μια μικρή παρέκβαση, για να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο. Μιλάμε κατ’ αρχήν για το σόι του πατέρα μου, ο οποίος πέθανε όταν ήμουν εννιά χρονών και δε συμμετέχει με κάποιο τρόπο σε αυτήν την ιστορία. Η θεία Ιωάννα ήταν αδελφή του πατέρα μου και ο Περικλής σύζυγός της. Αδερφή του θείου Περικλή ήταν η Πολύτω (από το Ιππολύτη). Η μητέρα μου και η θεία Λένα είχαν παντρευτεί τα αδέλφια της Ιωάννας, ήταν επομένως νύφες της και συννυφάδες μεταξύ τους.
Είχαμε μείνει στο σημείο που κάθομαι δίπλα από τη θεία Πολύτω και απέναντι από το φέρετρό, κάνοντας μια τελευταία απόπειρα να φανώ περίλυπος συγγενής. Η θεία Πολύτω όμως με παραξένεψε αμέσως, καθώς πήγαινε συνέχεια μπρος πίσω σαν αυτιστική και κάτι μουρμούριζε. Προσπάθησα να καταλάβω τον ψίθυρό της, αλλά στάθηκε αδύνατο, καθώς δε μίλαγε μόνο σιγά, αλλά μετακινούσε και το κεφάλι της περά δώθε. Ανήσυχος μήπως έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και για αυτό με έβαλε να την προσέχω ο θείος Περικλής, την έπιασα σφιχτά από το χέρι και τη ρώτησα: «Θεία Πολύτω είσαι καλά; Χρειάζεσαι τίποτα;» Γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε σαν να με έβλεπε για πρώτη φορά. Αμέσως μετά είπε δυνατά και με απίστευτη φυσικότητα: «Θάφτε την επιτέλους! Θέλω να πάω σπίτι μου να κατουρήσω!» Πιθανότατα δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, γιατί δεν πίστευα ότι θα έλεγε κάτι τέτοιο.
Η μητέρα μου δε μοιρολογούσε τη θεία Ιωάννα, απλώς έκανε ότι κλαίει, οπότε έτρεξε προς το μέρος μας, βούτηξε την Πολύτω και αφού μου ψιθύρισε: «Τι τη ρωτάς τη τρελή, τι περίμενες να ακούσεις;» την έβγαλε έξω, για να την πάει να κατουρήσει. Σε λίγο μεταφερθήκαμε μαζί με το φέρετρο στο εσωτερικό της εκκλησίας, όπου παρακολουθήσαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία και ακούσαμε ένα συγκινητικό επικήδειο από το θείο Περικλή, ο οποίος κατέρρευσε προς το τέλος σε λυγμούς από τη συγκίνηση και δεν μπόρεσε να τον ολοκληρώσει.
Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή το θεώρησα ως ένα ρητορικό τέχνασμα του θείου μου, καθώς δεν τον είχα ικανό για μη εγωιστικά συναισθήματα. Όπως φάνηκε όμως από τη συνέχεια ήταν πράγματι συντετριμμένος, καθώς αποπειράθηκε να μας οδηγήσει στον οικογενειακό τάφο που είχε χτίσει, αλλά έχασε το δρόμο. Περιφερθήκαμε για κάποια ώρα στα στενά δρομάκια του νεκροταφείου, μέχρι να αποφασίσει η θεία μου η Λένα να βγει μπροστά και να μας πάει κατευθείαν στο μαρμάρινο μέγαρο του θείου Περικλή. Η βαριά σιδερένια πόρτα άνοιξε, για να υποδεχτεί τη θεία Ιωάννα στην τελευταία της κατοικία.
Το εθιμοτυπικό μας κηδείας απαιτεί από τους θλιμμένους συγγενείς να πιουν μετά από την ταφή καφέ ή κονιάκ με γλυκά παξιμάδια, «για να συγχωρέσουν» το νεκρό. Μέσα στο χώρο συγκεντρώσεων, ο θείος Περικλής είχε πλέον συνέλθει αρκετά για να με πιάσει από τον ώμο και να με σπρώξει προς το τραπέζι της θείας Πολύτως, λέγοντας: «Κωστάκη, να προσέχεις τι κάνει η θεία, εγώ πρέπει να δέχομαι συλλυπητήρια.»
Είχα αντιληφθεί ήδη τα έκπληκτα πρόσωπα όλων, με το που κάθισα όμως μου αποκαλύφθηκε και η αιτία. Περίπου κάθε μισό λεπτό, η Πολύτω γέμιζε το ποτηράκι με το κονιάκ, έλεγε «Θεός σχωρέστηνε! Να ζούμε και να τη θυμόμαστε!» και το έπινε άσπρο πάτο, σαν σφηνάκι. Το μπουκάλι άντεξε πέντε λεπτά, και μετά προσπαθούσε να με πείσει να της φέρω ένα ακόμα, «για το συχώριο». Αντιστάθηκα σθεναρά και νομίζω πως ο/η αναγνώστης/τρια θα μου αναγνωρίσει πως σε όλη τη διάρκεια της κηδείας υπήρξα επαρκής σε ό,τι κι αν μου ζητήθηκε. Με τη βοήθεια της μητέρας μου, τη σηκώσαμε στο τέλος από το τραπέζι και τη βοηθήσαμε να περπατήσει τρεκλίζοντας προς την έξοδο του νεκροταφείου, σε ένα ταξί που θα την οδηγούσε σπίτι της, «για να συνέλθει από τη συγκίνηση που της προκάλεσε ο χαμός της αγαπημένης της νύφης», όπως πολύ ωραία το έθεσε ο θείος Περικλής.
Ήταν πια νωρίς το μεσημέρι και οι κοντινοί συγγενείς επιστρέψαμε στο σπίτι του θείου, για να φάμε όλοι μαζί. Το ψητό της κυρίας Πίτσας ήταν εξαιρετικό, το κρασί χύμα αλλά εύγευστο, όλοι είχαν παίξει καλά ή κακά το ρόλο τους και είχαν πλέον ησυχάσει. Τα φαινόμενα έδειχναν ότι για κάποιες ώρες θα μοιάζαμε μικροαστοί, βαρετοί και ήρεμοι, με σχεδόν αληθινά χαμόγελα στα ευγενικά πρόσωπά μας. Προφασίστηκα ότι θα πήγαινα στην τουαλέτα και βγήκα στο μπαλκόνι, για να καπνίσω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, κρυφά από τον αντικαπνιστή θείο. Κατεβάζοντας την πρώτη τζούρα από ένα γαλάζιο καρέλια, σκεφτόμουν ότι ίσως μπορούσα πλέον να ηρεμήσω.