Αέρας… Βροχή στους δρόμους, πρώτη του φθινοπώρου –ή τελευταία του καλοκαιριού, όπως το δει κανείς, οι δρόμοι μποτιλιαρισμένοι, το μπαρ πηγμένο, σπρώχνεις για να περάσεις, σπρώχνεις για να φτάσεις στη μπάρα, «το γνωστό» θα κάνεις νόημα με το χέρι σου στον φαλακρό με το σκουλαρίκι –μα πού πας και τα βρίσκεις αυτά τα μαγαζιά, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτά έχουν ξεμείνει δυο δεκαετίες πίσω στο στυλ, για τη μουσική πάνε και 4 δεκαετίες πίσω.
Βγαίνοντας έξω αργά βρωμοκοπάς τσιγάρο και ανθρωπίλα- καλά δεν ήσουν σπίτι σου, τι σ’ έπιασε να βγεις Σαββατόβραδο; Μπαίνεις στο αμάξι, η άσφαλτος γεμάτη λαμπερές κόκκινες γραμμές, –«άρχισε το κυνήγι φεγγαριού;» σκέφτεσαι, «αλλιώς τι τους έπιασε όλους απόψε κι έχουν κρεμάσει αιμόφυρτα φεγγάρια κάτω από τα πορτ-μπαγαζ τους»;
Ανεβαίνεις στο σπίτι και βάζεις ένα ακόμα ποτό, κλείνεις το φώς και κάθεσαι στον καναπέ, ο ήχος της βροχής σε νανουρίζει, κρυώνεις μα δε σηκώνεσαι να σκεπαστείς.
Φωτιά… θες να δεις αν ο περιβόητος «φύλακας- άγγελος»που όλοι υποτίθεται έχουν θα ασχοληθεί να σου φέρει κουβέρτα, αλλά ίσως και ο φύλακας άγγελος να κάθεται κάπου μόνος του εκείνη την ώρα διερωτώμενος αν θα πάει κάποιος να τον σκεπάσει, η αναμονή είναι κουραστική, εξουθενωτική ώρες- ώρες, γέρνεις στο μπράτσο του καναπέ, κοιμάσαι.
Γη… Την βλέπεις στον ύπνο σου, δείχνει τόσο ψηλή και αέρινη, γονατίζει μπροστά σου και γελάει, γελάει και αυτό το όνειρο είναι όλο φως, ένα υπέροχο φως που ζεσταίνει -όχι κανένα ξινό χειμωνιάτικο ηλιοξέβαμμα, τυλίγει τα πόδια της γύρω σου, τα πόδια της μακραίνουν, μακραίνουν και λεπταίνουν, σαν μακαρόνια από πλαστελίνη, φτιάχνουν μια φωλιά όπως κάθεστε, φτιάχνουν γύρω σας μια φωλιά. Νιώθεις τόσο καλά, κλείνεις τα μάτια μέσα στο φως, τα κλείνεις και δακρύζεις απ’ τη λάμψη.
Νερό… Το επόμενο πρωί η πλάτη σου είναι σαν αγγλικό ερωτηματικό, η γάτα σου έχει πιει το ξεχασμένο σου ποτό και κοιμάται του καλού καιρού, η βροχή δε λέει να σταματήσει –εκτός αν βεβαιωθεί ότι θα πνίξει εντελώς κάθε ίχνος καλοκαιριού, «τι κακία» που θα έλεγε και η 4χρονη κόρη σου, έχεις όλο το πρωινό άδειο και δεν ξέρεις τι να το κάνεις, κοιτάς το τηλέφωνο μας δεν παίρνεις κανέναν, αγοράζεις εφημερίδες και τις πετάς στον καναπέ, φτιάχνεις αλμυρό κέικ και το σπίτι μυρίζει για λίγο Κυριακή. «Θες να γίνονται όλα για χάρη σου» λες. Και δεν καταλαβαίνω αν μιλάς στον εαυτό σου ή αν της μιλάς πάλι. Τι σημασία έχει εξάλλου. Αφού εκεί δε τα χαλάμε όλοι. Ο καθένας θέλει να γίνονται όλα για χάρη του…
Βγαίνοντας έξω αργά βρωμοκοπάς τσιγάρο και ανθρωπίλα- καλά δεν ήσουν σπίτι σου, τι σ’ έπιασε να βγεις Σαββατόβραδο; Μπαίνεις στο αμάξι, η άσφαλτος γεμάτη λαμπερές κόκκινες γραμμές, –«άρχισε το κυνήγι φεγγαριού;» σκέφτεσαι, «αλλιώς τι τους έπιασε όλους απόψε κι έχουν κρεμάσει αιμόφυρτα φεγγάρια κάτω από τα πορτ-μπαγαζ τους»;
Ανεβαίνεις στο σπίτι και βάζεις ένα ακόμα ποτό, κλείνεις το φώς και κάθεσαι στον καναπέ, ο ήχος της βροχής σε νανουρίζει, κρυώνεις μα δε σηκώνεσαι να σκεπαστείς.
Φωτιά… θες να δεις αν ο περιβόητος «φύλακας- άγγελος»που όλοι υποτίθεται έχουν θα ασχοληθεί να σου φέρει κουβέρτα, αλλά ίσως και ο φύλακας άγγελος να κάθεται κάπου μόνος του εκείνη την ώρα διερωτώμενος αν θα πάει κάποιος να τον σκεπάσει, η αναμονή είναι κουραστική, εξουθενωτική ώρες- ώρες, γέρνεις στο μπράτσο του καναπέ, κοιμάσαι.
Γη… Την βλέπεις στον ύπνο σου, δείχνει τόσο ψηλή και αέρινη, γονατίζει μπροστά σου και γελάει, γελάει και αυτό το όνειρο είναι όλο φως, ένα υπέροχο φως που ζεσταίνει -όχι κανένα ξινό χειμωνιάτικο ηλιοξέβαμμα, τυλίγει τα πόδια της γύρω σου, τα πόδια της μακραίνουν, μακραίνουν και λεπταίνουν, σαν μακαρόνια από πλαστελίνη, φτιάχνουν μια φωλιά όπως κάθεστε, φτιάχνουν γύρω σας μια φωλιά. Νιώθεις τόσο καλά, κλείνεις τα μάτια μέσα στο φως, τα κλείνεις και δακρύζεις απ’ τη λάμψη.
Νερό… Το επόμενο πρωί η πλάτη σου είναι σαν αγγλικό ερωτηματικό, η γάτα σου έχει πιει το ξεχασμένο σου ποτό και κοιμάται του καλού καιρού, η βροχή δε λέει να σταματήσει –εκτός αν βεβαιωθεί ότι θα πνίξει εντελώς κάθε ίχνος καλοκαιριού, «τι κακία» που θα έλεγε και η 4χρονη κόρη σου, έχεις όλο το πρωινό άδειο και δεν ξέρεις τι να το κάνεις, κοιτάς το τηλέφωνο μας δεν παίρνεις κανέναν, αγοράζεις εφημερίδες και τις πετάς στον καναπέ, φτιάχνεις αλμυρό κέικ και το σπίτι μυρίζει για λίγο Κυριακή. «Θες να γίνονται όλα για χάρη σου» λες. Και δεν καταλαβαίνω αν μιλάς στον εαυτό σου ή αν της μιλάς πάλι. Τι σημασία έχει εξάλλου. Αφού εκεί δε τα χαλάμε όλοι. Ο καθένας θέλει να γίνονται όλα για χάρη του…