Αέρας… Λοιπόν, άκου να δεις πώς έχει το πράγμα. Η νυχτοπεταλούδα προτιμά να καψαλίσει τα φτερά της αγκαλιάζοντας τη λάμπα παρά να ζήσει στο σκοτάδι και μερικοί άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να κάνουν συνέχεια άλματα απ’ το τραμπολινο της φαντασία τους προς τα πάνω –ακόμα κι αν το μόνο που καταφέρνουν είναι να αφήνουν γρατζουνιές στον ουρανό, καθώς τον ξύνουν με τα νύχια τους στην προσπάθεια να τον πιάσουν. Τους λένε ειρωνικά "ουρανοξύστρες".
Οι άλλοι άνθρωποι, που τους βλέπουν από τους ουρανοξύστες της λογικής τους καθισμένοι στο pool- bar και διερωτόμενοι μήπως δεν ήταν καλή επένδυση το Cherokee και έπρεπε τελικά να αγοράσουν το τζιπ της BMW, θέλουν πραγματικά να είχαν μια σφεντόνα εκείνη την ώρα: να σημαδέψουν στην ηλίθια καρδιά αυτά τα αλυσιτελή ανθρώπινα πουλιά, να πάψουν οι χαρμόσυνες τσιρίδες και να τους συνετίσουν μια κι έξω. Ουρανοί και αηδίες. Δε μας φτάνουν τόσες δουλειές στη γη δηλαδή, να χουμε και τους ουρανούς να σκεφτόμαστε…
Φωτιά… Μια φορά πέτυχαν έναν τέτοιο Ουρανοξύστρα, που προσγειώθηκε καταμεσής στη θάλασσα. Τον περιμάζεψε μια γοργόνα αλλά δεν είχε σκοπό να ανταλλάξει την ψαρίσια της ουρά με ανθρώπινα πόδια- με φλεβίτιδα και κότσια- για χάρη του. Εξάλλου κι αυτός δε φαινόταν τύπος που θα της αγόραζε Manolo Blanic για fair trade. Τον πήγε μέχρι την ακτή και περίμενε κάποιος να τον βρει. Τον βρήκαν δύο έφηβοι και του πήραν όλα τα υπάρχοντα. Τον άφησαν γυμνό εκεί. Μόνο κάτω απ’ τον ήλιο. «Εντάξει, είναι σε καλά χέρια» είπε η γοργόνα και γύρισε ήσυχη στα βαθιά. «Όλους τους γιατρεύει ο ήλιος»…
Γη… Εκείνος ξύπνησε στο νοσοκομείο. Λευκό δωμάτιο, λευκά σεντόνια, ωχρές κοπέλες μ’ άσπρες στολές, υγρά διάφανα στα σωληνάκια και χάπια πολλά –σαν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στο δωμάτιο της κοπέλας του. Την ειδοποίησε με γράμμα. Εκείνη έτρεξε κοντά του. Τον βρήκε ευτυχώς αρτιμελή, όμορφο και μελαγχολικό όπως πάντα, με μια ρήξη συνδέσμου και τρεις σχισμές στο μπράτσο: «τίποτα σοβαρό, μια μικρή μορφολογική ανωμαλία, μια φτερούγα είχε φυτρώσει, μην ανησυχείτε την κόψαμε». «Δόξα τω Θεώ» -σκέφτηκε εκείνη, «θα γίνει πια φυσιολογικός».
Νερό… Και σαν σε μια νύχτα πέρασε το καλοκαίρι, κι από Αύγουστο -χειμώνας. Η νυχτοπεταλούδα αντικαταστάθηκε από ανθρώπους στα παλτά τους που δεν τους περνά απ’ το νου να πετάξουν –αφού δεν έχουν φτερά. Ο ήλιος ανάβει όλο και λιγότερο και μερικοί συνεχίζουν να χοροπηδάνε στο τραμπολίνο του μυαλού τους προσπαθώντας να τον φτάσουν. Θέλοντας να αφήσουν πίσω αυτόν τον βαρύ χειμώνα και το διαρκές σκοτάδι της Nordic λογικής. Για να γλυστρά πιο γρήγορα ο καιρός χρησιμοποιούν το γράσο του αλκοολ και τα βράδια πάρτυ φαντασμαγορικά κάνουν στους ουρανοξύστες.
Σου άρεσε πάντα να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά. Και θέλω να ειμαι κοντά σου. Αλλά δε θέλω να πάρω το ασανσέρ με όλους αυτους τους ξενέρωτους και ειναι πολυ μακριά με τις σκάλες. Άκου λοιπόν πώς έχει το πράγμα: πάρε μου ένα ποτήρι σαμπάνια και περιμενέ με στην ταράτσα. Μπορεί να γκρεμοτσακιστώ βεβαια πετώντας απ' το τραμπολίνο μου, αλλά θα το ρισκάρω. Πώς αλλιώς, αφού σ' αγαπάω...
ΥΓ. Η Ινδιάννα θα επιδίδεται σε υψηλές πτήσεις για ένα διάστημα. Μέχρι την επιτυχή προσγείωση της στον Αμμαζόνιο...
Οι άλλοι άνθρωποι, που τους βλέπουν από τους ουρανοξύστες της λογικής τους καθισμένοι στο pool- bar και διερωτόμενοι μήπως δεν ήταν καλή επένδυση το Cherokee και έπρεπε τελικά να αγοράσουν το τζιπ της BMW, θέλουν πραγματικά να είχαν μια σφεντόνα εκείνη την ώρα: να σημαδέψουν στην ηλίθια καρδιά αυτά τα αλυσιτελή ανθρώπινα πουλιά, να πάψουν οι χαρμόσυνες τσιρίδες και να τους συνετίσουν μια κι έξω. Ουρανοί και αηδίες. Δε μας φτάνουν τόσες δουλειές στη γη δηλαδή, να χουμε και τους ουρανούς να σκεφτόμαστε…
Φωτιά… Μια φορά πέτυχαν έναν τέτοιο Ουρανοξύστρα, που προσγειώθηκε καταμεσής στη θάλασσα. Τον περιμάζεψε μια γοργόνα αλλά δεν είχε σκοπό να ανταλλάξει την ψαρίσια της ουρά με ανθρώπινα πόδια- με φλεβίτιδα και κότσια- για χάρη του. Εξάλλου κι αυτός δε φαινόταν τύπος που θα της αγόραζε Manolo Blanic για fair trade. Τον πήγε μέχρι την ακτή και περίμενε κάποιος να τον βρει. Τον βρήκαν δύο έφηβοι και του πήραν όλα τα υπάρχοντα. Τον άφησαν γυμνό εκεί. Μόνο κάτω απ’ τον ήλιο. «Εντάξει, είναι σε καλά χέρια» είπε η γοργόνα και γύρισε ήσυχη στα βαθιά. «Όλους τους γιατρεύει ο ήλιος»…
Γη… Εκείνος ξύπνησε στο νοσοκομείο. Λευκό δωμάτιο, λευκά σεντόνια, ωχρές κοπέλες μ’ άσπρες στολές, υγρά διάφανα στα σωληνάκια και χάπια πολλά –σαν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στο δωμάτιο της κοπέλας του. Την ειδοποίησε με γράμμα. Εκείνη έτρεξε κοντά του. Τον βρήκε ευτυχώς αρτιμελή, όμορφο και μελαγχολικό όπως πάντα, με μια ρήξη συνδέσμου και τρεις σχισμές στο μπράτσο: «τίποτα σοβαρό, μια μικρή μορφολογική ανωμαλία, μια φτερούγα είχε φυτρώσει, μην ανησυχείτε την κόψαμε». «Δόξα τω Θεώ» -σκέφτηκε εκείνη, «θα γίνει πια φυσιολογικός».
Νερό… Και σαν σε μια νύχτα πέρασε το καλοκαίρι, κι από Αύγουστο -χειμώνας. Η νυχτοπεταλούδα αντικαταστάθηκε από ανθρώπους στα παλτά τους που δεν τους περνά απ’ το νου να πετάξουν –αφού δεν έχουν φτερά. Ο ήλιος ανάβει όλο και λιγότερο και μερικοί συνεχίζουν να χοροπηδάνε στο τραμπολίνο του μυαλού τους προσπαθώντας να τον φτάσουν. Θέλοντας να αφήσουν πίσω αυτόν τον βαρύ χειμώνα και το διαρκές σκοτάδι της Nordic λογικής. Για να γλυστρά πιο γρήγορα ο καιρός χρησιμοποιούν το γράσο του αλκοολ και τα βράδια πάρτυ φαντασμαγορικά κάνουν στους ουρανοξύστες.
Σου άρεσε πάντα να βλέπεις τον κόσμο από ψηλά. Και θέλω να ειμαι κοντά σου. Αλλά δε θέλω να πάρω το ασανσέρ με όλους αυτους τους ξενέρωτους και ειναι πολυ μακριά με τις σκάλες. Άκου λοιπόν πώς έχει το πράγμα: πάρε μου ένα ποτήρι σαμπάνια και περιμενέ με στην ταράτσα. Μπορεί να γκρεμοτσακιστώ βεβαια πετώντας απ' το τραμπολίνο μου, αλλά θα το ρισκάρω. Πώς αλλιώς, αφού σ' αγαπάω...
ΥΓ. Η Ινδιάννα θα επιδίδεται σε υψηλές πτήσεις για ένα διάστημα. Μέχρι την επιτυχή προσγείωση της στον Αμμαζόνιο...
εις το επανειδείν!