Φωτιά… Αν ήμασταν σε κινηματογραφική κομεντί, η ιστορία μου θα ήταν διαφορετική: εγώ θα γέλαγα, θα έβρισκα χαριτωμένο το τρέξιμο σε δεκάδες μαγαζιά -με είδη υγιεινής, πλακάκια και ηλεκτρικές συσκευές-, και θα έλαμπα από ενθουσιασμό ενώ θα έστελνα στον καλό μου φωτογραφίες από τα πλυντήρια πιάτων, για να μου πει ποιο προτιμάει στη φωλίτσα μας. Αλλά, επειδή η πραγματική ζωή απέχει μακράν του σινεμά, αυτή η ανακαίνιση δεν έχει ίχνος ρομαντισμού μέσα της, μόνο ψυχαναγκασμό και υποχρέωση, έχω κουραστεί αφάνταστα, έχω βαρεθεί να τρέχω για όλα μόνη μου ενώ ο καλός μου είναι 400 ναυτικά μίλια μακριά και, ίσως, να μη γκρίνιαζα τόσο αν μπορούσα, τουλάχιστον, να αγοράζω αυτά που μου αρέσουν. Αλλά τα νούμερα δε βγαίνουν… Οι αριθμοί στις τιμές των προϊόντων έχουν άλλη άποψη κι αισθητική γι’ αυτό το σπίτι, οδηγούν την ανακαίνιση σε κάτι που θυμίζει την παράγκα του Καραγκιόζη και όχι λοφτ του Μανχάταν.
Αέρας… Το βράδυ μας βρήκε στο νέο σπίτι της Γιολάντας για φαγητό. Αφού μας έκανε ξενάγηση στα δωμάτια- κι εγώ την εξάντλησα να ρωτάω αν τα ντουλάπια είναι βακελίτης, οι πόρτες ημιμασιφ δρυς και πόσο κόστισε το λιστέλο περιμετρικά στο μπάνιο- χαλάσαμε τις μισές χαρτοπετσέτες στο τραπέζι, να σχεδιάζουμε πώς να κάνω την κουζίνα και τι χρώμα να γίνει το δάπεδο.
«Από χρήματα τι παίζει» ρωτά η Βιρτζίνια.
«Δάνειο» λέω.
«Οι ανακαινίσεις είναι το καλύτερο, τα σημερινά σπίτια είναι όλα φτηνοκατασκευές, πιο γερά θα ήταν να τα έφτιαχναν με τραπουλόχαρτα», λέει η Μάρα.
Φοράει ένα φουστάνι που μοιάζει απίστευτα με της Αλίκης (στη Χώρα των Θαυμάτων) και, χωρίς να το θέλω, σκέφτομαι τη σκηνή του βιβλίου στο βασίλειο των τραπουλόχαρτων και γελάω νοσταλγικά.
Γυρνάω το κεφάλι προς τη μπαλκονόπορτα, κοιτάζω τη νυχτερινή Αθήνα. Τα πολύχρωμα φωτάκια της δεν βοηθάνε πια, μοιάζει πυχτή και πνιγερή, γεμάτη υποχρεώσεις και τρεχάματα. Μας βλέπω δέκα χρόνια πριν, ίδια περίοδος, διακοπές σε νησί, φάρσες, καζούρες, ανωριμότητες, γέλια τρελά, νύχτες καλοκαιριού ανάλαφρες που άφηναν μια θαμπάδα ονείρου στο μυαλό, γεύση τεκίλας με λεμόνι και αλάτι.
«…άλατα» πιάνω την τελευταία λέξη της Γιολάντας.
«Άλατα;» επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
«Ο εμαγιέ νεροχύτης, λέω, είναι πιο άβολος απ’ τους μεταλλικούς, αλλά δεν φαίνονται οι λεκέδες από τα άλατα».
«…εξαντλήθηκαν τα αποθέματα της σε ηλεκτρολύτες, μεταλλικά στοιχεία και άλατα» ακούω να λέει μια ανδρική φωνή.
Νερό… Είμαι δυο ώρες εκεί και μόλις παρατήρησα πως η τηλεόραση είναι αναμμένη, ενώ δεν παρακολουθεί το πρόγραμμα καμιά μας –τόση άσκοπη σπατάλη ενέργειας. Μια Μαραθωνοδρόμος τρέχει 540χλμ για να τιμήσει τον Φειδιππίδη, διαλυμένη σωματικά -μέσα σε επιδέσμους με πυρετό, εξάντληση, αφυδάτωση, τενοντίτιδες και άλλα πολλά. "Έχει σαλέψει ο κόσμος" σκέφτομαι, "αν και μας βλέπω όλους να παρατάμε τα αμάξια στην ακρη και να αρχιζουμε το τρέξιμο , εκει που έχει πάει η τιμή της βενζίνης".
Γη… Η βενζίνη μου ειναι στη ρεζέρβα, με φτάνει δε με φτάνει ως το σπίτι. Στο δρόμο της επιστροφής χτυπάει το τηλέφωνο. «Μου λείπεις» λέει ο καλός μου από την άλλη γραμμή. «Κι εμένα» λέω καθώς τρέχω πάνω στον διάδρομο απογείωσης. Το γαλάζιο Ibiza μετατρέπεται σε μια οβάλ σφαίρα που ετοιμάζεται να τιναχτεί στο υπερπέραν –διανύοντας τα 400 ναυτικά μίλια σε 1, 06 λεπτά. Μα ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας μου κάνει νόημα να σταματήσω -«κατανοώ τι θες κοπελιά, αλλά δε συμφωνώ» κι ενώ του γνέφω «όχι, όχι», αυτός μου πασαλείβει το παρμπρίζ επαναλαμβάνοντας σαν κουρδισμένος «ντεν έκει ντουλειά, όκι ντουλειά». Το Ibiza γίνεται πάλι 1400άρι 6ετίας και θυμάμαι ότι θέλει σέρβις. Ο καλός μου πάει για ύπνο κι εγώ οδηγώ μόνη, απογοητευμένη και μπερδεμένη, πίσω στο σπίτι. Αν ήμασταν σε κινηματογραφική κομεντί, η ιστορία μου θα ήταν διαφορετική. Σας το είχα πει. Αλλά δεν...
Αέρας… Το βράδυ μας βρήκε στο νέο σπίτι της Γιολάντας για φαγητό. Αφού μας έκανε ξενάγηση στα δωμάτια- κι εγώ την εξάντλησα να ρωτάω αν τα ντουλάπια είναι βακελίτης, οι πόρτες ημιμασιφ δρυς και πόσο κόστισε το λιστέλο περιμετρικά στο μπάνιο- χαλάσαμε τις μισές χαρτοπετσέτες στο τραπέζι, να σχεδιάζουμε πώς να κάνω την κουζίνα και τι χρώμα να γίνει το δάπεδο.
«Από χρήματα τι παίζει» ρωτά η Βιρτζίνια.
«Δάνειο» λέω.
«Οι ανακαινίσεις είναι το καλύτερο, τα σημερινά σπίτια είναι όλα φτηνοκατασκευές, πιο γερά θα ήταν να τα έφτιαχναν με τραπουλόχαρτα», λέει η Μάρα.
Φοράει ένα φουστάνι που μοιάζει απίστευτα με της Αλίκης (στη Χώρα των Θαυμάτων) και, χωρίς να το θέλω, σκέφτομαι τη σκηνή του βιβλίου στο βασίλειο των τραπουλόχαρτων και γελάω νοσταλγικά.
Γυρνάω το κεφάλι προς τη μπαλκονόπορτα, κοιτάζω τη νυχτερινή Αθήνα. Τα πολύχρωμα φωτάκια της δεν βοηθάνε πια, μοιάζει πυχτή και πνιγερή, γεμάτη υποχρεώσεις και τρεχάματα. Μας βλέπω δέκα χρόνια πριν, ίδια περίοδος, διακοπές σε νησί, φάρσες, καζούρες, ανωριμότητες, γέλια τρελά, νύχτες καλοκαιριού ανάλαφρες που άφηναν μια θαμπάδα ονείρου στο μυαλό, γεύση τεκίλας με λεμόνι και αλάτι.
«…άλατα» πιάνω την τελευταία λέξη της Γιολάντας.
«Άλατα;» επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
«Ο εμαγιέ νεροχύτης, λέω, είναι πιο άβολος απ’ τους μεταλλικούς, αλλά δεν φαίνονται οι λεκέδες από τα άλατα».
«…εξαντλήθηκαν τα αποθέματα της σε ηλεκτρολύτες, μεταλλικά στοιχεία και άλατα» ακούω να λέει μια ανδρική φωνή.
Νερό… Είμαι δυο ώρες εκεί και μόλις παρατήρησα πως η τηλεόραση είναι αναμμένη, ενώ δεν παρακολουθεί το πρόγραμμα καμιά μας –τόση άσκοπη σπατάλη ενέργειας. Μια Μαραθωνοδρόμος τρέχει 540χλμ για να τιμήσει τον Φειδιππίδη, διαλυμένη σωματικά -μέσα σε επιδέσμους με πυρετό, εξάντληση, αφυδάτωση, τενοντίτιδες και άλλα πολλά. "Έχει σαλέψει ο κόσμος" σκέφτομαι, "αν και μας βλέπω όλους να παρατάμε τα αμάξια στην ακρη και να αρχιζουμε το τρέξιμο , εκει που έχει πάει η τιμή της βενζίνης".
Γη… Η βενζίνη μου ειναι στη ρεζέρβα, με φτάνει δε με φτάνει ως το σπίτι. Στο δρόμο της επιστροφής χτυπάει το τηλέφωνο. «Μου λείπεις» λέει ο καλός μου από την άλλη γραμμή. «Κι εμένα» λέω καθώς τρέχω πάνω στον διάδρομο απογείωσης. Το γαλάζιο Ibiza μετατρέπεται σε μια οβάλ σφαίρα που ετοιμάζεται να τιναχτεί στο υπερπέραν –διανύοντας τα 400 ναυτικά μίλια σε 1, 06 λεπτά. Μα ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας μου κάνει νόημα να σταματήσω -«κατανοώ τι θες κοπελιά, αλλά δε συμφωνώ» κι ενώ του γνέφω «όχι, όχι», αυτός μου πασαλείβει το παρμπρίζ επαναλαμβάνοντας σαν κουρδισμένος «ντεν έκει ντουλειά, όκι ντουλειά». Το Ibiza γίνεται πάλι 1400άρι 6ετίας και θυμάμαι ότι θέλει σέρβις. Ο καλός μου πάει για ύπνο κι εγώ οδηγώ μόνη, απογοητευμένη και μπερδεμένη, πίσω στο σπίτι. Αν ήμασταν σε κινηματογραφική κομεντί, η ιστορία μου θα ήταν διαφορετική. Σας το είχα πει. Αλλά δεν...