CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

12.3.09

το σώμα

Ο Βαγγέλης βρήκε θέση ως γραφίστας σε ένα καινούριο περιοδικό. Λένε πως μια μικρή αλλαγή φέρνει μια μεγάλη. Και πράγματι, δουλεύοντας 10 ώρες τη μέρα εκεί, ο Βαγγέλης άρχισε να παραμελεί τον Κλέ. Που Κλέ δεν ήταν ο ζωγράφος αλλά ο Κλέαρχος, εκείνος που μοιραζόταν μαζί του τα τελευταία έξη χρόνια της ζωής του.
Είχαν ταιριάξει εξαρχής, παρότι δυο άνθρωποι τελειως διαφορετικοί –ο Βαγγελής
ιδεαλιστής και μέχρι πρότινος άνεργος, τελούσε χρέη «νοικοκυρού» στο σπίτι ενώ ο δυναμικός Κλέαρχος ήταν μηχανικός δικτύων σε πολυεθνική τηλεπικοινωνιών. Ήταν τόσο διακριτικοί που η ιδιοκτήτρια δεν είχε υποψιαστεί καν ότι είναι ζευγάρι –πόσο μάλλον όταν στο σπίτι που συγκατοικούσαν άρχισε να μπαινοβγαίνει η Βέρουσκα, εκ Μολδαβίας ορμώμενη, με μεγάλα πράσινα μάτια μα χωρίς πράσινη κάρτα για να μείνει στην Ελλάδα. Ο Βαγγέλης σκέφτηκε πως θα την κρατήσουν λίγο καιρό, μονάχα μέχρι να σταθεροποιήσει ένα ωράριο εργασίας που να του αφήσει ώρες να γυρίζει σπίτι και να προλαβαίνει να φροντίζει τα πάντα για τον Κλε του. Έτσι δεν τον πείραξε που ήταν παράνομα εκεί, καλύτερα να μη μπλέκουν με το ΙΚΑ, την κοιμιζαν κάποια βράδια στο σπίτι και τα χρήματα της τα έδιναν μαύρα -αυτο τη βόλευε, έπαιρνε πιο πολλά στο χέρι.

Μια μέρα ο Βαγγέλης γύρισε νωρίτερα από τη δουλειά κι έπιασε να βάλει πλυντήριο. Η Βέρουσκα πήγε να τον σταματήσει "κύριος Βαγγέλης, εγώ βάλει, αφήστε", μα εκείνος επέμενε «άσε με, δεν ειναι βάρος, θέλω να το κάνω, τον έχω παραμελήσει» έλεγε και ξανάλεγε. Έχωνε τα χέρια του μέσα στα παντελόνια και τα πουκάμισα του Κλε, ψάχνοντας για ξεχασμένα εικοσάευρα, για εισιτήρια ΜΕΤΡΟ ή αποδείξεις ΑΤΜ -"όλο κάτι ξεχνάει και αυτα διαλυονται στο πλυντήριο και γεμιζουν ασπράκια όλα τα ρούχα" της είπε γελώντας. και "να" της έδειξε μια απόδειξη στο τέλος.
"Αν ειναι από εστιατόριο ή μπαρ κρατηστε τη, μπαινει στην εφορία" του ειπε εκεινη.
"Είναι... γεύματος. 312 ευρώ. Στο Balthazar".
"Θα τη φυλάξω" είπε η Βέρουσκα και την άρπαξε απ’ το χέρι του που είχε παγώσει.
Ο Βαγγέλης την έπιασε απ’ τον αγκώνα.
"Πες μου πάλι την ημερομηνία. Την ώρα και την ημερομηνία",» της είπε.
Ήταν δυο βράδια πριν. Που του είχε πει πως θα πήγαινε να δει λίγο τους δικούς του στην Κηφισιά και να συζητήσουν κάτι κληρονομικά με τον πατέρα του. Ο Βαγγέλης έκατσε στον καναπέ. Η Βέρουσκα έβαλε το πλυντήριο. Τον πλησίασε και του έδωσε ένα σοκολατάκι –της τα είχαν στείλει απ’ την πατρίδα. Ο Βαγγέλης το δοκίμασε μα ήταν ασκέτη ηδία –λογικό, η Μολδαβία δε φημίζεται για τα σοκολατάκια της. Κοίταξε τη Βέρουσκα που καθόταν απέναντί του. Ήταν περίεργη γυναίκα, λευκή επιδερμίδα και τα μάτια λίγο μισόκλειστα της έδιναν μια Απω Ανατολίτικη ομορφιά. Ίσως σε προηγούμενη ζωή να ήταν παλλακίδα και στην τωρινή δεν έχει αλλάξει ακόμα κάστα, πάλι άντρες υπηρετεί. «Άντρες» σκέφτηκε ο Βαγγέλης και γέλασε. Το καθίκι ο Κλε: με ποιον τον απατούσε;

Δυο μέρες κράτησε τη σιωπή ο Βαγγέλης μα την τρίτη ξέσπασε ένας καυγάς, απίστευτος. Ο Κλε δεν παραδέχτηκε τίποτα,
"καχύποπτο" τον είπε και "υστερικό", πως την απόδειξη του την έδωσε η αδερφή του γιατί έψαχνε το τηλέφωνο του μαγαζιού για να κλείσει τραπέζι για τα γενέθλιά του. Ο Βαγγέλης δεν πίστευε, ο Κλε έκλεισε την πόρτα κι έφυγε εκείνο το βράδυ. Ο Βαγγέλης έπινε όλη νύχτα και ήταν σχεδόν ξημέρωμα όταν άνοιξε την πόρτα της Βέρουσκας και μπήκε στο δωμάτιό της. Χώθηκε στο κρεβάτι της και μύρισε την ζεστασιά στο λαιμό της. Εκείνη ξαφνιάστηκε μα δεν ταράχτηκε, πήρε το χέρι του και το πέρασε απ’ τη μέση της, "έλα, αγκαλιά" του είπε. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει ο Βαγγέλης και με τα μάτια κλειστά, κρυμμένος κάτω απ’ τα σκεπάσματα ένιωσε να βουλιάζει κάτω απ’ το βάρος της απόρριψης, της κοροϊδίας, της απιστίας, της ζωής στο ψέμα δίχως έρωτα. Άρχισε να κλαίει στα βουβά.
Η Βέρουσκα γύρισε και αγκάλιασε το πρόσωπό του. Εκείνος έγειρε σε στάση εμβρύου στα χέρια της, σαν αγιογραφία Βρεφοκρατούσας. Την κοιταξε για μια στιγμή κι έπειτα ανέβασε το πρόσωπό του και τη φίλησε. Η Βέρα δεν τραβήχτηκε, μονάχα συνέχισα να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Πήγε να την γυρίσει μπρούμυτα μα «όχι» του είπε. Τον έσπρωξε ανάσκελα στο στρώμα, τον έγδυσε απαλά και σαν Μαγδαλήνη σφουγγιξε με τα μαλλιά της το νερο απ' τα μάτια του. Κι εκείνος που ήθελε
σύντροφο, που ήθελε φροντίδα, την κοίταγε σαν ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο, σαν μια μορφή που είχε ξεκολλήσει από πίνακα του Vermeer, σαν κάτι που δεν ήταν αμαρτία γιατί δεν ήταν αληθινό.
Κι όταν η Βέρουσκα τον πήρε μέσα της και άρχισε να κουνιέται, ο Βαγγέλης ένιωσε σα να κολυμπούσε ξαφνικά, σα να έβγαινε απ’ τον εφιάλτη και να έμπαινε σ’ ένα όνειρο, το όνειρο που ήταν το ανθρώπινο κορμί και η ζεστασιά του. Και όταν η Βέρουσκα τινάχτηκε μες σε σπασμούς και γαντζώθηκε πάνω του ο Βαγγέλης έμεινε να κοιτάζει απορημένος το ταβάνι. Τι παράξενη αίσθηση. Ένιωθε το σώμα της να πάλλεται σε εκείνο το σημείο. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει ...εκεί.
Ο Βαγγέλης έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. Στην ζεστή υγρή ταχυπαλμία της. Για μια στιγμή ένιωσε να γυρνάει πίσω στη μήτρα που τον γέννησε. Για μια στιγμή ένιωσε αγνός. Ασφαλής. Αποδεκτός. Ξανά. Και τον πήρε επιτέλους ο ύπνος...

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Oh, so fucking beautiful!...
Ίντυ, σχεδόν πληγωτικό από ομορφιά.

Ινδιάννα είπε...

Theorema
καλά, όχι κι έτσι
εντάξει, διαβαζόταν πάντως!
:)

ΥΓ. θα έρθεις καμια Ελλαδίτσα τώρα που ειμαι στα "εξωστρεφή" μου: :)

sot είπε...

Τελικά δε σκοτώνει πάντα η περιέργεια τη γάτα; :)

Ινδιάννα είπε...

Sot
το σιγουρο ειναι ότι αν ψάχνεις βρίσκεις! τι ψάχνεις κι εσυ ρε φιλαράκο; χαχα