CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

28.6.09

θέλω διακοπές! - indieannalog set #30

Νερό… Αυτή η άνοιξη ήταν μια σκέτη κούραση –καμία μυρωδιά δροσιάς της δε με έπιασε, το μόνο λιβάδι που είδα ήταν στο wallpaper των XP και μια μονοκόμματη μελωδία στο μυαλό μου μου θύμιζε ότι η ζωή είναι εκεί έξω- απλά δεν έχω καμία διάθεση να βγω και να τη ζήσω... Και εκτός από τον γφ κανείς δε μου έφτιαχνε το κέφι…

Φωτιά… Και πια ήρθε το καλοκαίρι. Αποφοίτηση από το ΔΝΑ, απομάκρυνση από το θεατρικό κομμάτι των SciCo –άντε, να κλείνουμε και κανένα κύκλο σιγά- σιγά, μπας και ανοίξουμε κανέναν άλλο. Γιατί σε κανέναν δεν αρέσει να τυποποιείται και ειδικά σε θέσεις που δεν του αρέσουν κιόλας. Στην παρούσα στιγμή κινούμαι σαν κουρδιστό ανθρωπάκι, τρέχω μέσα στο πλήθος να προλάβω ένα σωρό ανοιγμένες πόρτες πριν βροντήξουν πίσω στα μούτρα μου, και μέσα σε όλο τον θόρυβο στο κεφάλι μου σκέφτομαι ένα πράγμα: δε μπορώ άλλο, ΘΕΛΩ ΔΙΑΚΟΠΕΣ…

Γη… Διακοπές θα σήμαινε εγώ κι εσύ σ’ ένα ερημονήσι. Διακοπές θα σήμαινε εγώ κι εσύ έστω και στην Αθήνα –να με ξεποδαριάζεις για να βρεις το συγκεκριμένο παντελόνι στο χρώμα που θες (εν προκειμένω μιλάμε για …σταχτί και Burberry). Διακοπές θα σήμαινε να μου λες για τον ευκατάστατο φίλο σου Ηλία και να σου λέω όλο χαρά «αχ, για τον Ηλία της Λίτσας λες;», και ούτε να παρεξηγιέσαι που σε πειράζω, ούτε να ξενερώνεις που βλέπω Litsa.com. Διακοπές θα σήμαινε εγώ κι εσύ- γιατί προχθές που έσκασες απ’ το πουθενά στην αποφοίτηση ξαφνικά σταμάτησα να γκρινιάζω που δεν ξέρω σε ποιο σχολείο θα είμαι του χρόνου, που δε θα πάρω άδεια, που τα έχω δει όλα από υπερφόρτωση αρμοδιοτήτων. Μόλις σε είδα, το μυαλό μου έκανε διακοπές! Σκοτάδι. Αστεράκια. Είσαι εδώ; Ονειρεύομαι; Οι διακοπές μου είσαι εσύ… Κανονικά!

Αέρας… Οπότε βάλε ένα χεράκι και τράβα με από αυτή την κινούμενη άμμο της γκρίνιας, που τίποτα δε με ευχαριστεί και όλο κουράζομαι χωρίς τίποτα να χαίρομαι απ’ όσα ζω. Κλείσε μου μια θέση στο σανατόριό σου (προτιμώ στην πτέρυγα μεταξύ κλείδας και λεκάνης, απ’ την φλέβα στο λαιμό κάτω και δεξιά παρακαλώ) και αν δεν έχω πάλι ησυχία (γιατί είμαι και ψυχαναγκαστικός τύπος και από τύψεις θα ζητάω να δουλέψω) αλυσόδεσέ με εκεί. Μερικές φορές η φυλακή είναι ένα καλό μέρος για να σε αφήσουν όλοι ήσυχο, να ηρεμίσεις. Σε παρακαλώ φυλάκισε με λίγο εκεί, μαζί σου. Ναι;

21.6.09

the late parade - indieannalog set #29

Γη… Το δέρμα μου χαλαρώνει σε dt (γερνάω). Κάθε μέρα ξεφυτρώνει και μια νέα ρυτίδα (μα δεν είναι δυνατόν! Γερνάω)! Δεν έχω καθόλου ενέργεια (γερνάω). To sex ανήκει στα extreme sports (με τρεις φορές τη μέρα, σε πέντε μέρες χάνω 1 κιλό απ’ την κούραση- ε, ναι, γερνάω). Νιώθω συνέχεια πτώμα και η προοπτική του να βγω βράδυ και να χάσω τον ύπνο μου δεν ακούγεται σαν διασκέδαση αλλά σαν βασανιστήριο. Γαμώτο, γερνάω…

Φωτιά… Πέμπτη βράδυ στο Fox είμαι με την πιο σουπερ παρέα που κυκλοφορεί στην πόλη: 25χρονα με κοντομάνικα και στρατιωτικές βερμούδες (αντί για ξέκωλα και ξώβυζα), που όλη νύχτα την βγάζουν με μια μπύρα και μόνη ντόπα τη μουσική. Χορεύουν όλη νύχτα. Όλη νύχτα. Το έκανα κι εγώ αυτό. Στα 18. Μέχρι τα 28. Πια δε μπορούσα να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό τους (αν αυτά άκουγαν το enolagay για 20 φορά, εγώ το άκουγα για 200στη αφού τους έριχνα μια δεκαετία σε μπαρ- ωχ, γέρασα). Επίσης η μηχανή δεν κινούταν χωρίς βενζίνη (και μετά τη δεύτερη τεκίλα σκέφτηκα ότι θα με πιάσουν για αλκοτεστ και δεν ήπια άλλο- αυτά δεν έχουν ακόμα δίπλωμα, εγώ έχω και αμάξι –ναι, γέρασα). Πέρναγα καλά αλλά για κάποιο λόγο ήθελα να φύγω. Να πάω σπίτι, να στείλω μήνυμα «καληνύχτα» σε αυτόν που θα ήθελα να βρω στο κρεβάτι μου γυρνώντας, να ξυπνήσω την επομένη νηφάλια και να διαβάσω με την ησυχία μου σημειωτική της φυσικής (δεν είναι δυνατόν να "με φτιάχνει" μόνο το διάβασμα)! Πόσο πια έχω γεράσει; Θα κάνω χαρακίρι!!!

Αέρας… Με φρικάρει ότι δεν είμαι πια 25 -αν και με παρηγορεί ότι και 25 να ήμουν θα ήμουν ακριβώς όπως τότε (θα κέρδιζα δέκα χρόνια αλλά τίποτε περισσότερο- μυαλό παραπάνω δε θα ‘βαζα)! Απλά θα άκουγα bat for lashes αντί για cure και πιθανόν δε θα ήξερα ότι η υπέροχη Natasha Khan όταν γράφει μουσική έχει κατά νου τον κύριο Simon Gullop και τον υποβλητικό ήχο του….

Νερό… Δεν σκέφτομαι πια να παντρευτώ –γιατί σκέφτομαι πως δεν έχω πια αντοχές να μεγαλώσω παιδιά (γερνάω). Απ’ την άλλη, όταν όλοι παντρεύονται για να μοιραστούν το στεγαστικό δάνειο, εσύ σκέφτηκες «όταν μείνουμε μαζί θα είναι τέλεια, θα έχουμε και κοινή δισκοθήκη». Γέλασα. «Ωραια, θα νανουριζω τα παιδια με Kyte και θα εχουμε όλη την υπολοιπη νυχτα δικη μας»! Γερνάμε, αλλά όχι αρκετά. Ποτέ δε θα γεράσουμε αρκετά με αυτή μουσική που σαν πηχτό υαλουρονικο οξύ κυλάει στο αίμα μας. Απλά τα κάνουμε όλα με μια χρονοκαθυστερηση. Πιο αργά. Όπως χρειαζοταν περισσότερος χρονος για να αντιληφθείς και να εκτιμήσεις όλα τα επιπεδα ενός καλου δισκου. Έτσι ξεραμε ότι χρειαζεται περισσότερος χρόνος για να εκτιμησουμε αυτό που ζούμε. Και πια θέλω να ακούσω όλους τους δίσκους σου. Χωρίς βιασύνες. Αργά... Εχω όλο το υπολοιπο της ζωής μου για να το κάνω!

11.6.09

Στους άλικους αγρούς

Άλικοι αγροί του θέρους. Το γρασίδι τους είναι απαλό.
«Το ποτίζουν με την καλύτερη τεκίλα» μου λες.
«Don Julio»?
«El Jimador»!

Τα δάχτυλα σου περπατάνε σαν χαρούμενα μαμούδια πάνω στο δέρμα μου. Κι εμένα μου έλειψες. Τι εννοείς «δεν υπάρχει ζωή -μονάχα στιγμές». Όλες οι στιγμές μου μαζί σου ήταν ζωή. Είναι ακόμα.

Αναπνέω. Ξεφυσάς- λες και θες να ρίξεις χάμω το φεγγάρι.

«Απ’ όλους τους ανθρώπους στην οικογένειά σου ταυτίζομαι περισσότερο με τον πατέρα σου, κι ας μην το γνώρισα ποτέ».
«Α, δε σου είπα: έχετε γεννηθεί την ίδια μέρα».
«Περίεργη σύμπτωση»- λες.
«Μετά σου λένε να μην πιστεύεις στα ζώδια»- λέω.

Κοιτάω πάλι τ’ άστρα. Όσα αφήνει το φεγγάρι να φανούν. «Οι αστερισμοί είναι ανθρώπινες κατασκευές, δεν υπάρχουν αντικειμενικά. Αρα πώς μπορεί να επηρεάζουν και να γεννούν τα ζώδια, αφού δεν υπάρχουν».
«Έσκισα στο συνέδριο -σου λέω! Όλοι κατάλαβαν τι είναι ο αστερισμός! Έσκισα- το ξέρω».
«Ψωνάρα»- λες και γελάς.
Με φιλάς. Σε κοιτάω.
«Μ’ αρέσουν οι άλικοι αγροί» -μου λες.

Γιατί πάντα είχες μια ροπή στην κόλαση. Και στο αίμα. Που κοχλάζει. Όπως πάντα κάνεις
το αίμα μου να κοχλάζει. Σαν είμαστε μαζί. Κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, τι παραλήρημα κι αυτό.

Σε θέλω και νιώθω αμήχανα. Ποιος είσαι πια εσύ που σε θέλω; Ποιος είσαι; Τι μου είσαι; Γιατί είμαστε ακόμα εδώ; Και γιατί τα λιβάδια είναι πάντα πράσινα και μόνο μαζί σου κοκκινίζουν; Γιατί το φεγγάρι μοιάζει να ανέβηκε εκεί πάνω μόνο επειδή εσύ ζήτησες «να πάμε κάπου να να σε βλέπω, πάμε κάπου να έχει λίγο φως να σε χαζεύω όσο θέλω, ναι»;

Στους άλικους αγρούς το φως είναι σα χνούδι λαμπερό και το χορτάρι δροσερό.
«Παιδιά, προσοχή τώρα που ανεβαίνετε στο βουνό- είναι περίοδος πυρκαγιών»- λέει ο φύλακας στην πόρτα.
«Με τέτοια κάψα κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, όσες συστάσεις και να μας κάνουν δε μπορούμε να αποφύγουμε μερικές εστίες φωτιάς»- λες. Γελάω κι οδηγώ κατά εκεί.

Στους άλικους αγρούς η μουσική πέφτει απ’ τα αστέρια καθώς μιλάς, και όσο και να κοιτάω δεν μπορώ να δω κανέναν αστερισμό. «Γιατί δεν υπάρχουν στ' αλήθεια» με μαλώνω νοερά, «γιατί δεν υπάρχουν: τα άστρα υπάρχουν αντικειμενικά, οι αστερισμοί όχι, είναι μονάχα ανθρώπινες, υποκειμενικές οπτικές κατασκευές».
Μα στραμμένη με το πρόσωπό στον ουρανό, με εκείνο το φεγγαρίσιο φως να με κάνει γήινη και ταυτόχρονα εξαϋλωμένη σαν σε πίνακα του Βερμεέρ, ψάχνω .

«Μωρό μου δε μπορώ» λες, «σε θέλω τόσο, μια νύχτα γύρναγα σπίτι, σε ήθελα, δεν μπορείς να φανταστείς, ήταν αργά δεν τόλμησα να σε πάρω τηλέφωνο, δεν ήξερα πού ήσουν, αλλά σου έστειλα μήνυμα, κάτι του τύπου «πάρε με αμέσως μόλις το δεις, πάρε με αμέσως». Δεν ήρθε ποτέ. Αλλά σαν από τότε να σε θέλω τόσο».

Ψάχνω στα αστέρια με αγωνία. «Δεν μπορεί», παραμιλάω, «δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει ένας αστερισμός, πρέπει να υπάρχει κάτι εκεί πάνω απόψε, δεν μπορεί να κυκλοφορεί τόσος έρωτας αδέσποτος, κάποιος τον ορίζει, δεν μπορεί απλά να βρισκόμαστε έτσι στα τυφλά και στα χαμένα...

«Αχ μωρό μου, δεν αντέχω άλλο, δε μπορώ να κρατηθώ» –λες και νοιώθω το δέρμα μου να καίγεται, νοιώθω το κορμί μου να βουλιάζει στο υγρό χώμα, το άλικο λιβάδι μουσκεύει στην καλοκαιρινή δροσιά κι απλώνω το χέρι ψηλά, βουτάω στην τύχη μια χούφτα άστρα και τα χώνω με στο στόμα μου για να μην ουρλιάξω. Από ευτυχία.
«Σ’ αγαπώ» –μου λες. Πνίγομαι. Τα χάνω. Τ’ αστέρια χύνονται έξω απ’ το στόμα μου όπως βήχω. Και λάμπω.
Για άλλη μια φορά μέσα στα χέρια σου, στους άλικους αγρούς. Χωρίς ανάσα.
Και λάμπω…

7.6.09

τι έγινε, τα ξαναβρήκατε με τη μουσική λοιπον; - indieannalog set #28

Γη... Όταν περνάει καιρός που δε μπορώ να βρω μουσική να μου αρέσει, νιώθω μεγάλη απογοήτευση. Είναι σα να έχεις μακροχρόνια σχέση που περνάει τέλμα και αφενός δεν θες να χωρίσεις, αφετέρου μοιάζει να μη σώνεται το πράγμα.Αρχίζω τα δώρα –καινούριο ipod, shure ακουστικά, νέα ηχεία στο pc κλπ. μπας και την ξανα«ακούσω» κάπως. Μετά αρχίζω τους συμβούλους γάμου- νέα blogs, ξεφύλλισμα διαδικτυακών περιοδικών, indie radio –κάθε γνώμη και προσφορά δεκτή. Όταν όλα αυτά έχουν αποτύχει –διότι όποιος είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει- ζητάς παρηγοριά αλλού- π.χ στο θέατρο. Ή τα βιβλία. Αλλά οι απιστίες δεν βοηθούν ιδιαίτερα να φτιάξει η σχέση σου. Και να ήταν και καμιά επιφανειακή σχέση, ΟΚ, αλλά δεν είναι. Αυτή η σχέση που φτιάχτηκε για να τα διαλύει όλα, είναι το κέντρο του κόσμου σου…

Φωτιά... Όσοι πάνε από μια χάλια σχέση σε μια άλλη χάλια σχέση είναι γιατί, συνήθως, επιλέγουν το «ίδιο» άνθρωπο κάθε φορά. Αυτά λέει η ψυχολογία. Γιατί η βιολογία το εξηγεί αλλιώς το πράγμα: κολλάμε με έναν αταίριαστο φαινομενικά σύντροφο γιατί αλληλοσυμπληρωνόμαστε βιολογικά. Κολλάμε με την μυρωδιά του δέρματος κάποιου γιατί ταιριάζουν οι φερομόνες μας, και κολλάμε με συγκεκριμένο «ήχο» γιατί εναρμονίζεται με τα κύτταρα του αφτιού μας. Βέβαια η κοινωνιολογία λέει ότι η μουσική είναι κοινωνική κατασκευή και η ψυχολογία ότι συνδέεται αναπόδραστα με προηγούμενες εμπειρίες και όταν ακούμε μουσική ανακαλούμε αυτές τις εμπειρίες και έτσι την κρίνουμε. Απ΄ όπου και να το πιάσεις, καμιά θεωρία δε σε βοηθάει να το ελέγξεις. Κάτι μη χειραγωγήσιμο σε έλκει σε ανθρώπους και μουσικές. Και βαρέθηκα να το αναλύω, θέλω μόνο να σας πω να κατεβάσετε cymbals eat guitars μιας και θυμίζουν τις καλύτερες στιγμές των pavement και της lo-fi αυτοκρατορίας.

Αέρας... Κανένας φίλος δε σε αντέχει να γκρινιάζεις που είσαι μόνος τόσο καιρό (ή που η μουσική δε σε φτιάχνει πια). Σου λένε να αλλάξεις το πρότυπο συντρόφου που κυνηγάς. Να εστιάζεις σε άλλα κριτήρια για να τον βρεις («μα επιτέλους σύνελθε, δεν είναι σοβαρό κριτήριο η μουσική! Ας ακούει και όπερα τι σε πειράζει». «Μα πας καλά; Εγώ να θέλω να ακούσω την Somer Bingham που τα σπάει στη σκηνή υπό το όνομα «Clinical Trials», να θέλω να συζητήσω το καυτό ερώτημα «το Polly got away στο τίτλο του τραγουδιού παραπέμπει στην PJ ή στο Polly των Nirvana- γιατί το ύφος είναι PJ αλλά η μελωδία Nirvana» και ο υποψήφιος σύντροφος να σε κοιτάει με ύφος «Ω, ώστε σου αρέσει ο Παύλος Νιρβάνας»; Όχι. Ούτε και τα παγωτά Nirvana. Γαμώτο!

Νερό... Χτες σε ένα πάρτι έπεσα πάνω σε έναν τύπο που ήταν ο πιο ωραίος μπάρμαν του μπαρ που πέρασα την 3ετία 1996- 1999. Ήταν αγνώριστος. Το χάλι του το μαύρο. Ποτέ δεν έχω σκεφτεί ότι μεγαλώνω. Μέχρι χτες. «Πόσο είσαι;;;» ούρλιαξε μια κοπέλα όταν της είπα την ηλικία μου. «Κάτσε ρε, αν εσύ είσαι τόσο, εγώ πρέπει να είμαι 38» είπε η φίλη μου δίπλα «είπες ότι είσαι ένα χρόνο παραπάνω». «Δε μου αρέσουν τα ζυγά νούμερα, συνήθως λέω το μονό και το κρατάω για δυο χρόνια». «Και μετά θες να ζευγαρώσεις με τέτοια απέχθεια που έχεις για τα ζυγά νούμερα»; «Ζυγά- μονά, όλοι νούμερα είμαστε..». Γύρισα σπίτι και έπεσα για ύπνο. Έπεσα σε έναν ύπνο. Ηλίθιο. Γιατί όταν ξύπνησα όλα μου φαίνονταν καλύτερα. Και η μουσική. Και μόνο οι ηλίθιοι είναι ευτυχισμένοι. Και νιώθω αρκετά ηλίθια σήμερα…!

4.6.09

Η μηχανή των ονείρων

Χτύπησα την πόρτα στο γραφείο του. «Mπαμπά!» φώναξα. Και η πόρτα άνοιξε.
Στάθηκα πίσω της. Με κοίταξε μέσα από την χαραμάδα. Τόσο ψηλός. Εσκυψε προς το μέρος μου.
«Τι είναι»;
«Πήρα 10» και το έδειξα το διαγώνισμα στην αριθμητική.
«Μπράβο αγόρι μου. Πήγαινε τώρα να διαβάσεις να μάθεις ακόμα πιο πολλά».
«Τι φτιάχνεις, να δω»;
«Κάτι δικό μου, άντε, πήγαινε τώρα»
Και έκλεισε η πόρτα. Κι εξαφανίστηκε ξανά.
Ο πατέρας. Το φάντασμα του σπιτιού.

«Που είναι ο μπαμπάς μαμά».
«Στο εργαστήριο, φτιάχνει τη μηχανή του. Να μην τον ενοχλήσουμε παιδί μου».
Μια ζωή η ίδια απάντηση. Να μην τον ενοχλήσουμε, ποτέ.

Χειμώνας. Καλοκαίρι. Και πέρναγε ο καιρός. Και πέρναγαν τα χρόνια. Πρωί και χτύπησα την πόρτα. «Πατέρα» φώναξα. Κι άνοιξε την πόρτα.
Στάθηκε πίσω της. Με κοίταξε μέσα απ’ την χαραμάδα.
«Ψήλωσες ρε! Τι έγινε;» γέλασε αυτός.
«Πέρασα» του είπα.
«Πέρασες»;
«Πέρασα στο Πολυτεχνείο. Μηχανολόγος μηχανικός»!
«Μπράβο αστερία μου» χαμογέλασε αυτός.
«Να δω τη μηχανή σου»;
«Τα όνειρα σου κοίτα εσύ, κι εμένα να μ' αφήσεις»!

Και πέρναγαν τα χρόνια. Και πέρναγε ο καιρός. Πρωί και χτύπησα την πόρτα.
«Θα έρθεις να σε χαιρετήσω; Πάω στρατό…»
«Μεγάλωσες βρε θηρίο» είπε και με κοίταξε στα ίσα.
Είχαμε το ίδιο μπόι εδώ και χρόνια πια.
«Μεγάλωσες καλά. Άντε, γερά! Έχεις κότσια εσύ, δε σε φοβάμαι»
Και η πόρτα έκλεισε.
«Μπαμπά…» φώναξα. «Εγώ φοβάμαι» Ήθελα να του πω.
Αλλά ειπα μόνο «Μπαμπά! θέλω να δω την μηχανή που φτιάχνεις» Κι απάντηση καμιά.

Και πέρασε ο καιρός. Με έναν πατέρα χαμένο και μια μάνα σιωπηλή. Κι εγώ να σημαδεύω τα σύννεφα με τ’ όπλο, να σημαδεύω όλα τα ελεύθερα πλάσματα γης κι ουρανών. Γιατί και τόση ελευθερία τι να την κάνουν πια. Τι να την κάνεις αν δεν έχεις όρια. Τι σόι ελευθερία είναι αυτή που κανείς δεν στην περιορίσει για να την εκτιμήσεις;

«Κυρ Τσαμαδέ, για άνοιξέ μου» χτύπησα την πόρτα στο εργαστήριο.
«Μωρ' τι λεβέντης εισαι εσυ!» είπε καθώς με κοίταξε καμπουριασμένος.
Εκείνος ο τεράστιος πατέρας, συρρικνωμένος έστεκε μπροστά μου.
Έσπρωξα την πόρτα απαλά. Δεν αντιστάθηκε.
«Τι φτιάχνεις τόσα χρόνια εδώ μέσα. Μια μηχανή σχεδιάζεις. Μια μηχανή για τι»;
«Μια μηχανή να κάνει τα όνειρά αλήθεια»
«Και τι τη θες ρε πατέρα αυτή τη μηχανή; Τα όνειρα εμείς τα κάνουμε αλήθεια. Κι όσο εσύ κυνήγαγες να βρεις τα όνειρα σου, έχασες την αλήθεια γύρω σου. Έχασες που γεννήθηκα, που μεγάλωσα και σπούδασα. Με έχασες. Και τι νόημα έχει όλο αυτό; Να σκέφτεσαι πώς θα κάνεις τα όνειρα πραγματικότητα όταν είχες μια αλήθεια που ήταν όνειρο και δε γύρισες ποτέ να την κοιτάξεις».
Ο πατέρας ξεφύσησε. Ναι, εγώ ήμουν το τελειότερο δημιούργημα του. Ναι εγώ. Εκείνο που χρόνια πάσχιζε να φτιάξει με ελάσματα το είχε φτιάξει με κύτταρα.
«Δεν είμαι εγώ αυτό», είπε μονάχα. Και με έδειξε. «Εγώ ήθελα τον κόσμο να γυρίσω. Και βρέθηκα εδώ, σε ένα άγονο χωριό, να ψάχνω τρόπους να είμαι εδώ και αλλού ταυτόχρονα. Εδώ κι αλλού...»
«Ποτέ δεν ήσουνα εδώ»
«Ούτε και αλλού».
«Τόσος χαμένος χρόνος».
Τόσος χαμένος χρόνος.

Βγήκα και άφησα την πόρτα ανοιχτή. Λίγο μετά ο πατέρας κατέβηκε κάτω. Μας βρήκε με τη μάνα στην κουζίνα. Η Ρένα τον κοίταξε περίεργα. «Είναι ο πάππους» της είπα. Εκείνος με κοίταξε. «Όχι, θα το είχες μάθει αν είχα παντρευτεί! Δεν είμαι παντρεμένος με τη μαμά της. Δεν μπορούσα να είμαι μαζί της και όπου αλλού ήθελα». Και τον κοίταξα. Ένας ξένος. Κι ήμασταν ίδιοι.
«Σου αρέσουν οι παπαρούνες» ρώτησε την μικρή.
«Ναι» έγνεψε εκείνη
«Τις ξεχωρίζεις από τις ανεμώνες».
«Όχι»
«Πάμε να σου δείξω» και την έπιασε από το χέρι.
«Πήγαινε» της έκανα νόημα. Βγήκαν έξω. Όπως βάδιζε κόντρα στον ήλιο έμοιαζε μια σκιά που ξεμάκραινε. Ένας άνθρωπος που μας έδειχνε για ακόμα μια φορά την πλάτη του. Καθώς πήγαινε αλλού.
«Θα μας κοιτάξει καταπρόσωπο» είπα στη μάνα. «Θα μας κοιτάξει καθώς θα επιστρέφει. Εδώ».
Κι εκείνη χαμογέλασε τρυφερά. Σαν να βγάζαμε οικογενειακή φωτογραφία…