Χτύπησα την πόρτα στο γραφείο του. «Mπαμπά!» φώναξα. Και η πόρτα άνοιξε.
Στάθηκα πίσω της. Με κοίταξε μέσα από την χαραμάδα. Τόσο ψηλός. Εσκυψε προς το μέρος μου.
«Τι είναι»;
«Πήρα 10» και το έδειξα το διαγώνισμα στην αριθμητική.
«Μπράβο αγόρι μου. Πήγαινε τώρα να διαβάσεις να μάθεις ακόμα πιο πολλά».
«Τι φτιάχνεις, να δω»;
«Κάτι δικό μου, άντε, πήγαινε τώρα»
Και έκλεισε η πόρτα. Κι εξαφανίστηκε ξανά.
Ο πατέρας. Το φάντασμα του σπιτιού.
«Που είναι ο μπαμπάς μαμά».
«Στο εργαστήριο, φτιάχνει τη μηχανή του. Να μην τον ενοχλήσουμε παιδί μου».
Μια ζωή η ίδια απάντηση. Να μην τον ενοχλήσουμε, ποτέ.
Χειμώνας. Καλοκαίρι. Και πέρναγε ο καιρός. Και πέρναγαν τα χρόνια. Πρωί και χτύπησα την πόρτα. «Πατέρα» φώναξα. Κι άνοιξε την πόρτα.
Στάθηκε πίσω της. Με κοίταξε μέσα απ’ την χαραμάδα.
«Ψήλωσες ρε! Τι έγινε;» γέλασε αυτός.
«Πέρασα» του είπα.
«Πέρασες»;
«Πέρασα στο Πολυτεχνείο. Μηχανολόγος μηχανικός»!
«Μπράβο αστερία μου» χαμογέλασε αυτός.
«Να δω τη μηχανή σου»;
«Τα όνειρα σου κοίτα εσύ, κι εμένα να μ' αφήσεις»!
Και πέρναγαν τα χρόνια. Και πέρναγε ο καιρός. Πρωί και χτύπησα την πόρτα.
«Θα έρθεις να σε χαιρετήσω; Πάω στρατό…»
«Μεγάλωσες βρε θηρίο» είπε και με κοίταξε στα ίσα.
Είχαμε το ίδιο μπόι εδώ και χρόνια πια.
«Μεγάλωσες καλά. Άντε, γερά! Έχεις κότσια εσύ, δε σε φοβάμαι»
Και η πόρτα έκλεισε.
«Μπαμπά…» φώναξα. «Εγώ φοβάμαι» Ήθελα να του πω.
Αλλά ειπα μόνο «Μπαμπά! θέλω να δω την μηχανή που φτιάχνεις» Κι απάντηση καμιά.
Και πέρασε ο καιρός. Με έναν πατέρα χαμένο και μια μάνα σιωπηλή. Κι εγώ να σημαδεύω τα σύννεφα με τ’ όπλο, να σημαδεύω όλα τα ελεύθερα πλάσματα γης κι ουρανών. Γιατί και τόση ελευθερία τι να την κάνουν πια. Τι να την κάνεις αν δεν έχεις όρια. Τι σόι ελευθερία είναι αυτή που κανείς δεν στην περιορίσει για να την εκτιμήσεις;
«Κυρ Τσαμαδέ, για άνοιξέ μου» χτύπησα την πόρτα στο εργαστήριο.
«Μωρ' τι λεβέντης εισαι εσυ!» είπε καθώς με κοίταξε καμπουριασμένος.
Εκείνος ο τεράστιος πατέρας, συρρικνωμένος έστεκε μπροστά μου.
Έσπρωξα την πόρτα απαλά. Δεν αντιστάθηκε.
«Τι φτιάχνεις τόσα χρόνια εδώ μέσα. Μια μηχανή σχεδιάζεις. Μια μηχανή για τι»;
«Μια μηχανή να κάνει τα όνειρά αλήθεια»
«Και τι τη θες ρε πατέρα αυτή τη μηχανή; Τα όνειρα εμείς τα κάνουμε αλήθεια. Κι όσο εσύ κυνήγαγες να βρεις τα όνειρα σου, έχασες την αλήθεια γύρω σου. Έχασες που γεννήθηκα, που μεγάλωσα και σπούδασα. Με έχασες. Και τι νόημα έχει όλο αυτό; Να σκέφτεσαι πώς θα κάνεις τα όνειρα πραγματικότητα όταν είχες μια αλήθεια που ήταν όνειρο και δε γύρισες ποτέ να την κοιτάξεις».
Ο πατέρας ξεφύσησε. Ναι, εγώ ήμουν το τελειότερο δημιούργημα του. Ναι εγώ. Εκείνο που χρόνια πάσχιζε να φτιάξει με ελάσματα το είχε φτιάξει με κύτταρα.
«Δεν είμαι εγώ αυτό», είπε μονάχα. Και με έδειξε. «Εγώ ήθελα τον κόσμο να γυρίσω. Και βρέθηκα εδώ, σε ένα άγονο χωριό, να ψάχνω τρόπους να είμαι εδώ και αλλού ταυτόχρονα. Εδώ κι αλλού...»
«Ποτέ δεν ήσουνα εδώ»
«Ούτε και αλλού».
«Τόσος χαμένος χρόνος».
Τόσος χαμένος χρόνος.
Βγήκα και άφησα την πόρτα ανοιχτή. Λίγο μετά ο πατέρας κατέβηκε κάτω. Μας βρήκε με τη μάνα στην κουζίνα. Η Ρένα τον κοίταξε περίεργα. «Είναι ο πάππους» της είπα. Εκείνος με κοίταξε. «Όχι, θα το είχες μάθει αν είχα παντρευτεί! Δεν είμαι παντρεμένος με τη μαμά της. Δεν μπορούσα να είμαι μαζί της και όπου αλλού ήθελα». Και τον κοίταξα. Ένας ξένος. Κι ήμασταν ίδιοι.
«Σου αρέσουν οι παπαρούνες» ρώτησε την μικρή.
«Ναι» έγνεψε εκείνη
«Τις ξεχωρίζεις από τις ανεμώνες».
«Όχι»
«Πάμε να σου δείξω» και την έπιασε από το χέρι.
«Πήγαινε» της έκανα νόημα. Βγήκαν έξω. Όπως βάδιζε κόντρα στον ήλιο έμοιαζε μια σκιά που ξεμάκραινε. Ένας άνθρωπος που μας έδειχνε για ακόμα μια φορά την πλάτη του. Καθώς πήγαινε αλλού.
«Θα μας κοιτάξει καταπρόσωπο» είπα στη μάνα. «Θα μας κοιτάξει καθώς θα επιστρέφει. Εδώ».
Κι εκείνη χαμογέλασε τρυφερά. Σαν να βγάζαμε οικογενειακή φωτογραφία…
Στάθηκα πίσω της. Με κοίταξε μέσα από την χαραμάδα. Τόσο ψηλός. Εσκυψε προς το μέρος μου.
«Τι είναι»;
«Πήρα 10» και το έδειξα το διαγώνισμα στην αριθμητική.
«Μπράβο αγόρι μου. Πήγαινε τώρα να διαβάσεις να μάθεις ακόμα πιο πολλά».
«Τι φτιάχνεις, να δω»;
«Κάτι δικό μου, άντε, πήγαινε τώρα»
Και έκλεισε η πόρτα. Κι εξαφανίστηκε ξανά.
Ο πατέρας. Το φάντασμα του σπιτιού.
«Που είναι ο μπαμπάς μαμά».
«Στο εργαστήριο, φτιάχνει τη μηχανή του. Να μην τον ενοχλήσουμε παιδί μου».
Μια ζωή η ίδια απάντηση. Να μην τον ενοχλήσουμε, ποτέ.
Χειμώνας. Καλοκαίρι. Και πέρναγε ο καιρός. Και πέρναγαν τα χρόνια. Πρωί και χτύπησα την πόρτα. «Πατέρα» φώναξα. Κι άνοιξε την πόρτα.
Στάθηκε πίσω της. Με κοίταξε μέσα απ’ την χαραμάδα.
«Ψήλωσες ρε! Τι έγινε;» γέλασε αυτός.
«Πέρασα» του είπα.
«Πέρασες»;
«Πέρασα στο Πολυτεχνείο. Μηχανολόγος μηχανικός»!
«Μπράβο αστερία μου» χαμογέλασε αυτός.
«Να δω τη μηχανή σου»;
«Τα όνειρα σου κοίτα εσύ, κι εμένα να μ' αφήσεις»!
Και πέρναγαν τα χρόνια. Και πέρναγε ο καιρός. Πρωί και χτύπησα την πόρτα.
«Θα έρθεις να σε χαιρετήσω; Πάω στρατό…»
«Μεγάλωσες βρε θηρίο» είπε και με κοίταξε στα ίσα.
Είχαμε το ίδιο μπόι εδώ και χρόνια πια.
«Μεγάλωσες καλά. Άντε, γερά! Έχεις κότσια εσύ, δε σε φοβάμαι»
Και η πόρτα έκλεισε.
«Μπαμπά…» φώναξα. «Εγώ φοβάμαι» Ήθελα να του πω.
Αλλά ειπα μόνο «Μπαμπά! θέλω να δω την μηχανή που φτιάχνεις» Κι απάντηση καμιά.
Και πέρασε ο καιρός. Με έναν πατέρα χαμένο και μια μάνα σιωπηλή. Κι εγώ να σημαδεύω τα σύννεφα με τ’ όπλο, να σημαδεύω όλα τα ελεύθερα πλάσματα γης κι ουρανών. Γιατί και τόση ελευθερία τι να την κάνουν πια. Τι να την κάνεις αν δεν έχεις όρια. Τι σόι ελευθερία είναι αυτή που κανείς δεν στην περιορίσει για να την εκτιμήσεις;
«Κυρ Τσαμαδέ, για άνοιξέ μου» χτύπησα την πόρτα στο εργαστήριο.
«Μωρ' τι λεβέντης εισαι εσυ!» είπε καθώς με κοίταξε καμπουριασμένος.
Εκείνος ο τεράστιος πατέρας, συρρικνωμένος έστεκε μπροστά μου.
Έσπρωξα την πόρτα απαλά. Δεν αντιστάθηκε.
«Τι φτιάχνεις τόσα χρόνια εδώ μέσα. Μια μηχανή σχεδιάζεις. Μια μηχανή για τι»;
«Μια μηχανή να κάνει τα όνειρά αλήθεια»
«Και τι τη θες ρε πατέρα αυτή τη μηχανή; Τα όνειρα εμείς τα κάνουμε αλήθεια. Κι όσο εσύ κυνήγαγες να βρεις τα όνειρα σου, έχασες την αλήθεια γύρω σου. Έχασες που γεννήθηκα, που μεγάλωσα και σπούδασα. Με έχασες. Και τι νόημα έχει όλο αυτό; Να σκέφτεσαι πώς θα κάνεις τα όνειρα πραγματικότητα όταν είχες μια αλήθεια που ήταν όνειρο και δε γύρισες ποτέ να την κοιτάξεις».
Ο πατέρας ξεφύσησε. Ναι, εγώ ήμουν το τελειότερο δημιούργημα του. Ναι εγώ. Εκείνο που χρόνια πάσχιζε να φτιάξει με ελάσματα το είχε φτιάξει με κύτταρα.
«Δεν είμαι εγώ αυτό», είπε μονάχα. Και με έδειξε. «Εγώ ήθελα τον κόσμο να γυρίσω. Και βρέθηκα εδώ, σε ένα άγονο χωριό, να ψάχνω τρόπους να είμαι εδώ και αλλού ταυτόχρονα. Εδώ κι αλλού...»
«Ποτέ δεν ήσουνα εδώ»
«Ούτε και αλλού».
«Τόσος χαμένος χρόνος».
Τόσος χαμένος χρόνος.
Βγήκα και άφησα την πόρτα ανοιχτή. Λίγο μετά ο πατέρας κατέβηκε κάτω. Μας βρήκε με τη μάνα στην κουζίνα. Η Ρένα τον κοίταξε περίεργα. «Είναι ο πάππους» της είπα. Εκείνος με κοίταξε. «Όχι, θα το είχες μάθει αν είχα παντρευτεί! Δεν είμαι παντρεμένος με τη μαμά της. Δεν μπορούσα να είμαι μαζί της και όπου αλλού ήθελα». Και τον κοίταξα. Ένας ξένος. Κι ήμασταν ίδιοι.
«Σου αρέσουν οι παπαρούνες» ρώτησε την μικρή.
«Ναι» έγνεψε εκείνη
«Τις ξεχωρίζεις από τις ανεμώνες».
«Όχι»
«Πάμε να σου δείξω» και την έπιασε από το χέρι.
«Πήγαινε» της έκανα νόημα. Βγήκαν έξω. Όπως βάδιζε κόντρα στον ήλιο έμοιαζε μια σκιά που ξεμάκραινε. Ένας άνθρωπος που μας έδειχνε για ακόμα μια φορά την πλάτη του. Καθώς πήγαινε αλλού.
«Θα μας κοιτάξει καταπρόσωπο» είπα στη μάνα. «Θα μας κοιτάξει καθώς θα επιστρέφει. Εδώ».
Κι εκείνη χαμογέλασε τρυφερά. Σαν να βγάζαμε οικογενειακή φωτογραφία…
5 σχόλια:
Εκφραστικό κείμενο και γλυκόπικρο
Με εχει πιασει μια "βουτυρομπεμπεδίλα". Πρέπει να γραψω κάτι ζόρικο συντομα (βασικα με τοσα νευρα που έχω, στο κειμενο μου θα χρειαστει να ανατινάξω 2 κτιρια, να δεσω δυναμιτη γυρω απο ομήρους και- για την απολυτη εκτώνωση- να βιάσω τον Χιου Τζακμαν ενω τον απειλω με ένα περιστροφο μεταξυ μας, ε, δε θα μου καθοταν και αλλιώς!) :Ρ
Υπάρχουν αρκετά κιλά εκρηκτικά και σ' αυτό το κείμενο. Το ότι έχει απαλό περιτύλιγμα ίσως το κάνει ακόμα πιο δυνατό.
Τόσο γλυκό που με έκανες να δακρύσω! Μικρούλα μου Ίντυ, σε ευχαριστούμε για το καινούριο υπέροχο κείμενο που μας χάρισες και πάλι. Χαδάκι στο μάγουλο και ταυτόχρονα γροθιά στο στομάχι!...
Ο ιδανικός συνδυασμός για να μας κάνεις να α.ι.σ.θ.α.ν.ό.μ.α.σ.τ.ε!
Σε φιλώ με αγάπη!
Ξέρεις οτι δεν είν'ανάγκη να είναι κανείς κλεισμένος σε μια σοφίτα για να είσαι αλλού, μπορείς να μην εισαι εδώ και μέσα στον κόσμο, τρώγοντας δίπλα τους και κρατώντας τους απ'το χέρι.
Δημοσίευση σχολίου