Γη… Την τελευταία φορά που είδα τον Παππού τον Βάτραχο είχαμε μια διαφωνία για το πόσες φορές είχαμε πάει σ΄ ένα μπαρ- απ’ το οποίο εγώ είχα πολλές και εξαιρετικά έντονες αναμνήσεις. Ο Παππούς ο Βάτραχος έλεγε ότι είχαμε πάει 1-2 φορές κι εγώ 8-9. Ναι, δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα για συμβιβασμό, γιατί αν σκεφτούμε ότι στο μπαρ αυτό πήγαινα μόνο μαζί του, δε μπορεί εγώ να είχα πάει 8 φορές κι αυτός 2! Μήπως είχε τυφλωθεί από τον καπνό και δεν είδε τις υπόλοιπες;
Φωτιά… «η μνήμη είναι μια αδιάκοπη διεργασία και όχι ένας χώρος αποθήκευσης αποκρυσταλλωμένων στάσιμων πληροφοριών (…) Το μνημονικό έγγραμμα τροποποιείται απουσία του αρχικού ερεθίσματος, με αποτέλεσμα να αφορά λιγότερο αυτό που θυμόμαστε και περισσότερο τον εαυτό μας»*. Έτσι τη στιγμή που εγώ ανακαλώ στη μνήμη μου την συγκεκριμένη βραδιά στο μπαρ, την ίδια ακριβώς στιγμή ξεχνάω ποια ήταν η τότε ρεαλιστική της αίσθηση. Με λίγα λόγια, το αντικειμενικό έγγραμμα, εκείνο που είναι πιστό στην αίσθηση μου εκείνο το βράδυ στο μπαρ δε θα το γνωρίσω ποτέ στ’ αλήθεια: η μνήμη είναι σαν την ιστορία. Την γράφεις εσύ και μάλιστα παρεμβατικά: με το τι σήμαινε αυτή η στιγμή όταν την είδες πια από μακριά, από το μέλλον…
Αέρας… Εγώ λοιπόν εκείνες τις –δεν ξέρω αλήθεια πόσες φορές ήταν!- στο μπαρ, πέρασα τόσο συνταρακτικά που μάλλον ονειρεύτηκα ότι πήγαμε εκεί κι άλλες τόσες και κάναμε κι άλλα. Και ξαφνικά η αίσθηση των 3 (?) βραδιών πολλαπλασιάστηκε μεγεθύνοντας και τα αισθήματά μου για τη σχέση μας τότε. Ο Παππούς ο Βάτραχος έχει εξιδανικεύσει ανάλογα ένα βιαστικό και αναπάντεχο ταξίδι που κάναμε κάποτε αεροπορικώς στο Παρίσι. Όπως ο ίδιος παρατήρησε «είμαστε πολύ γενναιόδωροι άνθρωποι άρα είναι λογικό να έχουμε και μια… γενναιόδωρη μνήμη με XL αναμνήσεις»!
Το δικό μου πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι είμαι άνθρωπος του «όλα ή τίποτα». Έτσι κρατάω τις καλές αναμνήσεις (τις μέτριες τις διασκευάζω σε καλές) και διαγράφω τις κακές. «Εδώ έγκειται και το ειρωνικο στοιχείο στις αφηγήσεις του Προύστ: να θυμάται τα πράγματα πολύ καλύτερα απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα». Αυτό είναι ένα μικρό πρόβλημα γιατί ποτέ δε μπορώ να θυμηθώ τα χάλια σε μια σχέση –αισθηματική, επαγγελματική, οικογενειακή: ζω στον ειδυλλιακό τόπο της καλής ανάμνησης. Και ως γνωστόν, ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη ξανακάνει τα ίδια λάθη από την αρχή. Και έτσι φτάνουμε στο μείζον θέμα των τελευταίων ημερών: το καλάθι! Για την ακρίβεια το μικρό καλάθι –που δε λέω να μάθω να κρατάω όταν μπαίνω σε κάτι καινούριο.
Νερό… Και ένα βράδυ βρίσκεσαι σε ναρκοπέδιο κρυμμένο κάτω από ροδοπέταλα και φιλικά πυρά σου έρχονται από όλες τις μπάντες. Θέμα: το καλάθι! Η καλαθούνα που δε λέει μια φορά να γίνει καλαθάκι, η αισιόδοξη υπερβολή και το παραμύθιασμα στο οποίο αυθυποβάλλομαι, η τάση να ξεχνάω διαρκώς ότι η ζωή έχει μια τάση προς τα σκατά και όχι προς την υπερπαραγωγή με κολοκύθες που γίνονται άμαξες, με swarovski γοβάκια που χωράνε μόνο στο πόδι σου (και δε σε πιέζουν στο κότσι) και happy endings. «Έχω πολύ καλή μνήμη» γελάω από μέσα μου ενώ οι φίλες μου τα χώνουν που για άλλη μια φορά θα απογοητευτώ στο τέλος, που πιθανόν τα πράγματα θα πάνε (για άλλη μια φορά) χάλια κι εγώ θα θέλω να πεθάνω μετά. «Έχω πολύ καλή μνήμη» σκέφτομαι, «και το καλή με την έννοια του δυνατή και την έννοια του αγαθή. Το δυνατή βοηθά στο μεταπτυχιακό, το αγαθή είμαι απλά εγώ. Δε μπορώ να σκέφτομαι πίσω από τα πράγματα, να κρατάω πισινές και μικρό καλάθι. Προτιμώ να κάνω φωτεινές προβολές μπροστά τους». Υπέμεινα τα φιλικα πυρά με μακροβούτια στην δεύτερη herradura μου και μια νύστα γλυκιά με έπιασε, χαλαρωτική. Άρχισα να βλέπω την αποβίβαση μου ξημέρωμα στο νησί, να με παίρνει αγκαλιά, να πηγαίνουμε στο κρεβατάκι του και να κοιμόμαστε κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο και το επόμενο βράδυ νυχτερινό μπάνιο στην αμμουδιά, το iphone να παίζει τρελά indie compilations… Προφανώς κοιμάμαι όρθια όπως λένε οι φίλες μου, αλλά θέλω να κοιμάμαι έτσι όλο το καλοκαίρι…
*Τζόνα Λέρερ "Ο Προύστ ήταν νευροεπιστήμονας", εκδ. ΑΒΓΟ, σελ 127 & 129
Φωτιά… «η μνήμη είναι μια αδιάκοπη διεργασία και όχι ένας χώρος αποθήκευσης αποκρυσταλλωμένων στάσιμων πληροφοριών (…) Το μνημονικό έγγραμμα τροποποιείται απουσία του αρχικού ερεθίσματος, με αποτέλεσμα να αφορά λιγότερο αυτό που θυμόμαστε και περισσότερο τον εαυτό μας»*. Έτσι τη στιγμή που εγώ ανακαλώ στη μνήμη μου την συγκεκριμένη βραδιά στο μπαρ, την ίδια ακριβώς στιγμή ξεχνάω ποια ήταν η τότε ρεαλιστική της αίσθηση. Με λίγα λόγια, το αντικειμενικό έγγραμμα, εκείνο που είναι πιστό στην αίσθηση μου εκείνο το βράδυ στο μπαρ δε θα το γνωρίσω ποτέ στ’ αλήθεια: η μνήμη είναι σαν την ιστορία. Την γράφεις εσύ και μάλιστα παρεμβατικά: με το τι σήμαινε αυτή η στιγμή όταν την είδες πια από μακριά, από το μέλλον…
Αέρας… Εγώ λοιπόν εκείνες τις –δεν ξέρω αλήθεια πόσες φορές ήταν!- στο μπαρ, πέρασα τόσο συνταρακτικά που μάλλον ονειρεύτηκα ότι πήγαμε εκεί κι άλλες τόσες και κάναμε κι άλλα. Και ξαφνικά η αίσθηση των 3 (?) βραδιών πολλαπλασιάστηκε μεγεθύνοντας και τα αισθήματά μου για τη σχέση μας τότε. Ο Παππούς ο Βάτραχος έχει εξιδανικεύσει ανάλογα ένα βιαστικό και αναπάντεχο ταξίδι που κάναμε κάποτε αεροπορικώς στο Παρίσι. Όπως ο ίδιος παρατήρησε «είμαστε πολύ γενναιόδωροι άνθρωποι άρα είναι λογικό να έχουμε και μια… γενναιόδωρη μνήμη με XL αναμνήσεις»!
Το δικό μου πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι είμαι άνθρωπος του «όλα ή τίποτα». Έτσι κρατάω τις καλές αναμνήσεις (τις μέτριες τις διασκευάζω σε καλές) και διαγράφω τις κακές. «Εδώ έγκειται και το ειρωνικο στοιχείο στις αφηγήσεις του Προύστ: να θυμάται τα πράγματα πολύ καλύτερα απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα». Αυτό είναι ένα μικρό πρόβλημα γιατί ποτέ δε μπορώ να θυμηθώ τα χάλια σε μια σχέση –αισθηματική, επαγγελματική, οικογενειακή: ζω στον ειδυλλιακό τόπο της καλής ανάμνησης. Και ως γνωστόν, ένας άνθρωπος χωρίς μνήμη ξανακάνει τα ίδια λάθη από την αρχή. Και έτσι φτάνουμε στο μείζον θέμα των τελευταίων ημερών: το καλάθι! Για την ακρίβεια το μικρό καλάθι –που δε λέω να μάθω να κρατάω όταν μπαίνω σε κάτι καινούριο.
Νερό… Και ένα βράδυ βρίσκεσαι σε ναρκοπέδιο κρυμμένο κάτω από ροδοπέταλα και φιλικά πυρά σου έρχονται από όλες τις μπάντες. Θέμα: το καλάθι! Η καλαθούνα που δε λέει μια φορά να γίνει καλαθάκι, η αισιόδοξη υπερβολή και το παραμύθιασμα στο οποίο αυθυποβάλλομαι, η τάση να ξεχνάω διαρκώς ότι η ζωή έχει μια τάση προς τα σκατά και όχι προς την υπερπαραγωγή με κολοκύθες που γίνονται άμαξες, με swarovski γοβάκια που χωράνε μόνο στο πόδι σου (και δε σε πιέζουν στο κότσι) και happy endings. «Έχω πολύ καλή μνήμη» γελάω από μέσα μου ενώ οι φίλες μου τα χώνουν που για άλλη μια φορά θα απογοητευτώ στο τέλος, που πιθανόν τα πράγματα θα πάνε (για άλλη μια φορά) χάλια κι εγώ θα θέλω να πεθάνω μετά. «Έχω πολύ καλή μνήμη» σκέφτομαι, «και το καλή με την έννοια του δυνατή και την έννοια του αγαθή. Το δυνατή βοηθά στο μεταπτυχιακό, το αγαθή είμαι απλά εγώ. Δε μπορώ να σκέφτομαι πίσω από τα πράγματα, να κρατάω πισινές και μικρό καλάθι. Προτιμώ να κάνω φωτεινές προβολές μπροστά τους». Υπέμεινα τα φιλικα πυρά με μακροβούτια στην δεύτερη herradura μου και μια νύστα γλυκιά με έπιασε, χαλαρωτική. Άρχισα να βλέπω την αποβίβαση μου ξημέρωμα στο νησί, να με παίρνει αγκαλιά, να πηγαίνουμε στο κρεβατάκι του και να κοιμόμαστε κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο και το επόμενο βράδυ νυχτερινό μπάνιο στην αμμουδιά, το iphone να παίζει τρελά indie compilations… Προφανώς κοιμάμαι όρθια όπως λένε οι φίλες μου, αλλά θέλω να κοιμάμαι έτσι όλο το καλοκαίρι…
*Τζόνα Λέρερ "Ο Προύστ ήταν νευροεπιστήμονας", εκδ. ΑΒΓΟ, σελ 127 & 129