CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

17.3.11

Ποιος κήρυξε την επανάσταση, ρε; (μέρος α)

Ο κόκορας έκρωξε στις 5:17, ακριβώς όπως κάθε πρωί. Αυτό όμως δεν ήταν ένα πρωινό σαν όλα τ’ άλλα. Μπορεί ο ήλιος να ανέτειλε απ’ το ίδιο σημείο (αν και εν προκειμένω δεν είχε ανατείλει ακόμη), μπορεί ο κόκορας μου να λαλούσε με τον ίδιο τρόπο (και δη βραχνά και εκνευριστικά), μα εκείνη η μέρα, η 24η Φεβρουαρίου του σωτήριου έτους 1821 ήταν προγραμματισμένη να μείνει στην ιστορία.
Έμεινα για λίγο ξαπλωμένος, σε μια ενδιάμεση κατάσταση ύπνου και ξύπνιου. Σκεφτόμουν ξανά την Επανάσταση. Τόσος χρόνος, τόση κούραση, τόση αγωνία. Και πια είχαν τελειώσει τα ψέματα. Τέρμα τα λόγια. Ήταν ώρα για τα έργα.
Ο δικός μου αγώνας έληγε εκείνο το πρωί. Το πρωί που θ’ άρχιζε ο αγώνας των άλλων. Δε θα πολεμούσαμε πια με πένες, «με το γάντι», μα με κουμπούρια. Ένα χαμόγελο ευτυχίας ανέβηκε στα χείλη μου και συναντήθηκε με το δάκρυ που κατέβαινε στο μάγουλό μου. Όλα τελειώνουν κι όλα αρχίζουν εδώ. Και πού να το φανταζόμουν αυτό πριν δέκα χρόνια...

Θυμάμαι ήμουν στην Πρέβεζα, είχα πάει να παραλάβω ένα δέμα με σφραγίδες για μέταλλα –του πατέρα μου: αργυροτεχνίτης. Όσο περίμενα το καράβι πλάκωσε η συνοδεία του Αλή. Κάποιον περίμεναν. Ξεμάκρυνα, δεν ήθελα ούτε να τους βλέπω. Ο ένας τους μάλιστα ήταν κι Έλληνας, η μάνα του συγχωριανή μας. Με είδε και με φώναξε.
-Τι θες; Δε μιλάω τούρκικα, είπα και του γύρισα την πλάτη.
-Τι κάνει η μάνα μου ωρέ; Δε μου μιλάει πια, δε με γνωρίζει. Ζει, είναι καλά;
-Με τέτοιο μούσκαρο γιο που ‘κανε λες να ‘ναι καλά;
Τα μάτια του βούρκωσαν. Ήμασταν συνομήλικοι μα αυτός έδειχνε παιδάκι ακόμα.
-Μια λέξη μόνο πες μου, μόνο αν ζει.
-Ζει, του είπα κι έκανα να φύγω.
Μ’ έπιασε, γονάτισε κι άρχισε να μου φιλάει το χέρι ψέλνοντας χίλια ευχαριστώ.
-Έλα, σήκω. Άσε με, τον έσπρωξα.
Μα αυτός σερνόταν πίσω μου. Να περιμένω έλεγε. Να με γυρίσει αυτός στα Γιάννενα. Περίμεναν έναν Άγγλο Λόρδο, καλεσμένο του Αλή, η φρεγάτα του είχε έρθει, σε λίγο θα ‘φευγαν.
Εκείνη την ώρα έφτασε και το καράβι που περίμενα. Τον αγνόησα και πήγα να πάρω το δέμα του πατέρα μου. Φεύγοντας είδα το καραβάνι του Πασά να ξεκινά.
-Ε, Λάμπρο, τι γινάτια είναι αυτά; Για όνομα του Θεού, έλα μαζί!
-Για όνομα ποιανού Θεού; Τον ρώτησα.
Δε μπορούσα ν’ ανέβω. Κουδούνια θα μου κρέμαγαν στο χωριό. Με τις άμαξες του Πασά, φιλίες με προδότες και Άγγλους ευγενείς. Να μου έλειπε. Αλλά μετά το ξανασκέφτηκα. Με τις ενέδρες των κλεφτών στα χωριά, δε θα ήταν και τόσο καλή ιδέα να κυκλοφορώ με τις σφραγίδες πάνω μου. Αν έπεφτα στα χέρια τους το δέμα θα κατέληγε κομματάκια για βόλια. Και ο πατέρας μου, αποκλείεται να πίστευε ότι με λήστεψαν. Θα νόμιζε ότι τα προσέφερα οικειοθελώς -ήξερε πόσο θαύμαζα τους αρματολούς στα βουνά. Κι εξάλλου, λίγους φόρους πληρώναμε στον Αλή; Ε, ας τον εκμεταλλευόμουν μια φορά και να γύρναγα στον τόπο μου, με δικές του δαπάνες.
Κατευθύνθηκα προς το καραβάνι.
-Πού να μπω; Τον ρώτησα.
Εκείνος κατέβηκε όλο χαρά. Έτρεξε και άνοιξε μια άμαξα.
-Άρχοντα Μπάιρον, να κάτσει μαζί σας; Φίλος μου. Αδελφός!
-Σούρρρ, είπε ψυχρά ο τζιτζιφιόγκος και μάζεψε τα πόδια του για ν’ ανέβω.
Ήταν ξανθός, καχεκτικός και με ηλίθιο όνομα. Μπάιρον. Μα είναι δυνατόν να τον βάφτισαν Μπάιρον; Είναι όνομα αυτό για αρσενικό; Κι ο φίλος του, βέβαια, δεν πήγαινε πίσω. Ήταν της ίδιας συνομοταξίας των μη μου άπτου. Όπως και να ΄χε πια δε μπορούσα να αλλάξω γνώμη. Είχαμε ξεκινήσει το ταξίδι μας.
Στην διαδρομή, θέλοντας και μη, γνωρίστηκα καλύτερα με τον Μπάιρον –γιατί ο φίλος του κοιμόταν συνεχώς στη διαδρομή. Δεν ήταν τόσο άγγελος όσο έδειχνε η φάτσα κι η καταγωγή του. Ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, γόνος πλούσιας οικογενείας, αλλά με κάτι τσιγγάνικο στο αίμα του. Αφού έζησε για χρόνια έκλυτο βίο, αντελήφθη ότι δεν του αρκεί αυτό. Κι άρχισε τα ταξίδια.
-Και τι σε φέρνει στην Ελλάδα;
Έσκυψε στο αφτί μου και είπε συνωμοτικά.
-Λιμπερέισον. Ρεβολούσιον.
Δεν καταλάβαινα γρι.
-Ε-πα-νά-παυ-ση.
Τον κοίταξα χαζά.
-Λάθος το είπα; Ε-πα-νά-στα-ση, ξανασυλλάβισε ο Μπάιρον.
-Σκάσε, του έκλεισα το στόμα με το χέρι. Είναι οι Τούρκοι έξω.
Μου τράβηξε το χέρι και σκούπισε τα χείλη του με ένα φρεσκοπλυμένο μαντίλι. Είχε μια έκφραση αηδίας την ώρα που προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι δεν ξεστόμισε κανένα τρομερό μυστικό. Είναι πια γνωστό στην Ευρώπη πως οι Έλληνες ετοιμάζονται να εξεγερθούν. Από καιρό έχουν τα παλικαριά τους στα βουνά, κλέβουν όπλα και πλιατσικολογούν στα παλάτια για να ζήσουν. Είναι οι αντάρτες που η φωνή τους δε φτάνει ποτέ στην πόλη, μα φτάνουν οι άγριοι χοροί και τα τραγούδια τους. Είναι οι αντρειωμένοι που κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό τους μα οι παλικαριές τους κάνουν τον εχθρό να τους μισεί θανάσιμα.
-Εσύ δεν ξέρεις καμία συμμορία, ρώτησε ο Βύρων χαριτολογώντας.
-Ναι, την 300 Λ. Είναι μια κλέφτικη οργάνωση που βάζει μπουρλότα σε ανύποπτους Τούρκους αγάδες.
Έδειξε να ενθουσιάζεται. Κρεμάστηκε απ’ τα χείλη μου σα να περίμενε να του πω ιστορίες για πολεμικές συρράξεις και ανταρτοπόλεμους.
-Μωρέ, είσαι μετά καλά σου; Δεν ξέρω πράμμα.
Απογοητεύτηκε εμφανώς.
-Κρίμα. Γιατί εγώ, ποέτα. Ποιητής. Τραγουδάω τη λεβεντιά.
-Τραγουδάς, φφφ, ξεφύσηξα αποδοκιμαστικά. Γιατί δεν πας να πολεμήσεις;
-Πολεμιστές πολλοί, μυαλό τίποτα. Άμα θες να βοηθήσεις βοήθα να οργανωθεί η επανάσταση.
Είχαμε κάνει τα μισά του δρόμου όταν μας έπιασε η νύχτα. Αποφασίσαμε να διανυκτερεύσουμε σ’ ένα χάνι κάτω απ’ την Πίνδο. Το σκοτάδι πηχτό και μόνο τ’ αστέρια από πάνω μας έδιναν ένα μήνυμα ελπίδας.
Το βράδυ δε μ’ έπιανε ύπνος. Βγήκα κι έκατσα κάτω από ένα έλατο. Άναψα ένα αράβικο. Ξαφνικά άκουσα σούρσιμο, τινάχτηκα μην ήταν φίδι. Είδα το Λόρδο να πλησιάζει. Το σούρσιμο ήταν απ’ το κουτσό του πόδι.
-Μοιάζεις να βάζεις φωτιά στη νύχτα με την ανάσα σου, βγάζεις καπνούς απ’ το στόμα! Γέλασε ο Μπάιρον καθώς έκατσε δίπλα μου, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα.
Δεν του απάντησα. Έμεινα να κοιτάζω τον ουρανό.
-Αχ, τ’ αστέρια;
-Δεν είναι αστέρια. Είναι τα βόλια των επαναστατών, που τρυπάνε τα σκοτάδια της τουρκοκρατίας. Κοίτα, η λάμψη της ελευθερίας φαίνεται από πίσω, μουρμούρισα.
-Μάλλον είσαι κι εσύ ποιητής, χαμογέλασε ο Μπάιρον.
-Η ποίηση, η πράξη, είναι αυτό που κάνουμε, που είμαστε. Κοίτα λοιπόν πέρα απ’ τα λόγια να κάνουμε κάτι κι εμείς, για να γίνουμε αληθινά ποιητές.
Και μείναμε να κοιτάμε τον ουρανό, μέχρι που το τσιγάρο μου έκαψε τα δάχτυλα και πήγαμε για ύπνο.

(συνεχίζεται)

3 σχόλια:

mystery falls down είπε...

Τόσο εμπνευσμένη αφήγηση της ελληνικής ιστορίας με έντονα γλαφυρούς διαλόγους πρώτη φορά διαβάζω. Ανυπομονώ για τη συνέχεια.
ΥΓ. Δε θα μου προκαλούσε έκπληξη αν η Κάρμεν Ρουγγέρη αποφάσιζε να ανεβάσει παιδική παράσταση βασισμένη στη δημοσίευσή σου ή το διοικητικό συμβούλιο του ΟΕΔΒ σου ζητούσε να το εκδώσει. :)

sot είπε...

Εν αναμονή για τη λύση του μυστηρίου...

Ινδιάννα είπε...

mystery
ευχαριστώ, αλλά οταν δεις το τέλος, μάλλον θα καταλάβεις ότι για ...αφορισμό πάμε και όχι για χειροκρότημα απο τον ΟΕΔΒ! ;)

dear Sot
δευτερο επεισόδιο την Τρίτη
και τριτο και τελειωτικό χτύπημα
παραμονή της εθνικής εορτής!
:)