(Μας τον έφαγε η Αθήνα τον Άμμο, όσοι πιστοί μαζί μου θα ξεκαλοκαιριάσετε. Για να σας βάλω στο τριπ προχωράω σε μια freestyle extravaganza -από Swayzak μεχρι Cinderella παίζει σήμερα το μαγαζί, από New Pornographers μέχρι Mazzy Star, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, το καλοκαίρι με έχει βαρέσει κατακούτελα. Aλλά όσο περίεργα και να σας φαίνονται τα συγκροτήματα, τα τραγούδια ακούγονται αρμονικότατα με αυτή τη σειρά )!
Eπινα πολύ είναι η αλήθεια. Θα ήθελα να του ρίξω το φταίξιμο, γιατί το τρελό πιώμα ξεκίνησε απ’ όταν πήρα το δάνειο, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπινα από καιρό. Απ’ όταν γνώρισα την Κάτια. Απλά τελευταία είχα αρχίσει να πίνω και μόνος. Απ’ όταν έφυγε η Κάτια. Να βγαίνω, να βγάζω ρίζες μπροστά στη μπάρα και να παραγγέλνω το ένα ποτό πάνω στ' άλλο. Αυτό νομίζω ήταν το πιο οξύμωρο: ότι είχα μείνει απένταρος για να αγοράσω το σπίτι αλλά πια δεν άντεχα να μείνω μέσα του σαν νύχτωνε. Με έσφιγγαν οι τοίχοι, με πλάκωνε το ταβάνι. Και έπαιρνα τους δρόμους.
Εκείνο το ξημέρωμα γύρισα παραπατώντας και πραγματικά δεν έβλεπα να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά. Όταν πια μπήκα και ξάπλωσα ανάσκελα στο κρεβάτι, το σπίτι πήγαινε κι ερχόταν.
«Δεν το πιστεύω» μονολόγησα, «σταμάτα κι εσύ να με βασανίζεις! Σταμάτα να πηγαίνεις πάνω- κάτω, μπορείς;»
«Α, έχεις και απαιτήσεις! Που όλη μέρα μια κουβέντα δε μου λες και τα βράδια με παρατάς μόνο και γυρνάς ως τα ξημερώματα. Και κατά τ’ άλλα να μην έχω νεύρα και να μην πηγαίνω πάνω κάτω»!
Ήταν γεγονός: είχα καταρρίψει κάθε ρεκόρ. Όχι απλά είχα πιει πολύ αλλά βρισκόμουν και σε ένα είδος παραληρήματος –δε δικαιολογούταν αλλιώς ότι οι τοίχοι που πηγαινοέρχονταν και το ταβάνι που γύριζε μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά. Γύρισα στο πλάι σε στάση εμβρύου –η μόνη ενδεδειγμένη για να με αφήσει στοιχειωδώς το hangover να κλείσω μάτι. Αγκάλιασα το μαξιλάρι μου ελπίζοντας να με πάρει στην αγκάλη του και ο ύπνος.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει όταν άκουσα να χτυπούν την πόρτα. Ήταν πρωί, πολύ πρωί και σκέφτηκα πως ήρθε το συνεργείο καθαρισμού – ο διαχειριστής έλειπε σε διακοπές και μου είχε αφήσει χρήματα να τους πληρώσω. Σηκώθηκα σε μια κατάσταση ρευστού που προσπαθεί να παραστήσει το στερεό και τρέκλισα ως την πόρτα. Ίσιωσα λίγο το μποξεράκι μου και άνοιξα πέφτοντας πάνω σε μια μύτη. Που παρατηρώντας λίγο καλύτερα είδα πώς πίσω της είχε κι ένα πρόσωπο. Ανήκε σε μια γυναίκα οστεώδη που την συνόδευαν δυο τύποι κοντοπίθαροι και μάλλον άξεστοι –αν επιτρέπεται να κρίνεις τόσο αυστηρά κάποιον επειδή δε σου λέει «καλημέρα».
«Καλημέρα. Ορίστε;» είπα κάπως αιφνιδιασμένος και τότε «μμμ» άκουσα να λέει η γυναίκα και είδα την πελώρια γαμψή μύτη της να επιμηκύνεται ανεπαίσθητα και να κινείται ελαφρώς δεξιά- αριστερά.
«Συγγνώμη» και με έκανε στη μπάντα, εισβάλλοντας μέσα ρουθουνίζοντας σα λαγωνικό.
«Παρακαλώ τι θέλετε» είπα αλλά εκείνη σήκωσε το χέρι να σιωπήσω και συνέχισε, με τα ρουθούνια της τεράστιες χοάνες να φιλτράρουν τον αέρα. Οσφράνθηκε ενδελεχώς το σαλόνι τοίχο τοίχο και προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο. Μα ανοίγοντας την πόρτα του έβγαλε μια κραυγή τρόμου και σφάλισε τα μάτια της με δύναμη, λες και έβλεπε κάτι αποτρόπαιο.
«Τι;» τη ρώτησα.
«Είναι κόκκινο! Το καημένο, έχει γίνει κατακόκκινο απ’ το αλκοόλ».
«Η Κάτια έβαψε μπορντώ τον τοίχο, έλεγε ότι ήταν καλό φενγκ σούι –εν προκειμένω φεύγ- σούι διότι έφυγε μετά» –της εξήγησα.
Εκείνη σα να μην άκουγε πήγε στον τοίχο και τον ακούμπησε με το χέρι της.
«Πώς αισθάνεσαι χρυσό μου» του είπε κι εκείνο «με καίει το δέρμα μου και τα μαλλιά μου με ζεσταίνουν, τσούζουν τα μάτια μου» απάντησε.
Κάγχασα με την ιστορία του και πήγα ν’ ανοίξω το παντζούρι.
«Μα τι κάνετε; Είστε τρελός; Το ενοχλεί το φως. Έχει και ναυτία, νιώθει το στομάχι του βαρύ και κεντριά μελισσών να το κεντούν».
«Μα τι λέτε επιτέλους; Ακόμα κι αν αισθάνεται το στομάχι του βαρύ είναι γιατί κουβαλάει ένα σωρό έπιπλα. Και αυτό που το τσιμπάει είναι τα τακούνια σας! Μην το ακούτε –λέει ψέματα, μου έχει θυμώσει που το αφήνω μόνο».
«Α, ώστε το αφήνεται και μόνο! Μωρό οίκημα –Ενός; Δύο; Πόσων ετών είναι;».
«Πέρσι πρωτοκατοικήθηκε».
«Ντροπή σας, μόνο αυτό έχω να πω! Το πήρατε με τους τοίχους άσπρους και γαλακτερούς, να ευωδιάζουν πλαστικό χρώμα και γύψο και το έχετε καταντήσει μέσα στην κιτρινίλα και τη μπόχα απ’ τα τσιγάρα. Τόσο γερό, τόσο καλό και νέο σπίτι και η συναναστροφή με εσάς και τους αλκοολικούς φίλους σας το έχει οδηγήσει να ζέχνει σαν μπεκρής και να μη μπορεί να σταθεί στα θεμέλιά του. Λυπάμαι, θα πρέπει να σας το πάρουμε».
«Τι λέτε τώρα; Το δωμάτιο μυρίζει επειδή εγώ έπινα μέχρι αργά και κοιμάμαι με κλειστά παράθυρα και πόρτες -και το ουίσκι, ξέρετε, μεταβολίζεται αργά. Είναι οι αναθυμιάσεις μου αυτό που μυρίζετε, όχι οι δικές του! Η δική μου παρακμή με έχει φτάσει στον αλκοολισμό, το σπίτι μου όμως είναι μια χαρά. Το προσέχω, το φροντίζω, να κοιτάξτε το μπάνιο –είπα για να δικαιολογηθώ μέσα στον πανικό.
Μα ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου εκτός από τις τρίχες στη μπανιέρα και τα άλατα στη βρύση είδε και το αποχαιρετιστήριο μήνυμα της Κάτιας στον καθρέφτη –πέντε μήνες δεν είχα αξιωθεί να το σβήσω: «μείνε βιδωμένος στον καναπε με το τηλεκοντρόλ –εγω θα βγω στον έξω κόσμο να βρω την ευτυχία»
Με κοίταξε στα μάτια.
«Λυπάμαι» μου είπε.
«Κι εγώ λυπάμαι» της είπα, «γι΄ εμάς το αγόρασα το σπίτι, για εμάς καταχρεώθηκα και δούλευα σε τρεις δουλειές και μετά δεν είχα κουράγιο να βγω και έμενα στον καναπέ και αυτή με βαρέθηκε και ύστερα έφυγε και άρχισα να πίνω και…»
«Δεν εννοούσα αυτό. Λυπάμαι μας σας παίρνουμε την κηδεμονία»
«Μου κάνετε …τι»;
«Χάνετε το σπίτι. Θα το κλείσουμε σε άσυλο να απεξαρτηθεί απ’ το αλκοόλ και ίσως σε ένα δυο χρόνια να σας αφήσουμε να το ξαναδείτε».
«Μα τι λέτε τώρα, σας παρακαλώ ξανασκεφτείτε το»!
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σας αφήσουμε άλλο να μετατρέπετε αυτό το υπέροχο διαμέρισμα σε σπίτι του πόνου».
«Δεν έχετε δικαίωμα, δεν...» πήγα να τη σπρώξω αλλά εκείνη την ώρα ο ένας απ’ τους δύο συνοδούς της με πλησίασε και ένιωσα κάτι καυτό να διαπερνά το χέρι μου κι ακαριαία μια δόνηση σαν ηλεκτροσόκ τράνταξε τη ραχοκοκαλιά μου. Τιναζόμουν για λίγο όταν άνοιξα τα μάτια. Το κινητό ήταν κάτω από την πλάτη μου όπως ήμουν ανάσκελα στο κρεβάτι και χτύπαγε στη δόνηση. Το πάτησα χωρίς να βλέπω ποιος καλεί.
«Ναι» είπα.
«Σε ξύπνησα»;
«Ναι».
«Πού είσαι»;
«Εσύ που είσαι».
«Επιστρέφω».
«Πού Κάτια»;
«Έρχομαι σπίτι μας».
«Δεν υπάρχει πια σπίτι».
«Εννοείς δεν υπάρχει «σπίτι μας»;
«Δεν υπάρχει κοινή οικεία. Μήτε οικειότητα. Γι' αυτό καλύτερα μείνε εκεί που είσαι. Μείνε ακριβώς εκεί που είσαι».
Και έκλεισα.
Πέταξα το κινητό στον τοίχο. Εκείνος μου φάνηκε σα να προσπάθησε να πει κάτι, μα «μην τολμήσεις να βγάλεις κιχ» τον απείλησα. Και δε μίλησε…
(προτείνω για καλοκαιρινό ανάγνωσμα το “Intimacy” (Οικειότητα) του Χανιφ Κιουρέισι (βλ. σεναριογράφος του Ωραίο μου πλυντήριο, ο Σάμμυ και η Ρόζυ κάνουν έρωτα) που στα ελληνικά βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί με τον άσχετο τίτλο «οικείες απιστίες» απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη)