[Έταξα πρόσφατα στην αγαπητή συμπλόγκερ Σουσού ένα κείμενο με πρωταγωνίστρια την ίδια, στη συνέχεια όμως προβληματίστηκα για τη μορφή που θα είχε: δε με ενδιέφερε να την κολακεύσω μιμούμενος τη γραφή της, αλλά ούτε και να την εντάξω στις οικείες μυθολογίες του δικού μας μπλογκ. Αποφάσισα λοιπόν να ακολουθήσω την υποκείμενη λογική της και να σχηματίσω ένα κείμενο – bricolage, με βασικό υλικό τα λινκ της, την περσόνα της και ένα μουσικό συγκρότημα που νομίζω ότι της ταιριάζει.]
Η Σουσού τινάχτηκε από το κρεβάτι και πέταξε αλαφιασμένη τη μάσκα ύπνου της για να βεβαιωθεί ότι βρίσκεται πράγματι στο υπνοδωμάτιό του εξοχικού της. Μα τι χυδαίο, εκνευριστικό όνειρο! Πώς τόλμησε το υποσυνείδητό της να τη μεταφέρει σε ένα βουλκανιζατέρ, δεν είχε εμπεδώσει ακόμη σε ποιο κοινό απευθύνεται; Ευτυχώς η Σουσού παρενέβη άμεσα και τιμώρησε τους άξεστους που είχαν διαταράξει τον ύπνο της με τη φτώχια και την απλυσιά τους. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρό της, για να βεβαιωθεί ότι τα είχε κάνει όλα σωστά.
Πράγματι όλα είχαν συνεχίσει και τελειώσει όπως έπρεπε, σκέφτηκε η Σουσού και σηκώθηκε για να φορέσει τη ρόμπα της από κινέζικο μετάξι, καθώς το Chanel no5 δεν ήταν επαρκής αμφίεση εκτός της κρεβατοκάμαρας. «Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει μάθημα στο υποσυνείδητό μου, ώστε να μην ξαναπάρει πρωτοβουλίες» σκέφτηκε και προχώρησε προς το ανατολικό καθιστικό, που έβλεπε στο ροδώνα. Έκπληκτη βρήκε εκεί τον αρραβωνιαστικό της Μαρκί να την περιμένει, κόκκινος από το θυμό και με τα μάτια του να πετούν αστραπές. Η Σουσού αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η καταλληλότερη αντίδραση για να τον καλμάρει και αποφάσισε να δράσει δια της ομοιοπαθητικής μεθόδου ρωτώντας: «Πάλι πρόβλημα δυσκοιλιότητας έχετε Μαρκί; Τι μούτρα είναι αυτά;» Υπήρξε πράγματι μια κάποια αλλαγή στη διάθεση του Μαρκί, αφού πλέον απέκτησε και πράσινο χρώμα. Πετάχτηκε από την καρέκλα του με δύναμη και φώναξε: «Ξεδιάντροπη, τα γνωρίζω όλα για εσάς και την Tinkerbell! Περιμένατε ότι θα με απατάτε κατώ από τη μύτη μου, χωρίς να καταλάβω τίποτε; Με καταντήσατε τον περίγελω του Κολωνακίου, ο παράνομος δεσμός σας είναι το μόνο θέμα συζήτησης στο DaCapo!» Η Σουσού είχε πράγματι κολακευτεί από την πολιορκία της μικρής της φίλης, δε θυμόταν όμως να έχει συμβεί κάτι αξιόμεμπτο μεταξύ τους, πέρα από κάποια φιλιά, αγκαλιές και μια δυο νύχτες φλογερού πάθους. «Είναι όλα ψέματα, Μαρκί, σας το ορκίζομαι!» είπε και πέταξε τη ρόμπα της για να του αποσπάσει την προσοχή. Ο Μαρκί χαμογέλασε και απάντησε επιτιμητικά: «Τα τεχνάσματά σας δε με ξεγελούν πλέον Σουσού. Θα τιμωρηθείτε σκληρά για το ατόπημά σας!»
Σπάζοντας το τζάμι της δυτικής μπαλκονόπορτας εισέβαλλε στο δωμάτιο ένας μουτζαχεντίν με άσπρη κελεμπία και κραδαίνοντας ένα δαμασκηνό γιαταγάνι. Η Σουσού κάγχασε βροντερά «χοχοχο», που ήταν βέβαια το σύνθημα για την εμφάνιση του προσωπικού της σωματοφύλακα. Ένας μαυροφορεμένος νίντζα εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας, με ένα μακαρόνι να κρέμεται ακόμη από το στόμα του. «Όλα καλά μανταμίτσα;» ρώτησε, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε τι συμβαίνει και εκσφενδόνισε ένα σουρικέν προς τη μεριά του μουτζαχεντίν (το οποίο βέβαια αυτός απέφυγε, κάνοντας μια εναέρια κωλοτούμπα).
Η μάχη υπήρξε τιτάνια ανάμεσα στους δύο γενναίους μαχητές, αλλά το αποτέλεσμα ισόπαλο. Όντας και οι δύο απόλυτα ισοδύναμοι πολέμησαν επί ένα τρίωρο, με συντροφιά τις ιαχές του Μαρκί και τα παλαμάκια της Σουσούς, για να καταρρεύσουν στο τέλος από την εξάντληση και τον καύσωνα. Καθώς η καμαριέρα έλειπε, ο προσωπικός της βοηθός περιμάζεψε τα δύο λιπόθυμα σώματα και τα μετέφερε στον ξενώνα για να αναλάβουν δυνάμεις. Η Σουσού του ζήτησε να ετοιμάσει δύο τζιν φις για αυτήν και το Μαρκί και στράφηκε προς τον αρραβωνιαστικό της.
«Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε το ζήτημα λήξαν;» τον ρώτησε, ο Μαρκί όμως κίνησε το κεφάλι του συνοφρυωμένος. «Αδύνατον, Σουσού, η ματαιοδοξία και ο εγωισμός σας έχουν γίνει πλέον αφόρητα. Ακόμη κι αν καταπιώ την εξωμνηστηριακή σας περιπέτεια, δεν μπορώ να υπομείνω άλλο τις ιδοτροπίες και τις παραξενιές σας. Φοβούμαι πως η σχέση μας δεν έχει κανένα μέλλον.» Η Σουσού έβγαλε αμέσως από την τσέπη της ρόμπας το κινητό της και κάλεσε έναν αριθμό. «Ναι, όαση Φαρφάρα εκεί; Θα μπορούσα να μιλήσω με τον Κώστα; … Καλημέρα αγαπητέ μου, εδώ Σουσού. Μπορείς να μου στείλεις εκείνους τους ηθοποιούς από το μιούζικαλ που ετοιμάζετε με το Σαμμάνο; … Ναι, ναι, το νούμερο που εμπνευστήκατε από εμένα… Σε ευχαριστώ πολύ Κώστα, πάντοτε βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων». Έκλεισε το τηλέφωνο και στρεφόμενη προς το Μαρκί του πρότεινε να πιουν το τζιν φις τους στη βορειοδυτική βεράντα, μέχρι να έρθουν οι ηθοποιοί που θα του εξηγούσαν πώς έχουν τα πράγματα στη σχέση τους. Δεν είχαν κυλήσει δέκα λεπτά και μια άμαξα εμφανίστηκε στον επαρχιακό δρόμο που περνούσε μπροστά από την έπαυλη.
Ο Μαρκί είχε μείνει εμβρόντητος, καθώς μέσα του πάλευαν δύο αντίρροπες δυνάμεις, η αναγνώριση του μεγαλείου της Σουσού, και ο πληγωμένος εγωισμός του. Έβγαλε μια γενειάδα από την τσέπη του, τη φόρεσε και δηλώνοντας «Θα αποσυρθώ για λίγες ημέρες στο Άγιον Όρος, ώστε να συλλογιστώ με ηρεμία για τη σχέση μας. Έχετε γεια Σουσού!» έτρεξε προς το ιδιωτικό του τζετ, το οποίο σύντομα απογειώθηκε.
Η Σουσού πίστευε ότι θα μπορούσε πλέον να ηρεμήσει και να απολαύσει ένα πουράκι εμποτισμένο με κονιάκ, όταν η καμαριέρα της η Ρουφλάνα, η οποία είχε πλέον επιστρέψει και φορούσε τη στολή εργασίας της, δηλαδή τις μαύρες ζαρτιέρες και το κόκκινο μπέιμπι ντολ, της έφερε το τηλέφωνο. «Σας ζητά η γιαγιά σας, Κυρία.» είπε γλείφοντας τα χείλη της και της έδωσε το ασύρματο τηλέφωνο. Η Σουσού εξεπλάγη, καθώς ήταν πολύ νωρίς το μεσημέρι για να έχει ξυπνήσει η γιαγιά της. Η έκπληξή της έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν άκουσε τη γιαγιά της να λέει: «Σουσού, ακριβή μου, πρέπει να φανείς δυνατή. Ο προπάππους σου ο Γοδεφρείδος μας άφησε χρόνους! Κι ήταν νεότατος, μόλις 120 ετών, πέσαμε από τα σύννεφα με το ξαφνικό γεγονός.» «Ο παππούς είναι καλά;» «Απαρηγόρητος κι αυτός, αλλά του έδωσα ένα μπάφο με καλαματιανό και κάπως έχει συνέλθει τώρα. Σε περιμένουμε στην κηδεία, ακριβή μου.» είπε η γιαγιά της και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Σουσού έπεσε σε βαθιά περισυλλογή, καθώς ο αιφνίδιος θάνατος του προπάππου της ανέτρεπε όλα τα σημερινά της σχέδια, και τη μεσημεριανή φωτογράφιση της για το Life & Style από το διάσημο φωτογράφο Μπάμπη Ζαβό, και τη συμμετοχή της στο βραδινό όργιο του Οίκου των Βοργιών. Τα μάτια της ξάφνου έλαμψαν: γνώριζε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Έτρεξε προς τη βιβλιοθήκη και άνοιξε το βιβλίο «Ο δρ. Φλάντζας συμβουλεύει» στο κεφάλαιο που ήταν σχετικό με την ανάσταση νεκρών. Αναζήτησε την υποενότητα «100 ετών και άνω», αλλά εκεί συνοφρυώθηκε. Η θεραπεία ήταν κάπως ριψοκίνδυνη για τον θεραπευτή, δεν ήταν βέβαιη ότι αγαπούσε τόσο τον προπαππού της. «Χμμμ, οι Έλληνες ηθοποιοί ακούω ότι ψωμολυσσάνε, φαντάζομαι ότι θα έκαναν οτιδήποτε αν τους δώσω αρκετά χρήματα και τους πείσω ότι πρόκειται περί καλλιτεχνικού πρότζεκτ. Αυτοί από το μιούζικαλ δε θα έχουν απομακρυνθεί πολύ με την άμαξα…» σκέφτηκε έριξε επάνω της ένα πρόχειρο Ντιόρ και κατευθύνθηκε προς την Άστον Μάρτιν της. Συνάντησε γρήγορα τους ηθοποιούς πάνω στην άμαξα, να τραγουδούν το «Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα», τους είπε την πρόταση της, αρνήθηκαν, ανέφερε την αμοιβή και δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Ευτυχώς το νεκροταφείο ήταν κοντά.
Αφού η ανάσταση του προπάππου Γοδεφρείδου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, η Σουσού έφυγε με κατεύθυνση το παλάτσο των Βοργιών (η φωτογράφηση είχε δυστυχώς αναβληθεί λόγω των ανειλημμένων υποχρεώσεων του Μπάμπη Ζαβου ως επίσημου φωτογράφου της προεκλογικής εκστρατείας του Δρος Φλάντζα.) Στο δρόμο συνειδητοποίησε ότι το πρωινό της όνειρο ήταν τελικώς προφητικό: οι άξεστοι εργαζόμενοι του βουλκανιζατέρ ήταν πανομοιότυποι με τρεις από τους ηθοποιούς που μετέπεισαν το Μαρκί και ανέστησαν τον προπάππου της. «Μήπως να κατασκευάσω καμία μαντική τράπουλα;» αναρωτήθηκε η Σουσού «Τι έχει δηλαδή παραπάνω από εμένα η Μάρα Μεϊμαρίδου;»
Τελικά όμως είχε αναβληθεί και το όργιο, καθώς η Idaki Βοργία αποχαιρετούσε εκείνη την ημέρα το σύντροφό της και ήταν σε μονογαμική διάθεση. Οι σεβαστοί Βοργίες προσέφεραν βέβαια ένα πλούσιο συμπόσιο με γκουρμέ εδέσματα και γλυκά, που είχαν ετοιμάσει ο καλύτερος σεφ και η καλύτερη ζαχαροπλάστρια της Νάπολης, όλοι οι καλεσμένοι όμως αισθάνονταν ότι το βράδυ δε θα ολοκληρώνονταν καλά, χωρίς μια γερή δόση σεξ. Τη λύση την έδωσε η παρτόβια φίλη της Σουσού, που πρότεινε να χρησιμοποιήσουν την ειδική συσκευή του δρος. Φλάντζα ώστε να καλέσουν εξωγήινους που θα τους έκαναν σεξουαλικά πειράματα. Η Σουσού το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε ότι είχε μια πολύ δύσκολη μέρα, για να την τελειώσει με εξωγήινο σεξ. Αποχαιρέτησε τους άλλους καλεσμένους κι όπως απομακρυνόταν με την Άστον Μάρτιν της, είδε το πρώτο διαστημόπλοιο να προσγειώνεται στη στέγη του παλάτσο.
Όταν έφτασε στο σπίτι δεν είχε καμιά διάθεση να κοιμηθεί, αφού της έβγαινε πλέον ή ένταση όλης της ημέρας. Αποφάσισε να ανοίξει για λίγο την τηλεόραση, τόσο αργά είχε μόνο πανάρχαιες επαναλήψεις και τηλεμάρκετινγκ, που την χαλάρωναν πολύ. Στο δεύτερο πάτημα του τηλεκοντρόλ, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα: Καλέ ποια ήταν αυτή η χυδαία που τη μιμούνταν;
Πράγματι όλα είχαν συνεχίσει και τελειώσει όπως έπρεπε, σκέφτηκε η Σουσού και σηκώθηκε για να φορέσει τη ρόμπα της από κινέζικο μετάξι, καθώς το Chanel no5 δεν ήταν επαρκής αμφίεση εκτός της κρεβατοκάμαρας. «Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει μάθημα στο υποσυνείδητό μου, ώστε να μην ξαναπάρει πρωτοβουλίες» σκέφτηκε και προχώρησε προς το ανατολικό καθιστικό, που έβλεπε στο ροδώνα. Έκπληκτη βρήκε εκεί τον αρραβωνιαστικό της Μαρκί να την περιμένει, κόκκινος από το θυμό και με τα μάτια του να πετούν αστραπές. Η Σουσού αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η καταλληλότερη αντίδραση για να τον καλμάρει και αποφάσισε να δράσει δια της ομοιοπαθητικής μεθόδου ρωτώντας: «Πάλι πρόβλημα δυσκοιλιότητας έχετε Μαρκί; Τι μούτρα είναι αυτά;» Υπήρξε πράγματι μια κάποια αλλαγή στη διάθεση του Μαρκί, αφού πλέον απέκτησε και πράσινο χρώμα. Πετάχτηκε από την καρέκλα του με δύναμη και φώναξε: «Ξεδιάντροπη, τα γνωρίζω όλα για εσάς και την Tinkerbell! Περιμένατε ότι θα με απατάτε κατώ από τη μύτη μου, χωρίς να καταλάβω τίποτε; Με καταντήσατε τον περίγελω του Κολωνακίου, ο παράνομος δεσμός σας είναι το μόνο θέμα συζήτησης στο DaCapo!» Η Σουσού είχε πράγματι κολακευτεί από την πολιορκία της μικρής της φίλης, δε θυμόταν όμως να έχει συμβεί κάτι αξιόμεμπτο μεταξύ τους, πέρα από κάποια φιλιά, αγκαλιές και μια δυο νύχτες φλογερού πάθους. «Είναι όλα ψέματα, Μαρκί, σας το ορκίζομαι!» είπε και πέταξε τη ρόμπα της για να του αποσπάσει την προσοχή. Ο Μαρκί χαμογέλασε και απάντησε επιτιμητικά: «Τα τεχνάσματά σας δε με ξεγελούν πλέον Σουσού. Θα τιμωρηθείτε σκληρά για το ατόπημά σας!»
Σπάζοντας το τζάμι της δυτικής μπαλκονόπορτας εισέβαλλε στο δωμάτιο ένας μουτζαχεντίν με άσπρη κελεμπία και κραδαίνοντας ένα δαμασκηνό γιαταγάνι. Η Σουσού κάγχασε βροντερά «χοχοχο», που ήταν βέβαια το σύνθημα για την εμφάνιση του προσωπικού της σωματοφύλακα. Ένας μαυροφορεμένος νίντζα εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας, με ένα μακαρόνι να κρέμεται ακόμη από το στόμα του. «Όλα καλά μανταμίτσα;» ρώτησε, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε τι συμβαίνει και εκσφενδόνισε ένα σουρικέν προς τη μεριά του μουτζαχεντίν (το οποίο βέβαια αυτός απέφυγε, κάνοντας μια εναέρια κωλοτούμπα).
Η μάχη υπήρξε τιτάνια ανάμεσα στους δύο γενναίους μαχητές, αλλά το αποτέλεσμα ισόπαλο. Όντας και οι δύο απόλυτα ισοδύναμοι πολέμησαν επί ένα τρίωρο, με συντροφιά τις ιαχές του Μαρκί και τα παλαμάκια της Σουσούς, για να καταρρεύσουν στο τέλος από την εξάντληση και τον καύσωνα. Καθώς η καμαριέρα έλειπε, ο προσωπικός της βοηθός περιμάζεψε τα δύο λιπόθυμα σώματα και τα μετέφερε στον ξενώνα για να αναλάβουν δυνάμεις. Η Σουσού του ζήτησε να ετοιμάσει δύο τζιν φις για αυτήν και το Μαρκί και στράφηκε προς τον αρραβωνιαστικό της.
«Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε το ζήτημα λήξαν;» τον ρώτησε, ο Μαρκί όμως κίνησε το κεφάλι του συνοφρυωμένος. «Αδύνατον, Σουσού, η ματαιοδοξία και ο εγωισμός σας έχουν γίνει πλέον αφόρητα. Ακόμη κι αν καταπιώ την εξωμνηστηριακή σας περιπέτεια, δεν μπορώ να υπομείνω άλλο τις ιδοτροπίες και τις παραξενιές σας. Φοβούμαι πως η σχέση μας δεν έχει κανένα μέλλον.» Η Σουσού έβγαλε αμέσως από την τσέπη της ρόμπας το κινητό της και κάλεσε έναν αριθμό. «Ναι, όαση Φαρφάρα εκεί; Θα μπορούσα να μιλήσω με τον Κώστα; … Καλημέρα αγαπητέ μου, εδώ Σουσού. Μπορείς να μου στείλεις εκείνους τους ηθοποιούς από το μιούζικαλ που ετοιμάζετε με το Σαμμάνο; … Ναι, ναι, το νούμερο που εμπνευστήκατε από εμένα… Σε ευχαριστώ πολύ Κώστα, πάντοτε βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων». Έκλεισε το τηλέφωνο και στρεφόμενη προς το Μαρκί του πρότεινε να πιουν το τζιν φις τους στη βορειοδυτική βεράντα, μέχρι να έρθουν οι ηθοποιοί που θα του εξηγούσαν πώς έχουν τα πράγματα στη σχέση τους. Δεν είχαν κυλήσει δέκα λεπτά και μια άμαξα εμφανίστηκε στον επαρχιακό δρόμο που περνούσε μπροστά από την έπαυλη.
Ο Μαρκί είχε μείνει εμβρόντητος, καθώς μέσα του πάλευαν δύο αντίρροπες δυνάμεις, η αναγνώριση του μεγαλείου της Σουσού, και ο πληγωμένος εγωισμός του. Έβγαλε μια γενειάδα από την τσέπη του, τη φόρεσε και δηλώνοντας «Θα αποσυρθώ για λίγες ημέρες στο Άγιον Όρος, ώστε να συλλογιστώ με ηρεμία για τη σχέση μας. Έχετε γεια Σουσού!» έτρεξε προς το ιδιωτικό του τζετ, το οποίο σύντομα απογειώθηκε.
Η Σουσού πίστευε ότι θα μπορούσε πλέον να ηρεμήσει και να απολαύσει ένα πουράκι εμποτισμένο με κονιάκ, όταν η καμαριέρα της η Ρουφλάνα, η οποία είχε πλέον επιστρέψει και φορούσε τη στολή εργασίας της, δηλαδή τις μαύρες ζαρτιέρες και το κόκκινο μπέιμπι ντολ, της έφερε το τηλέφωνο. «Σας ζητά η γιαγιά σας, Κυρία.» είπε γλείφοντας τα χείλη της και της έδωσε το ασύρματο τηλέφωνο. Η Σουσού εξεπλάγη, καθώς ήταν πολύ νωρίς το μεσημέρι για να έχει ξυπνήσει η γιαγιά της. Η έκπληξή της έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν άκουσε τη γιαγιά της να λέει: «Σουσού, ακριβή μου, πρέπει να φανείς δυνατή. Ο προπάππους σου ο Γοδεφρείδος μας άφησε χρόνους! Κι ήταν νεότατος, μόλις 120 ετών, πέσαμε από τα σύννεφα με το ξαφνικό γεγονός.» «Ο παππούς είναι καλά;» «Απαρηγόρητος κι αυτός, αλλά του έδωσα ένα μπάφο με καλαματιανό και κάπως έχει συνέλθει τώρα. Σε περιμένουμε στην κηδεία, ακριβή μου.» είπε η γιαγιά της και έκλεισε το τηλέφωνο.
Η Σουσού έπεσε σε βαθιά περισυλλογή, καθώς ο αιφνίδιος θάνατος του προπάππου της ανέτρεπε όλα τα σημερινά της σχέδια, και τη μεσημεριανή φωτογράφιση της για το Life & Style από το διάσημο φωτογράφο Μπάμπη Ζαβό, και τη συμμετοχή της στο βραδινό όργιο του Οίκου των Βοργιών. Τα μάτια της ξάφνου έλαμψαν: γνώριζε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Έτρεξε προς τη βιβλιοθήκη και άνοιξε το βιβλίο «Ο δρ. Φλάντζας συμβουλεύει» στο κεφάλαιο που ήταν σχετικό με την ανάσταση νεκρών. Αναζήτησε την υποενότητα «100 ετών και άνω», αλλά εκεί συνοφρυώθηκε. Η θεραπεία ήταν κάπως ριψοκίνδυνη για τον θεραπευτή, δεν ήταν βέβαιη ότι αγαπούσε τόσο τον προπαππού της. «Χμμμ, οι Έλληνες ηθοποιοί ακούω ότι ψωμολυσσάνε, φαντάζομαι ότι θα έκαναν οτιδήποτε αν τους δώσω αρκετά χρήματα και τους πείσω ότι πρόκειται περί καλλιτεχνικού πρότζεκτ. Αυτοί από το μιούζικαλ δε θα έχουν απομακρυνθεί πολύ με την άμαξα…» σκέφτηκε έριξε επάνω της ένα πρόχειρο Ντιόρ και κατευθύνθηκε προς την Άστον Μάρτιν της. Συνάντησε γρήγορα τους ηθοποιούς πάνω στην άμαξα, να τραγουδούν το «Καροτσέρη τράβα να πάμε στα Ταταύλα», τους είπε την πρόταση της, αρνήθηκαν, ανέφερε την αμοιβή και δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Ευτυχώς το νεκροταφείο ήταν κοντά.
Αφού η ανάσταση του προπάππου Γοδεφρείδου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, η Σουσού έφυγε με κατεύθυνση το παλάτσο των Βοργιών (η φωτογράφηση είχε δυστυχώς αναβληθεί λόγω των ανειλημμένων υποχρεώσεων του Μπάμπη Ζαβου ως επίσημου φωτογράφου της προεκλογικής εκστρατείας του Δρος Φλάντζα.) Στο δρόμο συνειδητοποίησε ότι το πρωινό της όνειρο ήταν τελικώς προφητικό: οι άξεστοι εργαζόμενοι του βουλκανιζατέρ ήταν πανομοιότυποι με τρεις από τους ηθοποιούς που μετέπεισαν το Μαρκί και ανέστησαν τον προπάππου της. «Μήπως να κατασκευάσω καμία μαντική τράπουλα;» αναρωτήθηκε η Σουσού «Τι έχει δηλαδή παραπάνω από εμένα η Μάρα Μεϊμαρίδου;»
Τελικά όμως είχε αναβληθεί και το όργιο, καθώς η Idaki Βοργία αποχαιρετούσε εκείνη την ημέρα το σύντροφό της και ήταν σε μονογαμική διάθεση. Οι σεβαστοί Βοργίες προσέφεραν βέβαια ένα πλούσιο συμπόσιο με γκουρμέ εδέσματα και γλυκά, που είχαν ετοιμάσει ο καλύτερος σεφ και η καλύτερη ζαχαροπλάστρια της Νάπολης, όλοι οι καλεσμένοι όμως αισθάνονταν ότι το βράδυ δε θα ολοκληρώνονταν καλά, χωρίς μια γερή δόση σεξ. Τη λύση την έδωσε η παρτόβια φίλη της Σουσού, που πρότεινε να χρησιμοποιήσουν την ειδική συσκευή του δρος. Φλάντζα ώστε να καλέσουν εξωγήινους που θα τους έκαναν σεξουαλικά πειράματα. Η Σουσού το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε ότι είχε μια πολύ δύσκολη μέρα, για να την τελειώσει με εξωγήινο σεξ. Αποχαιρέτησε τους άλλους καλεσμένους κι όπως απομακρυνόταν με την Άστον Μάρτιν της, είδε το πρώτο διαστημόπλοιο να προσγειώνεται στη στέγη του παλάτσο.
Όταν έφτασε στο σπίτι δεν είχε καμιά διάθεση να κοιμηθεί, αφού της έβγαινε πλέον ή ένταση όλης της ημέρας. Αποφάσισε να ανοίξει για λίγο την τηλεόραση, τόσο αργά είχε μόνο πανάρχαιες επαναλήψεις και τηλεμάρκετινγκ, που την χαλάρωναν πολύ. Στο δεύτερο πάτημα του τηλεκοντρόλ, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα: Καλέ ποια ήταν αυτή η χυδαία που τη μιμούνταν;
Online Videos by Veoh.com
7 σχόλια:
Milame gia trela skinika oxi asteia!
Egw to mono pou exw na iposxethw einai oti tha prospathisw na fanw antaksios iperaspistis tis autis megaliotita tis
Jesus Christ Superstar! Oh, mon Dieu quelle folie!! Mamma mia!
Dystyxws den prolavainw na to diavasw olo twra.
A tout a l' heure!
Φίλε Καμπαμαρού, πιστεύω ότι θα φανείς αντάξιος των καθηκόντων σου.
Ντεν ξέρω γκαλικά καρντιά μου! Από όσο μπόρεσα να καταλάβω, μάλλον σου έκανε θετική εντύπωση. Να περνάς καλά, περιμένω να το διαβάσεις και να καταθέσεις όλοκληρωμένη άποψη στα ελληνικά, ή έστω σε αγγλικά ή γερμανικά, αν είναι εύκολο :-)
Αγαπητέ Άμμε,
Το 'πατε και το κάμματε τελικώς το πόστιο!
Αφού σας ευκαριστήσω και προτείνω αμμαδημοσίευσις στο Μανδάμ Φιγαρό να επισημάνω ότι πλέον θα προσέχω που αφήνω το κινητόν μου και θα βουλώσω τας κλειδαρότρυπας με μπαμπάκιο. Μα αγαπητέ, ούτε να παίρνατε μάτι τα τεκταινόμενα στο ρετιρέ μου!
Καταρχάς, τω όντι εμφορώ μάσκα ύπνου τύπου μπάτμαν. Κατά δεύτερον, κάμω απέλπιδες προσπάθειες ώστε το υποσυνείδητόν μου να μην παίρνει πρωτοβουλίες, ιδίως όταν με παραπέμβει σε βαλκανιζατέρ, τρόμπες και φλάντζες.
Να σας ευκαριστήσω επίσης που μεταφράσατε σε Ελληνομιλωμένη Ελληνική το σκολιάκι της Ρουφλάνας. Η ιδία θα ήλεγε "Γκιαγκιά τηλέφουνου, γκασπαζά" και εν συνεχεία θα έγλειφε τα χείλη της.
Μετά την κάθοδόν σας εις Αττικήν περικαλώ περάσατε εκ Κολωνακίου διά τέιον και φοντάν,
Σουσού
Ti gelio!
San pagomeni tekila se 8erino bar!
8aymasio, Amme, o,ti eprepe gi'ayto to zesto mesimeri.
Βρε αθεόφοβε Άμμε, όλους μας έβαλες μέσα πια;!! Χαχααχαχ
Δεν μπορώ να δω τα multammedia στη δουλειά οπότε επιφυλάσσομαι για σχόλιο εφ΄όλης της ύλης μέχρι να τα απολαύσω... αλλά το κείμενο δένει ούτως ή άλλως!
Μου έφτιαξες μια πολύ grumpy μέρα :)
Σεβαστή μου μανδάμ, ένα δάκρυ κύλησε αργά από το μάγουλό καθώς διάβαζα πόσο σας άρεσε το μποστ μου. Μακάρι να είμαι πάντα αντάξιος της εκτίμησής Σας. (Όσο για τις πληροφορίες τις εσωτερικές της οικίας σας, απλώς αξιοποίησα τα θέλγητρά μου στη Ρουφλάνα, δεν ξέρετε πόσο πρόθυμη είναι να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της).
Welcome back the_bar! Χαίρομαι που σου έφτιαξα τη διάθεση, κι εγώ ανέβηκα πολύ γράφοντάς το.
Καλώς και την Idaki! Τα βιντεοκλίπ έχουν πολλή πλάκα κι από μόνα τους, αξίζει να τα δεις.
Δημοσίευση σχολίου