«Σε καλό σημείο, αλλά όχι στο κέντρο. Ούτε πάνω πάνω... Ναι... Φυσικά το καταλαβαίνω. Από αυτά χόρτασα εξάλλου. Χμ... Λοιπόν, ξέρεις τι; Να γράψετε μόνο το όνομά μου... Ναι, γιατί, πιστεύεις ότι δε θα καταλάβει ο κόσμος;... Τη φωτογραφία μου και μόνο το όνομά μου, αυτό θέλω. Ναι... Οκέι, θα μιλήσουμε ξανά. Μπάι μπάι.»
Καθώς έκλεισε με δύναμη το τηλέφωνο, οι πολύχρωμες χάντρες στο βραχιόλι της κροτάλισαν μαζί με τα κουδουνάκια. Κοίταξε το βραχιόλι με προσοχή, σήκωσε αργά το χέρι και άρχισε να κουνά την παλάμη της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Για ένα μυστήριο λόγο πάντα την ηρεμούσε το απαλό κροτάλισμα των κοσμημάτων, οι καστανιέτες, τα ζήλια, τα μικρά κρουστά και τα ξυλόφωνα. «Έτσι, για να φεύγουν τα κοράκια μακριά» σκέφτηκε, και μετά μελαγχόλησε. Τα κοράκια πετούσαν γύρω από τους ετοιμοθάνατους, δεν αισθανόταν έτσι, δεν έπρεπε να αισθάνεται έτσι.
Το τακούνι της χτυπούσε ρυθμικά το πλακάκι, καθώς πλησίαζε τον καθρέφτη, για την καθιερωμένη στάση μπροστά του. Όλα ήταν ακόμη τη θέση τους στο πρόσωπό της, θα χαιρόταν το καλοκαίρι της χωρίς επισκέψεις στο γιατρό, χωρίς γάζες, με τον ήλιο φίλο και όχι εχθρό. Έριξε την ασημί σατέν ρόμπα της προς τα πίσω και χάζεψε το γυμνό της σώμα. Τα στήθη της είχαν ξαναμπεί πρόσφατα στη θέση τους, η κοιλιά της χωρίς λίπος αλλά χαλαρή πλέον, αυτό δεν την πείραζε και τόσο, τα πόδια της όπως πάντα υπέροχα. Ένα δάκρυ κύλησε από την άκρη του ματιού της, σκέφτηκε ότι έμενε μόνη σε ένα άδειο σπίτι, ότι η λάμψη της μόνο την έντυνε πια και δε τη στόλιζε. Απέστρεψε το βλέμμα της από τον καθρέφτη, έκανε ένα βήμα και στάθηκε, προσπαθώντας να αποφασίσει για το βράδυ της. Συνειδητοποίησε ότι πατούσε πάνω στη ρόμπα της, σαν να την περιέβαλλε μια λιμνούλα από υγρό ασήμι. Χαμογέλασε κι αμέσως μετά σκυθρώπιασε. «Τόσα χιλιόμετρα λαμέ και δε σε νίκησα καημέ», ψιθύρισε, «καλά μου τα ‘λεγε ο Σταμάτης».
Προχώρησε γρήγορα προς το δωμάτιο με τη γκαρνταρόμπα, άνοιξε την έκτη ντουλάπα και διάλεξε το κόκκινο ολόσωμο μαγιό της, όπως και τα σανδάλια με τις μοβ πούλιες. Η χρυσή τσάντα για τη θάλασσα ήταν παρατημένη στο μπαλκόνι από το πρωί, φόρεσε το μαγιό με τα σανδάλια και προχώρησε γρήγορα προς τα έξω.
Κατέβηκε αργά τις σκάλες που οδηγούσαν από το σπίτι της στην παραλία, προσέχοντας μην παραπατήσει και πέσει από το φως που λιγόστευε. Στην ηλικία της δεν έπρεπε να παίζεις με την οστεοπόρωση, όποια κι αν ήταν η εξωτερική σου εμφάνιση. Καθώς άπλωνε την πετσέτα της, χαιρέτησε από μακριά μια οικογένεια που έμπαινε στο αυτοκίνητό. Δεν την ξεχνούσε το κοινό, δεν πα να έλεγαν ό,τι ήθελαν, και μόνη της γέμιζε μαγαζί άμα γούσταρε. Η αλήθεια ήταν βέβαια ότι είχε καιρό να το αποτολμήσει.
Κάθισε για ώρα στην παραλία, να απολαμβάνει τη βραδινή δροσιά και τα χρώματα του ουρανού που συνεχώς σκούραιναν όσο έδυε ο ήλιος. Σιγοτραγούδησε «ο ήλιος βασιλεύει και η μέρα σώνεται κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται». Αναρωτήθηκε γιατί λέμε ότι ο ήλιος βασιλεύει μόνο όταν δύει κι όχι όταν ανατέλλει, και κατέληξε ότι αυτό συμβαίνει μάλλον γιατί η δύση είναι ομορφότερη από την ανατολή. Της έφτιαξε τη διάθεση αυτή η σκέψη.
Είχε πέσει πλέον το σκοτάδι, όταν αποφάσισε να μπει στη θάλασσα. Προχώρησε με αργά βήματα προς το νερό και απόλαυσε τη χαλαρή, χλιαρή του αίσθηση. Της άρεσε το βραδινό μπάνιο, το νερό σε χάιδευε χωρίς να σε αγριεύει, σαν χέρι αγαπημένου εραστή. Δεκάδες εικόνες αντρών, γυμνών και ντυμένων, πέρασαν αστραπιαία από του νου της καθώς περπατούσε προς τα βαθιά. «Τη γλέντησα τη ζωή μου, δεν έχω παράπονο κανένα», είπε και ξεκίνησε να κολυμπάει.
Σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα και είδε πως το φεγγάρι είχε βγει πια, απλώνοντας τον ασημένιο του διάδρομο. Για μια στιγμή, μια πολύ παράξενη στιγμή, φλέρταρε με την ιδέα να ακολουθήσει το αστραποβόλημά του, μακρύτερα όλο και μακρύτερα, ντυμένη το αιώνιο λαμέ, πραγματική βασίλισσα της νύχτας. Σήκωσε το χέρι της για την πρώτη κίνηση του ελεύθερου, το άφησε μετέωρο και άρχισε να γελάει. «Δεν πας καλά κοριτσάκι μου!» σχολίασε και κολύμπησε γρήγορα πίσω στην παραλία. Πώς είχε ξεχάσει ότι ήταν καλεσμένη στο πάρτι του Ηλία; Έπρεπε να ντυθεί, να βαφτεί, να οδηγήσει τόσο δρόμο μέχρι την Αθήνα. Τουλάχιστον η νύχτα ήταν ακόμη νεαρή, αυτό δεν έπρεπε ποτέ να το ξεχνάει.
Καθώς έκλεισε με δύναμη το τηλέφωνο, οι πολύχρωμες χάντρες στο βραχιόλι της κροτάλισαν μαζί με τα κουδουνάκια. Κοίταξε το βραχιόλι με προσοχή, σήκωσε αργά το χέρι και άρχισε να κουνά την παλάμη της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Για ένα μυστήριο λόγο πάντα την ηρεμούσε το απαλό κροτάλισμα των κοσμημάτων, οι καστανιέτες, τα ζήλια, τα μικρά κρουστά και τα ξυλόφωνα. «Έτσι, για να φεύγουν τα κοράκια μακριά» σκέφτηκε, και μετά μελαγχόλησε. Τα κοράκια πετούσαν γύρω από τους ετοιμοθάνατους, δεν αισθανόταν έτσι, δεν έπρεπε να αισθάνεται έτσι.
Το τακούνι της χτυπούσε ρυθμικά το πλακάκι, καθώς πλησίαζε τον καθρέφτη, για την καθιερωμένη στάση μπροστά του. Όλα ήταν ακόμη τη θέση τους στο πρόσωπό της, θα χαιρόταν το καλοκαίρι της χωρίς επισκέψεις στο γιατρό, χωρίς γάζες, με τον ήλιο φίλο και όχι εχθρό. Έριξε την ασημί σατέν ρόμπα της προς τα πίσω και χάζεψε το γυμνό της σώμα. Τα στήθη της είχαν ξαναμπεί πρόσφατα στη θέση τους, η κοιλιά της χωρίς λίπος αλλά χαλαρή πλέον, αυτό δεν την πείραζε και τόσο, τα πόδια της όπως πάντα υπέροχα. Ένα δάκρυ κύλησε από την άκρη του ματιού της, σκέφτηκε ότι έμενε μόνη σε ένα άδειο σπίτι, ότι η λάμψη της μόνο την έντυνε πια και δε τη στόλιζε. Απέστρεψε το βλέμμα της από τον καθρέφτη, έκανε ένα βήμα και στάθηκε, προσπαθώντας να αποφασίσει για το βράδυ της. Συνειδητοποίησε ότι πατούσε πάνω στη ρόμπα της, σαν να την περιέβαλλε μια λιμνούλα από υγρό ασήμι. Χαμογέλασε κι αμέσως μετά σκυθρώπιασε. «Τόσα χιλιόμετρα λαμέ και δε σε νίκησα καημέ», ψιθύρισε, «καλά μου τα ‘λεγε ο Σταμάτης».
Προχώρησε γρήγορα προς το δωμάτιο με τη γκαρνταρόμπα, άνοιξε την έκτη ντουλάπα και διάλεξε το κόκκινο ολόσωμο μαγιό της, όπως και τα σανδάλια με τις μοβ πούλιες. Η χρυσή τσάντα για τη θάλασσα ήταν παρατημένη στο μπαλκόνι από το πρωί, φόρεσε το μαγιό με τα σανδάλια και προχώρησε γρήγορα προς τα έξω.
Κατέβηκε αργά τις σκάλες που οδηγούσαν από το σπίτι της στην παραλία, προσέχοντας μην παραπατήσει και πέσει από το φως που λιγόστευε. Στην ηλικία της δεν έπρεπε να παίζεις με την οστεοπόρωση, όποια κι αν ήταν η εξωτερική σου εμφάνιση. Καθώς άπλωνε την πετσέτα της, χαιρέτησε από μακριά μια οικογένεια που έμπαινε στο αυτοκίνητό. Δεν την ξεχνούσε το κοινό, δεν πα να έλεγαν ό,τι ήθελαν, και μόνη της γέμιζε μαγαζί άμα γούσταρε. Η αλήθεια ήταν βέβαια ότι είχε καιρό να το αποτολμήσει.
Κάθισε για ώρα στην παραλία, να απολαμβάνει τη βραδινή δροσιά και τα χρώματα του ουρανού που συνεχώς σκούραιναν όσο έδυε ο ήλιος. Σιγοτραγούδησε «ο ήλιος βασιλεύει και η μέρα σώνεται κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται». Αναρωτήθηκε γιατί λέμε ότι ο ήλιος βασιλεύει μόνο όταν δύει κι όχι όταν ανατέλλει, και κατέληξε ότι αυτό συμβαίνει μάλλον γιατί η δύση είναι ομορφότερη από την ανατολή. Της έφτιαξε τη διάθεση αυτή η σκέψη.
Είχε πέσει πλέον το σκοτάδι, όταν αποφάσισε να μπει στη θάλασσα. Προχώρησε με αργά βήματα προς το νερό και απόλαυσε τη χαλαρή, χλιαρή του αίσθηση. Της άρεσε το βραδινό μπάνιο, το νερό σε χάιδευε χωρίς να σε αγριεύει, σαν χέρι αγαπημένου εραστή. Δεκάδες εικόνες αντρών, γυμνών και ντυμένων, πέρασαν αστραπιαία από του νου της καθώς περπατούσε προς τα βαθιά. «Τη γλέντησα τη ζωή μου, δεν έχω παράπονο κανένα», είπε και ξεκίνησε να κολυμπάει.
Σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα και είδε πως το φεγγάρι είχε βγει πια, απλώνοντας τον ασημένιο του διάδρομο. Για μια στιγμή, μια πολύ παράξενη στιγμή, φλέρταρε με την ιδέα να ακολουθήσει το αστραποβόλημά του, μακρύτερα όλο και μακρύτερα, ντυμένη το αιώνιο λαμέ, πραγματική βασίλισσα της νύχτας. Σήκωσε το χέρι της για την πρώτη κίνηση του ελεύθερου, το άφησε μετέωρο και άρχισε να γελάει. «Δεν πας καλά κοριτσάκι μου!» σχολίασε και κολύμπησε γρήγορα πίσω στην παραλία. Πώς είχε ξεχάσει ότι ήταν καλεσμένη στο πάρτι του Ηλία; Έπρεπε να ντυθεί, να βαφτεί, να οδηγήσει τόσο δρόμο μέχρι την Αθήνα. Τουλάχιστον η νύχτα ήταν ακόμη νεαρή, αυτό δεν έπρεπε ποτέ να το ξεχνάει.
[Έμπνευση για το συγκεκριμένο κείμενο στάθηκε αυτό το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη, από το δίσκο «Πόσο σ’ αγαπώ».]
15 σχόλια:
Αμμος, κράμα συναισθηματισμού, ρεαλισμού και αφηγηματικότητας. Καλό! Ριτσα Μασουρα
Polu wraio! Bravo!
Episis, agapw kai gw polu ton Kraounaki opws tha exeis katalavei
πολύ όμορφο...και ο παραλληλισμός με τη Δύση για μια γυναίκα στη δύση της...αυτη τη σκέψη για τον ασημένιο δρόμο του φεγγαριού την έχω κάνει κι εγώ...τι λες να ναι στο τέλος...
Apolaystikotato.
Ki ayti i teliki gro8ia sta moutra tis 8lipsis poly anevastiki.
Καλή μου Ρίτσα, εγώ αυτό ήθελα να κάνω με το κείμενο. Το ότι σου προέκυψε ως αναγνωστική εμπειρία, είναι παραπάνω από ευχάριστο. Να είσαι καλά.
Γενικώς στα μουσικά τα βρίσκουμε αγαπητή vain. Σε ευχαριστώ πολύ.
Καλώς τη dannossiel! Πώς πάει η εξεταστική; Στο τέλος είναι μάλλον η ακτή που ονειρευόμαστε, έτσι τουλάχιστον το φαντάζομαι.
Αγαπητή the_bar, σε ευχαριστώ πολύ!
Πολύ όμορφο!
Ρέντον, σε ευχαριστώ πολύ, έχω προσέξει μάλιστα ότι σου αρέσουν τα κείμενά μου που διαφέρουν αρκετά από τα δικά σου. Να είσαι καλά!
Ωχ! Πόνεσε!
:-)
(an prosekses to "bravo" pigaine sto keimeno sou.....)
Vain καλή μου, τι ακριβώς πόνεσε; Φυσικά και κατάλαβα ότι το μπράβο σου πήγαινε στο κείμενό μου, για αυτό σου είπα και ευχαριστώ.
"έχω προσέξει μάλιστα ότι σου αρέσουν τα κείμενά μου που διαφέρουν αρκετά από τα δικά σου."
Mα εννοείται. Τα δικά σου που μου αρέσουν έχουν αποχρώσεις ανθρωπιάς, "αποδοχής" των ηρώων, που εγώ δεν μπορώ να πιάσω. Ομως μου αρέσει να τα βλέπω αυτά σε κείμενα άλλων.
Ρε συ Άμμε, τη Ζωζώ έβλεπα στο μυαλό μου όταν το διάβαζα. Και μόλις άνοιξε το παράθυρο με το τραγούδι, αυτή μόλις τη στιγμή.
Φωτογραφίζεις με τις λέξεις σου, όπως πάντα. Να σαι καλά.
ΥΓ. Δεν έπαθε τίποτε η Ζωζώ, έτσι;
Ρέντον, σου απαντώ με το επόμενο ποστ...
Οχι καλέ Idaki, ζει και βασιλεύει η Ζωζώ! Πήρα απλώς τον καινούριο δίσκο του Κραουνάκη και μου έσκασε το συγκεκριμένο κείμενο, ως αντπάοκριση στο τραγούδι.
Δημοσίευση σχολίου