Κοίταγα το αβγό. Με κοίταγε κι αυτό. Ξεκοιλιασμένο. Στήριζα στους αγκώνες το κεφάλι. Θα μου το έπαιρναν σε λίγο.
-Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις στις προλήψεις. Εσύ έχεις χέρι μαγικό, τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Όταν ήρθες εδώ ήσουν σαν μικρό κλωσόπουλο και τώρα έχεις μεταμορφωθεί στην κότα που κάνει το χρυσό αβγό.
Τίποτα δεν ήξερε αυτή. Τίποτα. Αλλά εγώ γνώριζα καλά τους οιωνούς. Πάζλ μέσα στο σοκολατένιο αβγουλάκι. Μεγάλη ατυχία!
-Εγώ νομίζω ότι υπερβάλεις. Τι σου έχει τύχει όταν βρήκες πάζλ;
Τίποτα. Τίποτα δε συνέβη. Αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Πάντα χαλιόμουν όταν αντι για συναρμολογούμενο έβρισκα πάζλ μέσα στο αβγό. Κι αφού είχα ήδη χαλαστεί τι καλό θα μπορούσε να συμβεί;
-Έλα, ξεκόλλα. Μια σοκολάτα μ’ ένα παιχνιδάκι είναι. Φάτο κι άσ’ τις φιλοσοφίες.
-Αυτό είναι τα θέμα, ότι απ’ τα άπειρα παιχνιδάκια που μπορούσα να πετύχω, έπεσα σε ηλίθιο πάζλ. Είναι άτυχη μέρα δεν καταλαβαίνεις;
-Να σου πω, άσε την κλάψα και φτιάξε την τύχη σου. Κάνε παιχνίδι. Σήκω και άντε να τα σκίσεις τα τσογλάνια.
Η αλήθεια είναι ότι πέντε μήνες που γνωριζόμασταν η Καιτούλα (που μεταξύ μας δεν ήταν Καιτούλα αλλά Καιτάρα, πενήντα και βάλε) με είχε συμπαθήσει. Την πρώτη μέρα μάλιστα που μπήκα στο μαγαζί, με συμβούλεψε να μην ξαναπατήσω το πόδι μου, αν δε θέλω να μου το κόψει κανένας απ’ τους μπράβους της που τριγυρνούσαν εκεί μέσα. Μου ‘δωσε κι ένα σοκολατένιο αβγουλάκι, που ‘χε αγοράσει για το εγγονάκι της και με προέτρεψε να πάω «στην ευχή της Παναγίας». Εγώ πάλι άνοιξα το αβγό, έφαγα τη σοκολάτα, έφτιαξα και το παιχνίδι και της ζήτησα ένα τραπέζι αμερικάνικου.
-Δεν παίρνεις από λόγια έτσι; Με κοίταξε η Καιτούλα.
Δε μίλησα. Απλά πήρα την «αυγουλιέρα» με τα 20 πολύχρωμα αβγά μου και πήγα για στέκα. Δεν χρειάζονταν λόγια. Θα μιλούσαν οι μπάλες.
Πέντε μήνες μετά όλα πήγαιναν καλά. Το μπάτζετ από τα στοιχήματα είχε ανέβει σε ποσά που αυτοί οι ψευτόμαγκες εκεί μέσα δε θα είχαν δει ούτε στον ύπνο τους. «Καλώς το σπουδασμένο» λέγανε όσοι με συμπαθούσαν σα με βλέπανε, γιατί τους είχα πει πως μπιλιάρδο είχα μάθει όταν έκανα το μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι δε με συμπαθούσαν. Ανάμεσά τους και ο Σάκης με την παρέα του. Θα του ‘ριχνα και πέντε χρόνια του Σάκη, αλλά εκείνος μου ‘ριχνε είκοσι πόντους στο ύψος. Η δε παρέα του αποτελούνταν από τρία πλουσιόπαιδα του κώλου και έναν Ρωσοπόντιο που είχε κερδίσει στο ΞΥΣΤΟ και έκανε μαζί τους γλυκιά ζωή. Απ’ την πρώτη στιγμή είχαμε γίνει μπίλιες. Πόνταραν πάντα εναντίον μου και χάνανε. Στην αρχή τους έκανα πέρα με το γάντι. Μέχρι που μου πέταξε ο Σάκης το γάντι. Και όχι του μπιλιάρδου.
Επί 135 μέρες βρισκόμουν εκεί κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες. Είχα κερδίσει 118 παιχνίδια αμερικάνικου και είχα χάσει 7. Όσο για το γαλλικό στις 36 αναμετρήσεις τρίσποντου δεν είχα χάσει καμία. Ως εκείνη την ημέρα. Εκείνη την ημέρα θα αναμετρώμουν με τον κύριο Άλκη. Είχαμε ξαναπαίξει μαζί και είχα κερδίσει και τις δυο φορές. Αλλά τότε δεν είχα βρει ένα πάζλ μέσα στο αβγό μου.
Ο κύριος Άλκης ήταν ασπρομάλλης, ξερακιανός και πάντα αμίλητος. Μπορεί εμένα να έβραζε το αίμα μου και οι σπόντες που έκανα να ξεσήκωναν τους θεατές στα άτυπα τουρνουά της λέσχης, αλλά ο κύριος Άλκης είχε την πείρα της ηλικίας. Δε βιαζόταν. Με μετρούσε, με ζύγιζε, με παρατηρούσε, με μάθαινε και πια ήξερε πού να με χτυπήσει όταν έπρεπε. Και αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πρόβλημα ήταν ο Σάκης, που τόσο καιρό πόνταρε εναντίον μου και σήμερα πόνταρε 500 € υπέρ μου. «Κανόνισε να χάσεις και θα σε γαμήσω. Αλλά θα σε γαμήσω σαν πουστράκι που είσαι, κατάλαβες; Αν χάσεις θα έχω την απαίτηση να στηθείς σαν πούστης μου και να αξίζεις τα 500 € που σου ‘χω σκάσει».
Δε φοβάμαι γενικώς. Όχι κάτι τέτοιους νταγλαράδες τουλάχιστον. Όχι κάτι τσογλάνια που νομίζουν ότι μπορούν να γαμούν με τα λεφτά, αφού δεν έχουν αρχίδια γι’ αυτή τη δουλειά. Αλλά φοβόμουν τη γκαντεμιά.
Θα μου πείτε, «παίζεις μπιλιάρδο απ’ τα δεκαέξι σου και ακόμα πιστεύεις ότι οι στεκιές σου βασίζονται στην τύχη;». Δεν το νομίζω απλώς, το ξέρω. Δεν έχω συνέπεια, δεν έχω συνέχεια, είμαι με τις μέρες μου. Ξέρω τις γωνιές, ξέρω τις θεωρίες, ξέρω το «θεώρημα του ρόμβου» και όλη τη ευκλείδειο μπορώ να σου εφαρμόσω. Αλλά είμαι με τα φεγγάρια μου. Γι’ αυτό κι άμα νιώθω ότι δε μπορώ να συγκεντρωθώ δεν παίζω. Και τώρα το ένιωθα αυτό. Αυτό το κωλοπάζλ είχε γεμίσει με τα κομματάκια του το μυαλό μου. Με άγχωνε.
Ακόμα και το γάντι μου είχε μουσκέψει. Για πρώτη φορά το θερμαινόμενο τραπέζι έμοιαζε με γήπεδο του γκολφ. Οι μπάλες σταματούσαν σε άσχετα σημεία, λες και έπαιζα σε χωράφι και έπεφταν στις λακκούβες του. Ο κύριος Άλκης έδειχνε πολύ ευχαριστημένος μέσα στο, πάντα συγκρατημένο, γέλιο του. Το περίεργο είναι ότι και ο Σάκης έδειχνε ευχαριστημένος, παρότι φαινόταν πως θα έχανα πανηγυρικά. Τα σχόλια για το άτομό μου από ψίθυροι είχαν αρχίσει να εκφωνούνται δυνατά –η απίστευτη ηθική της κερκίδας: σε επευφημεί όταν κερδίζεις και σε γιουχάρει όταν χάνεις. Αλλά είναι αναπόφευκτο όταν παίζεις έξω απ’ την κατηγορία σου, όταν επιλέγεις να προκαλείς γίνεσαι αναγκαστικά «αξιοθέατο», οπότε δεν έπρεπε να προσβάλλομαι που αντί για πνευματική μάχη οι γύρω συμπεριφέρονταν λες κι έβλεπαν αγώνα κατς. Είχα ποντάρει την προίκα μου σε αυτό. Αυτό;
Πηγαίνοντας να χτυπήσω τις μπάλες είδα μέσα στη μέση του τραπεζιού ένα σοκολατένιο αβγό. Σιωπή. Η Καιτούλα χαμογελάει: «Αφήστε το παιδί να φάει το αβγουλάκι του μέχρι να πιούμε κι εμείς μια μπύρα. Πάμε βάρβαροι, επελάστε»!
Βγάζω τα γάντια και πιάνω το αβγό. Είναι βαρύ. Κάτι αναθαρρεύει στην καρδιά μου. Σκίζω το περιτύλιγμα, το ανοίγω και βλέπω παιχνίδι. Ναι, είναι παιχνίδι. Το συναρμολογώ κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του κυρίου Άλκη. Του προσφέρω λίγη σοκολάτα. «Όχι» γνέφει κουνώντας το κεφάλι δεξιά- αριστερά. Δε με χαλάει. Την τρώω όλη. Γελάω κι εγώ. Πια είμαι καλά. Ή έστω καλύτερα!
Επανέρχομαι στο παιχνίδι σα να ξεκινάω νέο ματς. Αρχίζω να ξετυλίγω τα «κορδόνια» μου σαν κορδέλες πουέντ. Οι μπάλες χορεύουν στην τσόχα σαν τον Νιζίνσκι σε παροξυσμό. Το σκορ μειώνεται, στήνω και ξαναστήνω τις μπαλιές μου λες και όλα είναι χορογραφημένα από έναν αόρατο παίκτη. Ο κύριος Άλκης γελάει. Όσο με εκτιμά, άλλο τόσο με αντιπαθεί. Δε μου μιλάει γιατί με θεωρεί χαμηλής πνευματικής στάθμης αλλά με σέβεται –όπως θα σεβόταν κάθε αντίπαλό του. Είναι τόσο άψογος ώστε όταν ισοφαρίζω και πάω να προσπεράσω, κλείνει τη στέκα του αθόρυβα και αποχωρεί: «Παίζεις δεκαέξι λεπτά σερί. Είμαι γέρος άνθρωπος –δεν έχω τόσο χρόνο να σε περιμένω να χάσεις».
Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο χορτάτοι που μπορεί να σου χαρίσουν τη νίκη. Άλλοι τόσο αλαζόνες που προτιμούν να διακηρύξουν πως στη χαρίζουν, πριν αποδειχτεί πρακτικά ότι τους την πήρες. Νομίζω ότι συνέβαινε κάτι ανάμεσα στα δύο αυτή τη φορά. Αλλά όπως και να ‘χε, είχα κερδίσει. Έτσι απλά! Τζάμπα το άγχος, ο ιδρώτας και ο πανικός. Όλα ήταν στο μυαλό μου.
Η Καιτούλα έρχεται με τα λεφτά. «Ούτε ένα, ούτε δυο, 750 € καθαρά μωρό μου», μου χώνει στη χούφτα το ποσοστό μου απ’ τα στοιχήματα και με φιλάει σταυρωτά. «Ευχαριστώ» της λέω.
«Τι ευχαριστείς, μια ιδέα σου ήταν μόνο, δε νομίζω ότι σε έσωσε το αβγό μου».
«Καλά. Πάντως σ’ ευχαριστώ».
«Άντε, και σε καλή μεριά»!
Βάζω τα λεφτά στην τσέπη.
«Τα λέμε αύριο» της λέω. Και φεύγω.
Βγαίνω στο δρόμο. Περπατάω μέχρι να πάω στη στάση. Στο χέρι μου αντί για κομπολόι παίζω τα κομμάτια απ’ το ηλίθιο πάζλ που μου χάλασε τη μέρα. Χωρίς κανέναν λόγο. Όλα μέσα στο μυαλό μου ήταν.
Περπατάω και πετάω τα κομματάκια του χάμω, σαν τον Κοντορεβιθούλη. Μα όπως γυρνάω γελώντας να δω την άτακτη σπορά των κομματιών βλέπω τον Σάκη με τους μαντράχαλους να πλησιάζουν στα μουλωχτά. Αρχίζω να επιταχύνω κι ας μην ξέρω γιατί. Ενστικτωδώς. Τους ακούω να πλησιάζουν και τρέχω, ο Σάκης τρέχει ξωπίσω μου. Στρίβω σε κάτι στενά, κρύβομαι σε μια εσοχή τοίχου, νομίζω πως με χάνουν, μα πάνω που πάω να χαλαρώσω και φεύγω απ’ την άλλη πλευρά εμφανίζεται μπροστά μου ξανά απειλητικός. Με πιάνει, μ’ αρπάζει, με πετάει κάτω. «Πάρε τα λεφτά» του λέω «πάρτα και παράτα με» και προσπαθώ να χώσω το χέρι μου στην τσέπη. «Δε θέλω τα λεφτά, εσένα θέλω. Με το καλό ή με το ζόρι».
-Άσε με ρε, αρχίζω να τον βαράω αφού δεν έχω νύχια για να τον γρατζουνήσω.
-Τι έγινε αγοροκόριτσο, το παίζεις άντρας σε όλα αλλά είσαι κότα στο κρεβάτι; Μωρό μου αν το παίζεις αγοράκι θα μάθεις να σε γαμάνε και σαν αγοράκι.
Με παίρνει στη ράχη του και με πηγαίνει σηκωτή στο αμάξι. Όσο και να χτυπάω δε γίνεται τίποτα. Καθώς με πετάει στο πίσω κάθισμα πετάω κάτω τα υπόλοιπα κομμάτια απ’ το πάζλ.
Οι θέσεις στο πάρκινγκ του κλαμπ είναι ονομαστικές. Τα κομμάτια σταματάνε μπροστά στο αμάξι του Σάκη. Αν ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεσή μου δεν είναι τελείως μάλακας θα καταλάβει οτι ο Σάκης με έχει απαγάγει. Απλά ελπίζω να μη χαρεί κι αυτός τόσο όταν με βρει δεμένη που να μη θέλει να με λύσει πριν διασκεδάσει με τη σειρά του. Και βασικά ελπίζω να με προλάβει ζωντανή…
-Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις στις προλήψεις. Εσύ έχεις χέρι μαγικό, τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Όταν ήρθες εδώ ήσουν σαν μικρό κλωσόπουλο και τώρα έχεις μεταμορφωθεί στην κότα που κάνει το χρυσό αβγό.
Τίποτα δεν ήξερε αυτή. Τίποτα. Αλλά εγώ γνώριζα καλά τους οιωνούς. Πάζλ μέσα στο σοκολατένιο αβγουλάκι. Μεγάλη ατυχία!
-Εγώ νομίζω ότι υπερβάλεις. Τι σου έχει τύχει όταν βρήκες πάζλ;
Τίποτα. Τίποτα δε συνέβη. Αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Πάντα χαλιόμουν όταν αντι για συναρμολογούμενο έβρισκα πάζλ μέσα στο αβγό. Κι αφού είχα ήδη χαλαστεί τι καλό θα μπορούσε να συμβεί;
-Έλα, ξεκόλλα. Μια σοκολάτα μ’ ένα παιχνιδάκι είναι. Φάτο κι άσ’ τις φιλοσοφίες.
-Αυτό είναι τα θέμα, ότι απ’ τα άπειρα παιχνιδάκια που μπορούσα να πετύχω, έπεσα σε ηλίθιο πάζλ. Είναι άτυχη μέρα δεν καταλαβαίνεις;
-Να σου πω, άσε την κλάψα και φτιάξε την τύχη σου. Κάνε παιχνίδι. Σήκω και άντε να τα σκίσεις τα τσογλάνια.
Η αλήθεια είναι ότι πέντε μήνες που γνωριζόμασταν η Καιτούλα (που μεταξύ μας δεν ήταν Καιτούλα αλλά Καιτάρα, πενήντα και βάλε) με είχε συμπαθήσει. Την πρώτη μέρα μάλιστα που μπήκα στο μαγαζί, με συμβούλεψε να μην ξαναπατήσω το πόδι μου, αν δε θέλω να μου το κόψει κανένας απ’ τους μπράβους της που τριγυρνούσαν εκεί μέσα. Μου ‘δωσε κι ένα σοκολατένιο αβγουλάκι, που ‘χε αγοράσει για το εγγονάκι της και με προέτρεψε να πάω «στην ευχή της Παναγίας». Εγώ πάλι άνοιξα το αβγό, έφαγα τη σοκολάτα, έφτιαξα και το παιχνίδι και της ζήτησα ένα τραπέζι αμερικάνικου.
-Δεν παίρνεις από λόγια έτσι; Με κοίταξε η Καιτούλα.
Δε μίλησα. Απλά πήρα την «αυγουλιέρα» με τα 20 πολύχρωμα αβγά μου και πήγα για στέκα. Δεν χρειάζονταν λόγια. Θα μιλούσαν οι μπάλες.
Πέντε μήνες μετά όλα πήγαιναν καλά. Το μπάτζετ από τα στοιχήματα είχε ανέβει σε ποσά που αυτοί οι ψευτόμαγκες εκεί μέσα δε θα είχαν δει ούτε στον ύπνο τους. «Καλώς το σπουδασμένο» λέγανε όσοι με συμπαθούσαν σα με βλέπανε, γιατί τους είχα πει πως μπιλιάρδο είχα μάθει όταν έκανα το μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι δε με συμπαθούσαν. Ανάμεσά τους και ο Σάκης με την παρέα του. Θα του ‘ριχνα και πέντε χρόνια του Σάκη, αλλά εκείνος μου ‘ριχνε είκοσι πόντους στο ύψος. Η δε παρέα του αποτελούνταν από τρία πλουσιόπαιδα του κώλου και έναν Ρωσοπόντιο που είχε κερδίσει στο ΞΥΣΤΟ και έκανε μαζί τους γλυκιά ζωή. Απ’ την πρώτη στιγμή είχαμε γίνει μπίλιες. Πόνταραν πάντα εναντίον μου και χάνανε. Στην αρχή τους έκανα πέρα με το γάντι. Μέχρι που μου πέταξε ο Σάκης το γάντι. Και όχι του μπιλιάρδου.
Επί 135 μέρες βρισκόμουν εκεί κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες. Είχα κερδίσει 118 παιχνίδια αμερικάνικου και είχα χάσει 7. Όσο για το γαλλικό στις 36 αναμετρήσεις τρίσποντου δεν είχα χάσει καμία. Ως εκείνη την ημέρα. Εκείνη την ημέρα θα αναμετρώμουν με τον κύριο Άλκη. Είχαμε ξαναπαίξει μαζί και είχα κερδίσει και τις δυο φορές. Αλλά τότε δεν είχα βρει ένα πάζλ μέσα στο αβγό μου.
Ο κύριος Άλκης ήταν ασπρομάλλης, ξερακιανός και πάντα αμίλητος. Μπορεί εμένα να έβραζε το αίμα μου και οι σπόντες που έκανα να ξεσήκωναν τους θεατές στα άτυπα τουρνουά της λέσχης, αλλά ο κύριος Άλκης είχε την πείρα της ηλικίας. Δε βιαζόταν. Με μετρούσε, με ζύγιζε, με παρατηρούσε, με μάθαινε και πια ήξερε πού να με χτυπήσει όταν έπρεπε. Και αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πρόβλημα ήταν ο Σάκης, που τόσο καιρό πόνταρε εναντίον μου και σήμερα πόνταρε 500 € υπέρ μου. «Κανόνισε να χάσεις και θα σε γαμήσω. Αλλά θα σε γαμήσω σαν πουστράκι που είσαι, κατάλαβες; Αν χάσεις θα έχω την απαίτηση να στηθείς σαν πούστης μου και να αξίζεις τα 500 € που σου ‘χω σκάσει».
Δε φοβάμαι γενικώς. Όχι κάτι τέτοιους νταγλαράδες τουλάχιστον. Όχι κάτι τσογλάνια που νομίζουν ότι μπορούν να γαμούν με τα λεφτά, αφού δεν έχουν αρχίδια γι’ αυτή τη δουλειά. Αλλά φοβόμουν τη γκαντεμιά.
Θα μου πείτε, «παίζεις μπιλιάρδο απ’ τα δεκαέξι σου και ακόμα πιστεύεις ότι οι στεκιές σου βασίζονται στην τύχη;». Δεν το νομίζω απλώς, το ξέρω. Δεν έχω συνέπεια, δεν έχω συνέχεια, είμαι με τις μέρες μου. Ξέρω τις γωνιές, ξέρω τις θεωρίες, ξέρω το «θεώρημα του ρόμβου» και όλη τη ευκλείδειο μπορώ να σου εφαρμόσω. Αλλά είμαι με τα φεγγάρια μου. Γι’ αυτό κι άμα νιώθω ότι δε μπορώ να συγκεντρωθώ δεν παίζω. Και τώρα το ένιωθα αυτό. Αυτό το κωλοπάζλ είχε γεμίσει με τα κομματάκια του το μυαλό μου. Με άγχωνε.
Ακόμα και το γάντι μου είχε μουσκέψει. Για πρώτη φορά το θερμαινόμενο τραπέζι έμοιαζε με γήπεδο του γκολφ. Οι μπάλες σταματούσαν σε άσχετα σημεία, λες και έπαιζα σε χωράφι και έπεφταν στις λακκούβες του. Ο κύριος Άλκης έδειχνε πολύ ευχαριστημένος μέσα στο, πάντα συγκρατημένο, γέλιο του. Το περίεργο είναι ότι και ο Σάκης έδειχνε ευχαριστημένος, παρότι φαινόταν πως θα έχανα πανηγυρικά. Τα σχόλια για το άτομό μου από ψίθυροι είχαν αρχίσει να εκφωνούνται δυνατά –η απίστευτη ηθική της κερκίδας: σε επευφημεί όταν κερδίζεις και σε γιουχάρει όταν χάνεις. Αλλά είναι αναπόφευκτο όταν παίζεις έξω απ’ την κατηγορία σου, όταν επιλέγεις να προκαλείς γίνεσαι αναγκαστικά «αξιοθέατο», οπότε δεν έπρεπε να προσβάλλομαι που αντί για πνευματική μάχη οι γύρω συμπεριφέρονταν λες κι έβλεπαν αγώνα κατς. Είχα ποντάρει την προίκα μου σε αυτό. Αυτό;
Πηγαίνοντας να χτυπήσω τις μπάλες είδα μέσα στη μέση του τραπεζιού ένα σοκολατένιο αβγό. Σιωπή. Η Καιτούλα χαμογελάει: «Αφήστε το παιδί να φάει το αβγουλάκι του μέχρι να πιούμε κι εμείς μια μπύρα. Πάμε βάρβαροι, επελάστε»!
Βγάζω τα γάντια και πιάνω το αβγό. Είναι βαρύ. Κάτι αναθαρρεύει στην καρδιά μου. Σκίζω το περιτύλιγμα, το ανοίγω και βλέπω παιχνίδι. Ναι, είναι παιχνίδι. Το συναρμολογώ κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του κυρίου Άλκη. Του προσφέρω λίγη σοκολάτα. «Όχι» γνέφει κουνώντας το κεφάλι δεξιά- αριστερά. Δε με χαλάει. Την τρώω όλη. Γελάω κι εγώ. Πια είμαι καλά. Ή έστω καλύτερα!
Επανέρχομαι στο παιχνίδι σα να ξεκινάω νέο ματς. Αρχίζω να ξετυλίγω τα «κορδόνια» μου σαν κορδέλες πουέντ. Οι μπάλες χορεύουν στην τσόχα σαν τον Νιζίνσκι σε παροξυσμό. Το σκορ μειώνεται, στήνω και ξαναστήνω τις μπαλιές μου λες και όλα είναι χορογραφημένα από έναν αόρατο παίκτη. Ο κύριος Άλκης γελάει. Όσο με εκτιμά, άλλο τόσο με αντιπαθεί. Δε μου μιλάει γιατί με θεωρεί χαμηλής πνευματικής στάθμης αλλά με σέβεται –όπως θα σεβόταν κάθε αντίπαλό του. Είναι τόσο άψογος ώστε όταν ισοφαρίζω και πάω να προσπεράσω, κλείνει τη στέκα του αθόρυβα και αποχωρεί: «Παίζεις δεκαέξι λεπτά σερί. Είμαι γέρος άνθρωπος –δεν έχω τόσο χρόνο να σε περιμένω να χάσεις».
Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο χορτάτοι που μπορεί να σου χαρίσουν τη νίκη. Άλλοι τόσο αλαζόνες που προτιμούν να διακηρύξουν πως στη χαρίζουν, πριν αποδειχτεί πρακτικά ότι τους την πήρες. Νομίζω ότι συνέβαινε κάτι ανάμεσα στα δύο αυτή τη φορά. Αλλά όπως και να ‘χε, είχα κερδίσει. Έτσι απλά! Τζάμπα το άγχος, ο ιδρώτας και ο πανικός. Όλα ήταν στο μυαλό μου.
Η Καιτούλα έρχεται με τα λεφτά. «Ούτε ένα, ούτε δυο, 750 € καθαρά μωρό μου», μου χώνει στη χούφτα το ποσοστό μου απ’ τα στοιχήματα και με φιλάει σταυρωτά. «Ευχαριστώ» της λέω.
«Τι ευχαριστείς, μια ιδέα σου ήταν μόνο, δε νομίζω ότι σε έσωσε το αβγό μου».
«Καλά. Πάντως σ’ ευχαριστώ».
«Άντε, και σε καλή μεριά»!
Βάζω τα λεφτά στην τσέπη.
«Τα λέμε αύριο» της λέω. Και φεύγω.
Βγαίνω στο δρόμο. Περπατάω μέχρι να πάω στη στάση. Στο χέρι μου αντί για κομπολόι παίζω τα κομμάτια απ’ το ηλίθιο πάζλ που μου χάλασε τη μέρα. Χωρίς κανέναν λόγο. Όλα μέσα στο μυαλό μου ήταν.
Περπατάω και πετάω τα κομματάκια του χάμω, σαν τον Κοντορεβιθούλη. Μα όπως γυρνάω γελώντας να δω την άτακτη σπορά των κομματιών βλέπω τον Σάκη με τους μαντράχαλους να πλησιάζουν στα μουλωχτά. Αρχίζω να επιταχύνω κι ας μην ξέρω γιατί. Ενστικτωδώς. Τους ακούω να πλησιάζουν και τρέχω, ο Σάκης τρέχει ξωπίσω μου. Στρίβω σε κάτι στενά, κρύβομαι σε μια εσοχή τοίχου, νομίζω πως με χάνουν, μα πάνω που πάω να χαλαρώσω και φεύγω απ’ την άλλη πλευρά εμφανίζεται μπροστά μου ξανά απειλητικός. Με πιάνει, μ’ αρπάζει, με πετάει κάτω. «Πάρε τα λεφτά» του λέω «πάρτα και παράτα με» και προσπαθώ να χώσω το χέρι μου στην τσέπη. «Δε θέλω τα λεφτά, εσένα θέλω. Με το καλό ή με το ζόρι».
-Άσε με ρε, αρχίζω να τον βαράω αφού δεν έχω νύχια για να τον γρατζουνήσω.
-Τι έγινε αγοροκόριτσο, το παίζεις άντρας σε όλα αλλά είσαι κότα στο κρεβάτι; Μωρό μου αν το παίζεις αγοράκι θα μάθεις να σε γαμάνε και σαν αγοράκι.
Με παίρνει στη ράχη του και με πηγαίνει σηκωτή στο αμάξι. Όσο και να χτυπάω δε γίνεται τίποτα. Καθώς με πετάει στο πίσω κάθισμα πετάω κάτω τα υπόλοιπα κομμάτια απ’ το πάζλ.
Οι θέσεις στο πάρκινγκ του κλαμπ είναι ονομαστικές. Τα κομμάτια σταματάνε μπροστά στο αμάξι του Σάκη. Αν ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεσή μου δεν είναι τελείως μάλακας θα καταλάβει οτι ο Σάκης με έχει απαγάγει. Απλά ελπίζω να μη χαρεί κι αυτός τόσο όταν με βρει δεμένη που να μη θέλει να με λύσει πριν διασκεδάσει με τη σειρά του. Και βασικά ελπίζω να με προλάβει ζωντανή…
9 σχόλια:
το μπιλιαρδο ηταν απο τα αγαπημενα μου σπορ , εχω πολυ καιρο να παιξω, αλλα και η ιστορια σου οπως την εφτιαξες ειναι ομορφη.
κρασι και νερό
ευχαριστώ!
Κι εγώ πέρασα το καλοκαίρι να παίζω μπιλιάρο με τα ανίψια μου και θυμήθηκα πόσο μου άρεσε το συγκεκριμένο άθλημα όταν ήμουν φοιτήτρια!
Αν κάποιος σκηνοθέτης προσπαθούσε να το "ζωντανέψει"θα έβρισκε άφθονα πλάνα με πολύ χαρακτηριστικές φιγούρες και κυρίως πολύ έντονες εκφράσεις στα πρόσωπά τους. Για τη μουσική επένδυση μάλλον ο Tom Waits θα ήταν κι αυτή τη φορά ο πρώτος υποψήφιος.
Του αξίζει και συνέχεια.
αυτη την υποθεση την εχω παρει προσωπικα,
βεβαια Scully θα χρειαστω ενα χερακι βοηθειας για να την φερουμε σε περας,
εχει και συνεχεια ε?
μμμμ...
http://www.youtube.com/watch?v=HJ5xlxX4y40
Sot
όποτε γράφω μεγάλα (σε μέγεθος) κείμενα ξέρω ότι είναι σα να δοκιμάζω την αντοχή σας. Ευχαριστώ που έχετε την υπομονη να τα διαβάζετε. Νομιζω σας έχει εκπαιδεύσει ο Τομ Γουέιτς να μην στέκεστε μόνο στα εύκολα! :Ρ Η μουσική είναι μεγάλη παιδεία ε! :)
Fox
"να χαρεις μόνο, σταμάτα να κοιτάς στον ουρανό,
εκει στο οδόστρωμα είναι τα στοιχεία! Στο οδόστρωμα σου λέω"! είπε η Scully
ΥΓ. Τι συνέχεια εννοείς? Λες να φάει και την Ute ο Σάκης?
To telos moiazei sa na ypodeiknyei sunexeia...
Sirial tha to kaneis? Pantws tha mporouse aneta na metaferthei stin tileorasi kai na ginei mia polu euxaristi tiletainia. Tha exei poly endiaferon kai tha einai mia "emporiki" me tin kali ennoia idea gia to blog.
Egw den tha evaza Tom Waits kai tha eixa epimelimeno styling. Esy tha eixes ta mallia travigmena se mia sleek alogooura, tha eixes poudrarismeno proswpo, mayro eyeliner kai pseytikes vlefarides, kokkino kragion, dyo seires perles se choker sto laimo kai ena mayro akrivo corsaire alla oxi para polu sfixto gia na mporeis na paizeis, mia fousta mayri episis 50's i ena mayro cigarette panteloni i ena mayro yperkompso forema i ekrou metaxwto poukamiso me skouroxrwmi fousta me polu psili mesi (kai isws mallia katw, epimelws atimelita alla tha frontiza na exoun ogko kai kinisi gia na yparxei erwtismos kathw skyveis na kaneis tis stekies sou) kai oi andres oloi tha forousan gri kostoumia, mayra poukamisa kai gri gravates i katholou gravates i telos pantwn omoiomorfa klassika rouxa. O Sakis tha forouse kai tirantes kai mia republica sto kefali. O k. Alkis tha eixe asimenia mallia se alogoouritsa kai tha foruse mikra metallika gyalia, papigion kai ena poukamiso me lepto karoudaki, tirantes kai fardia pantelonia. Oso gia tin Kaitara tha tin entyna me poluxrwma alla akriva rouxa toualette. Tha evaza pio klassika kai erwtika alla skamprozika akousmata kai mousikes surf, rock n roll kai ska kai swing.
(Den mporw pantws na katalavw pws ginetai kapoios na thewrei enan allo san atomo xamilis pneumatikis stathmis enw ton ...ektima??)
Mou fainetai pantws oti to g...aki tou to thes apo ton Sakis :-))
Vain
ο κ. Άλκης εκτιμά την ηρωίδα για το τσαγανό της και την επιμονή της να πολεμάει το ανδρικο κατεστημένο με το γάντι (του μπιλιάρδου!) αλλα δεν παύει να τη θεωρεί "γυναίκα", δηλαδή ότι δεν κερδίζει επειδή είναι έξυπνη αλλα επειδή είναι απλά τακτική και οργανωτική- π.χ οι άλλοι πίνουν την ώρα που παίζουν κι αυτη τρώει kinder, άρα μένει νηφάλια κλπ. Αλλα ναι, μάλλον έχεις δίκιo, θα πρέπει να το διατυπώσω διαφορετικά, έτσι που το έχω μοιαζει αντίφαση. Thanx για την παρατήρηση!
Όσο για το ενδυματολογικό κομμάτι, δεν έχω λόγια! Μιλάμε είσαι κινητή vogue!!! :) Νομιζω θα έπρεπε να την έχουμε όχι χαριτωμένη την ηρωίδα αλλα λίγο πιο "σκύλα" με την έννοια του ότι δε χαρίζει κάστανα (οπότε μάλλον στο παντελόνι και το μαλλι κοτσίδα θα ισχύει και το κόκκινο κραγιόν που κάνει επιθετικο)! Και πάει εκεί για τα λεφτά και όχι για τους άντρες. Είναι σαν μια δυναμική γυναίκα σε αντρικο επάγγελμα γεγονός που σε μερικούς γυρνάει το μάτι.
Ο δε Σάκης, ορίστε, από δω πήγε, από κει γύρισε, θα ήταν κάτι σε Παπακαλιάτης (καιρο είχαμε να τον αναφέρουμε- χα χα χα)- πλουσιόπαιδο που την έχει δει πολύ έξυπνος και πολύ γκόμενος και με την παρέα του αποφασίζει να δείξει στο χαμίνι να μην ανακατέυεται με τα πίτουρα και ο μόνος "σωστός" τρόπος να βγάλεις λεφτά είναι ακολουθώντας την κλίση σου (να γίνεις μαιτρέσσα καποιου)και όχι να φέρεσαι σαν μετρ στις λέσχες (θεωρει το να πασχίζεις να γίνεις κάτι που δεν είσαι "ανωμαλία" και αυτος είναι ο τρόπος του να την πείσει ότι το να το παίζεις άντρας μερικές φορές...πονάει)!
ΥΓ. Η αλήθεια είναι ότι δεν νομιζω ότι κανεις ξυπνάει ή κοιμάται με τη σκέψη "αχ, να με σοδομιζανε σημερα"! Λες ο Σάκης να της αλλαξει τα φώτα και αντι να πεθάνει αυτη απ' τη ντροπή της, να της αρέσει?!? Καλή ανατροπή, δεν το είχα σκεφτει αυτο- χι χι χι ! :)
Για να το σοβαρέψω: όλη η πλάκα στο διήγημα είναι ότι μέχρι τελευταια στιγμή δεν αναφέρεται το φύλο του ήρωα (οι αναφορές είναι στο ουδέτερο κλωσσοπουλο, σπουδαγμένο κλπ) έτσι μέχρι την τελευταία παράγραφο νομιζουμε ότι είναι αγόρι -επειδή αυτο είναι το στερεότυπο. Οπότε μάλλον θα έχανε όλο του το σασπένς στην τηλεόραση... (γαμώτο, πάλι δε θα βγάλω λεφτά κι από αυτο, πάλι δεν είναι τηλεοπτικο- χα χα)
Oxi, aplws etsi opws to grafeis exei ena erwtismo i oli katastasi.
Δημοσίευση σχολίου