CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

15.11.08

Μπλο(γ)κάρισμα – Ντεμέκ βιογραφία μετά μουσικής

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας μπλόγκερ που ξαφνικά έχασε τη διάθεση να γράφει. Στην αρχή δεν ανησύχησε, του είχε συμβεί ξανά, είχαν περάσει λίγες μέρες κι ένα πρωί πήρε καφέ, τσιγάρα, πληκτρολόγιο κι έγραψε ένα ποστ αφαιρετικό και βαθυστόχαστο, από τα καλύτερά του. “Με γνωρίζω καλά” είπε πειστικά στον εαυτό του “κάτι σημαντικό επωάζεται μέσα μου, για αυτό σωπαίνω”. Οι μέρες όμως κυλούσαν και κυλούσαν, με δουλειές, γκομενίσματα, ξύδια και βόλτες, αλλά καμία ιδέα δεν προέκυπτε, καμία έμπνευση δε δινόταν από όλη αυτή τη ροή των γεγονότων. Μετά τη δεύτερη βδομάδα σιωπής τρόμαξε, δεν ήταν πια σκεπτόμενος αλλά βουβός.
Ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει ήταν μια πρώην του, που είχε κι αυτή μπλογκ, αλλά το είχε παρατήσει πια. Δεν έγραφε τόσο καλά όπως αυτός, αλλά τουλάχιστον θα τον καταλάβαινε: σήκωσε το τηλέφωνο και την κάλεσε χωρίς να τον απασχολήσει πως είχαν να μιλήσουν μισό χρόνο και παραπάνω. Μετά τα πρώτα εθιμοτυπικά για το πόσο κρίμα ήτανε που χάθηκαν και τα νέα του τελευταίου μισού χρόνου εν συντομία, η Έφη άκουσε με εγκάρδια υπομονή τον προβληματισμό του, προσέχοντας τα χασμουρητά της να είναι αρκετά χαμηλόφωνα, ώστε να μη φτάνουν στο άλλο ακουστικό. “Ποια είναι η γνώμη σου λοιπόν;” τη ρώτησε στο τέλος. “Αχ βρε Κωστή, είμαι σίγουρη πια, τον βαρέθηκα και το ναρκισσισμό και τη σοβαροφάνειά σου. Ένα χόμπι είναι, κι εσύ το κάνεις να μοιάζει με κέντρο του σύμπαντος. Χαλάρωσε, γίνε λίγο πιο ποπ! Η καλύτερα, επειδή δεν πιστεύω ότι το ποπ το 'χεις ή θα το βρεις ποτέ, απλώς άφησέ με ήσυχη...” είπε και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Εκνευρίστηκε πολύ από τη συμπεριφορά της, τον παρουσίαζε λες και την έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο να της λέει τα προβλήματά του, τόσον καιρό είχαν να τα πουν. Φόρεσε τη μαύρη καμπαρτίνα του με ένα κόκκινο κασκόλ κι αποφάσισε να βγει μια βόλτα στην πόλη. Περπάτησε λίγο με κατεύθυνση το Καλλιμάρμαρο, αλλά σύντομα κουράστηκε και μπήκε στο πρώτο λεωφορείο για Ομόνοια, κατέβηκε εκεί και συνέχισε στην Αιόλου. Μετά από λίγο κοντοστάθηκε και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Τελευταία φορά που είχαν μιλήσει ο Μιχάλης σπούδαζε θέατρο στο Παρίσι, πώς είχε βρεθεί να κάνει το ζογκλερ στην Αθήνα; Τον χάζεψε λίγο, τη χάρη των κινήσεων του, το νευρώδες του σώμα, τον θυμήθηκε γυμνό. Ωραία ήταν εκείνη η εποχή που πειραματιζόταν με διάφορα, που αφηνόταν να αγαπήσει τα πάντα, πέρασε όμως ο καιρός και πάει. Ίσως και να του ταίριαζε περισσότερο η προσεκτική μοναξιά, με το απλό, χωρίς έγνοιες σεξ της. Ο Μιχάλης έκανε διάλειμμα και τον πήρε χαμπάρι με τη σειρά του. “Ωπ Κωστή, τι έγινε; Καιρό έχουμε να βρεθούμε, Αθήνα κι εσύ;” Επέλεξε να μη του πει τα νέα του, αλλά να ξεκινήσει με αυτό που τον απασχολούσε, τη γραφή του ή καλύτερα την απουσία της. Ο Μιχάλης άναψε ένα τσιγάρο, το κάπνισε κι όταν έγινε αποτσίγαρο, το έριξε με το ένα χέρι κάτω και με το άλλο του έκλεισε το στόμα. “Μιλάς πολύ. Πάντα μιλούσες πολύ, αλλά μετά το Παρίσι οι αντοχές μου μειώθηκαν. Παίρνεις κάτι χαρούμενο και δημιουργικό και το παρουσιάζεις σαν υποχρέωση και θλίψη. Ξέρεις τι μου έλεγε μια φίλη μου η Έμμα; Δε με ενδιαφέρει να λύσω κανένα πρόβλημα, αν δε μπορώ να χορέψω στο ρυθμό του.” φώναξε θυμωμένα και ξανάρχισε να λικνίζεται πετώντας στον αέρα τις κορίνες, χωρίς να κοιτάζει καν προς τη μεριά του.
Σε αυτήν την περίπτωση δε θύμωσε, ήξερε πως είχε δίκιο, πόσο τον είχε κουράσει με το διανοουμενισμό του, τους μονολόγους για βιβλία και τις ροές σκέψεων για τα πάντα και τίποτε. Οι αναμνήσεις αυτές τον έφεραν στο παρόν και του θύμισαν το διδακτορικό του, ο επόπτης του θα ήταν στο γραφείο του κοντά στην Καπνικαρέα σήμερα, δε θα ήταν άσχημα να περνούσε να του πει ένα γεια, πιθανόν να είχε δει και την πιλοτική έρευνα που του έστειλε. Κατηφόρισε λίγο ακόμα την Αιόλου και χώθηκε στα στενά του κέντρου, πριν καλά καλά το καταλάβει έμπαινε στο γκρίζο κτίριο του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Βρήκε στο Στέλιο να στρίβει ένα τσιγάρο, πίσω από δύο σωρούς βιβλίων, έναν για αυτά που δίδασκε και έναν για αυτά που τον ενδιέφεραν. “Βρε καλώς τον! Πάνω στην ώρα, πριν λίγο τελείωσα τα σχόλιά μου για το κείμενό σου, σου τα έστειλα με μέιλ.” Αποφάσισαν ότι δεν είχε νόημα να κουβεντιάσουν σήμερα, καλύτερα να διάβαζε πρώτα το μέιλ και να πίνανε κανένα καφέ στο Παγκράτι, γείτονες ήταν. Σκέφτηκε να ζητήσει τη γνώμη του για το πρόβλημά του, στο κάτω κάτω συγγραφέας ήταν κι αυτός, απλά ξεδίπλωνε επιχειρήματα και συνεπαγωγές, όχι ιστορίες. Ο Στέλιος χαμογέλασε με το μισό πρόσωπο (ώρες ώρες του έμοιαζε στη Τζοκόντα, με τόσα αινίγματα που κουβαλούσε στο κεφάλι του), άναψε το στριφτό του και σχολίασε. “Κωστή, έχεις ένα κάποιο ταλέντο στο γράψιμο, σου το γράφω κιόλας ότι είναι το πιο ευχάριστο πιλοτικό διδακτορικού που έχω διαβάσει. Πρέπει όμως να καταλάβεις ότι την πήρες την απόφασή σου, όσο περνάει ο καιρός θα γράφεις όλο και περισσότερη επιστήμη, θα βγάζεις την ενέργειά σου εκεί και θα έχεις όλο και λιγότερη όρεξη για λογοτεχνία. Η άλλη λύση είναι να τη δεις συγγραφέας πλήρους απασχόλησης και να φυλακιστείς στο γραφείο σου, γράφοντας το ένα κείμενο μετά το άλλο. Δε θα συμβούλευα όμως κανένα να κάνει τα ίδια λάθη με εμένα.” κατέληξε γελώντας και φύσηξε ένα δαχτυλίδι καπνού προς το μέρος του. Δεν του άρεσε ο τρόπος που τον κόλλαγε στον τοίχο τις περισσότερες φορές, λέγοντάς του πράγματα που δεν τα είχε ξανασκεφτεί, αυτός ο τόσο ευφυής. Μουρμούρισε ένα “Μάλλον έχετε δίκιο. Λοιπόν καλύτερα να πηγαίνω, να δω και το μέιλ με τα σχόλιά σας.” και πήρε να κατεβαίνει τις σκάλες προς την έξοδο.
Βγαίνοντας από το κτίριο ένιωσε τη δόνηση του κινητού του, το έβγαλε από την κωλότσεπη και είδε τον αριθμό του φροντιστηρίου που δούλευε, τι να τον ήθελαν πάλι. Το αφεντικό του ήταν ενθουσιασμένο με τις σημειώσεις για την Έκθεση που είχε ετοιμάσει, για να αντικαταστήσουν τις παλιές. Μπορεί να του 'χε παραπονεθεί ότι τις καθυστέρησε πολύ, το καλοκαίρι τις είχε υποσχεθεί και τις έφερε Νοέμβριο, φαινόταν όμως ότι δούλεψε κι έγραψε πολύ. “Μοιάζουμε πολύ, Κωστή” του είπε θυμόσοφα το αφεντικό “αν αποφασίσουμε να καταπιαστούμε με κάτι ή θα το κάνουμε πολύ καλά ή δε θα το κάνουμε καθόλου. Θα μου πεις τι καταλαβαίνω που το κάνω αυτό, με τρώει η δουλειά και δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με τίποτα άλλο, κι εσένα όπως σε βλέπω αν συνεχίσεις έτσι, σε αυτό θα καταλήξεις...” Τον κατάλαβε να παίρνει καταθλιπτικές στροφές και τον διέκοψε με τη δικαιολογία ότι τον έβρισκε στο δρόμο, δεν τον άκουγε καλά και καλύτερα να τα λέγανε από κοντά την Πέμπτη στο μάθημα. Συμφώνησε και τον χαιρέτισε, ευχαριστώντας τον μια ακόμη φορά για την όρεξη και τον κόπο του.
Ανέβηκε την Ερμού με προορισμό ένα ίντερνετ καφέ στο Σύνταγμα, είχε περιέργεια να δει τα σχόλια του επόπτη, η Άντα που έγραφαν μαζί στο μπλογκ είχε όμως προλάβει να του στείλει ένα μέιλ αμέσως μετά και ήταν πάνω πάνω στα εισερχόμενα. Ξεκίνησε με αυτό, αναρωτιόταν κιόλας τι να κάνει, πάλι την είχαν πιάσει οι μαύρες της και δεν έβγαινε από το σπίτι, επικοινωνούσε μόνο μέσω μέιλ και facebook. Λες και ήταν μέσα στο μυαλό του, είχε διαβάσει το τελευταίο του κείμενο για το μπλοκάρισμα του συγγραφέα, παρατήρησε πως είχε καιρό να γράψει, και τον ρωτούσε ευγενικά αν είναι καλά και για ποιο λόγο δεν έγραφε. Το κλείσιμο του γράμματος τον προβλημάτισε πολύ, η Άντα έβαζε ως ενδεχόμενο ότι το μπλογκ πιθανόν και να είχε κλείσει ένα κύκλο για αυτόν, τον ενάμιση χρόνο που τον παρακολουθούσε από κοντά στην Αθήνα, έδινε όλο και περισσότερη σημασία σε εξωτερικές δραστηριότητες και επαφές, “αποκηρύσσοντας την παλαιότερη, άπραγη ηρεμία” του. (Στα μέιλ της συχνά έβγαζε ένα λόγιο εαυτό, που έλειπε τελείως από τα κείμενά της, αντίθετα με εκείνον που ο διανοουμενισμός του ήταν συγγραφική τιμή του και καμάρι του.) Και επέμενε στον επίλογό της: “Ίσως πρέπει να αποδεχτείς ότι όπως το μπλογκ σε έβγαλε από τη χειμερία νάρκη σου, προς το διαδίκτυο αρχικά και μετά προς τα έξω, θα ερχόταν κι ο καιρός που θα όφειλες να το αποχαιρετίσεις, όντας πολύ εξωτερικός και φυγόκεντρος πια για να σε ενδιαφέρει.” Έκλεισε το παράθυρο του Firefox, χωρίς να τον νοιάζει να δει καν τα σχόλια του επόπτη του, τον είχε καταεκνευρίσει η μαλακισμένη. Ήταν τόσο αχάριστη που αντί να σκεφτεί πως εξαιτίας του είχε αρχικά ασχοληθεί με αυτήν την ιστορία, χάρη στην πρόσκλησή του βρήκε δημόσιο βήμα για τα γραπτά της πριν ενάμιση χρόνο, αντί να τον παρηγορήσει, του επιβεβαίωνε τους φόβους του και τον αποχαιρετούσε. Δεν μπορούσε να πάψει να βλέπει τον εαυτό του σαν καλλιτέχνη, του ήταν αδύνατο να πέσει τόσο στα μάτια του εαυτού του και των άλλων! Ένιωσε μια ισχυρή ανάγκη να την πάρει τηλέφωνο και να τη βρίσει, αλλά συγκρατήθηκε. Θα περπατούσε λίγο ακόμα και θα ηρεμούσε, ίσως μια φτηνή μπίρα στα Εξάρχεια να βοηθούσε τη διάθεσή του.
Περπατώντας γύρω από την πλατεία με κατεύθυνση το Αθήναιον στην Τσαμαδού, τον σταμάτησε μια παράξενη εξηντάχρονη, για να του ζητήσει χρήματα για το μωρό της, μια παιδική κούκλα που κουβαλούσε σε ένα ψεύτικο καροτσάκι, πεινούσε και δεν είχε ούτε ένα ευρώ για να του αγοράσει γάλα. Λυπήθηκε την τρέλα της και της έδωσε ένα πεντάευρω, έτσι κι αλλιώς ήταν ο πιο πρωτότυπος τρόπος που του είχαν ζητιανέψει χρήματα. Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε, τον κοίταξε στα μάτια, κι αυτός αισθάνθηκε μια απόκοσμη ζεστασιά, σαν να είχε βγει καλοκαιρινός ήλιος μες στο φθινόπωρο και να τον χάιδευε με τις ακτίνες του. “Είσαι καλός άνθρωπος, παιδί μου, παρά τη μεγάλη αλαζονεία σου, που σε οδηγεί σε άσκοπους δρόμους. Είμαι η Μαντόνα των Εξαρχείων και μπορώ να πάρω ένα βάσανο από πάνω σου, όποιο θέλεις εσύ, αρκεί να μη βλάπτει κανέναν άλλο η επιθυμία σου, εκτός από σένα. Πες μου, μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;” Κοίταξε την άκακη μισότρελη γυναίκα και αποφάσισε πως είχε έρθει πάνω στην ώρα, να τον ξεκουνήσει από τη σοβαροφάνεια και τα κολλήματά του. “Θέλω να ξαναρχίσω να γράφω στο μπλογκ μου” της είπε “δεν υπάρχει μεγαλύτερο βάσανο για μένα από τη σιωπή”. Άγνωστο πως, η κούκλα μωρό σήκωσε το δεξί της χέρι σαν τον ευλογούσε και η γυναίκα χαμογέλασε πλατιά, δείχνοντας ένα στόμα με τρία μισοσαπισμένα μπροστινά δόντια. “Έτσι θα γίνει, παιδί μου, μην ανησυχείς πια για αυτό. Πήγαινε στην ευχή του παιδιού μου.” Γέλασε για πρώτη φορά μετά από καιρό και κατευθύνθηκε πίσω στην Ομόνοια και τη Σταδίου, για να πάρει το λεωφορείο του γυρισμού προς το σπίτι. Με την άκρη του ματιού του την είδε να μπαίνει στην πλατεία και να πλησιάζει έναν τύπο με ράστα, ίσως για να αγοράσει πρέζα, ίσως για να τον βοηθήσει να σωθεί.

[Καμιά κορύφωση, λυπάμαι. Απλώς ο τύπος ξανάρχισε να γράφει.]

3 σχόλια:

Ινδιάννα είπε...

Και δηλαδή μετα από τόσο καιρο που έχει να γράψει, αυτο δεν το λέμε κορύφωση???
Και που δηλαδή γιατι πρέπει τα γραπτά μας να κορυφώνονται, είναι βουνά? Μπορει να είναι θάλασσες, να μην έχουν κορυφές αλλα κύμματα που φέρνουν τα μπουκάλια με τα μηνυματα των ναυαγών :)

(απαπα, με την Άντα και την Έφη, καλέ με τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους εχθρούς- χι χι χι)! :))))

Ανώνυμος είπε...

Ε λοιπόν, ναι, τα θαύματα υπάρχουν! ;-)
Άντε, και καλή συνέχεια στον τύπο, κι αν τον συναντήσεις πουθενά πες του πως μας έλειψε...

αμμος είπε...

Ινδιάννα μου και Θεωρήμα, η καθυστέρηση της απάντησής μου είναι τόσο μεγάλη, που δεν έχει νοήμα καν να ζητήσω συγγνώμη για αυτή.

Και ναι, ο τύπος ξανάγραψε, αλλά δεν ξέρω πόσο σύντομα θα το ξανακάνει, και ναι εσείς οι δύο του λείπετε επίσης.

Σας φιλώ και τις δύο.