Άλλος ένας μεγάλος βαρετός γάμος έφτασε στο τέλος του.
Νιώθω σα να είμαι βουτηγμένος στο όπιο. Παραιτημένος σε ζάλη μεθυστική.
Σήριαλ ονείρου: Επεισόδιο #1: εγώ, εσύ, έρωτας. Επεισόδιο #2: εγώ, εσύ, αγάπη. Επεισόδιο #3: εγώ, εσύ, γάμος. Επεισόδιο #4: εγώ, εσύ και το σόι σου. Επεισόδιο #5: εσύ, τα παιδιά σου και το σόι σου. Επεισόδιο γάμησέ τα: γαμήσου κι εσύ και το σόι σου.
Σηκώνομαι και περπατάω ως τη στάνη. Άδεια. Τα σφάξανε όλο για το γάμο. Ακουμπάω στα κάγκελα. Το χορτάρι ξερό. Από κάτω ο κάμπος με τα σπαρτά. Τα δεμάτια με τα άχυρα. Κάποιοι αλωνίζουν και φεύγουν στον ουρανό χρυσαφένιες κλωστές. Τα ζουζούνια γρατζουνάνε τον αέρα, σα να συνοδεύουν το σκούξιμο της λύρας. Βλέπω από μακριά τα σόγια να χορεύουν πιασμένα σε κύκλους. Οι ρακές ρέουν άφθονες και το κέφι μαζί τους. Νιώθω τόσο αποκομμένος απ’ αυτή τη γιορτή. Σαν ένας κουτσός στο πανηγύρι των αγγέλων.
-Διαφωνώ, μου λέει και κάθεται δίπλα μου.
-Με τι πράγμα;
-Διαφωνώ, εγώ νομίζω ότι γενικώς, όλοι είμαστε για τα πανηγύρια εδώ πέρα…
Σιγά μη δε διαφωνούσε η Ρένα. Το πνεύμα της αντιλογίας. Μεγαλώσαμε στη ίδια μήτρα, την ίδια ώρα και κατά ένα περίεργο τρόπο δεν έχουμε τίποτα κοινό. Εγώ είμαι βολικός ο καημένος. Αν και συμμερίζομαι συχνά τη γκρίνια της. Ο αέρας μυρίζει γιδοπίλαφο κι ευτυχία. Αυτή την γλυκόπικρη Κυριακάτικη ευτυχία που ξέρεις πως τελειώνει τη Δευτέρα το πρωί.
Πρωί γεμάτο χρώματα, νύχτα ζεστή, η μουσική γεμίζει τα κενά που αφήνουν τα ζουζούνια όταν πετάνε, όλοι γελάνε. Χορεύουν. Δεν αντέχω άλλο την ακαταπράυντη ομορφιά αυτού του κόσμου.
Η Ρένα τράβηξε κάτω απ’ το φουστάνι της ένα μπουκάλι κρασί.
-Θες; μου είπε.
-Πολλά θέλω αλλά…
-Πάμε να το κάνουμε; ρώτησε συνωμοτικά.
-Ποιο;
-Πάμε να την πάρουμε; Να την κλέψουμε!
-Τη Μαρία; Τώρα; Πού να την πάμε;
-Πάμε με το αγροτικό στην παραλία, να βάλουμε τα δικά μας τραγούδια; Να της βάλουμε pulp, που της αρέσουν;
Το πέπλο της Μαρίας ανέμιζε πάνω απ’ την καρότσα. Τα μάγουλά της κατακόκκινα απ’ το ποτό και τη συγκίνηση. «Θα με σκοτώσει ο Θανάσης» έλεγε και ξανάλεγε. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, αφού σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή…» της έψελνε η Ρένα.
Τα κορίτσια βγάλανε τα παπούτσια και άρχισαν να τρέχουν στην άμμο. Η Μαρία είχε τα χέρια ψηλά, σα να κρεμιόταν απ’ τον πολυέλαιο του ήλιου και να πέταγε πάνω από ένα άναυδο κοινό. Κι ο ήλιος, θες απ’ το βάρος της, έγερνε σιγά- σιγά, έπεφτε πίσω απ’ τα βουνά.
Εγώ με το Μάρκο καταρρεύσαμε στη άμμο. Τα κορίτσια χόρευαν με τη μουσική απ’ το κασετόφωνο του αυτοκινήτου και τραγούδαγαν ουρλιάζοντας “Am I talking toο fast/ or are you just playing dump/ if you want I can write it down…”.
-Δε θα ξεχάσω τα λόγια ποτέ! φώναζε η Μαρία.
-Ούτε κι εγώ! φώναζε η Ρένα.
Και ο χορός συνεχιζόταν κι αγκαλιαζόντουσαν κι εμείς είχαμε ένα μπουκάλι ρακί και πίναμε και λέγαμε μαλακίες αντρικές, απ’ αυτές που καμία γυναίκα δε βρίσκει αστείες και μας κοιτούν ειρωνικά όταν τις λέμε, αλλά εμείς τις βρίσκουμε θεσπέσιες.
Βέβαια και ορισμένοι άντρες μας βρίσκουν ανώριμους και μαλάκες, όπως ας πούμε ο Θανάσης, ο σύζυγος της Μαρίας, που έφτασε με το τζιπ και μας έριξε άμμο στα μούτρα όπως πέρασε τρέχοντας από κοντά μας για να αρπάξει τη Μαρία απ’ το χέρι και να της πει ότι «δεν κάνανε καλή αρχή, κι άμα δε θέλει να είναι μαζί του να του το πει, κι όχι να φεύγει και να τον αφήνει σα τον μαλάκα να την ψάχνει μέσα στο γλέντι».
Και η Μαρία πόναγε, αλλά δε μίλαγε, γιατί είχε δίκιο ο Θανάσης και το είχε διαλέξει αυτό: να του δίνει δίκιο, αν ήθελε να τα πηγαίνουν καλά και να μην γίνονται μύλος όποτε σήκωνε κεφάλι. Πια η Μαριώ έπρεπε να σκέφτεται για δυο κι όχι μονάχα για τον εαυτό της.
Και φύγανε μαζί. Με τις δαχτυλιές του Θανάση στο μπράτσο της, σαν παράσημο. Παράσημο γενναιότητας. Γιατί πρέπει να έχεις κότσια για ν’ αντέξεις του ζεύγους το ζυγό.
Έφυγε κι ο Μάρκος πολύ στενοχωρημένος για τη θέση που φέραμε τους νιόπαντρους. Και μείναμε πάλι με τη Ρένα. Οι δυο μας. Όπως τότε στην κοιλιά της μάνας μας. Μόνο τώρα σωριασμένοι στη νοτισμένη αμμουδιά.
Το φουστάνι της μούσκευε στο πλάι απ’ το κυματάκι που ανέβαινε μαζί με το σκοτάδι, αλλά δεν τον μάζευε. Γύρισα και την κοίταξα.
-Τι; Μου είπε εκείνη
-Τι, μπουγελωμένη Ιουλιέτα» και χτύπησα τα πόδια μου στο νερό, πιτσιλώντας την όλη.
-Σταμάτα, ηλίθιε! κι άρχισε να μου πετάει άμμο.
-Είμαστε μαλάκες;
-Είμαστε…, συμφώνησε κι εκείνη.
-Να σου πω, δεν το διασκέδασα κι όπως παλιά.
-Ούτε κι εγώ. Ήταν μια κατασκευασμένη σκανταλιά. Προσποίηση ότι είμαστε ακόμα παιδιά.
-Μα πώς της το κάναμε αυτό; Να την κλέψουμε απ’ το γάμο της;
-Αυτή πώς το έκανε στον εαυτό της αυτό; Να παντρευτεί;
-Εσύ θα τον παντρευόσουν ποτέ τον Κώστα;
-Όχι.
-Γιατί;
-Γιατί ήταν μαλάκας, σαν κι εμάς.
-Μη μιλάς έτσι γι’ αυτόν.
-Εκεί που είναι δεν ακούει. Αν άκουγε θα είχε γυρίσει.
Μα πια ήταν ώρα να φύγουμε κι εμείς.
Το αεροπλάνο πετάει πάνω από ροζ σύννεφα. Ξημέρωμα στην Αττική. Η τελευταία μέρα του καλοκαιριού ποτέ δεν είχε φανεί τόσο γέρικη. Ποτέ δεν είχε φανεί τόσο κρύα. Η αδερφή μου κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρο. Εγώ κοιτάζω την αδερφή μου. Εμένα δε με κοιτάζει κανείς. Ακόμα.
Νιώθω σα να είμαι βουτηγμένος στο όπιο. Παραιτημένος σε ζάλη μεθυστική.
Σήριαλ ονείρου: Επεισόδιο #1: εγώ, εσύ, έρωτας. Επεισόδιο #2: εγώ, εσύ, αγάπη. Επεισόδιο #3: εγώ, εσύ, γάμος. Επεισόδιο #4: εγώ, εσύ και το σόι σου. Επεισόδιο #5: εσύ, τα παιδιά σου και το σόι σου. Επεισόδιο γάμησέ τα: γαμήσου κι εσύ και το σόι σου.
Σηκώνομαι και περπατάω ως τη στάνη. Άδεια. Τα σφάξανε όλο για το γάμο. Ακουμπάω στα κάγκελα. Το χορτάρι ξερό. Από κάτω ο κάμπος με τα σπαρτά. Τα δεμάτια με τα άχυρα. Κάποιοι αλωνίζουν και φεύγουν στον ουρανό χρυσαφένιες κλωστές. Τα ζουζούνια γρατζουνάνε τον αέρα, σα να συνοδεύουν το σκούξιμο της λύρας. Βλέπω από μακριά τα σόγια να χορεύουν πιασμένα σε κύκλους. Οι ρακές ρέουν άφθονες και το κέφι μαζί τους. Νιώθω τόσο αποκομμένος απ’ αυτή τη γιορτή. Σαν ένας κουτσός στο πανηγύρι των αγγέλων.
-Διαφωνώ, μου λέει και κάθεται δίπλα μου.
-Με τι πράγμα;
-Διαφωνώ, εγώ νομίζω ότι γενικώς, όλοι είμαστε για τα πανηγύρια εδώ πέρα…
Σιγά μη δε διαφωνούσε η Ρένα. Το πνεύμα της αντιλογίας. Μεγαλώσαμε στη ίδια μήτρα, την ίδια ώρα και κατά ένα περίεργο τρόπο δεν έχουμε τίποτα κοινό. Εγώ είμαι βολικός ο καημένος. Αν και συμμερίζομαι συχνά τη γκρίνια της. Ο αέρας μυρίζει γιδοπίλαφο κι ευτυχία. Αυτή την γλυκόπικρη Κυριακάτικη ευτυχία που ξέρεις πως τελειώνει τη Δευτέρα το πρωί.
Πρωί γεμάτο χρώματα, νύχτα ζεστή, η μουσική γεμίζει τα κενά που αφήνουν τα ζουζούνια όταν πετάνε, όλοι γελάνε. Χορεύουν. Δεν αντέχω άλλο την ακαταπράυντη ομορφιά αυτού του κόσμου.
Η Ρένα τράβηξε κάτω απ’ το φουστάνι της ένα μπουκάλι κρασί.
-Θες; μου είπε.
-Πολλά θέλω αλλά…
-Πάμε να το κάνουμε; ρώτησε συνωμοτικά.
-Ποιο;
-Πάμε να την πάρουμε; Να την κλέψουμε!
-Τη Μαρία; Τώρα; Πού να την πάμε;
-Πάμε με το αγροτικό στην παραλία, να βάλουμε τα δικά μας τραγούδια; Να της βάλουμε pulp, που της αρέσουν;
Το πέπλο της Μαρίας ανέμιζε πάνω απ’ την καρότσα. Τα μάγουλά της κατακόκκινα απ’ το ποτό και τη συγκίνηση. «Θα με σκοτώσει ο Θανάσης» έλεγε και ξανάλεγε. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, αφού σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή…» της έψελνε η Ρένα.
Τα κορίτσια βγάλανε τα παπούτσια και άρχισαν να τρέχουν στην άμμο. Η Μαρία είχε τα χέρια ψηλά, σα να κρεμιόταν απ’ τον πολυέλαιο του ήλιου και να πέταγε πάνω από ένα άναυδο κοινό. Κι ο ήλιος, θες απ’ το βάρος της, έγερνε σιγά- σιγά, έπεφτε πίσω απ’ τα βουνά.
Εγώ με το Μάρκο καταρρεύσαμε στη άμμο. Τα κορίτσια χόρευαν με τη μουσική απ’ το κασετόφωνο του αυτοκινήτου και τραγούδαγαν ουρλιάζοντας “Am I talking toο fast/ or are you just playing dump/ if you want I can write it down…”.
-Δε θα ξεχάσω τα λόγια ποτέ! φώναζε η Μαρία.
-Ούτε κι εγώ! φώναζε η Ρένα.
Και ο χορός συνεχιζόταν κι αγκαλιαζόντουσαν κι εμείς είχαμε ένα μπουκάλι ρακί και πίναμε και λέγαμε μαλακίες αντρικές, απ’ αυτές που καμία γυναίκα δε βρίσκει αστείες και μας κοιτούν ειρωνικά όταν τις λέμε, αλλά εμείς τις βρίσκουμε θεσπέσιες.
Βέβαια και ορισμένοι άντρες μας βρίσκουν ανώριμους και μαλάκες, όπως ας πούμε ο Θανάσης, ο σύζυγος της Μαρίας, που έφτασε με το τζιπ και μας έριξε άμμο στα μούτρα όπως πέρασε τρέχοντας από κοντά μας για να αρπάξει τη Μαρία απ’ το χέρι και να της πει ότι «δεν κάνανε καλή αρχή, κι άμα δε θέλει να είναι μαζί του να του το πει, κι όχι να φεύγει και να τον αφήνει σα τον μαλάκα να την ψάχνει μέσα στο γλέντι».
Και η Μαρία πόναγε, αλλά δε μίλαγε, γιατί είχε δίκιο ο Θανάσης και το είχε διαλέξει αυτό: να του δίνει δίκιο, αν ήθελε να τα πηγαίνουν καλά και να μην γίνονται μύλος όποτε σήκωνε κεφάλι. Πια η Μαριώ έπρεπε να σκέφτεται για δυο κι όχι μονάχα για τον εαυτό της.
Και φύγανε μαζί. Με τις δαχτυλιές του Θανάση στο μπράτσο της, σαν παράσημο. Παράσημο γενναιότητας. Γιατί πρέπει να έχεις κότσια για ν’ αντέξεις του ζεύγους το ζυγό.
Έφυγε κι ο Μάρκος πολύ στενοχωρημένος για τη θέση που φέραμε τους νιόπαντρους. Και μείναμε πάλι με τη Ρένα. Οι δυο μας. Όπως τότε στην κοιλιά της μάνας μας. Μόνο τώρα σωριασμένοι στη νοτισμένη αμμουδιά.
Το φουστάνι της μούσκευε στο πλάι απ’ το κυματάκι που ανέβαινε μαζί με το σκοτάδι, αλλά δεν τον μάζευε. Γύρισα και την κοίταξα.
-Τι; Μου είπε εκείνη
-Τι, μπουγελωμένη Ιουλιέτα» και χτύπησα τα πόδια μου στο νερό, πιτσιλώντας την όλη.
-Σταμάτα, ηλίθιε! κι άρχισε να μου πετάει άμμο.
-Είμαστε μαλάκες;
-Είμαστε…, συμφώνησε κι εκείνη.
-Να σου πω, δεν το διασκέδασα κι όπως παλιά.
-Ούτε κι εγώ. Ήταν μια κατασκευασμένη σκανταλιά. Προσποίηση ότι είμαστε ακόμα παιδιά.
-Μα πώς της το κάναμε αυτό; Να την κλέψουμε απ’ το γάμο της;
-Αυτή πώς το έκανε στον εαυτό της αυτό; Να παντρευτεί;
-Εσύ θα τον παντρευόσουν ποτέ τον Κώστα;
-Όχι.
-Γιατί;
-Γιατί ήταν μαλάκας, σαν κι εμάς.
-Μη μιλάς έτσι γι’ αυτόν.
-Εκεί που είναι δεν ακούει. Αν άκουγε θα είχε γυρίσει.
Μα πια ήταν ώρα να φύγουμε κι εμείς.
Το αεροπλάνο πετάει πάνω από ροζ σύννεφα. Ξημέρωμα στην Αττική. Η τελευταία μέρα του καλοκαιριού ποτέ δεν είχε φανεί τόσο γέρικη. Ποτέ δεν είχε φανεί τόσο κρύα. Η αδερφή μου κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρο. Εγώ κοιτάζω την αδερφή μου. Εμένα δε με κοιτάζει κανείς. Ακόμα.
4 σχόλια:
Καθόλου βαρετός ο γάμος. Γεμάτο ανατροπές το σενάριο. Πολύ χρήσιμες υπερβολές που κάνουν πολύ έντονη την παρουσίαση γεγονότων που δεν απέχουν καθόλου από καταστάσεις πολύ συχνές. Ένα soundtrack (κάποιος έκλεψε τα 2 κομμάτια) που είναι αρκετές φορές σε πλήρη αντίθεση με το χώρο των γεγονότων. Υλικό στο πιάτο για ένα Έλληνα Αλμοδόβαρ.
Μάλλον περίμενες τον ανασχηματισμό για το 2ο μέρος. Άλλωστε έχουν κοινό στοιχείο τις πολλές ανατροπές στα προγνωστικά :)
Έφερα με το ζόρι πίσω το ένα κομμάτι που έλειπε -οι dEUS μου κρατάνε μούτρα, δεν έρχονται!
Όσο για τον Αλμοδοβάρ,
με την τρέλα που τον βαράει
μπααα,
θα με έβρισκε...συντηριτική (χα χα):Ρ
Isws na ekane pio "prohwrimeno" akoma to senario stin ylopoiisi toy :)
χμ, ναι, πιθανόν η αδερφή του αφηγητη να ήταν ερωτευμένη με τη νύφη κλπ, κλπ -χα χα!
Δημοσίευση σχολίου