Άλλη μια υπέροχη γουλιά δηλητήριο. Ήμουν πια ώριμη για το θάνατο
Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και προχώρησα. Χειροκροτήματα και ροδοπέταλα. Τα τακούνια μου έλιωναν τα τρυφερά σώματα των λουλουδιών.
«Ευτυχία θα σε συνθλίψω απόψε, όπως ακριβώς έπνιξες όλη μου την ύπαρξη μες στο στενό κορσέ σου» σύριξα μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια μου.
Συνέχισα όμως να γελάω γλυκά. Ήμουν άλλωστε πολύ γλυκό κορίτσι. Έτσι έλεγε και η μαμά του Τέλη.
«Μεγάλωσε ο Τέλης σου κι όλα του καλά, σωστό παλικάρι έγινε. Βέβαια θα μπορούσε να ‘χει βρει μια πιο όμορφη κοπέλα αλλά...» σχολίαζε με κάθε καλή πρόθεση για την οικογένεια Δολιανού η Αλβανίδα καθαρίστρια τους. Αυτό ήταν το ευχαριστώ που την είχα ξεστραβώσει πιέζοντάς την να ζητάει ένσημα. Που χάρη στις πιέσεις μου μπήκε τελικά στο ΙΚΑ και άρχισε να φτιάχνει τα σάπια δόντια της με λεφτά του κράτους. Ευτυχώς που δεν πάτησα το νυφικό να σκοτωθώ την ώρα που έμπαινα, απ’ την γλωσσοφαγιά της.
Μεγάλωνα εγώ. Έτρωγα ποιητές και λογοτέχνες, είχα άποψη και γνώσεις. Κι όλα αυτά για να μου κάνει κριτική η παραδουλεύτρα της κυρίας Σούλας και εκείνη να την κοιτά με συγκατάβαση. Σε τελική δεν την ένοιαζε ποια ακριβώς ήμουν. Η αγωνία της ήταν να εξασφαλίσει μάνα για τα εγγόνια της.
Ιδού ο προορισμός μου στη γη: ο ενδιάμεσος κρίκος της ευτυχίας της πεθερούλας μου. Και της μαμάς μου ασφαλώς.
«Δε θα μεγαλώσεις ποτέ; Στα 35 σου περιμένεις ακόμα να βρεις άντρα που να σε πηγαίνει σε συναυλίες»; Ενώ έπρεπε να αναζητώ τον υποψήφιο που θα με ανέβαζε στα σκαλιά της εκκλησίας.
Ορίστε λοιπόν: τον βρήκα. Βρήκα τον Τέλη. Όμορφος σαν το μολυβένιο στρατιωτάκι του παραμυθιού. Μ’ αυτό το λυπημένο βλέμμα που σε κάνει να θες να τον έχεις αγκαλιά για πάντα. Τον ερωτεύτηκα. Δεν είδα τα υπόλοιπα. Ότι δεν έχουμε τα ίδια θέλω, τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια όνειρα. Έβλεπα εκείνον και καμάρωνα που είχα τέτοιον άντρα πλάι μου. Πλάι μου, βέβαια, αλλά όχι δίπλα μου.
Τι να μου πει το «σ’ αγαπώ», που με τάιζε για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό. Ποια αγάπη αφού αντιπαθούσε τη μάνα μου, τους φίλους μου, τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μου, το παρελθόν και τα όνειρά μου. Αφού μισούσε ό,τι υπήρχε στη ζωή μου. Δεν είμαι φωτογραφία να με πάρουν απ’ το άλμπουμ μου να με κολλήσουν στο δικό τους. Έχω ανθρώπους, έχω πράγματα γύρω μου. Έχω προσωπικότητα. Δε μπορούν να μου το κάνουν αυτό. Κανείς δε μπορεί!
Έγινε τελικά. Όλοι έλεγαν πως «σημασία έχει να πηγαίνεις μπρος –τα πισωγυρίσματα δεν έχουν νόημα». Το έκανα λοιπόν το μεγάλο βήμα. Δεν πρόσεξα βέβαια ότι μπρος είχε γκρεμό. Και τώρα πέφτω. Δυο μήνες τώρα πέφτω. Νυφικά, μπομπονιέρες, παρανυφάκια, κρεβάτια, τραπέζια, δεξιώσεις, άδειες γάμου και άδειες σελίδες περιοδικών με χτενίσματα για τη γαμήλια νύχτα. Νιώθω τόσο άδεια. Γιατί το ξέρω. Παρά τα λόγια. Τα τόσα πολλά και όμορφα. Ξέρω δε μ’ αγαπάει…
Θα πίστευα ότι με νοιάζεται αν έκανε κάτι μοναδικό για μένα. Αν –ας πούμε- κανόνιζε στο γάμο μας αντί για το γαμήλιο εμβατήριο, να παίξουν το Today των Smashing Pumpkins. Μα «αδύνατον!» εξανέστη. Η μαμά του, η μαμά μου, οι Ηπειρώτες, οι Μανιάτες, η εκκλησία. «Μα είναι πράγματα αυτά»;
Όχι, πράγματα είναι τα τραπέζια, οι καρέκλες και τα μαχαιροπήρουνα. Αυτά που σου λέω εγώ είναι συναισθήματα –θα τα έχεις ακουστά, δε μπορεί. Ανάγκη να σε πείσουν ότι αξίζεις, ότι η γνώμη σου, η ψυχή σου μετράει. Αν όχι κάθε μέρα έστω αυτή τη μέρα που είναι δική σου. Τη μέρα του γάμου σου. Αλλά αυτή ήταν μια πικρή διαπίστωση: ο γάμος δε γίνεται για το ζευγάρι μα για του άλλους. Για τους θείους, τις γιαγιάδες και τα σόγια, που μόνο σε γάμους και κηδείες συναντάς. Γίνεται για τους εχθρούς –που θα σκάσουν απ’ τη ζήλια τους, και για τους φίλους –που θα κλάψουν απ’ τη χαρά τους. Ο γάμος είναι απλά ένα μέτωπο, μια πολεμική σύρραξη που αντί για σφαίρες σου πετάνε ρύζι και αντί για βόμβες, κολακείες και χαμογελαστά ψέματα.
Παντρευόμαστε -λέει- για ηθικούς λόγους. Μα η ηθική είναι ο καρκίνος της λογικής. Τρελά κύτταρα, άρρωστα που παρερμηνεύουν τα πάντα. Η λογική πάλι είναι η γάγγραινα της φαντασίας. Της άμοιρης φαντασίας που είναι η τροφή της αθωότητας.
Σουτ! Θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα. Τι λέξεις είναι αυτές; ΄Ακου αθωότητα! 150 συγγενείς και φίλοι παρόντες στο Μυστήριο με βιάζουν να ενηλικιωθώ. Γιατί ο νόμος λέει στα 18 και έχω ήδη καθυστερήσει δεκαπέντε χρόνια.
Ναι, φτάσαμε λοιπόν στην πολυπόθητη ημέρα. Μετά από μερικές μεταποιήσεις και την απαραίτητη κοπτική-ραπτική (τύφλα να ‘χει η Πανσικ) μάζεψα να μην κρέμονται και φαίνονται τα ξέφτια των φόβων μου, κόντυνα τη φόδρα των απαιτήσεών μου, έβαλα κάμποση χλωρίνη στην προσωπικότητά μου, έραψα και λίγο το στόμα μου κι όλα καλά. Φώτα, χαμόγελο, πάμε!
Ο Τέλης χαμογελά καθώς μου χαϊδεύει την παλάμη μέσα απ’ τις δαντέλες («να έχει μανίκι το νυφικό, γιατί έχεις πολύ τρίχα στα χέρια κορίτσι μου», είχε πει η σοφή πεθερούλα). Παγωμένα τα χέρια μου μέσα στο άσπρο νυφικό. Που κάνει τη μανούλα να δακρύζει. Δεν πειράζει μαμά, κλάψε κι εσύ λίγο. Μια ζωή εγώ κλαίω. Γιατί ποτέ δεν ήμουν αυτό που ήθελα, αυτό που γεννήθηκα. Πάντα έτσι και αλλιώς, πάντα η μηχανή εκπληρώσεως των ονείρων κάποιου άλλου. Και πού η δική μου ζωή; Τα δικά μου όνειρα; Δεν ήθελα εγώ να παντρευτώ. Κάποιοι μου φύτεψαν αυτή την ιδέα στο κεφάλι. Αυτή τη νόρμα που μου ροκάνιζε κάθε νύχτα το μυαλό: «δεν είσαι τίποτα αν δεν κάνεις παιδιά, αν δεν αφήσεις κάτι πίσω σου». Ε, λοιπόν αφήνω. Σας αφήνω ‘γειά…
Νιώθω τα μηνίγγια μου να πιέζονται. Νομίζω ότι το τέλος φτάνει. Εκείνη η τελευταία γουλιά δηλητήριο. Που μ’ έκανε ώριμη για το θάνατο. Είμαι έτοιμη να πέσω απ’ το δέντρο της ζωής. Να σαπίσω στο χώμα και να γίνω τροφή για τα σκουλήκια. Ο θάνατός μου η ζωή τους. Των σκουληκιών. Των γάμων και των κηδειών.
Ψάχνω τον Κώστα μέσα στο πλήθος. «Κολλητέ γεια... ούτε ένα μήνυμα δε σου έστειλα η γαϊδούρα». Ναυτία και σκοτοδίνη. Θέλω να φύγω από αυτή την Κόλαση. Τη δική σας Κόλαση που τόσο ωραία μασκάρετε σε Παραδείσους. Βαρέθηκα να μου φορτώνετε μια κόλαση για την αμεριμνησία μου, μια άλλη για τον άκρατο αυθορμητισμό μου, μια για την παράλογη χαρά που μου προσφέρει ο ήλιος. Δε σας έχω ανάγκη. Έχω το δικό μου μαρτύριο εγώ. Τη δική μου προσωπική Κόλαση της σκέψης. Την Κόλαση των προσδοκιών μου. Του να δείχνω εξελισσόμενη ενώ είμαι απλά εξελίξιμη. Και ποτέ στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν θα καταφέρω να εξελιχθώ. Την Κόλαση του να ξέρω ότι δε μπορώ να συμβιβαστώ, δε μπορώ να συμβιώσω ούτε με τον εαυτό μου. Και να μου φορτώνετε μια νέα Κόλαση που λέγεται γάμος, που λέγεται υποχώρηση, συμβιβασμός, συνθήκη. Μα πια δεν είναι ζωή αυτή, είναι μια ολόκληρη παρέλαση κολάσεων.
Στον Παράδεισο όλοι! Να πάτε στον καταραμένο σας παράδεισο, με τα παιδάκια, τα γατάκια και τα σκυλάκια σας. Τα τίλια, τα χαμομηλιά και τα σήριαλ στην τι-βι. Τα κολυμβητήρια, τα φροντιστήρια και τις δεκάδες χαμένες ώρες ύπνου από κλάμα μωρού. Στον παράδεισό σας, εκεί σας στέλνω, δεν έχω πιo βαριά κατάρα να σας πω. Δεν έχω μεγαλώσει αρκετά. Έχω πράγματα να κάνω. Έχω βιβλία να διαβάσω, νέους ανθρώπους να γνωρίσω, καινούρια στόματα να φιλήσω, αφήστε με, μη με δένεται έτσι με τα σκοινιά του παραλόγου σας. Αφήστε με στην ησυχία μου. Δεν έκανα τίποτα... Δεν σας έκανα τίποτα…
Ακούω ξαφνικά τη χερουβιμική φωνή του Morrissey να τραγουδάει “leave me alone I was only singing/ leave me alone ‘cause I, I, I was only singing/ leave me alone...”. Του χαμογελάω και μου πετάει μια γλαδιόλα. Πόνεσε! Δεν ήταν απ’ το λουλούδι. Ανοίγω για λίγο τα μάτια. Ο Τέλης μου δίνει χαστούκια. Δίπλα του η Τίνα. Όχι, δε μπορεί, είναι παραίσθηση απ’ το φαρμάκι. Και όμως, είναι εκεί, με σάρκα και οστά και τον κρατάει απ’ την πλάτη. Τον απαίσιο: κάλεσε το φίδι, την σκύλα που του την πέφτει αγρίως για αιώνες, στο γάμο μας. Αλλά θα το καταπιώ κι αυτό, όπως το δηλητήριο. Και θα ξεχάσω. Γρήγορα όλους θα σας ξεχάσω. Κι εσείς το ίδιο. Πριν αλέκτωρ λαλήσει, τρεις φορές θα μ’ έχεις αρνηθεί Τέλη μου. Και θα τρέξεις σε μια άλλη αγκαλιά, για μια νέα ευτυχία.
Καμιά τύψη. Πάω στο διάολο. Εσείς πάλι στον Παράδεισο να καταλήξετε όλοι! Στον Παράδεισο των μασκαρεμένων σας κολάσεων. Σε γάμους και βαφτίσια. Άλλη κατάρα δεν έχω να σας δώσω. Αφήστε με στους διαόλους μου. Αφήστε με ήσυχη πια.
Η τελευταία γεύση απ’ το δηλητήριο του βίου μου.
Πια είμαι ώριμη για το θάνατο.
Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και προχώρησα. Χειροκροτήματα και ροδοπέταλα. Τα τακούνια μου έλιωναν τα τρυφερά σώματα των λουλουδιών.
«Ευτυχία θα σε συνθλίψω απόψε, όπως ακριβώς έπνιξες όλη μου την ύπαρξη μες στο στενό κορσέ σου» σύριξα μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια μου.
Συνέχισα όμως να γελάω γλυκά. Ήμουν άλλωστε πολύ γλυκό κορίτσι. Έτσι έλεγε και η μαμά του Τέλη.
«Μεγάλωσε ο Τέλης σου κι όλα του καλά, σωστό παλικάρι έγινε. Βέβαια θα μπορούσε να ‘χει βρει μια πιο όμορφη κοπέλα αλλά...» σχολίαζε με κάθε καλή πρόθεση για την οικογένεια Δολιανού η Αλβανίδα καθαρίστρια τους. Αυτό ήταν το ευχαριστώ που την είχα ξεστραβώσει πιέζοντάς την να ζητάει ένσημα. Που χάρη στις πιέσεις μου μπήκε τελικά στο ΙΚΑ και άρχισε να φτιάχνει τα σάπια δόντια της με λεφτά του κράτους. Ευτυχώς που δεν πάτησα το νυφικό να σκοτωθώ την ώρα που έμπαινα, απ’ την γλωσσοφαγιά της.
Μεγάλωνα εγώ. Έτρωγα ποιητές και λογοτέχνες, είχα άποψη και γνώσεις. Κι όλα αυτά για να μου κάνει κριτική η παραδουλεύτρα της κυρίας Σούλας και εκείνη να την κοιτά με συγκατάβαση. Σε τελική δεν την ένοιαζε ποια ακριβώς ήμουν. Η αγωνία της ήταν να εξασφαλίσει μάνα για τα εγγόνια της.
Ιδού ο προορισμός μου στη γη: ο ενδιάμεσος κρίκος της ευτυχίας της πεθερούλας μου. Και της μαμάς μου ασφαλώς.
«Δε θα μεγαλώσεις ποτέ; Στα 35 σου περιμένεις ακόμα να βρεις άντρα που να σε πηγαίνει σε συναυλίες»; Ενώ έπρεπε να αναζητώ τον υποψήφιο που θα με ανέβαζε στα σκαλιά της εκκλησίας.
Ορίστε λοιπόν: τον βρήκα. Βρήκα τον Τέλη. Όμορφος σαν το μολυβένιο στρατιωτάκι του παραμυθιού. Μ’ αυτό το λυπημένο βλέμμα που σε κάνει να θες να τον έχεις αγκαλιά για πάντα. Τον ερωτεύτηκα. Δεν είδα τα υπόλοιπα. Ότι δεν έχουμε τα ίδια θέλω, τις ίδιες ανάγκες, τα ίδια όνειρα. Έβλεπα εκείνον και καμάρωνα που είχα τέτοιον άντρα πλάι μου. Πλάι μου, βέβαια, αλλά όχι δίπλα μου.
Τι να μου πει το «σ’ αγαπώ», που με τάιζε για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό. Ποια αγάπη αφού αντιπαθούσε τη μάνα μου, τους φίλους μου, τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μου, το παρελθόν και τα όνειρά μου. Αφού μισούσε ό,τι υπήρχε στη ζωή μου. Δεν είμαι φωτογραφία να με πάρουν απ’ το άλμπουμ μου να με κολλήσουν στο δικό τους. Έχω ανθρώπους, έχω πράγματα γύρω μου. Έχω προσωπικότητα. Δε μπορούν να μου το κάνουν αυτό. Κανείς δε μπορεί!
Έγινε τελικά. Όλοι έλεγαν πως «σημασία έχει να πηγαίνεις μπρος –τα πισωγυρίσματα δεν έχουν νόημα». Το έκανα λοιπόν το μεγάλο βήμα. Δεν πρόσεξα βέβαια ότι μπρος είχε γκρεμό. Και τώρα πέφτω. Δυο μήνες τώρα πέφτω. Νυφικά, μπομπονιέρες, παρανυφάκια, κρεβάτια, τραπέζια, δεξιώσεις, άδειες γάμου και άδειες σελίδες περιοδικών με χτενίσματα για τη γαμήλια νύχτα. Νιώθω τόσο άδεια. Γιατί το ξέρω. Παρά τα λόγια. Τα τόσα πολλά και όμορφα. Ξέρω δε μ’ αγαπάει…
Θα πίστευα ότι με νοιάζεται αν έκανε κάτι μοναδικό για μένα. Αν –ας πούμε- κανόνιζε στο γάμο μας αντί για το γαμήλιο εμβατήριο, να παίξουν το Today των Smashing Pumpkins. Μα «αδύνατον!» εξανέστη. Η μαμά του, η μαμά μου, οι Ηπειρώτες, οι Μανιάτες, η εκκλησία. «Μα είναι πράγματα αυτά»;
Όχι, πράγματα είναι τα τραπέζια, οι καρέκλες και τα μαχαιροπήρουνα. Αυτά που σου λέω εγώ είναι συναισθήματα –θα τα έχεις ακουστά, δε μπορεί. Ανάγκη να σε πείσουν ότι αξίζεις, ότι η γνώμη σου, η ψυχή σου μετράει. Αν όχι κάθε μέρα έστω αυτή τη μέρα που είναι δική σου. Τη μέρα του γάμου σου. Αλλά αυτή ήταν μια πικρή διαπίστωση: ο γάμος δε γίνεται για το ζευγάρι μα για του άλλους. Για τους θείους, τις γιαγιάδες και τα σόγια, που μόνο σε γάμους και κηδείες συναντάς. Γίνεται για τους εχθρούς –που θα σκάσουν απ’ τη ζήλια τους, και για τους φίλους –που θα κλάψουν απ’ τη χαρά τους. Ο γάμος είναι απλά ένα μέτωπο, μια πολεμική σύρραξη που αντί για σφαίρες σου πετάνε ρύζι και αντί για βόμβες, κολακείες και χαμογελαστά ψέματα.
Παντρευόμαστε -λέει- για ηθικούς λόγους. Μα η ηθική είναι ο καρκίνος της λογικής. Τρελά κύτταρα, άρρωστα που παρερμηνεύουν τα πάντα. Η λογική πάλι είναι η γάγγραινα της φαντασίας. Της άμοιρης φαντασίας που είναι η τροφή της αθωότητας.
Σουτ! Θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα. Τι λέξεις είναι αυτές; ΄Ακου αθωότητα! 150 συγγενείς και φίλοι παρόντες στο Μυστήριο με βιάζουν να ενηλικιωθώ. Γιατί ο νόμος λέει στα 18 και έχω ήδη καθυστερήσει δεκαπέντε χρόνια.
Ναι, φτάσαμε λοιπόν στην πολυπόθητη ημέρα. Μετά από μερικές μεταποιήσεις και την απαραίτητη κοπτική-ραπτική (τύφλα να ‘χει η Πανσικ) μάζεψα να μην κρέμονται και φαίνονται τα ξέφτια των φόβων μου, κόντυνα τη φόδρα των απαιτήσεών μου, έβαλα κάμποση χλωρίνη στην προσωπικότητά μου, έραψα και λίγο το στόμα μου κι όλα καλά. Φώτα, χαμόγελο, πάμε!
Ο Τέλης χαμογελά καθώς μου χαϊδεύει την παλάμη μέσα απ’ τις δαντέλες («να έχει μανίκι το νυφικό, γιατί έχεις πολύ τρίχα στα χέρια κορίτσι μου», είχε πει η σοφή πεθερούλα). Παγωμένα τα χέρια μου μέσα στο άσπρο νυφικό. Που κάνει τη μανούλα να δακρύζει. Δεν πειράζει μαμά, κλάψε κι εσύ λίγο. Μια ζωή εγώ κλαίω. Γιατί ποτέ δεν ήμουν αυτό που ήθελα, αυτό που γεννήθηκα. Πάντα έτσι και αλλιώς, πάντα η μηχανή εκπληρώσεως των ονείρων κάποιου άλλου. Και πού η δική μου ζωή; Τα δικά μου όνειρα; Δεν ήθελα εγώ να παντρευτώ. Κάποιοι μου φύτεψαν αυτή την ιδέα στο κεφάλι. Αυτή τη νόρμα που μου ροκάνιζε κάθε νύχτα το μυαλό: «δεν είσαι τίποτα αν δεν κάνεις παιδιά, αν δεν αφήσεις κάτι πίσω σου». Ε, λοιπόν αφήνω. Σας αφήνω ‘γειά…
Νιώθω τα μηνίγγια μου να πιέζονται. Νομίζω ότι το τέλος φτάνει. Εκείνη η τελευταία γουλιά δηλητήριο. Που μ’ έκανε ώριμη για το θάνατο. Είμαι έτοιμη να πέσω απ’ το δέντρο της ζωής. Να σαπίσω στο χώμα και να γίνω τροφή για τα σκουλήκια. Ο θάνατός μου η ζωή τους. Των σκουληκιών. Των γάμων και των κηδειών.
Ψάχνω τον Κώστα μέσα στο πλήθος. «Κολλητέ γεια... ούτε ένα μήνυμα δε σου έστειλα η γαϊδούρα». Ναυτία και σκοτοδίνη. Θέλω να φύγω από αυτή την Κόλαση. Τη δική σας Κόλαση που τόσο ωραία μασκάρετε σε Παραδείσους. Βαρέθηκα να μου φορτώνετε μια κόλαση για την αμεριμνησία μου, μια άλλη για τον άκρατο αυθορμητισμό μου, μια για την παράλογη χαρά που μου προσφέρει ο ήλιος. Δε σας έχω ανάγκη. Έχω το δικό μου μαρτύριο εγώ. Τη δική μου προσωπική Κόλαση της σκέψης. Την Κόλαση των προσδοκιών μου. Του να δείχνω εξελισσόμενη ενώ είμαι απλά εξελίξιμη. Και ποτέ στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν θα καταφέρω να εξελιχθώ. Την Κόλαση του να ξέρω ότι δε μπορώ να συμβιβαστώ, δε μπορώ να συμβιώσω ούτε με τον εαυτό μου. Και να μου φορτώνετε μια νέα Κόλαση που λέγεται γάμος, που λέγεται υποχώρηση, συμβιβασμός, συνθήκη. Μα πια δεν είναι ζωή αυτή, είναι μια ολόκληρη παρέλαση κολάσεων.
Στον Παράδεισο όλοι! Να πάτε στον καταραμένο σας παράδεισο, με τα παιδάκια, τα γατάκια και τα σκυλάκια σας. Τα τίλια, τα χαμομηλιά και τα σήριαλ στην τι-βι. Τα κολυμβητήρια, τα φροντιστήρια και τις δεκάδες χαμένες ώρες ύπνου από κλάμα μωρού. Στον παράδεισό σας, εκεί σας στέλνω, δεν έχω πιo βαριά κατάρα να σας πω. Δεν έχω μεγαλώσει αρκετά. Έχω πράγματα να κάνω. Έχω βιβλία να διαβάσω, νέους ανθρώπους να γνωρίσω, καινούρια στόματα να φιλήσω, αφήστε με, μη με δένεται έτσι με τα σκοινιά του παραλόγου σας. Αφήστε με στην ησυχία μου. Δεν έκανα τίποτα... Δεν σας έκανα τίποτα…
Ακούω ξαφνικά τη χερουβιμική φωνή του Morrissey να τραγουδάει “leave me alone I was only singing/ leave me alone ‘cause I, I, I was only singing/ leave me alone...”. Του χαμογελάω και μου πετάει μια γλαδιόλα. Πόνεσε! Δεν ήταν απ’ το λουλούδι. Ανοίγω για λίγο τα μάτια. Ο Τέλης μου δίνει χαστούκια. Δίπλα του η Τίνα. Όχι, δε μπορεί, είναι παραίσθηση απ’ το φαρμάκι. Και όμως, είναι εκεί, με σάρκα και οστά και τον κρατάει απ’ την πλάτη. Τον απαίσιο: κάλεσε το φίδι, την σκύλα που του την πέφτει αγρίως για αιώνες, στο γάμο μας. Αλλά θα το καταπιώ κι αυτό, όπως το δηλητήριο. Και θα ξεχάσω. Γρήγορα όλους θα σας ξεχάσω. Κι εσείς το ίδιο. Πριν αλέκτωρ λαλήσει, τρεις φορές θα μ’ έχεις αρνηθεί Τέλη μου. Και θα τρέξεις σε μια άλλη αγκαλιά, για μια νέα ευτυχία.
Καμιά τύψη. Πάω στο διάολο. Εσείς πάλι στον Παράδεισο να καταλήξετε όλοι! Στον Παράδεισο των μασκαρεμένων σας κολάσεων. Σε γάμους και βαφτίσια. Άλλη κατάρα δεν έχω να σας δώσω. Αφήστε με στους διαόλους μου. Αφήστε με ήσυχη πια.
Η τελευταία γεύση απ’ το δηλητήριο του βίου μου.
Πια είμαι ώριμη για το θάνατο.
σημ. Όπως ειναι εμφανές, η νυφη διάβαζε Arthur Rimbaud, Μια εποχή στην κόλαση.
3 σχόλια:
Το σε ποιά πλευρά βρίσκεται ο Παράδεισος και σε ποιά η Κόλαση είναι πολύ σχετικό. Συνήθως οι περισσότεροι ακόμα κι αν (συνηθέστατα) δε το πιστεύουν χαρακτηρίζουν τη δική τους πλευρά Παράδεισο.
Με τα τραγούδια πάλι Κόλαση. :(
Νομίζω πως πολύ πιο ανεκτικό είναι το zSHARE
http://www.zshare.net
Αχ, Sot, μου εχει τσακισει το νευρικο σύστημα αυτη η κατασταση. Είναι σα να εισαι σε πάρτυ και να σου λένε, "ε, απαγορευεται να παιζεις τη μουσικη των άλλων χωρις άδεια της δισκογραφικής" ή "απαγορευεται να γράφεις κασέτες με τραγούδια στο αγόρι σου χωρις άδεια του καλλιτέχνη". Θέλω να πω, μου την έχει δώσει το θέμα. Σε τελική ας βγάλουν έν απρόγραμμα να τα παιζεις και να μην μπορούν να τα κατεβάσουν - widget?? σαν αυτό
Ανοιξα λογαριασμό στο esnips, χτες ανέβασα τα τραγουδια κα ιταλινκς παιζανε. Σήμερα δεν. Τα ξανανέβασα να δούμε τι θα γίνει. Αν μου τα μασάει κι αυτό, θα δοκιμάσω αυτο που προτείνεις.
Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια! :) Ειλικρινά ευχαριστώ!
Άλλη μια λύση είναι να φτιάχνεις playlist ενός ή όλων των κομματιών της αναρτήσεως στο gcast.
Να είσαι καλά
Δημοσίευση σχολίου