(Το δελτίο μουσικής προειδοποιεί για "σκοτεινές βιτριολικές αποδράσεις με σποραδικές τρυφερές αναλαμπές" -θέλουν πολύ χρόνο στο λαβύρινθο του αφτιού και μια προϋπάρχουσα μελαγχολία -αν είστε στα καλά σας, αφήστε τα για μια φορά που θα είστε πιο πεσμένοι και έτοιμοι να τους αφοσιωθείτε)!
Σούρουπο και ο ήλιος ετοιμάζεται για την τελευταία βουτιά στα νερά. Η θάλασσα ευωδιάζει καλοκαίρι αναδεύοντας το βλέμμα με τη μπλε λάμψη της. Μια λάμψη σχεδόν ύποπτη, σαν δόλωμα για να σε παρασύρει στο κέντρο της βαθύσφαιρας, στα έγκατα του υδάτινου μυστηρίου.
«Ιουλιέττε, κατέβα απ’ το μπαλκόνι σου» φωνάζει η Τζίνα με το κινητό του Σαμ ανά χείρας: «Χτυπάει»
«Ποιος είναι;» ρωτάει εκείνος σκύβοντας λίγο απ’ τον ψηλό βράχο.
«H βΡωμαία σου»- λέει η Τζίνα και το παρατάει εκεί.
«Έλα ρε μωρό, ξεκόλλα πια»!
Χίλιες φορές της έχει εξηγήσει ότι με την Μπάρμπι από τότε που τα χάλασαν είναι σαν αδέρφια. Εντάξει, με μερικές τάσεις αιμομιξίας πού και πού –αλλά αυτό δεν το έχει παραδεχτεί ποτέ.
Ο Σαμ κάνει ένα βήμα να κατέβει απ’ τον γκρεμό –μια τρακοσάρα πλήρωσε το κινητό, δεν είναι να του το βουτήξει κανένας. Μια φθαρμένη πέτρα έχει άλλη γνώμη. Γλιστράει. Από ένα χόρτο πιάνεται, μα εκείνο ξεριζώνεται. Πέφτει από ύψος τριώροφου κι η θάλασσα τσιμέντο σκέτο ξαφνικά. Είναι ανέλπιδο να κάνει οτιδήποτε. Κλείνει τα μάτια και αναμένει. Να σκοτωθεί.
Μα ασύλληπτο: νιώθει μια πίεση από κάτω του. Σαν κάτι να τον σπρώχνει προς τα πάνω. Κοιτά και βλέπει πως φοράει ένα γιλέκο από χέρια. Για την ακρίβεια, ένα σακάκι από αγκαλιές. Δεξιά του μυρίζει χλωρίνη και είναι της μάνας του το χέρι και παραδίπλα άλλο, με της αδερφής του το βραχιόλι. Μια παλάμη με το τατουάζ του Τζέρυ και μια με τα ροζιασμένα δάχτυλα του Τζάκ -απ’ το μπάσκετ. Να το χέρι της Μαίρης, του Κρις, της Μπέττυ κι ένα με νύχια φαγωμένα -«Νάνα» σκέφτεται και γελάει. «Σ’ αγαπώ τόσο και αυτή η αγάπη δε μπορεί να σε βοηθήσει σε τίποτα» του είχε πει. Μα να που τόση αγάπη δεν πήγε χαμένη. Τον ανεβάζει ψηλά.
Τα χέρια τον κρατάνε στον αέρα σαν άγγελο μεταλλαγμένο. Τον τραβάνε μακριά απ’ την ακτή, πάνω απ’ την πόλη. Περνάει ουρανοξύστες και παράγκες, ανεμοδείκτες και καμινάδες. Βλέπει πολύχρωμα ανθρωπάκια play mobil σε μια πόλη μες στη σκόνη. Μα ύστερα σαν να παγώνει ο αέρας. Το ταξίδι στην ατμόσφαιρα όλο και ξεμακραίνει. Όλο ανεβαίνει, όλο κι ανεβαίνει –«εεε, σταμάτα, πού με πάτε, κάτω πρέπει να πάω» φωνάζει μα τα χέρια δεν έχουν αφτιά και συνεχίζουν να χαϊδεύουν τον μαύρο πια ουρανό.
Τρέχει στο διάστημα με ταχύτητα σκέψης κι έρχονται καταπάνω του μετέωρα και αστεροειδείς. Ελίσσεται κακότεχνα κι έτσι δεν καταφέρνει και πολλά: κάτι τον χτυπάει και βρίσκεται φαρδύς- πλατύς σε έναν μικρό πλανήτη. Θα μπορούσε να είναι ο Β612 του Μικρού Πρίγκιπα αλλά δεν έχει ηφαίστεια μήτε τριαντάφυλλο. Μονάχα μια μεγάλη επιγραφή: «δεν πωλείται».
«Κρίμα, κι έλεγα να πάρω ένα οικοπεδάκι» αυτοσαρκάζεται καθώς τινάζει από πάνω του την στάχτη. Κάπου στο βάθος διακρίνει μια φιγούρα. «Λες να είναι άνθρωπος»; Είναι ένας αστροναύτης! Φοράει το σκάφανδρο χωρίς το κράνος. Κάθεται με πλάτη γυρισμένη και τα πόδια του κρέμονται στο κενό –λες και το σύμπαν είναι μια τεράστια θάλασσα. Κουνάει τις πατούσες του μέσα- έξω και πιτσιλάει με σκοτάδι τα αστέρια. Τα γένια του και τα μαλλιά είναι ψαρρά και μακριά.
«Δεν ήξερα ότι οι αστροναύτες γερνάνε» σκέφτεται και πλησιάζει.
-Μην τρομάξεις, άνθρωπος είμαι, του λέει. Ο γέρος γυρνάει. Κουνάει το κεφάλι.
-Δεν είχα αξιώσεις για κάτι καλύτερο, του απαντά.
-Να υπόθεσω ότι είσαι καιρό εδώ, τον ρωτάει.
-Για να φύγεις θα πρέπει να περιμένεις το κύμα των παλιών καιρών – μην ανησυχείς, έχει συχνό δρομολόγιο, του απαντάει εκείνος και του δείχνει λίγο πιο κάτω ένα φτυάρι μπηγμένο στο έδαφος –ένα Saussure- ικό σημαίνον στάσης.
-Ευχαριστώ αλλά έχω μεταφορικό μ…, πήγε να πει. Μα ξάφνου βλέπει ότι το σακάκι των αγκαλιών έχει εξαφανιστεί.
Ο γέρος τον κοιτάζει ειρωνικά.
-Ότι το φόρεσες στα δοκιμαστήρια δε σημαίνει ότι το αγόρασες κιόλας. Πρέπει να πληρώσεις –έχεις πληρώσει ποτέ στη ζωή σου; Άσε, σε κόβω για τζαμπατζή, πήγαινε για το κύμα καλύτερα.
-Πού θα με βγάλει; Τον ρωτά καχύποπτα.
-Εκεί που μας ξερνάει το παρελθόν: στα ίδια και τα ίδια, του είπε ο γέρος. Εκεί θα σε γυρίσει.
-Εσύ γιατί δε φεύγεις, είπε ο Σαμ καθώς σηκώθηκε να πάει προς το φτυάρι.
-Γιατί δε θέλω να τριγυρνάω εκεί κάτω, στα ίδια και τα ίδια. Βρεγμένος και σκουριάζοντας.
Περιμένοντας στη στάση το τσουνάμι των αναμνήσεων σκέφτηκε τα λόγια του γέρου: «τι σόι αγάπη ήταν αυτή για την οποία θα έπρεπε να πληρώσει»; Και τότε ένας ψίθυρος θρόισε πίσω του: «το είδος της πολύτιμης αγάπης». Γύρισε να δει ποιος μιλάει μα τότε το κύμα τον χτύπησε και τον ρούφηξε μέσα του.
Πανικόβλητος άρχισε να κολυμπά σπασμωδικά ώσπου αναδύθηκε και βρέθηκε να σερφάρει σ’ ένα πελώριο υδάτινο όγκο, που όλο και φούσκωνε. Όλο και φούσκωνε κι εκείνος ένιωθε τόσο ζωντανός πάνω του. Τόσο δυνατός που κατάφερε να ορθοποδήσει πάνω στο παρελθόν του.
Περνούν ξυστά από λευκούς νάνους σχέσεων και κομήτες ονείρων -που χάθηκαν όπως ήρθαν. Μετεωρίτες -λάθη πέφτανε βροχή κι οι στεναγμοί που στην ζωή του είχε ως τότε ελευθερώσει, κόκκινοι γίγαντες. Μα πάνω που πετάει στον 7ο ουρανό, το κύμα βουτάει και τον ρίχνει στο κενό. Απλώνει χέρια και αρπάζεται απ’ της νύχτας το φουστάνι. Γραπώνεται με νύχια και με δόντια μα είναι βαρύς.
«Το βάρος των τύψεων» ακούει γύρω του, «πρέπει να αφήσεις να φύγουν μερικές αναμνήσεις, σε βαραίνουν», «το είδος της πολύτιμης αγάπης», «η αγάπη είναι ένα είδος επένδυσης, πρέπει να δώσεις για να πάρεις», «μην τα κρατάς όλα για τον εαυτό σου εγωιστή!». Βλέπει δεκάδες λάμψεις χωρίς πρόσωπα, μονάχα λάμψεις με φτεράκια. «Δε θα πεις ένα «γειά» στους αγγέλους;» του λένε με ψιλή λεπτή φωνούλα όλοι μαζί μα πριν προλάβει να μιλήσει «κρατς», ακούει. Και πάλι πέφτει. Με ένα κομμάτι νύχτας σκισμένο μες στο στόμα του.
Βουλιάζει στο μιλκσέικ του Γαλαξία, μη αναγνωρίσιμο ιπτάμενο αντικείμενο που οι δορυφόροι σκανάρουν στο αστερόφωτο. Τρυπάει την ατμόσφαιρα με φόρα. Καίει το δέρμα του κι αρχίζει να ασθμαίνει. Διάβολε πέφτει ανάσκελα, χωρίς τίποτα να μπορεί να κάνει. Πέφτει. Και σκάει. Σκάει σαν βεγγαλικό κάτω από τα αστέρια του ουρανού. Σκάει. Μπάμ!
Ο Σάμ πετάγεται πάνω βήχοντας και φτύνοντας νερό.
-Μωρό μου, μωράκι μου, η Τζίνα είναι πλάι του. Μου έκοψες τη χολή μαλακισμένο! Και τον βαράει.
-Τι… τι έγινε;
-Βούτηξες βρε ηλίθιο απ’ τον ψηλό τον βράχο.
-Έπεσα, αυτό το θυμάμαι, μετά τι έγινε;
-Έγινε ότι ήσουν κωλόφαρδος και έσκασες στη θάλασσα, αλλά μάλλον απ’ το ύψος χτύπησες άσχημα στην επιφάνειά και ζαλίστηκες. Δεν ξαναβγήκες αμέσως. Μέχρι να έρθω να σε μαζέψω είχες πιει όλο το Βόσπορο. Τόση ώρα σου κάνω τεχνητή αναπνοή, πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη.
Ανασηκώνεται ως τη μέση και στηρίζεται στα χέρια του. Έχει πια νυχτώσει. Κοιτάει τον ουρανό.
«Σήκω να πάμε στο δωμάτιο» του λέει η Τζίνα.
Δίπλα του ζαρωμένο ένα μαύρο κομμάτι ρούχου.
Σηκώνεται σφίγγοντας το χέρι της καλής του. Πίσω του πεταμένο ένα μαύρο πατσαβούρι. Κάτω από τον Γαλαξία… Πίσω και μακριά.
Σούρουπο και ο ήλιος ετοιμάζεται για την τελευταία βουτιά στα νερά. Η θάλασσα ευωδιάζει καλοκαίρι αναδεύοντας το βλέμμα με τη μπλε λάμψη της. Μια λάμψη σχεδόν ύποπτη, σαν δόλωμα για να σε παρασύρει στο κέντρο της βαθύσφαιρας, στα έγκατα του υδάτινου μυστηρίου.
«Ιουλιέττε, κατέβα απ’ το μπαλκόνι σου» φωνάζει η Τζίνα με το κινητό του Σαμ ανά χείρας: «Χτυπάει»
«Ποιος είναι;» ρωτάει εκείνος σκύβοντας λίγο απ’ τον ψηλό βράχο.
«H βΡωμαία σου»- λέει η Τζίνα και το παρατάει εκεί.
«Έλα ρε μωρό, ξεκόλλα πια»!
Χίλιες φορές της έχει εξηγήσει ότι με την Μπάρμπι από τότε που τα χάλασαν είναι σαν αδέρφια. Εντάξει, με μερικές τάσεις αιμομιξίας πού και πού –αλλά αυτό δεν το έχει παραδεχτεί ποτέ.
Ο Σαμ κάνει ένα βήμα να κατέβει απ’ τον γκρεμό –μια τρακοσάρα πλήρωσε το κινητό, δεν είναι να του το βουτήξει κανένας. Μια φθαρμένη πέτρα έχει άλλη γνώμη. Γλιστράει. Από ένα χόρτο πιάνεται, μα εκείνο ξεριζώνεται. Πέφτει από ύψος τριώροφου κι η θάλασσα τσιμέντο σκέτο ξαφνικά. Είναι ανέλπιδο να κάνει οτιδήποτε. Κλείνει τα μάτια και αναμένει. Να σκοτωθεί.
Μα ασύλληπτο: νιώθει μια πίεση από κάτω του. Σαν κάτι να τον σπρώχνει προς τα πάνω. Κοιτά και βλέπει πως φοράει ένα γιλέκο από χέρια. Για την ακρίβεια, ένα σακάκι από αγκαλιές. Δεξιά του μυρίζει χλωρίνη και είναι της μάνας του το χέρι και παραδίπλα άλλο, με της αδερφής του το βραχιόλι. Μια παλάμη με το τατουάζ του Τζέρυ και μια με τα ροζιασμένα δάχτυλα του Τζάκ -απ’ το μπάσκετ. Να το χέρι της Μαίρης, του Κρις, της Μπέττυ κι ένα με νύχια φαγωμένα -«Νάνα» σκέφτεται και γελάει. «Σ’ αγαπώ τόσο και αυτή η αγάπη δε μπορεί να σε βοηθήσει σε τίποτα» του είχε πει. Μα να που τόση αγάπη δεν πήγε χαμένη. Τον ανεβάζει ψηλά.
Τα χέρια τον κρατάνε στον αέρα σαν άγγελο μεταλλαγμένο. Τον τραβάνε μακριά απ’ την ακτή, πάνω απ’ την πόλη. Περνάει ουρανοξύστες και παράγκες, ανεμοδείκτες και καμινάδες. Βλέπει πολύχρωμα ανθρωπάκια play mobil σε μια πόλη μες στη σκόνη. Μα ύστερα σαν να παγώνει ο αέρας. Το ταξίδι στην ατμόσφαιρα όλο και ξεμακραίνει. Όλο ανεβαίνει, όλο κι ανεβαίνει –«εεε, σταμάτα, πού με πάτε, κάτω πρέπει να πάω» φωνάζει μα τα χέρια δεν έχουν αφτιά και συνεχίζουν να χαϊδεύουν τον μαύρο πια ουρανό.
Τρέχει στο διάστημα με ταχύτητα σκέψης κι έρχονται καταπάνω του μετέωρα και αστεροειδείς. Ελίσσεται κακότεχνα κι έτσι δεν καταφέρνει και πολλά: κάτι τον χτυπάει και βρίσκεται φαρδύς- πλατύς σε έναν μικρό πλανήτη. Θα μπορούσε να είναι ο Β612 του Μικρού Πρίγκιπα αλλά δεν έχει ηφαίστεια μήτε τριαντάφυλλο. Μονάχα μια μεγάλη επιγραφή: «δεν πωλείται».
«Κρίμα, κι έλεγα να πάρω ένα οικοπεδάκι» αυτοσαρκάζεται καθώς τινάζει από πάνω του την στάχτη. Κάπου στο βάθος διακρίνει μια φιγούρα. «Λες να είναι άνθρωπος»; Είναι ένας αστροναύτης! Φοράει το σκάφανδρο χωρίς το κράνος. Κάθεται με πλάτη γυρισμένη και τα πόδια του κρέμονται στο κενό –λες και το σύμπαν είναι μια τεράστια θάλασσα. Κουνάει τις πατούσες του μέσα- έξω και πιτσιλάει με σκοτάδι τα αστέρια. Τα γένια του και τα μαλλιά είναι ψαρρά και μακριά.
«Δεν ήξερα ότι οι αστροναύτες γερνάνε» σκέφτεται και πλησιάζει.
-Μην τρομάξεις, άνθρωπος είμαι, του λέει. Ο γέρος γυρνάει. Κουνάει το κεφάλι.
-Δεν είχα αξιώσεις για κάτι καλύτερο, του απαντά.
-Να υπόθεσω ότι είσαι καιρό εδώ, τον ρωτάει.
-Για να φύγεις θα πρέπει να περιμένεις το κύμα των παλιών καιρών – μην ανησυχείς, έχει συχνό δρομολόγιο, του απαντάει εκείνος και του δείχνει λίγο πιο κάτω ένα φτυάρι μπηγμένο στο έδαφος –ένα Saussure- ικό σημαίνον στάσης.
-Ευχαριστώ αλλά έχω μεταφορικό μ…, πήγε να πει. Μα ξάφνου βλέπει ότι το σακάκι των αγκαλιών έχει εξαφανιστεί.
Ο γέρος τον κοιτάζει ειρωνικά.
-Ότι το φόρεσες στα δοκιμαστήρια δε σημαίνει ότι το αγόρασες κιόλας. Πρέπει να πληρώσεις –έχεις πληρώσει ποτέ στη ζωή σου; Άσε, σε κόβω για τζαμπατζή, πήγαινε για το κύμα καλύτερα.
-Πού θα με βγάλει; Τον ρωτά καχύποπτα.
-Εκεί που μας ξερνάει το παρελθόν: στα ίδια και τα ίδια, του είπε ο γέρος. Εκεί θα σε γυρίσει.
-Εσύ γιατί δε φεύγεις, είπε ο Σαμ καθώς σηκώθηκε να πάει προς το φτυάρι.
-Γιατί δε θέλω να τριγυρνάω εκεί κάτω, στα ίδια και τα ίδια. Βρεγμένος και σκουριάζοντας.
Περιμένοντας στη στάση το τσουνάμι των αναμνήσεων σκέφτηκε τα λόγια του γέρου: «τι σόι αγάπη ήταν αυτή για την οποία θα έπρεπε να πληρώσει»; Και τότε ένας ψίθυρος θρόισε πίσω του: «το είδος της πολύτιμης αγάπης». Γύρισε να δει ποιος μιλάει μα τότε το κύμα τον χτύπησε και τον ρούφηξε μέσα του.
Πανικόβλητος άρχισε να κολυμπά σπασμωδικά ώσπου αναδύθηκε και βρέθηκε να σερφάρει σ’ ένα πελώριο υδάτινο όγκο, που όλο και φούσκωνε. Όλο και φούσκωνε κι εκείνος ένιωθε τόσο ζωντανός πάνω του. Τόσο δυνατός που κατάφερε να ορθοποδήσει πάνω στο παρελθόν του.
Περνούν ξυστά από λευκούς νάνους σχέσεων και κομήτες ονείρων -που χάθηκαν όπως ήρθαν. Μετεωρίτες -λάθη πέφτανε βροχή κι οι στεναγμοί που στην ζωή του είχε ως τότε ελευθερώσει, κόκκινοι γίγαντες. Μα πάνω που πετάει στον 7ο ουρανό, το κύμα βουτάει και τον ρίχνει στο κενό. Απλώνει χέρια και αρπάζεται απ’ της νύχτας το φουστάνι. Γραπώνεται με νύχια και με δόντια μα είναι βαρύς.
«Το βάρος των τύψεων» ακούει γύρω του, «πρέπει να αφήσεις να φύγουν μερικές αναμνήσεις, σε βαραίνουν», «το είδος της πολύτιμης αγάπης», «η αγάπη είναι ένα είδος επένδυσης, πρέπει να δώσεις για να πάρεις», «μην τα κρατάς όλα για τον εαυτό σου εγωιστή!». Βλέπει δεκάδες λάμψεις χωρίς πρόσωπα, μονάχα λάμψεις με φτεράκια. «Δε θα πεις ένα «γειά» στους αγγέλους;» του λένε με ψιλή λεπτή φωνούλα όλοι μαζί μα πριν προλάβει να μιλήσει «κρατς», ακούει. Και πάλι πέφτει. Με ένα κομμάτι νύχτας σκισμένο μες στο στόμα του.
Βουλιάζει στο μιλκσέικ του Γαλαξία, μη αναγνωρίσιμο ιπτάμενο αντικείμενο που οι δορυφόροι σκανάρουν στο αστερόφωτο. Τρυπάει την ατμόσφαιρα με φόρα. Καίει το δέρμα του κι αρχίζει να ασθμαίνει. Διάβολε πέφτει ανάσκελα, χωρίς τίποτα να μπορεί να κάνει. Πέφτει. Και σκάει. Σκάει σαν βεγγαλικό κάτω από τα αστέρια του ουρανού. Σκάει. Μπάμ!
Ο Σάμ πετάγεται πάνω βήχοντας και φτύνοντας νερό.
-Μωρό μου, μωράκι μου, η Τζίνα είναι πλάι του. Μου έκοψες τη χολή μαλακισμένο! Και τον βαράει.
-Τι… τι έγινε;
-Βούτηξες βρε ηλίθιο απ’ τον ψηλό τον βράχο.
-Έπεσα, αυτό το θυμάμαι, μετά τι έγινε;
-Έγινε ότι ήσουν κωλόφαρδος και έσκασες στη θάλασσα, αλλά μάλλον απ’ το ύψος χτύπησες άσχημα στην επιφάνειά και ζαλίστηκες. Δεν ξαναβγήκες αμέσως. Μέχρι να έρθω να σε μαζέψω είχες πιει όλο το Βόσπορο. Τόση ώρα σου κάνω τεχνητή αναπνοή, πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη.
Ανασηκώνεται ως τη μέση και στηρίζεται στα χέρια του. Έχει πια νυχτώσει. Κοιτάει τον ουρανό.
«Σήκω να πάμε στο δωμάτιο» του λέει η Τζίνα.
Δίπλα του ζαρωμένο ένα μαύρο κομμάτι ρούχου.
Σηκώνεται σφίγγοντας το χέρι της καλής του. Πίσω του πεταμένο ένα μαύρο πατσαβούρι. Κάτω από τον Γαλαξία… Πίσω και μακριά.
18 σχόλια:
πολυ καλο το κομματι των Pulp, πολυ διαφορετικό από άλλα τους τραγούδια
Το ξέρεις ότι η Cat Power είχε αντιμετωπίσει πρόβλημα κατάθλιψης?
Επίσης αξίζουν πολύ το step των low,ωραίο γύρισμα στο τέλος κάνει το hopeless των wrens, καταπληκτική, σαρρωτική η διασκευή της cat power στο bathysphere του smog (αν και δεν είναι για νορμαλ ανθρώπους!), επίσης μου αρέσουν γενικώς οι helium και ειδικά το aging astronauts. Εnjoy!
Α, μάλιστα, σου είπα κι εγώ, δε μου έμοιαζε για πολύ νορμάλ άνθρωπος! Κρίμας το κορίτσι, είναι και κουκλίτσα και έξυπνη -θα μου πεις μόνο οι έξυπνοι παθαίνουν κατάθλιψη (όχι να περιαυτολογήσω -χε χε)!
Γενικά, μ' αρέσουν όλα τα τραγούδια εδώ, Λιονταράκι μου έξυπνο ;-)
Σου αξίζει λοιπόν ένα ψηφιακό φιλάκι:
Σ Μ Α Τ Σ !!
Εχει και Muse! Ole! Krima poy den mporw na to valw dynata-exw provlimata me ta aytia mou teleutaia
Φιλάκι ελήφθη -όβερ!
Τι έχουν τα αφτούκια σου -κάνεις βουτιές και έχεις τα προβλήματα των κολυμβητών;;
Εγώ να σημειώσω έδώ ότι μάλλον είμαι βαρύκοος από τους αιώνες που ακούω μουσική με ακουστικά -και έχω κάψει πολλά ακουστικά λόγω ντεσιμπέλ!
Mpa, oxi-isws einai koyrasi psyhiki i swmatiki, isws kati pio sovaro-tha deixei.
Na apofeygeis ta "walkman"-einai epikinduna gia tin akoi.
Σκοτεινή στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορία (βοηθάει και η μουσική), σε καλοκαιρινή ατμόσφαιρα με happy end. Δύσκολος συνδυασμός αλλά πολύ πετυχημένο το αποτέλεσμα
Vain
έλα μου όμως που δε μπορώ να ακούσω μουσική παρά μόνο ΠΟΛΥ δυνατα! Και θέλω και ακουστικά για να ελέγχω τις λεπτομέρειες -ψωνάρα!
Sot
χμ, δε θα έλεγα επιτυχημένη,
μάλλον γκρεμοτσακίστηκε και το "αποτέλεσμα"
αλλά ήθελά να μπουν αυτά τα τραγούδια με μεγάλη μανία! Thanx anyway! :)
Σαμμάνο ακολούθησα τη συμβουλή σου και το διάβασα μονορούφι ακουγοντας κάτι άλλο (James). Το αποτέλεσμα πολύ καλό. Όταν έχω τις μαύρες μου θα το ξαναδιαβάσω ακούγωντας τα προτεινόμενα...
Ωραίο.
Χαίρομαι που σε βρίσκω σε φόρμα.
Μελίνα
δε με βρίσκεις σε φόρμα.
Φοράω φράκο Lagerfeld και έχω και τον μόδιστρο να μου κάνει αέρα με τη βεντάλια του γιατί ζεσταίνομαι.
Είδες πόσα χάνεις;
Άγγλε (ψυχ)ασθενή
αν ξεχάσεις κανένα χάπι
μην πανικοβληθείς:
τότε είναι η κατάλληλη στιγμή
να την ακούσεις
(τη μουσική μου ντε!)
Mia xara itan kai i istoria
Vain
...μη ρίχνεις τα στανταρντς σου! :)
ti einai cat power? aporypantiko rouxwn? :-P
Άσχετε!
Η cat power είναι στάση ΜΕΤΡΟ απέναντι απ' το Λυσσιατρείο. :Ρ
Δημοσίευση σχολίου