[Αυτό το Ammoscast από μουσικής - αισθητικής πλευράς μοιάζει με «τρικυμία εν κρανίω», κατάσταση όμως που περιγράφει με ακρίβεια τη δεκάχρονη διαμονή μου στη Θεσσαλονίκη :-) ]
Η διημερίδα στην οποία σας παραπέμπω αμέσως πιο πριν, θα με ανεβάσει στη Θεσσαλονίκη μετά από ένα περίπου χρόνο. Την προηγούμενη φορά, πέρσι το Νοέμβρη, είχα μεταφέρει επάνω απλώς την ελπίδα μου για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα («ετοιμάζω το υπόμνημα για το διδακτορικό και, αν με δεχτούν, από Δεκέμβρη θα το ξεκινήσω», «δουλεύω ωρομίσθιος και κάποια στιγμή θα πληρωθώ» κτλ.). Οι Θεσσαλονικείς φίλοι μου, να είναι όλοι καλά, είχαν δηλώσει εν χορώ απολύτως αισιόδοξοι για την περίπτωσή μου, καταλάβαιναν όμως ότι θα την πάλευα δύσκολα πέρυσι, όπως και έγινε. Φέτος τα πράγματα είναι μάλλον αλλιώς, δουλειές ενδιαφέρουσες και διαφορετικές μεταξύ τους, πολιτικοποίηση σε σοβαρές ομάδες, η ήσυχη δημιουργικότητα συγκεκριμένων πρότζεκτ στο μπλογκ, διδακτορικό που κλείνει επιτέλους έναν πρώτο κύκλο, ωραίοι νέοι άνθρωποι που με ηρεμούν και με βαθαίνουν. Και προτού χαρείτε υπερβολικά για μένα, αυτήν την περίοδο δουλεύω σαν το σκυλί, αναρωτιέμαι πότε μου ήρθε ακριβώς να κάνω καριέρα και κυρίως για ποιο λόγο, ενώ δηλώνω ταυτόχρονα ευτυχής για τον τρόπο που κυλά φέτος η ζωή μου (κι αν έχει βγάλει κανείς συμπέρασμα, τον παρακαλώ να είναι επιεικής μαζί μου στα σχόλια). Δεν είχα συνηθίσει να είμαι τόσο δραστήριος, κι ενώ το απολαμβάνω, έφτασα πια να νοσταλγώ τους χαλαρούς επαγγελματικούς μου ρυθμούς της Θεσσαλονίκης, την άμεση πρόσβαση που είχα σε διασκέδαση και δουλειές μένοντας κέντρο, το καλό της φαγητό και την κουλτούρα του αράγματος. Θα ανεβώ μιάμιση μέρα νωρίτερα από το συνέδριο, για να πάρω και μια τζούρα από αυτά.
[Πάνος Μουζουράκης «Το ποντίκι του Βορρά» από το Μάντεψε ποιος.]
Δε νοσταλγώ βέβαια μόνο τον τρόπο ζωής που είχα πάνω, αλλά αισθάνομαι και το βάρος των δέκα χρόνων της πρώτης μου νεότητας που κύλησαν εκεί: από τα δεκαεννιά ως τα τριάντα, με ένα εννιάμηνο διάλειμμα για το στρατό. Άνθρωποι ήρθαν κι έφυγαν με καταιγιστικούς ρυθμούς, ένα πρώτο πτυχίο και ένα μεταπτυχιακό, χίλιες δυο δουλειές που θα μπορούσε να κάνει ένας φιλόλογος (από συγγραφέας σε εκδοτικό οίκο μέχρι δάσκαλος σε φυλακές, ανάλογα με τη διάθεση του αναγνώστη το βιογραφικό μου με βγάζει τύπο είτε ικανό είτε μισότρελο), εν ολίγοις ωραία, γεμάτα χρόνια. Ένα στοίχημα που έχασα στη Σαλονίκη ήταν δυστυχώς να βρω πώς μεταφράζεται η κοινωνικότητα και η δημιουργικότητα σε χαρά, αν όχι σε ευτυχία – εύχομαι ειλικρινά να με αδικώ, αλλά αυτά τα δέκα χρόνια υπήρξαν κατά βάση θλιμμένα. Από την άλλη έμαθα νομίζω να αγαπάω και να είμαι συντροφικός κι οφείλω να γράψω εδώ ένα ρητό ευχαριστώ στην Εύα και τη Φιλίνα, που με παιδέψανε, με εκπαιδεύσανε και με αγαπήσανε με πολύ διαφορετικό τρόπο και σε ολότελα διαφορετικό πεδίο, αλλά και στις δύο περιπτώσεις για καλό.
[Διονύσης Σαββόπουλος και Γλυκερία «Φιλημένη μες στους κινηματογράφους» από το Μην πετάξεις τίποτα.]
Η Θεσσαλονίκη δεν είναι όμως μόνο οι άνθρωποι και οι δραστηριότητες, είναι και το φυσικό με το κτισμένο περιβάλλον, ο καιρός, η ομίχλη, η θάλασσα, το Σέιχ Σου, τα κάστρα, τα νεοκλασικά και οι πολυκατοικίες της. Οι περίοδοι της θλίψης μου είχαν και μερικά ξεκάθαρα θετικά: ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό μου όπως ήμουν, διάβαζα και περπάταγα πολύ. Κάπως έτσι προέκυψε να έχω διαβάσει όλο το Φουκώ και τον περισσότερο Καστοριάδη (άσχετοι και οι δύο με το καθ’ αυτό αντικείμενο των σπουδών μου), κάπως έτσι περιπλανήθηκα στα σοκάκια της Άνω Πόλης και στο λιμάνι για άπειρα βράδια, όπως και σε γειτονιές που σπάνια αποτελούν επιλογή για βόλτες (Τούμπα, λεωφόρο Στρατού και Όλγας, Μοναστηρίου και Βαρδάρι), αν και η πραγματική εικόνα της πόλης είναι αυτή, χωρίς λούστρο τουριστικό και αξιοθέατα. Τα χαρούμενα απογεύματα και βράδια, που ομολογώ δεν ήταν λίγα, καθισμένος ή χορεύοντας και όχι περπατώντας, ήπια και γλέντησα πολύ: στο ευδιάθετο Residence, το δυνατό Berlin, στο ήπιο Gesualto και την παρεΐστικη Μικρή Στοά, στο πολύβουο Μπιτ Παζάρ (αρχικά στο Φλώρο και το Λάιο, προς το τέλος στη Σελήνη) στο δροσερό Τσινάρι και την τουριστική Άθωνος, αλλά και σε συγκεκριμένες γωνίες, σκορπισμένες ανάκατα σε διάφορα σημεία της πόλης (το Μακεδονικό, ο Κήπος, το Ίγκλις και η Ληθηνόη στην Άνω Πόλη, η ταβέρνα του Κουφού στις Συκιές, η Δόξα και η Ανδρομέδα στην Κασσάνδρου). Σε μια κατάληψη στην Άνω Πόλη, τη Μαύρη Γάτα, συμμετέχοντας για δύο χρόνια στην οργάνωση της «συντροφικής κουζίνας» έμαθα να μαγειρεύω με φαντασία και εφευρετικότητα, ενώ τριγυρίζοντας σε τόσα μαγαζιά κατάφερα κάποια στιγμή να ξεχωρίζω το αλκοόλ απ’ το πετρέλαιο, το καλομαγειρεμένο φαγητό από τους εντυπωσιασμούς των μπαχαρικών και του ψευτοfusion. Για αυτή τη σοφία των απλών πραγμάτων την ευγνωμονώ ειλικρινά τη Σαλονίκη.
[Ευανθία Ρεμπούτσικα, Μιχάλης Γκανάς και Νατάσα Θεοδωρίδου (σε μια ‘ποιοτική στροφή’ που κράτησε μόλις μια σεζόν) «Σαλονίκη» από το Έρωτα δεν ξέρεις να αγαπάς.]
Τη συγκεκριμένη περίοδο βαριέμαι να γκρινιάζω, ίσως γιατί το έκανα πολύ στη ζωή μου (και κυρίως μόνος μου μιλώντας με τον εαυτό μου), δεν έχει νόημα λοιπόν να αναλύσω πώς και γιατί έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. Η θετική πλευρά ήταν ότι είχα ερωτευτεί μια Αθηναία, η αρνητική ότι τα ακαδημαϊκά, συγγραφικά και επαγγελματικά μου είχαν φτάσει σε τέλμα, με τους περισσότερους φίλους και γνωστούς να πλησιάζουν την κρίση των τριάντα είτε γινόμενοι μικροαστοί, είτε επιστρέφοντας στις επαρχιακές τους πόλεις. Εκεί λοιπόν που ήμουν έτοιμος να φύγω, επί της ουσίας απογοητευμένος από την πόλη και τους ανθρώπους της, έσκασαν στο παραπέντε μερικοί καινούριοι άνθρωποι που συνεχίζουν να αποτελούν το βασικότερο λόγο για να επανέρχομαι στην πόλη: ο Γιώργος, ο Αντώνης, ο Μιχάλης και η Ολίβια, η Λίτσα. Αγαθή τύχη φέρνει αυτή τη φορά και μια ξενιτεμένη στο Βουκουρέστι φίλη, τη Δώρα, την ίδια μέρα με μένα στην πόλη.
[Δήμος Μούτσης, Γιάννης Λογοθέτης, Βίκυ Μοσχολιού «Και γεια χαρά» από τις Στροφές.]
Κλείνοντας, οφείλω να αναγνωρίσω πως όλα αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω από σχήματα και αφαιρέσεις, εμπειρίες μια συγκεκριμένης ζωής από πρωτεύουσες με χιλιάδες πρόσωπα. Είναι εύκολο να νοσταλγείς το παρελθόν και να μυθοποιείς το μέλλον σου (ή σε πλήρη αντιστροφή να ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου και να φρίττεις με τα επερχόμενα), η πραγματική ζωή όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη και πολύχρωμη. Μου αρέσει συχνά να σκέφτομαι αυτό το κάπως απλουστευτικό απόφθεγμα, πως πατρίδα είναι εκεί που βρίσκεις δουλειά κι αγάπη, κι έτσι τελικά χαίρομαι που αφήνω προσωρινά μια νεότατη πατρίδα για να βρω μία νεότερη, αλλά και που με τα στραβά και τα καλά μου, έριξα τελικά ρίζες όπου και να βρέθηκα.
[Μελίνα Τανάγρη «Νοσταλγία» από την Κόντρα καρδιάς
Ρόδες «Απομυθοποίηση τώρα» από το Στη γιορτή της φαντασίας.]
Η διημερίδα στην οποία σας παραπέμπω αμέσως πιο πριν, θα με ανεβάσει στη Θεσσαλονίκη μετά από ένα περίπου χρόνο. Την προηγούμενη φορά, πέρσι το Νοέμβρη, είχα μεταφέρει επάνω απλώς την ελπίδα μου για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα («ετοιμάζω το υπόμνημα για το διδακτορικό και, αν με δεχτούν, από Δεκέμβρη θα το ξεκινήσω», «δουλεύω ωρομίσθιος και κάποια στιγμή θα πληρωθώ» κτλ.). Οι Θεσσαλονικείς φίλοι μου, να είναι όλοι καλά, είχαν δηλώσει εν χορώ απολύτως αισιόδοξοι για την περίπτωσή μου, καταλάβαιναν όμως ότι θα την πάλευα δύσκολα πέρυσι, όπως και έγινε. Φέτος τα πράγματα είναι μάλλον αλλιώς, δουλειές ενδιαφέρουσες και διαφορετικές μεταξύ τους, πολιτικοποίηση σε σοβαρές ομάδες, η ήσυχη δημιουργικότητα συγκεκριμένων πρότζεκτ στο μπλογκ, διδακτορικό που κλείνει επιτέλους έναν πρώτο κύκλο, ωραίοι νέοι άνθρωποι που με ηρεμούν και με βαθαίνουν. Και προτού χαρείτε υπερβολικά για μένα, αυτήν την περίοδο δουλεύω σαν το σκυλί, αναρωτιέμαι πότε μου ήρθε ακριβώς να κάνω καριέρα και κυρίως για ποιο λόγο, ενώ δηλώνω ταυτόχρονα ευτυχής για τον τρόπο που κυλά φέτος η ζωή μου (κι αν έχει βγάλει κανείς συμπέρασμα, τον παρακαλώ να είναι επιεικής μαζί μου στα σχόλια). Δεν είχα συνηθίσει να είμαι τόσο δραστήριος, κι ενώ το απολαμβάνω, έφτασα πια να νοσταλγώ τους χαλαρούς επαγγελματικούς μου ρυθμούς της Θεσσαλονίκης, την άμεση πρόσβαση που είχα σε διασκέδαση και δουλειές μένοντας κέντρο, το καλό της φαγητό και την κουλτούρα του αράγματος. Θα ανεβώ μιάμιση μέρα νωρίτερα από το συνέδριο, για να πάρω και μια τζούρα από αυτά.
[Πάνος Μουζουράκης «Το ποντίκι του Βορρά» από το Μάντεψε ποιος.]
Δε νοσταλγώ βέβαια μόνο τον τρόπο ζωής που είχα πάνω, αλλά αισθάνομαι και το βάρος των δέκα χρόνων της πρώτης μου νεότητας που κύλησαν εκεί: από τα δεκαεννιά ως τα τριάντα, με ένα εννιάμηνο διάλειμμα για το στρατό. Άνθρωποι ήρθαν κι έφυγαν με καταιγιστικούς ρυθμούς, ένα πρώτο πτυχίο και ένα μεταπτυχιακό, χίλιες δυο δουλειές που θα μπορούσε να κάνει ένας φιλόλογος (από συγγραφέας σε εκδοτικό οίκο μέχρι δάσκαλος σε φυλακές, ανάλογα με τη διάθεση του αναγνώστη το βιογραφικό μου με βγάζει τύπο είτε ικανό είτε μισότρελο), εν ολίγοις ωραία, γεμάτα χρόνια. Ένα στοίχημα που έχασα στη Σαλονίκη ήταν δυστυχώς να βρω πώς μεταφράζεται η κοινωνικότητα και η δημιουργικότητα σε χαρά, αν όχι σε ευτυχία – εύχομαι ειλικρινά να με αδικώ, αλλά αυτά τα δέκα χρόνια υπήρξαν κατά βάση θλιμμένα. Από την άλλη έμαθα νομίζω να αγαπάω και να είμαι συντροφικός κι οφείλω να γράψω εδώ ένα ρητό ευχαριστώ στην Εύα και τη Φιλίνα, που με παιδέψανε, με εκπαιδεύσανε και με αγαπήσανε με πολύ διαφορετικό τρόπο και σε ολότελα διαφορετικό πεδίο, αλλά και στις δύο περιπτώσεις για καλό.
[Διονύσης Σαββόπουλος και Γλυκερία «Φιλημένη μες στους κινηματογράφους» από το Μην πετάξεις τίποτα.]
Η Θεσσαλονίκη δεν είναι όμως μόνο οι άνθρωποι και οι δραστηριότητες, είναι και το φυσικό με το κτισμένο περιβάλλον, ο καιρός, η ομίχλη, η θάλασσα, το Σέιχ Σου, τα κάστρα, τα νεοκλασικά και οι πολυκατοικίες της. Οι περίοδοι της θλίψης μου είχαν και μερικά ξεκάθαρα θετικά: ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό μου όπως ήμουν, διάβαζα και περπάταγα πολύ. Κάπως έτσι προέκυψε να έχω διαβάσει όλο το Φουκώ και τον περισσότερο Καστοριάδη (άσχετοι και οι δύο με το καθ’ αυτό αντικείμενο των σπουδών μου), κάπως έτσι περιπλανήθηκα στα σοκάκια της Άνω Πόλης και στο λιμάνι για άπειρα βράδια, όπως και σε γειτονιές που σπάνια αποτελούν επιλογή για βόλτες (Τούμπα, λεωφόρο Στρατού και Όλγας, Μοναστηρίου και Βαρδάρι), αν και η πραγματική εικόνα της πόλης είναι αυτή, χωρίς λούστρο τουριστικό και αξιοθέατα. Τα χαρούμενα απογεύματα και βράδια, που ομολογώ δεν ήταν λίγα, καθισμένος ή χορεύοντας και όχι περπατώντας, ήπια και γλέντησα πολύ: στο ευδιάθετο Residence, το δυνατό Berlin, στο ήπιο Gesualto και την παρεΐστικη Μικρή Στοά, στο πολύβουο Μπιτ Παζάρ (αρχικά στο Φλώρο και το Λάιο, προς το τέλος στη Σελήνη) στο δροσερό Τσινάρι και την τουριστική Άθωνος, αλλά και σε συγκεκριμένες γωνίες, σκορπισμένες ανάκατα σε διάφορα σημεία της πόλης (το Μακεδονικό, ο Κήπος, το Ίγκλις και η Ληθηνόη στην Άνω Πόλη, η ταβέρνα του Κουφού στις Συκιές, η Δόξα και η Ανδρομέδα στην Κασσάνδρου). Σε μια κατάληψη στην Άνω Πόλη, τη Μαύρη Γάτα, συμμετέχοντας για δύο χρόνια στην οργάνωση της «συντροφικής κουζίνας» έμαθα να μαγειρεύω με φαντασία και εφευρετικότητα, ενώ τριγυρίζοντας σε τόσα μαγαζιά κατάφερα κάποια στιγμή να ξεχωρίζω το αλκοόλ απ’ το πετρέλαιο, το καλομαγειρεμένο φαγητό από τους εντυπωσιασμούς των μπαχαρικών και του ψευτοfusion. Για αυτή τη σοφία των απλών πραγμάτων την ευγνωμονώ ειλικρινά τη Σαλονίκη.
[Ευανθία Ρεμπούτσικα, Μιχάλης Γκανάς και Νατάσα Θεοδωρίδου (σε μια ‘ποιοτική στροφή’ που κράτησε μόλις μια σεζόν) «Σαλονίκη» από το Έρωτα δεν ξέρεις να αγαπάς.]
Τη συγκεκριμένη περίοδο βαριέμαι να γκρινιάζω, ίσως γιατί το έκανα πολύ στη ζωή μου (και κυρίως μόνος μου μιλώντας με τον εαυτό μου), δεν έχει νόημα λοιπόν να αναλύσω πώς και γιατί έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. Η θετική πλευρά ήταν ότι είχα ερωτευτεί μια Αθηναία, η αρνητική ότι τα ακαδημαϊκά, συγγραφικά και επαγγελματικά μου είχαν φτάσει σε τέλμα, με τους περισσότερους φίλους και γνωστούς να πλησιάζουν την κρίση των τριάντα είτε γινόμενοι μικροαστοί, είτε επιστρέφοντας στις επαρχιακές τους πόλεις. Εκεί λοιπόν που ήμουν έτοιμος να φύγω, επί της ουσίας απογοητευμένος από την πόλη και τους ανθρώπους της, έσκασαν στο παραπέντε μερικοί καινούριοι άνθρωποι που συνεχίζουν να αποτελούν το βασικότερο λόγο για να επανέρχομαι στην πόλη: ο Γιώργος, ο Αντώνης, ο Μιχάλης και η Ολίβια, η Λίτσα. Αγαθή τύχη φέρνει αυτή τη φορά και μια ξενιτεμένη στο Βουκουρέστι φίλη, τη Δώρα, την ίδια μέρα με μένα στην πόλη.
[Δήμος Μούτσης, Γιάννης Λογοθέτης, Βίκυ Μοσχολιού «Και γεια χαρά» από τις Στροφές.]
Κλείνοντας, οφείλω να αναγνωρίσω πως όλα αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω από σχήματα και αφαιρέσεις, εμπειρίες μια συγκεκριμένης ζωής από πρωτεύουσες με χιλιάδες πρόσωπα. Είναι εύκολο να νοσταλγείς το παρελθόν και να μυθοποιείς το μέλλον σου (ή σε πλήρη αντιστροφή να ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου και να φρίττεις με τα επερχόμενα), η πραγματική ζωή όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη και πολύχρωμη. Μου αρέσει συχνά να σκέφτομαι αυτό το κάπως απλουστευτικό απόφθεγμα, πως πατρίδα είναι εκεί που βρίσκεις δουλειά κι αγάπη, κι έτσι τελικά χαίρομαι που αφήνω προσωρινά μια νεότατη πατρίδα για να βρω μία νεότερη, αλλά και που με τα στραβά και τα καλά μου, έριξα τελικά ρίζες όπου και να βρέθηκα.
[Μελίνα Τανάγρη «Νοσταλγία» από την Κόντρα καρδιάς
Ρόδες «Απομυθοποίηση τώρα» από το Στη γιορτή της φαντασίας.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου